Γιώργος Ζαμπέτας: Ο Ωνάσης, ο Χατζιδάκις, η απόρριψη της Αλίκης και το σκάνδαλο Ζαμπέτοβιτς

Γιώργος Ζαμπέτας: Ο Ωνάσης, ο Χατζιδάκις, η απόρριψη της Αλίκης και το σκάνδαλο Ζαμπέτοβιτς


Τον Μάρτιο του 1992, η Ελλάδα θρήνησε. Ο Γιώργος Ζαμπέτας πέθανε αφήνοντας πίσω του το λαϊκό πάλκο αληθινά κενό.

Μοναδικός, ειλικρινής, ευφυής μέσα στη λαϊκή απλότητα του και μέγας δεξιοτέχνης του μπουζουκιού ο Γιώργος Ζαμπέτας είναι κομμάτι της ιστορίας μιας Ελλάδας που ζούσε με χιούμορ και αλήθειες.

Ο Δημήτρης Μητροπάνος τον θεωρούσε δεύτερο πατέρα του, ο Μάνος Χατζιδάκις τον αποθέωνε για το μουσικό ένστικτο του και o Aριστοτέλης Ωνάσης ήταν φανατικός οπαδός του.

«Ερχόταν πολύ συχνά στα μαγαζιά μου. Του άρεσαν οι πενιές μου. Κι εμένα μου άρεσε ο Ωνάσης» είχε πει σε συνέντευξη του στον δημοσιογράφο Πάνο Γεραμάνη το 1988 που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Τα Νέα.

«Γεια σου, ρε Ζαμπέτα προλετάριε, μου είπε ο Ωνάσης όταν σηκώθηκε να φύγει από το μαγαζί. Εσύ κι εγώ τα λεφτά τα κάναμε από τις υπερωρίες»

«Ξέρεις τι άνθρωπος ήταν; Α, μεγάλη καρδιά. Όσο πλούσιος ήταν τόσο απλά φερόταν στον κόσμο. Έπινε πολύ ο Ωνάσης. Όσο κι αν έπινε όμως, δεν μεθούσε ποτέ του. Θυμάμαι, ήταν παραμονές Δεκαπενταύγουστου 1969 κι είχε έρθει ο μεγάλος Αριστοτέλης στα Ξημερώματα, που ήταν τότε στην παραλία στο Ελληνικό. Έφυγαν όλοι και μείναμε οι δυο μας. Εγώ του ‘παιζα μπουζούκι μέχρι το γλυκοχάραμα. Γεια σου, ρε Ζαμπέτα προλετάριε, μου είπε όταν σηκώθηκε να φύγει. Εσύ κι εγώ τα λεφτά τα κάναμε από τις υπερωρίες. Και είπε κάτι παραπάνω, που μου ‘δωσε μεγάλη χαρά: Το μπουζούκι σου, Ζαμπέτα, ισοδυναμεί με ολόκληρη ορχήστρα κλασικής μουσικής».

Η σχέση τους συνεχίστηκε και στο θρήνο. «Τον πατέρα μου τον αγάπαγε η πίστα. Ξέρεις, η πίστα άλλους τους καταπίνει και άλλους τους αναδεικνύει» είχε πει η κόρη του Κατερίνα.

«Ο Ζαμπέτας ζούσε για την πίστα. Όλοι οι σταρ και οι επιχειρηματίες της εποχής πήγαιναν να τον ακούσουν. Από τους πιο τακτικούς θαμώνες στα μαγαζιά που έπαιζε ήταν ο Ωνάσης. Όταν έχασε το γιο του Αλέξανδρο και τον είχε άταφο στον Σκορπιό, ο Ωνάσης κάλεσε τον Ζαμπέτα στο νησί. Ήθελε με την βοήθεια του μπουζουκιού του να ξεπεράσει τον πόνο του. Ο πατέρας μου μας φώναξε για να μας πει με τη συμφωνία να μην το μαρτυρήσουμε πουθενά. Τον θυμάμαι να λέει χαρακτηριστικά:

«Μη σας ξεφύγει τίποτα, τα γνωστά… Τουμπεκί ψιλοκομμένο».

Ζωή διπλοπενιά

Για τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, «ο Ζαμπέτας ως συνθέτης χωράει μέσα στην πρώτη δεκάδα των μεγάλων μορφών του ρεμπέτικου και λαϊκού μας τραγουδιού. Ως μπουζουκτσής ήταν ο καλύτερος, από την άποψη του προσωπικού ήχου, αλλά σαν σόουμαν ήταν μοναδικός. Ένας καλλιτέχνης που αν είχε γεννηθεί στην Αμερική θα πρωταγωνιστούσε, πιθανότατα, στην παγκόσμια σκηνή!».

Ο Γιώργος Ζαμπέτας έζησε πολλές ζωές και ήταν μοναδικός ανάμεσα σε άλλα να υφαίνει μέστα στο χιούμορ αλήθειες.

«Πολλά τραγούδια μπορεί να ‘χουνε μέσα τους καλαμπούρι, αλλά, άμα τα προσέξεις, έχουνε και την πίκρα τους μέσα. Μέσα από την πλάκα και το μαύρο χιούμορ κρύβεται η πικρία. Εγώ κοροϊδεύοντας και βρίζοντας δεν απευθύνομαι μόνο σ’ αυτούς που με ακούνε, αλλά σε όλες τις καταστάσεις της ζωής, στους βλάκες και ανεγκέφαλους, στους νεόπλουτους, στους τάχα μου και στους κυβερνώντες μας και σ’ όλα τα στραβά μας», είχε πει.

Με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο

Γεννημένος στις 25 Ιανουαρίου του 1925 στην Ακαδημία Πλάτωνος με καταγωγή από την Κύθνο, ο πατέρας του Μιχάλης ήταν κουρέας και η μητέρα του, Μαρίκα Μωραΐτη, ήταν ανηψιά γνωστού βαρύτονου της εποχής.

Στο κουρείο του πατέρα του ο πιτσιρικάς επινοούσε τις πρώτες του μελωδίες, ο Μιχάλης είχε το μπουζούκ κρεμασμένο στους τοίχους. Το ταλέντο του είναι έκδηλο από τα αμούστακα χρόνια του.

Μιλώντας στον Ταχυδρόμο και τον Φρέντυ Γερμανό ο Γιώργος Ζαμπέτας είχε πει:

«Έβαζα καρέκλα για να το φτάσω. Ήμουν βλέπεις σπόρος ακόμη. Ο μπαμπάς με έβλεπε και κουνούσε το κεφάλι του. Ύστερα όταν με άκουγε να ξαναπαίζω ξανακουνούσε το κεφάλι του. ‘Καλά το πας’ μου έλεγε. ‘Μόνο δούλευέ το πιο γλυκά. Όχι άγρια. Το μπουζούκι είναι σαν την γυναίκα. Θέλει χάδι – τουλάχιστον στην αρχή…»

Είναι 1932 και ο Ζαμπέτας, σε ηλικία μόλις 7 ετών, κερδίζει το πρώτο του βραβείο, ως μαθητής της α’ δημοτικού, σε σχολικό διαγωνισμό. Η γνωριμία του με τον Βασίλη Τσιτσάνη το 1938, σε ηλικία 13 ετών, τον ορίζει.

Γιώργος του Αιγάλεω Σίτι

1940 και η οικογένεια Ζαμπέτα μετακομίζει στο Αιγάλεω, στη γωνία Ιεράς οδού και Σαλαμίνος 1. Αυτή τη συνοικία θα την αγαπήσει, θα της χαρίσει το προσωνύμιο Σίτι, κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας του στη Βρετανία και θα υπογράφει πάντα «Γιώργος Ζαμπέτας από το Αιγάλεω Σίτι».

«Το Αιγάλεω είναι για μένα σαν το μπουζούκι» είχε εξομολογηθεί.

«Με ξέρει και το ξέρω. Moυ λένε: ‘Γιατί δεν φεύγεις από εκεί πέρα που μένεις να πας να αράξης στο Κολωνάκι’. Toυς λέω: ‘Κάντε τουμπεκί’. Στο Αιγάλεω με ξέρουνε κι οι πέτρες. Κάθε βράδυ που φεύγω απ’ το σπίτι περνάω από το μπακάλη. Λέω μια καλησπέρα. Περνάω απ’ το κουρείο. Λέω άλλες τρεις καλησπέρες. Ύστερα μπαίνω στο αμάξι και περνάω έξω απ’ το σπίτι της μάνας μου. Της κορνάρω. Βγαίνει στο παράθυρο και της λέω: ‘Kαληνύχτα’. Kατάλαβες τώρα τι είναι για μένα το Αιγάλεω Σίτυ;».

Εν μέσω κατοχής ο Ζαμπέτας συνθέτει το πρώτο του συγκρότημα και μαζί με τα αγόρια του τραγουδούν καντάδες στα κορίτσια.

Το 1952 ο Ζαμπέτας ηχογραφεί το πρώτο του τραγούδι, το Σαν Σήμερα, Σαν Σήμερα και η αποθέωση γίνεται δύο χρόνια μετά. Όταν ο Στέλιος Καζαντζίδης τραγουδά το Αφήνω Γεια.

Με την κόρη του Κατερίνα και τον εγγονό του στην κουζίνα τους στο Αιγάλεω από το βιβλίο της, Γιώργος Ζαμπέτας, Βαθιά στη θάλασσα θα πέσω…

Στις δεκαετίες που ακολουθούν ο Ζαμπέτας καθιερώνεται. Συνεργάζεται ως σολίστ με κάθε σπουδαίο δημιουργό. Από τον Χατζιδάκι στο Θεοδωράκη, τον Ξαρχάκο, τον Πλέσσα, τον Μαμαγκάκη, τον Κουγιουμτζή, τον Μαρκόπουλο. Όλοι θέλουν τον Γιώργο Ζαμπέτα στην ορχήστρα τους.

Οι πενιές του είναι πολύτιμες και ειλικρινείς, τα μουσικά αυτιά δεν ακούνε σε ψέματα

Ο Ζαμπέτας περιοδεύει ανά τον κόσμο, φωτίζει τις πίστες των πιο λαοφιλών λαϊκών κέντρων διασκέδασης και συμμετέχει σε περισσότερες από 100 ταινίες του ακμάζοντα εκείνο τον καιρό Ελληνικού Κινηματογράφου.

«Ο κόσμος δεν θέλει σήμερα πλερέζες και κόλλυβα. Κάντε τουμπεκί»

«Όπως όλοι οι αληθινοί χιουμορίστες, ο Γιώργος Ζαμπέτας, είναι κατά βάση ένας μελαγχολικός άνθρωπος που χαμογελά σπανίως. Συνήθως χαμογελά κάθε Σάββατο και Κυριακή – όταν βλέπει τι εισπράξεις έκανε το κέντρο του…. Κατά κανόνα τραγουδά αγέλαστος. Σαλτάρει στα τραπέζια αγέλαστος. Λέει τα αστεία του αγέλαστος. Πληρώνει τις τραγουδίστριες αγέλαστος» έγραφε ο Γερμανός.

«Τι τα θες τι τα γυρεύεις; Οι γυναίκες δεν κάνουν για μπουζούκι. Τις βλέπεις τραγουδάνε στημένες σαν λόρδοι Βύρωνες. Ποιος θα δώσει το κέφι, κυρίες μου; Ο κόσμος δεν θέλει σήμερα πλερέζες και κόλλυβα. Κάντε τουμπεκί».

Για τον σπουδαίο μαέστρο «το κέφι ήταν θρησκεία, και το κοινό, η ζωή του».

«Κάθε βράδυ ο Ζαμπέτας τραγουδά, χορεύει, λέει αστεία, χορεύει, λέει αστεία, χτυπιέται, λέει αστεία, κάνει τούμπες, λέει αστεία, σεληνιάζεται, λέει αστεία. Το ρεσιτάλ του είναι ένα σώου διαρκείας που θα μπορούσε να εξοντώση οποιοδήποτε άλλο. Ο Ζαμπέτας απλώς γλυτώνει θυσιάζοντας δύο κιλά ιδρώτα κάθε βράδυ… Ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται το κοινό του έχει κάτι από την σοφία ενός διδάκτορος της Ψυχολογίας και μίας νταντάς που έχει ασκηθή αναστρέφοντας ένα πολύ κακομαθημένο παιδί».

«Δεν παίζω, Μανώλη. Σχολιάζω»

Ο Γερμανός μαθαίνει από τον Γιώργο Ζαμπέτα μια ιστορία του για τη δημιουργία και τη συμμαχία του με τον Μάνο Χατζιδάκι.

«Κάποτε έγραφαν ένα δίσκο με το Μάνο Χατζιδάκι. Ήταν ένας δίσκος με πολλές περιπέτειες, όπως είναι συνήθως όλοι οι δίσκοι με τον Χατζηδάκι. Η συνέχεια της ιστορίας – υπό μορφήν διαλόγου:

ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ: Άκου Γιώργο, Στο κομμάτι που θα γράψωμε τώρα εσύ δεν παίζεις καθόλου. Κάνω εγώ μόνο ένα σόλο.

ΖΑΜΠΕΤΑΣ: Εντάξει, Μανώλη…

Αρχίζει ο Χατζιδάκις το σόλο αλλά στο πιο κρίσιμο σημείο ο Ζαμπέτας πετά μια ύπουλη διπλοπεννιά. Σταματά η εγγραφή.

ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ: Γιώργο, σού είπα ότι εδώ δεν παίζεις εσύ. Παίζω μονάχος μου.

ΖΑΜΠΕΤΑΣ: Εντάξει, Μανώλη.

Ξαναρχίζει ο Χατζιδάκις και στο κρίσιμο σημείο ακούγεται πάλι η ύπουλη διπλοπεννιά.

ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ (ουρλιάζει): ΓΙΩΡΓΟ, ΣΟΥ ΕΙΠΑ ΟΤΙ ΕΔΩ ΔΕΝ ΠΑΙΖΕΙΣ!

ΖΑΜΠΕΤΑΣ: Δεν παίζω, Μανώλη.

ΧΑΤΖΙΔΑΚΗΣ: Πώς δεν παίζεις; Αφού παίζεις.

ΖΑΜΠΕΤΑΣ: Δεν παίζω, Μανώλη. Σχολιάζω»

Ο Ζαμπέτας θα πει για τον σπουδαίο λυρικό δημιουργό της ελληνικής μουσικής υπεροχής:

«Μανώλης Χατζιδάκις θα πει ψυχή. Θα πει αίσθημα. Θα πει Ελλάδα. Θα πει ήθη και έθιμα. Αυτό θα πει Μανώλης Χατζιδάκις. Μια μέρα μού λέει: ‘Ζαμπέτα, έλα σπίτι. Έχω να σου παίξω ένα κομμάτι’. Πήγα και μου έπαιξε ένα τραγούδι. Του λέω: ‘Ξαναπαίξτο’. Μου το ξανάπαιξε. Του λέω: ‘Πώς το λένε;’ Μου λέει: ‘Τα παιδιά του Πειραιά’. Του λέω: ‘Μανώλη κάνε τουμπεκί. Έγινες πλούσιος’».

«’Ήθελα να είμαι σούπερ – τέλειος. Ως το ’50 δεν με ήξερε κανείς. Ήμουν εργάτης σε ένα εργοστάσιο που έφτιαχνε καλλυντικά. Δούλευα όλη τη μέρα και το βράδυ έπιανα το μπουζούκι στο χέρι μου και του έλεγα τα βάσανά μου. Του έλεγα: ‘Πού θα πάει αυτή η ιστορία;’ Και αυτό μου έλεγε: ‘Κάνε τουμπεκί. Θάρθει η σειρά σου Γιώργο…’»

«Όλη η καλλιτεχνία είναι κρέμες και πούντρες. Το ίδιο πράμα είναι και τα ποσά αυτά που ακούς: Κρέμες και πούντρες…» είχε πει αυτός ο λαϊκός ήρωας που κουβαλούσε πάντα και παντού μαζί του το όργανο του.

«Το μπουζούκι είναι άνθρωπος. Θέλει να του κουβεντιάζεις…Το έχω μαζί μου και τού λέω όσα μου συμβαίνουνε. Κι ‘κείνο πάλι μου λέει τα δικά μου…»

Κάθε τραγούδι του, μια ιστορία.

Το 1973 ηχογραφείται το τραγούδι Μάλιστα Κύριε, σε στίχους του Αλέκου Καγιάντα, που τους είχε γράψει όσο βρισκόταν στη Γερμανία, από όπου και τους είχε στείλει στον Ζαμπέτα.

Αυτός ήταν και ο λόγος που πρόσεξε ο Ζαμπέτας τον συγκεκριμένο φάκελο: «Βάστα, ρε, να πούμε. Ποιος ξέρει ποια τύχη και ποια μοίρα τον έριξε στο Μόναχο;».

Τη φράση Μάλιστα, Κύριε την προσέθεσε ο Ζαμπέτας, επειδή το τραγούδι χωρίς αυτήν του φαινόταν λειψό. Αποφάσισε, μάλιστα, να το πει ο ίδιος. Το συγκεκριμένο τραγούδι υπήρξε πολύ προσωπικό γι’ αυτόν, μοιάζει να το απηύθυνε, ουσιαστικά, στον ίδιο του τον εαυτό. Όπως και το Πού ‘σαι, Θανάση που έγραψε το 1972 και έχει πολλούς αστικούς μύθους για το ποιός ήταν ο Θανάσης

Σε αποσπάσματα από το βιβλίο της κόρης του, Κατερίνας Ζαμπέτα με τίτλο Βαθιά Στη Θάλασσα Θα Πέσω που βασίζεται στο μεγαλύτερο μέρος του σε απομαγνητοφωνημένες ομιλίας του μεγάλου συνθέτη, ένα υλικό που οργάνωσε και επεξεργάστηκε ο δημοσιογράφος και ραδιοφωνικός παραγωγός, Γιώργος Τσάμπρας, ο πληθωρικός Γιώργος Ζαμπέτας λέει πολλά.

Ο Ζαμπέτας για το τραγούδι Γράμμα και το ξεκίνημα του στη δισκογραφία λέει:

«Αυτή η δουλειά γίνεται το 1956 και είναι σφραγίδα, την ημέρα που γεννήθηκε και ο γιος μου. Του βάλαμε το τραγούδι, ξεκίνησε το πρώτο τρίμηνο, γιατί τότε πληρώνανε κάθε τρίμηνο. Το πρώτο τρίμηνο είχε κάνει χίλια πεντακόσια και κόκκαλο. Δεν προχωράει. Μου λέει ο Νίκανδρος Μηλιόπουλος, διευθυντής της Columbia: Κόκκαλο το τραγούδι, κόκκαλο και εσύ. Δεν πρόκειται να ξαναβγάλεις. Τώρα μου λέει, τελείωσε. Θα περάσουν χρόνια να μάθεις καλά τη δουλειά. Τρελάθηκα! Τρελάθηκα! Παίρνω τον δίσκο όπως ήτανε και πάω ολοταχώς στην ΥΕΝΕΔ. Καλή του ώρα εκεί που είναι, στον Νίκο Μουρκάκο. ΄Ητανε διευθυντής τότε. Τσάκω τον δίσκο και ρίχ’τον του λέω, πέντε φορές γιατί πάνε να μου τον σφάξουνε. Ό,τι γουστάρει το Γιωργάκι, μου λέει. Παίρνει τον δίσκο και τον προχωράει. Πάω το δεύτερο τρίμηνο. Σαράντα πέντε χιλιάδες κομμάτια! Στις εταιρίες υπήρχε όριο πωλήσεων και ο δίσκος ξεπέρασε κάθε προηγούμενο».

Για τη συνάντηση του με τον Χατζιδάκι το απόσπασμα διαβάζει:

«Μάντεψε ποιος ήρθε στο μαγαζί» είπε ο Ζαμπέτας μία μέρα στην γυναίκα του. «Ο Μανόλης ο Χατζιδάκις! Το φαντάζεσαι; Κάθησε σε ένα τραπέζι μόνος του και μας άκουσε πολύ προσεκτικά. Ξέρεις, αυτός έχει σπουδάσει μουσική, αλλά τώρα τον βλέπω να σπουδάζει την μπουζουκοκατάσταση και την μπουζουκοϊστορία. Μου φαίνεται πως μας γουστάρει πολύ!».

Ο Μάνος Χατζιδάκις πήγαινε πολύ συχνά στο μαγαζί που έπαιζε ο Ζαμπέτας, ενώ ένα βράδυ πήγε να τον ακούσει με την Μελίνα Μερκούρη, τον Ζυλ Ντασσέν, τον Σπύρο Μερκούρης, τον Γιώργο Φούντα και άλλους. Όπως περιγράφει ο ίδιος ο συνθέτης μέσα από τις καταγεγραμμένες ομιλίες του, έτσι του έγινε η πρόταση να παίξει στη μουσική για την ταινία Ποτέ την Κυριακή. Ο Ζαμπέτας περιγράφει την πρώτη φορά που άκουσε στο πιάνο το βραβευμένο με Όσκαρ τραγούδι Τα Παιδιά του Πειραιά:

«Ε την άλλη μέρα να τ’απόγευμα να πούμε, ξεκίνησα , πήγα με το μπουζούκι μου στο σπίτι του Μανόλη. Πάμε σε ένα σπίτι, Λεωφόρο Αμαλίας. Σ’ ένα σπίτι ψηλό, σ’ενα παλιό αρχοντικό, ανεβήκαμε απάνω «καλώς τον Γιώργο», μου λέει ο Μανόλης. Πάμε μέσα, ήτανε πολλοί μαζεμένοι. Αλλά εμένανε με πήρε και μ’έβαλε μέσα εκεί που υπήρχε ένα πιάνο. Και κάθεται με το πιάνο, βγάζω και κι εγώ το μπουζούκι κι αρχινάει να παίζει. Και μου παίζει «Τα παιδιά του Πειραιά». Αυτό ήτανε. Του λέω, κάτσε να το μάθω. Μία, δύο, τρεις να πούμε, το πέρασε, το παίζα. «Μπράβο ρε Μανόλη} του λέω. «Μπράβο ρε Μανόλη. Ωραίο πράγμα», του λέω, «Πως έτσι; Σ’αρέσει;»μου λέει. «Τι λες ρε Μανόλη του λέω; εκατομμύρια δίσκοι!». Το προαίσθημα ήταν προφητικό.»

Με τον Μίκη Θεοδωράκη

Για το σκάνδαλο Ζαμπέτοβιτς στο Βελιγράδι

Το 1968 η τραγουδίστρια Μπέμπα Μπλας- την οποία ζήλευε η σύζυγος του Ζαμπέτα, Αργυρώ- ερμήνευσε το τραγούδι Καράβι και πήρε το πρώτο βραβείο σε ένα φεστιβάλ στο Βελιγράδι. Η ίδια νόμιζε ότι το τραγούδι ανήκε στον τραγουδιστή Μίκι Γιαβρέμοβιτς, ο οποίος το είχε κλέψει από τον Ζαμπέτα. Ο γιουγκοσλαβικός Τύπος όμως το ανακάλυψε και ο Γιώργος Ζαμπέτας έγινε πρωτοσέλιδο.

Ο ίδιος αφηγείται το περιστατικό αποκαλύπτοντας ότι -όχι μόνο- δεν κυνήγησε τον τραγουδιστή αλλά στο τέλος του βάφτισε και το παιδί του:

«Και με γράψανε οι βελιγραδινές εφημερίδες στη πρώτη σελίδα, στα Πολιτικά Εξπρές, και αυτός κλαιγόταν και έλεγε μπροστά Giorgie Zabetovits, Μiki Gevremopoulos, επειδή αυτός είχε κλέψει το δικό μου τραγούδι., Τελικά δεν δέχτηκα ότι το’χε κλέψει, γιατί ο ανθωπάκος αυτός, θα του παίρνανε το βραβείο και τα 25.000 που είχε πάρει από το βραβείο θα τον πετάγανε από τα ραδιόφωνα και από τις τηλεοράσεις. Κι εγώ δέχτηκα ότι ο άνθρωπος αυτός είχε κάνει δικό του το τραγούδι και αυτός δέχτηκε να του βαφτίσω το παιδί» είχε πει ο Ζαμπέτας.

«Τι είναι αυτό; Να το δώσεις στον Καζαντζίδη»

Μάγκας, αθυρόστομος και με χιούμορ καρατίων, ο Γιώργος Ζαμπέτας που οι πενιές και οι ενορχηστρώσεις του σε τραγούδια σπουδαίων δημιουργών είναι κομμάτι της κοινής μας μνήμης, ανέδειξε πολλούς ερμηνευτές, όπως ο Τόλης Βοσκόπουλος, ο Σταμάτης Κόκοτας, η Βίκυ Μοσχολιού, η Μαρινέλλα, η Δούκισσα και άλλους.

Απορρίφθηκε δύο φορές, από την Αλίκη Βουγιουκλάκη -το Σταλιά Σταλιά προοριζόταν για εκείνη που όταν το άκουσε του είπε «Τι είναι αυτό; Να το δώσεις να το πει ο Καζαντζίδης» για να το αποθώσει η Μαρινέλλα- που βρισκόταν στο στούντιο την ίδια μέρα και από την Πόλυ Πάνου.

Το 1964 ο Γιώργος Ζαμπέτας είχε γράψει τέσσερα τραγούδια για την Πάνου, τα Δειλινά, το Πάει, Πάει, Πάει, το Πόρτα Κλειστή Τα Χείλη σου και Τα δάκρυα.

Ο μαέστρος ξεκίνησε από το Αιγάλεω για να πάει στην Αχαρνών να κάνουν πρόβα όμως η τραγουδίστρια είχε κανονίσει να πάει για μπάνιο.

Ο Ζαμπέτας, στενοχωρημένος από την επιλογή της αλλά και αποφασισμένος να δώσει τα κομμάτια του σε μια φωνή που θα τα καθιερώσει δίνει τα τραγούδια στη Βίκυ Μοσχολιού. Μετά όλα είναι ατόφια, ελληνική, λαϊκή μουσική ιστορία.

Τα προβλήματα με την υγεία του από τη δεκαετία των 90s και μετά τον δυσκολεύουν καλλιτεχνικά. Σύμφωνα με την κόρη του λίγοι μόνο του συμπαραστέκονται. Ανάμεσα τους ο Μητσιάς, ο Ξενοφών Φιλέρης, η Μάρθα Βούρτση.

Στις αρχές του 1992 ο Γιώργος Ζαμπέτας μπαίνει στο νοσοκομείο με τη διάγνωση καρκίνου στα οστά σε προχωρημένη κατάσταση.

Έφυγε στις 10 Μαρτίου του 1992, σε ηλικία 67 ετών.

Κατά τραγική σύμπτωση ο μόνος γιος του, Μιχάλης απεβίωσε την ίδια ημερομηνία με τον πατέρα του, το 2008, από καρκίνο.





Πηγή

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *