Αγγελος Τερζάκης: Μαρτυρία μιας εποχής μέσα από κείμενα της περιόδου 1930-1938

Αγγελος Τερζάκης: Μαρτυρία μιας εποχής μέσα από κείμενα της περιόδου 1930-1938
Σε αντίθεση με τον Φώτο Πολίτη, ο οποίος, όπως σημείωνε το 1938 ο Αγγελος Τερζάκης, «έδωσε το κύριο κριτικό του έργο σε τρόπο εφημεριδογραφικό, αποσπασματικό, κατατεμαχισμένο» και η προσωπικότητά του ήταν «ασύνδετη μέσα στις συνειδήσεις μας», το δικό του κριτικό και δοκιμιακό έργο, κατατεμαχισμένο και εφημεριδογραφικό επίσης, κυρίως στο «Βήμα», όπου δημοσίευε επιφυλλίδες ανελλιπώς από το 1947 ως τον θάνατό του, είχε αρχίσει να συγκεντρώνει ο ίδιος ο Τερζάκης (1907-1979) σε τόμους, ξεκινώντας με τον Προσανατολισμό στον αιώνα (Εκδόσεις των Φίλων, 1963).
Κωνσταντίνος Α. Δημάδης Αγγελος Τερζάκης. Κείμενα πνευματικής ευθύνης (1930-1938). Φιλολογική έκδοση με σχόλια. Εκδόσεις University Studio Press, 2024, σελ. 480, τιμή 35 ευρώ
Μετά τον θάνατό του, η σειρά περατώθηκε με την επιμέλεια του Κώστα Τσιρόπουλου και ο αναγνώστης έχει πλέον σαφή εικόνα του μεθοδικού στοχαστή Τερζάκη, με την οξυδερκή ματιά, τη μεθοδικά αποκτημένη γνώση, την καθαρή σκέψη και τη διαυγή διατύπωση. Είναι ο ώριμος μεταπολεμικός Τερζάκης, απέναντι στον οποίο μας προσφέρεται τώρα προς σύγκριση η νεανική εκδοχή του στον τόμο Αγγελος Τερζάκης. Κείμενα πνευματικής ευθύνης (1930-1938) (εκδ. University Studio Press), όπου ο νεοελληνιστής Κωνσταντίνος Α. Δημάδης, ομότιμος καθηγητής του Freie Universität του Βερολίνου, συγκεντρώνει 34 δοκίμια του νεαρού Τερζάκη, δημοσιευμένα κυρίως στα λογοτεχνικά περιοδικά «Πνοή» και «Νεοελληνικά Γράμματα» και στην εφημερίδα «Δημοκρατία» μεταξύ 1930-1938.
Εχοντας ήδη εκδώσει τα πρώτα του βιβλία, τα διηγήματα Ο Ξεχασμένος(1925) και Φθινοπωρινή συμφωνία(1929), και παρατώντας την προοπτική μιας δικηγορικής καριέρας, ο Τερζάκης γράφει διαρκώς. Από τα περίπου 100 άρθρα και δοκίμια του Τερζάκη που ο Δημάδης εντοπίζει στο διάστημα 1928-1945 επιλέγει εκείνα που αφορούν ζητήματα λογοτεχνικά: τον ρομαντισμό στον πεζό λόγο, την επίδραση των βόρειων συγγραφέων, κριτικές για τον Φώτο Πολίτη, τον Θράσο Καστανάκη, τον Παπαδιαμάντη, μια νεκρολογία για τον Παύλο Νιρβάνα, ένα άρθρο για τον «πολεμιστή» δημοτικιστή Αλέξανδρο Πάλλη, για το παιδικό βιβλίο στην Ελλάδα, για τους πνευματικούς ηγέτες.
Αρκετά, σε συνέχειες, αρθρώνουν εκτενή μελετήματα που εξετάζουν τη σχέση με την παράδοση ή καταγράφουν τη λογοτεχνική συμβολή της γενιάς του. Γύρω του η Ελλάδα προσπαθεί να διαχειριστεί τις επιπτώσεις και το νωπό τραύμα της Μικρασιατικής Καταστροφής και η Ευρώπη του Μεγάλου Πολέμου, ενώ ένας νέος παγκόσμιος πόλεμος κυοφορείται.
Σε αυτή την πραγματικότητα στρέφονται οι πεζογράφοι της γενιάς του. «Η υπόθεση του νεοελληνικού μυθιστορήματος, του συγχρονισμένου, είναι […] αντικείμενο υποχρέωσης. Καθήκον της γενιάς μας απέναντι στη ζωντανή πραγματικότητα και απέναντι στην ιστορία» γράφει σε βιβλιοκρισία του (30.10.1932) για τη Φυλή των ανθρώπων (1932) του Θράσου Καστανάκη. Ωστόσο, εκείνο που θεωρεί το πιο βιώσιμο στοιχείο κάθε λογοτεχνικού έργου είναι η αισθητική πλευρά του, η διαρκής ανησυχία της καλλιτεχνικής αναζήτησης και όχι ένα περιβάλλον, «όπως αυτά που έδωσαν τα τελευταία χρόνια, το κοσμοπολίτικο περιβάλλον και το πολεμικό», αποτελέσματα «μιας επικαιρότητας, φυσικά εφήμερης».
Ελληνες μικροαστοί και βιβλίο
Ο λόγος του, συγκροτημένος, άμεσος, λαγαρός, κάνει και τις φλέβες του σύγχρονου αναγνώστη να πάλλονται. Γιατί δεν διαβάζει ο κόσμος; Στις συζητήσεις για την κρίση του ελληνικού βιβλίου στη δεκαετία του 1930 ο Τερζάκης παίρνει μέρος («Το κοινό και το βιβλίο», 3.7.1937) αποδίδοντας ευθαρσώς ευθύνες και στην «πληθωρική παραγωγή ασήμαντων βιβλίων, δημοκοπική εκκόλαψη από πολλά περιοδικά φιλολογούντων νέων που κανένα σχεδόν σοβαρό εφόδιο δεν διαθέτουνε και προαλείφονται για μετριότατοι δημιουργοί, ενώ θα ήτανε το πολύ πολύ καλούτσικοι αναγνώστες», όπως και στο κοινό, το οποίο διαφοροποιεί. Επιμένει ότι για ένα μέρος του πρέπει «οριστικά ν’ απελπιστούμε».
Είναι το κοινό που «προστρέχει στην οθόνη [σ.σ.: του κινηματογράφου τότε, των κινητών σήμερα] για να ξεσηκώσει γυναικείες ή αντρικές μόδες, φερσίματα σαλονιών, να ζήσει λίγες ώρες μέσα στη φαντασίωση ενός εξαχρειωτικού λούσου…». Δυστυχώς, λέει, το ελληνικό βιβλίο στράφηκε σχεδόν πάντοτε προς το κοινό αυτό, ενώ οφείλει να βρει το μέσο «να αποταθεί στο πραγματικά ελληνικό κοινό. Οχι σε’ εκείνο που μιλάει γαλλικά γιατί ντρέπεται να μιλήσει ρωμαίικα».
Στις μεσαίες και τις λαϊκές τάξεις, θα λέγαμε μεταφράζοντας τα λόγια του σήμερα. Σε έναν μικροαστικό κόσμο – νοούμενο χωρίς συγκατάβαση –, καθαρά ελληνικό, για τον οποίο είχε γράψει νωρίτερα («Εξαγνισμός της παράδοσης Α’», 1.1.1933): «…ο τόπος τούτος είναι μικροαστικός, έχει συνείδηση μικροαστική, έχει μορφή μικροαστική, έχει προβλήματα μικροαστικά, μικροαστικές αγωνίες, κι ο αληθινός πλούτος του σε ψυχικότητα και σε δυναμικότητα δε βρίσκεται στα γραφικά τοπία της υπαίθρου αλλά στην τάξη αυτή του μικροαστισμού που τον χαρακτηρίζει».
Για τον Τερζάκη, το δράμα του μικροαστού είναι εκείνο που κρύβει τους αληθινούς θησαυρούς της ελληνικής ψυχής, για να καταλήξει: «Ο,τι άξιο δώσει η ελληνική λογοτεχνία στο άμεσο μέλλον, ό,τι ειλικρινές και τίμιο, θα ξεκινάει από το μικροαστικό περιβάλλον». Συνεπής προς τις απόψεις του, στα χρόνια αυτά ο ίδιος θα κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματα Δεσμώτες (1932) και Η παρακμή των Σκληρών (1933) και λίγο αργότερα τη Μενεξεδένια πολιτεία (1937).
Δικτατορία και πνευματική ευθύνη
Το διάστημα στο οποίο εστιάζει ο Δημάδης είναι μια περίοδος που τη διερεύνησε αναλυτικά στη γόνιμη μελέτη του Δικτατορία, πόλεμος κ αι πεζογραφία, 1936-1944 (2η έκδ., Εστία 2004). Στον κατατοπιστικό σχολιασμό των κειμένων και στις ευφυείς συνδέσεις μεταξύ τους, συνεπής με την άποψη που εκφράζεται στην παλαιότερη μελέτη, ο ερευνητής θέτει το ερώτημα γιατί ο Τερζάκης, λόγου χάριν αποτιμώντας με αισιόδοξα λόγια την πεζογραφική παραγωγή της γενιάς του το 1937, δεν αφήνει να διαφανεί κανένας προβληματισμός, ούτε καν υπαινιγμός, για την πρόσφατη ανατροπή του κοινοβουλευτισμού στη χώρα.
Μήπως «πράγματι δεν αντιμετώπιζε ο Τερζάκης τις επιπτώσεις της ανατροπής αυτής στο κοινωνικό πεδίο» ή άραγε «πρόθεσή του ήταν, στη βάση ενός συνειδητού συμβιβασμού, να αποφύγει τον παράγοντα της λογοκρισίας του καθεστώτος και να διατηρήσει τον ρόλο του ως διανοουμένου, με την προοπτική η συμβολή του να έχει εποικοδομητικό κατά περίπτωση χαρακτήρα απέναντι στο κοινωνικό του περιβάλλον;» αναρωτιέται ο μελετητής. Στο πλαίσιο ενός τέτοιου συμβιβασμού στρέφεται το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1937 στη συγγραφή του ιστορικού ρομάντζου Από την ζωή της μεσαιωνικής Ελλάδος. Η πριγκιπέσα Ιζαμπώ που θα δημοσιευθεί σε συνέχειες (1937-1938) στην «Καθημερινή»;
Για τη στροφή του Τερζάκη στο ιστορικό μυθιστόρημα και στο ιστορικό δράμα έχουν διατυπωθεί αντικρουόμενες απόψεις. Μένοντας στον δοκιμιογράφο Τερζάκη, την απάντηση στο παραπάνω ερώτημα δίνουν τα κείμενα, υποδεικνύοντας το δεύτερο ενδεχόμενο. Ενδεικτικό είναι το άρθρο «Συγκρότηση μιας γενιάς» (23.1.1937) όπου κάνει λόγο για μια νέα γενιά πεζογράφων εστιάζοντας όχι στις θεματικές (που μπορεί να προέρχονταν από το κοινωνικο-πολιτικό περιβάλλον) αλλά στη μορφή, στη γλώσσα. Με το κείμενο αυτό ο Τερζάκης αναλαμβάνει την πρωτοβουλία της σύγκλησης ενός «συνεδρίου» νέων συγγραφέων για την παγίωση της δημοτικής. Αυτό εγκαινίασε μια σειρά συζητήσεων στα «Νεοελληνικά Γράμματα».
Επρόκειτο, όπως εξηγεί αργότερα («Το νόημα μιας κίνησης», 13.3.1937), για «μια εσωτερική οργάνωση της γενεάς των συγχρόνων νέων, με πρωτοβουλία των πεζογράφων, που θ’ αναλάβει τη φροντίδα να αποκρυσταλλώσει και να κωδικοποιήσει τους γραμματικούς τύπους που ως τώρα χρησιμοποιεί, να τους διατυπώσει με τους ανάλογους κανόνες τους σ’ ένα φυλλάδιο και διαδώσει το φυλλάδιο». Οι ζυμώσεις αυτές οδήγησαν, τον Δεκέμβριο του 1938, στην κυβερνητική απόφαση, με υπουργό Παιδείας τον Ιωάννη Μεταξά, να συγκροτηθεί μια επιτροπή, με πρόεδρο τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη, για τη σύνταξη μιας Νεοελληνικής γραμματικής της δημοτικής. Ηταν μια κίνηση πνευματικής ευθύνης σε δύσκολη εποχή. Η Γραμματική εκδόθηκε το 1941 παγιώνοντας την καθιέρωση της δημοτικής στη λογοτεχνία.