Η ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΕΓΟΝΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ

(Μία παρουσίαση του βιβλίου του Gerd Theissen ΚΑΙΡΙΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ: ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ)

 

 

Νίκος Παύλου

 

 

 

 

Χαρακτηριστική είναι η τάση για σύνδεση της θεολογίας με τις κοινωνικές επιστήμες. Μάλιστα τα τελευταία χρόνια, με την αλματώδη ανάπτυξη των τελευταίων, πολλές θεολογικές αναζητήσεις χρησιμοποιούν ως εργαλείο ερμηνείας τους μεθόδους κοινωνικών επιστημών, ενώ πολλοί σύγχρονοι θεολόγοι  έχουν δημοσιεύσει πρωτότυπες μελέτες, στις οποίες κλασικά –και μη - θεολογικά προβλήματα αντιμετωπίζονται υπό το πρίσμα της κοινωνιολογίας, της κοινωνικής ανθρωπολογίας κοκ.

Πολύ σημαντικός ερευνητής που χρησιμοποιεί τις μεθόδους των κοινωνικών επιστημών ως εργαλείο στις θεολογικές του αναζητήσεις είναι ο γερμανός καθηγητής Gerd Theissen. Γεννημένος το 1943 , καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Χαϊλδεμβέργης, είναι από τους πρωτοπόρους στη χρήση των αρχών και των μεθόδων της κοινωνιολογίας για την ανάλυση της Καινής Διαθήκης. Περιγράφεται ως θεολόγος-ανθρωπιστής και είναι από τους πλέον αναγνωρισμένους θεολόγους σήμερα. Έχει δημοσιεύσει πολλά σημαντικά έργα στα οποία εφαρμόζει τις πλέον σύγχρονες θεωρίες των κοινωνικών επιστημών για να τεκμηριώσει τις θέσεις του.

Αξιόλογο είναι το έργο του G. Theissen Sociologie der Jesusbewegung (1977,  εκδ. Gutersloher Verlaghaus/Chr. Kaiser που μεταφράστηκε στην ελληνική το 1997 από του; Δ. Χαρισοπούλου-Θ. Σωτηρίου για τον εκδοτικό οίκο «Άρτος Ζωής» με τίτλο «Καίρια χαρακτηριστικά της κίνησης του Ιησού: Κοινωνιολογική θεώρηση» και υπότιτλο «Συμβολή στην ιστορία γένεσης του αρχέγονου χριστιανισμού». Πρόκειται για έργο στο οποίο –όπως τονίζεται στο οπισθόφυλλο- «με σαφήνεια και λιτότητα δίνεται το πανόραμα των κοινωνικών ομάδων και ιδεολογικών ή θρησκευτικών ρευμάτων που αποτελούσαν την κοινωνία της Παλαιστίνης την εποχή του Ιησού».

Μετά τον πρόλογο του συγγραφέα στις δύο πρώτες εκδόσεις του βιβλίου ακολουθεί το προλόγισμα του καθηγητή Σάββα Αγουρίδη στη μετάφραση. Χαρακτηριστικό απόσπασμα: « Ο Theissen είναι ένας μάγος. Ξέρει να βρίσκει τη θεολογική παράμετρο των διαπιστώσεών του, αποκρυπτογραφώντας τα κείμενα και κάνοντας να αναδυθεί η σημασία τους με τη βοήθεια του κοινωνιολογικού οργάνου» (σελ.12).

Το βιβλίο αρχίζει  με το εισαγωγικό κεφάλαιο 0 (!) που έχει τίτλο «Στόχοι και μέθοδοι μιας κοινωνιολογίας της κίνησης του Ιησού». Χωρίζεται σε 5 ενότητες που έχουν το εξής περιεχόμενο:

Στην πρώτη με τίτλο «Η κίνηση του Ιησού» τονίζεται πως η κίνηση του Ιησού ήταν ένα ενδοϊουδαϊκό ανανεωτικό κίνημα, παλαιστινιακό φαινόμενο που επηρέασε και γειτονικές συριακές περιοχές. Αντίθετα ο ελληνιστικός χριστιανισμός εξαπλώθηκε έξω από την Παλαιστίνη.

Στη δεύτερη με τίτλο «Στόχοι μιας κοινωνιολογίας της κίνησης του Ιησού» φαίνεται ότι αυτοί είναι να περιγράψουν την τυπική διανθρώπινη συμπεριφορά της Κίνησης του Ιησού και να αναλύσουν τις αλληλεπιδράσεις της με την κοινωνία της Παλαιστίνης.  Δε χωράει στη μελέτη ένας μονομερής λειτουργικός καθορισμός του ρόλου της θρησκείας ενώ επισημαίνονται οι τέσσερις δυνατές λειτουργίες της θρησκείας ο εκδαμασμός, η υπεραναπλήρωση (περιοριστική λειτουργία) , η διαμόρφωση και η ανανέωση (δημιουργική λειτουργία).

«Μέθοδοι μιας κοινωνιολογίας της κίνησης του Ιησού» χαρακτηρίζεται η τρίτη ενότητα του εισαγωγικού κεφαλαίου. Στην αρχή ο Theissen τονίζει το ανεπαρκές υλικό των πηγών και στη συνέχεια τις τρεις μεθόδους εξαγωγής συμπερασμάτων που είναι οι επαγωγικές μέθοδοι συμπερασμού, οι αναλυτικές μέθοδοι συμπερασμού και οι συγκριτικές μέθοδοι συμπερασμού.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ενότητα που επιγράφεται «Οι πηγές». Τα Συνοπτικά Ευαγγέλια (κατά Ματθαίον, κατά Μάρκον και κατά Λουκάν) και τα ιστορικά έργα του Φλάβιου Ιώσηπου είναι οι κυριότερες. Φυσικά η κοινωνιολογία παραμένει υπεράνω αντιδικιών και ερμηνειών για την αυθεντικότητα της παράδοσης, της σχετικής με τις πηγές.

Η τελευταία ενότητα του εισαγωγικού κεφαλαίου επιγράφεται « Για την προκατάληψη σχετικά με τη θρησκειοκοινωνιολογική ανάλυση του αρχέγονου χριστιανισμού. Η κοινωνιολογία της κίνησης του Ιησού θεωρείται από ερευνητές ότι περιορίζεται σε γενικές δομικές πτυχές και υποβάλλεται σε αυτούς τους περιορισμούς συνειδητά ενώ άλλη «κατηγορία» είναι ο ισχυρισμός ότι η κοινωνιολογία ανάγει τα θρησκευτικά φαινόμενα σε μη θρησκευτικούς παράγοντες. Το σωστό εδώ είναι ότι η κοινωνιολογία εντοπίζει περισσότερους συσχετισμούς ανάμεσα σε θρησκευτικά και μη θρησκευτικά φαινόμενα απ’ ότι η θρησκευτική αυτοσυνειδησία θα ήθελε να παραδεχτεί.

Ο Theissen τονίζει προς υπεράσπιση της  κοινωνιολογικής μεθόδου έρευνας της Κίνησης του Ιησού ότι η σωστή αξιολόγηση των γεγονότων προϋποθέτει γνώση των ιστορικών και κοινωνικών παραγόντων.

Το κεφάλαιο 1 τιτλοφορείται «Ανάλυση των ρόλων: Χαρακτηριστική κοινωνική συμπεριφορά στην κίνηση του Ιησού». Παρουσιάζεται η άποψη πως η εσωτερική δομή της κίνησης του Ιησού καθορίστηκε από την αλληλεπίδραση τριών ρόλων: από τους περιοδεύοντες χαρισματούχους, τους οπαδούς τους στις τοπικές κοινότητες και από τον Αποκαλυπτή (sic). Οι σχέση των τριών χαρακτηρίζονταν από αμφίδρομες προσδοκίες.

Στους περιοδεύοντες χαρισματούχους αφιερώνεται η πρώτη ενότητα του κεφαλαίου. Πιο αναλυτικά ο Theissen τονίζει ότι ο Ιησούς ίδρυσε ομάδες περιπλανώμενων που ενσάρκωναν το «καινόν» του χριστιανισμού. Μάλλον διέρχονταν τη χώρα για να κηρύξουν και να θεραπεύσουν. Εδώ ανήκουν οι δώδεκα. Ουσιαστικά επρόκειτο για ομάδες ιεραποστόλων στους οποίους ανήκε και ο κύκλος του Στεφάνου, που η σύνθεσή του ήταν οικουμενική, για τα δεδομένα του Ιουδαϊσμού. Όταν μιλάμε λοιπόν για ηγετικές αυθεντίες στον αρχέγονο χριστιανισμό εννοούμε περιπλανώμενους χαρισματούχους.

Το συμπέρασμα  του Theissen είναι ότι οι περιοδεύοντες χαρισματούχοι δεν ήταν περιθωριακό φαινόμενο στον αρχέγονο χριστιανισμό αλλά έβαλαν τη σφραγίδα τους σε αυτόν.

Χαρακτηριστικά των περιοδευόντων χαρισματούχων ήταν η ανεστιότητα, η εγκατάλειψη του μονίμου τόπου διαμονής, η έλλειψη οικογένειας (πρβλ. Λκ. 14,26), η ακτημοσύνη (πρβλ. Λκ. 6,24 και Πτ. 6,25-32)και η έλλειψη ασφάλειας. Όποιος διέσχιζε τους δρόμους ήταν σαν να αρνιέται την αυτοπροστασία (πρβλ. Μτ. 5,38 κ.ε.) και δεν υπεράσπιζε τον εαυτό του, αναθέτοντας κάτι τέτοιο στο Άγιο Πνεύμα (Μτ. 10,17 κ.ε.)

Σύγκριση με τους περιοδεύοντες χαρισματούχους του αρχέγονου χριστιανισμού μπορεί να γίνει με τους κυνικούς πλάνητες φιλοσόφους, που και αυτοί υπέστησαν διωγμοί κατά τη βασιλεία του Βεσπασιανού.

Για τον Theissen ο ηθικός ριζοσπαστισμός της Συνοπτικής Παράδοσης ήταν ο ριζοσπαστισμός της περιπλάνησης. Το ήθος του μπορούσε να ασκηθεί μόνο σε ένα κίνημα περιθωριακών (άρα εδώ μπορούσε να έχει επιτυχία, άρα καθόλου παράξενο που στη Συνοπτική παράδοση συναντάμε συνεχώς περιθωριακούς).

Η δεύτερη ενότητα του κεφαλαίου ασχολείται με τους συμπαθούντες που βρίσκονταν στις τοπικές κοινότητες.  Παρέμειναν στα πλαίσια του Ιουδαϊσμού και δε σκέφτηκαν να ιδρύσουν μία χριστιανική κοινότητα. Σε αυτούς ανήκαν μέλη οικογενειών (π.χ. Μάρθας και Μαρίας ) που συμπαθούσαν τον Ιησού. Βεβαίως ήταν λιγότερο ριζοσπαστικοί από τους χαρισματούχους. Αυτό φαίνεται στα παρακάτω προβλήματα που κάθε τοπική κοινότητα καλούνταν να λύσει.

Το πρώτο ήταν η ρύθμιση συμπεριφοράς. Δεν μπορούσε κάποιος μόνιμα εγκατεστημένος να επιτρέψει στον εαυτό του ελευθερίες περιπλανώμενων κηρύκων. Υπάρχει λοιπόν μία διαβαθμισμένη ηθική για τους δύο.

Το δεύτερο ήταν η ιεραρχική δομή. Ποιοι ήταν οι φορείς αυθεντίας. Και το τρίτο οι διαδικασίες εισδοχής και αποπομπής.

Στα παραπάνω, στη συνύπαρξη ριζοσπαστικότερων και μετριοπαθέστερων στοιχείων, διαφαίνεται και η ιουδαϊκή παράδοση, με τις ομάδες που δρούσαν εντός του ιουδαϊσμού, με το αυστηρότερο ή όχι ήθος.

Η Τρίτη ενότητα επιγράφεται « Ο ρόλος του Υιού του Ανθρώπου». Ο τίτλος Υιός του Ανθρώπου είναι χριστολογικός . Συνδέει εξυψωτικές και κενωτικές καταστάσεις, την ένταξη του Ιησού στο θεϊκό κόσμο και το πάθος του στη γη.

Εξαιτίας του  παραπάνω τίτλου οι ρόλοι για τον Ιησού στα ευαγγέλια, διαιρούνται σε δύο κατηγορίες: Σε λόγους των κειμένων για τον επίγειο Υιό του Ανθρώπου και σε λόγους για τον ερχόμενο.  Η πρώτη περιλαμβάνει εκφράσεις «ενεργητικής» μορφής: Είναι πάνω από τους κανόνες του περιβάλλοντος του (π.χ. αργία του Σαββάτου). Και η δεύτερη «παθητικής» μορφής: Δεινοπαθεί και απορρίπτεται από το περιβάλλον του. Τα παραπάνω φανερώνουν ότι ο Υιός του Ανθρώπου είναι μία περιθωριακή μορφή που έχει απόλυτη εξουσία, συγχρόνως όμως απορρίπτεται. Αυτό θα αρθεί όταν θα έρθει ως εσχατολογικός κριτής.

Ο Υιός του Ανθρώπου ήταν λοιπόν η κεντρική μορφή της Κίνησης του Ιησού.

Το δεύτερο κεφάλαιο επιγράφεται «Ανάλυση παραγόντων: Επιδράσεις της κοινωνίας στην κίνηση του Ιησού». O Theissen τονίζει ότι διακρίνονται τέσσερις παράγοντες αλληλεπιδράσεων μεταξύ της ιουδαιοπαλαιστινιακής κοινωνίας και της Κίνησης του Ιησού: κοινωνικοοικονομικοί, κοινωνικοοικολογικοί, κοινωνικοπολιτικοί και κοινωνικολιτισμικοί. Από άποψη ορολογίας η λέξη κοινωνικο- εδώ σημαίνει ότι οι επιδράσεις των εξεταζομένων παραγόντων διαμεσολαβούνται μέσω της «καθολικότητας» όλων των κοινωνικών συσχετισμών.

Οι κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες καθορίζουν την κοινωνική εκρίζωση των περιπλανώμενων χαρισματούχων. Υπάρχει ένας οικονομικός καθορισμός που δεν αποσιωπείται. Οι φτωχοί τον ακολουθούν, οι πλούσιοι, αν και βλέπουν με συμπάθια την κίνηση του Ιησού, έντρομοι φεύγουν εμπρός στο ριζοσπαστισμό που ζητούσε .

Οι αναλογίες  φαινομένων που έμοιαζαν με την κίνηση του Ιησού είναι πολλές στην ιουδαϊκή κοινωνία του 1ου αιώνα μ. Χ. Στη Γαλιλαία υπήρχαν ληστές (ή αγωνιστές της αντίστασης κατά της Ρώμης;), μη κατέχοντες, κοκ που υιοθετούσαν παρόμοια συμπεριφορά.

Χαρακτηριστική είναι και η στάση της κίνησης του Ιησού απέναντι στον πλούτο. Είναι διφορούμενη: ασκεί κριτική αλλά και «εκμεταλλεύεται»  την υποστήριξη στο πρόσωπό Του πλούσιων γυναικών. Επίσης το θέμα του διπλού φόρου στους Ρωμαίους και στο Ναό απασχόλησε την Κίνηση: Η προβληματική του φόρου σύνδεσε τα οικονομικά με τα θρησκευτικά προβλήματα και είχε να κάνει με την κυριαρχία στην Παλαιστίνη.

Οι κοινωνικοοικολογικοί παράγοντες συνδέονται με την αντίθεση πόλης-υπαίθρου. Η Κίνηση του Ιησού συνδέονταν με την ύπαιθρο αρχικά, ενώ αργότερα η Μητρόπολη του Ιουδαϊσμού, η Ιερουσαλήμ, έγινε το κέντρο της ομάδας. Οι αναλογίες και εδώ είναι πολλές, με το Βαπτιστή που ζει στην έρημο, με τους Εσσαίους κοκ. Παρατηρείται σε όλους ένας φόβος του πολιτισμού, τουλάχιστο στο αρχικό στάδιο.

Οι κοινωνικοπολιτικοί παράγοντες:  Ο ιστορικός Ιώσηπος χαρακτήριζε το ιουδαϊκό κοινοτικό σύστημα ως «θεοκρατία». Σ’ αυτή είναι ενταγμένη και η Κίνηση του Ιησού, που διακήρυττε την άμεσα επικείμενη κυριαρχία του Θεού που σήμαινε , όπως και να το δει κανείς, το τέλος της κυριαρχίας των Ρωμαίων. Κάτω από αυτό το πρίσμα  μπορεί να θεωρηθεί παραπλήσια με τις κινήσεις των επαναστατών Θευδά και Ιούδα που επιδίωκαν ένα γενικό ξεσηκωμό κατά της Ρώμης. Βεβαίως έχει να κάνει και με την εσχατολογία του εγγύς και τη Μεσσιανολογία, ενώ λείπει από την κίνηση το μίσος προς τους ξένους , χαρακτηριστικό στοιχείο των ιουδαϊκών κινημάτων.

Οι κοινωνικοπολιτισμικοί παράγοντες: Ενώ τα αναγεννητικά ιουδαϊκά κινήματα συνέδεαν την εσχατολογική προσμονή με μία αυστηρότερη εφαρμογή του Νόμου (Τορά), το ήθος της ευαγγελικής παράδοσης μιλούσε για απάλυνση των ηθικών κανόνων. Στην Κίνηση του Ιησού εμφανίζεται σαφέστερα η ενδοπολιτισμική οριοθέτηση απ’ ότι η διαπολιτισμική . Αποκλείονται λοιπόν από τη Βασιλεία του Θεού ομάδες σαν τους Φαρισαίους και τους Γραμματείς.

Το τρίτο κεφάλαιο επιγράφεται «Λειτουργική Ανάλυση: Επιδράσεις της Κίνησης του Ιησού στην κοινωνία». Συμπέρασμα του Theissen που τεκμηριώνεται στη συνέχεια είναι πως η Κίνηση του Ιησού δεν προέκυψε μόνο από μία κοινωνική κρίση αλλά άρθρωνε μία απάντηση σε αυτή την κρίση. Όπως τονίζει η κοινωνιολογική ανάλυση εξηγεί γιατί δημιουργήθηκαν αναγεννητικά κινήματα. Δεν εξηγεί όμως τη συγκεκριμένη μορφή αυτών των κινημάτων. Στη συνέχεια διαπιστώνει ότι η ανάλυση των θρησκευτικών φαινομένων δε μπορεί να αγνοήσει τη θρησκευτική αυτοσυνειδησία και τη συνείδηση αυτονομίας της.

Το λειτουργικό πρόταγμα της Κίνησης του Ιησού ερμηνεύεται ως συμβολή στην αφομοίωση και υπέρβαση της επιθετικότητας. Εμφανίζονται τέσσερις μορφές υπέρβασής της: Η εξισορρόπηση με αντίρροπα ερεθίσματα. Ο Ιησούς αντιπαραθέτει την εντολή της αγάπης στη ριζοσπαστική επιθετικότητα που προερχόταν από τις κοινωνικές εντάσεις. Η μετάθεση της επιθετικότητας: Όταν οι χαρισματούχοι διώκονταν  από μία περιοχή προέβλεπαν ότι εκεί θα ξεσπούσε η εσχατολογική κρίση, η επιθετικότητα στο επεισόδιο με το δαιμονισμένο στα Γάδαρα μετατίθεται: από αυτή εναντίον των Ρωμαίων στους χοίρους κοκ. Η επαναστροφή της επιθετικότητας ως ηθικός ψόγος για τους εχθρούς της Κίνησης και ανέκφραστη έκκληση για παραίτηση από αυτή. Η συμβολική της επιθετικότητας: Η Κίνηση του Ιησού δέχτηκε στους κόλπους της τους αποδιοπομπαίους τράγους της ιουδαϊκής κοινωνίας (τελώνες, ξένους , αμαρτωλούς).

Το βιβλίο ολοκληρώνεται με τις λειτουργικές επιδράσεις της Κίνησης του Ιησού. Ο Theissen ανοίγει διάλογο με τον προβληματισμό για τη δυνατότητα που είχε το όραμα της αγάπης και της συμφιλίωσης να γίνει πραγματικότητα στην Κίνηση του Ιησού, στην ιουδαιοπαλαιστινιακή κοινωνία και στον ελληνιστικό κόσμο. Για την Κίνηση τονίζει ότι η αγάπη ενισχύθηκε από τα θαύματα: οι τυφλοί και οι παράλυτοι γινόταν καλά. Για τη δεύτερη γράφει ότι αρνητικό ρόλο  στην πραγματοποίηση του οράματος της αγάπης, έπαιζε η τάση οριοθέτησης που είχε αυτή η κοινωνία. Ενώ για τον ελληνιστικό κόσμο διαπιστώνει ότι ήταν πιο πρόσφορος να δεχτεί το μήνυμα της Κίνησης του Ιησού. Και το βιβλίο τελειώνει με την εξής χαρακτηριστική φράση που αφορά το ήθος του χριστιανισμού και το «ξεθώριασμά» του μετά την Κωνσταντίνεια νομιμοποίηση: «Αυτό που μέχρι τώρα ήταν δυσλειτουργικό, μπορεί κάποια στιγμή να αποδειχτεί λειτουργικό∙ αυτό που μετρούσε σαν ηθική πολυτέλεια της ανθρωπότητας μπορεί να αποδειχτεί κάποτε ως η τελευταία ελπίδα επιβίωσης της ανθρωπότητας. (σελ. 176-177).

Το βιβλίο του Gerd Theissen είναι πολύτιμο. Πέρα από τη νέα προβληματική που εισάγει στη μελέτη του αρχέγονου χριστιανισμού μπορεί να χρησιμεύσει ως αφετηρία και σημείο αναφοράς γι΄ αυτόν που θέλει να ερμηνεύσει τον πρώιμο χριστιανισμό, χρησιμοποιώντας τα εργαλεία των κοινωνικών επιστημών.