Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

Κριτική για "Η μνήμη της γεύσης"

Από τον Χρίστο Κολιούλη, φιλόλογο

Άρτα, αίθουσα Συλλόγου «Ο Μακρυγιάννης», (17-4-2015)

.

Χριστός Ανέστη και Χρόνια Πολλά.

       Εκ προοιμίου να σας πω πως η συμμετοχή μου στην σημερινή παρουσίαση δεν προϋποθέτει κατ’ ανάγκην γνώση της Μαγειρικής Τέχνης και ιδιαίτερα των Εδεσμάτων της περιοχής μας. Αντίθετα μάλιστα. Αυτό το άθλημα δεν το γνωρίζω ή μάλλον το αγνοώ παντελώς κι όχι από απαξίωση σ’ ένα αντικείμενο που στις πατριαρχικές κοινωνίες ήταν ειδικότητα-προνόμιο των γυναικών. Ο τρόπος ζωής μου ήταν τέτοιος που μετακινιόμουνα πολύ συχνά για λόγους υπηρεσιακούς με αποτέλεσμα να γίνω δέσμιος των εστιατορίων και μάλιστα να ‘’υποστώ’’ όλη αυτή την επέλαση των πολυεθνικών στον χώρο της εστίασης και να μην μυηθώ στα μυστικά της Μαγειρικής Τέχνης, ενώ  σήμερα η Τέχνη αυτή έχει ευρύτατη αποδοχή από πάρα πολλούς άντρες που σταδιοδρομούν επαγγελματικά ως μάγειροι ... ‘’σεφ’’, κι επιπλέον στις μέρες μας δεν υπάρχει Σταθμός Τηλεόρασης που να’ μην έχει εκπομπή αφιερωμένη στο φαγητό. Πάντως υπάρχουν δουλειές του σπιτιού, του νοικοκυριού στις οποίες σημειώνω αξιοθαύμαστες επιδόσεις. Όμως, το ξαναλέω, οι Υπηρεσιακές μου υποχρεώσεις κι, ως ένα βαθμό, οι επιλογές μου στην προσωπική μου ζωή με κράτησαν μακριά απ’ την κουζίνα, απ’ τις χύτρες και τα τηγάνια, απ’ τα καλοφτιαγμένα φαγητά, τα μυρωδάτα μπαχαρικά, από τα εύγευστα εδέσματα. Κι αντιλαμβάνεσθε, αγαπητοί φίλοι, πόσα πιάτα έχω ‘’κατεβάσει’’ απ’ τα σύγχρονα ‘’σκουπίδια’’ καθώς λέει η Εύη Βουτσινά, η γνωστή ερευνήτρια, στο χώρο της εστίασης που θεωρεί την Ελληνική γαστρονομία πρότυπο διατροφής για τον σύγχρονο άνθρωπο και τον τρόπο ζωής του. «Είναι καιρός, λέει, να γνωρίσουμε την διαύγεια και την καθαρότητά της Ελληνικής γεύσης αυτούς τους πονηρούς καιρούς που γέμισαν τα πιάτα μας σκουπίδια».

       Όμως ο τίτλος του Βιβλίου της Παναγιώτας παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον κι έξω απ’ την μαγειρική του προσφορά καθαυτήν. Έτσι αποδέχθηκα την ευγενική πρόταση για τη σημερινή παρέα κι άρχισα να προετοιμάζομαι, τέλος πάντων, για να ξεχωρίσω τα στοιχεία εκείνα από το βιβλίο της που θα ’ταν χρήσιμο να παρουσιάσουμε..

       Κι ας μην νομίσει κάποιος πως είχα με την συγγραφέα καμιά γνωριμία, φιλική σχέση ή παρέα χρόνων… Το εκπληκτικό ήταν πως μέσα από εκείνην την τηλεφωνική συνομιλία ήρθα σ’ επαφή με την Παναγιώτα μετά από μισό περίπου αιώνα!!! Ανήκει, όντως, στη σφαίρα της φαντασίας το γεγονός ότι πριν μια βδομάδα συνάντησα την Παναγιώτα μετά από 43 χρόνια!!!

       Κάποιους χαλεπούς καιρούς στο χώρο της Εκπ-σης πέρασα για ένα τρίμηνο περίπου κι από το Σχολείο της Παναγιώτας, το Γυμνασιακό Παράρτημα ενός μικρού χωριού του Νομού Άρτας, της Ροδαυγής. Απ’ το σύντομο πέρασμα μου απ’ εκείνο το σχολειάκι, δεν μπορώ να πω πως συγκράτησα πολλά πράγματα στη μνήμη μου.. Ένα όμως το θυμόμουνα σ’ όλη μου τη ζωή, καθώς συμβαίνει με όλους τους Εκπαιδευτικούς που ξεχωρίζουν απ’ τα σχολεία στα οποία έχουν υπηρετήσει, καταστάσεις και κυρίως πρόσωπα Εκπ-κών και, προπαντός, μαθητών. Η Λάμπρη Παναγιώτα ήταν το πανέξυπνο κοριτσάκι της πρώτης τάξης, η καλύτερη μαθήτρια, μια περιποιημένη κοπελίτσα μέσα στη μαθητική της ποδιά, με μια άρθρωση εξαιρετική, και, κυρίως, ένα λόγο πολύ προηγμένο σε σχέση με τις παραστάσεις που της πρόσφερε η Τοπική της Κοινωνία.

       Έτσι η αποδοχή της πρότασής της από μέρος μου μ’ εκείνο το τηλεφώνημα του περασμένου Μάρτη ενείχε και το στοιχείο της καλώς νοούμενης περιέργειας να δω εκείνη τη μαθητριούλα της Ροδαυγής, ύστερ’ από τόσα χρόνια, μέσα στα οποία εκείνη σταδιοδρόμησε, έγινε μια έγκριτη φιλόλογος-εκπαιδευτικός και με συγγραφικό μάλιστα έργο υπολογίσιμο.

       Ήδη μέσα από διάφορα έντυπα είχα διαβάσει κείμενά της απ’ τα οποία αποκόμισα τις καλύτερες εντυπώσεις και το συμπέρασμα για την ποιότητά της, την επιστημονική της κατάρτιση, την ερευνητική της διάθεση και την προοδευτική της σκέψη..  Έτσι, λοιπόν, προετοιμάσθηκε το έδαφος για να’ μαστε εδώ σήμερα παρέα.

       Το βιβλίο της Παναγιώτας, αγαπητοί φίλοι,

‘’Η μνήμη της γεύσης - Αρχέγονων Ηπειρωτικών εδεσμάτων συναγωγή’’, σίγουρα δεν είναι  ένα συνηθισμένο λογοτεχνικό κείμενο, αλλά κι ούτε, καθώς λέει η ίδια, η συγγραφέας φιλοδοξεί να καταχωρισθεί στη βιβλιογραφία ως βιβλίο ‘’καθαρής’’ μαγειρικής, απ’ το οποίο ο αναγνώστης θα έχει απαιτήσεις για συνταγές γραμμένες από επαγγελματία μαγείρισσα. Δεν προσδοκά η Παναγιώτα το βιβλίο που παρουσιάζουμε να γίνει ‘’το εγχειρίδιο του Καλού Μάγειρα’’. «Τα πάσης φύσεως μαγειρέματα που μοσχομυρίζουν στις σελίδες του είναι εκείνα που η μνήμη της γεύσης μου κουβαλά ως κάτι ξεχωριστό και δένονται σχεδόν αταβιστικά με  ό, τι ακριβό έρχεται από το παρελθόν και μπολιάζει ευεργετικά πλήθος τροφών μας. Ο αναγνώστης είναι πολύ πιθανό να ταυτισθεί γενικά ή συνολικά με δικές του διατροφικές αναφορές ακόμα κι αν δεν προέρχεται από τον γεωγραφικό χώρο στον οποίον εστιάζεται η παρούσα μελέτη».

       Η φίλη συγγραφέας με το βιβλίο που παρουσιάζουμε ..επιστρέφει στα παιδικά χρόνια, τότε, δηλαδή, που ξάνοιγε τα μάτια και την ψυχή της στη ζωή. «Κι έχει αυτή η μνήμη ή μάλλον οι μνήμες -σημειώνει- μια τέτοια πληρότητα [θαρρώ] για τα μικρά και τα μεγάλα του κόσμου τούτου, ώστε, εκτός από την αυτοτελή της αξία, συνιστά ακριβή κληρονομιά, η οποία με συνοδεύει σ’ όλες τις εκφάνσεις του βίου μέχρι σήμερα».

  «Αυτή η κληρονομιά δεν αποκτήθηκε από πλούσιους σε υλικά αγαθά κληροδότες αλλ’ από τους ανθρώπους του μόχθου που δίπλα τους μεγάλωσα. Και ίσως, αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους τα κληροδοτήματα αυτά, κληροδοτήματα πολιτισμού που, εντρυφώντας στις αρχαίες πηγές, νιώθεις, πως αυτό το οποίο έζησες τότε, έχει πολλά κοινά στοιχεία με κείνα, τα οποία έζησαν οι άνθρωποι που πάτησαν τα ίδια χώματα πριν πολλούς αιώνες».      

       Με το βιβλίο της, η κα Λάμπρη νιώθει πως προσφέρει ένα αντίδωρο στον τόπο που την γέννησε, τη Ροδαυγή… και ειδικά στις γυναίκες στις οποίες το αφιερώνει και κυρίως στη μάνα της –Στα μέρη μας εξακολουθούμε να τιμάμε, να λατρεύουμε, να θυμόμαστε με ευγνώμονα διάθεση τους γονείς μας.

       Οι γυναίκες, λέει η συγγραφέας, ως σημαντικοί φορείς του λαϊκού Πολιτισμού, διδάχθηκαν, αναπαρήγαγαν, εμπνεύσθηκαν, δημιούργησαν και εν τέλει παρέδωσαν, εκτός των άλλων εκφάνσεων του Πολιτισμού, και τη Μαγειρική.

       «Κι  η παραδοσιακή μαγειρική, κατά την Εύη Βουτσινά, είναι κομμάτι αυτού του πολιτισμού, επομένως είναι παράδοση προφορική που μεταδίδεται από μητέρα σε κόρη και, όπως κάθε άλλος τομέας του λαϊκού πολιτισμού, εξελίσσεται με τον βραδύ ρυθμό της Ιστορίας ενσωματώνοντας μόνο τα νεοτεριστικά εκείνα στοιχεία που συγκινούν τη λαϊκή ψυχή και υιοθετούνται απ’ αυτήν. Η παραδοσιακή μαγειρική είναι αυτάρκης, αφού χρησιμοποιεί αποκλειστικά τα προϊόντα που παράγει το ίδιο το νοικοκυριό και είναι κομμάτι της Αγροτικής Κοινωνίας.

       Αυτής της κοινωνίας ο διατροφικός κώδικας ‘’καταδέχονταν την αρχαία του καταγωγή, σημειώνει η ίδια, αφού διακρίνονταν για την εποχικότητά του, μια και οι άνθρωποι τρέφονταν με ό, τι προϊόντα παρήγαν κάθε εποχή, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν συντηρούσαν, προνοητικά, αποξηραίνοντας ή παστώνοντας κάποια απ’ αυτά. Έτσι το τραπέζι τους είχε τρόφιμα νόστιμα και ταιριαστά με το κλίμα της κάθε εποχής. Κι επομένως κατάλληλα για τις ανάγκες του ανθρώπινου οργανισμού, οι οποίες δεν είναι ίδιες καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου’’.

       Το ότι σήμερα είναι εύκολο να προμηθευτεί κανείς κάθε προϊόν ανά πάσα στιγμή, δεν σημαίνει κιόλας, πως οι άνθρωποι γεύονται πιο νόστιμες και, κυρίως, πιο υγιεινές τροφές.

       Βέβαια υπάρχουν αρκετοί οι οποίοι αντιστέκονται στη μαγευτική πρόσκληση της αφθονίας και του ευδαιμονισμού και τρέφονται ακολουθώντας πολλά νόμιμα της παραδοσιακής διατροφής.

       Αρχαίοι Έλληνες, Γιατροί και Φιλόσοφοι προτείνουν την προσαρμοσμένη στις εποχές διατροφή ως σημαντική για την ψυχική και σωματική υγεία, όπως ο Ιπποκράτης και ο Πυθαγόρας, ενώ ο σοφιστής Ιερόφιλος συμβουλεύει με τον ίδιο τον τίτλο του βιβλίου «Περί Τροφών κύκλος, ποιαι δεί χράσθαι εκάστω μηνί και οποίοις απέχεσθαι» και συνιστά για τον Ιούλιο μήνα: ‘’Εκ δε των οπωρών τας υγροτέρας, οίον πέπονας, σύκα λευκά… και σταφυλάς…, απίδια και μήλα και δαμάσκηνα και όσα υγρά. Τοιαύτα, εσθίειν’’. Με αφορμή αυτό το εδάφιο των καλοκαιρινών γεύσεων και αρωμάτων του Ιερόφιλου η συγγραφέας αναλογίζεται με νοσταλγική διάθεση:

      «Τι σημαίνει να γεύεσαι το καθετί στην εποχή του και τι σημαίνει να ’χεις τέρψει την ψυχή και το σώμα σου με το μεγαλείο ενός καλοκαιρινού γεύματος, το οποίο περιλαμβάνει ζυμωτό ψωμί και τυρί συνοδευόμενα με μια φέτα καρπούζι ή πεπόνι ή ένα τσαμπί σταφύλι ή μια ντομάτα ή ελιές κι όλα αυτά υπό τους ήχους ατέρμονης συναυλίας τζιτζικιών».

       Σημείο αναφοράς της Παναγιώτας το χωριό της, η Ροδαυγή, ‘’ Το Ρόδο της Αυγής’’ καθώς είναι ο τίτλος παλιότερου Βιβλίου της, λέξεις προφιλείς της: η γεύση και οι μυρωδιές, οι ατόφιες γεύσεις, οι αυτούσιες μυρωδιές, η αυθεντικότητα των προϊόντων του κήπου και του αγρού, του περιβολιού και της βουνοπλαγιάς, του πλίθινου φούρνου και της γάστρας. Και τα προϊόντα της μάνας-γης τότε ήταν κυριολεκτικά αμόλυντα, πεντακάθαρα, υγιεινά.. Και το λέμε αυτό γιατί ακόμα και στα μέρη μας, στην περιοχή των γνήσιων και ‘’καθαρών’’, παλιότερα, προϊόντων, έχει επέλθει, εδώ και κάμποσα χρόνια, σημαντική διαφοροποίηση.. Ο υδροφόρος ορίζοντας έχει δηλητηριασθεί απ’ τον τόσο συχνό βομβαρδισμό των χωραφιών απ’ τα φυτοφάρμακα και τα λιπάσματα  και τα τοξικά κατάλοιπα φτάνουνε ως το πιάτο μας. Στα ζώα, ακόμα και στα οικόσιτα, δίνουμε έτοιμες τροφές και πολλές φορές τέτοιες που αποσκοπούν αποκλειστικά στην ταχεία πάχυνση, σε βάρος όμως της νοστιμιάς, της γεύσης.

       Ακόμα και στα μέρη μας… Η γεύση και η μυρωδιά των εδεσμάτων στον τόπο μας έχει, κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, υποχωρήσει αισθητά. Οπωσδήποτε δεν έχει αμβλυνθεί ανεπανόρθωτα… Όμως οι γεύσεις και οι μυρωδιές απ’ τα φαγητά της συναδέλφου, η οποία, σημειωτέον, μας αποκαλύπτει αρετές εξαίρετης μαγείρισσας, περνάνε με νοσταλγική διάθεση μπροστά απ’ τα γευστικά μας αισθητήρια.

       Μια διαπίστωση απ’ το βιβλίο της είναι πως τα φαγητά που παρουσιάζει η συγγραφέας, κατά κύριο λόγο, γεμίζουν το τραπέζι ή, σ’ άλλες περιοχές, τον τορβά των φτωχών, των αγροτών, των ανθρώπων της δουλειάς και του μόχθου….

 «Κι εδώ βρίσκεται το μεγαλείο των γυναικών αυτών των περιοχών, των γυναικών του τόπου μας και αυτών των γυναικών, που η αγάπη για την οικογένειά τους, τις έκανε να αντιπαλεύουν καθημερινά με την αγωνία, αν θα καταφέρουν να γεμίσουν τα πιάτα των οικείων τους και να χορτάσουν τα σπλάχνα τους! Μια αγωνία που τις έκανε συνέχεια να επινοούν, να επινοούν.. να δημιουργούν φαγητά χορταστικά και νόστιμα αξιοποιώντας κατά κανόνα προσιτά στα περισσότερα σπίτια και στους περισσότερους κήπους υλικά, με κείνη τη μοναδική αυθεντική γεύση, η οποία όλο και σπανίζει στην εποχή μας», λόγια της Παναγιώτας.      

       Αγαπητοί φίλοι, αυτό  το βιβλίο είναι μια μελέτη, ένα δοκίμιο που συνδέει, με την αναγκαία έρευνα, τα παραδοσιακά μας φαγητά με τις γεύσεις του απώτατου κι απώτερου ιστορικού μας παρελθόντος.

       Με γεύσεις που τις βρίσκουμε ίδιες ή παρόμοιες στην ιστορική διαδρομή του τόπου μας και του Λαού μας. Έτσι η συγγραφέας υπηρετεί και την παραδοσιακή γαστρονομία αλλά και την επιστημονική έρευνα.

       Η κα Λάμπρη, μετά την τόσο κατατοπιστική της εισαγωγή, καθώς περνάει στο κυρίως γαστρονομικό μέρος του βιβλίου της, μας παρουσιάζει κάπου δέκα ενότητες φαγητών η καθεμιά των οποίων έχει ένα βασικό υλικό το οποίο είναι καθοριστικό για το πιάτο. Και μας καλεί σ’ ένα ταξίδι στη χώρα των γεύσεων, της αυθεντικότητας, της ατόφιας μυρωδιάς, σ’ ό, τι τέλος πάντων συνθέτει τον λιτοδίαιτο τρόπο ζωής των Ελλήνων. «Και, ίσως, να’ ναι μια αφορμή τούτες τις μέρες της κρίσης να τραφούμε αλλιώς, να σκεφτούμε αλλιώς και να ζήσουμε χωρίς τα δεσμά της καταναλωτικής κοινωνίας, η οποία εκτός από την οικονομική κρίση που μας φόρτωσε, έκανε πολλούς να υιοθετήσουν ξενικό τρόπο διατροφής και να λησμονήσουν την πατροπαράδοτη, την προσαρμοσμένη στα αγαθά της Πατρώας γης δίαιτα, ακόμα κι αν κάποια εξ αυτών έλκουν την καταγωγή τους από τόπους μακρινούς, όπως η πατάτα, η μελιτζάνα κ.ά.., αλλά ενσωματώθηκαν με απόλυτη επιτυχία στην μαγειρική μας…»
Για μας τους μεγάλους τα φαγητά της φίλης μας συντηρούνται πολύ έντονα στη μνήμη μας και μπορεί απ’ τη μια να μας πληγώνουν γιατί, είπαμε, είναι κυρίως τα φαγητά της απόλυτης φτώχειας, των πέτρινων χρόνων μας, της αγωνίας μας για τη ζωή… απ’ την άλλη όμως είναι αυτά τα φαγητά που μας βοήθησαν εκείνα τα δύσκολα χρόνια να σταθούμε στα πόδια μας, να κρατηθούμε στη ζωή και ν’ ανοίξουμε διάπλατα αργότερα τις πόρτες της και να μεγαλουργήσουμε καθώς συνέβη με πολλά παιδιά των αγροτικών μας οικογενειών.

       Για κάθε ενότητα εδεσμάτων η συγγραφέας μας παραπέμπει σε πλήθος πηγών που ξεκινάνε απ’ τον Όμηρο, τον Ησίοδο και τον Ηρόδοτο, τον Πυθαγόρα και τον Πλούταρχο, τον  Διοσκουρίδη και τον Γαληνό, τον Αριστοφάνη, τον Αθήναιο και  τον Αρτεμίδωρο και φτάνουν ως τον Βυζαντινό Φτωχοπρόδρομο, αλλά και σε σημαντικά άλλα βοηθήματα όπως εκείνο του Φαίδωνα Κουκουλέ ‘’Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός’’ και τα νεότερα και σύγχρονα του Παναγιώτη Αραβαντινού, του Κ. Α. Διαμάντη (‘’Άπαντα’’) και των Παναγή Λεκατσά, και Δ. Σ. Λουκάτου,και Κ. Μπαζαίου, κείμενα των οποίων πριν κάποιες δεκαετίες διάβαζα στον Αθηναϊκό Τύπο.

       Πρώτη ενότητα εδεσμάτων που μας παρουσιάζει στο βιβλίο της η Συγγραφέας είναι οι «αβγογεύσεις», ήτοι τα εδέσματα που παρασκευάζουν οι νοικοκυρές με βασικό υλικό το αβγό. Το αυγό που κλείνει μέσα του τη ζωή κι έχει γίνει από αρχαιοτάτων χρόνων σημείο αναφοράς για την ερμηνεία γέννησης του σύμπαντος σε πολλούς λαούς. Βαθιά η σχέση του ανθρώπου με το αυγό σημειώνει παρουσία σ’ όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής, έθιμα, παιγνίδια, παιδικά γιορταστικά άσματα, αινίγματα, λογοπαίγνια. Και φυσικά εκείνο το αποκριάτικο παιχνίδι, ο χάσκας, που ασκεί μια πληθωρική γοητεία στο παιδικά μας χρόνια καθώς με την επιδεξιότητά του ο παίχτης που κέρδιζε, είχε και το έπαθλό του, το βρασμένο αυγό…

       Η αναφορά της Παναγιώτας σε πλήθος παροιμιών με τη λέξη αβγό και κυρίως η σαφήνεια και η πληρότητα με την οποία τις αποδίδει, είναι άλλο ένα δείγμα της επιστημονικής εγκυρότητας του βιβλίου και της υποδομής της Συγγραφέως ’’Παρ’ τ’ αυγό και κούρεψ’ το’’ λέμε κάθε φορά που διαπιστώνουμε ότι βρισκόμαστε σε καταστάσεις πολύ δύσκολες…

       «Άμα δεν σπάσεις αυγά ομελέτα δεν γίνεται ‘’λέμε για όποιον οφείλει ακόμα και να συγκρουσθεί προκειμένου να πετύχει έναν θετικό στόχο».

       Στα μαγειρέματα που ακολουθούν  παρουσιάζονται κάπου 15 φαγητά με γεύσεις που μας ερεθίζουν τον ουρανίσκο, μυρωδιές που αναστατώνουν την όσφρησή μας..

αναδεικνύοντας μάλιστα την συγγραφέα, όπως είπαμε, και σε σπουδαία μαγείρισσα, καθώς χειρίζεται με μεγάλη επιδεξιότητα τις ποσότητες, αναλογίες κ.λπ. των υλικών που χρησιμοποιεί για να τα φτιάξει, πάντα στα πρότυπα των παλιακών γεύσεων, πάντα στις συνταγές της παραδοσιακής Μαγειρικής.

 Επόμενη ενότητα είναι: τα αλευρομαγειρέματα.

       Βασικό συστατικό της διατροφής των ανθρώπων εδώ και χιλιάδες χρόνια, το αλεύρι..

Τα αρχαιολογικά ευρήματα και οι ποικίλες γραπτές αναφορές, είναι ασφαλείς μάρτυρες για την μακρόχρονη συμπόρευσή του με τον άνθρωπο.. Το αλεύρι είναι παράγωγο των εκπληκτικών δώρων της θεάς Δήμητρας, των δημητριακών κι είναι γνωστός ο σχετικός μύθος.

       Στον Όμηρο, στον Ησίοδο, στον Ηρόδοτο αλλά και σε μεταγενέστερους συγγραφείς είναι καταφανής ο συσχετισμός της καλλιέργειάς του, με την Πολιτισμική στάθμη των ανθρώπινων κοινωνιών.

       Επιπλέον στον Όμηρο η λέξη σίτος, εκτός από την έννοια του σίτου καθαυτόν, και του ψωμιού, έχει και την έννοια της τροφής, του φαγητού, κάτι που και στις μέρες μας ισχύει.. Γνωστή, η φράση… «κάτσε να φάμε μια στάλα ψωμί’’ [σχήμα λόγου, κατά συνεκδοχήν… το μέρος αντί για το όλον]. Πλήθος οι παροιμίες που τονίζουν την σημασία του κύκλου καλλιέργειας, παραγωγής και παρασκευής βρώσιμων ειδών απ’ τα Δημητριακά. Μια απ’ αυτές όπου θα σταθούμε μας αρέσει ιδιαίτερα  «Αυτός κακό χερόβολο κι εσύ κακό δεμάτι», τη λέμε για να τονίσουμε πως δυο κακές ανθρώπινες φύσεις είναι δύσκολο να συνεννοηθούν.
Και στη συνέχεια παρατίθενται καμιά δεκαριά σκευάσματα - αλευρομαγειρέματα που ξεχωρίζουν για την θρεπτική τους αξία με πολύ οικεία στα μικρά μας χρόνια το κουρκούτι (και θηλυκό, η κουρκούτη = κρέμα), την μπαζίνα και τον τραχανά που είναι πανελλήνιο παρασκεύασμα.

       Περιορισμένη η ενημέρωσή μας απ’ την συγγραφέα για τα αλιεύματα, την επόμενη ενότητα, λογικό εξάλλου αφού η ίδια έζησε σε ημιορεινή περιοχή και κάπως μακριά απ’ τη θάλασσα.

       Τα γαλατερά που ακολουθούν μας εγγίζουν όλους μας καίρια γιατί το γάλα και τα παράγωγά του τα χρησιμοποιεί ο άνθρωπος ως τροφή εδώ και χιλιάδες χρόνια. Στην Ελληνική Μυθολογία συναντάει κανείς πλήθος μύθων που συσχετίζουν τη ζωή θεών, ηρώων και θνητών αλλά και ερμηνευτικές αντιλήψεις για τον κόσμο, με το γάλα…

       Το πρωτόγαλα της κατσίκας ερεθίζει ακόμα τον ουρανίσκο μας καθώς στο τηγάνι σε χαμηλή φωτιά, φτιάχνονταν το κοκκοφρύγγι, κορφύγγι το λέγαμε εμείς… Το ξυνόγαλο, η πρέντζα, η μυζήθρα, η τσιαλαφούτη είναι κι αυτά πασίγνωστα παράγωγα γάλακτος με κορυφαίο το τυρί απ’ τα πιο διακεκριμένα προϊόντα μας, με ποιότητα διεθνούς εμβέλειας, απ’ τις πιο δυνατές παραγωγές της Ηπείρου. Στον μύθο ανάγεται η γένεσή του. Ο Αρισταίος, γιος του Απόλλωνα και της Κυρήνης, διδάχθηκε απ’ τις Νύμφες κι αυτός στη συνέχεια δίδαξε στους ανθρώπους την τέχνη της τυροκομίας. Αλλά και η Τυρώ, η όμορφη κόρη του Σαλμωνέα και της Αλκιδίκης «… δια την λευκότητα και την του σώματος μαλακότητα ταύτης της προσηγορίας έτυχεν».

       Ακολουθεί ‘’Γεύσεων ποικίλων συναγωγή’’ με απίδια, καφέ ρεβιθίσιο, κάστανα, λίπος χοίρου λιωμένο, όσπρια κουκιά-ρεβίθια-φασόλια = απ’ τα πιο γνωστά μαγειρέματα και τόσο οικείο σ’ ολόκληρο τον Ελληνικό χώρο. Τα πολύ γνωστά Πολυσπόρια (Παραμονή των Εισοδίων της Θεοτόκου αλλά και του Αγίου Ανδρέου) έρχονται κι αυτά απ’ την αρχαιότητα.

       Στα Γλυκίσματα, που ακολουθούν ξεχωρίζουμε το καρυδάκι, το κεράσι, το κυδώνι, τη μαρμελάδα, το μελομακάρονο, και τις τόσο αγαπημένες και εύγευστες τηγανίτες με ζάχαρη και, κυρίως, με μέλι.

       Στην ενότητα περί κρεάτων, εντοσθίων και άλλων η κα Λάμπρη τονίζει αρχικά πως το κρέας αποτελεί βασικό αγαθό διατροφής απ’ την εποχή των πρώτων κυνηγών μέχρι σήμερα και καταναλώνονται τεράστιες ποσότητες απ’ αυτό. Όμως δεν είναι λίγοι κι εκείνοι που το έχουν βγάλει συνειδητά από το διαιτολόγιό τους.

       Για τα παιδικά μας χρόνια το κρέας ήταν είδος πολυτελείας. Γνωστή στα μέρη μας, τον τόπο της φτώχειας, η αστεία απάντηση στην ερώτηση κάθε πότε τρώμε κρέας: Χ’στού, Λαμπρή και καμιά φορά και τ’ς Αποκριές…

       Βρίθει ο Όμηρος κι ολόκληρη η αρχαία Ελληνική Γραμματεία από αναφορές στο κρέας και τα ποικίλα σκευάσματά του με πολύ γνωστά στον τόπο μας τα γιαπράκια, εντόσθια στο ταψί, κεφτέδες, κοτόσουπα, μαγειρίτσα, πηχτή, σουφλιμάς, τσιγαρίδες, χοιρινό παστό…

   Απ’ τις σαλάτες, την επόμενη ενότητα, ο ομιλών διατηρεί τις καλύτερες αναμνήσεις. Εκείνη, όμως, η τοματοσαλάτα του καλοκαιριάτικου μεσημεριού στα χωράφια κάτω απ’ την απιδιά και δίπλα στο τσαρδάκι, με το κρεμμύδι που πρόσφατα μαζεύτηκε, κι εκείνο το ατόφιο, παρθένο λάδι απ’ τα ντόπια ελιόδενδρα, έχει κολλήσει δεκαετίες ολόκληρες στη μνήμη μου για την νοστιμιά της και κυρίως εκείνο το «γκέψιμο», καθώς βουτάγαμε το ψωμί, και μάλιστα όταν ήταν καθάργιο, στο υπέροχο ζουμί… πάντα με συνοδεία τo μονότονo τραγούδι των τζιτζικιών.

   Στα μαγειρέματα παρελαύνει πλήθος χορταρικών, αντράκλες, βλήτα, κολοκυθάκια, καμπρολάχανα, κρεμμύδια, ντομάτες, μελιτζάνες, αγριόχορτα…

   Κι ύστερα οι πίτες, ένα φαγητό ταυτισμένο σχεδόν με τον γεωγραφικό χώρο της Ηπείρου, ταυτόχρονα ψωμί και φαί.. Ο τραγανός κόθρος με την ιδιαίτερη νοστιμιά που σχηματίζεται γύρω-γύρωστο ταψί, αποτελούσε έντονη επιθυμία όλων των παιδιών στα μικρά μας χρόνια.

   Κι εκείνη η Γαλατόπιτα που ανάγεται στους πλακούντες με γάλα των προγόνων μας, ήταν τόσο νόστιμες, καθώς κι άλλες πίτες: κολοκυθόπιτα, λαχανόπιτα, κοσμηρή, μακαρονόπιτα, μπατσάρα (=με καλαμποκάλευρο), ξινογαλόπιτα, ριζόπιτα, τραχανόπιτα, τυρόπιτα, συκωτόπιτα, χλωρόπιτα..

Και κλείνει τη Μελέτη της η παλιά μας μαθήτρια με αναφορά σε ‘’ψωμιά και φαγητά με ψωμί’’. Είπαμε και στα ‘’Αλευρομαγειρέματα’’ πως το ψωμί είναι το έδεσμα που περισσότερο από κάθε άλλο είναι συνδεδεμένο με τις μυρωδιές και τις γεύσεις της παιδικής μας ηλικίας… Η… αμβροσία των φτωχών!! Και κυρίως το καθάριο ψωμί, σε αντίθεση με το λειψό, το καλαμποκίσιο ή εκείνο της σικάλεως, την μπομπότα… Κι εδώ ο κόθρος αποτελούσε βασική μας επιδίωξη… Και να το ξανατονίσουμε πως η επινόηση του ψωμιού «ήταν μια πολύ σημαντική πολιτισμική κατάκτηση, η οποία επηρέασε καθοριστικά τις διατροφικές συνήθειες του ανθρώπου και την περαιτέρω πορεία του στο ιστορικό γίγνεσθαι». 

   Μεγάλη η ποικιλία των Άρτων: άρτος ερωτικής μαντείας (αρμυροκουλούρα), γαμήλιος άρτος, νεκρικοί άρτοι, εορταστικοί, άρτοι των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς, της Καθαρής Δευτέρας (=πιταστή), της Λαμπρής, η λειτουργιά, η κουλούρα - σταχτοκούλουρα και το κραμποκούκι των παιδικών μας χρόνων, έδεσμα της απόλυτης φτώχειας κι ανέχειας κι οι πυρομάδες με τη μπομπότα και το καθάριο [= από ψιλοαλεσμένο σιταρένιο αλεύρι και κοσκινισμένο στη ψιλή σίτα] ψωμί των ανεβασμένων κοινωνικό-οικονομικά οικογενειών.

   Στα φαγητά από ψωμί με τα οποία κλείνει η Συγγραφέας το πόνημά της, αναφέρει τα γουμίδια, τη ζεματούρα, το λάδι ή βούτυρο με ψωμί, τη μπουκουβάλα, την ξιδότριψα και τις φέτες με μέλι, βασική τροφή των αρχαίων, ή με ζάχαρη ή με φρέσκο βούτυρο ή ραντισμένες με σταγόνες λαδιού.

   Ακολουθεί ένα γλωσσάρι καμιά πενηνταριά λέξεων κυρίως ιδιωματισμοί του τόπου μας, και εμπεριστατωμένα υποσημειώματα ξεχωριστά για κάθε ενότητα σκευασμάτων-φαγητών του βιβλίου της. Οι Πηγές και η εν γένει Βιβλιογραφία που χρησιμοποίησε στηρίζουν επιστημονικά το βιβλίο, το οποίο ομορφαίνουν οι 53 εικόνες του, φωτογραφίες σε ασπρόμαυρο που ενισχύουν το κύρος του.

   Το βιβλίο μας ήρθε μόλις χθες κι είναι πανέμορφο με κυρίαρχη αποτύπωση στα εξώφυλλά του το στοιχείο της Παράδοσης. 

   Να ευχηθούμε στην Παναγιώτα να’ ναι πάντα καλά και να’ χει αυτή τη δύναμη της δημιουργίας που αναβλύζει απ’ το βιβλίο της που παρουσιάζουμε…