Επειδή τα ζώα (άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια) που μετέφεραν φορτία, βάδιζαν και σε ανώμαλους δρόμους, κάτω από τις οπλές τους έβαζαν σιδερένια ελάσματα που είχαν σχήμα σαν την οπλή, που τα ονόμαζαν πέταλα.                                      
          Τα πέταλα είχαν σχήμα ελλειψοειδές και είχαν σε κάθε πλευρά από τρεις ή τέσσερις τρύπες για να περνάνε τα καρφιά, με τα οποία στηρίζονταν στην οπλή.
          Το αφεντικό κρατούσε λυγισμένο το πόδι του ζώου προς τα πάνω και ο πεταλωτής αφού με κοφτερό εργαλείο (το σαντράνι), καθάριζε την οπλή ώστε να γίνει επίπεδη, διάλεγε το πέταλο ανάλογα με το μέγεθος.
          Στη συνέχεια έβαζε το καρφί χτυπώντας το λοξά προς τα έξω, ώστε να βγει δύο έως τρία εκατοστά πλάγια της οπλής.
          Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε, ήταν το κλαδευτήρι (σαντράνι) για το καθάρισμα, η τανάλια για να κρατάει κόντρα και να κόβει το περίσσευμα του καρφιού (λόθρα) και το καλυγοσφύρι για να χτυπάει και να μπήγεται το καρφί.
          Απαιτούσε τέχνη το καλίγωμα γιατί έπρεπε το καρφί να μη βρει το ζωντανό μέρος της οπλής.
          Ο ήχος του πεταλώματος ήταν χαρακτηριστικός:
         ΄΄Μια στο καρφί και μια στο πέταλο΄΄
          Τα πέταλα τα κατασκεύαζαν οι χαλκιάδες, πλάθοντάς τα στο αμόνι από κοκκινισμένο, στο καμίνι, σίδερο.
          Τα καρφιά ήταν παράξενα γιατί είχαν χοντρό κεφάλι σαν κόλουρη τετραγωνική πυραμίδα και αυτό για να μην γλιστράνε στα καλντερίμια και στις βουνίσιες στράτες.
ΚΑΛΙΓΩΜΑ