Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Ταξιδιωτικό της Παναγιώτας Π. Λάμπρη

Στο δάσος των Κενταύρων, (12-12-2016)

 

   Πρώτη Κυριακή του Δεκέμβρη. Ο καιρός γλυκός, αλλά υγρός. Ο ουρανός συννεφιασμένος με πιθανότητα βροχής και η παρέα βρισκόταν καθοδόν για πεζοπορία στο αρχέγονο δάσος της Φολόης και όσα άλλα θα νοστίμευαν μια τέτοια εξόρμηση μακριά από το άστυ.

   Η νοτισμένη από την πρόσφατη βροχή φύση και η πανταχού παρούσα υγρασία πρόσθεταν ξεχωριστή αίγλη στο τοπίο και, μολονότι αυτό το κομμάτι της αχαϊκής ενδοχώρας ήταν γνώριμο, όσον αφορά στη γεωφυσική του κατατομή, η εποχή και οι ήπιου φωτισμού αντανακλάσεις του πρωινού έδιναν ιδιαίτερους τόνους στις αποχρώσεις των εκτυλισσόμενων μπροστά μας εικόνων.

   Στο οπτικό μας πεδίο κυριαρχούσαν οι χαμηλές λοφοσειρές, κατάφυτες ή με λιγότερη βλάστηση, οι οποίες εναλλάσσονταν αρμονικά με επίπεδα και επικλινή χωράφια, νιόσκαφα ή χλοερά, ενώ αριστερά μας, σταθερή αναφορά του τόπου, δέσποζε ο πολυθρύλητος Ερύμανθος. Σ’ όλη τη διαδρομή οι γήινες αποχρώσεις του τοπίου, διαδεχόμενες περίτεχνα η μια την άλλη, καθήλωναν το βλέμμα, το οποίο χαλάρωνε ευγενικά με τον αέναο πίνακα ζωγραφικής που αντίκριζε, βγαλμένο, λες, από την παλέτα αισθαντικού ζωγράφου, ο οποίος τούτη την εποχή βρισκόταν σε δημιουργικό οίστρο.

   Στο μεταξύ, ο βασικός προορισμός μας, το δρυόδασος της Φολόης, έκανε αισθητή την παρουσία του, πριν ακόμα μπούμε στην καρδιά του, μια και αντικρίσαμε κάποια στιγμή δεξιά μας, στο βάθος του ορίζοντα, την χρωματιστή, με υπέροχες αποχρώσεις φθινοπώρου, απεραντοσύνη του. Όταν το λεωφορείο διέσχισε τα πρώτα χιλιόμετρα μέσα στο δάσος, θωρώντας τόση ομορφιά, σκέφτηκα πως τούτο το οροπέδιο, θεοί και νύμφες θα το ’χαν κάποτε για κατοικία τους! Ίσως, και να το ’χουν ακόμα, αλλά να μη δυνόμαστε να νιώσουμε την αιθέρια φύση τους!

   Τούτες οι φτερωτές σκέψεις σύντομα διακόπηκαν, μια και η προγραμματισμένη στάση, πριν την πεζοπορία, τους έδωκε αναβολή. Το μαγαζάκι, όπου ήπιαμε ζεστό καφέ και φάγαμε νόστιμη σπιτική τυρόπιτα, περιβάλλονταν από τεράστιες επιβλητικές δρυς, ορφανεμένες σε μεγάλο βαθμό από την πλούσια φυλλωσιά τους. Στο μπροστινό του μέρος, κολλητά στον τοίχο, υπήρχαν ορτανσίες, φανερά καταπονημένες από τις βροχές, και όχι μόνο, ενώ τα φουσκωμένα μπουμπούκια μιας καμέλιας δεξιά της εισόδου μηνούσαν, σχεδόν μυστικιστικά, πως η ζωή μπορεί ν’ ανθίζει και στην καρδιά του χειμώνα.

   Λίγο μετά πεζοπορούσαμε μέσα στο δάσος, το οποίο πιστοποιούσε πως αποτελεί μέρος της ζωής των κατοίκων της γύρω περιοχής, διότι υπήρχαν πολλοί βατοί, από ανθρώπους και οχήματα χωματόδρομοι, καθώς και ενδιάμεσες καλλιεργημένες εκτάσεις, άλλες με οπωροφόρα δέντρα κι άλλες σπαρμένες με δημητριακά. Ειδικά, τα τελευταία έκαναν έντονη την παρουσία τους, αφού φυτρωμένα ήδη, με το πράσινο χρώμα τους δημιουργούσαν ευχάριστες, όμορφες, ιδιαίτερες χρωματικές αντιθέσεις, οι οποίες έδεναν αρμονικά με κείνες του δάσους, οι οποίες κυμαίνονταν σε μεγάλη κλίμακα γήινων αποχρώσεων, των οποίων τις βαθμίδες είναι δύσκολο να περιγράψεις με ακρίβεια.

   Η πεζοπορία γενικά εξελίσσονταν σε αργούς ρυθμούς και από τους συνοδοιπόρους, άλλοι βάδιζαν κατά μόνας, άλλοι συζητούσαν, άλλοι έβγαιναν για λίγο από τον δρόμο αναζητώντας μανιτάρια κάτω από το ανάγλυφο στρώμα των δρυόφυλλων, άλλοι απαθανάτιζαν τοπία, άλλοι, ίσως πιο αλαφροΐσκιωτοι, επικεντρώνονταν στους ήχους της φύσης και επικοινωνούσαν με τις δυνάμεις του δάσους. Πάντως, όλοι έδειχναν να ευχαριστιούνται, ο καθένας με τον τρόπο του, τη διαδρομή.

   Κι εγώ, απολαμβάνοντας τις εναλλαγές του τοπίου, έφερα στον νου τους Κενταύρους - πώς να τους ξεχάσεις κινούμενος στον τόπο τους; -  για τους οποίους ο Απολλόδωρος (Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 2.5.4) αναφέρει μεταξύ άλλων πως, όταν ο Ηρακλής ήρθε στην Πελοπόννησο για τον τέταρτο άθλο του που αφορούσε στον Ερυμάνθιο κάπρο, διέσχισε αυτό το δάσος, όπου φιλοξενήθηκε από τον Κένταυρο Φόλο. Αφορμή για τα αιματηρά γεγονότα που ακολούθησαν ήταν το θαμμένο και γεμάτο με άκρατο οίνο πιθάρι, το οποίο ανοίχτηκε, όπως ήταν ορισμένο, όταν ο Ηρακλής θα έφτανε ως εκεί, και καταναλώθηκε, όχι μόνο από τον Φόλο και τον Ηρακλή, αλλά κι από άλλους Κενταύρους. Η μέθη προκάλεσε διάφορες συγκρούσεις και οδήγησε σε άδοξο τέλος τον Φόλο, καθώς πληγώθηκε από ένα φαρμακωμένο βέλος που περιεργαζόταν, ενώ ο Ηρακλής απουσίαζε, και ο οποίος, όταν επέστρεψε, του πρόσφερε τα ταφικά νόμιμα. Από τότε η περιοχή ονομάστηκε Φολόη!

   Επειδή, όμως, «ὁ μῦθος κρύπτει νοῦν ἀληθείας», όπως λέει κι ο ποιητής (Ανδρέας Κάλβος, Εἰς Σάμον), μη με ρωτήσετε, αν πιστεύω τις αναφορές του Απολλοδώρου, και άλλων αρχαίων συγγραφέων, αφού ο χρόνος και η τέχνη, σε πολλές της μορφές, απαθανάτισαν αυτά τα πλάσματα, τους Κενταύρους, αλλά και οι άνθρωποι δεν έπαυσαν να τους μνημονεύουν. Μερικά πράγματα, άλλωστε, κεντρίζουν τη φαντασία ποικιλότροπα κι ο καθένας κάνει τη μοναδική, την ξεχωριστή ανάγνωσή τους. Σημασία έχει πως τούτη η πεζοπορία στο πανέμορφο κάθε εποχή δάσος της Φολόης, το οποίο εκτείνεται αρχοντικό στο ομώνυμο οροπέδιο, είναι τόπος μαγευτικός και ως εκ τούτου προσφέρει μ’ έναν τρόπο την ευκαιρία, ή και τη δυνατότητα, να γίνεις μύστης κι, ίσως, ποιος ξέρεις, ν’ ακούσεις βαδίζοντας εκεί το ξεψύχισμα του Φόλου, το οποίο διδάσκει κιόλας πως ο δρόμος για τη γνώση είναι επίπονος και κάποιες φορές επικίνδυνος.

   Όπως και να ’χει το θέμα, η παρέα, μόλις ολοκλήρωσε την πεζοπορία, δεν μπορούσε παρά να πάρει μια ανάσα, να γευτεί εδέσματα του τόπου, να πιεί λίγο ντόπιο κρασί στην ορεινή Πέρσαινα, να απολαύσει από ψηλά την πεδιάδα της Ηλείας που απλώνεται δυτικά, καθώς και τον μουντό εκείνη τη μέρα ορίζοντα του Ιονίου πελάγους, του οποίου λίγο μετά αντίκρισε από κοντά και υπό βροχή, στην παραλία της Κουρούτας, τα αφρισμένα κύματα που έσκαγαν στην αμμώδη ακτή.     

   Στο ταξίδι της επιστροφής κι ενώ η νύχτα προχωρούσε, η βροχή συνέχισε να πέφτει απαλή. Η πόλη μάς υποδέχθηκε υγρή και φωτισμένη. Τα αναμμένα λαμπιόνια, αναμμένα πρώιμα εδώ και κάποια χρόνια, κοσμούσαν τις λεωφόρους και τις φώτιζαν πληθωρικά. Πολύ φως στην πόλη! Κι ίσως, μια ελάχιστη αφορμή, για να φωτιστεί η ψυχή και η ζωή μας με λίγο ανέσπερο φως και να νιώσουμε τα σημαντικά της ζωής, τα οποία αξίζουν τον μόχθο μας.