Ο
κατά κόσμον Αδάμ Απολλιναρίεβιτς Φιλιππόβσκη ή
Φιλιππένκο γεννήθηκε στις 30 Ιανουαρίου 1881 στο χωριό Ρούντα της Ανατολικής
Γαλικίας της Αυστροουγγαρίας τότε, σε οικογένεια Ελληνο-καθολικού ιερέα. Σπούδασε τη Θεολογία στη Θεολογική Σχολή
του Λβώβ. Το 1903 μετέβη στις Η.Π.Α. επέστρεψε όμως το 1905 στο Λβώβ, για να
ολοκληρώσει τις σπουδές του. Το 1912 μετέβη και πάλι στις Η.Π.Α. Διάκονος
χειροτονήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 1912 από τον Επίσκοπο Αλάσκας Αλέξανδρο
και Πρεσβύτερος στις 17 Σεπτεμβρίου 1912. Υπηρέτησε σε διάφορες ενορίες στις
Η.Π.Α. και τον Καναδά και συνέβαλε στην επιστροφή των Ουνιτών Καρπαθορώσων
στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Το 1917 χήρεψε. Το ίδιο έτος εκάρη μοναχός και έλαβε
το οφίκιο του Αρχιμανδρίτη. Στις 24 Οκτωβρίου 1922 χειροτονήθηκε Επίσκοπος
Καναδά. Τη χειροτονία τέλεσε χωρίς την άδεια του Μητροπολίτου Βορείου
Αμερικής Πλάτωνος ο Επίσκοπος Πιττσβούργου Στέφανος, συμπαραστατούμενος από
τον Επίσκοπο Μοραβίας και Σιλεσίας Γοράζδο. Το 1930 εντάχθηκε στη
δικαιοδοσία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας εν Υπερορία και τοποθετήθηκε
τιτουλάριος Επίσκοπος Πιττσβούργου, Βικάριος της Επισκοπής Βορείου Αμερικής.
Ωστόσο το επόμενο έτος ανεξαρτητοποιήθηκε. Το 1935 μετά την ένωση της
Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας εν Υπερορία με τη Μετροπόλια εντάχθηκε στην
ενιαία δικαιοδοσία και εξελέγη Επίσκοπος Φιλαδελφείας και Καρπαθορώσων. Το
1936 προήχθη σε Αρχιεπίσκοπο. Το 1944 εντάχθηκε στο Πατριαρχείο Ρωσίας με
τον βαθμό και τίτλο που είχε. Στις 30 Ιουλίου 1954 παραιτήθηκε. Εκοιμήθη στη
Φιλαδέλφεια της Πενσυλβανίας στις 29 Απριλίου 1956. |