Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

Κριτική για «Ἐν ὀδύναις»

Από τον Νικόλαο Β. Καρατζένη, φιλόλογο - συγγραφέα, (Μάρτιος 2017)

 

 Ο Χιλιανός ποιητής Πάμπλο Νερούντα στο ποίημά του με τίτλο «Poema 20» (Π. Νερούντα, Ποιήματα, εκδ. Τολίδη 1971, σελ. 100) συμπυκνώνει σε δέκα λέξεις την αποστολή της ποίησης: «ο στίχος πέφτει στην ψυχή σαν τη δροσιά στη χλόη» απαλλάσσοντας από την εναγώνια προσπάθεια αμέτρητες δεκάδες ειδημόνων και μη, οι οποίοι επί αιώνες πασχίζουν να ορίσουν τον ρόλο της ποιητικής δημιουργίας. Όπως λοιπόν της νύχτας η απαλή δροσούλα πέφτει στα χωράφια και αναζωογονεί τη χλόη, έτσι και οι ποιητικές εκμυστηρεύσεις της συλλογής «Ἐν ὀδύναις» της Παναγιώτας Π. Λάμπρη (εκδ. Άπειρος Χώρα, 2014) πέφτοντας στη δική μου ψυχή προξένησαν συναισθήματα, ήγειραν στοχασμούς και συνέπραξαν στην ποιητική ενατένιση του κόσμου μέσα στην ομίχλη και στη σκοτεινιά που βιώνουμε ως χώρα και ως πολίτες τούτους τους ανελέητους και αλλόκοτους καιρούς.

   Η Παναγιώτα Π. Λάμπρη είναι γνωστή στους κύκλους των συγγραφέων της Ηπείρου και της Αχαΐας από τις μελέτες λαογραφικού και βιογραφικού περιεχομένου, που έχει εκδώσει το 2006 και το 2011 αντίστοιχα, από τη συλλογή διηγημάτων «Το χάσικο ψωμί» 2009 και από δημοσιεύσεις άρθρων επιστημονικού ενδιαφέροντος σε περιοδικά και εφημερίδες συμμεριζόμενη τη θέση που υποστηρίζει ο Γερμανός ποιητής Μπέρτολτ Μπρεχτ πως ο πνευματικός άνθρωπος οφείλει να μάχεται δια βίου από την έπαλξη του βιβλίου για την εξάλειψη της αδικίας, της ανισότητας και της εκμετάλλευσης του ανθρώπου. Ιδού τι πιστεύει ο Μπρεχτ στο ποίημά του «Νυχτερινό άσυλο»: «Μερικοί άνθρωποι έχουνε άσυλο για μια νύχτα,/ δεν θα τους δέρνει για μια νύχτα ο άνεμος,/ το χιόνι που γι’ αυτούς προοριζόταν, στο δρόμο θε να πέσει./ Αλλά μ’ αυτό, ο κόσμος δεν θ’ αλλάξει,/ των ανθρώπων οι σχέσεις δεν θα καλυτερέψουν,/ η εποχή της εκμετάλλευσης δεν θα συντομευτεί./ Μην αφήσεις ακόμα το βιβλίο που διαβάζεις, άνθρωπε.» (Μ. Μπρεχτ, Ποιήματα, εκδ. Θεμέλιο 1982, σ. 39)

   Η Π. Π. Λάμπρη το 2014 «εκόμισε εις την τέχνην» συλλογή ποιημάτων που φέρει τον τίτλο «Ἐν ὀδύναις» στην οποία επιχειρεί να μετουσιώσει σε ποιητικά εγχειρήματα με τρόπον αρκούντως ικανοποιητικό μνήμες, συναισθήματα, διαψεύσεις ονείρων, βιώματα, γεγονότα, στάσεις ζωής ανθρώπων, εστιάζοντας κυρίως «στον πόνο των ανθρώπων και των πραγμάτων» κατά τη ρήση του αυτόχειρα της Πρέβεζας, πράγμα που επιβεβαιώνεται εξάλλου από το όνομα της συλλογής. Ο κάθε δημιουργός ακολουθεί τον προσωπικό του δρόμο και τρόπο να εκφρασθεί στην τέχνη επιλέγοντας κάποιο χαρακτηριστικό, το οποίο κατ’ αυτόν συνάδει με το ήθος και το ύφος του. Άλλος προτιμά τη γλώσσα, άλλος τον ρυθμό, έτερος την εικονοποιία, άλλος το περιεχόμενο, άλλος τον λυρισμό… και με προεξάρχον αυτό το στοιχείο οργανώνει την ποιητική του. Η Π. Π. Λάμπρη κατά την εκτίμησή μας εστάθη στο περιεχόμενο και στον ρυθμό. Η πεπαιδευμένη συγγραφέας με το στέρεο υπόβαθρο της επιστήμης της Φιλολογίας και την επαρκή γνώση της αρχαίας ελληνικής γραμματείας αξιοποιεί επιτυχώς σε δυο ποιήματά της (σ.  29, 43) το σχήμα «Ύβρις, Νέμεσις, Κάθαρσις», το οποίο συνέλαβε η ελληνική φιλοσοφική σκέψη εν πρώτοις και έκτοτε διαπλέει τους αιώνες και διατρέχει την παγκόσμια διανόηση. Ακολουθούν οι στίχοι:

   «Όταν καλπάζεις φριμάζοντας με το άτι της ύβρεως,

   να φοβάσαι … πως θα ’ρθει εν καιρώ η Νέμεσις

   και θα αποδώσει Δικαιοσύνη» και

   «Όταν ο κυβερνήτης το άτι της Ύβρεως καβαλικεύει,

   φτάνει η ώρα που ο λαός … βροντοφωνάζει

   πως όποιος ασύστολα μεγαλαυχεί,

   θέση στην πολιτεία του δεν έχει.»

   Με το απόλυτο της διατύπωσης και την κατηγορηματικότητα του λόγου της η Π. Λ. προειδοποιεί τους υβριστές, αρχόμενους και ηγέτες εν προκειμένω ότι νομοτελειακά θα δώσουν δίκην για τα όποια ανομήματά τους, διότι δεν πρόκειται να διαλάθουν της προσοχής της τιμωρού θεότητας, της Νέμεσης, οπότε έμμεσα διαμηνύει ότι άπαντες οφείλουν να είναι σώφρονες, δίκαιοι, φιλόνομοι.

   Στο ποίημα με τίτλο «Το ψωμί» (σ. 56) συντελείται εκ νέου ύβρις. Οι θιασώτες της γιορτής μεθυσμένοι από την εύκολη ευμάρεια και την άκρατη υλοφροσύνη, ως αμνήμονες Λωτοφάγοι, ασεβούν και απώλεσαν το μέτρο. Ποδοπατούν με αβάσταχτη ελαφρότητα το ψωμί, το ιερότατο των αγαθών, το οποίο αποτέλεσε το ζωοποιό συστατικό για την επιβίωση των ανθρώπων. Ιδού πώς εκτυλίσσεται η ύβρις:

   «Μια ταπεινή φέτα ψωμιού,/ αγνοημένη στης πλατείας το πλακόστρωτο/ ποδοπατείται αδιάφορα/ από θιασώτες της γιορτής.

   Κάποιος γέρων, πριν το ψωμί/ από τα βέβηλα πατήματα ελευθερώσει,/ μονολογεί: «Κοίτα, πατούν το ψωμί!/ Κοίτα το ψωμί πώς πατούν!»

   Σκύβει, το παίρνει, στην φούχτα του το κρύβει,/ με πόνο ψυχής τα περασμένα αναθυμάται/ και λέει: «Όσοι τα ιερά της ζωής δεν σέβονται,/ πρώτοι αυτοί και θα τα στερηθούνε.»

   Ο συμβολισμός είναι σαφής. Ο πολύπαθος και πεπειραμένος γέρων, ο οποίος έζησε στην εποχή της στέρησης και του μόχθου έρχεται ως ο από μηχανής θεός και σώζει το ψωμί διότι γνωρίζει πόσος ιδρώτας, πόσο αίμα ασωτεύτηκε στα χωράφια του κόσμου για να ετοιμασθεί το ψωμί των ανθρώπων. Ταυτοχρόνως προβαίνει με την οξυδερκή κρίση του, την διορατικότητά του και την ορθολογική στάθμιση των πραγμάτων σε μια βαριά προφητεία την οποία και διατυπώνει με τρόπο αξιωματικό, η οποία δυστυχώς τείνει να επαληθευτεί σε τούτους τους βροχερούς καιρούς και τις αφέγγαρες νύχτες τις οποίες βιώνει η ανθρωπότητα. «Αιδώς νεόπλουτοι άφρονες και επηρμένοι» θα μπορούσε να είναι το επιμύθιο του ποιήματος!

   Την απουσία αξιοκρατίας και την αβουλία των πολιτών καταγγέλλει η Π. Π. Λάμπρη στους επόμενους στίχους (σ. 32) εκφράζοντας αφενός την κοινωνιολογική της σκέψη, υποδηλώνοντας συγχρόνως την πολιτική της φύση ως πολίτη ο οποίος κρατεί «ανοιχτά και άγρυπνα τα μάτια της ψυχής του».

   «Στην Πολιτεία … Αναρριχημένες μετριότητες/ στις δημόσιες θέσεις/ συνεχίζουν απτόητες/ το γνώριμο έργο τους/ επιβραβεύοντας την ασυνέπεια/ και τον ήσσονα μόχθο./ Ο αισιόδοξος λόγος/ περί προόδου/ των δημοσίων πραγμάτων/ παράταιρα ηχεί/ στην συναυλία των μετρίων./ Κι ο λαός,/ δύσπιστος στην πραγμάτωση/ του υπεσχημένου θαύματος,/ θεάται, άπραγος σχεδόν,/ της Πολιτείας την παρακμή/ και τη δική του.»

   Με αιχμηρό και δηκτικό λόγο η ποιήτρια αποκαθηλώνει την επικράτηση των αναξίων και των μετρίων στη δημόσια διοίκηση και στην πολιτική εξουσία, οι οποίοι έχουν καταβυθίσει τη χώρα στο τέλμα της παρακμής, ευρισκόμενη σε συναντίληψη με τον Άγγελο Τερζάκη, που στο δοκίμιό του «Τα παιδιά με τα κλωνάρια» επιτίθεται με δριμύτητα «στα επιτήδεια μηδενικά που καταφέρνουν να σκαρφαλώνουν σε καθέδρες εξουσίας» με αθέμιτα μέσα και ύπουλους τρόπους. Ταυτοχρόνως η Π. Π. Λάμπρη οργίζεται με την αποχή των πολιτών από το πολιτικό, κοινωνικό και αισθητικό γίγνεσθαι, η οποία διαμορφώνει την εν υπνώσει κοινωνία, άρα και την κοινωνική παρακμή και την παράλυση του ανθρώπου μέσα σε συστήματα εξουσίας, τα οποία ενδεδυμένα με διάφορους ιδεολογικούς μανδύες υπόσχονται θαύματα στους εύπιστους και αφελείς. Τα συστήματα όμως αυτά ο «απράγμων και αχρείος» κατά Θουκυδίδη πολίτης, δεν είναι σε θέση ούτε να ελέγξει, ούτε να ανατρέψει. Καθίσταται τότε υπάκουος, υπήκοος, «δειλός, μοιραίος, άβουλος» προσμένοντας τον μεσσία να τον λυτρώσει. Ο ποιητής Κώστας Βάρναλης όμως διαβεβαιώνει ότι ο μεσσίας ουδέποτε θα έρθει αλλά «καινούργιος κόσμος θα ροδίσει, όταν ξυπνήσουν οι λαοί»,  όταν οι άνθρωποι εξεγερθούν, καταστούν οι ίδιοι δημιουργοί του πεπρωμένου τους και αμφισβητήσουν την αδιατάρακτη εξουσία των ηγετών και δη των δημαγωγών και δημοκολάκων.

   Στο ποίημα με τον σχεδόν αδιάφορο τίτλο «Ένα κενό κουτάκι» (σ. 15), η Παναγιώτα Π. Λάμπρη καταφεύγει στο ευφυές λογοτεχνικό εύρημα της συμπλήρωσης του ονόματος πατρός στις καταστάσεις του σχολείου προκειμένου να αναδείξει το υπαρξιακό αδιέξοδο το οποίο βιώνει ένας «ανάρμοστα επιζών» έφηβος, καρπός ενός «αμαρτωλού» έρωτα, ο οποίος απεγνωσμένα αλλά και δυναμικά απαιτεί από θεσμούς και κοινωνία την αναγνώριση της πατρικής τους ταυτότητας.

  «Η κατάσταση με τα ονόματα,/ σχεδόν πεπληρωμένη/ με την συνήθη αλληλουχία:/ επώνυμο, όνομα, πατρώνυμο./  Σχεδόν!/ Διότι στην δέκατη έκτη γραμμή,/ στην λίστα μέ τά πατρώνυμα,/ ένα κενό κουτάκι/ μαρτυράει τήν αμαρτία/ πού από ηδονή/ έγινε οδύνη./ Ο έφηβος,/ δειλά στην αρχή,/ στην συνέχεια μέ πείσμα,/ σέ κάθε καινούργια κατάσταση/ γράφει μέ τό χέρι του ένα όνομα:/ Χαράλαμπος!/ Μόνο,/ που η χαρά που λάμπει στο όνομα,/ σκιάζει με θλίψη και σκότος,/ την ψυχή του εφήβου,/ που πολύ λέει πως μοιάζει στην μορφή / μ’ εκείνον τόν Χαράλαμπο.»

   Το ποίημα αποτελεί ένα έμμεσο «κατηγορώ» προς την πολιτεία, την κοινωνία και τη θρησκεία, οι οποίες αγκυλωμένες σε στερεοτυπικές προκαταλήψεις και δογματικές βεβαιότητες, απαγορεύουν στην άγαμη μητέρα να δώσει του ερωτικού συντρόφου της το όνομα στο παιδί τους, το οποίο είναι γέννημα ενός έρωτα πέρα από συμβάσεις, «κανονικότητες» και ευλογίες, αλλά είναι παιδί της λαχτάρας της ζωής για την διαιώνισή της. Ο έφηβος με καταρρακωμένη την αξιοπρέπεια και κατακεκαυμένη την ψυχή του από την περιφρόνηση και τον στιγματισμό (τρομάζει κάποιος να αριθμήσει τις απαξιωτικές ονομασίες τις οποίες προσήπταν οι άνθρωποι στις παραδοσιακές κοινωνίας στα τέκνα άγαμων μητέρων αφήνοντας στο απυρόβλητο την αρνητή πατέρα), ως σύγχρονος Οιδίπους, δεν σπεύδει στο μαντείο των Δελφών προς αναζήτηση του πατρός του, αλλά παίρνει ο ίδιος τη μοίρα του στα χέρια του και συμπληρώνει μετά μανίας τις σχολικές καταστάσεις όλες. Διορθώνει ο ίδιος την ολέθρια κοινωνική ιδεοληψία και αναλγησία που ώφειλαν να διορθώσουν η «δημοκρατική» πολιτεία, η «προοδευτική» κοινωνία, η «φιλάνθρωπος» εκκλησία, η «ρηξικέλευθη» εκπαίδευση και η «πεφωτισμένη» και «ανατρεπτική» διανόηση.

