χώρος συνάντησης και έκφρασης

                                

φιλολογικές

σελίδες

 

βιβλία

 

θέατρο

 

τέχνη

 

φωτογραφίες

 

πίνακας

 

 
 
 
 

 

 

 

 

 

 

 

στη σκιά της πεταλούδα, Ισίδωρος Ζουργός

       

 

Πρωτότυπο κι ελκυστικό φάνηκε το θέμα αρχικά: ένας άντρας και μια γυναίκα εγκλωβίζονται στο ασανσέρ ενός δημόσιου κτιρίου, παραμονές 15αύγουστου. Αποκλείονται εκεί μέσα για τρεις μέρες χωρίς να μπορούν να ειδοποιήσουν κανέναν. Παρακολουθούμε τις αντιδράσεις τους, τα συναισθήματά τους, τη γνωριμία τους, τη σχέση τους. Παράλληλα, φαίνεται να εξιστορεί ο καθένας τη δική του οικογενειακή ιστορία, από προπάππου προς πάππο (για να περνά και η ώρα, μια που πάντα ο εγκιβωτισμένος χρόνος περνάει αργόσυρτα και τυραννικά), αν κι εντέλει η αφήγηση είναι απρόσωπη, χωρίς  την οπτική γωνία κάποιου αφηγητή. Έτσι, μ’ αυτό το τέχνασμα, βλέπουμε να «εγκιβωτίζονται» πολλές διαφορετικές ιστορίες, από την οικογένεια της Ελένης και από την οικογένεια του Μάρκου. Αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί διατρέχουμε μια καυτή ιστορική περίοδο ενός περίπου αιώνα, όπου βλέπουμε την τύχη μιας οικογένειας προσφύγων (από Ανατολική Ρωμυλία/περιοχή Αδριανούπολης) και  μιας οικογένειας  ντόπιων από το Βελβεντό της επαρχίας της Κοζάνης. 

Το ύφος του συγγραφέα είναι συναρπαστικό σε γενικές γραμμές, και τις περισσότερες ιστορίες τις παρακολουθεί κανείς με ενδιαφέρον. Ιδιαίτερα η ιστορία των προπαππούδων που καταδεικνύει την ασάφεια στα σύνορα, την έλλειψη αυτού που σήμερα ονομάζουμε «εθνική συνείδηση», τη ρευστή ταυτότητα σε περιοχές όπου το ελληνικό στοιχείο συμβίωνε με άλλες εθνότητες (εκείνα τα χρόνια της σφαγής οι ένοπλοι στο βουλγαρικό κομιτάτο τους έλεγαν Γραικομάνους όλους αυτούς που ήταν κουβάρι ανάμεσα σε δυο γλώσσες/ αυτοί όμως δεν προλάβαιναν να ονοματίσουν τον εαυτό τους, καθώς πάλευαν να επιβιώσουν μέσα στις παγωνιές των βουνών και στα μαχαιρώματα κλπ.).  Έχουμε την ευκαιρία να δούμε μυθιστορηματικά μια ιστορική περίοδο σκοτεινή για τη βόρεια Ελλάδα, εφόσον ο θρυλικός προπάππος του Μάρκου (ο «δολοφόνος του λύκου»), το σκάει και από τον τουρκικό αλλά και το βουλγαρικό στρατό, από την Αδριανούπολη περνά στην Ανατολική Ρωμυλία για να βρει κάτι χαμένους συγγενείς (Καβακλή, Τσικούρκιοϊ) για να καταλήξει τελικά σ’ ένα χωριό κοντά στη Θεσσαλονίκη (η ζωή του όλο νύχτες),  ενώ η γιαγιά της Ελένης, η Ζώικα (η πιο ενδιαφέρουσα κι ολοκληρωμένη μορφή όλου του βιβλίου), διασώζεται μ’ έναν απίστευτο τρόπο από την πυρκαγιά που βάλαν οι εξαρχικοί  στο χωριό της, το Βελβεντό, και αφού περιπλανήθηκε και δούλεψε σα «δουλικό» εφτά χρόνια στη Λάρισα επέστρεψε στο χωριό για να βρει μόνο τον ένα της αδελφό και τη μάικα (Κωνσταντή, τι αστεία είναι αυτά; -και δε μπορεί κανείς στη στιγμή αυτή, της συνάντησης μάνας και κόρης να μη σκεφτεί το τραγούδι του νεκρού αδερφού). Διατρέχουμε στη συνέχεια την περίοδο του πολέμου, βλέποντας παράλληλα πολλούς τύπους ανθρώπων (από τη μια ο Παναγιώτης φυλακίζεται στην Ακροναυπλία για τις αριστερές του ιδέες, απ’ την άλλη ο Νίκος γίνεται φαλαγγάρχης στην ΕΟΝ), ενώ δίνεται  ιδιαίτερη έμφαση στον ασυμβίβαστο, αντιφασίστα και «φονιά» Ηλία (άλλη έντονη προσωπικότητα), τον θείο του Μάρκου. Η  αγωνία αυξάνεται όσο προχωράει το βιβλίο καθώς φτάνουμε στην προσωπική ιστορία των πρωταγωνιστών, για τους οποίους αναρωτιόμαστε αν θα διασωθούν εντέλει.

Πρωτότυπη η δομή (τρεις παράλληλοι άξονες αφήγησης, κατά συμμετρικό τρόπο γύρω από το «τώρα») και πολύ καλοστημένη. Μέσα στις αρετές του συγγραφέα η δημιουργία ατμόσφαιρας, μια ευκολία να περιγράφει ρευστές, συγκεχυμένες καταστάσεις, γεύσεις, μυρωδιές, να στήνει σκηνικά «παρακμιακά». Πάμπολλοι χαρακτήρες παρελαύνουν, πέρα από τους πρωταγωνιστές, χαρακτηριστικοί τύποι όπως η «αηδονολαλούσα μάικα» (ένας στρόβιλος τα λόγια της από τρυφερές προσταγές, νανουρίσματα, τραγούδια και ταχταρίσματα),  η «ξυλοχέρα» Χρυσούλα, η υποταγμένη αλλά τίμια και μαχητική με τον τρόπο της Κασσιανή, η Αγγελική, ο Παναγιώτης, η Αντωνία κ.α.  ένα «κοινωνικό μωσαϊκό» ανθρώπινων τύπων, των οποίων βλέπουμε ολοκληρωμένη τη ζωή από όταν είναι μικρά παιδιά μέχρι που αποβιώνουν, καθώς η ιστορία τού ενός μπλέκεται με την ιστορία της επόμενης γενιάς.  

 Παρόλ’ αυτά με κούρασε, ίσως το ότι το διάβασα αμέσως μετά την «αηδονόπιτα» ήταν η αιτία να αναφανούν πιο έντονα κάποιες αδυναμίες γραφής. Όπως λέει κι ο ίδιος ο συγγραφέας στη δεύτερη κιόλας σελίδα, «θα σας πω την ιστορία αυτού του άντρα και μαζί κάμποσες άλλες παλιές, κιτρινισμένες σαν κεντήματα ξεχασμένα στα μπαούλα, ίσως και γιατί αξίζει τον κόπο να ειπωθούν, καμιά φορά με ανοικονόμητο στόμφο». Αυτός ο στόμφος δεν είναι έντονος ούτε χαρακτηριστικός, αλλά κάποιες φορές χρωματίζει την αφήγηση χωρίς λόγο. Είναι δηλαδή κάπως φλύαρο το γράψιμο, λέει περισσότερα απ’ όσα θα έπρεπε, χωρίς ν’ αφήνει κάποια πράγματα να εννοηθούν. Π.χ. η αναφορά στη σκιά της πεταλούδας γίνεται πολλές φορές, ενώ στο επίμετρο ο συγγραφέας κάνει σχεδόν ανάλυση. Αλλά και η υπόθεση είναι φλύαρη, δηλαδή λίγο φορτωμένη, λίγο μπαρόκ· ενώ δηλαδή η λεπτομέρεια είναι όμορφα δουλεμένη κι ένα ένα στοιχείο είναι κομψοτέχνημα, το σύνολο είναι παραφορτωμένο. Από κάποιο σημείο και μετά νιώθεις ότι το άγχος του συγγραφέα να τα «περιλάβει όλα», να συμπληρώσει το μωσαϊκό είναι εις βάρος της αυθόρμητης έμπνευσης.

Μια τέτοια αφήγηση (για την ακρίβεια πρόκειται για δυο διαφορετικές γραμμικές αφηγήσεις που ουσιαστικά δε συναντιούνται) παρουσιάζει αναγκαστικά την εξής αδυναμία: κάποιες «νεκρές περίοδοι» αποτυπώνονται συνοπτικά, δηλαδή ο χρόνος συμπυκνώνεται. Δε ξέρω αν πρόκειται για αδυναμία στην αφήγηση, πάντως εμένα δε …μ’ αρέσει. Μου αρέσει ο χρόνος όπως ξεδιπλώνεται μέσα από το ρυθμό αφήγησης, να είναι «ίδιος», να μην υπάρχουν πολλές εναλλαγές (δηλαδή να μην περνάει μια μέρα σε 15 σελίδες και 10 χρόνια σε μία), γιατί είναι σαν ένα μουσικό κομμάτι ν’ αλλάζει συνέχεια ρυθμό.

Τέλος, όσο αφορά το «σήμερα», δηλαδή την ιστορία που εξελίσσεται μέσα στο ασανσέρ, στην αρχή η περιγραφή της κατάστασης και των συναισθημάτων ήταν συναρπαστική, αλλά στη συνέχεια η ελευθερία των δύο ηρώων (π.χ. την πρώτη βραδιά η γυναίκα κοιμήθηκε …γυμνή!) και η ερωτική τους προσέγγιση  μου φάνηκε παρατραβηγμένη. Η όλη ιστορία, ο τρελός έρωτας και η κατάληξη του πρωταγωνιστή να ζητήσει την κηδεμονία του γιου της Ελένης (ευτυχώς δεν έγινε) δεν ήταν καθόλου πειστικά.

 

Χριστίνα Παπαγγελή

Ημερομηνία τελευταίας επεξεργασίας: Κυριακή, 17. Μαΐου 2009

 

συνεργατική τοποθεσία

από το Μάρτιο 2007