Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Βιβλιοπαρουσίαση της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:

Σταύρου Ιντζεγιάννη, Επί τον τύπο των ήλων, (21-5-2019)

 

Δημοσιεύτηκε: Περιοδικό "Έκφραση", τ. 18, Αύγουστος 2019, Άρτα, σ. 12.

 

   Με την εμφατική φράση «Επί τον τύπο των ήλων», εμπνευσμένη από το Ευαγγέλιο της Κυριακής του Θωμά, τιτλοφορείται η προσφάτως εκδοθείσα ποιητική συλλογή του Σταύρου Ιντζεγιάννη (Επί τον τύπο των ήλων, σ. 60, εκδ. Π. Κούλης, 2019).

   Ο Σταύρος, με ακμαία τη μνήμη και ως άλλη μούσα Μνήμη, κρατά σαν εκείνη τη βάρβιτό του και υπό τους ήχους της αραδιάζει γράμματα, γράφει λέξεις, δημιουργεί ποίηση, «Ψάχνοντας άσυλο / στη φθορά του χρόνου.» (Ο Ηράκλειτος, σ. 30).

   Και παρότι ως γραφιάς αγαπά τις λέξεις (Αντικλείδια μνήμης, σ. 20), γράφει:

 

   Με τρομάζουν οι λέξεις.

 

   Με φοβερίζουν τα βήματά τους

   στα κιτρινισμένα φύλλα των βιβλίων

   ή

   πίσω από φωτογραφίες.

 

   Δόκανα

   που παγιδεύουν τον χρόνο

   σ’ ονόματα και ημερομηνίες,

   με φωνήεντα και με σύμφωνα.

 

   Αντικλείδια μνήμης.

 

   Αδειανά πανωφόρια

   που προσπαθούν να γεμίσουν

   νεκρές επιθυμίες

   και να μείνουν στο επέκεινα

   με την ένδειξη

   ενθάδε κείται.

 

   Αναδιφώντας στιγμές ζωής, φέρνει στο προσκήνιο μνήμες, πρόσωπα, εικόνες, πλήθος εικόνων, μέσω των οποίων αισθητοποιεί ό,τι το μέσα του δονεί ή απλά τον κάνει να φιλοσοφεί για τον πόνο των ανθρώπων και των πραγμάτων.

   Επίσης, από την αρχή ως το τέλος της συλλογής είναι διάχυτη μια αίσθηση απογοήτευσης, παραίτησης, ανίας, ματαίωσης, απελπισίας, ήττας,…, καθώς τίποτα γύρω δεν αποπνέει αισιοδοξία κι ελπίδα.

 

   Χθες ομολογήσαμε την ήττα μας.

   Εγκαταλείψαμε.

   Πουθενά μια ιδέα διαφυγής.

   Μια απόπειρα ανταρσίας.

 

   Τουλάχιστον ας απολαύσουμε τη θλίψη μας.

 

   Μιαν ομορφιά.

 

   Σαν τους πλατωνικούς έρωτες,

   τους διψασμένους,

   σε άνυδρα τοπία,

   που εξομολογούνται στον περαστικό άνεμο.

   τη ματαιότητα της ύπαρξής τους.

 

   Ω, ερημιά.

   Παντού.

   Ολόγυρά μας.

   Εντός μας. (Ήττα, σ. 44)

 

   Τα αγαπημένα πρόσωπα, τα οποία κινούνται στις σελίδες, είτε στους στίχους είτε στις αφιερώσεις,  απόντα τα περισσότερα, προκαλούν μελαγχολία, πόσο μάλλον, όταν ανάμεσα σ’ αυτά συγκαταλέγονται η αδελφή του Μαίρη και φίλοι, με τους οποίους πολλές ώρες πέρασε μαζί, άλλοτε μιλώντας για λογοτεχνία κι άλλοτε φιλοσοφώντας για τα ανθρώπινα. Και, φυσικά, η αίσθηση της μοναξιάς, που αφήνουν οι θάνατοι συνομηλίκων, όχι τόσο, ίσως, επειδή κι ο ίδιος, λόγω ηλικίας σκέφτεται πως πλησιάζει και το δικό του τέλος, αλλά περισσότερο, γιατί το να βιώνεις αυτή την ιδιότυπη μοναξιά δεν είναι ό,τι καλύτερο, ακόμα κι όταν ανθρώπους άλλους έχεις, τους οποίους αγαπάς και σ’ αγαπούν.

   Και τα Σαββατοκύριακα, που άλλοτε αποτελούσαν αφορμή για σχόλη και ευχάριστες κατά το δυνατόν συναντήσεις και στιγμές, πλέον είναι μονότονα, πληκτικά και χωρίς ενδιαφέρον: «Σαββατοκύριακα της πλήξης. / Σπασμένα μάρμαρα Δωρικών κιονοκράνων / ξεχασμένων ναών. / Ασύνδετες φράσεις στο πληκτρολόγιο ανίας. / Οι ώρες, / καρφιά στο σταυρό μιας ακόμη ημέρας / χωρίς ενδιαφέρον. / Πηγαινοέρχονται οι σκέψεις / από το χτες στο αύριο. / Εμβατήρια / ενός προαναγγελθέντος / πνευματικού θανάτου.» (σ. 35) κι αλλού «[…] Η Κυριακή δεν είναι μέρα. / Είναι η ερμηνεία / της φυλακής χωρίς κάγκελα. / Οι φύλακες σε κοιτάζουν / χαμογελώντας. / Ξέρουν ότι θα ξαναγυρίσεις. / Όλοι ξαναγυρίζουμε / τρέχοντας, / στην ασφάλεια της μονοτονίας μας.» (σ. 36).

 

   Όσο για τα εγκόσμια, «τα πάντα ματαιότης»! (σ. 13)

 

   Οι μέρες της ευτυχίας,

   αυτοκτόνησαν

   στα διάκενα μιας θλίψης,

   για τα χαμόγελα

   που χάθηκαν

   στο γέρμα της ηλικίας.

 

   Έγκλειστοι

   στο «φυγείν ου ράδιον»

   του πεπρωμένου μας,

   ανοιγοκλείνουμε βιβλία

   «ότι ουκ οίδα»,

 

   εκλιπαρώντας

   παρηγοριές και ψευδαισθήσεις.

 

   Λησμονώντας προφανώς

   τον εκκλησιαστή,

   που κι από τον τάφο του

   επιμένει αιώνες τώρα,

 

   «Ματαιότης, ματαιοτήτων τα πάντα»!!!

 

   Παρόλα αυτά η Άνοιξη κάθε χρόνο έρχεται στην ώρα της, ο Έρωτας, έστω και μέσω της ανάμνησης είναι παρών και η Ζωή, όσο κινούμαστε κι αναπνέουμε είναι ακόμα εδώ κι ο Θάνατος απών, αλλά για πόσο κανείς δεν ξέρει, αφού ως «[…]Δον Κιχώτες, / του αναπαλλοτρίωτου και ανέκκλητου, / κονταροχτυπηθήκαμε / με τους ανεμόμυλους της νομοτέλειας, / που θεσμοθετούσαν / την υπέρτατη αλήθεια / του θανάτου. […]» («Ελεγείο, σ. 23) Ο Σταύρος, μάλιστα, με το τελευταίο ποίημα της συλλογής,  τη «Γραφή θανάτου» (σ. 57), αφιερωμένο «Εις εαυτόν / Δάκρυ μου», όπως σημειώνει, συνειδητοποιημένος για την περατότητα του χρόνου, σαρκάζει τον θάνατο και γράφει για όταν δεν θα είναι πια εδώ: «Όταν θα σε διαβάζουν / ήδη, / θα ’χεις βγει απ’ το παιχνίδι. / Θα ’σαι ένα βιβλίο στο ράφι, / που στη ράχη του θα γράφει, / «εγράφη… / ένα αντίο στη ζωή. […]»

   Αλλά, αφού είμαστε εδώ,

 

   Το ανοιξιάτικο ξύπνημα,

   πλημμύρισε

   χαμόγελα και ευαισθησίες,

   στο ασύνορο των αισθημάτων.

