Γιάννης Πάσχος: «Δεν γίνεται ζωή χωρίς ρίσκο»

Γιάννης Πάσχος: «Δεν γίνεται ζωή χωρίς ρίσκο»
Οταν ο Γιάννης Πάσχος σπούδαζε Βιολογία στη Θεσσαλονίκη, στη δεκαετία του 1980, συνήθιζε να γευματίζει σε ένα λαϊκό εστιατόριο που βρισκόταν κοντά στο σπίτι του. «Ενα ηλικιωμένο ζευγάρι το είχε, ευγενικοί άνθρωποι. Καμιά φορά, όποτε με χρειαζόντουσαν, πήγαινα και τους βοηθούσα, εθελοντικά. Κάποια στιγμή γύρισε ο γιος τους απ’ τα καράβια και ανέλαβε το μαγαζί. Είχε νέες ιδέες το παιδί, αλλά ήταν και άσχετο με το αντικείμενο. Τον συνέτρεχα κι αυτόν όσο μπορούσα.
Το εστιατόριο, πάντως, δεν πήγαινε καλά. «Τι λες; Δεν βάζουμε μέσα γυναίκες;» με ρώτησε μια μέρα. «Δικό σου είναι, κάνε ό,τι θες» του απάντησα. Λοιπόν, έβαλε δύο, τέσσερις, έξι γυναίκες, ώσπου έκανε το μαγαζί νυχτερινό! Και κάπως έτσι, όχι ως πελάτης, αλλά ως «εσωτερικός» πια, γνώρισα έναν κόσμο που δεν μου ήταν καθόλου κοντινός. Ηταν όμως παράξενος, σαγηνευτικός. Και, με λίγα λόγια, έγινε και δικός μου κόσμος. Εκεί μέσα γνώρισα άτομα που έλεγαν πράγματα απίθανα και τρελά και, συγχρόνως, πολύ λογικά και πολύ ανθρώπινα» εξιστορούσε ο 70χρονος συγγραφέας στο «Βήμα», κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην πρωτεύουσα, εξηγώντας πώς μία μόνο βιωματική διάσταση μπορεί να ενσωματωθεί με διαφορετικό τρόπο σε ένα λογοτεχνικό κείμενο.
Γιάννης Πάσχος. Παραδείσια πουλιά Εκδόσεις Περισπωμένη, 2024. σελ. 274, τιμή 20 ευρώ.
Μια «επική ανδρική φιλία»
Στα Παραδείσια πουλιά (2024), το πρώτο του μυθιστόρημα (αν και «προτιμώ τις μικρές φόρμες γενικά, ταιριάζουν πιο πολύ στις συνάψεις του εγκεφάλου μου», όπως είπε χαρακτηριστικά στην εφημερίδα) αφηγείται το μεδούλι μιας «επικής ανδρικής φιλίας» μεταξύ του Ιεροκλή Λαβίνα και του Μάρκου Παπαβλασόπουλου ή Μαρκήσιου.
«Ανδρική φιλία σημαίνει, για εμένα, να είσαι διαθέσιμος ανά πάσα στιγμή και έτοιμος να δώσεις ακόμα το τομάρι σου για τον άλλο, αν χρειαστεί. Είναι μια σχέση πυρηνική, περιλαμβάνει ακόμα και το ερωτικό στοιχείο που όμως δεν γίνεται ποτέ σώμα. Ανδρική φιλία σημαίνει, για εμένα, να παίζεις μπουνιές με τον άλλο και αμέσως μετά να αγκαλιάζεστε δακρυσμένοι, συντετριμμένοι από τη συγχώρεση» εκτίμησε ο συγγραφέας.
Το μεγάλο ενδιαφέρον του μυθιστορήματός του, που διαδραματίζεται στην Αθήνα, έγκειται ακριβώς στη σχεδόν φυσική συνύπαρξη (ουσιαστικά ή φαινομενικά) αντιθετικών κόσμων, έτσι κινούνται οι ήρωες του Πάσχου, έτσι ξεδιπλώνουν τις περιπέτειές τους. Από τη μια μεριά, η παστρική κοινωνία, ο ακαδημαϊκός χώρος, τα πανεπιστήμια. Από την άλλη μεριά, οι οίκοι ανοχής, τα μπουρδέλα με τα κορίτσια τους, ο υπόκοσμος, το περιθώριο.
«Σε αυτό που εμείς, οι υποτιθέμενα κανονικοί, αποκαλούμε περιθώριο υπάρχει μια ανάγκη αγγίγματος και συναισθήματος που είναι αυθόρμητη, πηγαία, ασύλληπτη. Δεν μυθοποιώ τίποτα, απλώς έχω διαπιστώσει ότι υπάρχει στο λεγόμενο περιθώριο μια έντονη, ζωτική τρυφερότητα, η οποία μάλλον πηγάζει από την έλλειψη και την απώλεια πραγμάτων που θεωρούνται δεδομένα. Οι ήρωές μου κάνουν το προβλεπόμενο, το αποδεκτό (εκμεταλλευόμενοι, μεταξύ άλλων, τις τρύπες του εκπαιδευτικού συστήματος). Και, παράλληλα, διακινδυνεύουν, ζουν στα όρια.
Κατά τη γνώμη μου, γενικά, αυτό είναι ο άνθρωπος. Ολα συνυπάρχουν μέσα του, όλα. Είχα μια φίλη που δούλευε λουλουδού σε σκυλάδικα και συγχρόνως ήταν μανιώδης αναγνώστρια ποίησης. Δεν υφίσταται φανερή, κραυγαλέα σύνδεση, κι όμως αυτά τα δύο συνδέονταν βαθιά μέσα της. Και το ένα κομμάτι και το άλλο. Ισχύει για όλους μας αυτό, πιστεύω, αλλά συχνότατα αποφεύγουμε να το αναγνωρίσουμε, να αναγνωρίσουμε δηλαδή τις αντιφάσεις που μας κάνουν ό,τι είμαστε. Αυτά τα δύο παιδιά, οι ήρωές μου, τα κάνουν όλα δίχως να έχουν τύψεις κι ενοχές, ούτε για το ένα κομμάτι, το «καλό», ούτε για το άλλο, το «κακό».
Προσπαθούν να εξισορροπήσουν τα κομμάτια της ζωής τους, μες στη ροή της ζωής τους, ακολουθώντας και όσα τους δυσκολεύουν και όσα τους ευχαριστούν. Τέλος πάντων, δεν γίνεται ζωή χωρίς ρίσκο, δεν γίνεται μνήμη χωρίς ρίσκο, το παρελθόν είναι μια καλή κρυψώνα ενίοτε, όπως και το τραύμα, οφείλουμε όμως να κοιτάμε μονάχα μπροστά, να μην εγκαταλείπουμε το παιχνίδι της ζωής, αυτό κάνω εγώ τουλάχιστον, κι ας χάνω» υπογράμμισε.
Η μεσοτοιχία επιστήμης και λογοτεχνίας
Ο Γιάννης Πάσχος (έζησε επίσης στη Νορβηγία, εργάστηκε κατόπιν ως καθηγητής Ιχθυολογίας) εμφανίστηκε στα γράμματα μόλις το 2005. Συμπληρώνει φέτος μια εικοσαετία, επισήμως, ως δημοσιευμένος συγγραφέας (τώρα πλέον έχει επιστρέψει και μένει πάλι στα Γιάννενα, τη γενέθλια πόλη του, «απολαμβάνοντας τον κήπο μου»). Η ευρύτερη αναγνώριση για τον Πάσχο, σε κάθε περίπτωση, ήρθε με τη βραβευμένη αυτοβιογραφική νουβέλα Το χρονικό ενός δυσλεκτικού (εκδ. Περισπωμένη, 2022).
«Τα ψάρια, ας πούμε, σου μαθαίνουν τη σιωπή και την παρατήρηση. Κούμπωσαν με εμένα, επειδή ως δυσλεκτικός είχα αναγκαστεί από μικρός να προπονούμαι συνεχώς και στα δύο. Ανέκαθεν έγραφα βέβαια, μάζευα υλικό, αλλά δεν καιγόμουν κιόλας να το βγάλω προς τα έξω, είχα τη ζωή μου, τη δουλειά μου, περνούσα ωραία, βαριόμουνα κιόλας. Το πέρασμά μου από την επιστήμη στη λογοτεχνία δεν το λογάριασα ποτέ ως κάποιο άλμα. Για εμένα, επιστήμη και λογοτεχνία είναι μεσοτοιχία.
Αδυνατώ να φανταστώ επιστήμονα χωρίς φαντασία και συγγραφέα δίχως οργάνωση και πειθαρχία. Το «Xρονικό ενός δυσλεκτικού», μιας και το αναφέρατε, το έγραψα επειδή, απλούστατα, γούσταρα να το γράψω. Δεν με ενδιέφερε πού θα πάει, τι θα γίνει, όμως η πρόσληψή του με αιφνιδίασε, με χαροποίησε. Κατάλαβα ότι λειτούργησε παρηγορητικά και λυτρωτικά, όχι μόνο για τους ανθρώπους με παρόμοια προβλήματα αλλά για όλους, εφόσον όλοι έχουν ή νομίζουν ότι έχουν ένα «κουσούρι», είτε υπαρκτό είτε βαφτισμένο έτσι.
Στην πραγματικότητα, η δυσλεξία μου αποδείχτηκε απλώς ένα όχημα για τους αναγνώστες, μπορείτε να αντικαταστήσετε αυτή τη λέξη με οποιαδήποτε άλλη. Είναι σημαντικό και ανακουφιστικό να μπορούμε να δούμε εμάς τους ίδιους μέσα από μια άλλη ιστορία, την ιστορία ενός άλλου άνθρωπου. Αυτό ακριβώς μας δίνει τη δυνατότητα να δούμε και τον κόσμο και τον εαυτό μας μέσα από ένα διαφορετικό πρίσμα, από μια διαφορετική γωνία θέασης, έστω κι αν αυτή διαρκεί λίγο, να τι μας προσφέρει η λογοτεχνία».
Η κουβέντα με τον Πάσχο ήταν εκτεταμένη, ο λόγος του απέπνεε μια μπαρουτοκαπνισμένη ηρεμία, όχι αισιοδοξία απαραιτήτως, αλλά μια φωτεινή κατάφαση απέναντι στη ζωή. «Ανθρωπος που δεν έχει φάει απόρριψη στη ζωή του είναι πολύ φλώρος τελικά. Η απόρριψη εμένα με έκανε ανθεκτικό, με βοήθησε πολύ. Η απόρριψη, από αυτή την άποψη, ενέχει ένα προσωπικό μεγαλείο προς ανακάλυψη. Κοιτάξτε, νομίζω, τα πράγματα είναι από τη φύση τους απλά. Τα περιπλέκουν οι άμυνες και οι στόχοι των ανθρώπων. Τα δώρα που μας δίνει η ζωή είναι τα εμπόδια. Κάθε φορά που ξεπερνάμε ένα, έχουμε ήδη αλλάξει ορίζοντα, προοπτική. Η προσπάθεια, για εμένα, είναι το κρίσιμο μέγεθος. Εμαθα να προσπαθώ για να μπορώ να υπάρξω, κάτι που ακόμα με συνοδεύει».