Σχεδόν ένα τρισ. ευρώ από φόρους αλλά οι επενδύσεις στάσιμες

Σχεδόν ένα τρισ. ευρώ από φόρους αλλά οι επενδύσεις στάσιμες


Πάνω από 900 δισεκατομμύρια ευρώ πρόκειται να εισπράξει φέτος από φόρους το γερμανικό κράτος, αλλά το δημόσιο χρέος αυξάνεται και οι επενδύσεις παραμένουν στάσιμες, προειδοποιεί το Συμβούλιο των Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, προτείνοντας μια «επανάσταση» στη φορολογία.

Το Συμβούλιο των λεγόμενων «πέντε σοφών», που συμβουλεύει τη γερμανική κυβέρνηση, προτείνει στην ετήσια έκθεσή του την κατάργηση σε μεγάλο βαθμό των απαλλαγών για τα περιουσιακά στοιχεία των επιχειρήσεων.

Στην έκθεση που παρουσιάστηκε σήμερα στον γερμανό καγκελάριο, Φρίντριχ Μερτς, οι πέντε οικονομολόγοι ζητούν τη ριζική αναθεώρηση του φορολογικού συστήματος. Η επιτροπή πιστεύει ότι απαιτούνται μεταρρυθμίσεις όσον αφορά τη φορολογία των εταιρειών και τη φορολογία κληρονομιών και δωρεών.

Οι τέσσερις από τους πέντε οικονομικούς συμβούλους – μεταξύ των οποίων η πρόεδρος Μόνικα Σνίτσερ, η Ούλρικε Μαλμέντιερ, ο Αχιμ Τρούγκερ και ο Μάρτιν Βέρντινγκ, υιοθέτησαν ενιαία στάση σε όλα τα θέματα. Μόνο η Βερόνικα Γκριμ απέρριψε τη μεταρρύθμιση του φόρου κληρονομιάς. «Δεδομένης της τρέχουσας ασθενούς ιδιωτικής επενδυτικής δραστηριότητας και των χαμηλών προοπτικών ανάπτυξης, η πρόταση φαίνεται εντελώς αμελής», δήλωσε στη Handelsblatt.

Το Συμβούλιο πάντως αποφάνθηκε ομόφωνα υπέρ της δημιουργίας περισσότερων κινήτρων για την ανάπτυξη, διασφαλίζοντας ότι οι πρόσθετες επενδύσεις δεν οδηγούν αυτόματα σε υψηλότερο φορολογικό βάρος.

Ανάπτυξη μόλις 0,2%

Το Συμβούλιο των Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων αναμένει ότι η γερμανική οικονομία, μετρούμενη με βάση το ΑΕΠ, θα αναπτυχθεί κατά 0,2% φέτος. Αυτό αντιπροσωπεύει μια ελαφρά ανοδική αναθεώρηση της πρόβλεψης των Εμπειρογνωμόνων, που δημοσιεύθηκε στην εαρινή τους έκθεση.

Σύμφωνα πάντως με τους πέντε «σοφούς», μόνο μια πολύ μέτρια άνοδος 0,9% του ΑΕΠ είναι ορατή για το 2026. Αυτό το ποσοστό είναι χαμηλότερο από τις προβλέψεις της γερμανικής κυβέρνησης, οι οποίες προβλέπουν ανάπτυξη 1,3%για  το επόμενο έτος.

Επικρίσεις στην κυβέρνηση

Οι ειδικοί επικρίνουν μάλιστα έντονα την κυβέρνηση συνασπισμού των CDU/CSU και SPD για τον χειρισμό του ειδικού ταμείου, το οποίο αρχικά προοριζόταν αποκλειστικά για πρόσθετες επενδύσεις – αλλά χρησιμοποιείται «καταχρηστικά» από την κυβέρνηση.

Αναλυτικά, το Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων βασίζει πολλές ελπίδες στο ειδικό ταμείο της ομοσπονδιακής κυβέρνησης ύψους 500 δισεκατομμυρίων ευρώ. Εκτός από τον βασικό προϋπολογισμό, επρόκειτο να γίνουν επενδύσεις σε βασικούς τομείς όπως η εκπαίδευση και οι υποδομές έως το 2037, αναζωογονώντας έτσι τη γερμανική οικονομία.

«Το ειδικό αυτό ταμείο θα μπορούσε πράγματι να έχει σημαντικό αναπτυξιακό αποτέλεσμα, υπό την προϋπόθεση ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα το χρησιμοποιούν σωστά». Ωστόσο, θεωρούν ότι η συγκεκριμένη εφαρμογή του χρηματοδοτικού πακέτου «χρειάζεται άμεση βελτίωση» και φοβούνται ότι το αναπτυξιακό αποτέλεσμα κινδυνεύει να χαθεί.

Οι ειδικοί επισημαίνουν την ανάγκη για καλύτερη παρακολούθηση των δαπανών, προειδοποιώντας ότι το χρέος θα μπορούσε να αυξηθεί σε πάνω από 85% του ΑΕΠ έως το 2035. «Αυτό αποτελεί απειλή για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους του γερμανικού κράτους», τονίζουν.

Επιπλέον, η επιτροπή καθιστά σαφές ότι μακροπρόθεσμα οι επενδύσεις θα πρέπει να προέρχονται και πάλι από τον βασικό προϋπολογισμό, συμπεριλαμβανομένων των αμυντικών δαπανών. Με άλλα λόγια, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής δεν θα πρέπει να σχεδιάζουν μόνιμα με βάση την υπόθεση ότι μπορούν να αναλάβουν χρέη όποτε θέλουν.

Μεταρρύθμιση του φρένου χρέους

Η πλειοψηφία των οικονομικών εμπειρογνωμόνων εξακολουθεί να θεωρεί λογική μια μεταρρύθμιση του φρένου χρέους, προκειμένου να αντιμετωπιστούν καλύτερα οι κρίσεις. Η Βερόνικα Γκριμ, ωστόσο, αντιτίθεται σε αυτό, δηλώνει ότι οι τρέχουσες ενέργειες της κυβέρνησης οδηγούν σε «ταχέως αυξανόμενη πίεση» για αυξήσεις φόρων ή αποδυνάμωση του φρένου χρέους. Σύμφωνα με τη Γκριμ, και τα δύο θα «συνοδεύονταν από περαιτέρω κινδύνους και αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομική ανταγωνιστικότητα της Γερμανίας».

Για να καταστεί  επίσης η Γερμανία μια πιο ελκυστική επιχειρηματική τοποθεσία, η φορολογική επιβάρυνση πρόκειται να μειωθεί κάτω από το 25% έως το 2032 – παρόλο που τα κενά χρηματοδότησης στους ομοσπονδιακούς προϋπολογισμούς για τα επόμενα χρόνια είναι ήδη τεράστια.

Προκλήσεις για την παραγωγικότητα

Η Γερμανία αντιμετωπίζει επίσης προκλήσεις όσον αφορά την παραγωγικότητα: Ενώ παραγωγικοί τομείς χάνουν τη σημασία τους, ο τομέας των υπηρεσιών, με τη χαμηλή παραγωγικότητά του, αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία.

Αυτό προκαλεί τακτικά πονοκεφάλους στην πολιτική. Το Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, ωστόσο, έχει σαφή άποψη: η πολιτική για την αγορά εργασίας θα πρέπει να επικεντρώνεται στην «αρχική κατάρτιση, την περαιτέρω εκπαίδευση και την επανεκπαίδευση» των εργαζομένων.

Αντιτίθενται στα «μέτρα για τη διατήρηση των υφιστάμενων δομών» για την οικονομία. Αντί να διοχετεύουν «δαπανηρές και αναποτελεσματικές επιδοτήσεις» σε θέσεις εργασίας που δεν είναι βιώσιμες μακροπρόθεσμα, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να διαχειριστούν τις διαρθρωτικές αλλαγές όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά.

Μείωση της γραφειοκρατίας

Οι «σοφοί» τονίζουν επίσης την ανάγκη περιορισμού της γραφειοκρατίας ως ύψιστη προτεραιότητα.

Σύμφωνα με την έκθεση, το κόστος των υποχρεωτικών απαιτήσεων υποβολής εκθέσεων μόνο σε ομοσπονδιακό επίπεδο ανέρχεται σε περίπου 65 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως – και δεσμεύει σχεδόν το δύο τοις εκατό του συνόλου των ωρών εργασίας στη χώρα.

Το Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων ζητά, ως εκ τούτου, «ολοκληρωμένες μεταρρυθμίσεις», επειδή μέχρι στιγμής «δεν έχει παρατηρηθεί αισθητή μείωση». Οι διαδικασίες θα πρέπει να ψηφιοποιηθούν ή να αυτοματοποιηθούν όπου είναι δυνατόν. Οι αρχές θα πρέπει να ανταλλάσσουν δεδομένα, ώστε οι πολίτες και οι επιχειρήσεις να μη χρειάζεται να εισάγουν δεδομένα πολλές φορές.



Πηγή

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *