Ο Σεβασμιώτατος
Μητροπολίτης Κιέβου, Γαλικίας και πάσης Ουκρανίας κυρός Μιχαήλ. (1862-1929). |
Ο κατά κόσμον Βασίλειος Φιοντόροβιτς Ερμάκωφ γεννήθηκε στην Αγία Πετρούπολη στις 31 Ιουλίου 1862. Αρχικά ακολούθησε Τεχνικές σπουδές στη συνέχεια όμως εγγράφηκε στη Θεολογική Ακαδημία Κιέβου από την οποία αποφοίτησε το 1887. Στις 19 Ιουνίου 1887 εκάρη μοναχός στη Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου. Διάκονος χειροτονήθηκε στις 28 Ιουνίου 1887 από τον Επίσκοπο Κανέβου Σίλβεστρο και Πρεσβύτερος στις 29 Ιουνίου 1887. Υπηρέτησε ως Καθηγητής στο Θεολογικό Σεμινάριο του Κιέβου (1887-1888), στο Θεολογικό Σεμινάριο του Ορέλ (1889-1890) και στη Θεολογική Ακαδημία Αγίας Πετρουπόλεως (1890-1893). Στις 15 Δεκεμβρίου 1890 έλαβε το οφίκιο του Αρχιμανδρίτη. Στη συνέχεια υπηρέτησε ως Διευθυντής του Θεολογικού Σεμιναρίου του Μογιλιέβου (1893) και του Θεολογικού Σεμιναρίου της Βολυνίας με έδρα το Κρεμένετς (1893-1898). Στις 31 Ιανουαρίου 1899 χειροτονήθηκε Επίσκοπος Νοβγορόδου Σέβερσκη, Βικάριος της Επισκοπής Τσερνιγόβου. Τη χειροτονία τέλεσε ο Μητροπολίτης Κιέβου και Γαλικίας Ιωαννίκιος, συμπαραστατούμενος από τους Μητροπολίτες Αγίας Πετρουπόλεως και Λαδόγκας Αντώνιο, Μόσχας και Κολόμνας Βλαδίμηρο, τους Αρχιεπισκόπους Νοβγορόδου και Παλαιάς Ρωσίας Θεόγνωστο, Τβερ και Κάσιν Δημήτριο και τους Επισκόπους Σαμάρας και Σταυρουπόλεως Γουρία, Ορέλ και Σέβσκ Νικάνορα, Ταυρίδος και Συμφεροπόλεως Νικόλαο και Σαρατώβου και Τσαρίτσιν Ιωάννη. Στις 20 Οκτωβρίου 1899 τοποθετήθηκε Επίσκοπος Κοβνό, Βικάριος της Επισκοπή Λιθουανίας. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1903 εξελέγη Επίσκοπος Όμσκ και Σεμιμπαλαντίνσκ και στις 9 Δεκεμβρίου 1905 Επίσκοπος Γροδνό και Μπρέστ. Στις 6 Μαΐου 1912 προήχθη σε Αρχιεπίσκοπο. Μετά την κατάληψη του Γροδνό από τους Γερμανούς κατέφυγε στη Μόσχα. Μετά το τέλος του Α΄ παγκοσμίου πολέμου το Γροδνό περιλήφθηκε στο νεοσύστατο Πολωνικό κράτος και ο Αρχιεπίσκοπος Μιχαήλ δεν επέστρεψε στην έδρα του. Το 1921 προήχθη σε Μητροπολίτη και ορίστηκε Πατριαρχικός Έξαρχος Ουκρανίας. Έλαβε όλα τα δικαιώματα του Μητροπολίτη Κιέβου λόγω του γεγονότος ότι ο Μητροπολίτης Κιέβου Αντώνιος διέμενε εμπερίστατος στη Σερβία. Το 1923 επειδή αρνήθηκε να αναγνωρίσει τη "ζώσα Εκκλησία" η Σύνοδός της τον έπαυσε από τα καθήκοντά του. Τον Φεβρουάριο του 1923 συνελήφθη και φυλακίστηκε στη Μόσχα. Τον Ιούλιο του 1923 καταδικάστηκε σε διετή εκτοπισμό στο Τουρκεστάν. Τον Σεπτέμβριο του 1925 επέστρεψε από την εξορία και εγκαταστάθηκε στη Μόσχα. Ο τοποτηρητής του Πατριαρχικού Θρόνου Μητροπολίτης Κρουτίτσης Πέτρος αρνήθηκε να προβεί στην εκλογή του Μιχαήλ σε Μητροπολίτη Κιέβου επιβεβαίωσε ωστόσο τον τίτλο του ως Μητροπολίτη Γροδνό και Έξαρχο Ουκρανίας. Αρνήθηκε να προσχωρήσει στο Γρηγοριανό σχίσμα παρόλο που του υποσχέθηκαν τον τίτλο του Μητροπολίτη Κιέβου. Το 1927 υποστήριξε πλήρως τον Αναπληρωτή Τοποτηρητή του Πατριαρχικού Θρόνου Μητροπολίτη Κάτω Νοβγορόδου Σέργιο και τη δήλωσή του για υποταγή στη Σοβιετική εξουσία. Τον Δεκέμβριο του 1927 εξελέγη Μητροπολίτης Κιέβου, Γαλικίας και πάσης Ουκρανίας. Εκοιμήθη στο Κίεβο στις 30 Μαρτίου 1929. |
Αναθεώρηση: Δευτέρα, 18 Σεπτεμβρίου 2023.