

|
|
|
|
|
|
Βιβλιοπαρουσίαση της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:
Κ. Φαλτάιτς, "Αυτοί είναι οι Τούρκοι - Αφηγήματα των σφαγών της Νικομήδειας", (25-11-2025)
Δημοσιεύτηκε: Προσωπική σελίδα μου στο fb, 25-11-2025.
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ...
Μέχρι σήμερα επέλεξα να διαβάσω αρκετά βιβλία για τον Μικρασιατικό Ελληνισμό στη διαχρονία του, από τα οποία πολλά διδάχθηκα. Ένα βιβλίο που δεν είχα μελετήσει ήταν εκείνο που έγραψε ο δημοσιογράφος, Κωνσταντίνος Φαλτάιτς, με τον τίτλο "Αυτοί είναι οι Τούρκοι - Αφηγήματα των σφαγών της Νικομήδειας" (Αθήναι 1921, σ. 68), το οποίο είχα προμηθευτεί προ καιρού, σε φωτογραφική ανατύπωση, από το Μουσείο Μάνου και Αναστασίας Φαλτάιτς στη Σκύρο.
Στις σελίδες ορισμένων βιβλίων αυτής της κατηγορίας έχω αισθανθεί θαυμασμό, βαθιά συγκίνηση, αποτροπιασμό, αλλά και πόνο που κάνει κάθε φορά την ψυχή μου να συγκλονίζεται και τα μάτια μου να δακρύζουν. Με τα αφηγήματα του εν λόγω βιβλίου βίωσα δυνατά όλα τα ανωτέρω και ευγνωμονώ τον συγγραφέα του που ως πολεμικός ανταποκριτής της εφημερίδας «Εμπρός» κατέγραψε τόσες συγκλονιστικές μαρτυρίες για τις ανηλεείς σφαγές, τις πάσης φύσεως κακοποιήσεις, τους βασανισμούς, τους ανδραποδισμούς, τις εκκαθαρίσεις, με μια λέξη τα πάθη του ελληνικού πληθυσμού της ευρύτερης περιοχής της Νικομήδειας χωρίς ν’ αλλάξει ούτε λέξη, όπως βεβαιώνει.
Ο Κ. Φαλτάιτς παραθέτει εισαγωγή, επίλογο, βιογραφικό και ενδιάμεσα έντεκα συγκλονιστικά αφηγήματα, μαρτυρίες επώνυμες, που απεικονίζουν με ξεχωριστή ενάργεια τη βαρβαρότητα σε όλο της το μεγαλείο. Ουσιαστικά το τι πράττει ο άνθρωπος, όταν χάνει την ανθρώπινη υπόστασή του και μεταμορφώνεται σε αποτρόπαιο τέρας που όμοιό του ούτε στον κόσμο των μύθων δεν συναντιέται.
Και γράφει: "Μέσα στην εκκλησιά ήρθε τότε ο ίδιος ο Κεμάλ του Καραμουσάλ, εκαβαλλίκεψε τον παπά Φίλιππα που του είχαν περάση στο στόμα δύο Τούρκοι χαλινάρι από σχοινί και άρχισε να τον τραβά έτσι καβάλλα έξω από την εκκλησιά. Ο παπα-Φίλιππας έπεσε κάτω λιποθυμημένος και ο Κεμάλ τότε του έβγαλε με το μαχαίρι του το ένα μάτι και ύστερα διάταξε και τον έσυραν έξω από την εκκλησιά. […]
Βρέθηκα πεσμένος σ’ ένα χανδάκι χωρίς να ξεύρω πώς και έμεινα για πολλήν ώρα ζαρωμένος εκεί. Πιο πέρα έπαιζαν όργανα και καμμιά εικοσαριά κορίτσια του χωριού μας εχόρευαν εμπρός στους Τούρκους ολόγυμνα. Ύστερα είδα δύο γυναίκες που έπεφταν με τα παιδιά των στην αγκαλιά στον κρημνό και άλλοι Τούρκοι φάνηκαν να σέρνουν τον παπα-Φίλιππα που θα είχε πια ξεψυχήσει, μ’ ένα σχοινί περασμένο στο λαιμό του. Οι πυροβολισμοί δεν σταματούσαν ούτε μια στιγμή και οι φωνές και τα κλάματα και τα τραγούδια δεν σταματούσαν κι αυτά. […]
Κάτω στο ποταμάκι, στο Τουραλή, είδα τον παπα-Φίλιππα απλωμένο στα χόρτα με βγαλμένα τα γένεια, με το καπίστρι ακόμη στο στόμα, με τα ρούχα του κομμάτια κομμάτια σχισμένα από τα κλαδιά και από τις πέτρες, με το λαιμό του κομμένο και αφισμένη μια λουρίδα μόνο δέρμα για να κρατεί το κεφάλι.
Ύστερα άκουσα πάλι πολλές φωνές και θόρυβο και είδα τα ζώα του χωριού μας, βόδια, μουλάρια, άλογα, πρόβατα, που τα οδηγούσαν οι Τούρκοι σ’ ένα μεγάλο κοπάδι προς το Καραμουσάλ. […]
Απάνω στα βουνά εμείναμε σαράντα ημέρες χωρίς ψωμί και φαγητό, με τροφή μόνο λίγα στάχια στάρι που ο Χατζή Παρής με τα παλληκάρια του κατέβαιναν στα χωράφια την νύχτα και μας έφερναν.
Ο κόσμος έπνιγε πάνω στο βουνό τα παιδιά του γιατί φώναζαν από την πείνα και ήταν κίνδυνος να παραδοθούνε στους Τούρκους και πολλά παιδιά τα έπνιξαν οι ίδιες οι μητέρες των." (σ. 9-11)
"Οι γυναίκες παρακαλούσαν:
- Μη μας σφάζετε έτσι με τυραννία, σφάξτε μας μια και καλή.
Οι Τούρκοι όμως έπαιζαν με τις γυναίκες, τις ατίμαζαν, έκοβαν τις ράγες από τα στήθια των, τις επερνούσαν και έπαιζαν κομπολόι, κι ύστερα εσκότωναν τις γυναίκες με τα μεγαλείτερα μαρτύρια.
Μέσα στην καταβόθρα (ενός απόπατου) ήμουνα μισολιποθυμημένη από τη βρώμα. Είχα στην αγκαλιά μου το μωρό μου που άρχισε να κλαίη και οι άλλες γυναίκες είπαν:
- Θα μας προδώσει με τις φωνές του.
Τότε μια γυναίκα, η Αθηνά Χατζή, επήρε το παιδί μου από την αγκαλιά μου, του έσφιξε πολύ πολύ το λαιμό του, το έπνιξε και μου το έδοσεν ύστερα στα χέρια μου νεκρό.
Οι Τούρκοι ήρθαν πάνω από την καταβόθρα, ελέρωσαν απάνω μας και είπαν:
- Απόπατοι είναι εδώ, δεν θα είναι κανένας μέσα." (σ. 36-37)
"Το Ορτάκιοϊ με τα μεγάλα του πλούτη, με τα υψηλά καλοχτισμένα σπίτια του, με τα περιβόλια του, με τα εργοστάσια του μεταξιού όπου στο καθ’ ένα εδούλευαν διακόσιες και τριακόσιες γυναίκες, το Οτάκιοϊ με τα ωραία κορίτσια του, με τους επιστήμονές του, γιατρούς, δικηγόρους, δασκάλους, με τους μεγάλους εμπόρους του, με τον πλούσιό του κόσμο, άρχισε να ερημώνεται, να χάνεται, να γίνεται φωλιά των τσέτηδων και του τουρκικού στρατού.
Όσοι έμεναν στην πολιτεία έχαναν το κεφάλι των, και όσοι είχαν φύγη στα βουνά δεν ήσαν ασφαλισμένοι. Οι Τούρκοι τους εκυνηγούσαν με τα σκυλλιά και έβαζαν φωτιά στα δάση για να τους βγάλουν από εκεί, ή να τους κάψουν ζωντανούς. […]
Εκεί στο δάσος ήταν και άλλος κόσμος μαζεμένος και οι μητέρες έπνιγαν τα μωρά των παιδιά για να μην φωνάζουν, και άλλες τους έδιναν πολύ αφιόνι να πιούν κι έτσι τα εσκότωναν. Η ίδια η μάννα έδινε στο παιδί το φαρμάκι, και άλλοι λένε πως χίλια παιδιά, άλλοι πως δύο χιλιάδες, εθανατώθηκαν έτσι από τις μητέρες των και από τους άλλους ανθρώπους.
Τη νύχτα οι λύκοι και τα τσακάλια έφθαναν ως εμάς και τραβούσαν μπροστά στα μάτια μας τους πεθαμένους." (σ. 41)
Για να μην μακρηγορώ, τα ανωτέρω παραθέματα είναι λίγα απ’ όσα συγκλονιστικά περιγράφονται στο βιβλίο και αποτυπώνουν τα πάθη εκείνων των ανθρώπων που δεν έχασαν μόνο καθετί που είχαν, αλλά οι περισσότεροι, πριν ξεψυχήσουν, έζησαν πλήθος ταπεινώσεων και ατιμωτικών μαρτυρίων!
Ίσως, κάποιοι που θα διαβάσουν αυτό το κείμενο να αναρωτηθούν τι νόημα έχει η παρουσίαση, έστω και σύντομη, ενός βιβλίου που εκδόθηκε το μακρινό 1921! Ο βασικός λόγος που με παρακίνησε σ’ αυτή τη συγγραφή είναι το δέος που ένιωσα διαβάζοντάς το, το οποίο με οδήγησε στη σκέψη να τελέσω ένα λιτό μνημόσυνο για τις χιλιάδες των Ελλήνων που βίωσαν εκείνον τον ανηλεή διωγμό από τις πατρογονικές τους εστίες με τον χειρότερο δυνατό τρόπο, αλλά και να υπομνήσω -όχι πως δεν είναι γνωστό- πού μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος, όταν παύει να είναι άνθρωπος.
Αιώνια η μνήμη τους, λοιπόν, και, μακάρι, να ’ναι παντοτινό και το δίδαγμα εκείνης της τραγωδίας!
*Στα παραθέματα διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτότυπου κειμένου, αλλά όχι και η πολυτονική γραφή, στην οποία ήταν γραμμένο.