χώρος συνάντησης και έκφρασης

                                

φιλολογικές

σελίδες

 

βιβλία

 

θέατρο

 

τέχνη

 

φωτογραφίες

 

πίνακας

 

 
 
 
 

 

 

 

 

 

 

 

η αηδονόπιτα, Ισίδωρος Ζουργός

 

σου γράφω για την ανάγκη μου 

να τα διαφυλάξω όλα,, πιο πολύ γιατί καμιά συγκίνηση

δεν πρέπει να σβήνει και να χάνεται αχαρτογράφητη

 

 

Ξεκίνησα με κάποια επιφύλαξη το συγκεκριμένο βιβλίο , για πολλούς και διάφορους λόγους: αρχικά από μια προσωπική καχυποψία απέναντι στους σύγχρονους νεοέλληνες λογοτέχνες, που κατά κανόνα μ’ απογοητεύουν. Κατά δεύτερον, από μια ακόμα μεγαλύτερη καχυποψία απέναντι στο πολύπαθο είδος «ιστορικό μυθιστόρημα», και ειδικότερα όταν ιστορικό υπόβαθρο είναι η εποχή της ελληνικής επανάστασης… εποχή φορτισμένη από ιστορίες που μας πάνε πίσω σε αθάνατες σχολικές γιορτές και σελίδες εθνικιστικού ηρωισμού. Τέλος, ο τίτλος «αηδονόπιτα» με τις συνυποδηλώσεις του λειτουργεί μάλλον αρνητικά, θυμίζοντας ανελέητα το φοβερό κι απροσδόκητο στίχο «θα σφάξουμε ένα αηδόνι» των Ν. Γκάτσου/Μ. Χατζιδάκι.
        Οι επιφυλάξεις μου διαλύθηκαν στις πρώτες κιόλας σελίδες και στη συνέχεια ξεπεράστηκε και η πιο αισιόδοξη προσδοκία! Πέρα από ένα πολύ σύντομο διάστημα προσαρμογής στο γλωσσικό ιδίωμα (επεξεργασμένο σε ορισμένα σημεία προς το «ποιητικότερον») για το οποίο αναρωτιέσαι πόσο πλαστό μπορεί να είναι, ο λόγος «ρέει» και η αφήγηση είναι συναρπαστική. Όχι, δεν υπάρχει η αναμενόμενη εκζήτηση πίσω από τους ιδιωματισμούς, (κάτι που συναντά π.χ. κανείς στα τελευταία έργα της Ζ. Ζατέλη). Ο συγγραφέας έκανε τη δύσκολη επιλογή να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα της εποχής, κατά περίπτωση ιδιωματική, κρατώντας όμως ένα ύφος μετριοπαθές και μεστό, χωρίς υπερβολές κι επίδειξη. Συνολικά εκτιμώντας, θα έλεγα ότι παρόλο που ο πήχης είναι πολύ ψηλά το αποτέλεσμα είναι απογειωτικό. Σ’ ένα εγχείρημα με μεγάλες δυσκολίες και αντιστάσεις, κατάφερε να δώσει πνοή και ρυθμό, αλλά κατά τη γνώμη μου έχασε το μέτρο σε παράγοντες δευτερεύοντες, κι αυτό αφορά μόνο κάποια στοιχεία πλοκής στις τελευταίες 150 σελίδες (σε σύνολο 600 περίπου). Σα να’ γραψε δηλαδή ένα πολύ εμπνευσμένο ποίημα, ενώ του ξέφυγαν κάποιες εύκολες ανορθογραφίες.
        Πρόκειται λοιπόν για ένα «χορταστικό» μυθιστόρημα κλασικό, όχι πρωτοποριακό, όχι μοντέρνο ή μεταμοντέρνο. Με αρχή- μέση- τέλος, με πολλούς και διαφορετικούς ήρωες, με πολλές παράλληλες ιστορίες που αλληλομπλέκονται κι έρχονται κι αυτές, αργά ή γρήγορα να «κλείσουν» (ίσως κι αυτό να είναι μια ακόμα αδυναμία σε βάρος της αληθοφάνειας). Δεν κάνει το λάθος να ξεκινήσει ο συγγραφέας τοποθετώντας το χωροχρόνο του σε γεγονότα πολύ γνωστά και μυθοποιημένα. Δεν κάνει «ιστορία», φαίνεται ξεκάθαρα ότι δεν είναι αυτή η πρόθεσή του, κι έτσι δεν πέφτει στην παγίδα της μυθοποίησης. Ούτε οι –βασικοί- ήρωές του είναι … γνωστοί ήρωες.
