χώρος συνάντησης και έκφρασης

                                

φιλολογικές

σελίδες

 

βιβλία

 

θέατρο

 

τέχνη

 

φωτογραφίες

 

πίνακας

 

 
 
 
 

 

 

 

 

 

 

 

 Κιουρτσάκη Γιάννη, Εμείς οι άλλοι

            

επίσης: Κιουρτσάκη Γιάννη, Εμείς οι άλλοι

Χριστίνα Παπαγγελή

 

Θα μπορούσαμε να δώσουμε στην αποψινή εκδήλωση τον τίτλο «Ένας μετέωρος συγγραφέας σε μια μετέωρη πόλη» γιατί, από κάποιο περίεργο παιχνίδι της μοίρας ή της τύχης, έχουμε μια τέτοιου είδους συνάντηση. Πράγματι, μετά την ανάγνωση του βιβλίου, μένεις με την αίσθηση  του μετέωρου, ότι δηλαδή η  οδοιπορία δεν τελειώνει ποτέ, δεν κλείνει ο κύκλος της γραφής, της ζωής. Όμως, το βιβλίο είναι ολοκληρωμένο, υπάρχει, είναι εδώ. Αντίστοιχα, η ετυμολογία του ονόματος «Δράμα», είναι αβέβαιη, υπό έρευνα, μετέωρη. Έτσι λοιπόν, μια πόλη που ακόμα αναζητά την οριστική ετυμολογία του ονόματός της, μια πόλη που αναζητά την ταυτότητά της και την ετερότητά της- εμείς όλοι, που συνειδητά ή ασυνείδητα αναζητούμε τον εαυτό μας και τον άλλο, υποδεχόμαστε έναν συγγραφέα που μια ζωή αντιμάχεται μ’ αυτά τα θηρία.

Εμείς- οι άλλοι λοιπόν, καλωσορίζουμε

εσάς- τον άλλο για ένα ταξίδι

σ’ αυτό το άλλο,

στο ίδιο και το άλλο.

Το «Εμείς οι άλλοι» είναι το δεύτερο μέρος της μυθιστορηματικής και δοκιμιακής τριλογίας «ΤΟ ΙΔΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΑΛΛΟ». Προηγήθηκε το πρώτο μέρος  με τον τίτλο «Σαν μυθιστόρημα.». Το κάθε βιβλίο είναι αυτοτελές, αλλά μπορεί και να  διαβαστεί είτε ως συνέχεια είτε ως αρχή το ένα του άλλου. Της τριλογίας προηγήθηκε μια σειρά από μελέτες για τον  Γ. Σεφέρη, («Ελληνισμός και Δύση στο στοχασμό του Σεφέρη»), τον Καραγκιόζη, («Καρναβάλι και Καραγκιόζης»), την προφορική παράδοση και το λαϊκό πολιτισμό («Προφορική παράδοση και ομαδική δημιουργία»). Τέλος, η μελέτη «Το πρόβλημα της παράδοσης».

Η ολιγογραφία δηλ. του συγγραφέα- και όχι μόνο αυτή, πέραν της βασανιστικής μαθητείας την οποία προϋποθέτει, πέραν του ότι αποτελεί ένα είδος «εγκωμίου» προς τη βραδύτητα, είναι ίσως και μια μορφή συνομιλίας με τα σύγχρονα συγγραφικά και εκδοτικά  ήθη, τα οποία-εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις- κυριαρχούνται από πρακτικές ταχύρρυθμης αγοραίας ανάπτυξης και κίβδηλου εκσυγχρονισμού.

Ξεκινώντας την προσπάθεια παρουσίασης του βιβλίου, ας αναφερθούμε πολύ συνοπτικά στην υπόθεση του πρώτου μέρους της τριλογίας.

Το «Σαν  μυθιστόρημα» λοιπόν, ξετυλίγει «σαν μυθιστόρημα» ένα χρονικό της ζωής του συγγραφέα από τη γέννησή του, το 1941, ως τα 18 του χρόνια- όταν η ενηλικίωση έρχεται απότομα με την αυτοκτονία του μεγαλύτερου αδερφού του, Χάρη. Στο βιβλίο καταγράφεται η περίοδος χειμερίας νάρκης και ταυτοχρόνως αθωότητας  για τον ήρωα και την Ελλάδα, στη γνωστή συγκυρία του’50 και’60. Η αφήγηση, στον τύπο του αυτοβιογραφικού  «μυθιστορήματος μαθητείας», καταγράφει την πορεία του ήρωα προς την εφηβεία μέσα σε μια ελληνική αστική οικογένεια, σ’ ένα μικρό αύταρκες σύμπαν. Μια σχετικά ομαλή εφηβεία, που δε γνώρισε τα άγχη μιας επαρχιακής ή αγροτικής ή εργατικής  οικογένειας   (πόσο μάλλον αριστερής) .

           

Στο «Εμείς οι άλλοι», η ιστορία- μαρτυρία του βίου συνεχίζεται κατά την ίδια χρονική τάξη: από το θάνατο του αδελφού και τη σχέση με τη μετέπειτα σύζυγό του, Ζιζέλ, ως την περίοδο πριν τη συγγραφή τού «Σαν μυθιστόρημα»(1960-1986)

Εδώ έχουμε το πέρασμα από την αθωότητα τής νεότητας στη βαθμιαία συνειδητοποίηση του κοινωνικού ιστού και την απόπειρα ένταξης του συγγραφέα εντός του: σπουδές, στρατιωτική θητεία, Ελλάδα της δικτατορίας, Παρίσι των εμιγκρέ και του Μάη του’68, Ελλάδα της μεταπολίτευσης, του λαϊκού πολιτισμού, της πρόσφατης ανάπτυξης αλλά και των καιροσκόπων και των κερδοσκόπων.

Αυτά ως ένα εξωτερικό περίγραμμα.

 

Συνδετικός κρίκος των δύο βιβλίων το προσώπου παρουσία-απουσία του Χάρη. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αρχική σκηνή του «Σαν μυθιστόρημα», δοσμένη σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση (όπως όλο σχεδόν το βιβλίο) επαναλαμβάνεται στο τέλος του «Εμείς οι άλλοι»  σε τριτοπρόσωπη αφήγηση (όπως όλο σχεδόν το βιβλίο). Κατά τον συγγραφέα, το βιβλίο είναι μυθιστόρημα μαθητείας και , ειδικότερα, λογοτεχνικής μαθητείας. Αλλά καθώς η λογοτεχνία για τον ήρωα, όπως και για τον συγγραφέα, δεν είναι μια υπόθεση κλειστή στον εαυτό της, αλλά ένας αδιάκοπος διάλογος με τον κόσμο αυτόν, η λογοτεχνική του μαθητεία είναι μαθητεία ζωής. Η αναζήτησή του είναι η αναζήτηση ενός νοήματος ζωής.

Αν θέλουμε να προσεγγίσουμε τη μορφική ταυτότητα του βιβλίου, θα πρέπει να προσθέσουμε και τα εξής: Το βιβλίο, εκτός από το μυθιστορηματικό στοιχείο, περιέχει σε μεγάλο βαθμό και το δοκιμιακό στοιχείο. Πρόκειται δηλ. για ένα δοκίμιο μυθιστορηματικό, στο οποίο εκείνο που μας ενδιαφέρει-σύμφωνα με τον συγγραφέα-δεν είναι τόσο οι διαδοχικές ιδέες του ήρωα, αλλά το πώς αυτές γεννιούνται και ωριμάζουν εντός του, και το ότι δεν παύουν να εξελίσσονται, να τροποποιούνται και να αλληλοαναιρούνται μέσα από τις απανωτές ανατροπές και διαψεύσεις της ζωής.

(Σύμφωνα με τον Γ.Αράγη, η μετάβαση από το δοκίμιο στη λογοτεχνία ( και το αντίστροφο ) γίνεται με τρόπο αρμονικό, αφού έχουμε το λόγο ενός ατόμου που βρίσκεται σε μεγάλη ψυχική ένταση, με συνέπεια ό, τι αισθάνεται και ό, τι σκέφτεται να χρωματίζεται από αυτήν την ένταση. Από την άποψη αυτή, ό, τι στοχάζεται είναι σύμφυτο με τις έγνοιες και τα αισθήματά του).

 Πού εντοπίζεται η λογοτεχνικότητα, η μυθιστορηματικότητα μέσα σ’ ένα τέτοιο είδος βιβλίου; Προσπαθώντας ν’ απαντήσουμε  στο ερώτημα ,θα λέγαμε ότι ένα βασικό δομικό στοιχείο του έργου είναι η μεταφορά, με την ... κυριολεκτική αλλά και μεταφορική σημασία τού όρου! Όλο το βιβλίο, κατά μία έννοια ,αποτελεί μια  τεράστια μεταφορά  της ζωής στην τέχνη, αφού ο συγγραφέας αρχικά μεταφέρεται-μεταμορφώνεται σε μυθιστορηματικό ήρωα και σε όλη τη διαδρομή μεταφέρει, κουβαλάει κυριολεκτικά, με τρόπο κυριολεκτικό και μεταφορικό, τα εξωτερικά γεγονότα, τα βιώματά του, τις ιδέες του, τα αισθήματά του για να τα επεξεργαστεί και να τους δώσει κάθε φορά καινούργιο νόημα. Ένα βαρύ φορτίο μεταφέρεται με τρόπο ανάλαφρο, ποιητικό και κάπου υπερβατικό, ώστε ο ήρωας να οδηγηθεί σ’ ένα είδος μετεωρισμού μέσα στο χώρο και το χρόνο. Σ’αυτήν την απογείωση οδηγείται ανεπαισθήτως΄ και ο αναγνώστης.

Όταν για παράδειγμα διάβαζα τα λόγια:

«Κοιτάζει πάλι τα βουνά... τεράτων» -σ.253,μεταφέρθηκα αυτόματα στον εαυτό μου και στο ανάλογο ψυχικό κλίμα 15 χρόνια πριν, όταν από το τζάμι του λεωφορείου πρωτοαντίκρυσα το Φαλακρό πάνω από την Πετρούσα, καθ’ οδόν προς το σχολείο της Προσοτσάνης.

Η ποιητικότητα, επίσης, κατακτιέται με τη βαθμιαία συνειδητοποίηση τής αδυναμίας έκφρασής της. Ο νεαρός ήρωας, στην αυγή της ζωής του, ξεκινάει με την ποίηση- το άλλο όνομα του έρωτα- μέσα του. Θέλει να δωρίσει ένα ποίημα στη Ζιζέλ που να κλείνει μέσα του όλον τον κόσμο. Γρήγορα ωστόσο προσγειώνεται στην πεζή πραγματικότητα, παρόλο που μέσα του έχουν φωλιάσει ποιητικά σπαράγματα.

Τελικά το ποίημα δε γράφεται, δεν αποκτά υλική υπόσταση. Αυτό που υπάρχει γραμμένο στο χαρτί ,είναι η μυθιστορηματική ανάπλαση της ιδέας του ποιήματος. Αν μιλούσε δηλ. το βιβλίο, θα  έλεγε εγώ –το άλλο, εγώ -το μυθιστόρημα , εγώ- το δοκίμιο εγώ- η ποίηση. Εγώ το μεταμυθιστόρημα;

 

          Προχωρώντας τώρα στην αναζήτηση  μερικών μόνο από τα θέματα  του πολυφωνικού αυτού βιβλίου, να σημειώσουμε ότι όλα τα θέματα αναπτύσσονται αλληλοσυμπλεκόμενα, ως προϊόντα αντιθέσεων, εσωτερικών συγκρούσεων, διχασμών του έξω και του μέσα, του ατόμου και του προσώπου, του ατόμου και του πλήθους, της Ανατολής και της Δύσης, του φωτός και του σκοταδιού, του οικείου και του ανοίκειου, της ύπαρξης και της ανυπαρξίας, της ζωής και του θανάτου. Κατάληξη, προϊόν αυτής της συνθετικής διαλεκτικής πορείας είναι το « Εμείς» -και δια του «Εμείς» ο  «Εαυτός», ο οποίος περιέχει  τον κόσμο αλλά και περιέχεται σ’ όλες τις όψεις του κόσμου.

 

          Ν’ αναφέρουμε αρχικά το θέμα του αδύνατου νόστου, της επιστροφής. Ξεκινάει από τη φοιτητική ζωή, στη διάρκεια της οποίας η απομάκρυνση από την πατρίδα  τον κάνει ν’ αναρωτηθεί για το νόημα του ταξιδιού, του φευγιού των  Ελλήνων. Επίσης, φωλιάζει για πρώτη φορά μέσα του το ερώτημα «άραγε αυτός θα μπορέσει να γυρίσει;»

          Στη συνέχεια, οι εμπειρίες του αποκλεισμού και της ξενοφοβίας οδηγούν τον  ήρωα στη νοσταλγία για την πατρίδα. Οι τραυματικές εμπειρίες της δεκαετίας 1964-1974 τον  κάνουν να συνειδητοποιήσει βαθμιαία ότι είναι αδύνατη η επιστροφή σ’ έναν τόπο που τον είχε πλάσει στη φαντασία του και με τις παιδικές μνήμες και με την ευρωπαϊκή παιδεία που είχε αποκτήσει και με τα μάτια μιας ξένης, της Ζιζέλ.

Ο τίτλος του αντίστοιχου κεφαλαίου είναι χαρακτηριστικός: ΜΑ ΠΟΤΕ ΘΑ ΓΥΡΙΣΕΙ; Και φυσικά εδώ δεν υπονοείται μόνο ο γυρισμός του ξενιτεμένου στον γενέθλιο τόπο, αλλά και ο γυρισμός του εξόριστου, του εξορισμένου από τη γλώσσα του,  την αυθεντική λαϊκή παράδοση, από το φως της Ελλάδας, από τον εαυτό το, από τους άλλους. (ανάγν. σελ.254)

Ο αδύνατος νόστος του ελέγχεται στη συνέχεια από τη «νοστιμάδα» των απλών, ριζωμένων σε μια πατρίδα ανθρώπων που είναι πάντα έτοιμοι να γυρίσουν σ’ αυτήν, ακόμα  κι όταν έχουν φύγει. Ά-νοστος αυτός, νόστιμοι αυτοί. Ο  «γυρισμός» αυτός γίνεται δυνατός στο  τέλος του έργου, μόνο μέσα από τη διαδικασία της γραφής. Από δω και μπρος, η πιο ουσιαστική του ζωή θα είναι το λογοτεχνικό του έργο.

Ένα άλλο συναφές-συναμφότερο θέμα- είναι η βίωση/εμβίωση του χρόνου. Του παρελθόντος, του παρόντος, του μέλλοντος. Στη διάρκεια της ανάγνωσης του βιβλίου, στο μυαλό μου, ανάμεσα στα άλλα, στριφογύριζαν δυο φράσεις: η πρώτη είναι «το έργο ως εγκώμιο της βραδύτητας»- πρόκειται για μια ανάμνηση από το έργο του Κούντερα «Βραδύτητα». Η δεύτερη είναι η φράση «θεληματικός μαραθωνοδρόμος», και προέρχεται από το τελευταίο μέρος της Κίχλης του Γ. Σεφέρη, που επιγράφεται ΤΟ ΦΩΣ.

Προσπαθώντας να συναρμολογήσω τις δυο φράσεις, θα έλεγα ότι ο αφηγηματικός ήρωας υποδεικνύει με το παράδειγμά του ότι ο πιο γρήγορος-αυθεντικός αθλητής στο στίβο της ζωής είναι ο θεληματικός μαραθωνοδρόμος. Αυτός δηλ. που συνειδητά βραδυπορεί, χωρίς όμως να αδρανεί, έτσι ώστε να έχει το χρόνο να ζήσει τη ζωή, ν’ αναζητήσει το χαμένο χρόνο, να βιώσει το υπερβατικό. Μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί να φτάσει στο σημείο να πει: «Από δω πάνω...από μέσα» (σελ.376)

   Στη συνέχεια, μια αναφορά στη σχέση του ήρωα με την Ιστορία και την Πολιτική. Πώς, δηλ. βιώνει τα ιστορικο-πολιτικά γεγονότα, των οποίων είναι αυτόπτης μάρτυρας και παρατηρητής, αλλά και τα γεγονότα του παρελθόντος, τα οποία μελετά εκ των υστέρων. Νομίζω ότι αυτή η σχέση μπορεί να υποδηλωθεί με το στίχο του Ο. Ελύτη από το Ημερολόγιο  Ενός Αθέατου Απριλίου:

             «Ξημερώθηκα έχοντας διατρέξει την ιστορία του θανάτου της Ιστορίας ή μάλλον την ιστορία της Ιστορίας του θανάτου.(Και αυτό δεν είναι λογοπαίγνιο)

             Σύμφωνα με τον Α. Αργυρίου, με την πρώτη φράση  τίθεται υπό κατηγορίαν η Ιστορία ,της οποίας ο θάνατος εξαγγέλλεται. Όχι η ιστορία ως γεγονός, αλλά έτσι όπως συντελέστηκε. Στο όνομα των ανθρώπων που παγιδεύτηκαν μέσα στη διαδρομή της και των οποίων η μοίρα  καθορίστηκε από κάθε λογής καταναγκασμούς ακυρώνοντας την αξία της  ζωής .Συνεπώς: Η Ιστορία είναι πλαστογραφημένη.

             Με τη δεύτερη φράση, σύμφωνα πάλι με τον Α. Αργυρίου, η ίδια η Ιστορία ιστορεί, δηλαδή μνημειώνει το θάνατο. Όμως μνημειώνοντάς τον,  καταλήγει στην αναίρεσή του. Αυτή η άλλη Ιστορία, γραμμένη ή άγραφη, ιστορεί άτομα που έζησαν στο προσκήνιό της (σπάνια) ή στο περιθώριό της (συχνά) και που τελικά  συνιστούν την αναίρεση του θανάτου, διότι η ζωή τους «άξια εστί».Μέσα λοιπόν από  το θάνατο (ατομικό ή συλλογικό ) έχουμε πάλι ένα δοξαστικό της ζωής σε επιλεκτικές και επίλεκτες εκπροσωπήσεις.

 

             Για τη σχέση με την πολιτική δυο λόγια του Άρη Μαραγκόπουλου:

«Αυτή και μόνο η ερωτική του στάση απέναντι στο συλλογικό,  το βιβλίο του άκρως πολιτικό-σε μια εποχή που η πολιτική στη λογοτεχνία είτε θεωρείται στίγμα είτε απουσιάζει θεαματικά.»

 

            Περνούμε τώρα στο θέμα που κατά τον συγγραφέα αποτελεί και την καρδιά του βιβλίου. Αυτό είναι η αναζήτηση της Ελλάδας και της  Ευρώπης, η μεταξύ τους σχέση, σχέση που είναι ταυτόχρονα παραπληρωματική και αντιθετική. Είναι ένα θέμα που τον απασχολεί σ’ όλη του τη δουλειά, δοκιμιακή και μυθιστορηματική, από την εποχή που γράφει το βιβλίο «Ελληνισμός και Δύση στο στοχασμό του Γ. Σεφέρη».

            Ξεκινάμε την αναφορά στο θέμα αυτό, με την επισήμανση ότι για τον ίδιο τον συγγραφέα τα βασικότερα «πρόσωπα» είναι τα «συλλογικά πρόσωπα»,δηλ. οι κοινωνίες και οι πολιτισμοί. Όπως βέβαια αυτά προσλαμβάνονται από τη συνείδηση του ήρωα.

            Και στο θέμα αυτό παρακολουθούμε τον τρόπο με τον οποίο οι εικόνες και οι ιδέες συμπλέκονται με τη δοκιμασία μιας ανθρώπινης ύπαρξης. Ως νεαρός, ο ήρωας έχει τη σχεδόν αφελή λογική του άσπρου –μαύρου. Η Δύση είναι γι’ αυτόν το φως αρχικά, για να μετατραπεί αίφνης στο σκοτάδι, το αρνητικό, την ετερότητα.  Η Ελλάδα: το φως, το θετικό,  η ταυτότητα. Δε μπορεί  δηλ. να ξεχωρίσει απόλυτα την ταυτότητα από την ετερότητα και την πάντα ανοιχτή διαλεκτική τους, αλλά συναισθηματικά ορμώμενος τραβάει αδρές διαχωριστικές γραμμές

            Στο σημείο αυτό μια ακόμα παρέκβαση, αφού το ίδιο το βιβλίο με σπρώχνει να αναφερθώ για ίδιους-άλλους, για την άλλη φωνή, τον άλλον εαυτό.

            Όταν  αντίκρυσα τον ενθουσιασμό του νεαρού ήρωα για την Ελλάδα, μου ήρθε στο μυαλό ένα περιστατικό με ήρωα τον πεθερό μου. Κατά τη  διάρκεια ενός ταξιδιού στο  Παρίσι, στην ερώτηση πώς του φαίνεται το Παρίσι, είπε την περίφημη φράση: «Καλό είναι το Παρίσι, αλλά σαν το Σαν Λορέντζο...»-όπου το Σαν Λορέντζο είναι ένα έρημο ξωκκλήσι –καθολικό-έξω απ’το χωριό του στη Σύρα !!Η φαινομενική αφέλεια αίρεται,αν πούμε ότι το εκκλησάκι βρίσκεται σ’ ένα σημείο απ’ όπου φαίνεται η μισή Σύρος και τα νησιά γύρω- γύρω. Αυτός ο μοναδικός, φωτεινός  και απέραντος ορίζοντας λοιπόν ήταν που έλειπε στο πολύβουο, πλούσιο και αξιοζήλευτο καθ’ όλα Παρίσι.

 

            Για να επανέλθουμε στο βιβλίο, γρήγορα ο ήρωας απαλλάσσεται από μονοκοντυλιές παρόμοιου τύπου, και  παρακολουθούμε τη σταδιακή εξέλιξη της πνευματικής του πορείας : οριστική απόρριψη του δυτικού καταναλωτικού προτύπου ζωής αλλά και  απομυθοποίηση της αθηναϊκής αστικής κοινωνίας και στροφή προς την ελληνική λαϊκή παράδοση, όπου θεωρεί ότι βρίσκει την αυθεντικότητα της ζωής, αλλά και τον ιδανικό χώρο πνευματικής δημιουργίας.

             Μια συζήτηση όμως με τον φίλο του Αλέξη, νεότερό του ιστορικό, τον οδηγεί στην παραδοχή ότι δεν υπάρχει ελληνική ουσία απαλλαγμένη από ιδεολογίες.

           Η αναζήτηση του «εμείς» μετατοπίζεται πάλι, εγκαταλείπει λοιπόν την αφηρημένη ιδέα του λαού και στρέφεται στις συγκεκριμένες ανθρώπινες ομάδες, (σε μικρές κοινότητες) όπου αναζητεί το συλλογικό πρόσωπο .Τελικά, φτάνει σε κάτι ακόμα πιο συγκεκριμένο, στον Καραγκιόζη.—σελ. 325  Μέσα από τη μελέτη του Καραγκιόζη οδηγείται στη σύνθεση. Απομακρύνεται δηλαδή από την ιδέα της ελληνικότητας, εφόσον συνειδητοποιεί ότι δεν μπορείς να φυλακίσεις σ’ έναν ορισμό την ταυτότητα ενός λαού, μια ταυτότητα που αλλάζει συνεχώς μέσα στο χρόνο και αντλεί τις πηγές της από το πέλαγος του συλλογικού υποσυνείδητου. Το «εμείς» που γύρευε είναι κάτι οικουμενικό και πανανθρώπινο.σελ.344

Το ανήσυχο πνεύμα  του στρέφεται τώρα στη μελέτη του λαϊκού πολιτισμού του Μεσαίωνα, μέσω του Ρώσου συγγραφέα Μιχαήλ Μπαχτίν, η οποία τον οδηγεί σε μια νέα αποκάλυψη, σε μια νέα γλώσσα.

Τη γλώσσα της σχετικότητας των πάντων. Όλα δηλ. τα ανθρώπινα, η ζωή, ο έρωτας, ο θάνατος, ο χρόνος, η κοινωνία, η εξουσία, η αλήθεια- ακόμα και οι θεοί,

αν οι θεοί είναι πλασμένοι κατ’ εικόνα του ανθρώπου-είναι σχετικά.

 

Στο σημείο αυτό  ο συγγραφέας αλλά και η συνείδηση της εποχής μας, βρίσκονται μπροστά σ ’έναν κίνδυνο. Από κει που χθες ζούσαμε με τη λογική του   άσπρου –μαύρου, σήμερα κινδυνεύουμε να θεωρήσουμε το σχετικό ως απόλυτη αξία, μέσα στα πλαίσια της παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας. Τι καθεδρικός ναός, τι αχυροκαλύβα δηλαδή. Όλα στο ίδιο τσουβάλι.

Πώς λοιπόν αποφεύγει ο συγγραφέας τον κίνδυνο να οδηγηθεί σ’ έναν απόλυτο, δογματικό σχετικισμό; Η απάντηση που δίνει βρίσκεται νομίζω σε μια λέξη που υπάρχει στο βιβλίο, αλλά μένει κιόλας ως γλυκιά γεύση μετά την ανάγνωσή του. Είναι η λέξη απόχρωση. Για να γίνει αυτό κατανοητό, ας ακούσουμε τα λόγια του Λάκη Προγκίδη, από την παρουσίαση του  βιβλίου τού Αλαίν Φίντελκρωτ «Μια φωνή έρχεται από την άλλη όχθη», για τους Εβραίους της Τερεζίνας, ενός στρατοπέδου στη Βοημία, στο οποίο δεν υπήρχε φανερή κακομεταχείριση των κρατουμένων, ώστε οι Ναζί να ρίξουν στάχτη στα μάτια του κόσμου. Οι κρατούμενοι ήξεραν ότι θα πεθάνουν, αλλά βρήκαν μέσα τους τη δύναμη να γράψουν ποιήματα, να συνθέσουν μουσική, κομμάτια μοναδικής ομορφιάς και να οργανώσουν σχολεία. Ποιο είναι λοιπόν το μάθημα της Τερεζίνας; Στις τελευταίες ώρες τους, τούτοι οι προγραμμένοι έδειξαν το δρόμο του μη δογματικού σχετικισμού. Το δρόμο της απόχρωσης, της διακύμανσης, της άπειρης  μεταμόρφωσης και του ατέρμονου πολυμερισμού των στοιχείων της ύπαρξης. Η απόχρωση σε πείσμα της ομοιομορφίας του θανάτου. Η απόχρωση ενάντια στην απελπιστική τροπή που πήρε η ζωή τους. Οι Εβραίοι της Τερεζίνας κράτησαν μέσα  στην τρέλα τής τέχνης, ανοιχτό το κεφάλαιο της κατανόησης του ανθρώπου.

 

Ποια είναι η κατάληξη της πνευματικής οδοιπορίας του αφηγητή-ήρωα αλλά και του συλλογικού «εμείς»; Η αυτογνωσία η προσωπική, αφού ο ώριμος πλέον θεληματικός μαραθωνοδρόμος οδηγείται μέσω της ταύτισης με τον νεκρό Χάρη στην κατάσταση του «όμοιος εαυτω όπως επιτέλους τον μεταμορφώνει η αιωνιότητα» (στ. του Στεφάν Μαλλαρμέ)

 

Κλείνοντας την παρουσίαση, ας θυμηθούμε λίγο την αρχή. Αρχίσαμε με ετυμολογία, θα τελειώσουμε, χωρίς να κλείσουμε τον κύκλο, μ’ ένα λογοπαίγνιο:

 

                               ΧΑΡΗΣ-ΧΑΡΟΣ

                               Η ΧΑΡΙΣ ΤΟΥ ΧΑΡΗ

                               Η ΧΑΡΙΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

 

 

                            Θα παρακαλέσω τον κ. Κιουρτσάκη να πάρει το λόγο.

Βασίλης Σταθάτος

Ημερομηνία τελευταίας επεξεργασίας: Παρασκευή, 30. Μαρτίου 2007 

 

συνεργατική τοποθεσία

από το Μάρτιο 2007