Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Απάνθισμα

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Δημοσίευση της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:

Τα "Απομνημονεύματα" του Μακρυγιάννη, (ακαδημαϊκό έτος 1980-81)

 

    Ίσως, δεν θα ήταν άστοχο, στους καιρούς μας να μιλάμε για ανθρώπους σαν τον Μακρυγιάννη. Τον άνθρωπο, που ύψωσε τη φωνή και το ανάστημά του μέσα από τον αγώνα και που μέσα στα «Απομνημονεύματά» του περιγράφει την ιστορική στιγμή της εποχής του, όπως ο ίδιος την ένιωσε. «Ένα πράμα μόνο», λέει, «με παρακίνησε κ’ εμένα να γράψω, ότι τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί κι αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι».  

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ

    Ο στρατηγός, Γιάννης Μακρυγιάννης, γεννήθηκε το 1797 στο Αβορίτι -χωριό κοντά στο Λιδωρίκι- από φτωχούς γονείς. Καταγόταν από τους Τριανταφυλλοδημητραίους. Είχε δύο αδέρφια, τον Στάθη και τον Γιωργάκη, καθώς και αδερφές που η τύχη τους είναι άγνωστη. Έμεινε ορφανός από πατέρα λίγο μετά τη γέννησή του, οπότε η οικογένειά του κατατρεγμένη από τους Τούρκους κατέφυγε στη Λειβαδιά. Εφτά χρονών ξενοδουλεύει, έχοντας ξεχάσει σχεδόν το επίθετό του. αργότερα καθώς μας πληροφορεί ο Γιάννης Βλαχογιάννης, πήρε το επίθετο Μακρυγιάννης «δια το υψηλόν ανάστημα». Μετά πηγαίνει στην Ντεσφίνα σ’ έναν πατριώτη του και το 1811 έρχεται στην Άρτα, όπου προσλαμβάνεται στην υπηρεσία του Θανάση Λιδορίκη. Στην Άρτα αποκτά υπολογίσιμη περιουσία έτσι, που στις παραμονές της Επανάστασης είχε «καζαντήσει του Θεού τα ελέη».

    Γύρω στα 1820 μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία. Τον Μάρτη του 1821 πηγαίνει στην Πάτρα για μυστική αποστολή. Όταν επιστρέφει, μετά από κινδύνους, στην Άρτα, συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε θάνατο από τους Τούρκους. Ξεφεύγει κι αρχίζει το αγώνα κοντά στον «αγαθόν πατριώτην» Γώγο Μπακόλα. Αγωνίζεται στο Πέτα και στην πολιορκία και την άλωση της Άρτας. Καταβεβλημένος από τις κακουχίες αποσύρεται στα Σάλωνα, για ν’ αναρρώσει.

    Το 1822 έρχεται στην Αθήνα, όπου γίνεται πολιτάρχης. Την ίδια χρονιά πηγαίνει στον Μωριά, στην Πιάδα. Ανακατώνεται στη λαίλαπα των εμφυλίων πολέμων. Στα 1824 γίνεται χιλίαρχος, αντιστράτηγος και μετά από λίγο πολιτάρχης της Αρκαδίας.

    Τις κρίσιμες για την πατρίδα μέρες του 1825 αγωνίζεται στο Νεόκαστρο. Έπειτα στους Μύλους του Ναυπλίου, όπου τον περίμενε νέος θρίαμβος. Και από εκεί, με βαρύ τραύμα, επιστρέφει στην Αθήνα, όπου παίρνει για σύντροφο της ζωής του, την Αικατερίνη, κόρη του Γεωργαντά Σκουζέ.

    Από την Αθήνα έρχεται στην Ύδρα και στο Ναύπλιο. Παραιτείται από τους βαθμούς του και κατατάσσεται στον τακτικό στρατό του Φαβιέρου. Μετά την τεράστια συμβολή του στην πολιορκία της Ακρόπολης, κουρασμένος, αποσύρεται για λίγο στην Τήνο, όπου βρίσκεται η οικογένειά του.

    Το 1828 ήρθε ο Καποδίστριας. Ο Μακρυγιάννης χρημάτισε αρχηγός της «εκτελεστικής δυνάμεως Πελοποννήσου». Τα καλά αισθήματά του προς τον Κυβερνήτη άλλαξαν, γιατί αυτός κυβερνούσε χωρίς λαϊκή εκπροσώπηση. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, ήρθε ο Όθωνας. Ούτε αυτός, όμως, αποκατάστησε τη συνταγματική τάξη. Έτσι, ο Μακρυγιάννης, κάτω από την πίεση της κατάστασης που είχε δημιουργηθεί, οργάνωσε και έφερε εις πέρας την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843, μετά από την οποία εγκαθιδρύθηκε συνταγματική βασιλεία.

    Μετά την επανάσταση αποσύρεται στο σπίτι του, παρακολουθώντας από μακριά την πολιτική κατάσταση. Η τελευταία, όμως, πολιτειακή μεταβολή δεν έφερε τα αποτελέσματα που προσδοκούσε ο πρωτεργάτης της. άρχισε να αντιδρά πάλι. Οι σχέσεις του με την εξουσία δεν ήταν και τόσο ευχάριστες. Το 1851 άρχισαν να κυκλοφορούν οι κατηγορίες: ο Μακρυγιάννης θέλει να σκοτώσει τον βασιλιά, θέλει να κάνει δημοκρατία. Έτσι, στις 15 Αυγούστου του 1852 οδηγήθηκε στις φυλακές Μενδρεσέ και στις 16 Μαρτίου του 1853 άρχισε η δίκη, που με σχεδόν αστήρικτες μαρτυρίες τον καταδίκασε σε θάνατο. Η καταδίκη του μετατράπηκε σε δεσμά, και του χαρίστηκε, όταν υπουργός Στρατιωτικών ήταν ο Καλλέργης. Στις 2/9/1854 βγήκε από τη φυλακή. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του αποκαταστάθηκε στα αξιώματα που είχε στο παρελθόν. Πέθανε στις 27/4/1864, σε ηλικία 67 χρονών.

ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ

    «Ώρμησε στον αγώνα ως πειναλέος ιέραξ εις το κυνήγιον», γράφει ο Βλαχογιάννης. Πράγματι μπήκε στον αγώνα πολύ νέος και μολονότι δεν είχε πολεμικό παρελθόν -ποτέ δεν ήταν αρματολός ούτε κλέφτης- από την πρώτη μάχη στον Σταυρό έδειξε τρομερή αντοχή και αγωνιστικότητα. Κοντά στον Γώγο Μπακόλα πήρε τα καλύτερα μαθήματα ανδρείας και φρόνησης. Μετά την πολεμική δράση στην Ήπειρο ήρθε στην Ανατολική Ελλάδα. Εδώ, πήρε μέρος στην προσπάθεια να αναχαιτιστεί η προέλαση του Δράμαλη, πολεμώντας στην Υπάτη κοντά στον Νικηταρά και στη Νευρόπολη. Το 1822, στην Αθήνα, διορίστηκε από τον Οδ. Ανδρούτσο αρχιφύλακας της φρουράς του Κάστρου. Το 1823, πήγε στη Σαλαμίνα, όπου ο Νικηταράς με τον Ανδρούτσο ετοίμαζαν εκστρατεία στην Αν. Ελλάδα. Πήρε μέρος στην εκστρατεία και πολέμησε στην Βελίτσα, νωρίς όμως επέστρεψε στη Σαλαμίνα.

    Ύστερα ήρθε στην Πελοπόννησο, όπου μετά τον εμφύλιο σπαραγμό, αναδύθηκε σε μια προσπάθεια να αποκρούσει τις επιθέσεις του Ιμπραήμ. Στο Νεόκαστρο πολέμησε μέχρι που του σώθηκαν τα πολεμοφόδια. Έπειτα εγκατέλειψε την άμυνα του κάστρου, όχι από φόβο, αλλά γιατί ήταν αδύνατο με τις δυνάμεις του να το κρατήσει και γιατί είχε προβλέψει την πορεία του Ιμπραήμ. Έτσι, οργάνωσε την άμυνα στους Μύλους του Ναυπλίου: «Και την άλλη κούλια τη συγύρισα καλά να δεχθώ τον αφέντη μου τον Μπραΐμη, οπούθελε εις το Νιόκαστρο να με πάρει μαζί του. ότι μ’ ηύρε νηστικόν και διψασμένον… και τώρα θέλει ιδεί ντουφέκι Ελληνικόν».

    Πράγματι, η 13/6/1825 έκοψε την ορμή του Ιμπραήμ κα ιδυνάμωσε το αγωνιστικό φρόνημα των Ελλήνων. Η τελευταία και πιο σημαντική, θα λέγαμε, πολεμική εξόρμηση του Μακρυγιάννη ήταν η πολιορκία της Ακρόπολης από τον Κιουταχή. Να τι γράφει ο Άγγλος Blaquiere: «Οι Έλληνες ουδέποτε επολέμησαν καλύτερον, ούτε ανέπτυξαν μεγαλυτέραν γενναιότητα και θάρρος… Εκ των Ελλήνων στρατηγών ο Μακρυγιάννης ιδία διεκρίθη· αυτός και τα στρατεύματα αυτού έπιπτον κατά των εχθρών ψάλλοντες εν χορώ πατριωτικόν άσμα».

ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ

    Το πιο σπουδαίο έργο του είναι τα «Απομνημονεύματα». Όπως μας πληροφορεί ο ίδιος, άρχισε να τα γράφει στις 26/2/1829, σε ηλικία 32 χρονώ, στο Άργος, όταν ήταν αρχηγός της «Εκτελεστικής δυνάμεως της Πελοποννήσου». Το μεγαλύτερο μέρος τους το έγραψε εκεί ως τα 1832, συνέχισε ύστερα στο Ναύπλιο και στην Αθήνα ως το 1840. Όταν η εξουσία άρχισε να τον υποψιάζεται, αναγκάστηκε να σταματήσει το γράψιμο και να δώσει το χειρόγραφο σε κάποιον κουμπάρο του, στην Τήνο, για να το φυλάξει. Στα 1844, το παίρνει πίσω στην Αθήνα και με πολλές προφυλάξεις συνεχίζει να γράφει και συγχρόνως να αντιγράφει όσα είχε γράψει στο μεταξύ. Εξακολουθεί να γράφει ως το 1850 και λίγο αργότερα γράφει τον πρόλογο κι ένα εκτενή επίλογο.

    Το χειρόγραφο έμεινε για πολλά χρόνια στα υπόγεια του γιου του Μακρυγιάννη, Κίτσου, όπου το βρήκε μισοσαπισμένο μέσα σ’ έναν τενεκέ ο Γ. Βλαχογιάννης. 17 μήνες εργάστηκε αυτός πάνω στο χειρόγραφο που το διαίρεσε σε βιβλία και κεφάλαια και, προτάσσοντας μια εκτενή εισαγωγή, το τύπωσε για πρώτη φορά το 1907. Ο Άγγελος Σικελιανός, αναγνωρίζοντας την προσφορά του Βλαχογιάννη στην έκδοση των «Απομνημονευμάτων», στο ποίημα που αφιέρωσε στον Μακρυγιάννη, γράφει:


Χαρά σ’ εκειόν
που πρωτοσήκωσε απ’ το χώμα αυτή τη σπάθα
και τέτοια διάβασεν απάνω της βαγγέλια…
Χαρά, λοιπόν, σ’ Εσένα πρώτα γέρο - Βλαχογιάννη!... (Λυρικός Βίος, τόμ. Γ')

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

1η: Απομνημονεύματα και Αρχείον Στρατηγού Μακρυγιάννη (Επιμέλεια - εισαγωγή Γ, Βλαχογιάννη), Αθήναι 1907, απ’ το τυπογραφείο του Σ. Κ. Βλαστού.
2η: Στρατηγού Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα (Εισαγωγή Γ. Βλαχογιάννη - επιμέλεια Λίνου Πολίτη), Αθήνα 1947, απ’ το βιβλιοπωλείο Ε. Γ. Βαγιονάκη.
3η: Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα (Εισαγωγή - σχόλια Σπ. Ασδραχά), εκδ. Μέλισσα - Καραβίας, Αθήνα 1957.
4η: Στρατηγού Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα (Εισαγωγή Γ. Βλαχογιάννη), εκδ. Γαλαξίας, Αθήνα 1964.
5η: Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα (Εποπτεία - εισαγωγή Απ. Β. Δασκαλάκη), εκδ. Βίπερ του Πάπυρου, 67, 70, Αθήνα 1970.
6η: Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα (Πρόλογος Τ. Βουρνά), εκδ. Αφοί Τολίδη, Αθήνα 1972.
7η: Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη (Επιμέλεια Ρ. Γαλανάκη), εκδ. Ολκός, 1974.
8η: Άπαντα Μακρυγιάννη - Απομνημονεύματα και Αρχείον, (Εισαγωγή Γ. Βλαχογιάννη), τόμοι 2, εκδ. 1821 Ελληνική εκδοτική Σχολή, Αθήνα 1977.
9η: Στρατηγού Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα (Εισαγωγή Γ. Βλαχογιάννη - Απάνθισμα μελετημάτων Γ. Θεοτοκά, Γιάννη Κορδάτου, Σπ. Βασιλείου, Γ. Σεφέρη - Εικόνες (έγχρωμες) Παν. & Δημ. Ζωγράφου), εκδ. Μπάυρον, Αθήνα 1977.

    Αναπόσπαστες από τα «Απομνημονεύματα» θεωρούνται και οι 24 εικόνες του Παναγιώτη Ζωγράφου και του γιου του, που τις ζωγράφισαν με την επίβλεψη του Μακρυγιάννη, γιατί με αυτές ο απομνημονευματογράφος ήθελε να εικονογραφήσει το κείμενο. Αυτές τυπώθηκαν για πρώτη φορά το 1926 από ξένο εκδοτικό οίκο στη Γενεύη και στο Παρίσι. Ο τίτλος της α' έκδοσης είναι: Histoire picturale de la guerre de l’ Indépendance Hellénique par le Cénéral Makryjannis, Γενεύη, Editions d’ art Boissonas, & Παρίσι, Librairie Jean Baudry et Cie. Σήμερα σώζονται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη.

    Άφησε επίσης ένα δεύτερο χειρόγραφο, ανέκδοτο μέχρι σήμερα, με οράματα, όνειρα, αναμνήσεις και διηγήσεις θαυμάτων. Σύμφωνα με πληροφορίες του Γ. Θεοτοκά, που το είδε στο σπίτι του Βλαχογιάννη, πρέπει να γράφτηκε ανάμεσα στα 1850 και 1864, όταν ο συγγραφέας του περνούσε μια περίοδο θρησκευτικής μυστικοπάθειας.

ΔΙΑΤΑΞΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ

    Τα «Απομνημονεύματα» του Μακρυγιάννη αναφέρονται σε μια αρκετά μεγάλη χρονική περίοδο σε σύγκριση με άλλων τα απομνημονευματογράφων. Αρχίζει από τη γέννησή του και φτάνει ως τα γεγονότα του 1850. Στο έργο του προτάσσει έναν πρόλογο και μια εισαγωγή, κατατοπιστικά για τη φύση και τον σκοπό του. αμέσως ύστερα μας δίνει την ταυτότητά του, θα λέγαμε, ως συγγραφέας, αναφερόμενος στη γέννησή του, στην καταγωγή του, στην ιδιαίτερη πατρίδα του και στις περιπέτειες των πρώτων χρόνων της ζωής του.

    Κατόπιν μας δίνει αρκετές πληροφορίες για την εξέγερση στην περιοχή της Άρτας και για τις μάχες που έγιναν εκεί (Πέτα - Πέντε Πηγάδια, κ.ά.). Μετά γράφει για τα γεγονότα του 1822, για την επέλαση του Δράμαλη και κάνει μια αναδρομή στα γεγονότα του 1821 στην Αν. Ελλάδα. Πολύ εκτεταμένα αναφέρεται στη δράση του Οδυσσέα Ανδρούτσου και του Γκούρα, καθώς και στον πρώτο και δεύτερο εμφύλιο πόλεμο. Έπειτα έχουμε τη δράση του στην Πελοπόννησο (Νεόκαστρο - διαπραγματεύσεις με τον Ιμπραήμ - μάχη των Μύλων - ήττα του Ιμπραήμ). Εκτενώς περιγράφει την πολιορκία της Ακρόπολης από τον Κιουταχή, τις μάχες γύρω απ’ αυτή (Σερπετζέ - Καστέλλας - Καματερού - Ανάλατου - Άι-Σπυρίδωνα) και τον αγώνα και τον θάνατο του Καραϊσκάκη. Από δω και κάτω, αν παραλείψουμε τη μάχη της Πέτρας, αρχίζει η περιγραφή της πολιτικής ζωής του ελεύθερου Ελληνικού κράτους. Και γίνεται η αφετηρία από τον Καποδίστρια (γενική αναφορά στην κυβερνητική πολιτική του - Δ' Εθνική Συνέλευση στο Άργος - δολοφονία).

    Μετά αναφέρεται στην Ε' Εθνική Συνέλευση και στη Συνέλευση στην Πρόνοια, που επικύρωσε την αναγόρευση του Όθωνα για βασιλιά της Ελλάδας. Στη συνέχεια γράφει για τον Όθωνα (άφιξη - αντιβασιλεία - ενηλικίωση - κακή διακυβέρνηση - επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου - Α' Εθνική Συνέλευση). Σε όλο αυτό το κομμάτι κάνει κρίσεις για την Επανάσταση, για τις ιστορίες που γράφτηκαν γι’ αυτή και κατά κύριο λόγο αναφέρεται στους πολιτικούς αγώνες, στους οποίους πρωτοστατούσαν ο Κωλέττης, ο Μαυροκορδάτος, ο Μεταξάς κι ο ίδιος. Και κλείνει το έργο του παραθέτοντας έναν εκτενή επίλογο με σκέψεις και κρίσεις του.

    Το έργο του ο Γ. Βλαχογιάννη το χώρισε σε τέσσερα βιβλία, που το καθένα περιέχει άνισο αριθμό κεφαλαίων, παίρνοντας ως βάση σημαντικά γεγονότα. Το Α' βιβλίο περιλαμβάνει τα γεγονότα από το 1797-1827, το Β' από 1828-1832, το Γ' από 1833-1843, το Δ' από 1843-1850.

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ

    Ο Μακρυγιάννης πήρε έντονα μέρος στην πολιτική ζωή της Ελλάδας. Τα πιο σημαντικά βέβαια γεγονότα ήταν οι εμφύλιοι και η επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου. Όταν άρχισε ο εμφύλιος βρέθηκε σε δίλλημα: «Δεν ήξερε κανείς τι να κάμη», γράφει, «ήμουν άμαθος από τέτοια». Αν και απεχθανόταν τις κομματικές έριδες, αν και διαμαρτυρήθηκε και έλεγξε τους υποκινητές της αδελφικής αιματοχυσίας, δεν κράτησε ουδετερότητα, μπήκε κι αυτός στον πόλεμο. Το σφάλμα του ήταν πως πήρε σκληρά μέτρα κατά μη κυβερνητικών, πράγμα που δημιούργησε πολλούς εχθρούς. Γενικά η συμπεριφορά των Ελλήνων στον εμφύλιο σπαραγμό απογοήτευσε τον Μακρυγιάννη. Ποτέ πια δεν ήθελε να πάρει διαταγή για τέτοιο πόλεμο.

    Όταν ήρθε ο Κυβερνήτης, ο Κυβερνήτης έγινε αρχηγός της «Εκτελεστικής δυνάμεως Πελοποννήσου». Την ίδια εποχή, κι ενώ είναι δυσαρεστημένος από τη διακυβέρνηση του Καποδίστρια, τον βλέπουμε να κυριαρχείται από φιλελεύθερες ιδέες. Στην Δ' Εθνική συνέλευση του 1829 στο Άργος, σαν πληρεξούσιος της Άρτας, υπερασπίζει με πάθος τους στρατιωτικούς και πετυχαίνει να καταψηφιστεί ένα βούλευμα του Καποδίστρια κατά των στρατιωτικών. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια τάχθηκε απροκάλυπτα «υπέρ των συνταγματικών».

    Κι έφτασε ο Όθωνας στο Ναύπλιο. Ο Μακρυγιάννης ποτέ δεν μπόρεσε να συγχωρήσει τη συμπεριφορά της αντιβασιλείας, που τον συνόδευε και επανειλημμένα ερχόταν σε σύγκρουση μαζί της. όλο ενθουσιασμό χαιρέτησε την ενηλικίωση του βασιλιά, γρήγορα όμως απογοητεύτηκε κι άρχισε να αντιδρά. Οι πρώτες αντιδράσεις του εκδηλώθηκαν, όταν ως πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου της Αθήνας, πέτυχε να εκδοθεί ψήφισμα με το οποίο απαιτείτο η σύγκληση εθνοσυνέλευσης, στην οποία θα ψηφιζόταν σύνταγμα. Τότε έπεσε στη δυσμένεια του βασιλιά κι αν και αποφασίστηκε να διωχθεί από την Αθήνα, δεν έγινε αυτό, γιατί δεν το επέτρεπε η υγεία του.

    Ύστερα από τα γεγονότα αυτά, άρχισε να οργανώνει επανάσταση, συνεργαζόμενος με πολιτικούς -αν και δε ντους συμπαθούσε- και με παλιούς συναγωνιστές, όπως τον Θ. Γρίβα, Νικόλ. Κριεζώτη, Δ. Καλλέργη, Σπυρομήλιο, και άλλους. Η επανάσταση πραγματοποιήθηκε στις 3/9/1843, ήταν αναίμακτη, είχε πλήρη επιτυχία και αποτέλεσε πολιτικό θρίαμβο του Μακρυγιάννη. Δημιούργημα της επανάστασης ήταν η Α' Εθνική Συνέλευση, στην οποία ο Μακρυγιάννης κυριολεκτικά διέπρεψε με τις απόψεις και τα επιχειρήματά του. για αρκετό διάστημα αποσύρθηκε από κάθε πολιτική δραστηριότητα. Όταν όμως άρχισε να παρατηρεί πως το κοινοβουλευτικό πολίτευμα δεν λειτουργούσε καλά, πως παραμελείτο το εθνικό θέμα της απελευθέρωσης των άλλων Ελλήνων και πολλά άλλα, άρχισε ν’ αντιδρά, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε δίκη κι έπειτα στη φυλακή.   

Ο ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ

    Ο Μακρυγιάννης, γεννημένος μέσα στη φύση, λες κι άντλησε κατευθείαν απ’ αυτή την τιτανική, θα λέγαμε, δύναμή του. Οι περιπέτειες της οικογένειάς του με τους Τούρκους τον ωρίμασαν κάπως πρόωρα. Πολύ μικρός, πιεζόμενος από οικονομικές δυσχέρειες, αναγκάζεται να φύγει μακριά από τη μητέρα του. όσο καιρό βρίσκεται στα ξένα, μόνο του καταφύγιο είναι ο Θεός. όχι μόνο σ’ αυτή την περίπτωση, αλλά πάντα, ως την τελευταία του πνοή, τον χαρακτηρίζει έντονο το θρησκευτικό συναίσθημα. Σε χαρές και σε λύπες, παντού και πάντοτε, επικαλείται τον Θεό. Αυτός του στάθηκε στην ειρήνη και στον πόλεμο, έξω από τη φυλακή και μέσα σ’ αυτή, ο μοναδικός αληθινός φίλος κι ο παρήγορος σύντροφος. Αυτόν καλεί για τιμωρό σε όσους έκαναν κακό. σ’ όλη του τη ζωή νηστεύει, κάνει μετάνοιες και προσεύχεται. Άλλωστε δίπλα στο σπίτι του είχε μια σπηλιά, όπου προσευχόταν μακριά απ’ τον κόσμο.

    Στην Άρτα, με τη σύνεση και την εξυπνάδα του αναδείχθηκε σε σημαντικό έμπορο. Το εμπόριο του εξασφάλισε οικονομική ανεξαρτησία, γεγονός σημαντικότατο για τον ίδιο και τον Αγώνα. Έτσι, αργότερα θα μπορεί να συντηρεί ένα -άλλοτε μικρό κι άλλοτε μεγαλύτερο- στρατιωτικό σώμα και το κυριότερο, θα έχει τη δυνατότητα να το εμποδίζει να καταφεύγει σε πλιάτσικο, πράγμα που επανειλημμένα μέσα στα «Απομνημονεύματά» του δείχνει πως το απεχθανόταν.

    Ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της ζωής του είναι αναμφισβήτητα η μύησή του στη Φιλική Εταιρεία. Έχοντας συναίσθηση της υψηλής αποστολής της, μυείται σταδιακά σ’ αυτή, γιατί φοβόταν, καθώς ήταν νέος «μην αντέση και λυπηθή την ζωή του και προδώσει το μυστικό». Από όλη τη δράση του, βέβαια, φαίνεται πως «άντεσε» και δεν πρόδωσε την πατρίδα και πως πρόσφερε τα πάντα για τη λευτεριά της.  

    Οι διοικητικές ικανότητες του Μακρυγιάννη φαίνονται καθαρά, όταν έγινε πολιτάρχης στην Αθήνα. Προσπάθησε να επιβάλει την τάξη, αν και «των Αθηναίων δεν τους άρεσε η ευταξία», θεσπίζοντας αυστηρά μέτρα «κατά της οπλοφορίας», μεριμνώντας για την ασφάλεια και τα δημόσια ήθη. Όχι μόνο α’ αυτή την περίπτωση, αλλά σε κάθε πολιτική και στρατιωτική του ενέργεια μπορεί να διακρίνει κανείς αυτή τη σημαντική αρετή του.

    Η διχόνοια περνάει σας εφιάλτης στο μεγαλύτερο μέρος του έργου του Μακρυγιάννη: «Μεράστηκαν οι καλοί πατριώτες», σημειώνει, «να προκόψουν την πατρίδα». Δεν μπορεί να συγχωρέσει αυτό το άσχημο ελάττωμα στους Έλληνες και μάλιστα τη στιγμή που έχουν έναν τεράστιο αγώνα με τους Τούρκους.

    Αν και στρατιωτικός, πολλές φορές απογοητεύτηκε από τη συμπεριφορά των στρατιωτικών. Επανειλημμένα απελπίστηκε απ’ όλα, ποτέ όμως δεν εγκατέλειψε τον αγώνα, ποτέ δεν έκανε πίσω, αντίθετα έπαιρνε περισσότερη δύναμη και συνέχιζε με μεγαλύτερη ορμή και πείσμα. Καμιά αποτυχία δεν αφαίρεσε την καρτερικότητα της ψυχής του και τη δύναμη του κουρελιασμένου από τις πληγές κορμιού του.

    Αν και αγράμματος, ο Μακρυγιάννης, είχε βασικές γνώσεις για το ιστορικό παρελθόν της πατρίδας και σε πολλά σημεία κάνει τρομερούς συνδυασμούς γεγονότων, όπως, όταν ο Γκούρας επιβουλευόταν τον Οδυσσέα Ανδρούτσο: «Δεν άφησαν οι καλοί πατριώτες νάβγη η πατρίς από τον κίντυνον  κι ύστερα να βάλουν την διάθεσίν τους σ’ ενέργεια να σκοτώσουν όλους. Ότι αυτό είναι προγονικόν. Και οι Αθηναίοι τον Θεμιστοκλή αυτείνη την ανταμοιβή τόκαμαν, κι’ αλλουνών πολλών. Όχι όμως όταν ήταν η πατρίδα σε κίντυνον, όταν ησύχαζε».

    Ένα σημαντικό προτέρημά του είναι η διορατικότητα. Στα σπουδαιότερα γεγονότα -Νεόκαστρο - Μύλοι - Ακρόπολη- τον βλέπουμε να διαβάσει τις εχθρικές κινήσεις και να ενεργεί ανάλογα. Άφοβος, έτοιμος κάθε στιγμή και για κάθε κίνδυνο ποτέ δεν εγκατέλειψε τη θέση του, αποφασισμένος να πεθάνει. Σπάνια άλλαζε γνώμη και πάντα έκανε αυτό που του υπαγόρευε η συνείδηση. Του άρεσε να δίνει συμβουλές, αν και μερικές φορές ήξερε πως δεν θα εισακουστεί. Ήταν δυνατός χαρακτήρας. Πόση ψυχική δύναμη χρειάζεται, να εγκαταλείψεις τα αξιώματα και να καταταχθείς απλός στρατιώτης σ’ έναν ταχτικό στρατό! Ο Μακρυγιάννης είχε ένα από τα πιο πειθαρχημένα στρατεύματα της Επανάστασης και ποτέ δεν τους επέτρεψε να κάνουν πλιάτσικο και σ’ αυτό βοήθησε σίγουρα η δική του οικονομική ανεξαρτησία. Και κάτι σπουδαίο ακόμα. Πάντα τον διέκρινε συναδελφικό πνεύμα προς τους στρατιώτες του.

    Η ευθύνη και το μίσος για την αδικία, που τον διέκριναν, τον έφεραν πολλές φορές σε σύγκρουση με προσωπικότητες της εποχής του. αγανακτούσε για τις καταχρήσεις που γίνονταν και διαμαρτυρόταν για τις ενέργειες των «ισχυρών», με αποτέλεσμα να πέσει στη δυσμένειά τους. Γι’ αυτό και στην ενασχόληση με την πολιτική, πολλές φορές, απογοητευμένος, έπαιρνε το μέρος πότε του ενός και πότε του άλλου κόμματος, όχι από πολιτική αστάθεια, αλλά γιατί μάταια προσπαθούσε να βρει κάποιο που θα φρόντιζε μόνο για την πατρίδα.

    Ο Μακρυγιάννης, πέρα από τον στρατιωτικό, τον πολιτικό, είναι μια βαθιά καλλιτεχνική ψυχή. Αυτό βέβαια δείχνει το πάθος του για τη ζωγραφική, η ευκολία με την οποία «φκειάνει» τραγούδια και το μωσαϊκό που με τόση τέχνη και φαντασία είχε φτιάξει στην αυλή του σπιτιού του. και τη στιγμή που τραγουδάει πάνω στην Ακρόπολη, λίγο πριν σκοτωθεί ο Γκούρας, θαρρεί κανείς πως δεν έχει να κάνει με έναν πολεμιστή, αλλά με ένα τραγουδιστή του λαού σε μια χαρούμενη λαϊκή συγκέντρωση. Όλο συγκίνηση, πάλι μιλάει για τα αρχαία μνημεία, «γι’ αυτά πολεμήσαμε», γράφει σ’ ένα σημείο και δεν είναι η φωνή του λόγιου ή ενός ειδικού, αλλά η φωνή ενός ανθρώπου του λαού, που αισθάνεται το βάρος της εθνικής κληρονομιάς.

    Ο Μακρυγιάννης «πολέμησε, αγωνίστηκε, πίστεψε, σκακατεύτηκε, αηδίασε, θύμωσε. Αλλά έμεινε, όπως βγαίνει από το γράψιμό του το απελέκητο, πάντα ορθός ως το τέλος· άνθρωπος στο ύψος του ανθρώπου. Δεν έγινε μήτε υπεράνθρωπος, μήτε σκουλήκι». Πιστεύω πως αυτά τα λίγα λόγια του Σεφέρη είναι ο καλύτερος χαρακτηρισμός για τον Μακρυγιάννη.

ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ

    Μέσα στο έργο του Μακρυγιάννη κινείται ένα πλήθος από πρόσωπα. Θα περιοριστώ σ’ αυτά που ο συγγραφέας αναφέρει περισσότερο. Τον Γκούρα, ενώ τον ονομάζει αδερφό, αργότερα καταδικάζει τις ενέργειές του -πλιάτσικο, εκμετάλλευση μισθών, δημοσίευση ανύπαρκτων κατορθωμάτων του στον τύπο, τον προγραμματισμό ενεργειών του ανάλογα με το προσωπικό του συμφέρον και κυρίως τη δολοφονία του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Πάλι όμως, ο Γκούρας εξιλεώνεται στα μάτια του Μακρυγιάννη, όταν συζήτησαν επάνω στην Ακρόπολη και μετάνιωσε για τη συμπεριφορά του και μετά από λίγο, πολεμώντας, οδηγήθηκε στον θάνατο και στη δόξα.

    Τον Κωλέττη, αν και τον είχε κουμπάρο και τον είχε βοηθήσει να εκλεγεί στην κυβέρνηση, τον κρίνει αυστηρά. Δεν μπορούσε να του συγχωρέσει τις βιαιοπραγίες που διέπραξαν τα ρουμελιώτικα στρατεύματα στην Πελοπόννησο με διαταγή του. με βιαιότητα αντιδρά, όταν πληροφορείται πως μαζί με τον Μαυροκορδάτο ήθελαν να τροποποιήσουν τη θρησκεία. Θα παραθέσω ένα μικρό τμήμα από το έργο, που δείχνει καθαρά τι πίστευε ο Μακρυγιάννης για τον Κωλέττη: «Ξέχωσαν τον Κωλέττη άλυωτον δια να ιδή της πράξες του της καλές οπού έκαμεν εις την πατρίδα του, όταν κυβερνούσε με τόση αρετή και πατριωτισμό, και την έφερε σ’ αυτείνη την άθλιαν κατάστασιν. Πέθανε αυτός και η πατρίδα του κιντυνεύει από της καλές πράξες…».

    Με πολλή ειρωνεία μιλάει για τον «Εκλαμπρότατο» Μαυροκορδάτο, που ήθελε να σκοτώσει τον Καραϊσκάκη και εξαίρει την προσφορά του δεύτερου. Τον θεωρεί αιτία για τη διχόνοια. Γενικά, τον αντιμετωπίζει με δυσπιστία, όπως κάθε ερχόμενο από το εξωτερικό Έλληνα.

    Αν και σε πολλά σημεία επαινεί τον Κολοκοτρώνη, γενικά είναι αυστηρός μαζί του, όταν γράφει: «διόρισε τα φουσάτα του αναντίον μας και τους είπε με θέλει να με γδάρη ζωντανό σαν πρόβατο. Ότ’ ήταν χασάπης εις την Ζάκυνθον … κι αφού ήρθε γυμνός … αυτός και σύντροφοί του, καθημερινώς δουλεύουν την πατρίδα μ’ εμφυλίους πολέμους και νέες φατρίες…». Ή, όταν σκοτώθηκε ο Πάνος Κολοκοτρώνης, λέει πως «είναι το μόνο αίμα Κολοκοτρωναίων που χύθηκε στον αγώνα». Νομίζω πως στον επίλογο του έργου του έρχεται η κάθαρση, καθώς γράφει: «Ο Κολοκοτρώνης ήταν καλός πατριώτης, αλλά οι δικές σου συμβουλές (του Μεταξά) όλο σε εμφύλιους πολέμους τον κινούσανε και σε μεγάλη διχόνοια με τους πατριώτες του».

    Ίσως, θα πρέπει να δικαιολογήσουμε τον Μακρυγιάννη για τη στάση του αυτή, γιατί τον Κωλέττη και τον Μαυροκορδάτο, όσο και τον Κολοκοτρώνη τους θεωρούσε αντίστοιχα φορείς της γαλλικής, της αγγλικής και της ρωσικής πολιτικής. Και μάλλον από υπέρμετρο πατριωτισμό έχει αυτή τη στάση.

    Θαυμάζει τον Δ. Υψηλάντη, που «ως άνθρωπος με συνείδηση» παραιτείται από την κυβέρνηση, που προσπαθεί να εξολοθρεύσει τους καλύτερους αγωνιστές, και πηγαίνει κι αγωνίζεται για την πατρίδα στο πεδίο της μάχης. Γενικά, εξαίρει την προσφορά των Υψηλάντηδων που «θυσίασαν πρώτα ζωή, πλούτη, και τιμώντας Θεόν, πατρίδα και θρησκεία».

    Πολύ εξαίρει την προσφορά του Οδυσσέα Ανδρούτσου, αν και λέει πως «τον είχε οχτρό, γιατί γύρευε να τον σκοτώσει».

    Ο Καλλέργης παρουσιάζεται ως γενναίος, αλλά ματαιόδοξος. Μολονότι συγκρούστηκε στον πολιτικό στίβο με τον Μακρυγιάννη, αυτός ήταν που, ξεχνώντας το παρελθόν, φέρθηκε με μεγαλοψυχία βγάζοντας τον Μακρυγιάννη από τη φυλακή.

    Ο Μακρυγιάννης αγαπούσε κι εκτιμούσε τον Καποδίστρια, παρόλα αυτά, πολλές φορές ψυχράνθηκε. Καθώς δεν μπορούσε να κρύψει αυτά, που σκεπτόταν  συχνά ερχόταν σε σύγκρουση. Κυρίως έπεσε στη δυσμένεια του Καποδίστρια, στην Εθνική Συνέλευση, καθώς μίλησε αντίθετα απ’ αυτά που ήθελε ο Κυβερνήτης. Βασικά, ποτέ δεν πολέμησε προσωπικά τον Καποδίστρια, αν και ήταν δυσαρεστημένος με την πολιτική του.

    Η αντιβασιλεία δεν ήταν καθόλου συμπαθής στον Μακρυγιάννη. Είχε έλθει να επιτροπεύσει τον Όθωνα και να κυβερνήσει τους Έλληνες, που μόλις είχαν ελευθερωθεί, χωρίς να λάβει υπόψη την ψυχοσύνθεση και το παρελθόν αυτού του λαού. Ο Μακρυγιάννης πολλές φορές ερχόταν σε σύγκρουση, κυρίως με τον «Αρμασμπέρη», όπως τον λέει, εκφράζοντας με κάθε τρόπο την αντίθεση στη βία με την οποία ήθελε να κυβερνήσει. 

    Ωστόσο ο Μακρυγιάννης αγαπούσε τον βασιλιά και ποτέ δεν τον πολέμησε προσωπικά. Αντίθετα προσπαθούσε να τον προφυλάξει από την «μπαυαρέζικη χοντροκομμένη δολερή πολιτική», όπως λέει. Κι αν έκανε την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου, για την οποία ο βασιλιάς ποτέ δεν τον συγχώρησε, αυτό δεν σημαίνει πως στράφηκε κατά του βασιλιά, αλλά κατά της κακής διοίκησης.   

ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ

    Δεν αναφέρεται ιδιαίτερα στην προσφορά τους της γυναίκας στην επανάσταση. Την αντιμετωπίζει σαν αδύνατο πλάσμα και σε πολλά σημεία αναφέρει βιασμούς που γίνονταν εις βάρος τους. Για τη μόνη γυναίκα, που μιλάει με καμάρι, είναι η μητέρα του. μόνο μία φορά αναφέρεται στη βασίλισσα Αμαλία, όταν ο Όθωνας το 1850, πηγαίνοντας για λόγους υγείας στη Βαυαρία, την άφησε στο «πόδι» του. Με συμπάθεια πάλει μιλάει για την κακή τύχη των γυναικών των σκοτωμένων αγωνιστών.

ΑΓΩΝΙΖΟΜΕΝΟΣ ΛΑΟΣ

    Μέσα στα «Απομνημονεύματα» ο λαός κατέχει ιδιαίτερη θέση. Ο Μακρυγιάννης, γνήσιο παιδί του λαού, σ’ όλη τη ζωή συμμερίζεται και συμπάσχει με τον λαό. Πάντα, όταν ταλαιπωρείται από το πλιάτσικο και τους βιασμούς κι όταν αργότερα καταπατούνται οι πολιτικές του ελευθερίες, ο Μακρυγιάννης στέκεται στο πλευρό του.  σε πολλά σημεία μέσα στο έργο του, τον αγωνιζόμενο λαό τον βλέπουμε να προσφέρει ακόμα και «μπουκιά απ’ το στόμα του» στους αγωνιστές που μάχονταν στην πρώτη γραμμή. Σε μια παράγραφο γράφει χαρακτηριστικά για τη συμπεριφορά των καλογέρων εις βάρος των κατοίκων της περιοχής τους. παράλληλα βλέπουμε μια βαθιά εκτίμηση του λαού προς τον Μακρυγιάννη. Ακόμα, ο στρατηγός βιαζόταν να ελευθερώσει και τους Έλληνες που βρίσκονταν ακόμα κάτω από την εξουσία των Τούρκων και γι’ αυτό είχε οργανώσει μια μυστική εταιρεία γι’ αυτό τον σκοπό.

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥΡΚΩΝ

    Ο Μακρυγιάννης αναφέρεται στους Τούρκους κυρίως στο πρώτο μέρος του έργου. Στην αρχή, όταν γράφει για το ξέσπασμα της επανάστασης στην Άρτα, βάζει στο στόμα κάποιου μπέη να λέει: «Πασάδες και μπέηδες, θα χαθούμε γιατί αδικήσαμε». Αυτά τα λόγια μπορεί να ειπώθηκαν και στην πραγματικότητα, αλλά εκφράζουν και την πίστη του Μακρυγιάννη για τον όλεθρο των τυράννων. Ο Μακρυγιάννης δεν διστάζει να γράψει πως και οι Τούρκοι πολέμησαν γενναία σε τούτη ή την άλλη μάχη, αρκεί αυτό να είχε συμβεί. Επαινώντας την προσφορά του Ανδρούτσου γράφει για τον αντίκτυπο που είχαν οι νίκες του, «τον έτρεμε η Τουρκιά».

ΟΙ ΞΕΝΟΙ

    Η στάση του απέναντι στους ξένους δεν είναι και τόσο θετική. Στην περίοδο του εμφυλίου τον ενδιαφέρει η γνώμη τους, «και θέλουν να βλέπουν ότι κι όντως διψάμε δια λευτεριά και νόμους κι όχι ότ’ είμαστε άρπαγες», σημειώνει. Δεν ξέρουμε αν αυτή την περίοδο ο Μακρυγιάννης προσδοκούσε κάποια βοήθεια απ’ τους ξένους, πάντως αργότερα με τη δημιουργία του ελεύθερου κράτους, επικρίνει δριμύτατα τη συμπεριφορά τους, τόσο των Άγγλων και των Γάλλων όσο και των Ρώσων. Η πολιτική που εφάρμοζαν τον ενοχλούσε και πιο πολύ η στάση τους απέναντι στη θρησκεία. Όλο ανακούφιση, γράφει για τα άρθρο 40, που κατοχύρωνε τη θρησκεία και τη βάπτιση του διαδόχου.

ΤΑ «ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ»

    Τα «Απομνημονεύματα» μας επιβάλλονται με το σύνολό τους, καθώς βγαίνουν από μέσα τους ολοζώντανα βιώματα ενός αγωνιστή που έγραψε όχι για να κάνει λογοτεχνία, αλλά γιατί ακριβώς αυτά τα βιώματα τον πίεζαν φορτικά, τον έκαναν να αγανακτεί, γιατί «δεν υπόφερνε να βλέπει το άδικο να πνίγει το δίκιο», γιατί ήθελε αυτές οι πράξεις και οι ενέργειες του ίδιου και των συγχρόνων του να γίνουν δίδαγμα για τους μεταγενέστερους.

    Ο Μακρυγιάννης ήταν αγράμματος. Οι σπουδασμένοι τον κοίταζαν από τα ύψη, τίποτε όμως δεν τον αποθάρρυνε να γράψει και γράφοντας μας άφησε ένα από τα καλύτερα έργα της νεότερης λογοτεχνίας μας. Οι λέξεις που συγκροτούν το έργο βγαίνουν μία μία μέσα από τα γεγονότα και γίνονται φράσεις κι όλες αυτές δίνουν το γράψιμο «το απελέκητο», όλο περιεκτικότητα και βαθιές αντιλήψεις για τη ζωή και τον άνθρωπο.

    Η γλώσσα βγαίνει ολοζώντανη από την πένα του συγγραφέα και είναι μια γλώσσα γνήσια λαϊκή με ιδιώματα από την Ήπειρο και τη Ρούμελη, χωρίς να είναι αμέτοχα και τα λόγια στοιχεία. Η σχετική αγραμματοσύνη του Μακρυγιάννη κράτησε το έργο μακριά από τον λογιοτατισμό της εποχής και μας άφησε ένα δημιούργημα γνήσια λαϊκό. Μπορεί ο Μακρυγιάννης να μην είχε την τύχη να πάει στο σχολείο να μάθει γραμματική και συντακτικό, είχε όμως μια έμφυτη δύναμη να εκφράζεται άψογα, τόσο γραπτά όσο και προφορικά. Μέσα από το πυκνό γράψιμο βγαίνουν οι ιδέες του σταράτες, χωρίς περιστροφές και στο γράψιμο, όπως και στη ζωή ο Μακρυγιάννης κράτησε την ίδια αντρίκια στάση, γιατί πάντα πίστευε πως βρισκόμαστε στο «εμείς» κι όχι στο «εγώ».

    Όλο το έργο του, από την αρχή ως το τέλος, λες κι είναι ένας αγώνας για την αλήθεια και τη δικαιοσύνη. Το δίκιο, βαθιά ριζωμένο στη συνείδηση του Μακρυγιάννη, σε κάθε περίσταση κεραυνώνει με λόγο και έργα το άδικο. Πίσω από κάθε πράξη και λόγο του κρύβεται κι ένα απόφθεγμα, όπως «όποιος αδίκως πειράζει τον άλλον, πρέπει να λαβαίνει την ίδια ανταμοιβή» και πολλά άλλα. Ο συγγραφέας έχει μια τρομερή ευχέρεια να χειρίζεται τέλεια τον διάλογο. Χρησιμοποιεί, επίσης, λακωνικούς χαρακτηρισμούς για πρόσωπα. Να τι γράφει για τον Α. Μεταξά, «Κόντες της πιάτζας χωρίς παρά» ή για τον Κ. Μπότσαρη, «Η γυναίκα με τα μουστάκια» και άλλους.

    Θαυμαστή, επίσης, είναι η περιγραφή των ονείρων του, σε σημείο που ο αναγνώστης να νομίζει πως ο ίδιος βλέπει αυτά τα όνειρα.

    Το ύφος, καθώς παρατήρησε ο Σεφέρης, είναι «το ύφος των πραγμάτων, το ύφος της ανάγκης, το ύφος το αποτελεσματικό. […] Ποτέ δεν ξανακούσαμε στην Ελλάδα μια τόσο αδρή φωνή. Κι αυτό δεν είναι λαογραφία. Η φωνή του Μακρυγιάννη είναι ένας κλώνος από το στιβαρό δέντρο που έδωσε τον Ερωτόκριτο και τη Θυσία του Αβραάμ, έδωσε τα δημοτικά μας τραγούδια».

    Τα «Απομνημονεύματα» είναι ένα έργο με ιστορική και φιλολογική αξία. Έχει ιστορική αξία, γιατί ο Μακρυγιάννης ήταν αυτουργός και αυτόπτης των περισσότερων γεγονότων που περιγράφει. Ο Τ. Γριτσόπουλος αμφισβητεί την αξία του έργου. Διαβλέπει επέμβαση του εκδότη στο χειρόγραφο και κατηγορεί τον Μακρυγιάννη ως άνθρωπο που δεν μπορεί να καταλάβει απλά πράγματα, πως επαινεί υπερβολικά τον εαυτό του και πολλά άλλα. Ο Γριτσόπουλος είναι πολύ αυστηρός. Ο Μακρυγιάννης μπορεί να γράφει για τον εαυτό του, αλλά δεν είναι παράλογο τη στιγμή που γράφει απομνημονεύματα. Δεν παύει όμως να ψέγει ή να επαινεί ανάλογα με τα έργα τους πρόσωπα που κινούνται στο έργο. Για τη μορφή του έργου γράφει, επίσης, πως είναι «άτακτος», όμως ο ίδιος ο συγγραφέας μας πληροφορεί στον πρόλογο πως «δεν θυμάται να κρατά ταχτική σειρά, ότε είμαι αγράμματος». Δεν νομίζω όμως πως υπάρχουν πολλοί λογοτέχνες, οι οποίοι θα μπορούσαν να θεωρηθούν εξαίσιοι χειριστές του λόγου και δάσκαλοι της γλώσσας σαν τον Μακρυγιάννη.

    Ο Κουρνούτος, αν και θαυμάζει το έργο του Μακρυγιάννη, εκφράζει αμφιβολίες για την παρέμβαση του πρώτου εκδότη στο κείμενο.

    Ο Σπ. Λάμπρος θεωρεί σημαντικό το έργο, αλλά προσθέτει πως «ο συγγραφεύς χωρίς το παράπαν να είναι φιλοψευδής ή μεγαλήγορος, έστω και αθελήτως πάσχει ό,τι συνήθως οι συντάσσοντες απομνημονεύματα…».

    Το κείμενο, που διαβάζοντας το συγκινήθηκα, είναι του Σεφέρη, δημοσιευμένο στον Α' τόμο των «Δοκιμών» του, σ. 228-263, με τίτλο «Ένας Έλληνας, ο Μακρυγιάννης». Να τι γράφει σ’ ένα σημείο: «… τον Μακρυγιάννη, τον αγράμματο στρατοκόπο ενός μεγάλου βίου, που με τόση προσπάθεια αποτυπώνει πάνω στο χαρτί τα πράγματα που βλέπει η συνείδησή του. Τον σίγουρο μαντατοφόρο της μακριάς και αδιάσπαστης λαϊκής μας παράδοσης, που επειδή την κρατά τόσο βαθιά ριζωμένη μέσα του, έρχεται να μας πει με τη φωνή πολλών ανθρώπων, και όχι ενός μονάχα, τι είμαστε και πως είμαστε κι εμείς οι ίδιοι. Πώς ο θυμός του, ο πόνος του και η τραγωδία του, δεν είναι ατομικές του υποθέσεις, αλλά υποθέσεις δικές σας και δικές μου και όλων μας· υποθέσεις όπου όλοι μαζί, πεθαμένοι και ζωντανοί, είμαστε αλληλέγγυοι και συνυπεύθυνοι». Γι’ αυτό, κρίνοντας το έργο του Μακρυγιάννη θα πρέπει να κρίνουμε παράλληλα και τον εαυτό μας, κι αν βρούμε πως εμείς είμαστε άψογοι, πράγμα αδύνατο, πάλι θα πρέπει να το κρίνουμε ανθρώπινα.  

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Τάσου Γριτσόπουλου, «Ο Μακρυγιάννης αυτοβιογραφούμενος», Νέα Εστία, τ. ΠΗ (1970), τ. 1043, Χριστουγέννων.
2. Τάσου Γριτσόπουλου, «Μνημοσύνη» (Ιστοριογραφία του Αγώνος), τ. Γ', σ. 92-114.
3. Γ. Κουρνούτου, «Το Απομνημόνευμα», Βασική Βιβλιοθήκη τ. 44, σ. 279.
4. Σπ. Λάμπρος, «Ν. Ελληνομνήμων», τ. Ε' (1908), σ. 361.
5. Σπ. Κουγέα, «Ηρωικά κείμενα του Αγώνος» ΠΑΑ, τ. 28 (1953), σ. 116 (Νέα Εστία) ΝΓ' - 1953, 428 β).
6. Κωστή Παλαμά, «Ηρωικά πρόσωπα και κείμενα», Νέα Εστία, τ. Ν.Γ' (1953), σ. 438.
7. Ν. Β. Τωμαδάκη, «Ιστορικοί, Απομνημονευματογράφοι και Ποιηταί του ιερού Αγώνος 1821-1830», Επιστημονική επετηρίς Φιλοσ. Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, τ. 16 (1965-66), σ. 292 (Παρνασσός», τ. Η' (1966), σ. 228.  
8. Κ. Σ. Κώνστα, «Λαογραφικά στον Μακρυγιάννη», Νέα Εστία, τ. ΠΗ' (1970), τεύχ. Χριστουγέννων, σ. 234-245.
9. Κ. Θ. Δημαρά, «Ιστορία της Ν/Ε Λογοτεχνίας», σελ. 258-260, Αθήνα 1975, εκδ. Ίκαρος.
10. Λίνου Πολίτη, «Ιστορία της Ν/Ε Λογοτεχνίας», σελ. 103, 157, 169 κ.ε., 216, 283, Αθήνα 1979, εκδ. ΜΙΕΤ.
11. Γιάννη Δάλλα, «Ο Μακρυγιάννης ένας προκλασικός», π. Καινούργια Εποχή, Καλοκαίρι 1957, σελ. 255, κ.ε.
12. Ανδρέα Καραντώνη, «Τα Απομνημονεύματα του στρατηγού Μακρυγιάννη», π. Αγγλοελληνική επιθεώρηση, τ. Β', σ. 404-411.   

 

Σημείωση: Το ανωτέρω κείμενο ήταν γραμμένο εξ ολοκλήρου στην πολυτονική γραφή, αλλά μεταγράφηκε στη μονοτονική.