χώρος συνάντησης και έκφρασης

                                

φιλολογικές

σελίδες

 

βιβλία

 

θέατρο

 

τέχνη

 

φωτογραφίες

 

πίνακας

 

 
 
 
 

 

 

 

 

 

 

 

Νικ Χόρνμπυ, Slam

 

Slam είναι ο πρωτότυπος τίτλος του μυθιστορήματος, τον οποίο  ο μεταφραστής/εκδότης τον απέδωσε ατυχώς ως «πίκρα…».  Δίνοντας ένα διαφορετικό νόημα στη λέξη slam (= χαστούκι, χτύπημα, σφαλιάρα) χρωματίζει αυθαίρετα το ύφος και την οπτική γωνία του βιβλίου, το κάνει μελό, κι αυτό εντείνεται ακόμα περισσότερο με τη χρήση των αποσιωπητικών.

Είναι ένα βιβλίο που αφορά τους νέους, τους έφηβους, χωρίς όμως να έχει τα στερεότυπα στοιχεία αυτού που ονομάζουμε «εφηβική» ή «νεανική» λογοτεχνία. Είναι φανερό ότι δεν έχει γραφτεί με σκοπό να απευθυνθεί στους νέους, αλλά μέσω του έφηβου πρωταγωνιστή που αφηγείται «σε πραγματικό χρόνο», μεταφερόμαστε στην ψυχολογία αυτής της ηλικίας και στα θυελλώδη συναισθήματα που τη χαρακτηρίζουν (αγαπημένο θέμα του Χόρνμπυ). Το ύφος όμως δεν είναι καθόλου «μελό», έχει τη δροσιά του νεανικού προφορικού λόγου (π.χ. ξεκινά «τζάμι πήγαιναν όλα τώρα τελευταία»), αλλά και ο τρόπος που ο πρωταγωνιστής βιώνει τα γεγονότα, δηλαδή το περιεχόμενο, αναδίνουν τη φρεσκάδα και την αλαφράδα της νεανικής ματιάς (γι’ αυτό και ο τίτλος «πίκρα…» φαίνεται ξεκάρφωτος).

Κάτω απ’ αυτό το γλυκόπικρο και χιουμοριστικό πρίσμα, δεν έχουν τόση σημασία τα γεγονότα, η «πλοκή». Σε αδρές γραμμές ο δεκαεξάχρονος Σαμ, ο αφηγητής, παιδί χωρισμένων γονιών και με πολύ νέα μαμά, ερωτεύεται κεραυνοβόλα την Αλίσια αλλά ο ενθουσιασμός κρατάει περίπου ένα μήνα. Η κοπέλα έχει ήδη μείνει έγκυος όταν χωρίζουν, επιμένει να κρατήσει το παιδί και … γίνονται γονείς, αυτό είναι όλο! Αυτή είναι η «εξωτερική» δράση, ενώ  τα υπόλοιπα αφορούν τον εσωτερικό κόσμο του Σαμ (εκείνη η αίσθηση ότι όλα πήγαιναν καλά ήταν πολύ καινούρια για μένα. Δεν λέω ότι ήμουνα δυστυχισμένος ή κάτι τέτοιο. Απλώς όλο και κάτι στραβό συνέβαινε- κάτι που να με προβληματίζει (++ γονείς, διαζύγιο, μαθηματικά, κοπέλες)… Ε, όλα αυτά είχαν αρχίσει να ξεκαθαρίζουν, έτσι ξαφνικά, χωρίς να το πάρω χαμπάρι, όπως γίνεται και με τον καιρό μερικές φορές).

Χαρακτηριστική –της ηλικίας- είναι η λατρεία του Σαμ προς τον πρωταθλητή του σκέιτμπορντ Τόνι Χοκ, του οποίου μάθει απ’ έξω την αυτοβιογραφία και στις δύσκολες στιγμές συνομιλεί με την …αφίσα του! (Ώρες ώρες έλεγα, μακάρι να μην ήξερα απέξω και ανακατωτά το βιβλίο, γιατί τότε θα είχα παραλείψει φράσεις του στυλ «Δεν είναι και τίποτα φοβερά δύσκολο». Δε μου χρειαζόταν ν’ ακούω τέτοια, την ώρα που είχα περάσει ένα εξάμηνο και βάλε προσπαθώντας να βγάλω το συγκεκριμένο κόλπο. (…) Έτσι είναι. Δεν μπορείς να ξαναγράφεις την ιστορία ή να παραλείπεις κομμάτια της επειδή σε βολεύει).

Οι συχνές επικλήσεις και αναφορές στο ίνδαλμά του και στο σκέιτμπορντ αποτελούν βασικό δομικό στοιχείο της αφήγησής του Σαμ αλλά και καθοριστικό παράγοντα της ωρίμανσής του, της «ενηλικίωσής» του. Όταν π.χ. έκανε τη «στραβοτιμονιά» και έμεινε έγκυος η Αλίσια,

Αυτό που μου φαίνεται εμένα απίστευτο είναι πως μπορείς να κρατηθείς μακριά από μπελάδες κάθε ώρα και στιγμή στη ζωή σου, εκτός ας πούμε από πέντε δευτερόλεπτα, κι αυτά τα πέντε δευτερόλεπτα μπορούν να σου φέρουν μπελάδες για μια ζωή. (…) Μπορείς να κάνεις το καλύτερο σκέιτ της ζωής σου και τη στιγμή που αρχίζεις να συνειδητοποιείς ότι κάνεις το καλύτερο σκέιτ της ζωής σου τρως σαβούρα. Δεν είναι αρκετό το να κάνεις καλό σκέιτ για εννιά λεπτά και πενήντα πέντε δευτερόλεπτα, γιατί πέντε δευτερόλεπτα αρκούν για να φας κανονικά τα μούτρα σου και να γίνεις ρόμπα. Ε, κάπως έτσι είναι και η ζωή.

 

Η γραμμική αφήγηση διακόπτεται δυο τρεις φορές μ’ έναν πρωτότυπο τρόπο που στην αρχή με ξένισε· πρόκειται για «ταξίδια» στο μέλλον, που παρεμβάλλονται σαν όνειρα στη συνείδηση του κατάπληκτου Σαμ, ο οποίος συμμετέχει στα μελλοντικά γεγονότα και τα περιγράφει χωρίς να γνωρίζει αυτά που μεσολάβησαν. Έτσι, μεταφέρεται ξαφνικά στην εποχή όπου το παιδί έχει γεννηθεί, τον λένε Ρουφ, μένει με τους γονείς της Αλίσια κλπ.κλπ., χωρίς όμως να γνωρίζει πώς κατέληξε εκεί. Πρόκειται για ένα παιχνίδι της φαντασίας και της μνήμης σε σχέση με το χρόνο (τον μισώ το χρόνο. Δεν κάνει ποτέ αυτό που θα ήθελες) που έχει πλάκα, σε βάρος της αληθοφάνειας, βέβαια. Και ασφαλώς, τα πράγματα χρωματίζονται διαφορετικά όταν έρχεται το πλήρωμα του χρόνου και φτάνουν οι στιγμές αυτές που έζησες ταξιδεύοντας στο μέλλον:

Εδώ είναι και το αστείο της υπόθεσης. Πας στο μέλλον και μετά σκέφτεσαι: ωραία, τώρα ξέρω πια πώς είναι. Αλλά, όπως είπα και πριν, αν δεν έχεις νιώσει κάτι, τότε δεν ξέρεις τίποτα. Το μέλλον φάνταζε απαίσιο όταν το επισκέφτηκα τις προάλλες. Αλλά τώρα που το ζούσα από μέσα, δεν ήταν και τόσο άσχημο.

 

Ο Σαμ ενηλικιώνεται πια μέχρι το τέλος του βιβλίου, γίνεται δεκαοκτώ χρόνων, ωριμάζει, ισορροπεί, αναλαμβάνει τις ευθύνες του, οριοθετεί τις σχέσεις του με την Αλίσια, τη μητέρα, την πεθερά, τον πατέρα. Δεν έχει πια ανάγκη τις συνομιλίες με τον Τόνυ Χοκ. Όχι όμως τόσο ανώδυνα, κι αυτό έχει ενδιαφέρον να το παρακολουθήσει κανείς, για την ακρίβεια να το ξαναθυμηθεί (κάπως έτσι δεν ενηλικιώνονται όλοι;)

Τώρα ήμασταν κοντά δεκαοχτώ, ο γιος μας κοιμόταν στο διπλανό δωμάτιο και ήμασταν έτοιμοι ν’ ακούσουμε άγρια κατσάδα επειδή κάναμε σεξ. Ένα πράγμα έχω να πω, η ηλικία δεν είναι κάτι σταθερό. Μπορεί να είσαι δεκαεπτά ή δεκαπέντε ή ό, τι άλλο, και να είναι αλήθεια επειδή αυτό γράφει το πιστοποιητικό γέννησής σου. Αλλά το τι γράφει το συγκεκριμένο χαρτί είναι μια λεπτομέρεια ώρες ώρες. Από την εμπειρία μου γενικώς πρέπει να σας πω ότι η ηλικία παίζει γενικώς. Μπορείς να είσαι δεκαεπτά και δεκαπέντε και εννιά και εκατό μαζί, μέσα στην ίδια μέρα. Το ότι έκανα σεξ με τη μητέρα του γιου μου ύστερα από πολύ καιρό με έκανε να νιώσω κάπου εικοσιπέντε. Και μέσα σε δυο δευτερόλεπτα είχα γίνει από εικοσιπέντε εννιά. Νέο παγκόσμιο ρεκόρ! 

 

Χριστίνα Παπαγγελή

Ημερομηνία τελευταίας επεξεργασίας: Σάββατο, 07. Νοεμβρίου 2009 

 

συνεργατική τοποθεσία

από το Μάρτιο 2007