Η  ΠΟΙΗΤΙΚΗ  ΜΟΥΣΑ  ΥΜΝΕΙ  ΤΗ  ΔΟΞΑ  ΣΤΟ  ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ

 

Σκηνοθετικές οδηγίες: Ο χορός αποτελείται από τέσσερα (4) κορίτσια λευκοφορεμένα που απαγγέλλουν κινούμενα κυκλικά. Έρχεται μπροστά, κάθε φορά, αυτή που μιλά. Οι κινήσεις ρυθμικές με μουσική υπόκρουση από τη μελοποίηση των Ελεύθερων Πολιορκημένων από τον Γ. Μαρκόπουλο.

Η μουσική στα κομμάτια που τραγουδά η χορωδία από την ίδια μελοποίηση.

 

Σημείωση: Στα λογοτεχνικά κείμενα διατηρήθηκε η ορθογραφία των εκδόσεων που αναφέρονται στη βιβλιογραφία. Ο καθηγητής στους μαθητές θα δίνει τα κείμενα διαμορφωμένα ορθογραφικά, σύμφωνα με τη νεοελληνική Γραμματική την οποία διδάσκονται στο Σχολείο.

 

(Μπαίνει ο ποιητής Διον. Σολωμός κρατώντας πένα και χαρτί στο δεξί άκρο της σκηνής· γράφει και, συγκλονισμένος, απαγγέλλει αργά, δυνατά).

 

    ΣΟΛΩΜΟΣ: «Τότες εταραχτήκανε τα σωθικά μου και έλεγα, πως ήρθε ώρα να ξεψυχήσω· κι ευρέθηκα σε σκοτεινό τόπο και βροντερό, που εσκιρτούσε σαν κλωνί στάρι στο μύλο, που αλέθει ογλήγορα, ωσάν το χόχλο στο νερό, που αναβράζει· ετότες εκατάλαβα, πως εκείνο ήτανε το Μεσολόγγι· αλλά δεν έβλεπα μήτε το κάστρο, μήτε το στρατόπεδο, μήτε τη λίμνη, μήτε τη θάλασσα, μήτε τη γη, που επάτουνα, μήτε τον ουρανό· εκατασκέπαζε όλα  τα πάντα μαυρίλα και πίσσα, γιομάτη λάμψη, βροντή και αστροπελέκι· και ύψωσα τα χέρια μου και τα μάτια μου να κάμω δέηση, και ιδού μες στην καπνίλα μία μεγάλη γυναίκα με φόρεμα μαύρο σαν του λαγού το αίμα, όπου η σπίθα έγγιζε κι εσβενότουνε· και με φωνή, που μου εφαίνονταν, πως νικάει την ταραχή του πολέμου, άρχισε:»

(Μπαίνει η χορωδία με βηματισμό αργό τραγουδώντας και καταλαμβάνει το αριστερό άκρο της σκηνής. Ο ποιητής απαγγέλει ως αναγνώστης

«τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι»

ανάμεσα στο τραγούδι της χορωδίας:)

                                 «Το χάραμα επήρα

                                 του Ήλιου το δρόμο,

                                 κρεμώντας τη λύρα

                                 τη δίκαιη στον ώμο,

                                 και απ’ όπου χαράζει,

                                 και ως όπου βυθά»

 

ΧΟΡΟΣ  Α΄ (απαγγέλλει στίχους του Κ. Κρυστάλλη από τον «Καλόγηρο της Κλεισούρας»

      «Ω, πού με φέρεις μάγισσα και πλάνα φαντασία…

       Το Μεσολόγγι δείξε μου τώρα, ω, να το- να το,

       Σ’ ένα καστέλι χαμπηλό στην άκρα εκεί κλεισμένο…

       Ήταν εκείνος ο καιρός, καιρός του εικοσιένα..

       Χρόνια εκείνα λεβεντιάς, ανδρειωμένα χρόνια…

       Μούσα σ’ εκείνα φέρε με τα τιμημένα χρόνια.»

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Μεσολόγγι. Θρύλος. Άπαρτο κάστρο στις καρδιές. Ξεπέρασε τα όρια του καιρού του. Σα σύννεφο χορεύουν οι ψυχές κι αχολογάει το αγγελικό τραγούδι τους μεσούρανα κι αντιλαλεί ο Αράκυνθος. Χριστούγεννα. Α΄ πολιορκία. Άκου ψυχή μου…

 

ΧΟΡΟΣ Β΄ (απαγγέλλει στίχους του Κ. Κρυστάλλη)

«Με μιας φωναίς κι αλαλαγμός από το Μεσολόγγι…

Σέρνει ο Βρυώνης τέσσερες χιλιάδες Αρβανίταις,      

Και τετρακόσιοι μοναχά είναι οι Μεσολογγίταις…

            Άξαφνα βρέθηκε μια αυγή κλειστό το Μεσολόγγι.

            Είναι το πρώτο κλείσιμο, δεν είναι πεινασμένοι,

            Και δεν τους λείπει τίποτα, έχουν μπαρούτι, βόλι,

            Έχουν καθάρια τη ματιά, είναι λιοντάρια όλοι..

            Η θάλασσα είναι ελεύθερη. Το Μεσολόγγι κράζει:

            -Έλα να πάρης τα κλειδιά, πασσά. Ο Ομέρ φρυμάζει,

            και καρτερεί σαν όχεντρα πότε να βρη καιρό

            για να χουμήση άξαφνα. Ξεγέλασμα πικρό…

            Το Μεσολόγγι, Ομέρ πασσά, δεν το φυλάν οι τοίχοι,

            Τ’ ανδρεία στήθια το φυλάν και η καλή του τύχη…

 

ΧΟΡΟΣ Γ΄ (απαγγέλλει στίχους του Κ. Κρυστάλλη)

Ξημέρωναν Χριστούγεννα. Στα παγωμένα αιθέρια

                      Λάμπουν χρυσά τ’ αστέρια…

            Σβυέται ο Σταυρός μεσουρανίς. Οι Δράκοι βασιλεύουν…

                       Καϋμένο Μεσολόγγι!

            Ήταν γραμμένο εκεί ψηλά, φτωχό, να μη γιορτάσης

            Φέτος εσύ Χριστούγεννα στην εκκλησιά!…

            Άξαφνα, ανέλπιστα, μεμιάς σαν σύγνεφα αστράφτουν

            Και μες στα μαύρα χώματα χίλια κουφάρια θάφτουν.

            Πέντε φοραίς ως την αυγή ρίχνεται με τ’ ασκέρι

            Στους τοίχους του Μεσολογγιού ο ’Μέρης λυσσασμένος,

            Και πέντε γύρισε φοραίς μισός και ντροπιασμένος.

            Το Μεσολόγγι απάτητο τωύρε τσ’ αυγής τ’αστέρι».

 

ΣΟΛΩΜΟΣ: (απαγγέλλει στροφές από τον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν»)

                           88

            «Πήγες εις το Μεσολόγγι

            την ημέρα του Χριστού,

            μέρα που άνθισαν οι λόγγοι

            για το τέκνο του Θεού.

                           89

            Σούλθε εμπρός λαμποκοπώντας

            η Θρησκεία μ’ ένα σταυρό,

            και το δάκτυλο κινώντας

            όπου ανεί τον ουρανό,

                        90

            σ’ αυτό, εφώναξε, το χώμα

            στάσου ολόρθη, Ελευθεριά

            και φιλώντας σου το στόμα

            μπαίνει μες στην εκκλησιά.

                        93

            Ποιοι είν’ αυτοί που πλησιάζουν

            με πολλή ποδοβολή,

            κι άρματ’, άρματα ταράζουν;

            Επετάχτηκες εσύ.

                        94

            Α! το φως που σε στολίζει,

            σαν ηλίου φεγγοβολή,

            και μακρόθεν σπινθηρίζει,

            δεν είναι, όχι, από τη γη

                       95

            Λάμψιν έχει όλη φλογώδη

            χείλος, μέτωπο, οφθαλμός

            φως το χέρι, φως το πόδι,

            κι όλα γύρω σου είναι φως.

                       96

            Το σπαθί σου αντισηκώνεις,

            τρία πατήματα πατάς,

            σαν τον πύργο μεγαλώνεις,

            και εις το τέταρτο κτυπάς»

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Ο ταπεινός φράχτης έγινε άπαρτο κάστρο που θρυμάτισε τις ορδές των εχθρών στην α΄ πολιορκία. Μα και στη β΄ πολιορκία η άμυνα έγινε θρύλος. Ανάμεσα στα ρημαγμένα σπίτια και τα δρομάκια της δοξασμένης από το μπαρούτι πολιτείας κυκλοφορούσαν πολεμιστές, λαβωμένοι. Άρρωστοι, γερόντοι σα φαντάσματα. Τύλιγαν οι νύχτες σα σάβανο τον περιχαρακωμένο τόπο. Λες και στις ντάπιες, στα ταμπούρια άσαρκες μορφές, πνευματικές οντότητες του ουράνιου κόσμου μάχονταν. Δεν είχαν σπαθιά μήτε καριοφίλια στα χέρια τους αλλά ρομφαίες αγγέλων. Και πίσω τους όδευαν μυριάδες οι σκιές της μεγάλης ιστορίας.

 

ΧΟΡΟΣ Α΄ (απαγγέλλει στίχους από τον «Καλόγηρο της Κλεισούρας» του Κ. Κρυστάλλη, εναλλάξ με την Β΄, Γ΄ και Δ΄ του χορού).

                  « Το Μεσολόγγι το μικρό, κ’ εκείνο στοιχειωμένο,

                   Ατάραχο στα τούρκικα τα κύματα βαστιέται,

                   Χουμάει τ’ ασκέρι επάνω του, τσακίζεται, σκορπιέται…

                   Είναι πασάδες τώρα δυό κι αμέτρητα τ’ ασκέρια.

                   Ο Ιμπραήμ κι ο Κιουταχής. Μα και το Μεσολόγγι

                   Κρύφτει στα μετερίζια του σα σε σπηλιές, ξεφτέρια,

                   Και κάπου κάπου ακούγονται και κανονιώνε βόγγοι».

ΧΟΡΟΣ Β΄: «Εκείνοι που φυλάγουνε το Μεσολόγγι τώρα

                      Έχουνε τείχια γύρω τους και αίμα στην καρδιά τους,

                     Αίμα καθάριο, ελληνικό, που δίνει στα ποδάρια

                     Φτερά, τσιλίκι στην καρδιά, και σαν θεριά, λιοντάρια,

                     Σπιθοβολάει θεόφοβη η φλογερή ματιά τους.

                     Ένα δεν έχουν μοναχά, ένα στερεύοντ’ όλοι,

                                Ψωμί, μπαρούτι, βόλι».

ΧΟΡΟΣ Γ΄:  «Πεινάς! Ο κόσμος το ’μαθε, και όμως τα παιδιά σου

                                 Πεθαίνουν ολοένα,

                                 Πεθαίνουν… πεινασμένα!»

ΧΟΡΟΣ Δ΄: «Στο Μεσολόγγι έφαγαν μπαρούτι για ψωμί,

                     Αλλά δεν δίνουν τα κλειδιά, δεν δίνουν την τιμή».

 

ΣΟΛΩΜΟΣ: (απαγγέλλει από το Β΄ Σχεδίασμα των «Ελεύθερων Πολιορκημένων»:)

                        «Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει¨

                        λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, και η μάνα το ζηλεύει.

                        Τα μάτια η πείνα εμαύρισε¨ στα μάτια η μάνα μνέει.

                         Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα, και κλαίει:

                        «Έρμο τουφέκι, σκοτεινό, τι σ’ έχω ’γω στο χέρι;

                        Οπού συ μου ’γινες βαρύ, και ο Αγαρηνός το ξέρει».

 

χορωδία τραγουδάει και ο ποιητής λειτουργεί σαν αναγνώστης στις στροφές του Α΄ σχεδιάσματος)

                                                2

                                    Παράμερα στέκει

                                    ο άνδρας και κλαίει

                                    αργά το τουφέκι

                                    σηκώνει και λέει:

                                    «σε τούτο το χέρι

                                    τι κάνεις εσύ;

                                    Ο εχθρός μου το ξέρει,

                                    πως μου είσαι βαρύ».

                                                3

                                    Της μάνας ω λαύρα!

                                    τα τέκνα τριγύρου

                                    φθαρμένα και μαύρα

                                    σαν ίσκιους ονείρου.

                                    Λαλεί το πουλάκι

                                    στου πόνου τη γη,

                                    και βρίσκει σπυράκι

                                    και η μάνα φθονεί.

                                                5

                                    Προβαίνει και κράζει

                                    Τα έθνη σκιασμένα.

                                                 6

                                    Και ω πείνα και φρίκη!

                                    Δεν σκούζει σκυλί!

                                                7

                                    Να, η μέρα προβαίνει,

                                    Τα νέφια συντρίβει

                                    Να, η νύχτα, που βγαίνει,

                                    Και αστέρι δεν κρύβει.

 

ΣΟΛΩΜΟΣ: (διαβάζει το 3ο κεφάλαιο από τη «Γυναίκα της Ζάκυνθος»:)

                    

  Οι Μισολογγίτισσες

1.      Και εσυνέβηκε αυτές τες ημέρες οπού οι Τούρκοι επολιορκούσαν το Μισολόγγι, και συχνά ολημερνίς και κάποτε οληνυχτίς έτρεμε η Ζάκυνθο από το κανόνισμα το πολύ.

2.      Και κάποιες γυναίκες Μισολογγίτισσες επερπατούσαν τριγύρω γυρεύοντας για τους άνδρες τους, για τα παιδιά τους, για τ’ αδέλφια τους που επολεμούσανε.

3.      Στην αρχή εντρεπόντανε να ’βγουνε και επροσμένανε το σκοτάδι για ν’ απλώσουν το χέρι, επειδή δεν ήτανε μαθημένες.

4.      Και είχανε δούλους και είχανε σε πολλές πεδιάδες και γίδια και πρόβατα και βόιδα πολλά.

5.      Ακολούθως εβιαζόντανε και εσυχνοτηράζανε από το παρεθύρι τον ήλιο πότε να βασιλέψει για να ’βγούνε.

6.      Αλλά όταν επερισσέψανε οι χρείες, εχάσανε την ντροπή, ετρέχανε ολημερνίς.

7.      Και όταν εκουραζόντανε, εκαθόντανε στ’ ακρογιάλι κι ακούανε, γιατί εφοβόντανε μην πέσει το Μισολόγγι.

8.      Και τες έβλεπε ο κόσμος να τρέχουνε τα τρίστρατα, τα σταυροδρόμια, τα σπίτια, τα ανώγεια και τα χατώγια, τες εκκλησίες, τα ξωκκλήσια γυρεύοντας.

9.      Και ελαβαίνανε χρήματα, πανιά για τους λαβωμένους.

10.  Και δεν τους έλεγε κανένας το όχι, γιατί οι ρώτησες των γυναικών ήτανε τες περσότερες φορές συντροφευμένες από τες κανονιές του Μισολογγιού και η γη έτρεμε αποκάτου από τα πόδια μας.

11.  Και οι πλέον πάμφτωχοι εβγάνανε το οβολάκι τους και το δίνανε και εκάνανε το σταυρό τους κοιτάζοντας κατά το Μισολόγγι …

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: (διαβάζει από τις σημειώσεις του Πολυλά)

                     «Το Μεσολόγγι έπεσε την άνοιξη· ο ποιητής παρασταίνει την Φύση, εις τη στιγμή που είναι ωραιότερη, ως μία δύναμη, η οποία, με όλα τ’ άλλα και υλικά και ηθικά ενάντια, προσπαθεί να δειλιάσει τους πολιορκημένους. Ιδού οι Στοχασμοί του ποιητή»:

 

ΣΟΛΩΜΟΣ: «Η ζωή που ανασταίνεται με όλες της τες χαρές, αναβρύζοντας ολούθε, νέα, λαχταριστή, περιχυνόμενη εις όλα τα όντα. Η ζωή ακέραιη απ’ όλα της φύσης τα μέρη, θέλει να καταβάλη την ανθρώπινη ψυχή. Θάλασσα, γη, ουρανός, συγχωνευμένα, επιφάνεια και βάθος συγχωνευμένα, τα οποία πάλι πολιορκούν την ανθρώπινη φύση στην επιφάνεια και το βάθος της. Η ωραιότης της φύσης, που τους περιτριγυρίζει, αυξάνει εις τους εχθρούς την ανυπομονησία να πάρουν τη χαριτωμένη γη, και εις τους πολιορκημένους τον πόνο, ότι θα τη χάσουν».

ΧΟΡΟΣ Δ΄ (απαγγέλλει στίχους από το Σχεδίασμα Β΄)

               «Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη,

                η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι

                με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει,

                όποιος πεθάνη σήμερα, χίλιες φορές πεθαίνει».

 

χορωδία τραγουδάει το 6ο απόσπασμα του 3ου Σχεδιάσματος τον «Πειρασμό» )

             «Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη,

             κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,

             και μες τη σκιά, που φούντωσε, και κλει δροσιές και μόσκους,

             ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.

             Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,

             χύνονται μες την άβυσσο τη μοσκοβολισμένη,

             και παίρνουνε το μόσκο της, κι αφήνουν τη δροσιά τους,

             κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,

             τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.

             Έξ’ αναβρύζει κι η ζωή σ’ γη, σ’ ουρανό, σε κύμα.

             Αλλά στης λίμνης το νερό, π’ ακίνητο ’ναι κι άσπρο,

             Ακίνητ’ όπου κι αν ιδής, και κάτασπρο ως τον πάτο,

             Με μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ’ η πεταλούδα,

             Που ’χε ευωδίσει τς ύπνους της μέσα στον άσπρο κρίνο,

             Αλαφροήσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι ’δες.

             Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!

             Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,

             ουδ’ όσο κάν’ η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,

             γύρου σε κάτι ατάραχο π’ ασπρίζει μες τη λίμνη,

             μονάχο αναστατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,

             και όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του».

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Το Μισολόγγι βάσταξε πολύ. Πιο πολύ κι από τις έσχατες μαθηματικές δυνατότητες της ύλης. Ο Μυστικός Δείπνος της λευτεριάς των Ελλήνων είχε κρατήσει ανέλπιστα. Έφτασε η ώρα του σκαλοπατιού που λέγεται σταυρός και ταφή πριν την Ανάσταση.

 

ΧΟΡΟΣ Α΄: (απαγγέλλει ενώ η χορωδία τραγουδάει)

                     «Αηδονολάλειε στήθος μου, πριν το σπαθί σε σχίση».

ΧΟΡΟΣ Β΄: «Με σας να πέσω στο σπαθί, κι άμποτε νάμαι πρώτη!»

ΧΟΡΟΣ Γ΄: «Αηδονολάλειε στήθος μου, πριν το σπαθί σε σχίση».

ΧΟΡΟΣ Δ΄: «Τα σπλάχνα μου κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν,

                    κι όσ’  άνθια θρέφει και καρπούς τόσ’ άρματα σε κλειούνε».

 

ΣΟΛΩΜΟΣ: «Και βλέπω πέρα τα παιδιά και τες αντρογυναίκες

                     γύρου στη  φλόγα π’ άναψαν, και θλιβερά τη θρέψαν

                     μ’ αγαπημένα πράματα, και με σεμνά κρεβάτια,

                     ακίνητες, αστέναχτες, δίχως να ρίξουν δάκρυ.

                     Και ’γγίζ’ η σπίθα τα μαλλιά και τα λυωμένα ρούχα.

                     Ειν’ έτοιμα στην άσπονδη πλημμύρα των αρμάτων

                    δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά, κι ελεύθεροι να μείνουν.

                    Εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το χάρο».

 

χορωδία τραγουδάει επαναλαμβάνοντας το στίχο και καλύπτοντας και το χρόνο που μιλά ο αφηγητής)     Δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά, κι ελεύθεροι να μείνουν

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ:  Άκου ψυχή μου…

                      Και πάει ψυχή μου ο Δεσπότης ο Ιωσήφ μπροστά

                      Κι ακολουθάνε όσες ψυχές τις εζέστανε το μπαρούτι.

                      Εκεί στον ανεμόμυλο, κοίτα ψυχή μου.

                      Κοκκίνησαν τα νερά της λιμνοθάλασσας.

                      Πώς σκάφτηκαν τα ταμπούρια και τα σπλάχνα!

                      Πώς κοινώνησαν μάνες και παιδιά, αδέρφια και γονείς κι αντρόγυνα!

                      Και καταφιλήθηκαν κλαμμένα και χωρίστηκαν. Και φύγανε.

                      Ναι, μωρέ, φύγανε.

                      Και πάνε κι έρχονται κάθε Κυριακή των Βαγιών.

                      Κι αχνοδιαβαίνουν στα βούρλα και στις καλαμιές της πικραμένης

                      λιμνοθάλασσας.

                      Λάμνε αργά και πάμε…

 

ΣΟΛΩΜΟΣ: «Μένουνε οι Μάρτυρες με τα μάτια προσηλωμένα εις την ανατολή, να φέξη, για να ’βγουνε στο γιουρούσι, και η φοβερή αυγή».

 

ΧΟΡΟΣ Α΄: «Μνήσθητι, Κύριε - είναι κοντά»

ΧΟΡΟΣ Β΄: «Μνήσθητι, Κύριε - εφάνη!»

ΧΟΡΟΣ Γ΄: «Επάψαν τα φιλιά στη γη…….

                    Στα στήθια και στο πρόσωπο, στα χέρια και στα πόδια».

 

(μπαίνει  ένας Μεσολογγίτης – φουστανελάς –

 μπαίνει στη σκηνή και με δραματικό τόνο και κίνηση απαγγέλλει το ποίημα του Αλέξανδρου Πάλλη «Μεσολογγίτης»)

                        «Είχα ντουφέκι αλάθευτο, περήφανο σαν άτι,

                        που μήνες δεν παραίτησε τ’ ασάρκωτό μου χέρι,

                        κι όσες οι τρίχες μου έφαγε τόσων οχτρών το μάτι!

                        Φτάνει η Αραπιά- το πέταξα κι αδράζω το μαχαίρι!

                        Ήταν μαχαίρι γονικό, σα σκύλος μπιστεμένο,

                        κι είχε απ’ τα χρόνια τα παλιά, τα κλέφτικα, συνήθια

                        να κυνηγάη τις άπιστες καρδιές σα λυσσασμένο!

                        Είδα: πολλοί ήταν! Τόμπηξα στης Δέσπως μου τα στήθια!

                        Στης Δέσπως που μου πείνασε, που δίψασε μαζί μου,

                        Που λάμπανε απ’ τα κάλλη της τα κορφοβούνια, οι λόγγοι…

                        Μα τι; Τη Δέσπω θα θρηνάη και τα άρματα η ψυχή μου;

                        Δεν κλαίω για κείνα. Χάθηκε, σας λέω, το Μεσολόγγι!..»

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Και 12 του Απρίλη, σου λέω ψυχή μου, Κυριακή των Βαγιών. Στο δειλινό ακούγεται εδώ γύρω στη δοξασμένη λιμνοθάλασσα ο αχός: Το Μεσολόγγι έπεσε…Το Μεσολόγγι χάθηκε, πάει…

Όμως η αρετή του φτάνει την Ιδέα και την Αλήθεια.

 

ΣΟΛΩΜΟΣ: «Στον κόσμον τούτον χύνεται και σ’ άλλους κόσμους φτάνει»

(μπαίνει χορός 6 μαυροφορεμένων γυναικών στο κέντρο της σκηνής, κάθονται πάνω σε πέτρες ή σταυροπόδι και τραγουδούν το μοιρολόι:)

                       «Σάββατο μέρα πέρασα κοντά στο Μεσολόγγι,

                        ήτο Σαββάτο των Βαγιών, Σαββάτο του Λαζάρου,

                        κι άκουσα μαύρα κλιάματα, ανδρίκεια μοιρολόγια.

                        Δεν κλαίουν για το σκοτωμό, δεν κλαιν που θα πεθάνουν,

                        μον’ κλαιν που σώσαν το ψωμί, τους έφαγεν η πείνα.

                        Στην εκκλησιά συνάχτηκαν, μέσα στο Άγιο Βήμα,

                        κι ένας τον άλλον έλεγαν, κι ένας το άλλον λέγουν:

                       -Παιδιά, να μεταλάβομε να ξιμολοηθούμε,

                        βράδυ γιουρούσ’ θα κάμομε στα έξω για να βγούμε».

                    

Βιβλιογραφία:

¨      Άπαντα Κώστα Κρυστάλλη, Τα ποιήματα, τ.1, εκδ. Πέλλα

¨      Άπαντα Διονυσίου Σολωμού, τ. Α΄ , φιλολογική επιμέλεια Γεωργίου Παπανικολάου, Αθήνα 1970

¨      http://messolonghi.elea.gr/interpage/photografies/xaraktiko.htm

 

Δισκογραφία:

¨      "Ελεύθεροι Πολιορκημένοι", Γιάννης Μαρκόπουλος