Η Ιπέρ στη Σεούλ, η Γαλλία στο… Χόλιγουντ

Η Ιπέρ στη Σεούλ, η Γαλλία στο… Χόλιγουντ


Μια γυναίκα ντυμένη στα πράσινα κυκλοφορεί στους δρόμους της Σεούλ, όπου το πράσινο είναι ασορτί καθότι παντού βλέπεις δέντρα και πάρκα. Eίναι προφανώς Ευρωπαία και έχει το πρόσωπο της Ιζαμπέλ Ιπέρ. Είναι μόνη. Και είναι το όχημα που θα μας οδηγήσει στον κόσμο της καθημερινότητας της ταινίας «Η ταξιδιώτισσα» (Yeohaengjaui pilyo/ A treveller’s needs, Νότια Κορέα, 2024), του Χονγκ Σανγκ Σου, ενός σύγχρονου ποιητή του κινηματογράφου, του οποίου το έργο είναι συνήθως συρραφές σκηνών από τις ζωές καθημερινών ανθρώπων όπου η κινητήρια δύναμη, τις περισσότερες φορές, έχει γυναικείο πρόσωπο («Η γυναίκα που έφυγε», «Ιστορία μιας μυθιστοριογράφου» κ.ά.). Μεγάλης διάρκειας πλάνα, η κάμερα ακίνητη σαν άγαλμα παρακολουθεί τα πάντα δίνοντας έναν παράξενο εσωτερικό ρυθμό που όσο και αν κουράζει, κρατά τις κεραίες σου τεντωμένες. Αυτή τη μέθοδο ο σκηνοθέτης ακολουθεί και εδώ, μόνο που αυτή τη φορά έχει στη διάθεσή του την Ιζαμπέλ Ιπέρ, οπότε το «όχημά» του έχει από την αρχή άλλου τύπου δυναμική. Ο σκηνοθέτης αφήνει ένα πέπλο μυστηρίου να καλύπτει αυτή τη γυναίκα, για την οποία δεν μαθαίνουμε σχεδόν τίποτα και η οποία, ενώ έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας τυπικής Γαλλίδας (μπορεί να γίνει απαιτητική, ακόμα και θρασεία, φέρνοντας τον άλλο σε αμηχανία), διακρίνεται επίσης από ένα ιδιαίτερο χιούμορ, αυτοσαρκαστικό από τη μια πλευρά, δεικτικό από την άλλη. Δεν θα βρούμε τίποτα το σούπερ δραματικό ή το τραγικό, αλλά θα μείνουμε εκεί, μέχρι το τέλος, παρασυρμένοι από τη σχεδόν υπνωτική σκηνοθεσία του Χονγκ Σανγκ Σου και την πάντα μαγνητική περσόνα της Ιζαμπέλ Ιπέρ.

Ετοιμη για… ριμέικ

Από τη Γαλλία προέρχεται και η ταινία «Η ορχήστρα του αδελφού μου» (En fanfare, 2024) και δεν θα μας έκανε καμία εντύπωση αν κάποια στιγμή το Χόλιγουντ αγόραζε τα δικαιώματά της για ένα αμερικανικό ριμέικ. Εχει όλες τις προδιαγραφές. Ολα ξεκινούν από την ανακάλυψη του Τιμπό (Μπενζαμέν Λαβέρν), ταλαντούχου διευθυντή ορχήστρας, ότι πρώτον είναι υιοθετημένος και δεύτερον έχει έναν αδελφό, τον Τζίμι (Πιερ Λοτέν), που επίσης είναι υιοθετημένος. Ο λόγος που ο Τιμπό θα προσεγγίσει τον Τζίμι είναι κατ’ αρχάς υγείας, όμως, όπως περίπου το περιμένεις, ανάμεσα στα δύο αδέλφια θα δημιουργηθεί μια πολύ ιδιαίτερη σχέση που ενώ ξεκινά επιθετικά (από την πλευρά του Τζίμι) βρίσκει σιγά σιγά τον δρόμο της. Και σε αυτό ρόλο θα παίξει η κοινή αγάπη τους για τη μουσική, καθώς ο Τζίμι είναι ερασιτέχνης μουσικός – η ψυχή της μπάντας του χωριού του. Συνεπώς οι βάσεις για ένα feelgood buddy movie υπάρχουν και με το παραπάνω, οπότε το μόνο που απομένει είναι η αρμονική διαχείριση της κατάστασης έτσι ώστε ούτε πολύ αστεία να γίνει η ταινία ούτε πολύ δραματική. Το παν βρίσκεται στις σωστές ισορροπίες και ο σκηνοθέτης Εμανουέλ Κουρκόλ τις τηρεί. Η μουσική είναι ένας καλός «συνεργάτης». Κλασική μουσική, εμβατήρια, τζαζ θα μπουν στο ίδιο «μουσικό κουτί» και έτσι η ταινία θα απογειωθεί, αφήνοντας πίσω της, όταν τελειώνει, μια υπέροχη «γεύση».

