ΣΗΜΕΙΟΝ

 

Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ (ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΑΓΚΕΣ) ΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΜΑΣ

(πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΚΗΡΥΚΑΣ)

 

Γράφει ο Νίκος Παύλου

 

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η παιδεία αποτελεί το βασικό θεμέλιο των σύγχρονων κοινωνιών, αφού ενσταλάζει στα μέλη τους τις αξίες και τις αρχές που είναι απαραίτητες για να γίνουν ολοκληρωμένες προσωπικότητες και έτσι να βοηθήσουν στην προαγωγή του πολιτισμού και των ανθρώπινων αξιών. Γι’ αυτό λοιπόν το λόγο είναι  σημαντικό να τίθενται προβληματισμοί και επισημάνσεις που μπορούν να προάγουν το διάλογο γύρω από αυτή και ταυτόχρονα να αποτελέσουν μία βάση η οποία θα χρησιμεύσει για να μπορούν τα διδακτικά αγαθά να γίνονται περισσότερο προσιτά στους μαθητές. Αυτός θα πρέπει να αφορά κυρίως την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης, κατάσταση που συνδέεται άμεσα με την προσωπικότητα και τις ανάγκες του εκπαιδευτικού.

Με το πρώτο σκέλος του προβληματισμού συνδέεται κυρίως ο θεσμός των πανελληνίων εξετάσεων. Αν και δεν έπρεπε να απασχολούν τόσο έντονα την ελληνική κοινωνία που θα έπρεπε να είχε ως στόχο της τη δημιουργία, μέσω της παιδείας, της ολοκληρωμένης προσωπικότητας του νέου ανθρώπου, από τη στιγμή που η παιδεία παραμένει εφαλτήριο κοινωνικής ανόδου και εισιτήριο επαγγελματικής αποκατάστασης- αποτελούν πρωτεύον μέλημα της συντριπτικής πλειονότητας των οικογενειών που θέλουν οι γόνοι τους να έχουν επιτυχία σε αυτές. Θα πρέπει όμως η συμμετοχή σε αυτές να μην αποτελεί αυτοσκοπό. Είναι δηλαδή άμεση ανάγκη να ενισχυθεί το Λύκειο και να καταξιωθεί το απολυτήριό του, η απόκτηση του οποίου χρειάζεται να αποσυνδεθεί από τη συμμετοχή στις Πανελλήνιες εξετάσεις.

Είναι γεγονός πως οι μαθητές εργάζονται σκληρά. Μετά από ένα εξαντλητικότατο ωράριο στο σχολείο, θα αρχίσει αργότερα η προετοιμασία για την επόμενη μέρα (με τη συνδρομή ενδεχομένως κάποιου φροντιστηρίου), που θα συνοδεύεται από αθλητικές, καλλιτεχνικές κοκ δραστηριότητες. Αυτό σημαίνει πως ο ελεύθερος χρόνος είναι ελάχιστος.

Αυτή η διαπίστωση φανερώνει πως οι μαθητές είναι υποχρεωμένοι να αφομοιώσουν έναν μεγάλο αριθμό γνωστικών αντικειμένων, που συνοδεύεται ταυτόχρονα και από τα μαθήματα δεξιοτήτων (όπως η Φυσική Αγωγή και η Αισθητική Παιδεία). Η απορία είναι σε τι χρησιμεύει το πλήθος των λεπτομερειών που δίνονται, και τα οποία δεν πρόκειται να παραμείνουν στο μαθητή ως «εμπειρία». Είναι απαραίτητο δηλαδή όλοι να κατανοήσουν πως τα σχολεία της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης δεν είναι σχολές ειδίκευσης, που θα κάνουν κάποιον «ειδικευμένο» χημικό, μαθηματικό, φιλόλογο, θεολόγο κα, αλλά είναι υποχρεωμένα να παρέχουν τις βασικές αρχές της γνώσης και να κάνουν το νέο άνθρωπο να σκέφτεται κριτικά, ώστε να μπορεί να ερμηνεύει την πραγματικότητα μέσα στην οποία θα ζήσει. Κάτω από αυτό το πρίσμα είναι ανάγκη λοιπόν να δίνονται πραγματικά σημαντικές γνώσεις και αρχές, και στη συνέχεια να υπάρχει μία ποικιλία αντικειμένων (γνωστικών και δεξιοτήτων) που θα μπορεί να επιλέξει ο μαθητής ανάλογα με τα ενδιαφέροντά του.

Τα παραπάνω βέβαια προϋποθέτουν και την ύπαρξη ανάλογων υποδομών, και ειδικά εκείνων που θα στηρίζουν τη λειτουργία των ΤΠΕ (Τεχνολογίες Πληροφορίας-Επικοινωνίας) Αυτό σημαίνει πως είναι ανάγκη να αρχίσει σύντομα η ανανέωση των σχολικών εργαστηρίων Πληροφορικής και να γίνει άμεσα η επιμόρφωση όλων των εκπαιδευτικών (και όχι μόνο κάποιων ειδικοτήτων) στις εφαρμογές της Πληροφορικής στα σχολικά μαθήματα.

Η επιμόρφωση όμως είναι απαραίτητη όσο ποτέ άλλοτε. Σήμερα, πέρα από την αναγκαιότητα της γνωριμίας με τα  επιτεύγματα των επιστημών που είναι συνεχή, οι φρέσκιες ιδέες χρειάζονται για να γίνεται το μάθημα όσο το δυνατό περισσότερο ευχάριστο και ενδιαφέρον. Δεν είναι δυνατό να χρησιμοποιούνται σήμερα ξεπερασμένες δασκαλοκεντρικές μέθοδοι ή αυταρχικές συμπεριφορές που εύρισκαν πρόσφορο έδαφος στο σχολείο των δεκαετιών του ’70 και του ’80. Χρειάζεται λοιπόν συνεχής επιμόρφωση που θα βοηθήσει τον εκπαιδευτικό να ανταποκριθεί στο δύσκολο έργο του και θα τον αναβαθμίσει επιστημονικά και παιδαγωγικά.

Φυσικά η επιμόρφωση θα πρέπει να συνοδεύεται από την αξιολόγηση. Αυτή βεβαίως θα αφορά και τους απλούς διδάσκοντες, αλλά κυρίως τα στελέχη της εκπαίδευσης, που θα είναι και αξιολογητές. Για παράδειγμα, πως είναι δυνατόν σχολικός σύμβουλος να θέλει να αξιολογήσει τις διδακτικές ικανότητες ενός εκπαιδευτικού, όταν ο ίδιος δεν έχει διδάξει για αρκετά χρόνια σε συνθήκες πραγματικής τάξης και γνωρίζει μόνο θεωρητικά τα προβλήματα που ανακύπτουν κατά την προσφορά των αγαθών της παιδείας; Επομένως η αξιολόγηση πρέπει να αφορά όλους. Φυσικά υπάρχουν ενστάσεις για το πώς θα γίνει και από ποιον. Μία αφετηρία ενδεχομένως να ήταν η πολλαπλή αντικειμενική αξιολόγηση αυτού που θα αναλάβει να αξιολογήσει άλλους. Θα πρέπει να έχει αξιολογηθεί –κατά τη τρέχουσα έκφραση- εκατό φορές σε σχέση με τους διδάσκοντες για να αποδειχτεί αν έχει πραγματικά τα προσόντα. Πρέπει όμως η αξιολόγηση να αρχίσει όσο πιο δυνατό πιο γρήγορα.

Είναι γνωστό πως οι υποψήφιοι εκπαιδευτικοί διαγωνίζονται, μέσω του ΑΣΕΠ,  για να αποδειχτεί αν έχουν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις (παιδαγωγικές και επιστημονικές) ώστε να διοριστούν ως δάσκαλοι των μαθητών. Στις σημερινές συνθήκες που η χρήση της επετηρίδας είναι ανεδαφική, μιας και υπάρχει ένας τεράστιος αριθμός νέων ανθρώπων που περιμένουν διορισμό, θα πρέπει να αποτελεί, μαζί με την προϋπηρεσία (αναπληρωτές, ωρομίσθιοι), μοναδικό κριτήριο για να μπορέσει κάποιος, αφού επιτύχει στο σχετικό διαγωνισμό, να διοριστεί στην εκπαίδευση. Αυτό σημαίνει πως ακόμη και ειδικές κατηγορίες εκπαιδευτικών, που διορίζονται αυτή τη στιγμή με βάση μόνο κοινωνικά κριτήρια, θα πρέπει να διαγωνίζονται απαραίτητα, και αφού διαπιστωθεί η επιστημονική και παιδαγωγική τους επάρκεια, όπως συμβαίνει και με τους υπόλοιπους, να εξετάζεται η περίπτωσή τους.

Τελειώνοντας θα πρέπει να γίνει λόγος για την οικονομική αναβάθμιση των εκπαιδευτικών. Είναι πολύ λίγα τα χρήματα που παρέχονται για ένα τόσο μεγάλο έργο. Άλλωστε όλοι γνωρίζουν πως και τα οικονομικά κίνητρα είναι σημαντικά για να αποδίδει κάποιος περισσότερο.

Να τονιστεί εδώ πως οι παραπάνω σκέψεις δεν «κομίζουν γλαύκαν ες Αθήνας». Άλλωστε τα θέματα που αφορούν την παιδεία μας μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διαρκούς συζήτησης, μιας και αποτελεί ένα θέμα που ενδιαφέρει όλους.  Επομένως ο διάλογος πρέπει να είναι συνεχής και να έχει ως στόχο του την καλυτέρευση και της παρεχόμενης εκπαίδευσης αλλά και των συνθηκών με τις οποίες εργάζονται οι εκπαιδευτικοί, δάσκαλοι και καθηγητές.