χώρος συνάντησης και έκφρασης

                                

φιλολογικές

σελίδες

 

βιβλία

 

θέατρο

 

τέχνη

 

φωτογραφίες

 

πίνακας

 

 
 
 
 

 

 

 

 

 

 

 

Ο κύριος Μι, Άντριου Κράμεϋ

 

Η χρήση αποφθεγμάτων είναι η πιο

αυταρχική μορφή διαλόγου. Αυτό, απ’ όσο μπορώ να κρίνω,

είναι ένα ακόμα απόφθεγμα

 

Ένα έξυπνο βιβλίο όπως και «Η αρχή του Ντ’ Αλαμπέρ»[1], χωρίς πιστεύω το φιλοσοφικό βάθος του τελευταίου, ελαφρώς γκροτέσκο. Άλλωστε ο χαρακτηρισμός «φιλοσοφικό θρίλερ» που αποδέχεται και ο ίδιος ο συγγραφέας[2], δίνει το στίγμα του βιβλίου: φαντασία και σάτιρα συνοδεύουν βήμα βήμα τα φιλοσοφικά ερωτήματα που τίθενται με μυθιστορηματικό τρόπο σε τρεις παράλληλες και φαινομενικά άσχετες ιστορίες, ενώ οι ήρωες είναι ελαφρώς καρικατούρες:

·         ο κύριος Μι, παντελώς άσχετος από σύγχρονη τεχνολογία, γενικά εκτός πραγματικότητας, αναζητά την Εγκυκλοπαίδεια του Ροζιέ, μια φιλοσοφική πραγματεία του 18ου αι. που συνόψιζε την επαναστατική θεωρία του Ροζιέ για τη φύση (εναλλακτικό σύμπαν) και αποτελούσε «απάντηση» στην Εγκυκλοπαίδεια του Ντιντερό (το βασικό θέμα δηλαδή αιτιοκρατίας/τυχαιότητας εξακολουθεί και σ’ αυτό το βιβλίο ν’ απασχολεί τον Κράμεϋ).

·         Ο Φεράν κι ο Μινάρ, ένα αχτύπητο δίδυμο του στυλ Χοντρός-Λιγνός, δύο Γάλλοι που αναφέρονται στο 10ο και στο 11ο βιβλίο των Εξομολογήσεων του Ρουσσώ, γραφείς που έχουν χάσει τη δουλειά τους πρόσφατα, φουκαράδες που τους ένωσε ο κοινός ενθουσιασμός για ζητήματα φιλοσοφίας, για την …ψητή πάπια και το σκάκι,  αναλαμβάνουν το 1759 σχεδόν από τύχη να αντιγράψουν και να ετοιμάσουν για το τυπογραφείο φυλλάδες ενός μυστηριώδους πελάτη, που όπως αποκαλύπτεται είναι η Εγκυκλοπαίδεια του Ροζιέ. Το μυστήριο καλύπτει τις χαμένες σελίδες, ένας φόνος συμπληρώνει την ατμόσφαιρα θρίλερ στην οποία εμπλέκεται κι ο Ζ. Ζ. Ρουσσώ, και η πλοκή αποκτά αστυνομικού μυθιστορήματος χαρακτήρα.

·         Τέλος, ο καθηγητής Πέτρι διδάσκει λογοτεχνική θεωρία στο Πανεπιστήμιο και γράφει σχετικό βιβλίο για τους Φεράν- Μινάρ. Αυτό το βιβλίο ανακαλύπτει με κωμικό τρόπο στο Διαδίκτυο ο κύριος Μι, κι έτσι χαλαρά συνδέονται οι τρεις αυτές εναλλασσόμενες ιστορίες, μέσα απ’ τις οποίες βρίσκει ευκαιρία ο Κράμεϋ να διατυπώσει με παιγνιώδη ως χιουμοριστικό τρόπο ερωτήματα που απασχολούν τη σύγχρονη σκέψη.

 

Το πρώτο κεφάλαιο είναι ενδεικτικό και του ύφους αλλά και του περιεχομένου: ο κύριος Μι ξεδιπλώνει σε εξομολογητικό α’ ενικό τις σκέψεις του και τους προβληματισμούς του σχετικά με τη «θεωρία των Ξανθικών», καθώς και τον παράδοξο τρόπο με τον οποίο «σκόνταψε» πάνω στην Εγκυκλοπαίδεια του Ροζιέ (την ανακάλυψη των Ξανθικών την οφείλω στη σύμπτωση ενός ξεφούσκωτου ελαστικού και μιας ξαφνικής μπόρας) ενώ σε αντίστιξη απαντά η κυρία Μπι, η οικονόμος του, που με τα γήινά της σχόλια απηχεί την κοινή γνώμη («Μπορεί αυτός που τό 'γραψε να ήταν έξυπνος άνθρωπος, αλλά αυτός που πάει και τ' αγοράζει είναι χαζός. Λες και δεν σας φτάνουν τα βιβλία πού 'χετε εδώ μέσα για να την περνάτε»). Η αντίστιξη αυτή είναι πολύ κωμική (παρόμοια υπάρχει σε μικρότερο βαθμό και σ’ άλλα σημεία του βιβλίου), ενώ τα χωρία της επιστολής (του Ροζιέ προς τον Ντ’ Αλαμπέρ) που διαβάζει ο κύριος Μπι φωναχτά έχουν πολύ μεγάλο φιλοσοφικό ενδιαφέρον, όπως π.χ. η ιστορία με τον αιχμάλωτο, τα κύπελλα και το δαχτυλίδι, ένα παράδοξο που παραπέμπει στη σύγχρονη κοσμοθεωρία (θεωρία των πιθανοτήτων; σημασία του παρατηρητή- βλ. γάτα του Σρέντινγκερ;):

Οι πιθανότητες να’ χει βρει ο αιχμάλωτος το δαχτυλίδι είναι μία στις δύο, ή μία στις τρεις κι αυτό εξαρτάται απ’ το αν ο αρχηγός γνωρίζει εξαρχής κάτω από ποιο κύπελλο κρύβεται το δαχτυλίδι· παρατήρηση που με εξέπληξε δεόντως  και με κράτησε άυπνο ολόκληρη τη νύχτα να αναλογίζομαι τους πολλούς δρόμους που ανοίγονταν· διότι οδηγήθηκα στο συμπέρασμα πως η παρατήρηση, η σκέψη, η συνείδηση, είναι άρρηκτα δεμένες με την πραγματικότητα του κόσμου ετούτου. (…) Για να καταλάβουμε τον κόσμο, πρέπει να κατανοήσουμε πρώτα το ανθρώπινο μυαλό και τη διάδρασή του με ό, τι προσλαμβάνει, καθιστώντας το κατ’ αυτόν τον τρόπο υπαρκτό.

Η κωμικότητα του κυρίου Μι (με δόση υπερβολής που αγγίζει τα όρια της φάρσας) απογειώνεται όταν αποφασίζει ν’ αγοράσει υπολογιστή, όπου αποδεικνύεται εντελώς άσχετος· αποκορύφωμα το σερφάρισμα στο διαδίκτυο προκειμένου να βρει πληροφορίες σχετικές με την Εγκυκλοπαίδεια του Ροζιέ οπότε πέφτει επάνω σε μια γυμνή/ τσόντα που κρατά ανάμεσα στα πόδια της το βιβλίο :«Φεράν και Μινάρ: ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ και το Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο». (Αυτή η εγκυκλοπαίδεια που υποστηρίζει την ύπαρξη ενός εναλλακτικού σύμπαντος αποτελεί και τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στις φαινομενικά άσχετες-τρεις- υποθέσεις). Πρόσωπο κλειδί είναι κι ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ (σύγχρονος των Φεράν- Μινάρ) αλλά πολλές αναφορές γίνονται με αφορμή τις παραδόσεις του καθηγητή Πέτρι και στον Προυστ, τον Κάφκα, τον Μονταίν, τον Φλωμπέρ και άλλους, πάντα όμως ανατρεπτικά και χιουμοριστικά, απομυθοποιητικά όσο αφορά τη ζωή τους, για να μη μιλήσω γι’ αποδόμηση, εφόσον εν πολλοίς ο Κράμεϋ είναι μεταμοντέρνος:

Σελ. 160:

Αργότερα έχω να πω περισσότερα σχετικά με τον Ζαν-Ζακ· έναν άνθρωπο, που όπως ο καθένας από μας, ήταν τόσο τυφλός ως προς τον εαυτό του ώστε αυτό να είναι ολοφάνερο σε οποιοδήποτε ψυχρό, τρίτο μάτι· μια πλεονεκτική θέση απ’ την οποία, ίσως, όλοι θα λαχταρούσαμε να μπορούμε να κοιτάξουμε τους εαυτούς μας.

Σελ. 238:

Αλλά βλέπεις, ο Ρουσσώ ήταν ιδιοφυΐα και συγχρόνως μεγάλο καθήκι, κι ο κόσμος φαίνεται να επιτρέπει ευχαρίστως αυτές τις δυο ιδιότητες να συνυπάρχουν, λες και- με τον ίδιο τρόπο που η τέχνη μπορεί υποτίθεται να μας εξυψώνει σ’ ένα ανώτερο ηθικό επίπεδο- όσοι διαθέτουν τη δημιουργικότητα του καλλιτέχνη μπορούν να εξαιρούνται από κάθε ηθική κρίση.

Άλλωστε, σύμφωνα με το μυθιστόρημα, πίσω από τον φόνο βρίσκεται η εκκεντρική προσωπικότητα του Ζ. Ζ. Ρουσσώ (εδώ ο αναγνώστης βρίσκεται σε αμηχανία, όχι τόσο για την απομυθοποίηση του φιλοσόφου, όσο για την ανάμειξη ιστορικού και φανταστικού στοιχείου).

 

Μέσα  από την «αποκαθήλωση» που γίνεται ιδιαίτερα στον Ρουσσώ και τον Προυστ,  ένα –περιφερειακό- θέμα που φαίνεται ν’ απασχολεί τον συγγραφέα –τι σύμπτωση, το θέμα αυτό μ’ απασχόλησε και στο βιβλίο του Σελίν!- είναι η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΜΕ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ όπως φαίνεται από την παρακάτω επισήμανση που επαναλαμβάνεται δυο τρεις φορές:

«Και τι είδους βιβλία γράφετε»;

Τι είδους απάντηση περίμενε να πάρει; Φανταστείτε για παράδειγμα έναν άλλον συγγραφέα που του ζητούν να συνοψίσει το έργο του σε μια φράση, κι ο οποίος λέει πως γράφει ένα μόνο μυθιστόρημα, το οποίο «αφορά ένα πρόσωπο που ονομάζεται ¨Εγώ¨ και το οποίο δεν είναι πάντα ο εαυτός μου». Δεν πρόκειται ωστόσο να συναντήσουμε αυτόν τον συγγραφέα, μιας και ο Προυστ πέθανε πριν από πολλά χρόνια.

 

Σελ. 153:

Η διάλεξή μου αφορούσε την ισόβια επιμονή του Προυστ στη διάκριση ανάμεσα στον καθημερινό εαυτό και τον βαθύτερο εαυτό, αυτόν που μπορεί να αποκαλυφθεί μέσα απ’ την τέχνη. Στάθηκα μπροστά στο κουρασμένο ακροατήριό μου και τους είπα πώς ο Προυστ έδωσε σάρκα και οστά σ’ αυτήν τη θεωρία μες’ απ’ τη μανιασμένη αντίθεσή του με τα γραπτά του Σαιντ- Μπεβ, του οποίου η μέθοδος ήταν να γνωρίζει τον δημιουργό ως άτομο προκειμένου να κατανοήσει το έργο του· να μαθαίνει λεπτομέρειες για τη βιογραφία του και κατόπιν, βασισμένος σ’ αυτές, να αναλύει το κείμενο- που όπως μας επισημαίνει ο Προυστ- έχει γραφτεί από κάποιον άλλον· ‘έναν «κρυμμένο» εαυτό τόσο διακριτό από τον «κοινωνικό» όσο και ο κύριος Χάιντ από τον Δρα Τζέκυλ, κατά την αναλογία του Προυστ. Οι αναγνώστες νομίζουν ότι μπορούν στ’ αλήθεια να «γνωρίσουν ένα συγγραφέα από τα γραπτά του· ο Σαιντ- Μπεβ, εξίσου λαθεμένα, νόμιζε πως μπορούσε στ’ αλήθεια να «γνωρίσει» έναν συγγραφέα μαθαίνοντας πρώτα για το οικογενειακό του περιβάλλον, τη μόρφωσή του, και τη σταδιοδρομία του.

Το ίδιο θέμα εξετάζεται κι «απ’ την ανάποδη»:

Σελ. 238:

Ο άνθρωπος στο εδώλιο του κατηγορουμένου υπερασπίζεται τον εαυτό του λέγοντας ότι δεν είναι «τέτοιος άνθρωπος»· στην περίπτωση του καλλιτέχνη, τέτοιου είδους ατοπήματα θεωρούνται εκείνες ακριβώς οι ουσιώδεις αντιφάσεις απ’ τις οποίες πηγάζει η δημιουργικότητα. Κατέληξα ν’ απεχθάνομαι αυτό το σύστημα αξιών που καθιστά τα καραγκιοζιλίκια τω μεγάλων και τρανών αντικείμενο θαυμασμού, ενώ θεωρεί την προσωπική αγωνία της καθημερινής ζωής ένα βρώμικο αστείο.

Τέλος, νομίζω ότι στο παρακάτω απόσπασμα φαίνεται το ίδιο θέμα μες από την οπτική του ίδιου του καλλιτέχνη (σελ.224):

Ο Κάφκα θεωρούσε τον εαυτό του χιουμορίστα, και μερικές φορές του ήταν αδύνατον να συγκρατήσει τα γέλια του καθώς διάβαζε τα έργα του σε φίλους. Εμείς όμως φυσικά γνωρίζουμε πως τα’ αστεία του ήταν πολύ σοβαρά. Σε μια επιστολή εξηγούσε πως γράψιμο σημαίνει να εκθέτεις τον εαυτό σου στον υπέρτατο βαθμό· ποτέ δεν είσαι αρκετά μόνος όταν γράφεις, ποτέ η σιωπή δεν είναι αρκετή, «ποτέ δεν είναι αρκετή η νύχτα».

  

Υ.Γ. Ενδιαφέρον έχει η παρουσίαση του βιβλίου από την Αγγελική Παπαδοπούλου (http://tovima.dolnet.gr/print_article.php?e=B&f=13477&m=S17&aa=1) στο άρθρο της «Το λογισμικό των συμβάντων»

 

Παπαγγελή Χριστίνα (c.papangeli@gmail.com)

Ημερομηνία τελευταίας επεξεργασίας: Κυριακή, 05. Οκτωβρίου 2008 

 

 


 


[1]   Η παρουσίαση του βιβλίου από τον ας εων εδώ.

[2] Τα βιβλία μου δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως επιστημονική φαντασία, ωστόσο μου αρέσει να σκέφτομαι ότι περιλαμβάνουν και κάτι από τον Dr Who: ένα βιβλίο μοιάζει πολύ με την παράξενη μηχανή του. Εξωτερικά δε μοιάζει τόσο μεγάλο ή τόσο σημαντικό. Όταν όμως το ανοίξεις ανακαλύπτεις μέσα του πολύ περισσότερα από όσα είχες φανταστεί. Κι ένα βιβλίο μπορεί να σε ταξιδέψει και στο χώρο και στο χρόνο.

 

 

συνεργατική τοποθεσία

από το Μάρτιο 2007