

|
|
|
|
|
|
Κριτική για «Ροδαυγή - Το ρόδο της αυγής»
Από τον Ιωάννη Παπασημάκη, φιλόλογο,
"Σπίτι του Ηπειρώτη", Πάτρα, 3-11-2008
«Πατρίδα σαν τον ήλιο σου, ήλιος αλλού δεν λάμπει…»! Όχι, αυτό δεν το είπε η Παναγιώτα η Λάμπρη αλλά ο ποιητής Λορέντζος Μαβίλης. Θα μπορούσε όμως να το έχει πει και η Παναγιώτα, αφού όπως θα διαπιστώσουμε, στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει με έναν άλλο τρόπο, τον δικό της. Κι ο δικός της τρόπος είναι το πόνημα που έχουμε απόψε μπροστά μας και για το οποίο κάνουμε λόγο. Μέσα από αυτό ανατέλλει ένας άλλος ήλιος λαμπερός κι αυτός, μοναδικός σαν τον ήλιο που κάθε πρωί ανατέλλει για να φωτίσει το ρόδο της αυγής, την γενέτειρα Ροδαυγή.
Της Ροδαυγής καλούδια!
Αν έπρεπε να δώσω έναν τίτλο, αυτόν τον τίτλο θα έδινα στην αποψινή μου ομιλία-παρέμβαση, επειδή πιστεύω ότι με το βιβλίο της, την έκδοση του οποίου χαιρετίζω και έχω την τιμή και τη χαρά να ομιλώ γι’ αυτή, η Παναγιώτα η Λάμπρη, έρχεται να κομίσει αληθινά καλούδια –με την έννοια και το περιεχόμενο που τα γνωρίσαμε και με λαχτάρα τα περιμέναμε όταν ήμασταν μικρά παιδιά - καλούδια της όμορφης Ροδαυγής, της γενέθλιας γης και της κοινωνίας των ανθρώπων της στο διάβα των αιώνων, της Ροδαυγής που περήφανη στέκει εκεί στις πλαγιές του Ξηροβουνίου αγναντεύοντας τον Άραχθο και την πορεία του, σηκώνοντας γενναιόδωρα το δικό της πολιτισμικό βάρος στο πέρασμα του χρόνου, προικίζοντας με τα καλούδια της, τα δικά της παιδιά αλλά κι εκείνα που με άδολη αγάπη και πραγματικό ενδιαφέρον σκύβουν να ακούσουν το μακραίωνο τραγούδι της. Νοιώθω λοιπόν ξεχωριστή χαρά που είμαι σε θέση να ψηλαφήσω και να γευθώ κι εγώ τα καλούδια του παρόντος βιβλίου και την πολύφερνη σημασία τους, συμμέτοχος σε μια ιδιαίτερη βραδιά, σ’ ένα σπουδαίο γεγονός όπως είναι η παρουσίαση ενός βιβλίου, ενός βιβλίου για την Ιστορία και την Λαογραφία της Ροδαυγής, που δεν απλώς ένα βιβλίο αλλά ένας τόμος καλαίσθητος συνάμα και κατατοπιστικός.
Αστραπή εκκωφαντική, κλεισμένη σε τόμο που φωτίζει και ταράζει τα ήρεμα νερά και δεδομένα της καθημερινότητάς μας. Αυγή γλυκιά σαν της Ροδαυγής, όσα πράγματι εξαιρετικά ερεύνησε, μελέτησε, συγκέντρωσε και κατέγραψε, η άξια ερευνήτρια και συγγραφέας Παναγιώτα Λάμπρη, εξέχον τέκνο της γενέθλιας γης, για το μικρό κομμάτι της Ηπειρώτικης γης, σε μια καλή έκδοση με τον ωραίο και γοητευτικό τίτλο: Ρ Ο Δ Α Υ Γ Η «το ρόδο της αυγής» και υπότιτλο «Η κοινωνική και πνευματική παράδοση της Ροδαυγής και οι αρχαιοελληνικές της ρίζες».
