χώρος συνάντησης και έκφρασης

                                

φιλολογικές

σελίδες

 

βιβλία

 

θέατρο

 

τέχνη

 

φωτογραφίες

 

πίνακας

 

 
 
 
 

 

 

 

 

 

 

 

Γιούαν Ίαν Μακ, στην ακτή

 

 

Το βιβλίο ξεκινά με μια εκτενέστατη κι αναλυτικότατη περιγραφή της πρώτης νύχτας του γάμου δύο «αθώων νεαρών νιόπαντρων», όπως λέει το οπισθόφυλλο (alef: “Η ιστορία του απλή και αδρή, σχεδόν… εξωπραγματική για το αφάνταστα σεξουαλικά ελεύθερο τώρα”). Δύο μορφωμένων αλλά άπειρων και παρθένων νέων της δεκαετίας  του ‘60, με τη διαφορά ότι δεν πρόκειται για συνηθισμένη συστολή, εφόσον η κοπέλα είναι απελπιστικά ψυχρή κι εγωίστρια. Ο Γιούαν, με την ψυχογραφική του ικανότητα, μας μεταφέρει αναλυτικά κάθε μύχια σκέψη και συναίσθημα των ηρώων και ως εκ τούτου, το βιβλίου έχει ενδιαφέρον καθώς γεννιέται η περιέργεια για το πώς θα καταλήξει αυτή η ιδιόρρυθμη σχέση.

Η πρώτη λοιπόν προσπάθεια σεξουαλικής επαφής αποβαίνει γελοία, σχεδόν «Γουντι αλλενική», εφόσον ο ‘Εντουαρντ αποδεικνύεται ανίκανος να … ξεκουμπώσει το φουστάνι. Μεσολαβεί ένα μεγάλο κεφάλαιο αναδρομών στην  παιδική ηλικία του καθένα χωρίς τα γεγονότα να ερμηνεύουν την προβληματική και σπαστική στάση της κοπέλας, κι όταν τέλος αυτή  παραδίδεται ψυχρά και παθητικά στο μοιραίο, με μια ανόητη αφορμή τον ταπεινώνει, φεύγει έξαλλη και του προτείνει … να ζήσουν ως σύζυγοι χωρίς να’ χουν σεξουαλική επαφή!!

          Αυτός είναι ο σκελετός, και ο εμπαθής αναγνώστης (δηλαδή…εγώ!!) ταυτίζεται με τον ‘Εντουαρντ, εφόσον η Φλώρενς είναι εξοργιστική και αντιπαθέστατη. Εδώ ωστόσο βρίσκεται κατά τη γνώμη μου  και η αρετή του βιβλίου: ο Γιούαν μας οδηγεί βήμα- βήμα στο να δείξει την αναγκαιότητα που οδηγεί τους δυο ήρωες στις αντιδράσεις τους, αλλά και στο να καταλήξει ο Έντουαρντ -στα όψιμα πλέον χρόνια της ωριμότητας-, ότι ήταν «λάθος» του να μη δεχτεί την παράλογη πρόταση της Φλώρενς, η άρνησή του ήταν δηλαδή μια εγωιστική απάντηση στον δικό της εγωισμό, που απομάκρυνε μοιραία δυο ανθρώπους που ουσιαστικά αγαπιόντουσαν.

          (σελ. 216, τελευταία):

          Όταν τη σκεφτόταν, τον κατέπλησσε το γεγονός ότι είχε αφήσει αυτό το κορίτσι με το βιολί να φύγει. Τώρα βέβαια έβλεπε ότι η αυτοκαταστροφική της πρόταση ήταν άσχετη. Το μόνο που ζητούσε ήταν η βεβαιότητα της αγάπης του πως δεν υπήρχε βιασύνη, όταν είχαν μπροστά τους ολόκληρη ζωή. Η αγάπη και η υπομονή-αν μπορούσε να τα διαθέτει και τα δυο μαζί- σίγουρα θα τους είχαν βοηθήσει να τα καταφέρουν. (…)Έτσι μπορεί ν’ αλλάξει η πορεία μιας ζωής- μένοντας αδρανής.

          Θέτει, επομένως, ένα θεωρητικό ζήτημα με τον τρόπο του ο Γιούαν, και δίνει μια υποθετική απάντηση που θυμίζει λίγο «Το τελευταίο καλοκαίρι της αθωότητας» του Ε. Κήλυ (Το ότι ο Εγγλέζος δεν επισκέπτεται ποτέ την ελληνίδα φίλη του, αν κι εκείνη τον έδιωξε, είναι ήδη μια απάντηση για τα συναισθήματά του).  Προσωπικά, δεν μπορώ να συμμεριστώ αυτήν την οπτική, δεν μπορώ παρά να βλέπω σαν ένα ισότιμο μέλος το «έτερον ήμισυ», όχι σαν αναξιοπαθούν άτομο που χρήζει βοηθείας, στήριξης, τουλάχιστον σ’ αυτό το βαθμό. Παρόλ’ αυτά, το δεύτερο μισό του βιβλίου αποκτά ιδιαίτερο ψυχογραφικό ενδιαφέρον, ακριβώς επειδή έχει συναισθηματικές ανατροπές.  Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η σκηνή κατά την οποία ο συγκρατημένος ‘Εντουαρντ, υπερασπιζόμενος τον αδύναμο φίλο του Μέιδερ, σπάει στο ξύλο έναν μάγκα ανταποδίδοντας την προσβολή. Αντί όμως ευγνωμοσύνης, δέχεται την ψυχρότητα του Μέιδερ:

          (σελ. 128):

          Στην αρχή ο Έντουαρντ πίστευε ότι το λάθος του ήταν ότι με το να παραστεί μάρτυρας του εξευτελισμού του είχε πληγώσει την περηφάνεια του Μέιδερ, την οποία μετά ο Έ. αποκατέστησε ενεργώντας σαν υπερασπιστής του, δείχνοντας ότι εκείνος ήταν σκληρός, ενώ ο Μ. ένα ευάλωτο ανθρωπάκι. Αργότερα συνειδητοποίησε ότι αυτό που είχε κάνει, απλώς δεν ήταν κομψό, και η ντροπή του μεγάλωσε ακόμα περισσότερο. Οι καβγάδες στους δρόμους δεν συμβάδιζαν με την ποίηση και την ειρωνέια, την τζαζ και την ιστορία. Ήταν ένοχος κακού γούστου. Δεν ήταν το άτομο που νόμιζε πως ήταν. Αυτό που έβλεπε ως μια ενδιαφέρουσα παραξενιά, μια τραχιά αρετή, αποδεικνυόταν πως ήταν μια χυδαιότητα. Ήταν μια ταπεινωτική επαναξιολόγηση.

          Συμφωνώ με την τελική κρίση της anagnostria ότι το βιβλίο «μεγεθύνει μια εξαίρεση», «όμως δεν είναι λίγα τα λογοτεχνικά έργα που γράφτηκαν με θέμα την εξαίρεση και όχι τον κανόνα», και αντιγράφω από το alef:

«Ένα βιβλίο που αποδεικνύει ότι το μεγάλο έργο δεν χρειάζεται καθόλου την οργιαστική πλοκή διότι η ανθρώπινη φύση κι όλο το μεγαλείο της αποκαλύπτεται στα σημεία. Κι ο ΜακΓιούαν είναι μάστορας του μέγιστου στο ελάχιστο. Εξάλλου δυο οι τρόποι να δεις το σύμπαν, σφαιρικά ή βυθιζόμενος στη λεπτομέρεια.
          Εν τέλει σ’ αυτή την ιστορία που είναι σαν τη ζωή – ολότελα ανοιχτή στο ενδεχόμενο- όλα θα μπορούσαν να είχαν ή να μην είχαν συμβεί. Κι όμως πρόκειται μόνον για μια… νύχτα γάμου. Που σε πολλούς μπορεί και να φανεί υπερβολική, ενώ κάποιους άλλους ίσως και να τους κάνει να αναθεωρήσουν.
          Αλλ’ ούτε λόγος, το μεγαλείο κρύβεται και κρίνεται στα σημεία».

 

επιμέλεια: Χριστίνα Παπαγγελή

Ημερομηνία τελευταίας επεξεργασίας: Πέμπτη, 10. Ιανουαρίου 2008

 

συνεργατική τοποθεσία

από το Μάρτιο 2007