Ο Σεβασμιώτατος
Μητροπολίτης πρώην Γκόρκι και Αρζαμά κυρός Κορνήλιος. (1874-1966). |
Ο κατά κόσμον Κωνσταντίνος Κωνσταντίνοβιτς Ποπώφ γεννήθηκε στις 7/19 Αυγούστου 1874 στο χωριό Νικόλσκοε, της Κομητείας Γκριαζοβέτσκη, του Κυβερνείου του Βόλογδα. Το 1896 χειροτονήθηκε Διάκονος και στην συνέχεια Πρεσβύτερος. Υπηρέτησε στην Επισκοπή Πέρμης. Το 1897 χήρεψε. Το 1906 αποφοίτησε από τη Θεολογική Ακαδημία του Καζάν. Στην συνέχεια υπηρέτησε στην Επισκοπή Γιαροσλάβου και στις 12 Σεπτεμβρίου 1909 εκάρη μοναχός. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1912 έλαβε το οφίκιο του Αρχιμανδρίτη. Στις 5 Ιουλίου 1915 χειροτονήθηκε τιτουλάριος Επίσκοπος Ρυμπίνσκ, Βικάριος της Επισκοπής Γιαροσλάβου. Στις 31 Ιανουαρίου 1920 τοποθετήθηκε Επίσκοπος Ρωμανώβου, Βικάριος της Επισκοπής Γιαροσλάβου. Στις 15 Φεβρουαρίου 1921 τοποθετήθηκε τιτουλάριος Επίσκοπος Σουμύ, Βικάριος της Επισκοπής Χαρκόβου. Το 1922 ο Επίσκοπος Κορνήλιος προσχώρησε στο σχίσμα των "Ανανεωτών". Εκεί στις 19 Σεπτεμβρίου 1922 εξελέγη Επίσκοπος Βόλογδα και ύστερα από μισό έτος στις 24 Ιανουαρίου 1923 προήχθη σε Αρχιεπίσκοπο. Τον Μάιο του 1923 συμμετείχε στην δεύτερη Παρρωσική Σύνοδο της «ζώσας Εκκλησίας» η οποία καθήρεσε τον Πατριάρχη Τύχωνα. Στις 23 Ιανουαρίου 1924 εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Γιαροσλάβου και στις 10 Απριλίου 1925 Αρχιεπίσκοπος Σαρατώβου. Από την 1 Σεπτεμβρίου Αρχιεπίσκοπος και στη συνέχεια Μητροπολίτης Σβερδλόβου και Ουράλσκ. Στις 22 Σεπτεμβρίου 1926 εξελέγη Μητροπολίτης Βορόνεζ. Στις 21 Ιουνίου 1935 με απόφαση του Μητροπολίτη Βιταλίου συνταξιοδοτήθηκε. Το ίδιο έτος συνελήφθη και καταδικάστηκε σε πέντε έτη καταναγκαστικά έργα. Αποφυλακίστηκε το 1940. Επανήλθε στην ενεργό υπηρεσία τον Μάρτιο του 1942 και εξελέγη Μητροπολίτης Βορόνεζ και Ζαντόνσκ. Την ίδια χρονιά εξελέγη Μητροπολίτης Γιαροσλάβου και Κοστρομά. Στις 4 Δεκεμβρίου 1943 δήλωσε μετάνοια και επέστρεψε στο Πατριαρχείο Ρωσίας. Έγινε δεκτός με τον βαθμό του Επισκόπου. Τον Δεκέμβριο του 1943 εξελέγη Επίσκοπος Σουμύ και Αχτύρκας. Τον Φεβρουάριο του 1945 προήχθη σε Αρχιεπίσκοπο. Στις 13 Απριλίου 1945 εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Βίλνας και Λιθουανίας. Διετέλεσε τοποτηρητής της Επισκοπής Ρίγας από το 1945 μέχρι το 1947. Στις 18 Νοεμβρίου 1948 εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Γκόρκι και Αρζαμά. Στις 25 Φεβρουαρίου 1955 προήχθη σε Μητροπολίτη. Στις 14 Αυγούστου 1961 παραιτήθηκε για λόγους υγείας. Έζησε το υπόλοιπο της ζωής του στο Γκόρκι όπου και εκοιμήθη στις 27 Οκτωβρίου 1966. Της νεκρωσίμου ακολουθίας προεξήρχε ο Επίσκοπος Γκόρκι και Αρζαμά Φλαβιανός στις 30 Οκτωβρίου 1966. |
Αναθεώρηση: Παρασκευή, 23 Φεβρουαρίου 2024.