Ένα καινούργιο βιβλίο ανοίγει τα φτερά του. Κι όσο κι αν αυτό είναι συνηθισμένο γεγονός, μια ανάλογη έκδοση για την ιδιαίτερη μικρή πατρίδα είναι ασυνήθιστη, «τραβάει» την προσοχή όλων και σημαδεύει τον χρόνο, καθώς αποτελεί ιστορική στιγμή∙ πόσο μάλλον όταν κάτι τέτοιο δεν είναι και τόσο συνηθισμένο.
Η έκδοση ενός βιβλίου είναι ένας τοκετός. Μια γέννα ελπιδοφόρα. Η Ροδαυγή αποκτά το νέο της παιδί, που έρχεται όχι μόνο να προστεθεί στη μεγάλη οικογένεια του χωριού αλλά και με την προσδοκία να αναδειχθεί επίλεκτο μέλος αυτής της οικογένειας, τέτοιο που σηματοδοτεί νέους δρόμους στην ιστορική πορεία και την πνευματική ιστορία αυτού του μικρού πλην όμως ένδοξου και γοητευτικού τόπου.
Η συγγραφέας, εραστής της γνώσης, επίμονη και συνεπής, χρόνια τώρα ακούραστη ερευνήτρια της τοπικής ιστορίας και λαογραφίας θέλησε - από αγάπη και μόνον, για το χωριό που γεννήθηκε και έζησε τα παιδικά της χρόνια, τον τόπο της όπως η ίδια σημειώνει στον πρόλογό της - και πέτυχε να αναζητήσει όλα εκείνα τα στοιχεία που συνυφάνθηκαν μέσα στο χώρο και στον χρόνο κι ύστερα τα έκλεισε μέσα σε έναν τόμο, πολύτιμη κληρονομιά για όλους εμάς και για εκείνους που θα έρθουν. Η συγγραφέας, με ζεστή αγάπη και άδολο πατριωτισμό, έκανε το μεράκι της μόχθο και ήθος και κατόρθωσε έτσι να δώσει ένα υπέροχο απάνθισμα του πολιτισμού της Ροδαυγής, του πολιτισμού μας, «φως ανέσπερο» στο πέρασμα του χρόνου, αφού όπως εύστοχα λέει και ο ρωμαίος σοφός Κικέρων, η ιστορία, είναι ο μάρτυρας των εποχών, η λαμπάδα της αλήθειας, η ζωή της μνήμης, ο δάσκαλος της ζωής, ο αγγελιοφόρος του παρελθόντος. Και η Παναγιώτα η Λάμπρη τόλμησε, τόλμησε και κατάφερε ακριβώς αυτό: να δώσει μαρτυρία των εποχών της Ροδαυγής, να φωτίσει με το έργο της την αλήθεια της, να ζωντανέψει τη μνήμη, να γίνει δάσκαλος της ζωής του χωριού της, να κομίσει και να ξεδιπλώσει μπροστά μας τα δώρα που της εμπιστεύτηκε ο καλός θεός της Ροδαυγής, σπονδή ευλαβική σε εκείνον και αντίδωρο χαράς και ελπίδας σε όλους εμάς. Η συγγραφέας, κάνει την υπέρβαση και της αξίζει κάθε έπαινος γι’ αυτό. Εκπληρώνει έτσι ένα χρέος και αποδίδει φόρο τιμής και σεβασμού σε όσους πέρασαν, έζησαν και δημιούργησαν σ’ αυτή την όμορφη γωνιά. Κατάφερε έτσι να διασώσει, όσα η αχλύς του χρόνου δεν μπόρεσε να σβήσει και έρχεται να τα παραδώσει στις επόμενες γενιές ως παρακαταθήκη ακριβή.
Το βιβλίο προσφέρει έτσι τη γνώση εκείνη που είναι απαραίτητη σε όλους, αφού είναι αλήθεια πως για να καταλάβει κάποιος τη ζωή και το παρελθόν του, ποιος είναι και από πού έρχεται, χρειάζεται να ξεκινήσει από τον τόπο του, να γνωρίσει τη ζωή, τα δρώμενα και τους αγώνες των προγόνων του και να περπατήσει έστω και νοερά στους δρόμους και στις συνήθειες, στα μέρη και στα έθιμα όπου περπάτησαν εκείνοι. Για να γνωρίσει κανείς τον εαυτό του, έλεγε ο φιλόσοφος Νίτσε, πρέπει πρώτα να τον αναζητήσει. Πρέπει λοιπόν να επιστρέψει στις ρίζες, στο «απώτερο παρελθόν». Διότι «το μέλλον ανήκει σ' εκείνον ο οποίος θα έχει την πιο μακριά μνήμη».
Αμείλικτος ο χρόνος, έρχεται κάποτε να διαγράψει από τη μνήμη πρόσωπα, γεγονότα και έργα. Το βιβλίο αυτό όμως, φιλοδοξεί να είναι ένα εμπόδιο στη λήθη κι έρχεται να απαθανατίσει όλα αυτά και πολλά ακόμη, αναδεικνύοντας έτσι και τη σημασία του, που είναι πρωταρχική και ολοφάνερη.
Με συστηματική προσπάθεια αλλά και επιστημοσύνη στην έρευνα και στην τεκμηρίωση, μέσα από αρχεία και ντοκουμέντα φορέων αλλά και ιδιωτών, μέσα από προηγούμενα βιβλία, παλιές εφημερίδες και περιοδικά, λαϊκές φορεσιές και εκατό παλιές πολύτιμες φωτογραφίες που φωτίζουν με τον δικό τους ξεχωριστό τρόπο ιστορικές στιγμές και πρόσωπα, αλλά και μια βιβλιογραφία πλούσια και μεστή που φτάνει τα 115 έντυπα και βιβλία, αναφερόμενα σε μια χρονική διάρκεια από την ομηρική εποχή μέχρι τη σημερινή, η συγγραφέας πασχίζει να φέρει στο φως και στη μνήμη, ανθρώπους, παραδόσεις, ήθη και έθιμα, αντιλήψεις και δεισιδαιμονίες, αγωνίες και προσδοκίες ενός τρόπου ζωής και ενός πολιτισμού που πέρασε στην ιστορία αλλά κατορθώνει με την παρούσα εργασία της – κι αυτό είναι το πολύ σημαντικό – να μετουσιώνει όλα αυτά σε γνώση και ήθος, όπλα ακριβά στην αρματωσιά μας και στην πορεία μας προς το αύριο. Ιδιαίτερα όπως βεβαιώνει η Παναγιώτα Λάμπρη – κι αυτό είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της εργασίας της – όταν οι καθημερινές δραστηριότητες και συνήθειες των ανθρώπων, τα ήθη και τα έθιμα, ο λαϊκός πολιτισμός στο σύνολό του δεν είναι κάτι καινούργιο και με μικρή ιστορία αλλά αποτελεί συνέχεια αιώνων που έρχεται από την αρχαία Ελλάδα∙ κι αυτό το ομολογεί ξεκάθαρα η συγγραφέας έτσι όπως το διαπίστωσε από την μακροχρόνια και αδιάλειπτη έρευνα της.
Πάντοτε υπήρξαν γοητευτικά τα ταξίδια σε τόπους όμορφους, ιστορικούς, πρωτοφανέρωτους, υπέροχα ελληνικούς. Τόποι που γνώρισαν ακμή, ξεχώρισαν, φιλοξένησαν ανθρώπους, γεγονότα, έσυραν το χορό στο διάβα του χρόνου, έδωσαν ζωή κι άνοιξαν δικιά τους σελίδα στο βιβλίο της Ιστορίας, άλλαξαν μορφή, εμφάνιση, κάποιες φορές και το όνομα τους. Όπως γοητευτικό είναι και το ταξίδι στην Νησίστα Νέας Ελλάδος, στη Ροδαυγή Άρτας.
Αλλά ποια είναι τα καλούδια που προσφέρει η συγγραφέας; Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο και ταξιδεύοντας στις 495 σελίδες του, πολλά είναι αυτά που καταγράφονται. Το ξεκίνημα γίνεται με την ιστορική αναδρομή στην κατοίκηση του χωριού και στην ονοματοδοσία του∙ εκεί όπου τα αρχαιολογικά δεδομένα φαίνεται να οδηγούν στην περίπτωση του αρχαίου «Αθήναιου». Εντύπωση προκαλεί η πιθανότητα εξήγησης που δίδεται από την αναφορά του Στέφανου Φίλου, πως το δίδυμο αρχαίο Αθήναιο, πολύ πιθανό να χτίστηκε από τους αρχαίους Αθαμάνες και Μολοσσούς που είχαν κληθεί από τον Αθηναίο πολιτικό Περικλή να χτίσουν τα καλλιμάρμαρα μνημεία των αρχαίων Αθηνών του 5ου π. Χ. αιώνος και μετά την ολοκλήρωση του έργου τους αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην γενέτειρά τους. Ήθελαν όμως με κάποιο τρόπο να κρατήσουν ζωντανή την παράδοση της δημιουργίας τους και έτσι κατέφυγαν σε μια συμβολική κίνηση αναδημιουργίας, αν μπορούμε να το πούμε έτσι. Μου αρέσει πολύ η εξήγηση που δίδεται και διασώζεται, και θα έλεγα πως θυμίζει αυτό που οι Ιταλοί σημειώνουν με έμφαση: Se non ‘e vero, ‘e bel trovato! Δηλαδή, κι αν δεν είναι αληθινό, είναι πολύ καλά επινοημένο! Το ταξείδι συνεχίζεται με το όνομα Νησίστα, την καταγωγή του ονόματος αυτού, τις περιπέτειες του τόπου στους απελευθερωτικούς αγώνες και την ενσωμάτωσή του στο νεώτερο ελληνικό κράτος με το ελληνικότατο, ωραίο και γοητευτικό όνομα Ροδαυγή.
Ακολουθεί το γλωσσικό ιδίωμα με χαρακτηριστικά παραδείγματα της ντοπιολαλιάς στο πέρασμα των χρόνων. Ποιος δεν συγκινείται σήμερα στο άκουσμα του γλωσσικού ιδιώματος του τόπου του με ό,τι αυτό κουβαλάει και σημαίνει. Ενδεικτικές είναι οι αναφορές του βιβλίου στη δομή και λειτουργία της τοπικής γλώσσας χωρίς να λείπουν τα παραδείγματα, από τα οποία μεταξύ των άλλων προκύπτει κι εδώ η ομοιότητα με τη συνήθεια των αρχαίων Ελλήνων να προσαγορεύονται με τρία ονόματα: το κύριο όνομα, το πατρώνυμο και ένα τρίτο χαρακτηριστικό της καταγωγής, του επαγγέλματος ή κάποιου άλλου προσωπικού στοιχείου∙ κι αυτό παραμένει και σήμερα, χαρακτηριστικό όλης της Ηπείρου. (Αιτωλός εγώ, άκουγα τον Ηπειρώτη δάσκαλό μου να μου φωνάζει: ω Γιάνν’, ή πήγαμαν και γυρίσαμαν! Κι έπρεπε αργότερα να παντρευτώ ηπειρώτισσα για να καταλάβω ότι ο Κολιομήτσιος είναι ο Νίκος του Μήτσου ή ο Γιαντούλας είναι ο Γιάννης ο άντρας της Τούλας.)
Ακολουθεί ενδιαφέρουσα περιδιάβαση στον κύκλο της οικογένειας που παρακολουθεί τον άνθρωπο σε όλες τις σημαντικές στιγμές της ζωής του από τη γέννηση και τη Βάπτιση μέχρι τον αρραβώνα, το γάμο και το κατευόδιο στον πέρα από τη ζωή κόσμο. Από τα γεννητούρια κοντά στο σπίτι και τις πολλές δεισιδαιμονίες της πρώτης βρεφικής ηλικίας μέχρι τη σαρμανίτσα και τον διακαή πόθο της απόκτησης αρσενικών παιδιών, στα Βαφτίσια με όλο το τελετουργικό, είτε στην εκκλησία, είτε στο σπίτι. Κι έπειτα προξενιά, αρραβώνας, γαμήλια τελετή με όλα όσα η παράδοση επιβάλλει. 15 ολόκληρες σελίδες για τα σχετικά του Γάμου και τα ολονύκτια γλέντια για κάθε περίπτωση∙ γλέντια κορυφαίας έκφρασης του κοινοτικού πνεύματος και συνάντησης του θείου και ανθρώπινου στοιχείου. Σαν εκείνο το αμίμητο που όλοι μας σιγοτραγουδήσαμε στη συντροφιά κάποιας τάβλας:
Σε τούτην τάβλα που ’μαστε, σε τούτο το τραπέζι
τον άγγελο φιλεύομε και το Χριστό κερνάμε
και την Παρθένα Δέσποινα τη διπλοπροσκυνάμε
να μας χαρίσει τα κλειδιά, κλειδιά του Παραδείσου
ν’ ανοίξω τον παράδεισο, ν’ ανοίξω να ’μπω μέσα
να δω τους πλούσιους πως περνούν και τους φτωχούς πως στέκουν.
Κι η ζωή να τραβάει την ανηφόρα και οι κάτοικοι να επιδίδονται στο δικό τους καθημερινό αγώνα. Και κάποτε έρχεται ο θάνατος κι η αυλαία πέφτει. Όλα όσα τον αφορούν, μαζί με τις δοξασίες και τα έθιμα, έτσι όπως τα έζησαν οι χωριανοί, περιγράφονται στο βιβλίο.
Βίος ανεόρταστος όμως μακρά οδός απανδόχευτος, έλεγαν οι πρόγονοί μας κι αυτό το είχαν κάνει βίωμα μέσα από τον ατέρμονα κύκλο των εορτών και τα έθιμά τους. Αυτόν τον κύκλο παρουσιάζει με ενάργεια η συγγραφέας δίνοντας και τον τόνο της καθημερινότητας των κατοίκων της Ροδαυγής που ήταν διαποτισμένη από το θρησκευτικό συναίσθημα και βίωμα επενδεδυμένο με τα τοπικά ήθη και έθιμα. Εορτές της κάθε εποχής του χρόνου και σε κάθε γωνιά της Ροδαυγής όπως, τη Δευτέρα της Λαμπρής και της Αναλήψεως στη Λάψαινα, την Κυριακή της Πεντηκοστής στη Φανερωμένη, του Αγίου Πνεύματος στην Αγία Τριάδα στο Σουμέσι, των αγίων Αναργύρων στον ομώνυμο ναό στο Περδικάρι, στις 6 Αυγούστου στο Σουμέσι, του αγίου Βησσαρίωνος στον Άμμο, στις 18 Δεκεμβρίου στον άγιο Μόδεστο στο Σουμέσι, την Τρίτη της Λαμπρής στον Αι-Νικόλα στο Περδικάρι και βέβαια στις 26 Ιουλίου, ανήμερα της Αγίας Παρασκευής στο κέντρο του χωριού, στην πλατεία, το ετήσιο αντάμωμα και παραδοσιακό πανηγύρι.
Η συνέχεια ανήκει στο καγκελάρι, ένα ιδιαίτερο χορευτικό δρώμενο που δημιούργησε και άφησε το δικό του ίχνος στον πολιτισμό των ανθρώπων του χωριού, διασκέδασε και ενέπνευσε τόσους και τόσους στο διάβα του χρόνου και εξακολουθεί να το κάνει ακόμα.
Για μπάτε αγόρια στο χορό, κορίτσια στα τραγούδια,
να δείτε και να μάθετε πως πιάνεται η αγάπη. Η παρουσία και η συμμετοχή όλων, όπως σημειώνει και η συγγραφέας, σηματοδοτεί τη συνέχεια και την παρουσία τους στο χρόνο.
Οι ασχολίες των κατοίκων, ένα άλλο πολύ σπουδαίο κεφάλαιο, σέρνει το χορό της αφήγησης με χαρακτηριστικές πινελιές της ζωής των κατοίκων είτε στη θαλπωρή του σπιτιού με την οικογένεια, είτε στην μυσταγωγία που χαρακτηρίζουν τα νυχτέρια τους, είτε στην αναμέτρησή τους με τη γη και όσα αυτή με τη σειρά της προσφέρει, μέσα από κάθε ενασχόληση γεωργική, κτηνοτροφική, βιοτεχνική, οικιακή και καλλιτεχνική. Ποιος άραγε δεν στέκεται με δέος μπροστά στο χωράφι που έδινε ζωή, στη στάνη επίσης, μπροστά σε έναν μύλο, σε έναν χωριάτικο φούρνο ή στον αργαλειό και το σκαφίδι με ό,τι το καθένα κουβαλάει και σημαίνει.
Η επόμενη παράμετρος έχει να κάνει με το ποτό της Ροδαυγής, το τσίπουρο. Αυτό, που συνόδευσε και συνοδεύει κάθε στιγμή και κάθε γεγονός, είτε χαράς, είτε λύπης. Η ιεροτελεστία της παραγωγής, της διακίνησης και κατανάλωσης του τσίπουρου ενέχει στοιχεία θρησκευτικής προσήλωσης σε όλα τα στάδια που αφορούν την σχέση των Ελλήνων με αυτό, επιτρέψτε μου την ξεχωριστή, ιερή σχέση θα έλεγα, των Ηπειρωτών με το τσίπουρο, και φυσικά των Ροδαυγιτών∙ δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά!
Ακολούθως τα «μνημεία» του έντεχνου προφορικού λόγου, έρχονται να ξεδιπλώσουν σελίδες δοξασμένης παράδοσης. Μέσα από ογδόντα ολόκληρες σελίδες με αινίγματα και εκατόν πενήντα ολόκληρα δημοτικά τραγούδια, οικογενειακά, παιδικά, λυρικά, επικά, κοινωνικά, αλλά και τα λογοπαίγνια και τις παραδόσεις-θρύλους. Ακολούθως οι παροιμίες. 1113, τόσες μέτρησα, παροιμίες πανελλήνιας εμβέλειας που κάποιες στιγμές βγήκαν από στόματα κατοίκων της Ροδαυγής και αποτελούν σωστό θησαυρό. Προλήψεις και δεισιδαιμονίες έρχονται να εκτεθούν με τη σειρά τους, καθοριστικό αλλά και καταλυτικό στοιχείο της καθημερινότητας των ανθρώπων της υπαίθρου, που έμαθαν να ζουν σε άμεση επαφή με τη γη και τα στοιχειά της! Και είναι πολύ χαρακτηριστική αλλά φαντάζει μακρινή σήμερα, η προτροπή: «Τρίτη και Παρασκευή τα νύχια να μην κόψεις, την Κυριακή να μη λουστείς, αν θέλεις να προκόψεις» ή πολύ επίκαιρη εκείνη που λέει: «Όποιος έχει φαγούρα στην αριστερή παλάμη, θα πάρει χρήματα, αν έχει στη δεξιά θα δώσει». Εμάς σήμερα, όλο η δεξιά παλάμη μας τρώει!
110 παιχνίδια έρχονται στη συνέχεια να θυμίσουν σε κάποιους τα παιδικά τους χρόνια και σε κάποιους άλλους να δείξουν τον τρόπο που οι παλιότεροι έπαιζαν και διασκέδαζαν, τότε που το παιχνίδι ήταν κοινωνικό γεγονός και όχι δεσμός του παιδιού με την ατομικότητά του! Η συνέχεια της καταπληκτικής αφήγησης ανήκει στη Λαϊκή Τέχνη, το βαρύ πυροβολικό και το πανεπιστήμιο κάθε μικρής κοινωνίας της ελληνικής περιφέρειας. Αρχιτεκτονική, κεντητική, υφαντική, λιθογλυπτική, ξυλογλυπτική και παραδοσιακή ενδυμασία ξεδιπλώνουν μπροστά μας τις αστείρευτες δημιουργικές ικανότητες των κατοίκων της Ροδαυγής σε χρόνια που δεν απέχουν πολύ από τα σημερινά, τότε που όλη η ζωή ήταν μια τέχνη και η καθημερινότητα με την αισθητική ήταν πολύ κοντά. Μικρά και μεγάλα αριστουργήματα από τα χέρια των κατοίκων, δημιουργήματα χρηστικής αξίας που όμως ταυτόχρονα ήταν και εξακολουθούν να είναι δείγματα υπέροχης και υψηλής αισθητικής. Η εξιστόρηση της συγγραφέως είναι και εδώ αποκαλυπτική και το όλο εγχείρημα συμπληρώνεται από αντίστοιχες φωτογραφίες. Η επιμελημένη ναοδομία, ο ντορβάς, τα στρωσίδια, η ρόκα, η βαρέλα, η γκλίτσα, οι φορεσιές αλλά και τα περίτεχνα σκαλιστά υπέρθυρα του ναού της αγίας Παρασκευής στις σελ. 425 και 426, είναι μερικά μόνο ενδεικτικά στοιχεία που μαρτυρούν του λόγου το αληθές. Η λαϊκή θεραπευτική, δίνει το δικό της τόνο στο βιβλίο διεκδικώντας το δικό της χώρο όπως ακριβώς και στη ζωή των ανθρώπων του παρελθόντος μέσα από ανάλογες μεθόδους και τεχνικές και η εξιστόρηση του λαϊκού πολιτισμού της Ροδαυγής κλείνει με μια τρυφερή αφήγηση του πατέρα της συγγραφέως, του μπάρμπα Παναγιώτη Λάμπρη, του Πάνο Βασίλη Μπακάλη. Ο τρόπος που έζησε τα γεγονότα και τα αφηγείται, η απλότητα και η αμεσότητα του λόγου του προσθέτουν μια γοητεία στο όλο εγχείρημα του βιβλίου. Ο τόμος ολοκληρώνεται με το γλωσσάρι, τον πίνακα εικόνων και την βιβλιογραφία.
Θα μπορούσε βεβαίως να ρωτήσει κάποιος. Η Παναγιώτα Λάμπρη φέρνει ένα βιβλίο για την τοπική κοινωνία τέλειο, χωρίς κενά και παραλείψεις; Θα έλεγα πως η τελειότητα βρίσκεται μακριά από τα ανθρώπινα, στο πλαίσιο των οποίων, οι ενδεχόμενες παραλείψεις είναι πολλές φορές αναπόφευκτες αφού σε μια τέτοια απόπειρα και τα ζητούμενα είναι πολλά, σχεδόν ατελείωτα και οι πηγές και τα στοιχεία από μαρτυρίες, δυσεύρετα. Σημασία έχει η καλή διάθεση και η ενδελεχής έρευνα, προσέγγιση και καταγραφή – κάτι που φαίνεται και αναδεικνύεται στην παρούσα εργασία. Είμαι σίγουρος πως σε μια δεύτερη επαυξημένη έκδοση, τα όποια ενδεχομένως κενά μπορούν να καλυφθούν από στοιχεία που η κυκλοφορία του βιβλίου δώσει την αφορμή να έρθουν στην επιφάνεια και να συζητηθούν και γιατί όχι, θα είναι ευτύχημα να αποτελέσουν όλα αυτά το έναυσμα να ακολουθήσουν κι άλλα βιβλία για την Ροδαυγή και την ευρύτερη περιοχή. Γεγονός είναι πως η συνεισφορά και η αξία της παρούσης εργασίας, όπως παρουσιάζεται, είναι αναμφισβήτητα πολύτιμη.
Η παρουσιαζόμενη σήμερα έκδοση, μεστή και καλαίσθητη, καταφέρνει - κράμα η ίδια νοσταλγίας, σεβασμού προς την ιστορία και αγάπης προς το πάτριο έδαφος, με ιστορικές πηγές, με σωστή αξιοποίηση και επιστημονική αντίληψη – να γεννάει ανάλογα συναισθήματα και να κατατάσσεται από τον ειδικό μελετητή στις πετυχημένες εκδοτικές προσπάθειες. Καταφέρνει έτσι και η συγγραφέας, να εγγράφεται στη μεγάλη χάρτα των δημιουργών και το έργο της να γίνεται κτήμα εσαεί. Σε κάθε περίπτωση αξίζουν πολλά συγχαρητήρια στην Παναγιώτα Λάμπρη που τόλμησε και μόχθησε γι’ αυτό το κατόρθωμα, όπως αξίζουν συγχαρητήρια και σε όλους εκείνους που πρωτίστως με μαρτυρίες, προφορικές ή γραπτές, σπάνιο υλικό αλλά και με κάθε άλλο τρόπο από κάθε πόστο, συνέβαλαν στη δημιουργία του. Θα έλεγα ασμένως και αβίαστα, πως αξίζει το βιβλίο αυτό να αγαπηθεί και να διαδοθεί γι’ αυτό που είναι, έτσι όπως είναι και να φτάσει στα χέρια κάθε Ροδαυγίτη αλλά και φίλου της Ροδαυγής και της ελληνικής παράδοσης.
Κλείνοντας, θέλω να πω πως από την περυσινή χρονιά που ολοκληρώθηκε αυτή η σπουδαία προσπάθεια, η Ροδαυγή, «το ρόδο της αυγής», με ό,τι η ίδια εμπεριέχει και ακτινοβολεί, πέρα από τη θέση της στον γεωγραφικό και όποιον άλλο χάρτη, πέρα από τις καρδιές των ανθρώπων της, αποκτά τη δική της ξεχωριστή θέση και στα σπίτια, τις βιβλιοθήκες, και τα πανεπιστήμια, στην επίσημη βιβλιογραφία αλλά και στα χέρια όποιου το επιθυμεί και δεν έχω καμιά αμφιβολία στα χέρια όλων μας.
Αγαπητοί φίλοι,
Η Ροδαυγή Άρτας, υπάρχει στον χώρο και στον χρόνο αιώνες τώρα και θα συνεχίσει να υπάρχει στη ζωή, στη ζωή όλων μας. Με την έρευνα, την καταγραφή και συγγραφή της Παναγιώτας Λάμπρη, με την εξέχουσα συνεισφορά της, θα υπάρχει και θα διαιωνίζεται και στον παρόντα τόμο, για να ταξιδεύει στο χρόνο, φωτίζοντας σαν μια άλλη ανατολή, τον τόπο. Φωτίζοντας τη Ροδαυγή Άρτας.
Καλοτάξιδο το βιβλίο!
Ιωάννης Παπασημάκης