Νίκος Ζούδιαρης / Οι μόνες «δύσκολες» λέξεις είναι αυτές που δεν λέμε μεταξύ μας

Νίκος Ζούδιαρης / Οι μόνες «δύσκολες» λέξεις είναι αυτές που δεν λέμε μεταξύ μας


Αν κάτι χαρακτηρίζει τον τραγουδοποιό Νίκο Ζούδιαρη, είναι η κίνηση στον κάθετο άξονα, εκείνον που επιλέγουν οι δημιουργοί που εμβαθύνουν στην τέχνη τους αλλά και στην κοσμοθεωρία τους, που δεν καθοδηγούνται από νόρμες σε σχέση με τη δημιουργική διαδικασία.

Ήταν 34 όταν τα πρώτα του τραγούδια έγιναν μεγάλες επιτυχίες με τη φωνή του Αλκίνοου Ιωαννίδη.

Σήμερα στα 66 του παραδέχεται,  μιλώντας στο tvxs, ότι «δεν πέρασαν ανέγγιχτα από μέσα μου τα χρόνια», εξηγεί πότε νιώθει την ανάγκη να μιλήσει, πώς συμπεριφέρεται στις λέξεις που τόσο αγαπά, -είναι άλλωστε κατά την ταπεινή μου γνώμη από τους σημαντικούς στιχουργούς μας- πώς επιλέγει τη φωνή των τραγουδιών του κάθε φορά, πώς νιώθει στην εποχή του κινήματος «χωρίς οξυγόνο». Τα υπέροχα  τραγούδια του album MASCARON, που μοιράζεται με την πολλά υποσχόμενη Αλεξάνδρα Γκουντούλια ήταν μια καλή αφορμή για τη συζήτηση που ακολουθεί.


Μετά από αρκετά χρόνια σιωπής, επιστρέφεις με νέα τραγούδια και νέα φωνή. Πώς καταλαβαίνεις  
κάθε φορά ποια είναι η φωνή των τραγουδιών σου;

Ναι, πέρασαν αρκετά χρόνια. Ούτε που το κατάλαβα. Βίωνα τον κόσμο να αλλάζει. Άλλαξε κι εμένα η ζωή μου. Από μακριά, τώρα, η δεκαετία του ΄10 συν τα χρόνια του Covid, μου φαντάζουν σαν μια τρύπα στο χρόνο, μια τρύπα στη ζωή και στη φαντασία. Σήμερα μας απειλεί πλέον απροσχημάτιστα κι από παντού το σκοτάδι που έφερε ο νεοφιλελεύθερος παραλογισμός.

Στο διάστημα αυτό συγκέντρωσα τα τραγούδια του album MASCARON, που μοιράζομαι με την συναρπαστική, πολλά υποσχόμενη Αλεξάνδρα Γκουντούλια. Επικεντρώθηκα στην περιγραφή του σύγχρονου κατακερματισμένου ανθρώπου – ένας κατακερματισμένος κι εγώ.

Έτσι, στηρίχτηκα στο συναίσθημα, στη μνήμη, σε στιγμές και περιστατικά,  την διαίσθηση, την προσμονή, τις ματαιώσεις, τις συντροφιές – να μη χανόμαστε. Στο τραγούδι, η ιδιοσυστασία του ερμηνευτή νοηματοδοτεί τη φωνή, σε σχέση με το πνεύμα του τραγουδιού κάθε φορά. Αντιλαμβάνομαι αμέσως,  ενστικτωδώς, τη χημεία μεταξύ τους κι αυτό είναι το κριτήριό μου.

Από την πρώτη και συναρπαστική είσοδο σου στο τραγούδι με τον Αλκίνοο Ιωαννίδη, έως σήμερα, τι έχει αλλάξει στον τρόπο που νιώθεις το τραγούδι και στον τρόπο που γράφεις;

Έχω αλλάξει ολάκερος από τότε με τον μοναδικό Αλκίνοο, αλίμονο – ήμουν 34 ετών και είμαι 66 – δεν πέρασαν ανέγγιχτα από μέσα μου τα χρόνια. Στιχουργικά και μουσικά, το κάνουν και οι νότες αυτό, μου αρέσει να εμβαθύνω όλο και πιο πολύ στους χαρακτήρες των ηρώων των τραγουδιών μου.

Να φτιάχνω πειστικά τα ψυχολογικά τοπία των ηρωίδων/ώων ώστε να γίνονται αληθινοί. Όταν αισθάνομαι πως το κατάφερα, με ευχαριστεί πολύ. Πιστεύω ακράδαντα πως ό,τι διαμορφώνουμε μας διαμορφώνει.

Αγαπάς τους νέους ερμηνευτές. Είναι σαν να ξεκινούν όλα από την αρχή -μαζί κι εσύ- με μια νέα φωνή; Ή είναι ένας τρόπος να απευθυνθούν τα τραγούδια στη νέα γενιά;

Το δεύτερο σκέλος της ερώτησης, με την εμπορική έννοια, δεν έχει περάσει ποτέ απ΄ το μυαλό μου ούτε σαν υποψία. Παραδέχομαι όμως ότι τα «νέα» που φύσει κομίζει το «αύριο» με γοητεύουν και με παρακινούν.

Να εξηγηθώ εδώ πως αγαπώ και τους ανθρώπους μου – αγαπημένους ερμηνευτές/ιες που έχω τη χαρά να μοιραζόμαστε τραγούδια μου για πάντα. Λόγω ιδιοσυγκρασίας όμως δεν μπορώ να προγραμματίσω έναν δίσκο – πάντα πέφτω πολύ έξω, κι όχι μόνο χρονικά, αλλά και στο ποια τραγούδια θα αποτελούν τον δίσκο. Πώς θα μπορούσα λοιπόν να δεσμεύσω έναν καλλιτέχνη ή καλύτερα, ποιος θα μπορούσε να δεσμευτεί μαζί μου μέχρι όποτε εγώ ολοκληρώσω έναν κύκλο τραγουδιών;

Συνήθως έχω περίπου τα μισά και ακέραια την πρόθεση να γράψω. Εκτός αυτού με αγχώνει μια τέτοια υποχρέωση και δεν με κάνει δημιουργικό. Ό,τι για μένα μπορεί να είναι δημιουργικό μπορεί να αποτελέσει μπέρδεμα σε μια συνεργασία.
Ναι, αγαπητή μου, Φωτεινή. Το έχεις βρει. Με τους νέους ερμηνευτές ξεκινάμε μαζί από την ίδια αφετηρία με δέος και άγνοια και την απροσδιόριστη υπόσχεση ότι κάποια στιγμή θα έχουμε τελειώσει.

Αν δεν κάνω λάθος σε αυτή τη δουλειά περισσότερο από τις άλλες κάνεις μια καταβύθιση με τον δικό σου τρόπο στη ρίζα μουσικά και στιχουργικά χωρίς να φοβάσαι τις δύσκολες λέξεις, ούτε τις ακατανόητες. «Κι είδα σε σαν πώς συντήγεις και συναρμονείς» για παράδειγμα. Έχει σχέση με τη σημερινή δημιουργική σου φάση ή με κάτι άλλο;

Σχετικά με τις λέξεις που αναφέρεσαι «συντήγεις, συναρμονείς», δεν υπάρχουν. Εφόσον όμως γίνονται κατανοητές, αρχίζουν να υπάρχουν. Μου αρέσει να φτιάχνω λέξεις.

Στο ίδιο τραγούδι, το «Κυματάκι», υπάρχει και μια γενική «της θαλάσσου», που δεν υπάρχει σήμερα, την οποία έχω ανακαλέσει από την μεσαιωνική ελληνική γλώσσα. Θα έλεγα και τη λέξη «χαμενάκι» που στο τραγούδι τη χρησιμοποιώ σαν συνώνυμο του μικρού, του ασήμαντου.

Ναι, μ’ αρέσει να παίζω με τις λέξεις και τις έννοιες. Πρόκειται για προϊόντα αυτής της «καταβύθισης» που λες. Με τον ίδιο τρόπο δούλεψα και στη μουσική. Προσπάθησα να φτιάξω για κάθε τραγούδι το αντίστοιχο μουσικό περιβάλλον, όπου μέσα του να εκτυλίσσεται αυτονόητα η ιστορία του. Είχα πάντα αυτή την τάση, αλλά αυτή τη φορά έδωσα μεγάλη προσοχή σε όλα αυτά. Συνειδητά ήταν σαν να έφτιαχνα κινηματογραφικά τραγούδια. Οι μόνες «δύσκολες» λέξεις είναι αυτές που δεν λέμε μεταξύ μας οι άνθρωποι.

Από που εμπνέεσαι μουσικά και στιχουργικά. Ξέρω ότι διαβάζεις ποίηση. Αρκεί;

Εμπνέομαι από τον καθημερινό άνθρωπο, όπως εγώ. Τις ιστορίες του, τις ανάγκες του, τα όνειρά του, τις ρωγμές του. Η ποίηση και η λογοτεχνία γενικότερα,  μου ανοίγει δρόμους να διαβάζω αλλιώς την ιστορία του ανθρώπου.   Η συνεχής επαφή μου με τον λογοτεχνικό λόγο, πέρα από το ότι αποτελεί για μένα μία απόλαυση, γυμνάζει και μορφώνει τη σκέψη μου.

Σίγουρα ανακαλύπτω εκεί και τον καθημερινό άνθρωπο άλλων εποχών και παρατηρώ πραγματικά με έκπληξη συχνά πόσο όμοιοι είμαστε, πόσο βαδίζουμε στον ίδιο δρόμο, με τις ίδιες αγωνίες, τα ίδια πάθη και προσδοκίες. Το ταξίδι του ανθρώπου μέσα στον χρόνο, τις εποχές και τις κοινωνικές συνθήκες, αποτελεί το λογοτεχνικό πεδίο δράσης στα σεμινάρια που εισηγούμαι στο Μικρό Πολυτεχνείο, χρόνια τώρα, και μοιράζομαι με υπέροχους ανθρώπους – ποιήτριες και ποιητές.

Παρών κι ο πολιτικός σου λόγος αλλά πάντα ιδιαίτερα υπαινικτικός. Σωστά αντιλήφθηκα ως πολιτικό τον στίχο «ήσουν αδιάφορος, τι θες; / Κανείς δε σώθηκε με προσευχές»;

Ολόσωστα! Απ’ άκρη σ’ άκρη η «Κουρδίστρια» είναι ένα πολιτικό τραγούδι. Μία μυστήρια σιλουέτα, η οποία μέσα στον ύπνο του κόσμου, πετιέται και κουρδίζει το «όνειρο»,  «στη φυσική του την ορμή», την επαναστατικότητα (reve=όνειρο- olution). Πραγματικά, η Αλεξάνδρα, «έπαιξε» μοναδικά τη «σιλουέτα». Μοναδικά!

Κι ο «Κλέφτης» είναι  άκρως πολιτικό τραγούδι. Κάποια στιγμή λέει: «κύριε πρόεδρε συγγνώμη – που σ’ ανέχομαι ακόμη – να μου δίνεις σημασία».

Μιλάμε εν μέσω κοινωνικού αναβρασμού με το θέμα των Τεμπών να έχει δημιουργήσει κίνημα κι έχοντας πίσω μας χρόνια διαδοχικών κρίσεων. Πώς αισθάνεσαι σήμερα και τι λες για τις νέες προκλήσεις εσύ ένας καλλιτέχνης έντονα πολιτικοποιημένος και παρών στους κοινωνικούς αγώνες; Ματαιωμένος; Αισιόδοξος; Πιο σοφός; Και τι θα έλεγες σε έναν έφηβο σήμερα;

Το πάνδημο, διαταξικό, πρωτοφανές σε ανάστημα και όγκο συλλαλητήριο που ζήσαμε, ξεπέρασε το πολιτικό μας σύστημα. Σχεδόν το εξάντλησε. Το αίτημα περί δικαιοσύνης που συγκροτείται πάνω στο διπλό έγκλημα των Τεμπών, όπως διαπράχτηκε και διαπράττεται  πάνω μας και μέσα μας, είναι ό,τι πιο αισιόδοξο έχω ζήσει τα τελευταία χρόνια. Συνοψίζει κατά τη γνώμη μου και διαπερνά την έννοια ελευθερίας και της ισότητας.

Ούτε ελευθερία ούτε ισότητα μπορεί να υφίστανται χωρίς δικαιοσύνη. Η μοίρα των μπαλονιών είναι να σκάνε και μπροστά στη φούσκα αυτή της συγκάλυψης, της απαξίωσης κάθε λογικής, ευτυχώς, η κοινωνία έδειξε να γίνεται καρφίτσα.
Έχω καταλάβει καλά πια πως οι Δυτικές κοινωνίες, αργά ή γρήγορα, θα χρειαστεί να δώσουν τον μεγάλο πόλεμο κατά του καπιταλισμού και της μανίας του, του κέρδους, εάν θέλουν ακόμα να υφίστανται ως κοινωνίες πολιτών.

Αρκεί, μέχρι τότε βέβαια, να μην έχει προλάβει ο καπιταλισμός να διαπλάσει τον ανθρωπότυπο (αντίθετα από τη φύση του ανθρώπου) που θα τον υπηρετεί αδιαμφισβήτητα. Πιστεύω πως η σπειροειδής κίνηση χαρακτηρίζει τον τρόπο που εξελίσσονται οι κοινωνίες. Προχωράμε σπειροειδώς. Συχνά προηγείται μια κίνηση προς τα πίσω για να πάρουμε φόρα προς τα εμπρός.

Στον καιρό που διανύουμε, φαίνεται να εξαντλεί την κίνηση προς τα πίσω. Αυτό δεν ματαιώνει τις κινήσεις προς τα εμπρός που έχουν συμβεί στο παρελθόν, γιατί μεταβάλλεται διαρκώς το σημείο εκκίνησης.  Εφόσον λοιπόν κατανοώ έτσι τις καταστάσεις δεν αισθάνομαι καμία ματαίωση ή απογοήτευση. Πρόκειται για έναν  διαρκή αγώνα που οδηγεί τουλάχιστον στην αυτοπραγμάτωση.

Τι να πω σε έναν έφηβο με τα παλιά μου μάτια και με το παλιό μου στόμα;  Απ’ όσο θυμάμαι τον εαυτό μου ως έφηβο, δεν επαναπαυόμουν σε  ό,τι μου έλεγαν, μόνο πήγαινα προς τη ζωή μου. Αν έχω κάτι λοιπόν  να μοιραστώ μαζί του, είναι αυτό που λέω στον εαυτό μου, θάρρος, αμφισβήτηση και σεβασμός στη μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου.



Πηγή

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *