

|
|
|
|
|
|
Κριτική για «Ροδαυγή - Το ρόδο της αυγής»
Από τον Δημήτρη Χρ. Βλαχοπάνο, λογοτέχνη
Αίθουσα του Μ. Φ. Συλλόγου «ΣΚΟΥΦΑΣ», Άρτα 9 Μαρτίου 2007
Όταν κρατά κανείς στα χέρια του βιβλία όπως αυτό της συναδέλφου Παναγιώτας Π. Λάμπρη «Ροδαυγή – Το ρόδον της αυγής», αισθάνεται πως όλος αυτός ο πνευματικός κόπος αποτελεί μια πολύτιμη και ανεκτίμητη δωρεά προς τον τόπο που μας γέννησε και μας μεγάλωσε. Είναι, κατά έναν τρόπο, τα τροφεία που του ξεπληρώνουμε, είναι τα δάνεια που λάβαμε στα πρώτα μας χρόνια κι έρχεται κάποτε το πλήρωμα του χρόνου που ψιθυρίζει μέσα μας πως είναι καιρός να επιστρέψουμε στη γενέθλια γη όλα εκείνα τα μικρά και μεγάλα που μας χάρισε κάποτε και που τώρα τα ζητάει η ψυχή της, για να μπορεί ν’ αναπαύεται με τη συνείδησή της ήσυχη πως δεν πήγαν χαμένα.
Ο τόπος μας ήταν φτωχός. Μα, καθώς φαίνεται, είχε ψυχή. Γιατί είχε δέντρα πάνω στις πέτρες. Και νερά. Και χαράδρες. Και ρέματα. Και ποτάμια και πηγάδια και πηγές. Κι ήταν όλα εδώ πέρα πολύ ζωντανά. Κι οι άνθρωποι τραγουδούσαν και χόρευαν ολοένα: πανηγύρια, γιορτές, αρραβώνες, γάμοι, βαφτίσια… Και καλούσαν τις κομπανίες κι έβγαζαν μαζί με τους ήχους της όλο το άχτι τους κι όλο τον πόνο τους και το πείσμα τους. Κι όταν δούλευαν όλοι μαζί στα χωράφια, τραγούδια κι αστεία ξανά, παροιμίες κι αινίγματα, παραμύθια… Ένας κόσμος απίστευτος σήμερα, που μες στο τίποτέ του έβρισκε κι όρθωνε την αγάπη του και το μεράκι του κι έπιανε τη ζωή απ’ το σβέρκο και την έβαζε κάτω.
Πώς να τους ξεχάσεις αυτούς τους ανθρώπους και πώς ν’ αφήσεις αυτόν τον κόσμο το μικρό το μέγα να σβήσει απ’ τη μνήμη σου «σαν το μικρό λυχνάρι» και να χαθεί κάποια μέρα λες και ποτέ δεν υπήρξε; Η Παναγιώτα Π. Λάμπρη μάζεψε τα σύνεργά της, έσφιξε τα σχοινιά της και πήρε τη μεγάλη απόφαση να μπει στην περιπέτεια της γραφής, καθώς άκουγε μια φωνή μέσα της να τη βασανίζει αδιάκοπα λέγοντάς της «ή τώρα ή ποτέ». Και ξεκίνησε το ταξίδι στο χρόνο, μόνο που οι διαδρομές του ταξιδιού της αυτού πέρασαν μέσα από ποικίλες στοές και βυθίστηκαν στα βαθιά νερά της μακρινής αρχαιότητας.
Η Παναγιώτα Π. Λάμπρη αφιέρωσε ένα πολύτιμο μέρος της ψυχής της και της ζωής της σ’ αυτόν τον όμορφο που ψιθυρίζει βαθιά μέσα τους πως, αν δεν περισώσουμε σήμερα ό, τι ροκανίζει ο χρόνος και καταβροχθίζει η λήθη, αύριο θα ’ναι αργά πια και κάποιοι από εμάς θα κληθούν να δώσουν λόγο στην ιστορία του μέλλοντος. Έχοντας βαθιά συνείδηση του ρόλου της ως πνευματικού ανθρώπου και της άρρηκτης σχέσης που τη συνδέει με τους βαθύτερους χτύπους της συλλογικής ψυχής του χωριού της και της υπαίθρου συνολικότερα, ξεκινά από νωρίς τη συγκέντρωση και την ταξινόμηση ενός απέραντου ιστορικού και λαογραφικού υλικού, που έπρεπε κάποια στιγμή να δει το φως της δημοσιότητας και, φεύγοντας πια απ’ τα δικά της χέρια, να περάσει στα χέρια όχι μόνο των συγχωριανών και των φίλων της, αλλά και κάθε ανήσυχου ανθρώπου που τον συγκινούν και τον ενδιαφέρουν οι πίνακες της καθημερινής ζωής των προγόνων – των μακρινών και των κοντινών.
Φέρνω πάντα στο νου μου τους στίχους του Κ. Π. Καβάφη «Ποτέ από το χρέος μη κινούντες». Αν είναι να κάνεις κάτι από χρέος, από υποχρέωση και καθήκον, είναι καλύτερα να μην το κάνεις, γιατί αυτό δεν έχει αξία. Αν είναι η ανάγκη που σε κινεί και η σιγανή φωνή μέσα σου που σου λέει πως δε γίνεται αλλιώς, τότε όσο κι αν σε πνίγει η καθημερινή τύρβη, θα βρεις έναν τρόπο για να βγάλεις απ’ την ψυχή σου αυτό που δεν την αφήνει να ησυχάσει. Από αυτή την ανάγκη τυπώνεται το βιβλίο «ΡΟΔΑΥΓΗ – Το Ρόδο της Αυγής» – Η κοινωνική και πνευματική παράδοση της Ροδαυγής και οι αρχαιοελληνικές της ρίζες», που η συγγραφέας το αφιερώνει στη μνήμη της μητέρα της Αναστασίας Δ. Οικονόμου – Λάμπρη και στον πατέρα της Παναγιώτη Β. Λάμπρη, οι οποίοι, καθώς σημειώνει και η ίδια, ως φορείς ενός γνήσιου λαϊκού πολιτισμού, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ετοιμασία της εργασίας αυτής. Αλλά και από την αληθινή της αγάπη για το γενέθλιο τόπο, που από παλιά κατοίκησε μέσα της και δεν έπαυε να της θυμίζει πως πρέπει μια μέρα να παραδώσει σ’ αυτόν ό, τι πολύτιμο έχει αποθηκεύσει στης ψυχής της τ’ αμπάρια.
Έχουν, λοιπόν, μια ιδιαίτερη σημασία και αξία τα λιτά λόγια που περιλαμβάνει στον πρόλογο του βιβλίου της η συγγραφέας και αποκαλύπτουν απ’ την αρχή της κοπιαστικής εργασίας της την αληθινή δύναμη που την ώθησε να καταπιαστεί με την ιστορία της Ροδαυγής. «Μια μεγάλη αγάπη μ’ έκανε κι εμένα να εκφραστώ με το παρόν πόνημα, η αγάπη για τον τόπο που γεννήθηκα… Το χωριό μου το έχω στην καρδιά μου, όπως ίσως ο καθένας έχει την ιδιαίτερη πατρίδα του, αλλά για μένα το χωριό μου δεν είναι μόνο αυτό. Είναι όλα όσα έζησα και ζω κάθε φορά που βρίσκομαι εκεί. Τα πρώτα μου βήματα, τα πρώτα μου παιχνίδια, τα πρώτα μου γράμματα. Οι γονείς μου, οι φίλοι μου, οι συγχωριανοί μου. Τα ήθη και τα έθιμα που βίωσα από παιδί και μ’ έμαθαν να σέβομαι το παρελθόν και την ιστορία του τόπου μου. Είναι το εξαιρετικό φυσικό περιβάλλον που μ’ έκανε ν’ αγαπώ όλες τις εποχές του χρόνου, τον ήλιο και το φως. Ένα σύνολο πραγμάτων που δε θα το άλλαζα με πολλά υλικά αγαθά. Είναι ένας πλούτος εσωτερικός που μόνο όποιος τον βιώνει μπορεί να τον αντιληφθεί».
Αυτόν τον εσωτερικό πλούτο, που δεν είναι παρά ένα από τ’ ακριβότερα μέταλλα της ύπαρξής μας, αποτυπώνει η Παναγιώτα σ’ έναν ογκώδη τόμο 495 πυκνογραμμένων σελίδων. Πρόκειται για ένα έργο ζωής, για μια πνευματική κληρονομιά που έχει χαραχτεί μέσα της και την έχει επηρεάσει βαθιά. Αλλά το εξαιρετικό στην περίπτωση αυτή δεν είναι μια απλή συγκέντρωση και μια φωτογραφική αναπαράσταση ενός απέραντου σκόρπιου υλικού. Είναι η πεποίθηση της συγγραφέως πως το σύνολο των κοινωνικών εκδηλώσεων της ελληνικής υπαίθρου, κατά κύριο λόγο, δεν είναι παρά η αρμονική και αδιατάραχτη συνέχεια ενός πολιτισμού της καθημερινότητας που ξεκινά από τα βάθη της ελληνικής αρχαιότητας.
Η Παναγιώτα Π. Λάμπρη μελετά τους κλασικούς συγγραφείς, μελετά τους νεότερους ιστορικούς και λαογράφους, ανατρέχει σε όλη την έκταση και τη διαδρομή του λαϊκού πολιτισμού και συνδέει το σήμερα με το χθες, επιχειρώντας ταυτόχρονα να ερμηνεύσει και να φωτίσει βαθύτερα το νόημα των αντιλήψεων και των πράξεων της στενής και της ευρύτερης κοινωνίας. «Εκείνο που εδώ και χρόνια με συγκινούσε», σημειώνει, άλλωστε, η ίδια, «ήταν η διαπίστωση στην οποία κατέληγα κάθε φορά που μελετούσα κείμενα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων ή μελέτες πάνω σ’ αυτά τα κείμενα. Κάθε φορά που εντρυφούσα σ’ αυτά, συνειδητοποιούσα πως πολλές από τις δραστηριότητες των κατοίκων του χωριού ήταν κοινές με αντίστοιχες των αρχαίων Ελλήνων. Έτσι πίστεψα πως έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να προσεγγίσω την παράδοση του τόπου μου με μια διαφορετική οπτική. Δεν ήθελα να κάνω μια στείρα καταγραφή του λαϊκού πολιτισμού του, αλλά θέλησα αυτόν τον πολιτισμό του να τον παρουσιάσω έχοντας στραμμένο το ενδιαφέρον μου και στις μακρινές χρονικές του καταβολές».
Μ’ αυτό το πνεύμα η Παναγιώτα Π. Λάμπρη προχωρά πιο μέσα από την επιφάνεια των πραγμάτων και νοιάζεται να συναντήσει τη ζωντάνια της καθημερινής δραστηριότητας των κατοίκων της Ροδαυγής. Αλλά το ουσιαστικότερο που την απασχόλησε ήταν να αναπηδήσει μέσα από την αφήγηση με τρόπο αβίαστο η ακλόνητη εντύπωση πως αυτό που ζούσαμε χθες ήταν σχεδόν ίδιο μ’ εκείνο που ζούσαν οι πρόγονοί μας σ’ όλα τα στάδια της μακρινής τους πορείας. Γιατί η Ροδαυγή δεν είναι παρά ένα τυπικό δείγμα της ζωής της υπαίθρου. Ό, τι ζούσαν κι ό, τι έπλαθαν κι ό, τι σχεδίαζαν κι ό, τι αντιπροσώπευαν οι δικοί της άνθρωποι, δεν ήταν παρά αυτό που ζούσαν κι έπλαθαν και σχεδίαζαν κι αντιπροσώπευαν οι αγροτικές, κατεξοχήν, ελληνικές κοινωνίες από την αρχαιότητα ίσαμε σήμερα.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν για τον αυριανό μελετητή τα κεφάλαια που αναφέρονται στη παραγωγή του τσίπουρου στη Ροδαυγή, στον καγκελάρι και στη λαϊκή τέχνη, με τη υποενότητες σχετικά με την αρχιτεκτονική των κτιρίων, την κεντητική, την υφαντική, τη λιθογλυπτική, την ξυλογλυπτική και την παραδοσιακή ενδυμασία. Χρήσιμα, ωστόσο, στοιχεία θα αντλήσει, ασφαλώς, ο αναγνώστης και ο ερευνητής και από τις ενότητες που αναφέρονται στη δομή της οικογένειας και το γάμο στη Ροδαυγή, στα ήθη, τα έθιμα και τα επαγγέλματα των κατοίκων της, στα «μνημεία» του έντεχνου προφορικού λόγου, όπως τα αινίγματα, τα δημοτικά τραγούδια, τα λογοπαίγνια, τις παραδόσεις, τους θρύλους και τις παροιμίες, στις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες, στα παιχνίδια, στη λαϊκή θεραπευτική κλπ. Το βιβλίο κοσμείται από 100 φωτογραφίες και εικόνες που προσθέτουν πάνω του μια γλυκιά νοσταλγική πινελιά.
Η γεννημένη και μεγαλωμένη στη Ροδαυγή φιλόλογος Παναγιώτα Π. Λάμπρη είναι ένας ανήσυχος και ευαίσθητος άνθρωπος. Υπηρετεί στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και έχει αναπτύξει μια πλούσια πνευματική δραστηριότητα. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος και μέλος του προεδρείου του Συνδέσμου Φιλολόγων Αιγιαλείας και Καλαβρύτων, παρακολούθησε πλήθος συνεδρίων, σεμιναρίων και ημερίδων με επιστημονικό και παιδαγωγικό περιεχόμενο, οργάνωσε εκδηλώσεις λογοτεχνικού περιεχομένου και έλαβε μέρος σε παρουσιάσεις βιβλίων. Είναι πρόεδρος της επιτροπής του βραβείου Γιάννη Λάμπρη καθώς και της επιτροπής του βραβείου Balzarini-Landolt. Αρθρογραφεί στον τύπο και έχει εκδώσει με τους μαθητές της τη μαθητική εφημερίδα «Κοιτάζοντας γύρω μας».
Θαρρώ πως το βιβλίο της Παναγιώτας Π. Λάμπρη «Ροδαυγή – “Το Ρόδο της Αυγής”» είναι μια ανεκτίμητη ψυχική δωρεά στον τόπο μας που αντιστέκεται και δοκιμάζει τις αντοχές του μέσα σ’ αυτούς τους ανάλγητους των καιρών μας ανέμους που φυσούν και σφυρίζουν λυσσομανώντας και ξεριζώνοντας ένα – ένα τα τελευταία της μνήμης μας καταφύγια.