ΣΗΜΕΙΟΝ

 

Νικόλαος Παύλου

Θεολόγος - Ιστορικός

MTh-MA

 

Ο ΔΙΩΓΜΟΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΟΥΚΙΟΥ

Συμβολή στην έρευνα των αιτίων των διωγμών εναντίον των πρώτων χριστιανών*

 (Πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΚΗΡΥΚΑΣ)

Είναι γνωστό ότι έχουν γίνει πολλές προσπάθειες από την έρευνα για να διευκρινιστούν επαρκώς τα αίτια και η φύση των διωγμών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας εναντίον των χριστιανών[1]. Οι καταδιώξεις εναντίον τους περιλαμβάνουν δύο περιόδους: Η πρώτη αρχίζει το 64  και τελειώνει το 250, και η δεύτερη ξεκινάει με το διωγμό του Δέκιου το 250/51 και διαρκεί μέχρι το 313 [2]. Όσον αφορά τα αίτια ο Π. Χρήστου[3] θεωρεί ότι αυτά ήταν η λαϊκή εχθρότητα, που οφείλονταν στην οικονομική ζημιά που είχαν ορισμένες επαγγελματικές τάξεις (κρεοπώλες, αργυροχόοι κοκ.) από την καινούρια θρησκεία και στην αυστηρότητα του χριστιανικού βίου, η αντίδραση των φιλοσόφων, γιατί ο χριστιανισμός «έφερε κάτι το νέον, ήτοι εντονωτέραν θρησκευτικότητα»[4] και η πολιτική καχυποψία.

Ο Βλάσιος Φειδάς[5] τονίζει πως μέχρι τον Γ΄ αι. απευθύνονταν εναντίον των χριστιανών ανεπίσημες κατηγορίες που στηρίζονταν σε αφελείς φήμες του όχλου, ενώ «κατέστησαν ύποπτοι εις την ρωμαϊκήν πολιτείαν και δη και εφόσον ηρνούντο να προσφέρουν την υπό του αυτοκράτορος θυσίαν, την οποίαν προσέφερον καθ’ ημέραν και αυτοί οι Ιουδαίοι εν τω ναώ των Ιεροσολύμων»[6]. Η νομική θέση δηλαδή των χριστιανών στο ρωμαϊκό κράτος ήταν ανάλογη με αυτή των παρανόμων εταιριών[7] .

Τέλος, όπως έχουν αποδείξει οι μελέτες του d. St. Croix , ο κύριος λόγος των διωγμών οφείλονταν στο «όνομα», το nomen Christianos[8] Δηλαδή οι χριστιανοί κατατάσσονταν-εφόσον ήταν χριστιανοί- στους ύποπτους για αντικοινωνική συμπεριφορά, αφού λάτρευαν το Χριστό που είχε σταυρώσει ο ρωμαίος διοικητής της Ιουδαίας, μιλούσαν για το τέλος του κόσμου, και συμμετείχαν σε αντικοινωνικές –για πολλούς- τελετές, που δημιουργούσαν υποψίες εναντίον τους[9]. Επίσης, ο χαρακτήρας του μονοθεϊσμού, που δεν άφηνε κανένα περιθώριο απόδοσης τιμής σε θεότητες, θεωρούνταν από τη ρωμαϊκή εξουσία πως ξεμάκρυνε την εύνοιά τους, και πολλοί φοβούνταν ότι, εξαιτίας αυτού, θα ξεσπούσε η θεϊκή οργή  πάνω τους.

Πάντως είναι δύσκολο να ειπωθεί με βεβαιότητα ότι οι ρωμαϊκές αρχές είχαν μία ξεκάθαρη στάση απέναντι στους χριστιανούς. Στην πραγματικότητα επικρατούσε σύγχυση στις ηγετικές ομάδες και στα εκτελεστικά όργανα της αυτοκρατορίας, σχετικά με τους λόγους για τους οποίους έπρεπε να καταδιώκονται οι χριστιανοί. Είναι χαρακτηριστικά στην προκειμένη περίπτωση τα λόγια του Πλίνιου, κυβερνήτη της Βιθυνίας, που γράφει το 112 περίπου στον αυτοκράτορα Τραϊανό, ζητώντας τη βοήθειά του για να μπορέσει να βρει κατηγορίες εναντίον των χριστιανών. Όπως τονίζει:

 

«Cognitionibus de Christianis interfui numquam: ideo

 nescio quid et quatenus aut puniri soleat aut quaeri»[10]

 

Το μαρτύριο του Πτολεμαίου και του Λούκιου, που παραθέτει ο χριστιανός φιλόσοφος Ιουστίνος[11],  βοηθάει, κατά τη γνώμη μου, στην αποσαφήνιση κάποιων αιτίων των διωγμών. Εκτός των άλλων, μάλλον αποτελεί και την πρώτη γραπτή μαρτυρία για διωγμό χριστιανών στη Ρώμη. Σύμφωνα με αυτό μία γυναίκα ήταν παντρεμένη με έναν διεφθαρμένο άνθρωπο και τον ακολουθούσε στις συνήθειές του. Όταν όμως έγινε χριστιανή άλλαξε τρόπο ζωής, και μετά από ένα διάστημα τον χώρισε. Ο πρώην σύζυγός της την κατήγγειλε ότι ήταν χριστιανή. Αυτή τότε απευθύνθηκε στον αυτοκράτορα Αντωνίνο ζητώντας του να ρυθμίσει πρώτα τα περιουσιακά της ζητήματα και κατόπιν να απολογηθεί, πράγμα που έγινε.

Τότε ο πρώην σύζυγος βλέποντας τα σχέδιά του για εκδίκηση να ανατρέπονται στράφηκε εναντίον του Πτολεμαίου[12], που είχε οδηγήσει τη γυναίκα στο χριστιανισμό. Πείθει ένα φίλο του εκατόνταρχο να τον συλλάβει και να τον ρωτήσει μόνο αν είναι χριστιανός. Πράγματι έτσι γίνεται, και ο Πτολεμαίος οδηγείται στη φυλακή, όπου παραμένει ένα μεγάλο χρονικό διάστημα.

Τελικά οδηγείται ενώπιον του έπαρχου Ούρβικου[13] που ρωτάει και αυτός τον Πτολεμαίο αν είναι χριστιανός. Μετά την καταφατική του απάντηση διατάζει την εκτέλεσή του. Παρεμβαίνει τότε ένας πολίτης ονόματι Λούκιος και ρωτάει τον Ούρβικο για ποια αιτία τιμωρεί τον Πτολεμαίο, αφού αυτός δεν είχε διαπράξει κάποιο έγκλημα[14]. Ο έπαρχος τότε ρωτάει και το Λούκιο αν είναι χριστιανός. Αυτός ομολογεί και οδηγείται στο μαρτύριο, όπως και ένας άλλος που έκανε το ίδιο.

Το κείμενο του μαρτυρίου του Πτολεμαίου δίνει αρκετές χρήσιμες πληροφορίες που βοηθούν να διαφωτιστεί η φύση των διωγμών κατά το 2ο αι. Καταρχήν, όπως φαίνεται, μπορούσε ο καθένας να καταγγείλει κάποιον, με τον οποίο είχε διαφορές, ότι ήταν χριστιανός στις αρχές. Αν ο καταγγελλόμενος αποδέχονταν τη χριστιανική του ιδιότητα οδηγούνταν στις φυλακές και στη συνέχεια αντιμετώπιζε βαρύτερες ποινές. Το ίδιο δηλαδή το όνομα χριστιανός ήταν για τις ρωμαϊκές αρχές λόγος για να κινηθούν ποινικές διαδικασίες. Εντούτοις με αυτή την πρακτική δε φαίνεται πως συμφωνούσαν όλοι οι ρωμαίοι πολίτες. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Λούκιος απορεί που τιμωρείται ο Πτολεμαίος, ενώ δεν έχει διαπράξει κάποιο αδίκημα. Μάλιστα θέτει τον έπαρχο Ούρβικο ενώπιον των ευθυνών του, γιατί δεν κρίνει σύμφωνα με το πνεύμα που είχε ενσταλάξει στη δημόσια διοίκηση ο αυτοκράτορας Αντωνίνος[15], αλλά θεωρεί κάποιον ένοχο μόνο για τη θρησκευτική του ιδιότητα.

Ταυτόχρονα ενδιαφέρον παρουσιάζει η στάση του συζύγου της χριστιανής γυναίκας. Αφού δε μπορούσε να την εκδικηθεί με άλλον τρόπο, επειδή τον είχε εγκαταλείψει, καταγγέλλει ότι αυτός δεν επιθυμούσε την απομάκρυνσή της, αλλά αυτή τον χώρισε επειδή είχε ασπαστεί το χριστιανισμό[16]. Προφανώς δεν αποδέχονταν τον τρόπο ζωής του πρώην συζύγου της, που δεν ήταν και σύμφωνος με τους νόμους του κράτους, όπως τονίζει προηγουμένως ο Ιουστίνος[17]. Σημασία όμως για το θέμα μας έχει το γεγονός ότι η πιο εύκολη κατηγορία εναντίον κάποιου στη Ρώμη του 2ου αι. ήταν να του αποδοθεί το όνομα χριστιανός.

Ένα άλλο στοιχείο που δίνει το κείμενο του μαρτυρίου του Πτολεμαίου, είναι ο τρόπος με τον οποίο ενεργούσαν τα όργανα της Αυτοκρατορίας. Όπως φαίνεται ο εκατόνταρχος συλλαμβάνει τον Πτολεμαίο και τον φυλακίζει για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς να ζητήσει την άδεια κάποιας ανώτερης αρχής, ενώ ο Ούρβικος δεν ενεργεί σύμφωνα με τις αρχές που είχε θέσει ο αυτοκράτορας. Όλα αυτά φανερώνουν ότι το 2ο αι. δεν υπήρχε ένα νομικό πλαίσιο με το οποίο αντιμετωπίζονταν οι χριστιανοί, αλλά το κάθε κρατικό όργανο μπορούσε να ενεργεί με τον τρόπο που ήθελε, χωρίς να ενδιαφέρεται για τη νομιμότητα των πράξεών του.

Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι ο πρώην σύζυγος της γυναίκας, αφού δε μπόρεσε να κάνει κακό στην ίδια, αφού αυτή είχε καταφύγει στον αυτοκράτορα, θέλει να εκδικηθεί το διδάσκαλό της Πτολεμαίο, που την είχε κάνει χριστιανή. Πιθανότατα αυτός δεν μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό του ενώπιον του αυτοκράτορα, και γι’ αυτό ο εκατόνταρχος, με συνοπτικές διαδικασίες τον κλείνει στη φυλακή.

Τα συμπεράσματα λοιπόν από τα παραπάνω είναι τα εξής:

·         Το όνομα Χριστιανός αρκούσε για να διωχτεί κάποιος, χωρίς να έχει διαπράξει κάποιο έγκλημα.

·         Το 2ο αι. δε φαίνεται να υπάρχει ένα συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο που να αιτιολογεί την καταδίωξη των χριστιανών, αλλά τα όργανα της αυτοκρατορίας ενεργούσαν με δική τους πρωτοβουλία.

·         Η καταγγελία της χριστιανικής ιδιότητας συνδυάζονταν και με ιδιοτελείς σκοπούς.

·         Οι χριστιανοί δεν αρνούνταν την πίστη τους. Χαρακτηριστική είναι η στάση του Λούκιου και του άλλου χριστιανού, που δεν αντέχουν τη μεροληπτική συμπεριφορά του Ούρβικου και προτιμούν το μαρτύριο.

 

***

 

Ο Ιουστίνος παραθέτοντας λοιπόν το μαρτύριο του Πτολεμαίου και του Λούκιου διατυπώνει το παράπονό του για τον τρόπο που η ρωμαϊκή εξουσία αντιμετώπιζε τους χριστιανούς. Ενώ δεν είχαν διαπράξει εγκλήματα, και ζούσαν σύμφωνα με τις αρχές του κράτους καταδικάζονταν μόνο για το όνομα, χωρίς μάλιστα να υπάρχει σχετικός νόμος γι’ αυτό. Με αυτό τον τρόπο αποδεικνύεται ότι η χριστιανική ιδιότητα ήταν αιτία διακρίσεων κατά το 2ο αι. στο ρωμαϊκό κράτος, χωρίς όμως να υπάρχει κάποιος φανερός λόγος γι’ αυτό.


 

* Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Δημήτρη Κυρτάτα για τις επισημάνσεις του κατά τη συγγραφή του άρθρου.

 

[1] Για το θέμα της έρευνας των διωγμών βλ. και τη διαπίστωση του Δημήτρη Κυρτάτα που υπογραμμίζει πως «δεν θα ήταν υπερβολή αν υποστηρίξουμε ότι οι διωγμοί των πρώτων χριστιανών αποτελούν ένα από τα πλέον αμφιλεγόμενα και δυσεπίλυτα προβλήματα στην ιστορία του πρώιμου χριστιανισμού και της ύστερης αρχαιότητας γενικότερα» (στο Δημήτρης Κυρτάτας, «Η ιστορία του πρώιμου χριστιανισμού», Ο Πολίτης, 147/Σεπτ. 2006, σ. 25-30, σ. 27).

[2] Ακολουθείται το χρονολογικό σχήμα του d. St. Croix, ο οποίος χωρίζει τους διωγμούς εναντίον των χριστιανών σε τρεις περιόδους, εννοώντας ως πρώτη αυτή που περιλαμβάνει τους διωγμούς των ιουδαίων εναντίον των χριστιανών. Βλ. Croix G.E.M. d. StΟ χριστιανισμός και η Ρώμη, μετ. Ιωάννα Κράλλη, Αθήνα. 2005, σ. 29

[3] Βλ. Χρήστου Π.Κ., Η αρχαία χριστιανική απολογητική, 1. Οι διωγμοί, στο Απολογηταί 1. Ιουστίνος, Εισαγωγή, Κείμενον, Μετάφρασις, Σχόλια Παν. Κ. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 10-16

[4] Όπ. παρ. σ. 13

[5] Φειδάς Βλάσιος, Εκκλησιαστική Ιστορία Ι, Από της Αποστολικής Εποχής μέχρι της Εικονομαχίας, Αθήναι 1978, σ. 66 κ.ε.