Η εξιστόρηση αρχίζει τον Ιούνιο του 1821 στη βόρειο Ελλάδα, για την ακρίβεια στη Θεσ/κη. Σκοτεινή και άγνωστη εν πολλοίς η τύχη της Θεσ/κης τον καιρό εκείνο, με πολλά αντίποινα από τους Τούρκους, που επηρέασαν και την τύχη του μεγαλέμπορου άρχοντα της εποχής Ασημάκη και της κόρης του Λαζαρίνας. Μες στη βροχερή νύχτα δυο από τους ήρωες του μυθιστορήματος, ο λαβωμένος καπετάν Νικήτας κι ο μπιστικός του ο Γιαννακός (αν δεν τον ήξερες και τον έβλεπες από μακριά, μπορεί να τον έκανες και γυναίκα, είχε εκείνο το χάρισμά τους να μαζεύονται και να μην πιάνουν χώρο. Έτσι κι αυτός μπορούσε να μικραίνει και να χάνεται από προσώπου γης, άφαντος και μεγαλόχαρος) αναζητούν καταφύγιο στο κατεστραμμένο αρχοντικό του Ασημάκη.
        Η τριτοπρόσωπη αφήγηση που παρακολουθεί τα δρώμενα στο σπίτι του Ασημάκη εναλλάσσεται με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Γκάμπριελ, Αμερικανού φιλέλληνα, που στην προσπάθειά του να ξεφύγει από τα προσωπικά του προβλήματα αποφασίζει να ενισχύσει τον επαναστατικό αγώνα των Ελλήνων. Φύση τυχοδιωκτική αλλά και ποιητική, με την κλασική παιδεία των φιλελλήνων, καταγράφει στο πολύτιμο τετράδιό του όλες τις σκέψεις και τις εμπειρίες του. Κατά τη γνώμη μου είναι κι ο βασικότερος ήρωας, όχι μόνο λόγω της συνεχούς του παρουσίας σ’ όλο το βιβλίο, αλλά γιατί η ματιά του είναι και η πιο αξιόλογη. Είναι η ματιά του ποιητή. Η ματιά αυτού που βρίσκεται σε απόσταση, αυτού που όταν συμμετέχει, συμμετέχει με συνείδηση, αυτού που «πάσχει», αυτού που έχει την ευαισθησία να βιώνει τις αντιθέσεις. Άλλωστε, με το τέχνασμα του τετραδίου, που κουβαλά ως ιερό αντικείμενο συνέχεια πάνω του, μαθαίνουμε τις πιο μύχιες σκέψεις του συνεχώς, δε βλέπουμε μόνο τη δράση του.
Σελ. 102:
Να μπορούσα μόνο να ήμουν στέρεος άνεμος, να είχα φλέβες από σκληρό κονίαμα να δένουν τους μυς σαν τους αρμούς που συγκρατούν τα χονδρά αγκωνάρια. Να ήμουν άντρας σίγουρος σε κάθε βλεφάρισμα του ματιού, συνεπής σαν τα χελιδόνια της Μάλτας, που συνάζονται στα ακρόστεγα και στα κλαριά πειθαρχημένα, σε ομάδες, για το μεγάλο κατέβασμα του φθινοπώρου πέρα στις ζεστές θάλασσες. Η βεβαιότητα όμως είναι ο θάνατος της ελευθερίας, Ελίζαμπεθ.
Σελ. 254:
Η ζωή μου όλη είναι σαν το αλεύρι, φοβάμαι τον αέρα που θα μου το σκορπίσει κάποτε και τότε θα χαθώ στα ράμφη των περαστικών πουλιών και τις σταγόνες της βροχής.
       
Οι δυο ιστορίες συναντιούνται σύντομα, και παρακολουθούμε την εξέλιξη και τριτοπρόσωπα και πρωτοπρόσωπα. Η υπόθεση περιπλέκεται σε μεγάλο βαθμό. Προχωρά ωστόσο κατά το «εικός και αναγκαίον», και, παρόλο που συμβαίνουν εξαιρετικά συμβάντα, πείθεσαι ότι δε θα μπορούσαν να εξελιχθούν διαφορετικά. Επί μέρους περιστατικά καθώς οι ήρωες ξεκινούν μια μακρά οδοιπορία και πασχίζουν να ενταχτούν στον αγώνα, θα μπορούσαν να σταθούν ως αυτόνομα αφηγήματα, είναι ωστόσο ταιριασμένα σ’ ένα αρμονικό σύνολο, αποτελούν μια συνέχεια. Πέρα από τα γεγονότα του πολέμου καθώς προχωρά η επανάσταση (πλευρές αθέατες, πτυχές καθημερινότητας), και καθώς οι –εναπομείναντες- ήρωες με χίλιες δυσκολίες φτάνουν και κλείνονται στο Μεσολόγγι, υπάρχει εξέλιξη και σε συναισθηματικό επίπεδο. Η αναγκαστική σχέση της Λαζαρίνας με τον ξεγελασμένο σύζυγό της οπλαρχηγό Νικήτα αλλά κι ο έρωτας που γεννιέται ανάμεσα σ’ αυτήν και στον Γκάμπριελ, μ’ όλες τις δυσκολίες που συνεπάγεται αυτό σ’ αυτές τις συνθήκες, θέτουν ψηλά τον πήχη· και πάλι ο συγγραφέας κατάφερε να μην «εκπέσει» ο λόγος του σε ένα προβλέψιμο ρομάντσο.
        Ο Ζουργός είναι μάστορας στη λεπτομέρεια, κι αυτό γιατί φωτίζει την ουσιαστική λεπτομέρεια. Θαρρείς ξεκινά μ’ ένα φακό στο χέρι, μ’ ένα μικροσκόπιο φωτίζει κάθε φορά μια πλευρά της ιστορίας, της πλοκής. Αυτή είναι και η γοητεία του αφηγηματικού του λόγου. Μέσα απ’ την περιγραφή του μικρόκοσμου όμως αναδεικνύει και το σύνολο. Στο βιβλίο αυτό, τουλάχιστον (στο βιβλίο «στη σκια της πεταλούδας» δεν ισχύει αυτό) στήνει διαρκώς μπροστά μας περιστατικά, δεν κάνει αναδρομές, γενικεύσεις, επεξηγήσεις- το κείμενο έχει ως εκ τούτου μια δραματικότητα. Η ροή του κειμένου (χωρίς πολύ κουραστικές επιβραδύνσεις, χωρίς εμμονή σε ανούσια στοιχεία) έχει ένα σταθερό ρυθμό, θεατρικό. Η γραμμικότητα αυτή, παρόλο που εκ πρώτης όψεως μπορεί ν’ ακούγεται «φτωχή», γίνεται αναγκαία. Είναι ο νόμος του φυσιολογικού και αναγκαίου που λέγαμε πριν, όλα φαίνονται φυσιολογικά κι ότι δε θα μπορούσαν να’ ναι διαφορετικά. Έτσι σιγά- σιγά συντίθεται μια εικόνα που είναι ολοκληρωμένη, χωρίς «κενά». Κι αυτό γιατί το κέντρο βάρους του βιβλίου είναι στον εσωτερικό κόσμο των βασικών χαρακτήρων, και ειδικά του Γκάμπριελ. Οι αναφορές του συγγραφέα ακόμα και σε γνωστά από την ιστορία πρόσωπα (Μπάιρον, Παπάφης, Κασομούλης κλπ.) είναι απόλυτα ενταγμένες στον εσωτερικό κόσμο των ηρώων. Όπως γράφει κι ο Μάνος Κοντολέων στην αντίστοιχη ανάρτησή του, για τον Ζουργό δεν είναι το ιστορικό συμβάν που καθορίζει την εσωτερική εξέλιξη των ηρώων του, αλλά αντιθέτως είναι το άτομο που αναζητά τον εαυτό του μέσα σε μια εποχή και σε ένα τόπο.
Σελ. 250:
        Ο Γιαννακός μέσα στον πυρετό του προσπαθούσε να καταλάβει. Ο καπετάνιος μάς ζήτησε να τον ανασηκώσουμε κι έφυγε τρέχοντας προς την είσοδο της σπηλιάς. Σε λίγο ξανάρθε.(..) «Τον έφερα, ρε!» είπε κι οδήγησε το γάιδαρο του Γιαννακού μπροστά στον άρρωστο.
        Το καημένο το ζωντανό τρόμαξε από τις φωνές. Ανασηκώσαμε το Γιαννακό- εκείνη την ώρα εγώ έγραφα, πήγα και τον κράτησα με το τετράδιο στο χέρι. Ήταν κολλημένος δίπλα μου, τον έβλεπα ν’ αγκαλιάζει το κεφάλι του ζώου και να το φιλά στα μάτια και στα ρουθούνια. Ήταν να γελάς και να κλαις. Αν ζήσεις ποτέ με την ανάσα του θανάτου στο λαιμό, όπως εμείς χτες στη σκήτη, τότε θα μπορέσεις να καταλάβεις πως η κάθε μέρα που μένεις ζωντανός είναι γιορτή. Η Ιλιάδα, Ελίζαμπεθ, όταν τη διαβάζεις, είναι ζοφερή, οι ήρωές της όμως είναι χαρούμενοι. Τι είν’ αυτό που δίνει, τέτοιες ώρες γεύση στα πράγματα; Η νίκη στο θάνατο, κι ας είναι προσωρινή. Σ’ αυτό το σφιχταγκάλιασμα, ένα από τα δάκρυα του Γιαννακού έπεσε στο χαρτί του τετραδίου και το μούσκεψε. Έκανα γύρω του έναν κύκλο με μελάνι για να το θυμάμαι, όταν περάσουν τα χρόνια.
       
Ο συγγραφέας σεβάστηκε την ιστορία παραθέτοντας στο τέλος βιβλιογραφία (ίσως θα ήταν ακόμα προτιμότερο, να γίνεται ειδική αναφορά όποτε στην πλοκή αναμειγνύονταν πρόσωπα ιστορικά, όπως ο Παπάφης, ο Κασομούλης στον αγώνα των Μεσολογγιτών, ο Μπάιρον κ.α.). Πάντοτε ο αναγνώστης αναρωτιέται σ' αυτές τις περιπτώσεις πού σταματά η μυθοπλασία και πού αρχίζει η ιστορική αλήθεια. Κάποια επιφύλαξη έχω ως προς την πρωτοβουλία να ταυτιστεί ο Παναγιώτης ο γραμματικός, ένα από τα κύρια πρόσωπα του πρώτου μισού βιβλίου, με τον Ανώνυμο Έλληνα που έγραψε την "Ελληνική Νομαρχία". Σίγουρα ο ρεαλισμός του συγγραφέα σέβεται την ιστορική πραγματικότητα, σίγουρα "κάπως έτσι θα' γινε". Μού φάνηκε όμως κάπως φιλόδοξο ή περιττό. Ωστόσο, ο συγγραφέας στο επίμετρό του επισημαίνει ότι " για το πρόσωπό του η έρευνα μόνο εικασίες έχει να καταθέσει" και ότι "στο κενό που υπάρχει έρχεται η συγγραφική μυθοπλασία και αποπειράται μια ελαιογραφία του προσώπου του με τα φτερά της φαντασίας".
        Οι «ανορθογραφίες» για τις οποίες μίλησα στην αρχή αφορούν στοιχεία πλοκής. Ο υπερβάλλων ζήλος όπου όλα πρέπει να ειπωθούν, να ολοκληρωθούν, να τελειώσουν, όπως λέει κι ο Μάνος Κοντολέων σ’ ένα του σχόλιο (στην ίδια ανάρτηση: η κλασική λογοτεχνία (την οποία ο Ζουργός φαίνεται και να την εκτιμά και να επιχειρεί να συνεχίζει τους κανόνες της)συχνά διαθέτει κάποιες τέτοιες αφηγηματικές κάμψεις), είναι τις περισσότερες φορές η αδυναμία των «κλασικών» έργων». Ευχάριστο και ποιητικό πάντα το γράψιμο, αλλά ξέφυγε από τη γοητεία του «φυσικού και αναγκαίου» ο συγγραφέας στις 150 τελευταίες σελίδες. Πρώτη ανορθογραφία το ναυάγιο του Γκάμπριελ. Ωραίες σελίδες (αυτή η αγριότητα ξύπνησε μέσα μου ένα είδος αθωότητας) αλλά κάπως άσχετες. Κι αυτό όμως δε μ’ ενόχλησε τόσο, αν υποθέσουμε ότι ο Γκάμπριελ καταγράφει όλες τις εμπειρίες του ως πολύτιμο βίωμα, απλώς ήταν υπερβολικές οι συμπτώσεις. Ανάλογα, περιττά υπερβολικός μου φάνηκε ο τρόπος διάσωσής τους κατά την έξοδο Μεσολογγίου, οι απανωτές συμπτώσεις διάσωσης μέχρι να φύγουν από την Ελλάδα, και τέλος η αποκάλυψη ότι ο Γκάμπριελ ήταν αδελφός με την Ελίζαμπεθ (την αγαπημένη του στη Βοστόνη!). Προς τι όμως; Ούτε το τελευταίο κεφάλαιο "χρειαζόταν", όπου βλέπουμε τι απέγιναν οι ήρωες μετά 40 χρόνια. Κι αυτό γιατί η «συναισθηματική εξέλιξη» είναι μηδενική και -τι σύμπτωση- εδώ διακόπτεται η «γραμμική» αφήγηση ! Δεν υπάρχει όμως πια εσωτερική εξέλιξη, απρόοπτο, βάθος συναισθημάτων.
        Αντίθετα, το κινητήριο "πάθος" φαίνεται να ανυψώνεται στη σελ. 266, στην υπέροχη, κορυφαία στιγμή όπου ο Γκάμπριελ, μάρτυρας του απροσδόκητου έρωτα μεταξύ της Λαζαρίνας και του …άντρα της (είχαν κάθε λόγο να μισιούνται, και μας μας ξάφνιασε) αποφασίζει να… επέμβει:
        Τους πλησίασα, ήταν πια στο έλεος του φεγγαριού, τα χείλη της μου φάνηκαν υγρά. «Δεν έπρεπε να μείνουμε χωρίς σκοπιά, καπετάνιο», φώναξα, «ο τόπος είναι επικίνδυνος». Τον είδα που κούνησε σιωπηλός το κεφάλι, τα μάτια της Αφροδίτης, αυτό το μπλε της με περιεργάζονταν.
        Τα πόδια μου έτρεμαν, Ελίζαμπεθ. Το είχα κάνει. Έσπασα την ομορφιά στην πιο επικίνδυνη ώρα της. Τρόμαξα το αηδόνι, τα βατράχια, τους συντρόφους μου, μετάγγισα τη ζήλια και τον τρόμο μου, έκοψα το ξενύχτι της Αφροδίτης.

(…) Τώρα τους βλέπω όλους να κοιμούνται γύρω μου, όλοι δίπλα μου, δε λείπει κανείς. Έριξα μια ματιά στον Νικήτα καθώς κοιμόταν και σκέφτηκα πως ο καθένας πολεμάει τους δικούς του ανεμόμυλους. Ας κρατήσει τούτος ο πόλεμος όσο περισσότερο μπορεί. Δε φοβάμαι πια το θάνατο, δεν τρέμω τα φονικά. Στην ομορφιά όμως και στα μεταξύ τους βλέμματα μένω ανυπεράσπιστος.

Αν υποθέσουμε ότι όλο το σκηνικό χτίζεται γύρω από την κεντρική αυτή μεταστροφή στο συναισθηματικό κόσμο του πρωταγωνιστή Γκάμπριελ, η καμπύλη ολοκληρώνεται όταν πια πεθαίνει ο καπετάν Νικήτας. Έστω, όταν οι ήρωες "καθαίρονται" από τα πάθη τους. Μέσα ή έξω από το Μεσολόγγι, νομίζω αν κάπου εκεί έκλεινε η εξιστόρηση, θα επρόκειτο για ένα αριστούργημα.

 

                επιμέλεια: Χριστίνα Παπαγγελή

Ημερομηνία τελευταίας επεξεργασίας: Τρίτη, 10. Μαρτίου 2009 

 

συνεργατική τοποθεσία

από το Μάρτιο 2007