χώρος συνάντησης και έκφρασης

                                

φιλολογικές

σελίδες

 

βιβλία

 

θέατρο

 

τέχνη

 

φωτογραφίες

 

πίνακας

 

 
 
 
 

 

 

 

 

 

 

 

Ευσταθιάδης Γιάννης, Γραμμένα φιλιά

                                                                         

             Ω γλυκύ μου έαρ
γλυκύτατόν μου τέκνον
πού έδυ σου το κάλλος

Θα μεγαλώνεις άραγε μες στις φωτογραφίες;
Θ’ ανανεώνεις τα ρούχα σου σύμφωνα με τις επιταγές;
Θ’ αλλάζεις τα χρώματα ανάλογα με τη μόδα;
Θ’ αποκτήσεις ρυτίδες;
Περιττά κιλά…;
Θ’ ασπρίσουν τα μαλλιά σου;
Κι αν κάποτε πεθάνεις;

Ανοίγοντας το μικρό αυτό και ποιητικό βιβλίο, νιώθεις σα να μπαίνεις σ’ έναν χώρο ιερό, σα να κρυφοκοιτάς τα μυστικά ενός ανθρώπου που σου έκανε την τιμή να σου επιτρέψει να εισχωρήσεις στα άδυτα· εκεί όπου η φωνή γίνεται ψίθυρος· γιατί οι λέξεις άλλο σημαίνουν στο χαρτί κι άλλο στο μαύρο του θανάτου (σελ. 48 )


      ΤΙ ΘΑ ΜΕΙΝΕΙ ΑΠΟ ΤΗ ΜΝΗΜΗ;
ερώτημα πρωταρχικό που, μετά την απώλεια του προσώπου, του μοναδικού, του αναντικατάστατου, ταλανίζει και διαποτίζει όλες τις προσπάθειες αυτών που "μένουν". Προσπάθειες να περισώσεις την "ουσία"μέσα από γράμματα και φωτογραφίες, προσπάθειες που ξεθωριάζουν.

Επανάσταση της συνείδησης μπροστά στο σκάνδαλο του θανάτου. Φιλιά, αλλά γραμμένα φιλιά. Και τα λόγια περιττεύουν στην προσπάθεια να εκφράσει κανείς το «άρρητο», με όλες του τις αντιφάσεις, τις διακυμάνσεις, τις τραγικές διαπιστώσεις.


      Τα φιλιά που ο Γιάννης Ευσταθιάδης στέλνει στον γιο του Νίκο (26/9/72 - 25/12/97), έχουν την συμπυκνωμένη ποιητική δύναμη και αυτοτέλεια των χάι κου:

Πώς να σε σώσω με τις λέξεις…
Υπάρχεις πανταχού απών, σε όλα τα φθινόπωρα που ξαναρχίζουν ίδια.

Όσο περνά ο καιρός, τόσο περισσότερο σου μοιάζουν οι φωτογραφίες.
Με ξένη γλώσσα μου μιλούν τα περασμένα χείλη σου, με δάνειο ύφος με ορθοσκοπούν τα μάτια σου.


Έχω, βλέπεις, πάντα την προσδοκία πως κάποια φωτογραφία θα πάρει άλλη έκφραση, το χέρι σε μιαν άλλη θα μετακινηθεί σαν χαιρετισμός, αλλού η συνοφρύωση θα γίνει χαμόγελο, θα μετακινηθεί, τέλος πάντων, προς ‘ένα αβέβαιο μέλλον.


(…) Έγχρωμα και ασπρόμαυρα κομματάκια τυπωμένου χρόνου που πιστοποιούν το ανέφικτο – υπήρξες-, έπιπλα απαράλλαχτα που διατηρούν κάτι από το σχήμα του σώματός σου, τοίχοι που βάφονται από το χρώμα της φωνής σου.

     
Όπως στον έρωτα, αναζητά στην παντοδυναμία της στιγμής ψήγματα αιωνιότητας:

ΘΕΛΩ να θυμάμαι όλους τους ιριδισμούς των ματιών σου, εκείνο το απόγευμα του Ιουνίου.
Να καταμετρήσω τις εκφράσεις στο πρόσωπο όταν με πλησίαζες κι έβρεχε.
Να απομνημονεύσω όλα τα δακτυλικά σου αποτυπώματα πάνω σε γυάλινα αντικείμενα.
Να επιβεβαιώσω, δύσπιστος, τις παλμικές κινήσεις της χαράς, στη φωνή του τηλεφωνήματος της 10ης Απριλίου.
(...)

Όμως η μνήμη δε συγκρατεί παρά το συντελεσμένο θάνατο.


ΟΜΩΣ γερνώ ανήμπορος και τίποτα δεν κατέχω, όλα ξεθωριάζουν γλυκά και μ’ εγκαταλείπουν, όλα αδυνατίζουν και χάνονται στο βάθος μιας μνήμης ισχνής που δεν αναλύει, ούτε συναρμόζει.


     Ζητώ τα θρύμματα κι έχω το ακέραιο·

 ποθώ τα χιλιάδες κομμάτια κι έχω το όλο·

 ανιχνεύω το πολλαπλό κι έχω το ένα.

 

 

επιμέλεια: Χριστίνα Παπαγγελή

Ημερομηνία τελευταίας επεξεργασίας: Παρασκευή, 25. Απριλίου 2008 

 

συνεργατική τοποθεσία

από το Μάρτιο 2007