Αγριο love story

Τηρουμένων των αναλογιών, η ταινία «Ραγισμένες καρδιές» (L’ amour ouf, Γαλλία/Βέλγιο, 2024), μια ακόμη απόπειρα στη σκηνοθεσία μεγάλου μήκους παραγωγής του ηθοποιού Ζιλ Λελούς (έξι χρόνια μετά το «Κολύμπα ή αλλιώς βυθίσου»), δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τις (θεματικά και κατασκευαστικά) αντίστοιχες αμερικανικές. Ερωτική περιπέτεια ιλιγγιώδους ταχύτητας και υψηλών θερμοκρασιών, με κλέφτες και αστυνόμους, έρωτες και απιστίες, κομπίνες και προδοσίες και δύο φρέσκα, σέξι πρόσωπα στην… καρδιά της ιστορίας: η Αντέλ Εξαρχοπουλός και ο Φρανσουά Σιβίλ καταφέρνουν να δώσουν τον τόνο σε όλα τα παραπάνω με τα λιγωμένα φιλιά και τους διαρκείς τσακωμούς τους. Το έχουμε δει πολλές φορές και αν είναι καλοφτιαγμένο πάντα ελκύει. Εξαρχοπουλός και Σιβίλ είναι ο κτύπος της καρδιάς ενός άγριου love story που διατρέχει τρεις δεκαετίες σε κάποια περιοχή του γαλλικού Βορρά, ξεκινώντας από το 1980 και φτάνοντας ως το 2000. Κατά τη διάρκεια αυτού του μάλλον μικρού εγχειρήματος, που όμως έχει τις διαστάσεις έπους (δύο ώρες και 46 λεπτά είναι μάλλον υπερβολική διάρκεια), πολλές οι καταστάσεις, πολλές οι ανατροπές και πολλά τα πρόσωπα – ανάμεσά τους και ο ίδιος ο Λελούς, όπως και οι Μάλορι Γουανέκ και Μαλίκ Φρικά που υποδύονται το ζευγάρι σε νεότερη ηλικία. Προφανώς, στόχος του Λελούς ήταν ένα υψηλού επιπέδου χορταστικό σινεμά, με την έννοια της άψογης σε όλα παραγωγής – και εδώ βοηθά τόσο η ιλουστρασιόν διεύθυνση φωτογραφίας του Λοράν Τανζί, όπως και η «μπιτάτη» μουσική του Τζον Μπριόν. Οχι πάντως μια σπουδαία ταινία, αλλά ένα νευρώδες σύγχρονο παραμύθι α λα Ρωμαίος και Ιουλιέτα – και το λέω με το μυαλό μου κυρίως στη βερσιόν του Μπαζ Λούρμαν με τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο και την Κλερ Ντέινς. Ειλικρινά, αν η ίδια ταινία ήταν γυρισμένη στα αγγλικά, θα ήταν τάλε κουάλε με παραγωγή του Χόλιγουντ.

Παραδοσιακός τρόμος

Δεν θα κρύψω τον ενθουσιασμό μου για την «Οντότητα» (Oddity, Ιρλανδία, 2024) του Ντέμιαν ΜακΚάρθι, ο οποίος με θάρρος πηγαίνει κόντρα στα χιλιοειπωμένα κλισέ που περισσότερο απώθηση προκαλούν παρά την περιέργεια να παρακολουθήσεις μια ταινία τρόμου. Ο ΜακΚάρθι δείχνει να έχει το καθαρό μυαλό του στραμμένο στο παρελθόν, τότε που βρετανικές ταινίες σαν την «Οντότητα» ήταν ο κανόνας και όχι η εξαίρεση στο είδος του κινηματογραφικού τρόμου. Δεν αναφέρομαι μόνο στην εποχή της ακμής των θρυλικών βρετανικών στούντιο της Hammer Films (δεκαετία του 1950) αλλά και σε μεταγενέστερες ταινίες τρόμου που προκάλεσαν αίσθηση στα seventies, όπως ο «Ανθρωπος του σκιάχτρου» και το λιγότερο γνωστό «Neither the Sea Nor the Sand» (1974). Αυτό σημαίνει απομάκρυνση από τις λίμνες αίματος και τη μουσική στη διαπασών στις σκηνές «αγωνίας» – τρικ τόσο προβλέψιμα πια που συχνά η αγωνία μετατρεπεται σε ανία. Οχι εδώ. Με δραματουργικό χώρο δύο-τρία δωμάτια (οι εξωτερικές λήψεις είναι ελάχιστες), η «Οντότητα» σε καθηλώνει αφηγούμενη την ιστορία δύο δίδυμων αδελφών (Κάρολιν Μπράκεν) εκ των οποίων η μία είναι νεκρή και η άλλη τυφλή με μεταφυσικά χαρίσματα. Μέσω της αφής μπορεί να καταλάβει πολλά για τα πραγματικά αίτια θανάτου της αδελφής της και έτσι αρχίζει το μυστήριο με τον ευγενή ψυχολόγο, χήρο της πεθαμένης (Γκουίλιμ Λι), να μετατρέπεται σε πρόσωπο-κλειδί. Εντέλει, βρήκα πραγματικά ανακουφιστική αυτή την επιστροφή στον παλιό, παραδοσιακό τρόμο σε μια εποχή που έχουν ειπωθεί σχεδόν τα πάντα.

Φιλοσοφία, ζωή, σινεμά

Αλλος ένας σκηνοθέτης που έχει καιρό να παρουσιάσει έργο, ο Στράτος Τζίτζης (του «Σώσε με»), επιστρέφει με την ταινία «Εχω κάτι να πω» (Ελλάδα, 2024), την οποία μπορείς να εκλάβεις σαν ένα παιχνίδι γυρω από το ίδιο το σινεμά, τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία και την καθημερινότητα. Παρότι το όλο θέμα έχει να κάνει με τον ίδιο τον Τζίτζη, τα δικά του αδιέξοδα, τις δικές του ανησυχίες, τις δικές του φοβίες, η ταινία βρίσκει έναν τρόπο να επικοινωνήσει μαζί σου ή, αν θέλετε, ο Τζίτζης βρίσκει τον τρόπο να μοιραστεί όλα τα παραπάνω με τον θεατή χωρις να τον πονοκεφαλιάσει. Ετσι λοιπόν έχουμε το σινεμά μέσα στο σινεμά και μια διάθεση αυτοσαρκαστικού στοχασμού πάνω στην ίδια τη ζωή και τα μυστήριά της, με κεντρικό ήρωα έναν σεναριογράφο που προσπαθεί να εκδώσει ένα φιλοσοφικό βιβλίο του, το οποίο δεν φαίνεται να αφορά κανέναν πέρα από τον ίδιο. Ο ήρωας είναι προφανώς το alter ego του σκηνοθέτη και τον υποδύεται με χάρη (και χαλαρότητα) ο Αλκίνοος Αλμπάνης, την ώρα που ο Τζίτζης ενσωματώνει στην ταινία το… making of της, με πλάνα του ιδίου (ενώ σκηνοθετεί) και των ανθρώπων του συνεργείου του. Αν όλα αυτά ακούγονται λιγάκι αλαλούμ, η αλήθεια είναι ότι … είναι, όμως να που αυτή η «μικρή» ταινία έχεις την αίσθηση ότι θέλει να σου κάνει μια μεγάλη αγκαλιά, μόνο και μόνο για να σου πει τον πόνο της. Και, ναι, είναι πολύ αγαπησιάρικη μέσα στη βαθιά μελαγχολία της, τη χιουμοριστική της διάθεση και πάνω από όλα την ειλικρίνειά της (εμφανίζονται σε «περάσματα» οι Γιάννης Ζουγανέλης, Ζέτα Δούκα, Βίκυ Φλέσσα, Αλέκος Συσσοβίτης κ.ά.)

Εξωγήινοι στη Βουλγαρία

Το γεγονός ότι ένα αλλόκοτο περιστατικό σχετικό με την ύπαρξη εξωγήινων που συνέβη στην πραγματικότητα στη Βουλγαρία λίγο μετά την πτώση του κομμουνισμού (1990) υπήρξε η βάση του σεναρίου της συμπαραγωγής Βουλγαρίας/Ελλάδας «Θρίαμβος» (Triumf, 2024) προσωπικά δεν μου λέει απολύτως τίποτα, γιατί η κινηματογραφική «ανάπλασή» του δείχνει ακόμα πιο… εξωγήινη. Επί μιάμιση ώρα κοιτάζουμε ένα δάσος στο οποίο κάτι φαίνεται να δηλώνει την ύπαρξη εξωγήινων και ο στρατός με τη βοήθεια ενός μέντιουμ προσπαθεί να καταλάβει τι έχει συμβεί. Και εμείς μαζί του φυσικά. Αν με το αλλόκοτο αυτό συμβάν οι σκηνοθέτες Κριστίνα Γκρόζεβα και Πέταρ Βαλτσάνοβ είχαν την πρόθεση να μιλήσουν για το χάος που επικρατούσε εκείνη την περίοδο όχι μόνο στη Βουλγαρία αλλά σε όλες τις χώρες που μόλις είχαν ξεφύγει από το μαρτύριο του κομμουνιστικού καθεστώτος, λυπάμαι, αλλά κάτι τέτοιο δεν βγαίνει. Το μόνο που βγαίνει είναι μια κουραστική επανάληψη «παλαβών» συμβάντων γύρω από τη διαχείριση αυτής της κατάστασης που θα μπορούσαν κάλλιστα να συμπυκνωθούν σε μια μικρού μήκους ταινία (πρωταγωνιστεί η Μαρία Μπακάλοβα, που εδώ και χρόνια ακολουθεί διεθνή καριέρα).

Παλιά του τέχνη κόσκινο

Τέλος, υπάρχει και ο Τζέισον Στέιθαμ, δηλαδή «Ενας απλός άνθρωπος» (A simple man, ΗΠΑ, 2025), ή αλλιώς μια ακόμη περιπέτεια όπου κάνει τα λίμπα για την απόδοση δικαιοσύνης (εδώ κάνει «ντα» σε κακούς Ρώσους και άλλα αποβράσματα της κοινωνίας). Χρόνια στο κουρμπέτι κάνοντας περίπου το ίδιο πράγμα, ο Στέιθαμ ξέρει πολύ καλά πώς να «πουλήσει» τον εαυτό του: action, action και πάλι action με τον ίδιο βλοσυρό και αγέλαστο, ψυχικά ταλαιπωρημένο και απολύτως σίγουρο σε ό,τι και αν κάνει. Ο σκηνοθέτης Ντέιβιντ Εγιερ προσφέρει ένα καλοφτιαγμένο b movie – παραλλαγή της «Αρπαγής» με τον Λίαμ Νίσον.

Οπερα στο παρασκήνιο…

Απέχοντας από την κινηματογραφική σκηνοθεσία εδώ και αρκετό καιρό (τελευταία πολύ καλή ταινία του είναι τα «Γράμματα από το παρελθόν», 2015), ο καναδοαρμένιος σκηνοθέτης Ατόμ Εγκογιάν, με την επιστροφή του, «Επτά πέπλα» (Seven veils, Καναδάς / Φινλανδία / ΗΠΑ, 2023), στην ουσία κάνει αυτό που έκανε σε όλες του τις διάσημες ταινίες, κυρίως στη δεκαετία του 1990 («The adjuster», «Εξότικα», «Γλυκό πεπρωμένο»): παίρνει ως αφορμή ένα γεγονός και χτίζει γύρω του διάφορες ιστορίες με διάφορα πρόσωπα, προσπαθώντας να εξετάσει τις «παραξενιές» της ανθρώπινης φύσης. Εδώ, το γεγονός είναι το προβληματικό ανέβασμα μιας θεατρικής παράστασης – όπερας της «Σαλώμης» του Οσκαρ Ουάιλντ που έχει αναλάβει μια νεαρή σκηνοθέτρια (Αμάντα Σέιφριντ), η οποία όσο αποφασιστική δείχνει, τόσο αβέβαιη είναι. Πολύ πιθανόν η «Σαλώμη» του Ουάιλντ κάτι να λέει για τη λαίλαπα της πατριαρχίας που έχει ταλαιπωρήσει τη γυναίκα επί αιώνες, όμως αυτό δεν «εξισώνεται» με την υποϊστορία της σεξουαλικής παρενόχλησης που κάποια στιγμή βγαίνει στο φως της ταινίας του Εγκογιάν, η οποία δείχνει να ενδιαφέρεται για μια καταγραφή στιγμών από τη σχέση της σκηνοθέτριας με τους γύρω της: τον άντρα της (Μαρκ Ο’Μπράιαν) που την απατά και με τον οποίο μιλάει με Skype, τον αυστηρό γερμανό λυρικό τραγουδιστή του έργου που υποδύεται τον Ιωάννη τον Βαπτιστή (Μίχαελ Κούπφερ-Ραντέκι) αλλά και τα γυναικεία πρόσωπα που συμμετέχουν στην παραγωγή (Ρεμπέκα Λίντιαρντ, Βινέσα Αντουάν, Λανέτ Γουέρ, Μάια Τζάε Μπαστίδας). Τα (συχνά βαρετά) προβλήματα του ανεβάσματος μιας δύσκολης θεατρικής παράστασης είναι που αποσπούν την προσοχή μας εδώ παρά κάτι άλλο, πιθανόν βαθύτερο, που βρίσκεται μόνο στο μυαλό του Εγκογιάν και όχι στην οθόνη.

Τελευταία Νέα



Πηγή

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *