

|
|
|
|
|
|
Κριτική για «Ροδαυγή - Το ρόδο της αυγής»
Από τον Δημήτρη Χρ. Βλαχοπάνο, λογοτέχνη
Δημοσιεύτηκε: «Η ΠΡΩΙΝΗ» της Άρτας, 5-9-2006, «Ηπειρωτικοί Αντίλαλοι», Ιούλ. - Σεπτ. 2006, τ. 83, έκδ. του Πανηπειρωτικού Συλλόγου Πάτρας, «Άπειρος χώρα», Ιανουάριος 2007, τ. 84, «Η ΡΟΔΑΥΓΗ», Ιούλ. - Σεπτ. 2006, αρ. φύλλου 104, εκδ. της Αδελφότητας Ροδαυγής Άρτας
Ευτύχησε η Ροδαυγή να περπατήσουν στα χώματά της και στους στενούς δρόμους της πνευματικοί άνθρωποι που νιώθουν γι’ αυτήν έναν βαθύ σεβασμό και μιαν απέραντη αγάπη. Κι ευτύχησε ακόμη περισσότερο που κάποιοι απ’ τους ανθρώπους αυτούς μοιάζουν να ’ναι δεμένοι μαζί της μ’ έναν ιδιότυπο έρωτα, που δεν τους αφήνει να ησυχάσουν και ν’ αναπαυτούν βυθισμένοι και ξεχασμένοι στα τετριμμένα και στα καθημερινά μικροπροβλήματα της ζωής. Και κρατούν στις βαθιές χαράδρες, τις πλαγιές και τις κορφές της ψυχής τους την ιστορία και τη ζωή του χωριού τους, με όλες τις εκφράσεις της και τις εκδηλώσεις της, ως μια προσωπική τους υπόθεση, που αισθάνονται, ωστόσο, διαρκώς την ανάγκη να τη μεταδώσουν καθώς της αξίζει και στους άλλους.
Η φιλόλογος Παναγιώτα Π. Λάμπρη ανήκει στην κατηγορία αυτών των ανθρώπων οι οποίοι αφιερώνουν το πιο πολύτιμο μέρος της ψυχής τους και της ζωής τους μπαίνοντας στον όμορφο εκείνον αγώνα που ψιθυρίζει βαθιά μέσα τους πως, αν δεν περισώσουμε σήμερα ό,τι ροκανίζει ο χρόνος και καταβροχθίζει η λήθη, αύριο θα ’ναι αργά πια και κάποιοι από εμάς θα κληθούν να δώσουν λόγο στην ιστορία του μέλλοντος. Έχοντας βαθιά συνείδηση του ρόλου της ως πνευματικού ανθρώπου και της άρρηκτης σχέσης που τη συνδέει με τους βαθύτερους χτύπους της συλλογικής ψυχής του χωριού της και της υπαίθρου συνολικότερα, ξεκινά από νωρίς τη συγκέντρωση και την ταξινόμηση ενός απέραντου ιστορικού και λαογραφικού υλικού, που έπρεπε κάποια στιγμή να δει το φως της δημοσιότητας και, φεύγοντας πια απ’ τα δικά της χέρια, να περάσει στα χέρια όχι μόνο των συγχωριανών και των φίλων της, αλλά και κάθε ανήσυχου ανθρώπου που τον συγκινούν και τον ενδιαφέρουν οι πίνακες της καθημερινής ζωής των προγόνων – των μακρινών και των κοντινών.
Από την αίσθηση αυτή κι απ’ αυτή τη στάση ζωής τυπώνεται το βιβλίο «ΡΟΔΑΥΓΗ «Το Ρόδο της Αυγής» – Η κοινωνική και πνευματική παράδοση της Ροδαυγής και οι αρχαιοελληνικές της ρίζες», που αφιερώνεται από τη συγγραφέα στη μνήμη της μητέρα της Αναστασίας Δ. Οικονόμου – Λάμπρη και στον πατέρα της Παναγιώτη Β. Λάμπρη, οι οποίοι, καθώς σημειώνει και η ίδια, ως φορείς ενός γνήσιου λαϊκού πολιτισμού, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ετοιμασία της εργασίας αυτής. Αλλά τούτη η καταγραφή της Παναγιώτας Π. Λάμπρη δεν ξεκινά, βέβαια, από την αίσθηση αυτή. Ούτε κι από κάποιο χρέος απέναντι στην πρώτη γη και την πρώτη πατρίδα. Ξεκινάει από την αγάπη της για το γενέθλιο τόπο κι απ’ την ανάγκη που από παλιά κατοίκησε μέσα της και δεν έπαυε να της θυμίζει πως πρέπει μια μέρα να παραδώσει σ’ αυτόν ό,τι πολύτιμο έχει αποθηκεύσει στης ψυχής της τ’ αμπάρια.
Έχουν, λοιπόν, μια ιδιαίτερη σημασία και αξία τα λιτά λόγια που περιλαμβάνει στον πρόλογο του βιβλίου της η συγγραφέας και αποκαλύπτουν απ’ την αρχή της κοπιαστικής εργασίας της την αληθινή δύναμη που την ώθησε να καταπιαστεί με την ιστορία της Ροδαυγής. «Μια μεγάλη αγάπη μ’ έκανε κι εμένα να εκφραστώ με το παρόν πόνημα, η αγάπη για τον τόπο που γεννήθηκα… Το χωριό μου το έχω στην καρδιά μου, όπως ίσως ο καθένας έχει την ιδιαίτερη πατρίδα του, αλλά για μένα το χωριό μου δεν είναι μόνο αυτό. Είναι όλα όσα έζησα και ζω κάθε φορά που βρίσκομαι εκεί. Τα πρώτα μου βήματα, τα πρώτα μου παιχνίδια, τα πρώτα μου γράμματα. Οι γονείς μου, οι φίλοι μου, οι συγχωριανοί μου. Τα ήθη και τα έθιμα που βίωσα από παιδί και μ’ έμαθαν να σέβομαι το παρελθόν και την ιστορία του τόπου μου. Είναι το εξαιρετικό φυσικό περιβάλλον που μ’ έκανε ν’ αγαπώ όλες τις εποχές του χρόνου, τον ήλιο και το φως. Ένα σύνολο πραγμάτων που δε θα το άλλαζα με πολλά υλικά αγαθά. Είναι ένας πλούτος εσωτερικός που μόνο όποιος τον βιώνει μπορεί να τον αντιληφθεί».
Αυτόν τον εσωτερικό πλούτο, που δεν είναι παρά ένα από τ’ ακριβότερα μέταλλα της ύπαρξής μας, αποτυπώνει η Παναγιώτα σ’ έναν ογκώδη τόμο 495 πυκνογραμμένων σελίδων. Πρόκειται για ένα έργο ζωής, για μια πνευματική κληρονομιά που έχει χαραχτεί μέσα της και την έχει επηρεάσει βαθιά. Αλλά το εξαιρετικό στην περίπτωση αυτή δεν είναι μια απλή συγκέντρωση και μια φωτογραφική αναπαράσταση ενός απέραντου σκόρπιου υλικού. Είναι η πεποίθηση της συγγραφέως πως το σύνολο των κοινωνικών εκδηλώσεων της ελληνικής υπαίθρου, κατά κύριο λόγο, δεν είναι παρά η αρμονική και αδιατάραχτη συνέχεια ενός πολιτισμού της καθημερινότητας που ξεκινά από τα βάθη της ελληνικής αρχαιότητας.
Η Παναγιώτα Π. Λάμπρη μελετά τους κλασικούς συγγραφείς, μελετά τους νεότερους ιστορικούς και λαογράφους, ανατρέχει σε όλη την έκταση και τη διαδρομή του λαϊκού πολιτισμού και συνδέει το σήμερα με το χθες, επιχειρώντας ταυτόχρονα να ερμηνεύσει και να φωτίσει βαθύτερα το νόημα των αντιλήψεων και των πράξεων της στενής και της ευρύτερης κοινωνίας.
«Εκείνο που εδώ και χρόνια με συγκινούσε», σημειώνει, άλλωστε, η ίδια, «ήταν η διαπίστωση στην οποία κατέληγα κάθε φορά που μελετούσα κείμενα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων ή μελέτες πάνω σ’ αυτά τα κείμενα. Κάθε φορά που εντρυφούσα σ’ αυτά, συνειδητοποιούσα πως πολλές από τις δραστηριότητες των κατοίκων του χωριού ήταν κοινές με αντίστοιχες των αρχαίων Ελλήνων. Έτσι πίστεψα πως έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να προσεγγίσω την παράδοση του τόπου μου με μια διαφορετική οπτική. Δεν ήθελα να κάνω μια στείρα καταγραφή του λαϊκού πολιτισμού του, αλλά θέλησα αυτόν τον πολιτισμό του να τον παρουσιάσω έχοντας στραμμένο το ενδιαφέρον μου και στις μακρινές χρονικές του καταβολές».
Μ’ αυτό το πνεύμα η Παναγιώτα Π. Λάμπρη προχωρά πιο μέσα από την επιφάνεια των πραγμάτων και νοιάζεται να συναντήσει τη ζωντάνια της καθημερινής δραστηριότητας των κατοίκων της Ροδαυγής. Αλλά το ουσιαστικότερο που την απασχόλησε ήταν να αναπηδήσει μέσα από την αφήγηση με τρόπο αβίαστο η ακλόνητη εντύπωση πως αυτό που ζούσαμε χθες ήταν σχεδόν ίδιο μ’ εκείνο που ζούσαν οι πρόγονοί μας σ’ όλα τα στάδια της μακρινής τους πορείας. Γιατί η Ροδαυγή δεν είναι παρά ένα τυπικό δείγμα της ζωής της υπαίθρου. Ό,τι ζούσαν κι ό,τι έπλαθαν κι ό,τι σχεδίαζαν κι ό,τι αντιπροσώπευαν οι δικοί της άνθρωποι, δεν ήταν παρά αυτό που ζούσαν κι έπλαθαν και σχεδίαζαν κι αντιπροσώπευαν οι αγροτικές, κατεξοχήν, ελληνικές κοινωνίες από την αρχαιότητα ίσαμε σήμερα.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν για τον αυριανό μελετητή τα κεφάλαια που αναφέρονται στη παραγωγή του τσίπουρου στη Ροδαυγή, στον καγκελάρι και στη λαϊκή τέχνη, με τη υποενότητες σχετικά με την αρχιτεκτονική των κτιρίων, την κεντητική, την υφαντική, τη λιθογλυπτική, την ξυλογλυπτική και την παραδοσιακή ενδυμασία. Χρήσιμα, ωστόσο, στοιχεία θα αντλήσει, ασφαλώς, ο αναγνώστης και ο ερευνητής και από τις ενότητες που αναφέρονται στη δομή της οικογένειας και το γάμο στη Ροδαυγή, στα ήθη, τα έθιμα και τα επαγγέλματα των κατοίκων της, στα «μνημεία» του έντεχνου προφορικού λόγου, όπως τα αινίγματα, τα δημοτικά τραγούδια, τα λογοπαίγνια, τις παραδόσεις, τους θρύλους και τις παροιμίες, στις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες, στα παιχνίδια, στη λαϊκή θεραπευτική κλπ. Το βιβλίο κοσμείται από 100 φωτογραφίες και εικόνες που προσθέτουν πάνω του μια γλυκιά νοσταλγική πινελιά.
Η γεννημένη και μεγαλωμένη στη Ροδαυγή φιλόλογος Παναγιώτα Π. Λάμπρη είναι ένας ανήσυχος και ευαίσθητος άνθρωπος. Υπηρετεί στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και έχει αναπτύξει μια πλούσια πνευματική δραστηριότητα. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος και μέλος του προεδρείου του Συνδέσμου Φιλολόγων Αιγιαλείας και Καλαβρύτων, παρακολούθησε πλήθος συνεδρίων, σεμιναρίων και ημερίδων με επιστημονικό και παιδαγωγικό περιεχόμενο, οργάνωσε εκδηλώσεις λογοτεχνικού περιεχομένου και έλαβε μέρος σε παρουσιάσεις βιβλίων. Είναι πρόεδρος της επιτροπής του βραβείου Γιάννη Λάμπρη καθώς και της επιτροπής του βραβείου Balzarini-Landolt. Αρθρογραφεί στον τύπο και έχει εκδώσει με τους μαθητές της τη μαθητική εφημερίδα «Κοιτάζοντας γύρω μας».
Θαρρώ πως το βιβλίο της Παναγιώτας Π. Λάμπρη «Ροδαυγή – “Το Ρόδο της Αυγής”» είναι μια ανεκτίμητη ψυχική δωρεά στον τόπο μας που αντιστέκεται και δοκιμάζει τις αντοχές του μέσα σ’ αυτούς τους ανάλγητους των καιρών μας ανέμους που φυσούν και σφυρίζουν λυσσομανώντας και ξεριζώνοντας ένα – ένα τα τελευταία της μνήμης μας καταφύγια.