   Οι στίχοι του ποιήματος «Επιτύμβιο» (σ. 5-6) είναι εμποτισμένο από μεταφυσική μελαγχολία, από πληγωμένη μνήμη, από πόνο και δάκρυα για τον πρόωρο θάνατο μιας χαρισματικής γυναίκας η οποία «πράγματα πολλά έξω (στη ζωή) να κάμει είχεν» κατά τον Κ. Π. Καβάφη. Το ποίημα χαρακτηρίζεται για την άρτια δραματική δομή του. Η Π. Π. Λάμπρη επιλέγει την αφηγηματική τεχνική του διηγήματος ή του μυθιστορήματος. Στους στίχους 1-18 εντοπίζεται η δέση της υπόθεσης όπου δίδονται τα προσόντα της εκλιπούσης. Η Π. Π. Λάμπρη αρνείται να συμφιλιωθεί με το αναιτιολόγητο της αναιρέσεως της ζωής από την θεότητα «του ελέους» τεκμηριώνοντας τη θέση της με την ανάλυση της πολυδιάστατης προσωπικότητας της Αθηνάς Χ. Μίχου. Στους στίχους 19-36 συντελείται η κορύφωση της πράξης του δράματος όπου κορυφώνεται και η έμπνευση της ποιήτριας Παναγιώτας Π. Λάμπρη, που με οργή και τόλμη αμφισβητεί ευθέως την δικαιοκρισία του Θεού, ο οποίος θέρισε τη ζωή της όμορφης στο μεσοστράτι της άνοιξής της!

  «Τι την θέλει ο Θεός/ μια γυναίκα νιόπαντρη,/ που η αγκαλιά της/ κρατάει σφιχτά έναν άντρα;/ Τι την θέλει ο Θεός/ μια γυναίκα,/ που η μήτρα της/ σκιρτά απ’ την ζωή /που πάλλεται μέσα της;/ Τι την θέλει ο Θεός/ μια γυναίκα,/ που κρατάει στα χέρια της/ πολλά από τα όνειρα/ της ζωής της;/ Μᾶλλον, τίποτα!»

   Τα τρία ρητορικά ερωτήματα και η επί τρεις φορές αυτούσια επανάληψη του στίχου «Τι την θέλει ο Θεός» επαναφέρουν επίμονα στο προσκήνιο την «φιλοσοφία του αδιεξόδου» και τον προαιώνιο σκεπτικισμό των ανθρώπων απανταχού της οικουμένης για τη σκοπιμότητα της αναχώρησης νέων ανθρώπων πριν ολοκληρώσουν την κύκλια πορεία της ζωής (νεότητα, ωριμότητα, γήρας). Ταυτοχρόνως θέτουν εν αμφιβόλω τις ιδιότητες «πανάγαθος, πολυεύσπλαχνος» που οι ευσεβείς Χριστιανοί έχουν αποδώσει στον Θεό και σωτήρα. Με τις ρητορικές ερωτήσεις επιπλέον η Π. Π. Λάμπρη ενδυναμώνει την επιχειρηματολογία της για το αναίτιον του θανάτου: με την απώλεια της νεόνυμφης διαλύεται εν τη γενέσει του ένας ευτυχισμένος γάμος, φεύγει άδοξα μια γυναίκα ερωτική η οποία υπόσχεται ευτυχία και ευγονία, η κοινότητα των ανθρώπων και η κοινωνία στερούνται την παρουσία ενός ανθρώπου με πάθος και όνειρα για τη ζωή. Η λύση έρχεται στον τελευταίο στίχο στον οποίο υπολανθάνει λεπτή ειρωνεία, μάλλον σαρκασμός. Με τρόπο αριστοτεχνικό, με δυο μόνον «ασήμαντες» λέξεις «Μάλλον, τίποτα!» η Π. Π. Λάμπρη αποδομεί ολοσχερώς το πελώριο μεταφυσικό αφήγημα απασών των θρησκειών του κόσμου το οποίο συνοψίζεται στην παρηγορητική πίστη των ανθρώπων «ότι ο Θεός καλεί κοντά του όσους αγαπάει».

   Πέραν των επισημάνσεων σε συγκεκριμένες ποιητικές συνθέσεις της εν λόγω συλλογής διαπιστώνουμε πως δυο εκφραστικοί τρόποι, ο αποφθεγματικός λόγος και η χρήση προστακτικής, διαπερνούν το σύνολο των ποιημάτων της Π. Π. Λάμπρη και διαμορφώνουν το ποιητικό κλίμα του. Ο απέριττος, λιτός και επιμελώς λαξευμένος αποφθεγματικός λόγος καθιστά το μήνυμα άτρωτο στο διηνεκές διότι παραμένει στων ανθρώπων τις μνήμες. Κυρίως όμως αποτελεί έναν συνοπτικό και «ηδυσμένο» τρόπο παιδείας και αγωγής καθώς και μια ηθική διέξοδο σε περιπτώσεις εσωτερικών συγκρούσεων του ανθρώπου. Δια του επιγραμματικού λόγου των γνωμικών πραγματοποιείται τρόπον τινά έλεγχος της ατομικής συμπεριφοράς και κριτική εποπτεία των κοινωνικών και πολιτικών θεσμών. Του λόγου το αληθές επιβεβαιώνουν οι στίχοι: «Η οίηση της εξουσίας/ τυφλώνει τον ηγέτη/ και λίγο λίγο τύραννο τον κάνει» (σ. 42), «Η αδικία/ σιγά σιγά, αλλά επίμονα,/ ξεθεμελιώνει συναισθήματα» (σ. 11), «Τίποτε πιο εξιλεωτικό/ απ’ το εγκάρδιο αίτημα συγνώμης/ που ως αντίδωρο χάριν λαμβάνει» (σ.  49), «Όσα μ’ αγάπη ντύνουμε,/ στην ματαιότητα των εγκοσμίων νόημα έχουν» (σ. 48).

   Η προστακτική διαθέτει την ευελιξία της προφορικής επικοινωνίας μεταβάλλουσα τον ποιητικό λόγο σε έμμεσο διάλογο με παραστατικότητα και δραματική φόρτιση. Με την προτρεπτικότητα και την οικειότητα του δεύτερου προσώπου προσδίδει διδακτικό χαρακτήρα στα ποιήματα. Εν προκειμένω η πυκνή χρήση της προστακτικής (σελ. 17, 22,26, 29, 31, 32, 37, 40, 41, 44, 49, 53) αποκαλύπτει την ευαισθησία, τη συγκατάβαση, την ανθρώπινη ζεστασιά και τον αστείρευτο πλούτο της εσωτερικής ζωής της Π. Π. Λάμπρη, η οποία ως υπεύθυνη παιδαγωγός, που έχει μελετήσει την ψυχολογία των εφήβων, και ως καταρτισμένη φιλόλογος απευθύνει παραινέσεις προς τους μαθητές της, προπάντων με την προστακτική, ως ένας υποψιασμένος άνθρωπος και πολίτης, η ποιήτρια επιδιώκει να διαλεχθεί με τους αναγνώστες της για τα μικρά και τα μεγάλα που ορίζουν τα ανθρώπινα.

   Η ποιητική μας οδοιπορία στα ποιητικά σταυροδρόμια της Παναγιώτας Π. Λάμπρη έφτασε στον τελικό προορισμό. Πιστεύουμε ότι η εμπνευσμένη συγγραφέας με το πρώτο της ποιητικό φανέρωμα κατόρθωσε επαξίως την πολιτογράφησή της στων ποιητών την πόλη και την συγχαίρουμε θερμά γι’ αυτό. Θεωρούμε επίσης πως η Π. Π. Λάμπρη ως μια εν εγρηγόρσει συνείδηση που με το ασκημένο πνεύμα της συλλαμβάνει τα μηνύματα και τα αιτήματα των καιρών, θα επανέλθει με καινούργιες δημιουργίες στης τέχνης τα απαιτητικά και ελκτικά τοπία επαληθεύοντας την πρόβλεψη του σύγχρονου ποιητή και στιχουργού Ιωάννη Πανουτσόπουλου (εφ. Αυγή, αρ. φ. 12688, 2016, σ. 42) «Όταν ξεσπάσουν οι μεγάλες θύελλες και οι πολλοί αναζητήσουν πανικόβλητοι μια τρύπα για να κρυφτούν, «οι λησμονημένοι» ποιητές αυτού του τόπου θα λάβουν εντολή να κινήσουν και πάλι με την όμορφη λύρα τους να υμνήσουν τη ζωή, να μας θυμίσουν τη σημασία της αξιοπρέπειας, της αξία της προσφοράς. Να μας θυμίσουν τους ήρωες και τους ημίθεους και να μας εμπνεύσουν το πάθος για συνέχεια και δημιουργία.»