

|
|
|
|
|
|
Βιβλιοπαρουσίαση της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:
Σταύρου Ιντζεγιάννη, «Ανατολικά του βορρά», εκδ. Π. Κούλης, Πάτρα 2014, σ. 84, (17-2-2014)
Μ’ ένα ταξίδι «Ανατολικά του βορρά» ξεκίνησε η χρονιά για τον Σταύρο Ιντζεγιάννη, αφού το καινούργιο του βιβλίο μ’ αυτόν τον τίτλο συνιστά ένα ενδιαφέρον οδοιπορικό, το οποίο έχει ως αφετηρία την Αχαϊκή πρωτεύουσα, την Πάτρα, και προορισμό το Συρράκο της Ηπείρου.
Ο συγγραφέας που πολύ συχνά αγγίζει με τα φτερά του νου την γενέθλια γη, την Άρτα, στης οποίας τα νάματα καταρδεύεται η ψυχή και κινητοποιεί την σκέψη και την πέννα του, τούτη την φορά μας καλεί να ταξιδέψουμε και να κοιτάξουμε την πασίγνωστη για πολλούς διαδρομή με τα δικά του μάτια και να γίνουμε κοινωνοί όσων εκείνος αφηγείται.
Τα κεφάλαια αυτού του οδοιπορικού, που έχουν ως τίτλους «Όρθρος», «Αιτωλία γη», «Αμφιλοχία-Ο Καραβασαράς», «Ολημερίς το χτίζανε το βράδυ γκρεμιζόταν», «Αναζητώντας τον Θεό», «Απογείωση» και «Οι τρεις μορφές», λειτουργούν άλλοτε ως οδοδείκτες της διαδρομής κι άλλοτε υποβάλλουν βαθύτερες αναζητήσεις του αφηγητή.
Έτσι, ταξιδεύοντας κι εμείς μαζί του, θα δούμε και θα μάθουμε πολλά για τα μνημεία της φύσης και του πολιτισμού, για την ιστορία και τους ανθρώπους, για… συνειδητοποιώντας ταυτόχρονα πως, αν και μπορεί να κάνουμε πολλές φορές κάποια διαδρομή, δεν αναλογιζόμαστε συνήθως όλον τον πλούτο που κουβαλούν τα τόπια από τα οποία βιαστικά διερχόμαστε με την συμβολή της τεχνολογίας.
Θα απολαύσουμε, ακόμα, τον θελκτικό, περιεκτικό και διανθισμένο με πλήθος εκκλησιαστικών εδαφίων λόγο του συγγραφέα, στον οποίο παρεισφρέουν ταιριαστά αρχαίοι μύθοι, οι οποίοι δίνουν το στίγμα της μακρόχρονης φυσικής και πολιτισμικής παρουσίας που πάει πολύ πίσω στον χρόνο και πάλι μπροστά έρχεται και πρόσωπα όπως ο Αιτωλός, ο Μελέαγρος, ο Πλεύρων, ο Καλυδών, ο Οινέας, η Αταλάντη και τόσοι άλλοι ζουν ακόμα μέσα από τα τοπωνύμια και τους μύθους που τα συνοδεύουν και είναι παρόντα στην μνήμη των κατοίκων της σημερινής Αιτωλίας λες και πρόκειται για συγκαιρινούς τους. Ίδια, όπως και στην Ήπειρο συμβαίνει με τον βασιλιά Πύρρο, τους Κομνηνούς, τον Πρωτομάστορα και το γεφύρι του, τους Μπιζανομάχους,...
Σημαντική για την σημειολογία των αφηγουμένων είναι και η παρουσία της ποίησης, όπως αυτή εκφράστηκε από την πέννα του Κρυστάλλη, του Σολωμού, του Παλαμά, του Μαλακάση,… αλλά και πολλών ανώνυμων δημιουργών του δημοτικού τραγουδιού, αφού κάθε που το καλεί η αφήγηση σπεύδουν ως υπηρέτες της. Γιατί, όταν περνάς απ’ το Μεσολόγγι, δεν μπορεί να μην έρθουν στον νου οι καημοί της λιμνοθάλασσας κι οι στίχοι του Παλαμά «Στενάζεις καρδιά μου το ίδιο αναστέναγμα,/ να ζούσα και πάλι,/ στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήρεμη,/ τη θάλασσα εκεί την πλατιά τη μεγάλη.» ούτε, όταν περνάς απ’ την Άρτα δεν θα έρθουν στον νου ως ελάχιστο τρισάγιο στην μνήμη της γυναίκας του πρωτομάστορα τα λόγια του τραγουδιού που ιστορούν την περιπέτεια του γεφυριού και την επιβεβλημένη θυσία της, ούτε, όταν πάρεις ν’ ανεβαίνεις τα περήφανα Ηπειρώτικα βουνά, δεν θα έρθουν στην μνήμη οι στίχοι του ποιητή Κοτζιούλα που περιέγραψε επιτυχώς την ορεινή πατρίδα με τους στίχους του «Φτενά χωράφια κρατημένα σε πεζούλια/ κι άπιστες γίδες που κρεμιούνται σε γκρεμούς./ Ετούτη είν’ η πατρίδα μας, μα η Πούλια,/ δεν λάμπει πιο καθάρια σ’ άλλους ουρανούς.»
Επίσης, η καταδεκτική οικειότητα της αφήγησης κάνει τον αναγνώστη να την απολαμβάνει και να προσλαμβάνει ευχαρίστως όλα εκείνα που μέσω της λογοτεχνίας σε πλουτίζουν γνωστικά και συναισθηματικά και μολονότι ως φυσική παρουσία είναι απών από το ταξίδι νιώθει πως θεάται από το διπλανό κάθισμα του λεωφορείου όλα τα δώρα που απλόχερα του προσφέρονται από τον συνεπιβάτη Σταύρο Ιντζεγιάννη, ο οποίος για άλλη μια φορά καταθέτει την πλούσια γνωστική και συναισθηματική αρματωσιά του στην υπηρεσία της τέχνης που ιδιαίτερα αγαπά, δηλαδή, της τέχνης του λόγου.
Κι αν η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, να με τι σκέψεις κίνησε ο συγγραφέας γι’ αυτό το ταξίδι:
«Ανάθεμά σε ξενιτιά με τα φαρμάκια πώχεις.
Πάμε μου λέει. Δεν αντέχω άλλο την πολιτεία. Δεν αντέχω άλλο ετούτον τον πολύβουο ρυθμό της καθημερινότητας, που όλη της η έγνοια εξαντλείται στην αναζήτηση του άρτου του επιούσιου. Σα να μην έχει να χαρεί άλλην ομορφιά, πέρα από την ειδωλολατρία της τηλεόρασης και τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, που επαληθεύουν σε εικοσιτετράωρη βάση τον Ρωμαϊκό αφορισμό «Homohominylupus». Λύκος – θεριό ο άνθρωπος, εχθρός πες.
Σα να μην έχει αυτιά, παρά μόνο για να ακούει τους στριγκούς ήχους μιας βιοποριστικής σειρήνας, που τον καλεί να τρέξει, να προλάβει, να παλέψει τον αγώνα του Δαυίδ με τον Γολιάθ. Του ανθρώπου με τη μοίρα του, για μια στάλα παραπανίσια ζωή. Λίγα δευτερόλεπτα έωλης χαράς. Μια φευγαλέα αίσθηση ευτυχίας, που θα χαθεί αλίμονο, όπως τα όνειρα στο κουδούνισμα του ξυπνητηριού, που προσγειώνει τον καθένα μας στη θλιβερή πραγματικότητα της γήινης περιπέτειας. Σα να μην έχει αισθήσεις παρά για να ανατριχιάζει, στην καυτή ανάσα της πολύκοσμης πολιτείας, που ξυπνά, εργάζεται, κοιμάται, γελάει ή κλαίει κάτω από την ανελέητη προσταγή, την τρομερότερη εντολή που δόθηκε στον άνθρωπο: με τον ιδρώτα του προσώπου σου φαγείν τον άρτο σου.
Μα κύριε Συ δε μας είπες «εμβλέψατε εις τα πετεινά του ουρανού ου σπείρουσιν ουδέ θερίζουσιν» (Λουκάς β-26).
Γελάει μέσα μου ο δαίμονας. Άνθρωπε πονηρέ, οκνηρέ και διεστραμμένε. Μπλέκεις τους συμβολισμούς και τις παραβολές κατά πως σε βολεύει.
«Πάμε» μου λέει «δεν αντέχω άλλο τούτο το πολυκάραβο λιμάνι, όπως το λέει ο Παλαμάς». Φωνές ξένες που προσπαθούν να μολύνουν την αισθητική του ήχου, που καθόρισε η μουσική Δημιουργίας. Ετούτη τη συμφωνία των πουλιών, που δοξολογούν τον Ύψιστο στα φυλλώματα του δάσους. Το σούρσιμο -τόνος σε έλασσον- των ζωντανών της γης τα οποία χαίρονται τη ζωή -ψυχούλες άδολες- πασχίζοντας τη συνέχειά της. Το αργό μουρμουρητό σαν Αγιορείτικο Τεριρέμ που θαρρείς βγαίνει από τα κατάβαθα της ψυχής. «Εν νυκτός ορθρίζει το πνεύμα μου προς Σε ο Θεός, ότι φως τα προστάγματά σου επί της γης».
Πάμε μου λέει. Ας είναι για λίγο. Να προφτάσουμε να βουτήξουμε στη Σιλωάμ του νεραύλακα, ερμηνεύοντας το ανεπανάληπτο «Νίψον ανομήματα, μη μόναν όψιν».
Κλείσε τα μάτια σου επιμένει, να απομονώσεις τις εικόνες της καμπίσιας πραγματικότητας, που μάχεται τη βιοτική του τρόμου. Κλείσε τα αφτιά σου να αποφύγεις τον μεταλλικό ήχο της εποχούμενης απειλής η οποία βιάζεται -νομίζεις- να εξαντλήσει τον δοθέντα χρόνο.
Κλείδωσε μακριά τις σκέψεις σου, που αναλογίζονται με τρόμο το λάδι του καντηλιού καθώς σώνεται μέρα με τη μέρα, ώρα την ώρα, όχι σαν «έλεον ειρήνης» αλλά σαν έλαιον ζωής, μετρώντας στην κλεψύδρα του πανδαμάτορα το τι σου απομένει. Το πόσο σου ανήκει ακόμα.
Πάμε να φύγουμε λέει. Θεριεύει μέσα μου και μοιάζει καμπάνα βουερή ο λόγος του ποιητή. Άκου:
Θα πάρω έναν ανήφορο, θα βγω σε κορφοβούνι,
να βρω κλαράκι φουντωτό και ριζιμιό λιθάρι
να βρω και μια κρυόβρυση να ξαπλωθώ στον ίσκιο
να πιω νερό να δροσιστώ, να πάρω λίγο ανάσα.
Ναι λέω, πάμε. […]». (σ. 9-11)
Για όποιον, λοιπόν, κρατήσει στα χέρια του το «Ανατολικά του βορρά», καλό του ταξίδι!