[6] Όπ. παρ. σ. 68

[7]« Exitabilis superstitio» ( Τάκιτος, Annales XV,44), «Superstitio nova ac malefica» (Σουητώνιος, Vita Neronis 16).

[8]Croix G.E.M. d. όπ. παρ. σ. 35 . Βλ. και Παύλου Νικ. Η κοινωνική προέλευση των χριστιανών μαρτύρων (από το 2ο έως τις αρχές του 4ου αι.) , Γρηγόριος ο Παλαμάς, 811/2006, σ. 845-846.

[9] Όπ. παρ. σ. 60

[10] Pliny, Epistulae 10,96. Η απόδοση (σύμφωνα με το Luther H. Martin, Οι θρησκείες της ελληνιστικής εποχής, μετ. Δ. Ξυγαλατάς, Θεσσαλονίκη 2004, σ. ) έχει ως εξής: «Καθώς ποτέ δεν έχω παρευρεθεί σε κάποια δίκη χριστιανών, δε γνωρίζω τις μεθόδους και τους κανόνες που τηρούνται είτε κατά την εξέταση, είτε κατά την τιμωρία τους (:των χριστιανών)».

[11] Το μαρτύριο του Πτολεμαίου και του Λούκιου περιέχεται στη Β΄ Απολογία του Ιουστίνου (2,1-20). Αυτή φαίνεται πως αποτελεί παράρτημα της Α΄ Απολογίας του. Για το κείμενο βλ. Justinus Martyr, Apologia secunda, ed. E.J. Goodspeed, Die ältesten Apologeten. Göttingen: Vandenhoeck & Ruprecht, 1915: 78-89. Πρβλ.  και Χρήστου Π.Κ. (κείμενο με κριτική αποκατάσταση και μετάφρασή του). όπ. παρ. σ. 202-207.

Ο Ιουστίνος έδρασε το 2ο αιώνα μ.Χ. Μετά από φιλοσοφικές σπουδές μεταστράφηκε στο χριστιανισμό. Εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, και, φορώντας το φιλοσοφικό τρίβωνα, άνοιξε σχολή όπου δίδασκε το χριστιανισμό. Μαρτύρησε πιθανότατα το 165 μαζί με έξι μαθητές του (Για τον Ιουστίνο και το έργο του βλ. Παπαδόπουλου Στυλιανού, Πατρολογία Α΄, Αθήνα 1982, σ. 233-244).

Οι Απολογίες υπερασπίζονταν το διωκόμενο χριστιανισμό, και είχαν ως παραλήπτες τους, κατά κανόνα,  ρωμαίους αυτοκράτορες.

[12] Σύμφωνα με τον Π. Χρήστου, όπ. παρ. σ. 46-47 ο Πτολεμαίος, η γυναίκα και οι δύο εισπηδήσαντες στο μαρτύριο ήταν μαθητές του Ιουστίνου. Βλ. επίσης P. Lampe, From Paul to Valentinus, σ. 237 κ.ε. όπου ο Πτολεμαίος θεωρείται ο συγγραφέας της Βαλεντινιανής επιστολής προς Φλώραν. Σε αυτή την περίπτωση δε θα ήταν βέβαια μαθητής του Ιουστίνου.

[13] Ο Ούρβικος ήταν έπαρχος της Ρώμης από το 144 μέχρι το 160. Βλ. Χρήστου, όπ. παρ. σ. 205, υπ. 6

[14] Το πρωτότυπο κείμενο έχει ως εξής: «Τίς ἡ αἰτία; τοῦ μήτε μοιχὸν μήτε πόρνον

μήτε ἀνδροφόνον μήτε λωποδύτην μήτε ἅρπαγα μήτε ἁπλῶς ἀδίκημά τι πράξαντα ἐλεγχόμενον, ὀνόματος δὲ Χριστιανοῦ προσωνυμίαν ὁμολογοῦντα τὸν ἄνθρωπον τοῦτον ἐκολάσω;» (Ιουστίνου, Απολογία Β΄2,16).

[15] Το κείμενο έχει στο πρωτότυπο «οὐ πρέποντα Εὐσεβεῖ αὐτοκράτορι οὐδὲ φιλοσόφου Καίσαρος παιδὶ οὐδὲ τῇ ἱερᾷ συγκλήτῳ κρίνεις, ὦ Οὔρβικε». (Ιουστίνου, Απολογία Β΄16)

[16] Στο πρωτότυπο: «μὴ βουλομένου ἀπαλλαγείσης κατηγορίαν πεποίηται, λέγων αὐτὴν Χριστιανὴν εἶναι» (Ιουστίνου, Απολογία Β΄ 7)

[17] Ιουστίνου, Απολογία Β΄ 4