Τρία πόδια σε ένα παπούτσι |

Τρία πόδια σε ένα παπούτσι |
Μανόλης Κουσλόγλου, Σύμβουλος Εκπαίδευσης Φυσικών Επιστημών
Εδώ και δεκαετίες, αυτό που μονοπωλεί τις συζητήσεις σχετικά με την εκπαίδευση είναι το περιεχόμενο των γνωστικών αντικειμένων· το περιεχόμενο της ύλης, για να το πούμε απλά. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, η προσοχή στρέφεται ολοένα και περισσότερο στις διδακτικές μεθόδους, την ανάπτυξη δεξιοτήτων των μαθητών και – σχετικά πρόσφατα – σε ζητήματα που συνδέονται άμεσα με την πολιτειότητα. Το ερώτημα που προκύπτει είναι, τι έχει τελικά προτεραιότητα και κυρίως… χωράνε όλα αυτά στο σχολικό ωρολόγιο πρόγραμμα;
Παλιότερα, αν συμμετείχε κάποιος σε συζητήσεις εκπαιδευτικών, για παράδειγμα Φυσικών, το επίκεντρο της κουβέντας θα ήταν ποιες ενότητες της Φυσικής πρέπει να διδάσκονται. Ειδικά στις μεγάλες τάξεις, το ερώτημα ήταν ποιες ασκήσεις πρέπει να λύνονται. Σπανιότερα, γινόταν λόγος για μεθοδολογία επίλυσης ασκήσεων. Τα τελευταία χρόνια, δειλά-δειλά, έχει ξεκινήσει μια συζήτηση για διδακτικές μεθόδους, λίγο εντονότερα τα δύο τελευταία χρόνια, λόγω των διαδικασιών αξιολόγησης. Παράλληλα, η οργανωμένη/θεσμοθετημένη εστίαση σε κοινωνικά θέματα έχει αρχίσει να καλλιεργείται μέσω διαφόρων δράσεων.
Ωστόσο, στην πράξη, η επικέντρωση στη γνώση εξακολουθεί να αποτελεί τη βασική κατεύθυνση του εκπαιδευτικού συστήματος. Τα υπόλοιπα παραμένουν, κυρίως, αντικείμενο συζήτησης ή γραφειοκρατικής διεκπεραίωσης. Γιατί όμως;
Ένας σημαντικός λόγος είναι ότι το σύστημα επιχειρεί να χωρέσει τρία πόδια (γνώση, δεξιότητες, κοινωνικές ευαισθησίες) σε ένα παπούτσι (το ωρολόγιο πρόγραμμα). Οι απαιτήσεις για γνώση αυξάνονται, ενώ το χρονικό περιθώριο για διδασκαλία παραμένει περιορισμένο. Ταυτόχρονα, οι εκπαιδευτικοί καλούνται να καλλιεργήσουν δεξιότητες του 21ου αιώνα μέσω μαθητοκεντρικών μεθόδων – που, ενδεικτικά, απαιτούν έως και τριπλάσιο χρόνο διδασκαλίας. Παράλληλα, οι κοινωνικές ευαισθησίες και η πολιτειότητα πρέπει επίσης να «χωρέσουν» σε ένα ήδη ασφυκτικό πρόγραμμα, μέσα από δράσεις.
Αυτή η κατάσταση ενέχει τον κίνδυνο αφενός οι μαθητοκεντρικές μέθοδοι να εφαρμόζονται αποκλειστικά σε μαθήματα που σχετίζονται με την αξιολόγηση και αφετέρου οι δράσεις να υλοποιούνται τυπικά, με περισσότερο χρόνο να αφιερώνεται σε γραφειοκρατικές διαδικασίες παρά στην ουσία τους.
Οι εκπαιδευτικοί, ιδίως στις μεγάλες τάξεις, έχουν μια ξεκάθαρη ευθύνη: να βοηθήσουν τους μαθητές να πετύχουν στις Πανελλαδικές. Σε αυτό έχουν τη σύμφωνη γνώμη και των γονέων. Το πρόβλημα; Οι Πανελλαδικές εξετάσεις απαιτούν κυρίως γνώσεις και κάποιες δεξιότητες στενά συνδεδεμένες με αυτές. Οι «δεξιότητες του 21ου αιώνα» – επικοινωνία, συνεργασία, κριτική σκέψη, δημιουργικότητα, επίλυση προβλήματος – δεν εξετάζονται. Και αυτό το γνωρίζουν όλοι. Γι’ αυτό και κάθε ουσιαστική αλλαγή στον τρόπο διδασκαλίας συναντά, δικαιολογημένα, αντιστάσεις.
Υπάρχει λύση; Πιθανώς, αλλά σίγουρα όχι εύκολη. Αν υπήρχε, θα την είχαμε ήδη εφαρμόσει – ακόμα κι αν ζούμε σε μια χώρα όπου το αυτονόητο παραμένει αφηρημένη έννοια…
Υπάρχουν, όμως, κατευθύνσεις που θα μπορούσαν να συμβάλουν. Κατ’ αρχάς, εφόσον δεν δίνουμε σημασία σε ό,τι δεν εξετάζεται, ας αρχίσουμε να το εξετάζουμε. Να αξιολογούμε δεξιότητες, όχι μόνο γνώση: στην Τράπεζα Θεμάτων, στις Πανελλαδικές. Πώς θα υποστηρίξουμε τους εκπαιδευτικούς ώστε να καλλιεργήσουν αυτές τις δεξιότητες μέσω δράσεων και μαθητοκεντρικών μεθόδων; Με μείωση της διδακτέας ύλης αφενός και ένταξη των δράσεων στα αναλυτικά προγράμματα αφετέρου. Έτσι, θα είναι σαφές πόσο διδακτικό χρόνο διαθέτουμε και πού πρέπει να επικεντρωθούμε.
Έτσι, θα έχουμε εκπαιδευτικούς που θα γνωρίζουν ποιος είναι ο προσανατολισμός του σχολείου, ώστε να κινηθούν σε αυτή την κατεύθυνση. Παράπλευρη συνέπεια; Σταθερότητα στο ωρολόγιο πρόγραμμα και οργάνωση των σχολικών μονάδων με μικρές, ελεγχόμενες αποκλίσεις – και όχι αυτό που ζούμε εδώ και δεκαετίες. Οι διευθυντές γνωρίζουν…
Συμπερασματικά: Προσπαθούμε να χωρέσουμε πολλούς στόχους (γνώσεις, δεξιότητες, κοινωνική υπευθυνότητα) σε ένα ωρολόγιο πρόγραμμα. Αν θέλουμε πραγματικά να τους πετύχουμε, ίσως χρειαστεί πρώτα να τους οριοθετήσουμε. Διαφορετικά, απλώς θα συνεχίσουμε να μιλάμε γι’ αυτούς… για τις επόμενες δεκαετίες.