 

   Ένας ήλιος

   πλημμύρισε το θησαυροφυλάκιο της καρδιάς

   και το χαμόγελό της

   ιχνογράφησε τα χρώματα του πρωινού,

   στα μάτια της.

 

   Ογδόη πρωινή.

 

   Μέσα από το ανοιχτό παράθυρο,

   η ζωή,

   γέμισε αρώματα κι ελπίδες

   την προσδοκία του έρωτα,

   στην ολάνοιχτη αγκαλιά

 

   της νιότης μας! (Άνοιξη, σ. 21)

 

   Αλλά κι ο χρόνος, παρών με πολλούς τρόπους στους στίχους των ποιημάτων, ως παιδί που παίζει πεσσούς, κατά τον Ηράκλειτο, διαβαίνει γρήγορα, δίνοντας και παίρνοντας, γενόμενος ο τελικός κυρίαρχος του παιχνιδιού! Και η συνειδητοποίηση του περάσματός του γίνεται μέσω των αγαπημένων μας που φεύγουν για το επέκεινα, μέσω των αλλαγών στο σώμα μας, αν και αποφεύγουμε «του χρόνου τα σημάδια / στον καθρέφτη.» (Η παρέα -2, σ. 27) και τόσων άλλων, τα οποία δήθεν αδιάφορα προσπερνούμε.

   Με τον κόσμο, από τη μια μεριά να πορεύεται προοδεύοντας, ιδιαίτερα στον τομέα της τεχνολογίας, ο ποιητής φαντάζεται το μέλλον: «[…] Όταν, / δυο τρεις γενιές μετά, / ένας εξωγίηνος, / θα διαβάζει τα βιβλία μας, / θα αναρωτιέται: / Τι τάχα εννοούσαμε αγάπη; / Τι λέγαμε έρωτα; / Πώς φιλιόμαστε / τις παθιασμένες νύχτες, / που η ηδονή κεραυνοβολούσε τις αντένες / του ερωτισμού μας; / Παράξενοι άνθρωποι θα σκεφτεί.  / Φιλιόντουσαν στόμα με στόμα, / ερωτευόντανε σώμα με σώμα, / λες και χάθηκε ένα… combiouter!» (Combiouter, σ. 50), ενώ, από την άλλη, η ψυχή του πονάει, που την ίδια εποχή «[…] Εκατόμβες εξαθλιωμένων / μεταναστών, / πνίγονται καθημερινά / στη θάλασσα του πολιτισμού / και της ειρήνης. / Τη Μεσόγειο!» (Ο αγγελιοφόρος, σ. 10).

   Αγαπημένε μου Σταύρο, τι να πρωτογράψω για τα ποιήματά σου, αφού κι εσύ πολύ καλά γνωρίζεις πως τα λόγια φτωχαίνουν την ποίηση, μια κι αυτή από μόνη της δείχνει τον δρόμο της ανάγνωσής της σε κάθε αισθαντική ψυχή. Παρόλα αυτά, θα κλείσω τούτη την αναφορά μ’ ένα ακόμα ποίημα, με το  «Πάπιγκο» (σ. 45), το οποίο στην Ήπειρο αναφέρεται και στην ταπεινότητά μου αφιερώνεις:

 

Πάπιγκο

 

   Πέτρινες στέγες

   γκρίζες σαν τις καρδιές των χωρικών.

   Ξύλινα

   σκεβρωμένα παραθύρια,

   κορμιά λιπόσαρκα,

   σκέλεθρα στήθια

   κι οι πέτρες οι πελεκητές

   να μολογάνε

   παραμύθια αλλοτινών καιρών.

 

   Γυναίκες μαυρομαντηλούσες

   -Καρυάτιδες-

   που γνέθοντας

   γεννοβολάνε τη συνέχεια της φυλής

 

   Ξερολιθιές και σκίντα.

 

   Κι ανάμεσα στα βάτα,

   μια κόκκινη ανεμώνη

   να ορθώνεται περήφανη

   κατά τον ουρανό,

   σαν την αξιοπρέπεια των απλών ανθρώπων.

 

   Ελλάδα – Ελλάδα!