«Δεν επρόκειτο για ιστορία αγάπης»
«Δεν επρόκειτο για ιστορία αγάπης»
Η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα σοβαρό δημογραφικό πρόβλημα. Μία από τις κύριες αιτίες της συρρίκνωσης του πληθυσμού της είναι η μετανάστευση. Οι ελληνικές κοινότητες της διασποράς έχουν ριζώσει σε πολλές γωνιές του κόσμου – και η μεγαλύτερη στην Ευρώπη βρίσκεται στη Γερμανία.
Περίπου μισό εκατομμύριο άνθρωποι ελληνικής καταγωγής ζουν σήμερα στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, έχοντας φτάσει εκεί σε διαδοχικά κύματα μετανάστευσης. Με την πάροδο των δεκαετιών, ένας πλούτος εκδόσεων έχει εξερευνήσει την ιστορία τους – ακόμα και ένα ξεχωριστό σώμα «λογοτεχνίας των γκασταρμπάιτερ», που αποτυπώνει τη μεταναστευτική εμπειρία μέσα από τα μάτια των ίδιων των ανθρώπων.
Για πρώτη φορά, όπως αναφέρει δημοσίευμα της Deutsche Welle, δημοσιεύθηκε μια ολοκληρωμένη επιστημονική μελέτη, βασισμένη σε εκτενή δημογραφικά και ερευνητικά δεδομένα. Η έκθεση, που αριθμεί 150 σελίδες και είναι γεμάτη με διαγράμματα και πίνακες, εκδόθηκε από τη διαΝΕΟσις – μια αναγνωρισμένη ελληνική δεξαμενή σκέψης, γνωστή για την πρωτότυπη έρευνά της σε κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα που αφορούν την Ελλάδα.
Η εποχή των «γκασταρμπάιτερ»
Η απαρχή της μαζικής μετανάστευσης από την Ελλάδα χρονολογείται από το 1960, όταν οι κυβερνήσεις της Βόννης και της Αθήνας – η Γερμανία ήταν τότε ακόμη διαιρεμένη – υπέγραψαν διμερή συμφωνία για την προσέλκυση Ελλήνων εργατών στα γερμανικά εργοστάσια. Το δεύτερο μεγάλο μεταναστευτικό κύμα σημειώθηκε δεκαετίες αργότερα, μετά το 2009, ως συνέπεια της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης στην Ελλάδα – αυτή τη φορά προς μια επανενωμένη Γερμανία.
Μεταξύ 1960 και 1976, σύμφωνα με τη μελέτη, 623.320 γνωστοί ως «γκασταρμπάιτερ» μετανάστευσαν από την Ελλάδα στη Γερμανία. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία υπήρξε με διαφορά ο κυριότερος προορισμός: το 53% των Ελλήνων μεταναστών επέλεξε τη Γερμανία, ενώ μεταξύ όσων κατευθύνθηκαν προς την Ευρώπη, ένα εντυπωσιακό ποσοστό 85% εγκαταστάθηκε εκεί. Μετά τους Τούρκους, τους Γιουγκοσλάβους και τους Ιταλούς, οι Έλληνες αποτέλεσαν την τέταρτη μεγαλύτερη εθνική ομάδα μεταξύ των εργατών-μεταναστών.
Κερδισμένοι και οι δύο
Για τη Βόννη και την Αθήνα, η συμφωνία εκείνης της εποχής αποτέλεσε ένα κλασικό win-win, μια ρύθμιση που ωφελούσε και τις δύο πλευρές. Η ταχεία οικονομική ανάπτυξη της Γερμανίας είχε δημιουργήσει επείγουσα ανάγκη για εργατικά χέρια, ενώ η ελληνική οικονομία, που δοκιμαζόταν, πρόσφερε ελάχιστες ευκαιρίες και προοπτικές.
Η Γερμανία μετατράπηκε έτσι σε μια μορφή «Γης της Επαγγελίας». Ωστόσο, όπως επισημαίνει η έκθεση της διαΝΕΟσις, δεν επρόκειτο για ιστορία αγάπης. Το ταξίδι προς τον Βορρά ήταν, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η μελέτη, μια «ανεπιθύμητη εξέλιξη» – σχεδόν σαν να είχαν εξαναγκαστεί οι μετανάστες να επιβιβαστούν στα τρένα από την Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη με προορισμό την Κεντρική Ευρώπη. «Η μετανάστευση για την πλειονότητα περιγράφεται περισσότερο ως αποτέλεσμα αναγκαιότητας παρά επιθυμίας».
Τα κίνητρα υπήρξαν, πρωτίστως, οικονομικά: υψηλότεροι μισθοί, υλική ασφάλεια, καλύτερες εργασιακές συνθήκες. Ωστόσο, δεν έλειψαν και άλλοι παράγοντες: η αναζήτηση μιας πιο αξιοκρατικής κοινωνίας, το μέλλον των παιδιών, η ανάγκη για προσωπική ελευθερία και η αναζήτηση μιας κοινωνίας με μεγαλύτερη ανεκτικότητα.
Τελικά, ένα ολόκληρο πλέγμα λόγων ώθησε τους Έλληνες να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους – γνωρίζοντας καλά ότι η μετανάστευση σε μια άγνωστη χώρα συνεπαγόταν βαθιές συναισθηματικές και κοινωνικές αναταράξεις. Τα δεδομένα της έρευνας το αποδεικνύουν ξεκάθαρα. Όταν ρωτήθηκαν τι συναισθήματα συνδέουν περισσότερο με την Ελλάδα, η πλειονότητα απάντησε «νοσταλγία», ακολουθούμενη από την «περηφάνια».
Όμως η περηφάνια αυτή έχει τα όριά της: στην τρίτη θέση εμφανίστηκε η «απογοήτευση», και μετά η «λύπη», το «άγχος», ο «θυμός» και η «ντροπή».
Αντιφατικά συναισθήματα
Τα συναισθήματά τους απέναντι στη Γερμανία – μια χώρα που για τους περισσότερους έχει πλέον μετατραπεί σε δεύτερη πατρίδα – είναι εξίσου αντιφατικά. Η πιο συχνή σύνδεση που κάνουν είναι η «ευγνωμοσύνη», ακολουθούμενη από τη «μοναξιά» και το «άγχος». Η μελέτη σκιαγραφεί το πορτρέτο μιας κοινότητας παγιδευμένης ανάμεσα στη νοσταλγία και τον πραγματισμό· διχασμένης ανάμεσα στην αγάπη για μια πατρίδα που δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει τις οικονομικές προσδοκίες των πολιτών της και στην πραγματιστική εκτίμηση για μια χώρα υποδοχής που προσφέρει υλική ασφάλεια, αλλά ελάχιστη συναισθηματική ζεστασιά.
Απογοήτευση από την πολιτική
Αυτό που προκύπτει αδιαμφισβήτητα, ωστόσο, είναι μια βαθιά απογοήτευση απέναντι στην ίδια την ελληνική πολιτική. Η εμπιστοσύνη στους θεσμούς της χώρας βρίσκεται σχεδόν στο μηδέν. Εξαιρετικά χαμηλά κινούνται οι δείκτες εμπιστοσύνης προς τη Δικαιοσύνη, τη δημόσια διοίκηση, την κυβέρνηση, τα μέσα ενημέρωσης, τα συνδικάτα και τη Βουλή. Μοναδική εξαίρεση αποτελούν οι Ένοπλες Δυνάμεις, που εξακολουθούν να απολαμβάνουν σημαντικό σεβασμό – σχεδόν το 20% των ερωτηθέντων δηλώνει «πολύ υψηλή» εμπιστοσύνη προς αυτές. Ωστόσο, το γεγονός αυτό δύσκολα μπορεί να αντισταθμίσει την καθολική κατάρρευση της εμπιστοσύνης προς τους συνταγματικούς θεσμούς της Ελλάδας.