χώρος συνάντησης και έκφρασης

                                

φιλολογικές

σελίδες

 

βιβλία

 

θέατρο

 

τέχνη

 

φωτογραφίες

 

πίνακας

 

 
 
 
 

 

 

 

 

 

 

 

Για να κατανοήσουμε τον κόσμο μας, Immanuel Wallerstein

Εισαγωγή στην Ανάλυση Κοσμοσυστημάτων

 

 

Μπορεί να καταλήξουμε σε ένα σύστημα καλύτερο από τον καπιταλισμό,

ή μπορεί και να οδηγηθούμε σε ένα σύστημα χειρότερο από τον καπιταλισμό.

Το μόνο πράγμα που δεν μπορούμε να έχουμε

είναι το καπιταλιστικό σύστημα.

 

 

Ένα πολύ μεθοδευμένο βιβλίο που, όπως φαίνεται ξεκάθαρα κι από τον (υπό)τιτλο, αποτελεί μια εισαγωγή στην «ανάλυση κοσμοσυστημάτων», μια ιστορική και πολιτική μέθοδο θεώρησης του πολιτισμού που άρχισε να διαμορφώνεται λίγα χρόνια μετά τον Μάη του ’68, και χαρακτηριστικό της είναι ότι εξετάζει «ολιστικά» τους κοινωνικούς σχηματισμούς. Διακεκριμένος  πολιτικός/ιστορικός κοινωνιολόγος στο Κέντρο Φερνάν Μπρωντέλ, ο συγγραφέας κάνει σύντομη και πολύ σαφή αναφορά στο περιεχόμενο των όρων που χρησιμοποιεί (κοσμοσύστημα, συστημικός, κοσμοοικονομία, κοσμοκρατορία, γεωκουλτούρα), προχωρά σε μια αναδρομή στις «ιστορικές καταβολές  της ανάλυσης κοσμοσυστημάτων» και στη συνέχεια ανατέμνει το σήμερα, υποστηρίζοντας ότι διανύουμε μια περίοδο συστημικής κρίσης· όχι απλά μια «δύσκολη περίοδο», αλλά μια φάση μετάβασης,  όπου το σύστημα αντιμετωπίζει τόσα προβλήματα, ώστε δε μπορεί να τα λύσει μέσα στο ίδιο το σύστημα (αυτό που συμβαίνει τότε είναι ότι το σύστημα διακλαδίζεται, δηλαδή βρίσκει ότι οι βασικές του εξισώσεις μπορούν να λυθούν με δυο τρόπους εντελώς διαφορετικούς.(…) αλλά το ποια επιλογή θα κάνουν συλλογικά όλοι αυτοί που συμμετέχουν στο σύστημα, είναι κάτι το εγγενώς απρόβλεπτο. Η διαδικασία της διακλάδωσης είναι χαοτική (…) αυτό που παρατηρούμε είναι ότι σε τέτοιες συνθήκες ένα σύστημα ταλαντεύεται βίαια).    

Η συστημική ανάλυση που εισηγείται ο Ιμμάνουελ Βαλλερστάιν θεωρεί ότι ο πολιτισμός μας -ο σημερινός κόσμος -που τον ονομάζει «νεωτερικό κοσμοσύστημα», έχει τις καταβολές του στον 16ο αι. και ενώ αρχικά αφορούσε μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή/ ζώνη του κόσμου (Ευρώπη/Αμερική), τώρα έχει καλύψει όλη την οικουμένη. Πρόκειται για την καπιταλιστική κοσμοοικονομία, μια εκτενή δηλαδή γεωγραφική ζώνη που λειτουργεί ως μονάδα καταμερισμού εργασίας, ανταλλαγών βασικών αγαθών, ροών κεφαλαίου κι εργασίας. Το εσωτερικό αυτό κοσμοσύστημα, όρος βάσει του οποίου μπορεί να κατανοηθεί ο κόσμος μας, χαρακτηρίζεται από το ότι δεν έχει ενιαία πολιτική δομή. Αυτό που «συγκρατεί» τα μέρη, που προσδίδει δηλ συνοχή, είναι η αποτελεσματικότητα του καταμερισμού εργασίας  (η κοσμοοικονομία και το καπιταλιστικό σύστημα πηγαίνουν χέρι χέρι). Το νεωτερικό κοσμοσύστημα, δηλαδή το καπιταλιστικό, περιλαμβάνει πολλές πολιτικές μονάδες, πολλές κουλτούρες  και ομάδες ανθρώπων. Δημιουργούνται ωστόσο κοινά πολιτισμικά πρότυπα των λαών, που ο Βαλλερστάιν τα ονομάζει γεωκουλτούρα.

 

Είναι πολύ ξεκάθαρη η δομή του βιβλίου, που προαναγγέλλεται άλλωστε και στο εισαγωγικό κεφάλαιο: στο πρώτο κεφάλαιο βλέπουμε τις ιστορικές καταβολές του τρόπου αυτού ανάλυσης (έχει σημασία για τον συγγραφέα η μέθοδος απόκτησης της γνώσης  (η ανάγκη να γνωρίζεις πώς γνωρίζεις)). Στα τρία επόμενα κεφάλαια παρουσιάζονται οι μηχανισμοί του νεωτερικού κοσμοσυστήματος, γίνεται δηλαδή μια προέκταση και δημιουργική αξιοποίηση της μαρξιστικης αντίληψης στη σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη εκδοχή/φύση του καπιταλισμού, ενώ στο πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο γίνεται εκτίμηση της σημερινής κρίσης (οι κανονικοί μηχανισμοί εξόδου από την κρίση είναι ατελέσφοροι) και προτείνονται τρόποι χειρισμού της. Ακολουθεί η δημοσίευση μιας  πολύ διαφωτιστικής συνέντευξης του Βαλλερστάιν στον καθηγητή Γιεζούνγκ Σου, στη συνέχεια μια ομιλία που έκανε στην Ατλάντα με θέμα «Μια αριστερή πολιτική για τον 21ο αι.» κι ένα επίσης καίριο επίμετρο του καθηγητή Σπύρου Μαρκέτου που επιμελήθηκε την έκδοση. Πολύ πρακτικό επίσης για κάποιον που δεν έχει εξειδικευμένες γνώσεις είναι το γλωσσάριο που παρατίθεται στο τέλος.

Εξίσου ξεκάθαρο με τη δομή είναι και το ύφος, σε λόγο απλό, λιτό, κατανοητό αλλά κυρίως τεκμηριωμένο με επάρκεια.

 

Οι ιστορικές καταβολές της ανάλυσης κοσμοσυστημάτων

 

Δεδομένου  του «διαζυγίου» της φιλοσοφίας από την επιστήμη τον 18ο αι., τέθηκε το ζήτημα πού θα ενταχτούν οι κοινωνικές επιστήμες (η μελέτη της κοινωνικής πραγματικότητας, γράφει ο Βαλερστάιν). Αν όντως, όπως «δίδαξε» η γαλλική επανάσταση, οι κοινωνικο/πολιτικές αλλαγές έχουν μια κανονικότητα, τότε οι κοινωνικές επιστήμες διχάζονται: από τη μια ρέπουν προς μια «επιστημονικιστική» θεώρηση κι από την άλλη, εξαιτίας του παράγοντα της ανθρώπινης θέλησης που διαμορφώνει τις αλλαγές, ρέπουν προς μια «ανθρωπιστική» θεώρηση.

Ποιο ήταν το αντικείμενο της  μελέτης όσων μελετούσαν την κοινωνική πραγματικότητα;

Στα πρώτα αυτά βήματα, όσο αφορά το αντικείμενο μελέτης, παγιώνεται ο εξής καταμερισμός: οι ιστορικοί περιορίζονται στη μελέτη του παρελθόντος καταγράφοντας τα «γεγονότα» της χώρας τους (όπως καθορίζονταν τα σύνορα τον 19ο αι.), ή άλλων «ιστορικών εθνών», ενώ τη μελέτη του παρόντος αναλαμβάνουν οι νεοσύστατες επιστήμες «οικονομία», «πολιτική επιστήμη»και «κοινωνιολογία» (που αντιστοιχούν στις τρεις χωριστές σφαίρες της ζωής: αγορά, κράτος και κοινωνία των πολιτών). Τρεις κλάδοι που αναζητούν επιστημονικούς νόμους (νομοθετικοί κλάδοι), σε αντίθεση με τον ιδιογραφικό κλάδο που φιλοδοξούσε να είναι η ιστορία.

Προσπαθώντας όμως να κατανοήσουν την κοινωνική πραγματικότητα, οι κοινωνικοί επιστήμονες του 19ου αι. αναγκάστηκαν να στραφούν να μελετήσουν και λαούς που δεν ανήκαν –τότε- στο νεωτερικό σύστημα, όπως πρωτόγονους λαούς που υποτάχτηκαν στην αποικιοκρατική εξουσία, ή λαούς της ανατολής π.χ. , που δεν είχαν στρατιωτική ή τεχνολογική ισχύ αλλά είχαν αναπτύξει μια σύνθετη κουλτούρα. Έτσι, εμφανίζονται οι εθνογράφοι και οι ανατολιστές.

 

Το 1945 και το 1968 ήταν δυο ιστορικοί σταθμοί που επηρέασαν την πορεία των ιστορικών και κοινωνικών σπουδών. Μετά το 1945 οι ΗΠΑ ασκούν την ηγεμονία τους και «επιβάλλουν» ως αυτονόητη τη  θεωρία των «σταδίων», δηλαδή την αντίληψη ότι όλα λίγο πολύ τα κράτη αναπτύσσονται με διαφορετικούς ρυθμούς αλλά προς την ίδια κατεύθυνση. Τη θεωρία των αναπτυξιακών σταδίων υιοθέτησε και η Σοβιετική Ένωση. Στην ίδια περίοδο αρχίζει και γίνεται διάκριση ανάμεσα σε «πυρήνα» και «περιφέρεια», εφόσον έγινε φανερό ότι το διεθνές εμπόριο επέτρεπε τη ροή του κεφαλαίου από τις πιο φτωχές χώρες στις πιο ισχυρές. Η υπανάπτυξη άρχισε να θεωρείται συνέπεια του καπιταλισμού (η ίδια διαδικασία που γεννούσε τον πλούτο στις ευρωπα»ικές μητροπόλεις, φτώχαινε τις περιοχές που ενσωματώνονταν στο σύστημα, η μια μετά την άλλη, ως περιφέρειες). Παράλληλα, πρόβαλε έντονη η ανάγκη της πολιτικής επανάστασης. Τότε  γεννιέται και η αντίληψη ότι σε κάθε κράτος, εξωγενείς παράγοντες (κυρίως εμπορικές ροές) και όχι ενδογενείς (σχέσεις παραγωγής) καθορίζουν την οικονομική κατάσταση (Σουήζυ), αντίληψη που πατά στο μαρξισμό αλλά διαφοροποιείται απ αυτόν,  οδηγώντας σιγά σιγά στην ανάλυση κοσμοσυστημάτων

Αυτά τα πρώτα βήματα ακολούθησαν οι οπαδοί της σχολής  των Αννάλ στη Γαλλία, θεμελιώνοντας την αρχή ότι ως μονάδα όπου πρέπει ν’ αναλύεται η κοινωνική δράση είναι μια ευρύτερη ζώνη κι όχι κάθε κράτος χωριστά. Εισηγείται την «ολική»/ολιστική θεώρηση για την ιστοριογραφία, που εξετάζει την ιστορική εξέλιξη σε συνάφεια με τα κοινωνικά πεδία, με τη συνεργασία των «νομοθετικών κλάδων» των κοινωνικών επιστημών. Ο Φερνάν Μπρωντέλ (συνεργάτης του οποίου ήταν ο Βαλερστάιν) ήταν ο αυτός που μελέτησε την κοσμοοικονομία της Μεσογείου του 16ου αι. χρησιμοποιώντας την έννοια του δομικού χρόνου και των κυκλικών διαδικασιών.

Ανάλογες τομές έκαναν και οι εξεγέρσεις του 1968, αμφισβητώντας την ηγεμονία των ΗΠΑ, την ηγεμονία της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά και την παραδοσιακή αριστερά.

 

Η συστημική κρίση

 

Σύμφωνα με τον Βαλερστάιν, η κρίση του ιστορικού κοσμοσυστήματος του 21ου αι. δεν είναι παροδική, αλλά δομική, θεμελιώδης. Οι μηχανισμοί με τους οποίους επιβίωνε κι εξαπλωνόταν το καπιταλιστικό μοντέλο, ξεπερνώντας μέχρι τώρα τις επί μέρους κρίσεις, αναλύονται πολύ μεθοδικά από τον συγγραφέα, για να αναφανεί ότι δεν επαρκούν πλέον για την αναπαραγωγή του συστήματος: ενσωμάτωση νέων περιοχών στην κοσμοοικονομία με σκοπό  πρώτες ύλες, νέες αγορές, φτηνά εργατικά χέρια (ή πλήρης  μετακίνηση βιομηχανικών μονάδων εκεί όπου το κόστος παραγωγής είναι χαμηλότερο), ιδιωτικοποίηση του πρώην δημόσιου πλούτου, αύξηση μισθών με σκοπό την αύξηση της αγοραστικής δύναμης ή, αντίθετα, συμπίεση των μισθών εκεί που το επιτρέπει το εισόδημα που παράγεται στα πλαίσια του νοικοκυριού- (δηλαδή εισόδημα από ενοίκιο, ιδιοκατανάλωση, μικροεμπορευματική παραγωγή κλπ.), ελαχιστοποίηση του κόστους απόθεσης των απόβλητων, φορολογικές διευκολύνσεις, εξωτερικός δανεισμός, συνεργασία με το χρηματοπιστωτικό σύστημα, όλα αυτά είναι τρόποι συσσώρευσης κεφαλαίου ώστε το χρήμα να παράγει χρήμα. Παρόλο που το αντίθετο είναι γενικά αποδεκτό, ο καπιταλισμός δε χρειάζεται απόλυτα ελεύθερη αγορά (laissez faire-laissez passer),  αλλά πολύ περισσότερο τα «ολιγοπώλια», για να μπορεί μέσα στους νόμους της ανταγωνιστικότητας να κοντρολάρει το κέρδος. Κατά παρόμοιο τρόπο δεν ευνοείται από την ύπαρξη μιας κοσμοκρατορίας, μια ενιαίας δηλαδή πολιτικής εξουσίας (σελ. 110: όπως συμβαίνει με τα οιονεί μονοπώλια- δηλαδή ολιγοπώλια- στο χώρο της παραγωγής, έτσι και στις ηγεμονίες η οιονεί απόλυτη δύναμη αυτοκαταστρέφεται. (…) Η καπιταλιστική κοσμοοικονομία χρειάζεται τα κράτη, χρειάζεται το διακρατικό σύστημα (μεγάλη αγορά, πληθώρα κρατών), και χρειάζεται την περιοδική ανάδυση ηγεμονικών δυνάμεων). Η συμπίεση των κερδών, που αρχίζει να περιορίζεται πια σε παγκόσμια κλίμακα λόγω της αύξησης του «παγκόσμιου κόστους», απειλεί την ικανότητα των καπιταλιστών να συσσωρεύουν κεφάλαιο. Απειλεί επομένως το ίδιο το σύστημα.

Όλοι αυτοί οι μηχανισμοί λοιπόν δεν είναι πια αποτελεσματικοί, οι αντιφάσεις του συστήματος δε μπορούν πλέον να εξουδετερωθούν. Με άλλα λόγια, η ίδια η «άνοδος» στρέφει προς τα πάνω τις τρεις βασικές της καμπύλες, και τις στέλνει πιο κοντά στην ασύμπτωτη. . Βρισκόμαστε σαφώς στη Φάση Β΄των κύκλων Κοντράτιεφ[1], σε μια φάση όχι «επέκτασης» αλλά «στασιμότητας», την οποία ακολουθεί μια «χαοτική περίοδος συστημικής μετάβασης».  Ο μηχανισμός των δανείων ήταν αυτό που οδήγησε στο αποκορύφωμα της κρίσης, στη «χρηματοπιστωτική κρίση» γιατί όλο και περισσότερο οι καπιταλιστές άρχισαν να αναζητούν το κέρδος στο πεδίο της χρηματιστηριακής κερδοσκοπίας κι όχι της παραγωγής, και κυρίως γιατί πέρα απ’ όλα τα’ άλλα, όταν φτιάχνεις τέτοια χρέωση, κάποια στιγμή η φούσκα σκάει, αφού τα δάνεια πρέπει πάντα να ξεπληρωθούν.

 

Αντισυστημικά κινήματα

 

Δίπλα στους συντηρητικούς και τους φιλελεύθερους του 19ου αι, μετά την επανάσταση του 1848, αρχίζει να γεννιούνται και τα αντισυστημικά κινήματα, όπως ονομάζει ο Βαλλερστάιν όσα κινήματα υπονόμευαν το κατεστημένο, διεκδικώντας εκείνη την εποχή κοινωνικά(=εργασιακά) δικαιώματα ή εθνική ανεξαρτησία. Το παράδοξο είναι ότι τα κινήματα αυτά, σε όποιο βαθμό πέτυχαν τους στόχους τους,  συνέβαλαν ώστε να ενισχυθεί σημαντικά το σύστημα, παρέχοντας δικλείδες εκτόνωσης στις κοινωνικές πιέσεις. Κι αυτό γιατί τα περισσότερα κατέληξαν στο πρόγραμμα δράσης «πρώτα κατακτούμε την εξουσία και στη συνέχεια μεταμορφώνουμε τον κόσμο». Ωστόσο, το δεύτερο στάδιο απείχε από την πραγμάτωσή του πολύ περισσότερο απ’ ό, τι περίμενε ως τότε ο περισσότερος κόσμος. (…) Το χάσμα ανάμεσα σε πυρήνα και περιφέρεια γινόταν μεγαλύτερο παρά ποτέ.

Η «παγκόσμια επανάσταση του 1968» εξέφρασε την απογοήτευση από την ανικανότητα των τότε αντισυστημικών κινημάτων ν’ αλλάξουν τον κόσμο (οι καταπιεσμένοι λαοί έπαψαν να είναι βέβαιοι πως η ιστορία είναι με το μέρος τους). Όπως γράφει και παρακάτω,  οι κάθε λογής παραγωγοί της καπιταλιστικής κοσμοοικονομίας έχασαν τον κυριότερο αλλά κρυφό σταθεροποιητή του κοσμοσυστήματος, την αισιοδοξία των καταπιεσμένων.

Ωστόσο ο Βαλλερστάιν είναι αισιόδοξος, εφόσον βρισκόμαστε σε μια περίοδο μετάβασης από ένα κοσμοσύστημα σε άλλο, σε μια φάση συστημικής διχάλωσης όπου όλα είναι δυνατά και εφικτά, όπου μετά από πεντακόσια χρόνια έχουμε μια προοπτική θεμελιακής αλλαγής που θα μπορούσε να είναι προς την κατεύθυνση της προόδου:

Η περίοδος της μετάβασης από ένα σύστημα σ’ ένα άλλο είναι μια περίοδος μεγάλων αγώνων, μεγάλης αβεβαιότητας και μεγάλης αμφισβήτησης των δομών της γνώσης. Πρέπει πρώτα απ’ όλα να καταλάβουμε καθαρά τι είναι αυτό που συμβαίνει.

 

Αλλά η ανάλυση δεν είναι δράση, και η δράση θέλει οργάνωση.

Στο τέλος του βιβλίου δίνονται κάποιοι άξονες δράσης μέσα από την παγκόσμια αριστερά π.χ.  να φτιάξουμε και να δυναμώσουμε μια συγκεκριμένη κουλτούρα συντροφικής κι όχι ιεραρχικής πολιτικής δράσης, να εντάξουμε τις παραγωγικές δραστηριότητες σε μεσαίας κλίμακας αποκεντρωμένες και μη κερδοσκοπικές δομές, να προχωρήσουμε σε απεμπορευματοποίηση των οικονομιών διεργασιών παγκόσμια. Να αφήσουμε πολλές κουλτούρες να ανθίσουν, εγκαταλείποντας το «γιακωβινικό όραμα» κι ενδυναμώνοντας το τοπικό στοιχείο, με τρόπο που να το απελευθερώνει από την εμπορευματοποίηση της ζωής.

 

Η μάχη δεν είναι πώς θα σωθούν οι τράπεζες ούτε πώς θα παρατείνουμε τη ζωή ενός ετοιμοθάνατου συστήματος, βάζοντάς το σε τεχνητή αναπνοή Η πραγματική μάχη γίνεται για το ποιο νέο ιστορικό παγκόσμιο σύστημα θ’ αντικαταστήσει την παγκόσμια καπιταλιστική κοσμοοικονομία. Έχουμε δυο αντίπαλα στρατόπεδα που οραματίζονται διαφορετικούς κόσμους – το ένα ζητά να αναπαράγει τη σημερινή άνιση κατανομή της εξουσίας και της παραγωγής, το άλλο οραματίζεται έναν κόσμο διαφορετικό, πιο δημοκρατικό και πιο εξισωτικό.

 

Δε συνηθίζω ν’ αναφέρομαι στο χώρο αυτό, στο anagnosi, σε  βιβλία «θεωρητικού χαρακτήρα», περιορίζομαι κατά κανόνα στα λογοτεχνικά. Ένιωσα όμως την ανάγκη, καθώς διάβαζα το βιβλίο αυτό στους «χαλεπούς» καιρούς που διανύουμε, να κρατήσω σημειώσεις και να ανατρέχω ξανά και ξανά σ’΄αυτές, γυρεύοντας απαντήσεις στα ερωτήματα που θέτει η επικαιρότητα.

Κι ένιωσα την ανάγκη να μοιραστώ αυτές τις απαντήσεις.


 


επιμέλεια: Χριστίνα Παπαγγελή

Ημερομηνία τελευταίας επεξεργασίας: Παρασκευή, 27. Αυγούστου 2010 

 

[1] Κύκλοι Κοντράφτιεφ: πρόκειται για τους βασικούς κύκλους της καπιταλιστικής κοσμοοικονομίας, στους οποίους εναλλάσσονται επέκταση και στασιμότητα. Κέθε τέτοιος κύκλος περιλαμβάνει δυο φάσεις, φάση Α και φάση Β, και διαρκεί περίπου 50 με 60 χρόνια.

 

συνεργατική τοποθεσία

από το Μάρτιο 2007