Ανάλυση / Το Νόμπελ της Ματσάδο και η επιστροφή των ΗΠΑ στη Βενεζουέλα

Ανάλυση / Το Νόμπελ της Ματσάδο και η επιστροφή των ΗΠΑ στη Βενεζουέλα


Τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν τον συντάκτη τους, χωρίς να συμπίπτουν κατ’ ανάγκη με την άποψη του Tvxs.gr

Η απονομή του Νόμπελ Ειρήνης στη Μαρία Κορίνα Ματσάδο για το 2025 αποτέλεσε μια συμβολική ανατροπή που ξεπερνά τα σύνορα της Βενεζουέλας.

Στα μάτια της διεθνούς κοινότητας, η Ματσάδο εμφανίστηκε ως η «γενναία φωνή της δημοκρατικής αντίστασης», όπως ειπώθηκε κατά την απονομή των βραβείων στις αρχές Οκτωβρίου, απέναντι στην κυβέρνηση του Νικολάς Μαδούρο.

Από μια εναλλακτική σκοπιά, εντούτοις, η βράβευση της Ματσάδο μοιάζει περισσότερο με μια συμβολική επικύρωση της αμερικανικής και δυτικοευρωπαϊκής οπτικής για τη «δημοκρατική μετάβαση» στη Βενεζουέλα – με τους όρους, φυσικά, που οι υποστηρικτές της αντιπολίτευσης επιδιώκουν να επιβάλουν στη μετα-Μαδούρο εποχή.

Η Μαρία Κορίνα Ματσάδο δεν είναι νέο πρόσωπο στη βενεζουελάνικη πολιτική σκηνή. Εμφανίστηκε δυναμικά στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ως ιδρύτρια της ΜΚΟ Súmate, η οποία τότε προωθούσε τη «διαφάνεια στις εκλογές», αλλά γρήγορα εξελίχθηκε σε κέντρο πολιτικής αντιπολίτευσης κατά του Ούγκο Τσάβες.

Από το 2010 ως το 2014 διετέλεσε βουλευτής της Εθνοσυνέλευσης, ενώ συμμετείχε σε σειρά αντικυβερνητικών κινητοποιήσεων που της κόστισαν προσωρινές συλλήψεις και διώξεις.

Με προφίλ που συνδυάζει οικονομικά νεοφιλελεύθερα και κοινωνικά λαϊκίστικα alt-right στοιχεία – σε ύφος που παραπέμπει τόσο στον Ντόναλντ Τραμπ όσο και στους υπόλοιπους ηγέτες της λατινοαμερικανικής «υπερδεξιάς» (Ζαΐρ Μπολσονάρου, Χοσέ Αντόνιο Κάστ, Χαβιέρ Μιλέι κ.ά.) – κατάφερε από το 2016 να αναδειχθεί σε ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα πρόσωπα της αντιπολίτευσης, δίπλα στον (προσωρινά) διεθνώς αναγνωρισμένο ως «νόμιμο πρόεδρο» Χουάν Γκουαϊδό.

Την ίδια περίοδο αρχίζουν και οι δεσμοί της με συντηρητικά ιδρύματα όπως το Cato Institute και το Atlas Network.

Παρότι έκτοτε παρουσιάζεται ως «θύμα του καθεστώτος», η Ματσάδο ουδέποτε πέρασε μακρές περιόδους φυλάκισης, σε αντίθεση με άλλους αντιπολιτευόμενους.

Στις εκλογές του 2024, τις οποίες η αντιπολίτευση κατήγγειλε ως νόθες, στήριξε ένθερμα τον Εντμούντο Γκονσάλες, διατηρώντας καθοριστικό ρόλο στο παρασκήνιο – σε βαθμό που θεωρείται πλέον η de facto ηγέτιδα της αντιπολίτευσης.

Η κοινωνική βάση των υποστηρικτών της δεν είναι ομοιογενής: προέρχεται κυρίως από τα μεσαία στρώματα το βιοτικό επίπεδο των οποίων επιδεινώθηκε δραματικά την προηγούμενη δεκαετία, αλλά και από τη διασπορά που βλέπει στη Ματσάδο την ευκαιρία επιστροφής στην «κανονικότητα».

Ωστόσο, η ίδια αποφεύγει κάθε αναφορά σε αναδιανομή ή κοινωνική πολιτική· μιλά αποκλειστικά για «επενδύσεις», «ανταγωνιστικότητα» και «επανένταξη στις διεθνείς αγορές».

Η ρητορική αυτή βολεύει την Ουάσιγκτον, καθώς αποπολιτικοποιεί πλήρως τη συζήτηση: η οικονομική κρίση παρουσιάζεται ως τεχνικό πρόβλημα, όχι ως συνέπεια κοινωνικών ανισοτήτων ή εξωτερικών πιέσεων.

Η χρονική συγκυρία κατά την οποία ο Ντόναλντ Τράμπ επέλεξε να «ανασύρει» το ζήτημα της Βενεζουέλας – σχεδόν ταυτόχρονα με την απόφαση της επιτροπής Νόμπελ – δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί τυχαία.

Ύστερα από μια δεκαετία υπερπληθωρισμού, κοινωνικής κατάρρευσης και μαζικής μετανάστευσης, η χώρα δείχνει τα πρώτα, ισχνά έστω, σημάδια σταθεροποίησης. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της κυβέρνησης Μαδούρο, ο πληθωρισμός για το 2024 περιορίστηκε στο 48% – τη χαμηλότερη επίδοση των τελευταίων δώδεκα ετών.

Βέβαια, ανεξάρτητες πηγές, όπως το Παρατηρητήριο Οικονομικών της Βενεζουέλας, τοποθετούν τον δείκτη κοντά στο 85%. Το ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί οριακά κατά 3% το 2025, έπειτα από χρόνια βαθιάς ύφεσης, ενώ η φτώχεια παραμένει πάνω από 50% του πληθυσμού.

Επίσης, η χώρα εξακολουθεί να λειτουργεί με διπλό σύστημα ισοτιμιών, κάτι που ουσιαστικά συμβάλλει καθοριστικά στην σταθεροποίηση της οικονομίας και στην επιβράδυνση του πληθωρισμού.

Ωστόσο, για την κοινωνική πλειοψηφία, η καθημερινότητα εξακολουθεί να σημαίνει περιορισμένη πρόσβαση σε τρόφιμα, φάρμακα και καύσιμα, καθώς και πλήρη εξάρτηση από τις ανεπίσημες ροές συναλλάγματος από τη διασπορά.

Σε ό,τι αφορά την κοινωνική ένταση, που άλλοτε τροφοδοτούσε τις αδιάκοπες αντικυβερνητικές διαδηλώσεις φαίνεται πως αυτή έχει εκτονωθεί, λιγότερο εξαιτίας μίας ασθενικής βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου των πολιτών και περισσότερο λόγω της σωρευμένης κόπωσης.

Παράλληλα, οι Ηνωμένες Πολιτείες επανεκκίνησαν πρόσφατα τις στρατιωτικές τους επιχειρήσεις στην Καραϊβική υπό τον τίτλο «Caribbean Freedom Operations», επισήμως για την καταπολέμηση των κυκλωμάτων ναρκωτικών — στα οποία, ωστόσο, συμπεριλαμβάνουν και τον ίδιο τον Νικολάς Μαδούρο.

Οι αποστολές αυτές έχουν περισσότερο χαρακτήρα επίδειξης ισχύος απέναντι στην Κούβα, τη Νικαράγουα και φυσικά τη Βενεζουέλα, με τον Τραμπ να επιδιώκει την εδραίωση μιας νέας, πιο συμπαγούς συμμαχίας με την ισπανόφωνη μειονότητα των ΗΠΑ (“Latino”), που στις εκλογές του 2024 στήριξαν μαζικά τους Ρεπουμπλικανούς στις νότιες πολιτείες.

Το παραπάνω επιβεβαιώνεται και από τη στροφή της αμερικανικής πολιτικής μετά την επιστροφή του Ντόναλντ Τράμπ στο Οβάλ Γραφείο.

Η ρητορική των «ανθρωπιστικών αποστολών» και των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» υποχωρεί, δίνοντας τη θέση της σε ένα νέο αφήγημα: «δημοκρατική αποκατάσταση μέσω συνεργασίας».

Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και ο Λευκός Οίκος δηλώνουν «έτοιμοι να στηρίξουν τη δημοκρατική μετάβαση της Βενεζουέλας», αφήνοντας ωστόσο ανοιχτό το ενδεχόμενο «στοχευμένων στρατιωτικών επιχειρήσεων» για την «περιφερειακή σταθερότητα».

Στην πράξη, αυτό μεταφράζεται σε στρατιωτική παρουσία στις θαλάσσιες ζώνες της Καραϊβικής, στενότερη συνεργασία με τις ναυτικές δυνάμεις Κολομβίας και Παναμά, καθώς και έμμεση χρηματοδότηση ομάδων που συνδέονται με το επιτελείο της Ματσάδο.

Η ίδια αποφεύγει συστηματικά να σχολιάσει τις αμερικανικές κινήσεις, περιοριζόμενη σε ευχαριστήριες δηλώσεις για «την υποστήριξη των φίλων της ελευθερίας».

Ο ιδεολογικός αυτός χάρτης κάθε άλλο παρά νέος είναι: πρόκειται για επανέκδοση των δογμάτων που προκάλεσαν κύματα αποσταθεροποίησης στη Λατινική Αμερική από τη δεκαετία του ’70, με την μόνη διαφορά σήμερα να εντοπίζεται στην ρητορική περί «αποκατάστασης των δημοκρατικών θεσμών», σε συνέχεια της ιμπεριαλιστικής ρητορικής του «νεοσυντηρητικού» προέδρου Μπους στις αρχές του 21ου αιώνα.

Η Βενεζουέλα βρίσκεται ξανά σε σταυροδρόμι. Από τη μία, μια κυβέρνηση που στηρίζεται στον κρατικό μηχανισμό των πραιτωριανών του Μαδούρο και στη συμμαχία με τη Ρωσία, το Ιράν και την Κίνα· από την άλλη, μια αντιπολίτευση που προβάλλεται ως πατριωτική και δημοκρατική εναλλακτική, αλλά εξαρτάται οργανικά από τα αμερικανικά κέντρα ισχύος, τις αγορές και τις στρατηγικές προτεραιότητες της Ουάσιγκτον.

Σε αυτό το πλαίσιο, η ηγέτιδα της αντιπολίτευσης και πρόσφατα βραβευθείσα με το Νόμπελ Ειρήνης, Μαρία Κορίνα Ματσάδο, δήλωσε ότι η στρατιωτική κλιμάκωση αποτελεί «τον μόνο τρόπο» για να ανατραπεί ο Νικολάς Μαδούρο και να διευκολυνθεί «μια ειρηνική και ομαλή μετάβαση».

Σε συνέντευξή της στο Bloomberg αποκάλυψε πως έχει ήδη εκπονήσει σχέδιο για τις πρώτες 100 ώρες μετά την «τελική πτώση» του καθεστώτος, ενώ συνεχίζει να οργανώνει το κίνημά της, παρά τις συλλήψεις και τις εξορίες συνεργατών της.

Οι διαρροές αυτές, που συνοδεύονται από δηλώσεις περί «επικείμενου τέλους» του Μαδούρο, ενισχύουν την αίσθηση ότι η βράβευση της Ματσάδο συνδέεται άμεσα με την αναβίωση μιας επιθετικής στρατηγικής πίεσης εκ μέρους της Ουάσιγκτον.

Επομένως, τη δεδομένη χρονική στιγμή, η απονομή του Νόμπελ Ειρήνης μοιάζει λιγότερο με πράξη ουδετερότητας και περισσότερο με έναν φόρο τιμής στη γραμμή Τραμπ για τη Βενεζουέλα.

Επί της ουσίας, αντί το βραβείο να καταλήξει αυτοπροσώπως στον Αμερικανό πρόεδρο, αυτό συνέβη διά της πλαγίας οδού, με την απόφαση της Ακαδημίας να επιβραβεύσει μία πολιτικό που έδωσε, λίγες ώρες αργότερα, τα διαπιστευτήριά της αφιερώνοντάς το στον…Ντόναλντ Τραμπ.

Πιθανώς η «ειρήνη» που οραματίζονταν στο Όσλο, τελικά, να μοιάζει περισσότερο με μια συνέχιση του δυτικού ιμπεριαλισμού μέσω της θεσμικής έγκρισης των πολιτικών επιλογών του.







 

 

  • Άρης Παπαδόπουλος – Πολιτικός επιστήμονας, διεθνολόγος – Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο νέο Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου ΕΝΑ



Πηγή

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *