επιστροφή

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Βιβλίον πρώτον

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ

Αρχαϊκή – Κλασική περίοδος (8ος /9ος - 5ος /4ος αιώνες)

(Ανθολόγιον)

Γενεαλογία του Έλληνος

Ο Ιαπετός, είς ών των έξ τιτάνων, και η Κλυμένη, θυγάτηρ του Ωκεανού, όστις ήτο ομοίως είς των τιτάνων, εγέννησαν τέσσαρας υιούς. Τον Άτλαντα, τον Μενοίτιον, τον Προμηθέα και τον Επιμηθέα. Εκ τούτων ο Προμηθεύς ήτο αγχινούστατος, τολμηρότατος, προνοητικώτατος, έκλεψεν δε εξ ουρανού το πύρ, και μεταδούς αυτό εις τους ανθρώπους, εδίδαξε δι’ αυτού εις τούτους πάσας τάς τέχνας. Αλλά ο Ζεύς, οργισθείς, απεφάσισε να τιμωρήση πικρώς τους τε ανθρώπους και τον αυτόκλητον αυτών προστάτην. Όθεν παρήγγειλεν εις μέν τον Ήφαιστον να κατασκευάση εκ γής παρθένον καλλίστην το είδος, εις δε την Αθηνάν, την Αφροδίτην και τάς Χάριτας, να κοσμήσωσι την παρθένον ταύτην πολειδώς, εις δε τον Ερμήν, να μεταδώση αυτή την πονηρίαν και την θελκτικήν αυτού ευγλωττίαν. Ωνομάσθη δε η γυνή αύτη Πανδώρα και ο άγγελος των θεών έφερεν αυτήν εις τους ανθρώπους, απόντος του Προμηθέως, ο οποίος είχεν ειπεί εις τον Επιμηθέα να μη δεχθή κανέν παρά των θεών δώρον. Αλλά το κάλλος της Πανδώρας ήτο ακαταμάχητον, ώστε οι άνθρωποι εδέχθησαν αυτήν, και έκτοτε έπαθον τά πάνδεινα, αφού η πονηρά Πανδώρα ήνοιξε τον πίθο εντός του οποίου εφυλάσσοντο όλα τά κακά εις όσα υπόκεινται οι άνθρωποι, και ευθύς διεδόθησαν μεταξύ των ανθρώπων άπειροι συμφοραί. Τον δε Προμηθέα προσήλωσεν ο Ζεύς, δι’ ισχυρών αλύσεων εις κίονα, επί του οποίου ούτος έμεινε πολύν χρόνον δέσμιος. Εκεί αετός μέγιστος, ερχόμενος την ημέραν κατέτρωγε το ήπαρ αυτού, το οποίον όμως πάλιν ηύξανε την νύκτα, διά να ανανεούνται τά βάσανα του ταλαιπώρου Προμηθέως, μέχρις ού ο Ζεύς, επιθυμών να υπερυψώση την δόξαν του αγαπητού υιού του Ηρακλέους, επέτρεψεν αυτώ να φονεύση τον αετόν και να ελευθερώση τον δεσμώτην. Του Προμηθέως τούτου και του αδελφού αυτού Επιμηθέως απόγονος ήτο ο αρχηγέτης του ελληνικού έθνους. Διότι υιός του Προμηθέως και της Πανδώρας ήτο ο Δευκαλίων, θυγάτηρ δε του Επιμηθέως η Πύρρα, εκ δε του Δευκαλίωνος και της Πύρρας εγεννήθη ο Έλλην, ο Αμφικτύων και η Πρωτογένεια. Ο Έλλην εγέννησε τρείς υιούς, τον Δώρον, τον Ξούθον και τον Αίολον, και διένειμε την χώραν αυτού μεταξύ των τριών τούτων παίδων. Ο Αίολος εβασίλευσε της Θεσσαλίας, ο Ξούθος της Πελοποννήσου, γεννήσας εκ Κρεούσης, της θυγατρός του αυτόχθονος ήρωος της Αττικής, Ερεχθέως, δύο υιούς, τον Αχαιόν και τον Ίωνα. Ο δε Δώρος κατέλαβε την χώραν ήτις κείται αντικρύ της Πελοποννήσου, εις την βόρειον παραλίαν του κορινθιακού κόλπου. Και εκ μέν του Έλληνος οι κάτοικοι των χωρών τούτων ωνομάσθησαν Έλληνες, εκ δε των απογόνων αυτού, έλαβον κατά διαφόρους χώρας τά διάφορα ονόματα Αιολείς, Αχαιοί, Ίωνες και Δωριείς.

Τοιουτοτρόπως ιστόρουν οι προπάτορες ημών τά περί της αρχής του ελληνικού έθνους και των τεσσάρων αυτού φυλών, αναμίξαντες εις τό περί τούτου μύθευμα και άλλας τινάς γενικωτέρας, ηθικάς και φυσικάς δοξασίας.

*

Ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνος

Επί του Δευκαλίωνος και της Πύρρας, επεκράτησεν εις την γήν υπερβολική ασέβεια. Όθεν ο Ζεύς απεφάσισε να καταστρέψη το ανθρώπινον γένος, διά γενικού κατακλυσμού. Επί δε τούτω αδιάκοποι και φοβεροί υετοί κατέκλυσαν όλην την Ελλάδα, πλήν των υψηλοτέρων κορυφών των ορέων, εις τάς οποίας κατέφυγον ολίγοι τινές άνθρωποι. Ο κατακλυσμός ούτος συνέβη, βασιλεύοντος εν τη Αττική του Ωγύγου, ήτοι τώ 1796 π.Χ.

Ο Δευκαλύων εσώθη μετά της Πύρρας εντός κιβωτού, την οποίαν είχε κατασκευάσει κατά προτροπήν του πατρός του Προμηθέως. Και πλανηθείς εννέα ημέρας επί των υδάτων, απεβιβάσθη επί τέλους εις την κορυφήν του όρους Παρνασσού. Επειδή δε ο Ζεύς έστειλε τον Ερμήν να τον ερωτήση τι έχει να ζητήση παρ’ αυτού, ο Δευκαλίων παρεκάλεσε να του στείλη, ει δυνατόν, ανθρώπους, διά να μη μένη μόνος και έρημος εις τον κόσμον. Τότε ο Ζεύς παρήγγειλε εις αυτόν τε και εις την Πύρραν, να ρίψωσι λίθους εις τά οπίσω αυτών. Και οι μέν λίθοι της Πύρρας έγιναν γυναίκες, οι δε λίθοι του Δευκαλίωνος άνδρες.

*

Ο πλούς των αργοναυτών

Ο Αθάμας, υιός του Αιόλου, εβασίλευσεν του εν Βοιωτία Ορχομενού, λαβών σύζυγον την θεάν Νεφέλην, εξ ής εγέννησε δύο τέκνα, τον Φρίξον και την Έλλην. Αλλά μετά τινα χρόνον, εγκαταλιπών την Νεφέλην, έλαβεν άλλην σύζυγον, την Ινώ, την θυγατέρα του Κάδμου, εξ ής εγέννησε δύο υιούς, τον Λέαρχον και τον Μελικέρτην. Η Ινώ, ήτις εμίσει τον Φρίξον, ως μητρυιά, απεφάσισε να τον εξολοθρεύση. Και πείθει επί τούτω τάς γυναίκας της χώρας ταύτης να ξηράνωσι τον σίτον, ώστε επήλθε λοιμός. Εν τη αμηχανία ταύτη, ο Αθάμας έστειλε εις το εν Δελφοίς μαντείον ίνα ζητήση συμβουλήν και βοήθειαν, διά δε των πονηρών ενεργειών της Ινούς, το μαντείον απεκρίθη ότι η αφορία της χώρας δεν θέλει παύσει ειμή εάν θυσιασθή ο Φρίξος εις τον Δίαν. Ο Αθάμας, βιαζόμενος υπό του λαού, απεφάσισε να εκτελέση τον χρησμόν, και προσήγαγε τον Φρίξον εις τον βωμόν. Αλλά η Νεφέλη σώζει αίφνης αυτόν και δίδει αυτώ διά του Ερμού, κριόν χρυσόμαλλον, επί του οποίου αναβάντες ο τε Φρίξος και η Έλλη έφυγον, φερόμενοι μετέωροι επί της θαλάσσης. Ο κριός επορεύθη προς τον Εύξεινον Πόντον και την Κολχίδα, αλλ’ ενώ διήρχετο επί του Ελλησπόντου, πίπτει η Έλλη από του κριού εις τον στενόν τούτον πορθμόν, όστις έκτοτε ωνομάσθη «Έλλης πόντος». Ο δε κριός, όστις προς τοίς άλλοις είχε και του λόγου το δώρον, ενεθάρρυνε τον καταπεφοβισμένον Φρίξον και έφερεν αυτόν επί τέλους ευτυχώς εις την Κολχίδα, της οποίας ο βασιλεύς Αιήτης, ο υιός του Ηλίου έδωκεν αυτώ σύζυγον την θυγατέρα του Χαλκιόπην. Ο δε Φρίξος έθυσε τον κριόν εις τον Φύξιον Δία και ανήρτησε το χρυσούν δέρας, ήτοι δέρμα, εις το ιερόν του Άρεως άλσος.

Ο Πελίας, βασιλεύς της Ιωλκού, ίνα αποτρέψη τον κίνδυνον της εκθρονήσεώς του υπό του Ιάσωνος, υιού του Αίσονος, επέβαλεν αυτώ το φοβερόν έργον να κομίση εις Ιωλκόν το χρυσούν δέρας. Ο Ιάσων δε προσεκάλεσε συναρρωγούς και συναντιλήπτορας του έργου, τους επισημοτάτους ήρωας της Ελλάδος. Έδραμον δε πεντήκοντα, οι ονομαστότατοι εν οίς ο Ηρακλής, ο Θησεύς, ο Τελαμών και ο Πηλεύς, ο Κάστωρ και ο Πολυδεύκης, ο Ίδας και ο Λυγκεύς, ο Ζήτης και Κάλαϊς, οι πτερωτοί υιοί του Βορέου, ο Μελέαγρος, ο Αμφιάραος, ο Λαέρτης και ο Περικλύμενος. Ο Άργος, ο υιός του Φρίξου, κατεσκεύασε κατά συμβουλήν της Αθηνάς, το πλοίον επί του οποίου έμελλον να εκπλεύσωσιν εις Κολχίδα οι ήρωες. Το πλοίον τούτο ωνομάσθη Αργώ, και εις την πρώραν αυτού εφηρμόσθη ξύλον της εν Δωδώνη φηγού, ήτοι δρυός, το οποίον είχε το χάρισμα του λαλείν και χρησμοδοτείν. Συναπέπλευσε δε μετά των αργοναυτών και ο Ορφεύς.

Κατ’ αρχάς οι αργονάυται προσήλθον εις Λήμνον, εκείθεν εισήλθον εις τον Ελλήσποντον, εις την Προποντίδα και προσεπέλασαν εις Βιθυνίαν, όπου κατώκει ο τυφλός μάντις Φινεύς, Αυτόν οι Ζήτης και Κάλαϊς απήλλαξαν από τάς Άρπυιας, αι οποίαι ήρπαζον την τροφήν από των χειλέων του και μετέδιδαν αυτή τοιαύτην δυσοσμίαν, ώστε ήτο αδύνατον να πλησιάση τις εις αυτήν. Ο Φινεύς, ευγνωμονών, εδίδαξεν εις τους αργοναύτας τον ασφαλέστερον τρόπον του να φθάσωσιν εις Κολχίδα, και ιδίως πώς θα διέλθωσι τάς Συμπληγάδας πέτρας.

Έτσι, διά των οδηγιών του Φινέως, εισέπλευσαν τελευταίον οι αργοναύται εις τον Φάσιν ποταμόν της κολχικής γης και καθωρμίσθησαν εις την Αίαν, την μητρόπολιν των Κόλχων. Αλλ’ ότε εζήτησαν παρά του Αιήτου να παραχωρήση το χρυσούν δέρας εις αυτούς, ο βασιλεύς οργισθείς απέκρουσε την πρότασιν, εκτός εάν εκπληρώσωσιν όρους τινάς, οίτινες εφαίνοντο αδύνατον να εκτελεσθώσιν. Έτσι ο Ιάσων ώφειλε να ζεύξη εις άροτρον δύο ταύρους αγρίους, χαλκόποδας και πυρίπνοας δοθέντας τώ Αιήτη υπό του Ηφαίστου.

Διά της συνδρομής των θεών Ήρας και Αφροδίτης και της συμπράξεως της Μηδείας, θυγατρός του Αιήτου, ήτις ηγάπησε σφοδρότατα τον νέον, επέτυχεν επί τέλους ο Ιάσων, όχι μόνο να δαμάση τους ταύρους, αλλά και τάς άλλας δυστροπίας του Αιήτου να υπερνικήση. Ώστε οι Αργοναύται παρέλαβον το χρυσούν δέρας και απέπλευσαν εκείθεν, συμπαραλαβόντες και την Μήδειαν, ήτις ηκολούθησεν οικειοθελώς αυτούς και κατέστη έπειτα διαβόητος εν Ελλάδι, διά την πονηρίαν αυτής και την μαγικήν τέχνην. Αλλ’ οι Αργοναύται επέπρωτο να πάθωσι μυρίας όσας δυσκολίας και να διέλθωσι ακαταμέτρητον διάστημα θαλάσσης και ποταμών. Ανήλθον τον Φάσιν, όστις εκρέει εις τον περικλύζοντα την γήν Ωκεανόν. Έπειτα έπλευσαν επί του Ωκεανού μέχρι της ενώσεως αυτού μετά του Νείλου. Έπειτα κατήλθον επί του Νείλου εις την Αίγυπτον. Εντεύθεν έφερον επί των ώμων αυτών την Αργώ, διά χώρας μακράς, μέχρις ού διά της βοηθείας του θεού Τρίτωνος, επανήλθον εις την Μεσόγειον θάλασσαν, όπου όμως επλανήθησαν έτι πολύ και υπέστησαν απείρους κινδύνους, πρίν ή επιστρέψωσιν εις Ιωλκόν. Τοιούτος εθρυλείτο ο πλούς των Αργοναυτών.

*

Επτά επί Θήβας

Ουδέν ήττον ονομαστός υπήρξεν ο λεγόμενος πόλεμος των επτά επί Θήβας. