

|
|
|
|
|
|
Δημοσίευση της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:
Ηλίας Βενέζης, "Ώρα πολέμου" - "Αιγαίο", (ακαδημαϊκό έτος 1980-81)
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Πέτρου Χάρη: Ηλία Βενέζη: «Αιγαίο», διηγήματα, περιοδικό «Νέα Εστία», τ. 30, σελ. 577-578, Αθήνα 1941. Ο Πέτρος Χάρης γράφοντας σ’ αυτή τη μελέτη για τη διηγηματική συλλογή «Αιγαίο», μας δίνει σημαντικά στοιχεία για τον άξιο πεζογράφο Βενέζη, τονίζοντας την ικανότητά του να γράφει εξίσου καλά διηγήματα και μυθιστορήματα.
2. Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου: «Ηλία Βενέζη», μελέτη δημοσιευμένη στο περιοδικό «Πειραϊκά γράμματα» (1943), σ. 267-274 και τυπωμένη στο βιβλίο του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου, «Τα πρόσωπα και τα κείμενα», σελ. 63-72, Ανήσυχα χρόνια, εκδ. «Οι εκδόσεις των φίλων», Αθήνα 1980. Το κύριο βάρος της μελέτης πέφτει γενικά στο συγγραφικό του έργο και ιδιαίτερα στα έργα του, «Νούμερο 31328», «Γαλήνη», «Αιολική γη» και «Αιγαίο».
3. Ανδρέα Καραντώνη: «Ηλίας Βενέζης», π. «Αγγλοελληνική επιθεώρηση», τόμ. Β', σελ. 316-319, εκδ. «Πνευματικής καλλιέργειας», Αθήνα 1946-47. Η μελέτη αυτή είναι επίσης καταχωρημένη στο βιβλίο του Α. Καραντώνη, «Πεζογράφοι και πεζογραφήματα της γενιάς του ’30», σ. 128-138, Αθήνα 1962. Είναι μια καλογραμμένη, εξαιρετική μελέτη για τον Βενέζη. Πλησιάζει τον ψυχικό κόσμο του συγγραφέα και βλέπουμε μια τάση να τον ερμηνεύσει χρησιμοποιώντας την έννοια της μοίρας και του προσωπικού βιώματος καθώς και τη μεταφυσική έννοια του θανάτου. Στο σημείο, που αναφέρεται στα έργα του συγγραφέα, προσπαθεί να πλησιάζει σύντομα τα πρόσωπα που κινούνται μέσα σ’ αυτά.
4. Άλκη Αγγελόγλου: «Ξαναδιαβάζοντας το «Αιγαίο» του κ. Ηλία Βενέζη», περ. «Ελληνική δημιουργία», τόμ. Α', τεύχ. 8, σελ. 559-560, εκδ. Δημητρίου Π. Παπαδήμα, Αθήνα 1948. Για τον Αγγελόγλου τα διηγήματα του Βενέζη έφεραν κάτι καινούργιο στην ελληνική φιλολογία. Παράλληλα πιστεύει πως η «Έξοδος» αποτελεί παρακμή για τον Βενέζη.
5. Γιάννη Χατζίνη: «Η περίπτωση Ηλία Βενέζη», π. «Καινούργια Εποχή», Άνοιξη 1957, σ. 178-183, εκδ. Δίφρος, Αθήνα. Η μελέτη αυτή βρίσκεται τυπωμένη -με ορισμένες προσθήκες- στο βιβλίο του Γ. Χατζίνη «Προτιμήσεις» με τίτλο «Ηλίας Βενέζης, ο άνθρωπος και το έργο» – «Αργοναύτες», σελ. 237-250, εκδ. οίκος Γ. Φέξη, Αθήνα 1963. Ο Χατζίνης αγκαλιάζει το έργο του Βενέζη και τα όσα γράφει δεν είναι παρά ένας άμετρος θαυμασμός και έπαινος για τον συγγραφέα – άνθρωπο Βενέζη.
6. Χρήστου Σ. Σολομωνίδη: «Ηλίας Βενέζης, ο συγγραφέας του Νόστου», π. «Φιλολογική Πρωτοχρονιά», τ. 16, σ. 110-112, Αθήνα 1959. Μελέτη με στοιχεία για τη ζωή και το έργο του συγγραφέα.
7. Γιάννη Χατζίνη: «Ο Ηλίας Βενέζης μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας», π. «Νέα Εστία», τ. 71, σ. 881-886, Αθήνα 1962. μας δίνει λίγα στοιχεία για τη γενιά του ’30, μιλάει για τη μοναδική απήχηση των έργων του Βενέζη στο εξωτερικό και μέσα από τα αντιπροσωπευτικά του έργα ανιχνεύει τα βασικά στοιχεία της πεζογραφίας του συγγραφέα.
8. Μανώλη Γιαλουράκη: «Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Ν/Ε λογοτεχνίας», τόμ. Γ', σελ. 337-340, εκδ. οίκος Χάρη Πάτση, Αθήνα 1969. Ασκεί κριτική σχεδόν σ’ όλα τα έργα του συγγραφέα και υπαινίσσεται διαφορές στα έργα που καθιέρωσαν τον Βενέζη. Ακόμα δεν αμφισβητεί την ικανότητά του να γράφει μυθιστόρημα, διήγημα και θέατρο.
9. Το περ. «Αιολικά Γράμματα», ένα χρόνο πριν πεθάνει ο Βενέζης του αφιέρωσε ένα ολόκληρο τεύχος, το τεύχ. 12, Νοέμβρ.-Δεκέμβ. 1972. Περιλαμβάνει εξαιρετικές μελέτες, αναμνήσεις φίλων του, ποιήματα κ.λπ. Είναι σημαντικό αυτό το αφιέρωμα, γιατί μας παρέχει πολλές πληροφορίες για τον Βενέζη, συγκεντρωμένες.
10. Κώστα Ε. Τσιρόπουλου: «Ο Βενέζης - Δοκιμασία μιας μυθικής ιδιοσυγκρασίας», π. «Ευθύνη», τ. Β', σελ. 473-474, Αθήνα 1973. Αυτή η μικρή μελέτη αποτελεί μνημόσυνο στον νεκρό πια Βενέζη.
11. Κ. Θ. Δημαρά: «Ιστορία της Νεοελληνικής λογοτεχνίας», σ. 476, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1975. Μια μικρή αναφορά στον πεζογράφο Βενέζη υπάρχει σ’ αυτό το βιβλίο.
12. Αποστόλου Σαχίνη: «Αναζητήσεις της μεσοπολεμικής πεζογραφίας», σ. 141-142, εκδ. Κωνσταντινίδη, Θεσσαλονίκη 1978. Είναι μια σύντομη, περιεκτική μελέτη για τη διηγηματική συλλογή, «Αιγαίο».
13. Αποστόλου Σαχίνη: «Μεσοπολεμικοί και μεταπολεμικοί πεζογράφοι», σ. 34-35, εκδ. Κωνσταντινίδη, Θεσσαλονίκη 1979. Με λίγες φράσεις δίνεται η εικόνα της διηγηματικής συλλογής «Ώρα πολέμου».
14. Λίνου Πολίτη: «Ιστορία της Νεοελληνικής λογοτεχνίας», σ. 306-307, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1979. Εδώ υπάρχει σύντομη αναφορά στον Βενέζη και το έργο του.
15. «Βιογραφική Εγκυκλοπαίδεια Ελλήνων λογοτεχνών», τόμ. Α', σ. 127-131, εκδ. Παγουλάτου, Αθήνα. Μας δίνει ένα γενικό διάγραμμα των έργων του Βενέζη αναφερόμενη ελάχιστα στη ζωή του. Περιορίζεται σε μια ασήμαντη κριτική και θεωρεί τον Βενέζη διχασμένο συγγραφέα.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ο Ηλίας Βενέζης γεννήθηκε στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας στις 4 Μαρτίου 1904. Οι γονείς του λέγοντα Μιχάλης Μέλλος και Βασιλική. Μέλλος ήταν το παρατσούκλι, με το οποίο έγιναν γνωστοί ο παππούς και ο πατέρας του, όταν γύρω στα 1835 ήρθαν από την Κεφαλονιά στο Αϊβαλί. Το αχρηστευμένο επώνυμο Βενέζης το χρησιμοποίησε σαν φιλολογικό ψευδώνυμο στα πρώτα του δημοσιεύματα.
Ο Βενέζης ανήκε σε πολυμελή οικογένεια. Είχε έξι αδέρφια, τον Θάνο, την Ανθίππη, τη Σοφία, την Αγάπη, την Άρτεμη και την Ελένη.
Στον α' παγκόσμιο πόλεμο (1914), ανάμεσα στους διωγμένους από τη Μικρά Ασία Έλληνες ήταν και η μητέρα του με τα έξι παιδιά της. Καταφύγιο βρήκαν στη Μυτιλήνη, ενώ ο πατέρας του και η Αγάπη είχαν μείνει στο Αϊβαλί, όπου αργότερα εξορίστηκαν στο εσωτερικό της Ανατολής.
Τα χρόνια της προσφυγιάς ήταν πολύ δύσκολα για τον μικρό Ηλία, που τις νύχτες αναγκαζόταν να εργάζεται σ’ ένα φούρνο, παίρνοντας για αμοιβή 100 δράμια ψωμί, ενώ τις μέρες πήγαινε στο σχολείο. Με την επάνοδο των προσφύγων στα 1921, όλη η οικογένεια συναντήθηκε στο Αϊβαλί. Έλειπε μόνο η Άρτεμη, που είχε πεθάνει στη Μυτιλήνη.
Στα 1922 ήρθε η Μικρασιατική Καταστροφή. Τον Σεπτέμβριο του ’22 οι Τούρκοι μπήκαν στο Αϊβαλί, έπιασαν πολλούς αιχμαλώτους κι ανάμεσα σ’ αυτούς τον Ηλία. Ύστερα από πολλές ταλαιπωρίες απελευθερώθηκε τον Νοέμβριο του 1923 και γύρισε στη Μυτιλήνη, όπου βρισκόταν εκπατρισμένη η οικογένειά του.
Το 1924 διορίστηκε υπάλληλος στη Διεύθυνση κτημάτων ανταλλαγής του Υπουργείου Γεωργίας, στο Πλωμάρι. Το 1926 προσλήφθηκε από την Εθνική Τράπεζα στο υποκατάστημα Μυτιλήνης. Το 1930 διορίστηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος στη Μυτιλήνη και το 1932 πήρε μετάθεση για το κεντρικό κατάστημα της Τραπέζης της Ελλάδος στην Αθήνα, όπου εργάστηκε ως το 1957, που έγινε Ακαδημαϊκός, οπότε παραιτήθηκε με τον βαθμό του υποδιευθυντή.
Στα 1938 πήρε για σύντροφο της ζωής του, στην Αθήνα, τη γεννημένη στο Αϊβαλί, Σταυρίτσα Α. Μολυβιάτη. Απόκτησαν ένα παιδί, την πολύ γνωστή αργότερα, Άννα Βενέζη - Κοσμετάτου.
Στην κατοχή, στις 23 Οκτωβρίου του 1943, πιάστηκε από τα γερμανικά SS μέσα στην Τράπεζα, τη στιγμή που με μια εκδήλωση τιμούσαν τους σκοτωμένους στην Αλβανία συναδέλφους τους. τον απομόνωσαν σ’ ένα κελί μελλοθανάτων στου Block C στη φυλακή Αβέρωφ. Απελευθερώθηκε με τη μεσολάβηση του πνευματικού κόσμου της Ακαδημίας, του Πανεπιστημίου, του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού και πολλών άλλων.
Στις 19 Ιανουαρίου 1957 έγινε Ακαδημαϊκός. Αντιπροσώπευσε την Ελλάδα σε πολλά διεθνή συνέδρια και έκανε πολλά ταξίδια στην Ευρώπη και την Αμερική. Για 16 χρόνια παρουσίαζε στο ΕΙΡ τις εκπομπές, «Σας μιλά ο φίλος σας», «Ξένοι περιηγητές στην Ελλάδα» και «Πλοία και θάλασσα».
Κατά καιρούς πρόσφερε πολύτιμες υπηρεσίες στο Εθνικό Θέατρο (1950-52), στη Λυρική Σκηνή (1960), στο Φεστιβάλ κινηματογράφου, σε κριτικές επιτροπές βραβείων, στην Ελληνοαμερικανική Ένωση (1966-1970) και στο Διοικητικό Συμβούλιο της κοινότητας των Ευρωπαίων συγγραφέων (1965-69).
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του στάθηκαν οδυνηρά. Προσβεβλημένος από την επάρατη ασθένεια αργοπέθαινε κάθε μέρα μέχρι που τελείωσε οριστικά το μαρτύριό του τον Αύγουστο του 1973.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ ΤΟΥ ΒΕΝΕΖΗ
Στις φλέβες του Βενέζη, από τη μεριά της μητέρας του, Βασιλικής Μπιμπέλα, έρρεε αίμα πνευματικών ανθρώπων. Πέρα όμως από τις κληρονομικές καταβολές, ο Βενέζης είχε την τύχη να περάσει τα παιδικά του χρόνια στην περιοχή των Κυδωνιών, που την εποχή εκείνη ανθούσαν οικονομικά και το σπουδαιότερο, πνευματικά.
Φοίτησε στο Γυμνάσιο της Μυτιλήνης ως την προτελευταία τάξη και αποφοίτησε, μετά την επάνοδο των προσφύγων, στο Γυμνάσιο των Κυδωνιών.
Μετά τον πρώτο διωγμό, όταν γύρισε στο Αϊβαλί, μπήκε στη συντροφιά των «Νέων ανθρώπων». Γνωρίστηκε και συνδέθηκε πνευματικά με πολλούς λόγιους Κυδωνιάτες και κύρια με τον Φώτη Κόντογλου. Αργότερα, η γνωριμία του με τον Στρατή Μυριβήλη στάθηκε σημαντική. Έγινε φίλος και συνεργάτης του και ένας από τους σημαντικότερους ανθρώπους της πνευματικής ζωής της Λέσβου. Και μετά από λίγα χρόνια στην Αθήνα δεν άργησε να μπει στους λογοτεχνικούς κύκλους, παίρνοντας αρκετά βραβεία για τη λογοτεχνική του παραγωγή.
Από τα πρώτα του δημοσιεύματα στις εφημερίδες και τα περιοδικά ως τα ώριμα έργα του, διαβάζεις έναν Βενέζη ζωντανό κι ανθρώπινο, ενώ παράλληλα μια μαγεία από άλλον κόσμο σε συναρπάζει και σε κρατά δέσμιο.
Ο Βενέζης γνώρισε τεράστια επιτυχία και, το κυριότερο, κέρδισε όχι μόνο το αναγνωστικό κοινό της πατρίδας του, αλλά τη διεθνή μάζα των αναγνωστών της λογοτεχνίας.
«Ας δούμε, λοιπόν, πού βρίσκεται το μυστικό της επιτυχίας του Ηλία Βενέζη. Κατ’ αρχάς, στη συνέπεια που υπάρχει ανάμεσα στον άνθρωπο και στο έργο του. μ’ άλλα λόγια, σε ό,τι θα μπορούσαμε να ονομάσουμε απλότητα, ειλικρίνεια, τάση για αμοιβαιότητα, για συνεννόηση. Η συντροφιά του ανθρώπου Βενέζη είναι η ίδια η συντροφιά των βιβλίων του.» (Γ. Χατζίνη, «Προτιμήσεις», σ. 238). Ο Βενέζης πέρασε τρομερές δοκιμασίες και μάλιστα σε μια ηλικία που θα μπορούσε να αισθανθεί αηδία και μίσος για τον άνθρωπο και τη ζωή. Κι όμως δεν έχασε την ανθρωπιά του, προχώρησε στη ζωή κι έμεινε σωστός ως το τέλος.
Τώρα, αν τρέξουμε στην αντιπολεμική πεζογραφία, που άνθισε μετά τον α' παγκόσμιο πόλεμο στην Ευρώπη, νομίζω πως μάταια θα ψάξουμε να βρούμε πρότυπα από τα οποία επηρεάστηκε ο Βενέζης. Ο συγγραφέας, βγαίνοντας από την τραγική προσωπική του δοκιμασία, θα ήταν μπορετό να ενημερωθεί -παρά μόνο περιορισμένα-για τη λογοτεχνική παραγωγή και τα λογοτεχνικά ρεύματα στον χώρο της Ευρώπης και ακόμα περισσότερο να τα αφομοιώσει, ώστε να μπορεί ο ίδιος να εκφραστεί με το ύφος και τους στόχους τους. Εξάλλου ο Ρέμαρκ, ο Φρανκ και άλλοι ήταν πολύ πρόσφατοι στη γλώσσα μας, για να προκαλέσουν επιδράσεις.
Δεν θα μπορούσαμε βέβαια να δεχθούμε επίδραση της «Ζωής εν τάφω» του Μυριβήλη στο «Νούμερο 31328» του Βενέζη, γιατί τα δύο κείμενα διαφέρουν καθαρά μεταξύ τους στη μορφή και τη φύση, καθώς επίσης στο ύφος και τον προσανατολισμό τους. Αν δεχόμασταν μια μικρή επίδραση, θα αναφέραμε βέβαια το όνομα του Φώτη Κόντογλου.
ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΒΕΝΕΖΗ
Μαθητής ακόμα, άρχισε να γράφει δημοσιεύματα στο περιοδικό «Νέα Ζωή» της Σμύρνης. Όταν γύρισε, μετά τον διωγμό, στο Αϊβαλί, συνέχισε τη συνεργασία στο ίδιο περιοδικό με το ψευδώνυμο «Λέλος Βενέζης». Η πρωτόλεια παραγωγή του Βενέζη είναι σημαντική. Θα αναφέρω ένα μικρό διάγραμμά της.
Το πρώτο δημοσίευμά του στη «Νέα Ζωή» είναι το αφήγημα «Ήταν τρελή» (Μάρτιος 1920). Μετά, ακολούθησαν: «Μεγάλη κωμωδία» (Απρίλιος 1920), το ποίημα «Ο υπεράνθρωπος» (Απρίλιος 1920) και το πρωτόλειο «Δάκρυνες ιστορίες» (Μάιος 1920). Δημοσιεύει επίσης δύο σονέτα: «Ανδρομέδη» και «Βιολινίστρας» (Μάιος 1920) . Έπειτα το πεζογράφημα «Αθηνά Κ.» (Μάιος 1920) και το «Μιλώ στη γυναίκα» (Μάιος 1920). Ακολουθούν το «Beethoven», το «Quovadis», το εκτενές πεζό «Ενώ η ζωή μου περνά, ενώ η ζωή μου σβήνει» (Ιούνιος 1920), το «Νύχτα ξωτικιά» (Ιούνιος 1920) και δύο ποιήματα με τίτλους, «Σταλαχτίτες» και «Ιστορίες ιστορημένες» (Μάιος 1921).
Τον Φεβρουάριο του 1922, δημοσιεύτηκε ένα πολυσέλιδο πεζό του στο περιοδικό «Ο Λόγος» της Πόλης με τίτλο «Τα ιστορικά της σπηλιάς» και υπογραφή «Βενέζης».
Στη Μυτιλήνη έγινε αρχισυντάκτης της «Καμπάνας». Στην «Καμπάνα» δημοσιεύτηκε η πρώτη μορφή του «Νούμερου 31328», με τίτλο πέντε τουρκικά ψηφία και υπότιτλο «Τι τράβηξε ο άνθρωπος με το παραπάνω νούμερο, που πιάστηκε σκλάβος στον πόλεμο».
Στο πρωτοχρονιάτικο φύλλο του «Ταχυδρόμου» δημοσιεύτηκε το διήγημά του «Μια καλύβα στον κάβο». Συνεργάστηκε με όλα τα περιοδικά της Λέσβου και με την εφημερίδα του Μυριβήλη «Ταχυδρόμος», στην οποία κρατούσε δική του στήλη με τον τίτλο «Νυχτολούλουδο» και υπογραφή «Ο Ξενύχτης».
Το 1927 στον διαγωνισμό διηγήματος της «Νέας Εστίας» με το διήγημά του «Ο θάνατος» πήρε το Γ' βραβείο και έπαθλο χίλιες δραχμές.
Το 1928 βγάζει σε βιβλίο την πρώτη διηγηματική του συλλογή με τον τίτλο, «Ο Μανώλης Λέκας και άλλα διηγήματα», που τυπώθηκε στην Αθήνα.
Στα 1931 τυπώθηκε σε βιβλίο το «Νούμερο 31328», με υπότιτλο «Το βιβλίο της αιχμαλωσίας», με το οποίο έγινε πλατιά αισθητή η παρουσία του στα γράμματα. Την ίδια χρονιά, εκδίδει το μυθιστόρημα «Γαλήνη» και παίρνει το Κρατικό Βραβείο για το σύνολο του μέχρι στιγμής έργου του και το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για τη «Γαλήνη». Από τώρα και στο εξής έχουμε συνεχή άνοδο του Βενέζη. Το έργο του αναγνωρίστηκε πανελλήνια και άρχισε, στα χρόνια της Κατοχής, να γίνεται διεθνώς γνωστό.
Το 1941 τυπώνεται η διηγηματική του συλλογή, «Αιγαίο» και στα 1943 εκδίδει το μυθιστόρημα «Αιολική γη», όπου περιγράφει αναμνήσεις από τα παιδικά χρόνια και την πατρογονική γη.
Την επόμενη χρονιά (1944) εκδίδεται η διηγηματική συλλογή, «Άνεμοι», με θέματα από τον ελληνικό χώρο και το 1946 το θεατρικό έργο «Μπλοκ C», εμπνευσμένο από τη φυλάκισή του στην Κατοχή. Είναι το πρώτο αντιστασιακό έργο και παίχτηκε την ίδια χρονιά (1946) στο Εθνικό Θέατρο. Το 1946 έχουμε επίσης τη διηγηματική συλλογή «Ώρα πολέμου» με διηγήματα από την Κατοχή.
Στα 1950 εκδίδεται το ταξιδιωτικό «Φθινόπωρο στην Ιταλία» και την ίδια χρονιά το χρονικό της Κατοχής, «Έξοδος».
Το 1952 δημοσιεύει το έργο, «Ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός» με ιστορικό χαρακτήρα και το 1954 τα διηγήματα, «Οι νικημένοι». Ένα άλλο έργο ιστορικού χαρακτήρα εκδίδει το 1955 με τίτλο, «Το Χρονικό της Τραπέζης της Ελλάδος», καθώς και το ταξιδιωτικό χρονικό, «Αμερικανική γη».
Στα 1956 δημοσιεύει το μυθιστόρημα «Ωκεανός» με θέμα τη θαλάσσια ζωή στην Ελλάδα/το 1962 το ταξιδιωτικό χρονικό, «Αργοναύτες», το 1965 το ιστορικό χρονικό, «Εμμανουήλ Τσουδερός», το 1969 τα διηγήματα, «Αρχιπέλαγος», το 1972 την «Εφταλού» και το 1973 το ταξιδιωτικό, «Περιηγήσεις».
Μετά τον θάνατό του, τυπώθηκε με στα 1975, η μυθιστορία του Ιονίου και Αιγαίου με τίτλο, «Στις Ελληνικές θάλασσες», και στα 1979 μια διήγηση συμβάντων με τίτλο, «Μικρασία, Χαίρε».
Μεγάλη απήχηση είχαν, επίσης, οι επιφυλλίδες του στις εφημερίδες, «Βήμα» και «Ακρόπολη».
Αυτό είναι σε γενικές γραμμές το συγγραφικό έργο του Βενέζη, του ανθρώπου που, «όταν τον πλησιάζεις έχεις την εντύπωση ότι δεν μπαίνεις μέσα σε περιοχή που εξουσιάζει η ξιπασιά και η οίησις, όπως συμβαίνει καμιά φορά με μερικούς άλλους πετυχημένους στη ζωή. Αντίθετα αισθάνεσαι κοντά του μια ζεστασιά, μια άνεση, σχεδόν μια οικειότητα. Το βλέμμα του, ερευνητικό και ανήσυχο, είναι ωστόσο γεμάτο καλοσύνη και παιδική έκπληξη. […] όμως πάνω απ’ όλα σε συγκινεί και σε γοητεύει η ψυχική του φρεσκάδα και η ανθρωπιά του, που είναι στον Βενέζη θα έλεγα σχεδόν μια αυτόνομη φυσιολογική λειτουργία. Έτσι, όταν γνωρίζει κανείς τον Ηλία Βενέζη έχει την εντύπωση πως όλα στη ζωή του ήταν εύκολα, πως έφτασε στην κορφή χωρίς κόπο και χωρίς πόνο…» (Αιολικά Γράμματα, σ. 477, «Μια βραδιά αφιερωμένη στον Ηλία Βενέζη», Α. Κατακουζηνού).
Αν εξαιρέσουμε το «Νούμερο 31328» -το βιβλίο της αιχμαλωσίας- και εξετάσουμε το υπόλοιπο συγγραφικό έργο του Βενέζη, θα παρατηρήσουμε μέσα σ’ αυτό πολλά κοινά χαρακτηριστικά. Τα πάντα μέσα στο έργο του, ακόμα κι αυτά που αναφέρονται στον πόλεμο, παρασταίνουν έναν κόσμο απλό, ήρεμο, χωρίς πάθη και εσωτερικές αντιθέσεις.
«Ο Βενέζης είναι ο ζωγράφος κι ο ποιητής συνάμα της απλής πράξης, της απλής ζωής, του απλού νου.» (Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου, «Τα πρόσωπα και τα κείμενα», σ.72).
Οι άνθρωποι του Βενέζη -κατά κύριο λόγο, νέοι και γέροι- είναι οι απλοί, καλοσυνάτοι άνθρωποι της υπαίθρου και δεν έχουν καμιά σχέση με τον αστό, τον άνθρωπο του θορύβου και της μεγαλούπολης. Ο άνθρωπος, που λέγεται «καλλιεργημένος», βρίσκεται μακριά από την έμπνευση και την ευαισθησία του συγγραφέα, σίγουρα γιατί ξεφεύγει από το πορτραίτο του απλού ανθρώπου, που ο Βενεζης ιδιαίτερα εκτιμά.
Ο άνθρωπος του συγγραφέα τις περισσότερες φορές συμφιλιώνεται με τη μοίρα του, όποια κι αν είναι, για να υποταχθεί τελικά στην ανίκητη δύναμή της. «Σ’ όλο του το έργο», ο Βενέζης, «εκφράζει, με σιγαλό, επίμονο, διακριτικό πάθος, την απόμακρη τραγική βοή της καθημερινής ανθρώπινης δυστυχίας, της καθημερινής ήττας που λυγίζει τους ανθρώπους προς το χώμα, όμως στη βοή αυτή συνταιριάζει λυρικά τους χαρούμενους κι ελπιδοφόρους τόνους της ηρωικής προσπάθειας των ανθρώπων, να ανανεώνουν ακατάπαυστα τους φλογερούς δεσμούς τους με τη ζωή». (Α. Καραντώνη, «Πεζογράφοι και πεζογραφήματα της γενιάς του’30», σ. 132).
Τα θέματα στα κείμενα του Βενέζη είναι αντλημένα από προσωπικά βιώματα και αναμνήσεις του ίδιου, που χάρη στο λογοτεχνικό του ταλέντο έγιναν κείμενα μεγάλης αξίας. Η πένα του υπάκουσε πειθαρχικά στον πόθο του να εξωτερικεύσει τα βιώματα του παρελθόντος του. Κι όμως, διαβάζοντας τα έργα του, νιώθεις αυτό το υποκειμενικό στοιχείο, που υπάρχει μέσα τους, να μετουσιώνεται σε αντικειμενική αλήθεια, τόσο που να νομίζεις πως κάποτε ήσουν μέτοχος των περιστατικών που αφηγείται.
«Σκλάβο της βιωμένης ζωής του» τον χαρακτήρισε ο Α. Καραντώνης. Και πράγματι ο Βενέζης δεν είναι προικισμένος με την επινοητική φαντασία, που χαρακτηρίζει τους πεζογράφους. Γράφει, αφού ανατρέξει στην ατομική του εμπειρία και στην πληθώρα των βιωμένων καταστάσεων, που έχουν ωριμάσει μέσα του. Η πεζογραφία του έχει καθαρά εσωτερική προέλευση. Πέρα όμως απ’ αυτά, το γράψιμο του Βενέζη έχει κάποια γοητεία, η οποία κατακτά από την πρώτη στιγμή τον αναγνώστη. Ίσως, αυτό να οφείλεται στη συνέπεια, που ανέφερα πως υπάρχει ανάμεσα στον άνθρωπο και στο έργο.
Ο Βενέζης με το λιτό και απέριττο ύφος δημιουργεί στα περιστατικά μια ατμόσφαιρα υποβολής. Τα πρόσωπα κινούνται μέσα σ’ έναν χώρο παραμυθιού και θρύλου, μέσα σ’ ένα κλίμα μαγικό και βιβλικό, το οποίο συνάμα υποβάλλει την πραγματικότητα, την σκληρή πραγματικότητα του Βενέζη.
«Ο Ηλίας Βενέζης βλέπει με τον μύθο, αισθάνεται με τον μύθο, εξωτερικεύεται ,ε τον μύθο. Κάθε άλλος τρόπος να πλησιάσει τον κόσμο μπορεί να του είναι προσιτός, αλλά δεν του είναι τόσο οικείος. […]. Ο Βενέζης, γενικότερα, αποδέχεται τη ζωή σαν ένα σύμπλεγμα μύθων, που του προσφέρεται για να οργανώσει μια συμφωνία.» (Γ. Χατζίνη, π. «Νέα Εστία», τ. 71, σ. 885).
Το ψυχικό κλίμα, το οποίο προτιμάει ο Βενέζης για τους ήρωές του είναι ο φόβος, ο τρόμος κι η υποταγή. Στα πρώτα έργα του εκείνοι που προκαλούν αυτό το ψυχικό κλίμα είναι οι Τούρκοι, στα μεταγενέστερα οι δυνάμεις κατοχής.
Η φύση παίζει καθοριστικό ρόλο μέσα στα έργα του. Θα λέγαμε πως αποτελεί φυσική προέκταση του ψυχικού κόσμου του συγγραφέα ή καλύτερα προέκταση του κορμιού και της ψυχής του μαζί. Στα περισσότερα κείμενα μας δίνει την ελληνική φύση, τα ελληνικά κύματα, τα ελληνικά νησιά και τον ελληνικό ουρανό. Μόνο στα κείμενα, τα οποία σχετίζονται άμεσα με την χαμένη πατρίδα, μας δίνει ασιατική, μια καθαρά ανατολίτικη Ανατολή.
Η πεζογραφική τέχνη του Βενέζη φέρνει σ’ όλα σχεδόν τα γραφτά του το απαιτούμενο αποτέλεσμα. Με την απλή γλώσσα και με την υποβολή μας δίνει πάντα μέσα στα έργα του τη βιωμένη φιλοσοφία του για τη ζωή κι άλλες πάλι φορές μας υποβάλλει την ηθική τελειότητα και την ανωτερότητα του ανθρώπου.
«Το έργο του παρουσιάζει ενότητα και το ύφος του αρτιώνεται από βιβλίο σε βιβλίο, ακολουθώντας την πορεία μιας υποβλητικής λιτότητας. Εχτρός της περισσολογίας, αντιρητορικός και πολέμιος του φόρτου, περιορίζει την εκζήτησή του με τη γνήσια αίσθηση των πρωτόγονων στοιχείων που κυβερνούν τη βαθύτερη ύπαρξή μας. Η πεζογραφία του βγαίνει σαν περιεχόμενο ολότελ’ από την καρδιά του σαν έκφραση από μια γυμνασμένη ήδη τεχνική πείρα, που κατέχει την αίσθηση του περιττού.» (Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου, «Τα πρόσωπα και τα κείμενα», σ. 72).
«ΩΡΑ ΠΟΛΕΜΟΥ»
Η διηγηματική συλλογή, «Ώρα πολέμου», 1946, αποτελείται από δύο μέρη: «Ώρα πολέμου» και «Το βιβλίο της Άννας».
Στο πρώτο διήγημα, «Άνθρωποι στο Σαρωνικό», οι ήρωες ζουν σ’ ένα ερημικό νησί του Σαρωνικού. Ο πόλεμος ήρθε και τάραξε για λίγο τη γαλήνια ζωή των τριών ανθρώπων του νησιού. Ο γέρος -κύριος ήρωας- ενώ προσπαθεί να εκδικηθεί άοπλος τους εχθρούς της πατρίδας του, αφήνοντας άθαφτα τα κουφάρια τους, στο τέλος υπερισχύει μέσα του το ανθρώπινο συναίσθημα και η βαθιά πίστη για την υποχρέωση απέναντι στους νεκρούς. Έτσι, αντί να υπερισχύσει η βία του πολέμου, υπερισχύει η ανθρώπινη καλοσύνη.
Στο αφήγημα, «Η κυρούλα της Λαμίας» έχουμε μια μικρή ιστορία όλο ανθρωπιά και καλοσύνη. Ο πόλεμος περνάει, αλλά αγγίζει μόνο τα κορμιά, οι ψυχές του αντιστέκονται. Η ιστορία αυτή είναι μια μορφή πολέμου στα μετόπισθεν και μας δείχνει καθαρά την προσφορά του γυναικείου στοιχείου σ’ αυτό τον πόλεμο.
Μέσα στο «Τουρκολίμανο» έχουμε τους θαλασσινούς που είναι κατά πλειονότητα άνθρωποι του μόχθου και της βιοπάλης. Ο καθένας με τη μοίρα του, τη μοίρα του απλού ανθρώπου που αρκείται στα λίγα. Δεν τολμούν να βγουν από τη ζωή που κάνουν, γιατί η Άτη θα έλθει αμείλικτη τιμωρός. «Στο Τουρκολίμανο ζουν ψαράδικα. Σήμερα πήγε καλά η θάλασσα, αύριο δεν πήγε καλά, μα την άλλη θα ξαναπάει. Δεν γυρεύουν πολλά στο Τουρκολίμανο, κι έτσι δεν θα χάνουν και τίποτα. αυτός γύρεψε τρεις φορές ανοιχτές θάλασσες έξω απ’ το Σαρωνικό. Πρέπει να πληρώσει.» («Ώρα πολέμου», σ. 69).
«Η Βαλανιδιά», αν την αξιολογήσουμε, νομίζω πως είναι το καλύτερο διήγημα της συλλογής. Μας παρασταίνει, εξαιρετικά συνταιριασμένα, τον πόλεμο σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια με την αγάπη και την καλοσύνη.
Στο διήγημα, «Οι χαρταετοί», έχουμε την αντίδραση των ανθρώπων στα μετόπισθεν εκεί, όπου ο πόλεμος και ο θάνατος στο μέτωπο φθάνουν σαν απόμακροι αντίλαλοι. Βλέπουμε έναν πόνο βαθιά ανθρώπινο, που η βαθιά πίστη στον Θεό, τον μετουσιώνει σε ελπίδα, αν και τις περισσότερες φορές η ελπίδα αυτή ποτέ σε γίνεται πραγματικότητα. Η γυναίκα, αδύναμη μπροστά στον πόνο του θανάτου, ξεσπάει σε μοιρολόγια, ενώ ο άντρας δίνει κουράγιο πνίγοντας στα «απόκρυφα» τον πόνο του.
Μετά, ακολουθεί «Το χρονικό του 1940», που είναι μια αναφορά στην Ιταλική εισβολή και το «Χρονικό του 1942» που αναφέρεται στον εορτασμό της 25ης Μαρτίου στην Αθήνα της Κατοχής. Στη συνέχεια υπάρχει ένα ελλιπές «Ημερολόγιο» με αναφορές σε πρόσωπα και γεγονότα κατά τον β' παγκόσμιο πόλεμο.
Στο δεύτερο μέρος, της διηγηματικής συλλογής, «Ώρα πολέμου», με τον τίτλο «Το βιβλίο της Άννας», υπάρχουν έξι διηγήματα.
«Η πρώτη ώρα» -το πρώτο σκίρτημα του εμβρύου στη μήτρα της γυναίκας- μολονότι μικρό σε έκταση, αποτελεί ένα από τα πιο ευτυχισμένα διηγήματα του Βενέζη και γενικότερα της πεζογραφίας του μεσοπολέμου.
«Τα χρυσόψαρα» είναι το αφήγημα που μας παρουσιάζει την αρχή της γνωριμίας της Άννας με τη ζωή, την αγάπη των γονέων της και την προσπάθεια να την οδηγήσουν σωστά στον δύσκολο δρόμο της ζωής.
Στο διήγημα, «Η χιονάτη της Πάρνηθας», η Άννα εξοικειώνεται με το περιβάλλον και μέσα από τα παραμύθια προσπαθεί, όπως όλα τα παιδιά να καταλάβει τον κόσμο.
Στη «Χριστουγεννιάτικη συμφωνία» έχουμε τη γνωριμία της Άννας με τη θρησκεία και την ανθρώπινη καλοσύνη.
Στο διήγημα «Η χαρά» γίνεται η πικρή διαπίστωση για το πόσο σπάνια νιώθει ο άνθρωπος το συναίσθημα της χαράς. Και τέλος, στο «Ένα σκοτωμένο πουλί» η μικρή Άννα γνωρίζει το θηρίο που κρύβεται μέσα στον άνθρωπο και που, όχι λίγες φορές, ξεχύνεται ασυγκράτητο, για να χορτάσει την πείνα του.
Η «Ώρα πολέμου», μολονότι περιλαμβάνει ιστορίες από την Κατοχή, δίνει μια ήρεμη ατμόσφαιρα που, κάθε άλλο, παρά πόλεμο θυμίζει. Ελάχιστα πράγματα και γεγονότα κι αυτά πολύ αδρά μεταφέρουν στον αναγνώστη τον τρόμο και τη βαρβαρότητα του πολέμου. Κανένα πολεμικό συναίσθημα δεν υπάρχει παρά μόνο καλοσύνη κι αγάπη. Οι ήρωες ζουν κυρίως απομονωμένοι, ήσυχοι, χωρίς προβλήματα, τόσο, που μερικές φορές να νομίζεις πως πρόκειται για ανύπαρκτα σ’ αυτό τον κόσμο πρόσωπα.
«ΑΙΓΑΙΟ»
Η διηγηματική συλλογή, «Αιγαίο» (1941), ακολούθησε τις δύο πολύ καλές παραγωγές του Βενέζη, «Μανώλης Λέκας κι άλλα διηγήματα» και «Νούμερο 31328».
Το βιβλίο αυτό το χωρίζει στα «Θέματα του κόσμου» και στα «Θέματα του ονείρου». Το πρώτο μέρος είναι το Αιγαίο, οι άνθρωποι και τα νησιά του. Το δεύτερο, αν και πιο αδύναμο ως προς το πρώτο, περιέχει το διήγημα «Σαντορίνη», που είναι ένα από τα καλύτερα διηγήματα του Βενέζη και της πεζογραφίας μας γενικότερα.
Στο αφήγημα «Το Λιός» βλέπουμε μια εικόνα ζωής μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Πολλοί πρόσφυγες στη Λέσβο, αφού γλύτωσαν το τομάρι της, αντιμετωπίζουν απειλητικό το φάσμα της πείνας. Η θάλασσα είναι η μόνη που μπορεί να τους προσφέρει το καθημερινό, όχι όμως χωρίς κινδύνους. Κι εδώ έχουμε τους ανθρώπους υποταγμένους στη μοίρα τους από την οποία δεν πρέπει να ξεφύγουν. Όλη η ιστορία μας δείχνει καθαρά την αντίληψη του Βενέζη για τη ζωή.
«Οι γλάροι» είναι μια μικρή ιστορία ενός γέρου φαροφύλακα που ζει μόνος σ ‘ ένα ερημικό νησί. Μόνη παρέα του είναι οι γλάροι και οι αναμνήσεις. Η στάση του γέρου απέναντι στους δύο νέους επισκέπτες, μας αποκαλύπτει την φιλοξενία και την καλοσύνη του απλού ανθρώπου, ο οποίος ζει μακριά από τον θόρυβο της πόλης και της καθημερινότητας.
«Η βουή» είναι ένα μικρό αριστούργημα. Η ιστορία μας περιγράψει το τέλος μιας 90χρονης γριάς, που συμπληρώνει υπομονετικά και μακρόθυμα τη γεμάτη καρτερία ζωή της. και αυτή η γριούλα είναι ο απλός, ο καλοπροαίρετος και υπομονετικός άνθρωπος, ο υποταγμένος στο θέλημα του Θεού και της μοίρας. Ο χαρακτηριστικός, ο άνθρωπος σύμβολο του Βενέζη.
Το «Ένα πουλί» είναι ένα αφήγημα από την προσωπική ζωή του συγγραφέα. Η ιστορία ενός πουλιού, η ιστορία ενός ανθρώπου, που μας δείχνει πόσο καταλυτική είναι η δύναμη της συνήθειας. Η δύναμη που σου απαγορεύει να βγεις από μια κατάσταση και ν’ αναζητήσεις κάτι άλλο, γιατί ακριβώς τη συνήθισες.
Στο «Δεν έχει πλοίο», με το περιστατικό με τις ιερόδουλες, ο Βενέζης μας υποβάλλει χαρακτηριστικά τον καλοσυνάτο και ανεπιτήδευτο άνθρωπο και συνάμα την αδυναμία του ανθρώπου να ξεφύγει από το πεπρωμένο που του έταξε η μοίρα.
Το «Άνθρωποι στη Φτέρη» είναι μια λιτή περιγραφή ανάβασης ορειβατών. Όπως σ’ όλα τα έργα του Βενέζη, έχουμε κι εδώ ήρωες νέους και γέρους. Εξάλλου γέρος είναι ο οδηγός των νέων ορειβατών. Δεν ξέρω, αν θα υπερέβαλα παραλληλίζοντας την κορφή του βουνού με την κορφή, το τέρμα της ζωής. Τα λόγια του γέρου, «Όμως είμαστε στην κορφή», δείχνουν καθαρά πως σημασία έχει να φτάσεις στην κορφή -έστω και του βουνού- κι όχι το τι θα βρεις σαν φτάσεις.
Το «Καΐκι του Θησέα» είναι αδύνατο σε σχέση με άλλα της συλλογής. Εδώ προβάλλεται η μοιρολατρική στάση του ανθρώπου απέναντι στα απλά περιστατικά της ζωής, η προσπάθειά του να ερμηνεύσει τα γεγονότα από το πέταγμα των πτηνών και η πίστη του απλού ανθρώπου, που μεγαλώνει κοντά στη θάλασσα, πως αυτή είναι το πεπρωμένο του.
Στο αφήγημα «Το θαλασσινό πνεύμα του Αιγαίου», με υπότιτλο «Ταξίδι στο μύθο ενός αποστάτη», ο Βενέζης αναφέρεται στην πνευματική άνθιση και την αυτονομία του Αϊβαλιού κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και μας διηγείται για τη ζωή του Θεόφιλου Καΐρη.
Το τελευταίο διήγημα από τα «Θέματα του κόσμου», «Ο απόγονος του εξωμότη», μοιάζει να είναι η εξομολόγηση ενός Τούρκου, που ένας παλιός Έλληνας πρόγονός του είχε αλλαξοπιστήσει, μη μπορώντας ν’ αντέξει τη δουλεία. Βλέπουμε τον θαυμασμό του για τα αρχαία μνημεία και, ίσως, κάποιες τύψεις για τη συμπεριφορά των προγόνων του στους Έλληνες.
Μέσα στα «Θέματα του ονείρου», το διήγημα «Σαντορίνη» είναι πολύ χαριτωμένο. Μέσα στο Αιγαίο ξεφεύγει από την υδάτινη πραγματικότητα και σμίγει με την ανθρώπινη ψυχή. Επίσης, βλέπουμε τη νοσταλγία του ανθρώπου για την τελειότητα και την αγάπη. Η Σαντορίνη, μέσα στην ιστορία που μας αφηγείται ο συγγραφέας, γίνεται σκοπός και σύμβολο της αγάπης.
Το «Παραμύθι του Αιγαίου» είναι η πικρή ιστορία μιας μητέρας και του τυφλού παιδιού της. Εδώ φαίνεται ο αδιάκοπος αγώνας του ανθρώπου να κατακτήσει τη ζωή πίσω από ποικίλες και αντίξοες συνθήκες.
«Τα νερά» είναι μικρά περιστατικά που συνθέτουν τον μύθο της ανύπαντρης μητέρας, το μυστήριο των άστρων και τον ανθρώπινο πόνο.
«Το ασημένιο καράβι» μάς αφήνει αρκετά δυνατή εντύπωση, καθώς μέσα από το πνεύμα του παραμυθιού, όπου τα άψυχα μιλούν και αισθάνονται, μας υποβάλλει μια πραγματικότητα.
Στο διήγημα «Λυκαβηττός» μεταφερόμαστε στον κόσμο των παιδικών παραμυθιών, όπου τα δέντρα μιλούν με τους ανθρώπους.
Το «Αιγαίο» αποτελεί μία από τις καλύτερες λογοτεχνικές παραγωγές του Ηλία Βενέζη. Μπορεί να μην παρουσιάζουν όλα τα διηγήματα της συλλογής το ίδιο ενδιαφέρον, παρόλα αυτά υπάρχουν τα άρτια κείμενα, τα οποία μας αποκαλύπτουν μια τέχνη που βρίσκεται στην ακμή της.
«ΩΡΑ ΠΟΛΕΜΟΥ» - «ΑΙΓΑΙΟ»
Ενώ οι τίτλοι των δύο έργων μας προδιαθέτουν για διηγηματικές συλλογές εντελώς διαφορετικές, διαβάζοντας θα δούμε πως, πέρα από τις διαφορές, που οπωσδήποτε διαθέτουν, υπάρχει βαθιά, αναλλοίωτη, πλεγμένη σε διαφορετικά γεγονότα η αντίληψη του Βενέζη για τον άνθρωπο, τη ζωή και τη μοίρα. Και στα δύο έργα κινούνται οι απλοί, οι γαλήνιοι, οι καλοσυνάτοι άνθρωποι, που ανέφερα πιο πάνω, οι οποίοι γίνονται πάντα έρμαιο της μοίρας και της δύσκολης ζωής τους.
Μια σημαντική διαφορά διακρίνουμε στα εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας. Στην «Ώρα πολέμου» ο Βενέζης με μέτρια εκφραστικά μέσα, αν και δεν λείπουν οι άρτιες λογοτεχνικά σελίδες, δεν μας δίνει μια ώρα πολέμου, όπως θα την περιμέναμε. Η έλλειψη του αγώνα και της αντίστασης για τον πόλεμο, η διάχυτη παρουσία του λυρικού στοιχείου και η απουσία της βίας και του τρόμου έρχονται σε αντίθεση με την πραγματικότητα του πολέμου.
Πιο πλούσια είναι τα γλωσσικά και εκφραστικά μέσα στο «Αιγαίο». Εδώ, θα λέγαμε πως έχουμε τα καθαρά «Βενεζικά» εκφραστικά μέσα. Ένας ονειρικός και απόκοσμος λυρισμός ξεγυμνώνει τις ψυχές των ηρώων και τις αφήνει να εκφράζονται ελεύθερα. Στο «Αιγαίο» βλέπουμε καθαρά το πάθος του Βενέζη για τη φύση να αποτυπώνεται σαν προέκταση της ψυχής.
Σημείωση: Το ανωτέρω κείμενο ήταν γραμμένο εξ ολοκλήρου στην πολυτονική γραφή, αλλά μεταγράφηκε στη μονοτονική.