χώρος συνάντησης και έκφρασης

                                

φιλολογικές

σελίδες

 

βιβλία

 

θέατρο

 

τέχνη

 

φωτογραφίες

 

πίνακας

 

 
 
 
 

 

 

 

 

 

 

 

Γιούαν Μακ Ίαν, Εξιλέωση

 

Αρχικά έχεις την αίσθηση ότι πρόκειται απλώς για ένα χαριτωμένο βιβλίο, του οποίου το πνεύμα συμπυκνώνεται στη φωτογραφία του εξώφυλλου: ένα κοριτσάκι 13 χρόνων, σκεπτικό, σχεδόν συνοφρυωμένο, ξυπόλυτο, ανήσυχο. Η Βρυώνη δεν είναι ένα συνηθισμένο παιδί· από πολύ μικρή έχει τη «στόφα» της συγγραφέως, έχει ευαισθησία  και παρατηρητικότητα.

Ένα πολύ συγκεκριμένο γεγονός, που προετοιμάζεται από τις πρώτες σελίδεςτου βιβλίου, είναι καθοριστικό για την ωρίμανση του μικρού κοριτσιού αλλά και για την πορεία όλου του βιβλίου: η Β. είναι μοναδικός μάρτυρας του «βιασμού» μιας οικογενειακής φίλης από κάποιον, τον οποίο η ίδια ταύτισε με τον φίλο της αδελφής της. Η μαρτυρία της είναι αρκετή για ν’ απομακρύνει τον Ρ. Τέρνερ από την οικογένεια και την περιοχή, να φύγει μαζί και η αδελφή και ν’ ανατραπούν όλες οι ισορροπίες στην οικογένεια.

Καθώς όμως η Β. μεγαλώνει, συνειδητοποιεί ότι όλα ήταν συνδυασμένα λάθος στην παιδική της φαντασία, ότι η υπόθεση ότι ένοχος ήταν ο Ρόμπι ήταν απλώς μια υπόθεση, μια προέκταση των γεγονότων που είχαν προηγηθεί, κι ότι ουσιαστικά είχε οδηγήσει κάποιον αθώο στην καταδίκη. Αυτή η ενοχή είναι κι ο πυρήνας του βιβλίου.

Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε τρία μέρη: στο πρώτο έχουμε  την περιγραφή των εφηβικών αυτών περιστατικών, στο δεύτερο μεταφερόμαστε στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου (λίγο πριν την απόβαση στη Νορμανδία), όπου ξαναβρίσκουμε τον Τέρνερ, σε άθλια κατάσταση (τραυματισμένο, νικημένο, πεινασμένο με την απειλή των Γερμανών κλπ.)

Σελ 205:

Ένιωσε πάλι το αόρατο χέρι να του σφίγγει τον λαιμό. Η πιθανότητα να περάσει χίλιες νύχτες εγκλεισμού, γυρνώντας άγρυπνος στο παρελθόν, περιμένοντας τη ζωή του να ξαναρχίσει, χωρίς να ξέρει καν αν και πότε θα ξαναρχίσει.

Σελ. 218:

(…)Το μόνο που τους ένωνε ήταν μερικά λεπτά σε μια βιβλιοθήκη πριν από χρόνια. Μήπως παραήταν εύθραυστο;

Σελ. 277:

«Θα σε περιμένω. Γύρισε πίσω». Οι λέξεις δεν ήταν ανούσιες, κι όμως δεν τον άγγιζαν. Ήταν φανερό- κάποιος άνθρωπος που περιμένει κάποιον άλλον είναι κάτι σαν άθροισμα. Περιμένει. Δεν κάνει τίποτα, περνά ο χρόνος, και ο άλλος πλησιάζει.(+++σελ.278)

Στο τρίτο μέρος συναντιούνται ξανά η Σεσίλια και ο Ρόμπι, και τους βρίσκει στη συνέχεια η ώριμη πια Βρυώνη, που προσπαθεί να «επανορθώσει». Η κατάσταση είναι φυσικά πολύ διαφορετική και πολύ ρευστή, η σχετικότητα των αξιών παρουσιάζεται πια ανάγλυφα. Τι ακριβώς είχε γίνει, ποιος ήταν υπεύθυνος, ποιος ένοχος, όλα θολά στη χοάνη του χρόνου.

Το βιβλίο τελειώνει με την ηλικιωμένη πλέον Βρυώνη, που είναι καταξιωμένη συγγραφέας και φέρεται να έχει καταγράψει την προσωπική της ιστορία της και να έχει αποστασιοποιηθεί απ’ αυτήν (Συλλογίστηκα το τελευταίο μου μυθιστόρημα, εκείνο που έπρεπε να είναι το πρώτο μου).  Οι τρεις τελευταίες σελίδες είναι καταπληκτικές, σφραγίζουν όλη την ιστορία, και παρά το … μεταμοντέρνο χαρακτήρα τους αποδίδουν το πνεύμα όλου του βιβλίου. Φαίνεται δηλαδή ξεκάθαρα πια ότι κεντρικό στοιχείο είναι η σχετικότητα όλων των γεγονότων που κάποτε ήταν σημαντικά, που υπό το πρίσμα του χρόνου χάνουν τη λάμψη τους, την αίγλη τους και τη σημασία τους. Και μπορεί εντέλει να τα δει κανείς από τελείως διαφορετική σκοπιά, πλήρως αντεστραμμένα.

 

Χριστίνα Παπαγγελή

Ημερομηνία τελευταίας επεξεργασίας: Σάββατο, 23. Φεβρουαρίου 2008

 

συνεργατική τοποθεσία

από το Μάρτιο 2007