

|
|
|
|
|
|
Κριτική για «Ροδαυγή - Το ρόδο της αυγής»
Από τον Παναγιώτη Κουμπούρα, φιλόλογο
Πανηπειρωτική Αδελφότητα Αιγιαλείας, 23-11-2008
Κυρίες και κύριοι,
φίλες και φίλοι Ηπειρώτες και φίλοι της Ηπείρου,
με ξεχωριστή χαρά παρουσιάζουμε απόψε στην αίθουσα της Πανηπειρωτικής Αδελφότητας Αιγιαλείας το βιβλίο της Παναγιώτας Π. Λάμπρη: Ροδαυγή «Το ρόδο της Αυγής», Η κοινωνική και πνευματική παράδοση της Ροδαυγής και οι αρχαιοελληνικές της ρίζες.
Στις περίπου 500 σελίδες του καλαίσθητου βιβλίου της η συγγραφέας απαθανατίζει με γλαφυρό και ερευνητικό συνάμα ύφος και ήθος την ιστορία, τον τρόπο ζωής των κατοίκων, τις παραδόσεις, τις γιορτές, τη λαϊκή τέχνη και όλα γενικά τα ήθη και έθιμα του χωριού της Ροδαυγή Άρτας.
Το λυρικό όνομα του Ηπειρώτικου αυτού χωριού αναδεικνύεται παραστατικά και από την πανέμορφη ανατολή στη Ροδαυγή, που απεικονίζεται στο εξώφυλλο του βιβλίου.
Η φιλόλογος συγγραφέας Παναγιώτα Λάμπρη, σαν γνήσια σεμνή Ηπειρώτισσα, αφιερώνει το πολύμοχθο ερευνητικό πόνημά της στη μνήμη της μητέρας της Αναστασίας Δ. Οικονόμου – Λάμπρη και στον πατέρα της Παναγιώτη Π. Λάμπρη.
Όνειρο του πατέρα της, τελειόφοιτου του Δημοτικού, ήταν να γράψει την ιστορία του χωριού του. στο τελευταίο και σημαντικότατο μέρος του βιβλίου, με τίτλο «Ιστορίες» ζωής από το παρελθόν, η συγγραφέας παραθέτει αυτούσιο το κείμενο του πατέρα της. Απ’ αυτό αξίζει ν’ ακούσουμε και να μάθουμε για τη Νησίστα νέας Ελλάδος, τη σημερινή Ροδαυγή.
Ανάγνωση: κείμενο (1), σ. 480, «Τώρα θα γράψουμε λίγα πράγματα…τέλος».
Διαβάζει: Σόγιας Αντώνης
Η Παναγιώτα Λάμπρη στον Πρόλογο του βιβλίου της θέτει ως προμετωπίδα δύο αποφθέγματα του Ευριπίδη: «τί γάρ πατρῲας ἀνδρί φίλτερον χθονός;» «τι είναι για τον άνθρωπο προσφιλέστερο απ’ την πατρίδα;» και «μακάριος ὅστις εὐτυχῶν οἴκοι μένει» καλότυχος είναι όποιος όντας ευτυχισμένος ζει στην πατρίδα». Και τα δύο αποτυπώνουν με ενάργεια και βάθος την αγάπη της συγγραφέως – όπως και κάθε Ηπειρώτη – για τον τόπο του. Αυτή η αγάπη είναι το μοναδικό κίνητρο που την ώθησε να αφιερωθεί στο σπουδαίο έργο της αναζήτησης, συγκέντρωσης και καταγραφής του πλούσιου ιστορικού και λαογραφικού υλικού για το χωριό της.
Γράφει: «Το χωριό μου το έχω στην καρδιά μου, όπως ίσως ο καθένας έχει την ιδιαίτερη πατρίδα του, αλλά για μένα το χωριό μου δεν είναι μόνο αυτό. Είναι όλα όσα έζησα και ζω κάθε φορά που βρίσκομαι εκεί. Τα πρώτα μου βήματα, τα πρώτα μου παιχνίδια, τα πρώτα μου γράμματα. Οι γονείς μου, οι φίλοι μου, οι συγχωριανοί μου. Τα ήθη και τα έθιμα που βίωσα από παιδί και μ’ έμαθαν να σέβομαι το παρελθόν και την ιστορία του τόπου μου. Είναι το εξαιρετικό φυσικό περιβάλλον που μ’ έκανε ν’ αγαπώ όλες τις εποχές του χρόνου, τον ήλιο και το φως. Ένα σύνολο πραγμάτων που δε θα τα άλλαζα με πολλά υλικά αγαθά. Είναι ένας πλούτος εσωτερικός που μόνο όποιος τον βιώνει μπορεί να τον αντιληφθεί. Όλα αυτά και πολλά άλλα που δεν μπορούν να εκφραστούν με λόγια με παρακίνησαν να παρουσιάσω στους συγχωριανούς μου, αλλά και στο ευρύτερο κοινό τη Ροδαυγή μέσα από τα πολιτιστικά αγαθά που δημιούργησαν οι κάτοικοί της».
Στην ιστορική αναδρομή της της Ροδαυγής, η οποία ανάγεται στο Αθήναιον της αρχαίας Αθαμανίας, η συγγραφέας αναφέρει και τα εξής: «Πότε έγινε η μετοικεσία των κατοίκων από τη θέση Αγία Παρασκευή στη θέση που βρίσκεται το χωριό σήμερα, δεν είναι γνωστό. Πάντως η υπάρχουσα παράδοση απηχεί την ανάμνηση κάποιας μεγάλης φυσικής καταστροφής που ανάγκασε τους κατοίκους να μετοικήσουν. Μια ανασκαφή στην περιοχή θα μας έδινε σίγουρα πιο βέβαιες πληροφορίες. Μέχρι να γίνει αυτή, είμαστε υποχρεωμένοι εκ των πραγμάτων να αρκεστούμε στις ανωτέρω διαπιστώσεις. Το μόνο που μπορεί να θεωρείται βέβαιο, αν και με όχι σαφή χρονολογικά όρια, είναι πως η περιοχή κατοικείται από πολύ παλιά και οι κάτοικοί της συμμετείχαν στο ιστορικό γίγνεσθαι της ευρύτερης περιοχής της Ηπείρου».
Η παράδοση – θρύλος που συνδέεται με την προστάτρια της Νησίστας Αγία Παρασκευή μιλά για την απαλλαγή του χωριού από το δράκο. Αξίζει να την ακούσουμε:
Ανάγνωση: Κείμενο (2), σ. 269
Διαβάζει: Παππά Χριστίνα
Στο πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής, που διαρκεί δύο μέρες, 26 και 27 Ιουλίου, τη δεύτερη μέρα χορεύουν όλοι μαζί ντόπιοι και ξένοι το περίφημο καγκελάρι, που είναι παραδοσιακός χορός, που χορεύεται στη Ροδαυγή επίσης και την Τρίτη της Λαμπρής.
Η συγγραφέας αναφέρει για το καγκελάρι: «Ως χορός αποτελεί σημαντικό γεγονός όχι μόνο για τους Ροδαυγιώτες, αλλά για όλους τους πανηγυριώτες. Μόλις ο ήλιος δύσει και τελειώσει ο εσπερινός, ο κόσμος συγκεντρώνεται στην πλατεία του χωριού και είναι έτοιμος είτε ως χορευτής είτε ως θεατής να συμμετάσχει σ’ αυτό που θα συντελεστεί. Πολλοί, ιδιαίτερα γεροντότεροι, κάθονται στα πεζούλια του ναού της αγίας Παρασκευής απ’ όπου παρακολουθούν το χορό σε όλο του το μεγαλείο. Το χορό τον ξεκινά ο ιερέας του χωριού με τον πρόεδρο (μπαϊρακτάρη) και άλλους ηλικιωμένους ή μεσήλικες. Μέχρι να μπουν στο χορό, όσο γίνεται περισσότερα άτομα, αυτοί τραγουδούν διάφορα τραγούδια και χορεύουν σε αργό ρυθμό».
Ν’ ακούσουμε ένα από τα τραγούδια.
Κείμενο: «Της Ζερβοπούλας», σ. 113
Απαγγελία: Παππά Χριστίνα
Και συνεχίζει η συγγραφέας για το καγκελάρι: «Στην εξέλιξη του χορού δημιουργούνται καγκελίσματα, δηλαδή οι χορευτές χορεύουν κάνοντας δίπλες και έτσι άλλοι έρχονται αντικριστά ο ένας στον άλλον και άλλοι πλάτη με πλάτη. Έτσι στο διπλοκάγκελο διπλώνει η γραμμή των χορευτών, στο τριτοκάγκελο τριπλώνει και ούτω καθεξής. Στο σταυροκάγκελο δυο άντρες του μέρους που δεν έκανε καγκελίσματα, σχηματίζουν καμάρα με τα χέρια τους και από κάτω περνούν όλοι οι χορευτές που είχαν σχηματίσει δίπλες με τα καγκελίσματα και προχωρούν στην κανονική τάξη του χορού, ενώ οι υπόλοιποι μένουν ακίνητοι μέχρι να ξαναγίνει ο χορός όπως ήταν, οπότε και συνεχίζουν να χορεύουν. Η χρονική στιγμή που γίνονται τα καγκελίσματα, ήταν η κατάλληλη στιγμή για τις συνεννοήσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω, γιατί τότε οι χορευτές λόγω της θέσης τους στο χορό, μπορούσαν να πουν ό,τι ήθελαν χωρίς να τους υποπτευθεί κανένας».
Κείμενο: «Καγκελάρι», σ. 117
Απαγγελία: Σόγιας Αντώνης
Χορεύουν φίλες και φίλοι, οι Ηπειρώτες και τραγουδούν. Το τραγούδι είναι η ίδια η ψυχή του Ηπειρώτη. Η Παναγιώτα Λάμπρη μας διασώζει με το βιβλίο της τον ανεκτίμητης αξίας και μοναδικής ωραιότητας πολιτισμικό θησαυρό των δημοτικών μας τραγουδιών. Τα ταξινομεί σε κατηγορίες: επικά, λυρικά, οικογενειακά, θρησκευτικά, εποχικά, κοινωνικά, γνωμικά, παιδικά.
Ας απολαύσουμε τρία λυρικά δημοτικά τραγούδια της Ηπείρου:
Κείμενα: «Απόψε δεν κοιμήθηκα», σ. 179, απαγγέλει: Παππά Χριστίνα
«Σ’ αφήνω την καλονυχτιά, σ. 177, απαγγέλει: Σόγιας Αντώνης
«Η φεγγαροπρόσωπη», σ. 182, απαγγέλει: Σόγιας Αντώνης
Πανηγύρι αλλά και κάθε άλλη εκδήλωση στο χωριό δεν νοείται χωρίς το ποτό της Ροδαυγής, το τσίπουρο. Ακούμε ένα μικρό απόσπασμα:
Κείμενο: σ. 148, «Το τσίπουρο ή η ρακή … ως γιατρικό».
Διαβάζει: Σόγιας Αντώνης
Εκείνο που πρέπει, φίλες και φίλοι, ιδιαίτερα να τονισθεί για το βιβλίο της Παναγιώτας Λάμπρη είναι η επισταμένη μελέτη και διεξοδική έρευνα που ακολουθεί η φιλόλογος συγγραφέας σε κάθε θέμα, σε κάθε πτυχή, σε κάθε σελίδα του λαογραφικού υλικού, που μας παρουσιάζει.
Η βιβλιογραφία της εκτείνεται στα βάθη της Ελληνικής αρχαιότητας, όπου μέσα από την τεκμηρίωση του Ομήρου, του Ησιόδου, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Αισχύλου, του Θουκυδίδη, του Παυσανία, του Πολύβιου, του Πολυδεύκη, του Απολλόδωρου, του Θεόφραστου, του Στράβωνα και πολλών άλλων αναδεικνύει τις αρχαιοελληνικές ρίζες της Ηπειρώτικης παράδοσης της Ροδαυγής σε όλους τους τομείς: στο Γλωσσικό ιδίωμα, στη δομή της οικογένειας, στον κύκλο της ζωής (γέννηση – γάμος- θάνατος), στα έθιμα των εορτών, στις ασχολίες των κατοίκων, στα μνημεία έντεχνου προφορικού λόγου, στις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες, στα παιχνίδια, στη λαϊκή τέχνη και θεραπευτική.
Δεν σταματά όμως στην αρχαιότητα. Προσδίδει διαχρονικότητα και πανανθρώπινη διάσταση στα ήθη στα έθιμα της Ροδαυγής αξιοποιώντας σπουδαία νεοελληνικά λογοτεχνικά έργα, όπως η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη ή ο Ζητιάνος του Καρκαβίτσα.
Η προσπάθεια της φιλολόγου συγγραφέως Παναγιώτας Λάμπρη δεν περιορίζεται στο να χαρίσει στους συγχωριανούς της συγκεντρωμένες σ’ ένα βιβλίο τις λαογραφικές συνήθειες της Ροδαυγής. το έργο της είναι κατάθεση πνευματικού μόχθου, είναι έργο ψυχής και ζωής για την ίδια τη ζωή του Έλληνα, του Ηπειρώτη, του ανθρώπου της παράδοσης και του γνήσιου πολιτισμού.
Το τοπικό στοιχείο φωτίζεται ολόπλευρα και ενώνεται διαλεκτικά και αρμονικά με την ολότητα της μητέρας παράδοσης με τη βοήθεια και εγκυρότητα και κορυφαίων επιστημόνων όπως ο Νικόλαος Πολίτης, ο Γεώργιος Μέγας, ο Δημήτρης Λουκάτος, ο Ιωάννης Κακριδής, ο Παναγής Λεκατσάς, ο Μιχάλης Μερακλής και πολλοί άλλοι.
Ευχή και επιθυμία όλων μας προς τη φιλόλογο συγγραφέα Παναγιώτα Λάμπρη, που υπήρξε ιδρυτικό μέλος και μέλος του προεδρείου του Συνδέσμου Φιλολόγων Αιγιαλείας και Καλαβρύτων είναι να αποστέλλει συνεχώς προς δημοσίευση στο περιοδικό του Συνδέσμου «Δοκεῖ μοι» κεφάλαια του βιβλίου της, για να αποτελούν άριστη μελέτη και του ανθρώπινου χαρακτήρα, αλλά και της ψυχοσύνθεσης και νοοτροπίας του λαού μας ανά τους αιώνες.
Σήμερα ξέρουμε όλοι στο θέμα της παράδοσης πηγαίνουμε «από το κακό στο χειρότερο» παραβάλλοντας την αρχαιοελληνική παροιμία: «τόν καπνόν φεύγων εἰς τό πῦρ ἐνέπεσον» (προσπαθώντας ν’ αποφύγω τον καπνό έπεσα στη φωτιά). Σ’ αυτή την άσχημη κατάσταση το βιβλίο της Παναγιώτας έρχεται σαν το Ροδαυγίτικο αίνιγμα για τα γράμματα και το χαρτί: «Άσπρος κάμπος μαύρα γίδια». Γράμματα και νοήματα αυθεντικού λαϊκού πολιτισμού στον άγραφο χάρτη της αγνής και άδολης Ηπειρώτικης ψυχής είναι όλα όσα η συγγραφέας μας διασώζει και τα κληροδοτεί στις ερχόμενες γενιές για την ιστορία του αγαπημένου της τόπου.
Ν’ ακούσουμε δύο αποσπάσματα από διαφορετικά κεφάλαια του βιβλίου, το ένα για τα ονόματα των κατοίκων και το άλλο για το επάγγελμα του παππού της Παναγιώτας που ήταν μπακάλης.
Κείμενο: σ. 24, «Αξίζει να σημειωθεί … Αλιμούσιος).
σ. 136, «Το μπακάλικο… γράφουσα»
Διαβάζει: Παππά Χριστίνα
Και από το κεφάλαιο για τις Προλήψεις και δεισιδαιμονίες να μάθουμε πώς διάβαζαν τη φύση οι λαϊκοί μετεωρολόγοι της προ ΕΜΥ εποχής.
Κείμενο: σ. 239, «Η ζωή των ανθρώπων … θα συνεχίσει η βροχή»
Διαβάζει: Παππά Χριστίνα
Σημαντικότατη λειτουργία μέσα στο βιβλίο επιτελούν οι 100 εικόνες, που το ζωντανεύουν. Και οι 100 εντάσσονται αρμονικά στην όλη ερευνητική ματιά της συγγραφέως και μάλιστα αρκετές φωτογραφίες, όπως η ανατολή του ήλιου στη Ροδαυγή, η άποψη με τα σπίτια και τις πλαγιές του χωριού και άλλες ανήκουν στην ίδια την Παναγιώτα. Συγκινεί ιδιαίτερα τον καθένα μας να βλέπει παλιές οικογενειακές φωτογραφίες. Μπροστά στα μάτια της ψυχής ζωντανεύει ολόκληρο παρελθόν με τις πίκρες, τις αγωνίες, τις χαρές και τα γλέντια των ανθρώπων να σου μιλούν σαν να είναι δίπλα σου.
Στο βιβλίο της Παναγιώτας Λάμπρη οι εικόνες δεν είναι μόνον μνήμη είναι και λόγος. Λόγος διδακτικός για το παρόν και για το μέλλον. Το τμήμα των σωζώμενων τειχών της αρχαιότητας στέκει ακόμη… η οικογένεια με τις τρεις γενιές περήφανη, αντικρίζει ακόμη το φακό της ιστορίας. Φωτογραφίες με παιδιά, Θε μου, υπάρχει καλύτερο βάλσαμο ελπίδας από τις φωτογραφίες με παιδιά;…
Στο κατώφλι της ζωής η Ηπειρώτισσα μάνα και γιαγιά με το μαύρο πέπλο της καρτερίας στέκει εκεί και απαντέχει… αναμνηστικές φωτογραφίες από γάμους και χορούς, το φυσικό περιβάλλον σε κάθε εποχή του έτους, οι ασχολίες των κατοίκων, ο νερόμυλος, η απόσταξη του τσίπουρου, λαϊκοί οργανοπαίκτες, τα παιχνίδια, οι τοιχογραφίες και τα ξυλόγλυπτα ναών, τα σπίτια, τα υφαντά, τα σκεύη, οι λαϊκές οι φορεσιές, όλα ζωντανεμένα χορεύουν και τραγουδούν ακόμη στην ψυχή του Ηπειρώτη.
Ν’ ακούσουμε δύο αποσπάσματα για την εστιακή δομή του Ηπειρώτικου πολιτισμού, που θεμελιώνει πρώτα τη σκέπη τ’ ουρανού, τον οίκο του θεού, τις εκκλησιές και τους ναούς και ρίχνει έπειτα το ριζιμιό λιθάρι για την οικία του ανθρώπου, το σπίτι το πατρικό, την κοιτίδα του Ηπειρώτη.
Κείμενο: σ. 294, «Ο πιο απλός τύπος σπιτιού … σανίδες»
Διαβάζει: Σόγιας Αντώνης
20 κείμενο;;;;
Το γλωσσικό ιδίωμα της Ηπείρου είναι το καμάρι της. Ο Ευριπίδης γράφει: «πέρας γάρ οὐδέν μή διά γλώσσης ἰόν» (η δουλειά για να γίνει απ’ τη γλώσσα περνάει).
Στο βιβλίο το αλφαβητικό γλωσσάρι είναι απαραίτητο για τον αναγνώστη της εποχής μας. το γκιζερώ και το χαλεύω, η κουσή και το σκουτί έπαψαν να είναι γνωστά όχι μόνον στους νέους, αλλά και σε πολλούς μεγαλύτερους. Σαν χαρακτηριστική άσκηση πήρα κάποιες λέξεις από το γλωσσάρι και καθώς οι Γιαννιώτες πάντα πειράζανε τους Αρτινούς με το Άρτα είπα σ’ λιέου συνέθεσα πρόχειρα μια περίοδο λόγου: τσιαπού να γκιζερήσουν και τσιαπού να τον χαλέψουν κειον το μαχαλιώτη με τα’ αφόρ’γο το σκουτί, οπού φαε ούλη τ’ μπατσάρα, τ’ μπουκουβάλα κι τσ’ πυρομάδες… κουσή – κουσή πάησαν κι τουν μάσαν απαχπάν απ’ του κακάβι.
Από τα λογοπαίγνια που αναφέρονται στο βιβλίο ξεχωρίζω ενδεικτικά τρία:
-Άψ’το; (άψητο) –Χάψ’το! (χάψε το) – Ψ’μένο; (ψημένο) – Πάει χαμένο!
Ο νάχας κι ο τάχας ήταν αδέλφια (λεγόταν σε κάποιον, όταν για να δικαιολογηθεί για κάτι έλεγε: «Αν είχα κάνει αυτί ή το άλλο θα τα είχα καταφέρει ή να ’χα αυτό ή το άλλο θα… κλπ.», και το τρίτο – χωρίς πολιτικό σχόλιο: -Ξέρεις να κλέψεις; -Ξέρω. –Ξέρεις να κυβερνήσεις; -Όχι. -Τότε δεν ξέρεις τίποτα!
Πόσα συναισθήματα, αλλά και πόσα στοιχεία πολιτισμού δεν κρύβουν τα λαχνίσματα και τα παιχνίδια των Ηπειρωτόπουλων. Στο βιβλίο περιγράφεται αναλυτικά όλος αυτός ο πλούτος εφευρετικότητας και δημιουργικής κοινωνικότητας του ανθρώπου – παιδιού. Αν τολμούσαμε να τον παραβάλουμε με το τι θεωρείται σήμερα παιχνίδι, όχι μόνο θα τρομάζαμε αλλά και θα οργιζόμαστε. Ακούμε δύο αποσπάσματα για το παιχνίδι του πετροπόλεμου και για τις βολές στο νερό με πετραδάκια.
Κείμενο: σ. 257, 258
Διαβάζει: Παππά Χριστίνα
Ο λαογραφικός θησαυρός της Ηπείρου είναι ανεξάντλητος. Τα έθιμα του κύκλου της ζωής και των εορτών ευτυχώς σιγοκαίει ακόμη στη θυμέλη της Ηπειρώτικης ψυχής και στην εστία της οικογένειας. Το αισιόδοξο είναι ότι το ήθος του Ηπειρώτη αντιστέκεται σθεναρά απέναντι στην ισοπέδωση και στη φθορά των σύγχρονων καιρών. Δείκτης πολιτισμού ήταν και είναι πάντα η θέση των γερόντων. Γράφει η συγγραφέας: «Οι γέροντες γονείς με χαρά συμμετείχαν στην ανατροφή των εγγονών τους, και μεγάλη τους χαρά ήταν, όταν δίνονταν στα εγγόνια το όνομά τους και ήταν ευτυχία γι’ αυτούς να συμβιώνουν μέχρι τα βαθιά γεράματα με τα παιδιά τους, να τα βλέπουν να προκόβουν και να απολαμβάνουν το σεβασμό της μικρής κοινωνίας του χωριού».
Η θυμοσοφία του Ηπειρώτη για τον θάνατο μαρτυρεί και τη διαρκή αναζωογόνησή του στο πέρασμα των χρόνων. Μοιρολογεί αλλά δεν είναι μοιρολάτρης. Πονά ανθρώπινα μα πιότερο συμπονά κοινωνικά. Μετά από κάθε δύση μια νέα αυγή, ένα καινούργιο ξύπνημα ζωής λογιάζεται.
Ακούμε το κοινωνικό δημοτικό τραγούδι «Ποιος πλούσιος δεν απέθανε», αφού θυμηθούμε και μια παροιμία του λαού μας: «Είστε φτωχοί περήφανοι και πλούσιοι προδότες» κι αμέσως μετά το λυρικό δημοτικό τραγούδι «Στον Άδη θα κατέβω».
Κείμενο: σ. 185, σ. 180
Απαγγέλουν: Σόγιας, Παππά
Φίλες και φίλοι.
Επίλογος στην παρουσίαση ενός βιβλίου, που η θεματική του ροή συνέχει αδιάλειπτα τον ιστορικό χρόνο από το παρελθόν μέχρι το μέλλον δύσκολο να βρεθεί. Σύμβολα ισχυρά επισημαίνω μόνον που συγκροτούν και συγκρατούν αυτή την αέναη πορεία. Δύο τέτοια τελικά σύμβολα για τον Ηπειρώτη άνθρωπο είναι ο αληθινός έρωτας και ο πόνος. Ο έρωτας για τον τόπο του, για τη ζωή του, για την προκοπή του, όπως τον εκφράζουν τα όμορφα και σοφά λαϊκά δίστιχα των τραγουδιών μας. Ο ήλιος βασιλεύει κι η μέρα σώνεται κι ο νους μ’ απ’ την αγάπη δε συμμαζώνεται. Βασιλικός θα γίνω στα παραθύρια σου, για να γλυκοφιλήσω τα μαύρα φρύδια σου. Το φεγγάρι κάνει βόλτα στης αγάπης μου την πόρτα. Το φεγγάρι κάνει κύκλο στης αγάπης μου τον κήπο.
Και ο πόνος, όπως τον εκφράζει η πίκρα της ξενιτιάς. Ταυτόσημος με την Ήπειρο ο καημός της ξενιτιάς είναι ταυτόχρονα και καταφύγιο και πηγή ενδυνάμωσή της. Είχε πει ο Ευριπίδης: «καλότυχος όποιος όντας ευτυχισμένος ζει στην πατρίδα». ο Ηπειρώτης κατάφερε αυτή την καλοτυχία, γιατί όπου βρεθεί σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης ζει στην πατρίδα, γιατί στην φέρει, την κουβαλά άγρυπνα μέσα στην καρδιά του, σε όλα του κύτταρα, στα μύχια της ψυχής, σέρνει μαζί της το χορό και το τραγούδι της ζήσης του.
Τελειώνω με λίγους στίχους τραγουδιστά από το τραγούδι της ξενιτιάς «Μαύρα μου χελιδόνια … να μη με καρτερεί», (σ. 165).
Το φεγγάρι κάνει βόλτα στης αγάπης μου την πόρτα.
Το φεγγάρι κάνει κύκλο στης αγάπης μου τον κήπο.
Ευχαριστώ από καρδιάς τη φιλόλογο συγγραφέα Παναγιώτα Λάμπρη, όπως την ευχαριστεί και η Πανηπειρωτική Αδελφότητα Αιγιαλείας και κάθε άνθρωπος της παράδοσης και του πολιτισμού, γιατί με το βιβλίο της μας προσφέρει πολύτιμο δώρο ψυχής, ένα ταξίδι με τα φτερά της θύμησης, που μας πάει μπροστά και μας ανορθώνει λίγο ψηλότερα από τα μίζερα και τετριμμένα του καθημερινού μας βίου.
Σ’ ευχαριστούμε Παναγιώτα και να είσαι πάντα καλά.
Αίγιο 23-11-2008
Παναγιώτης Κουμπούρας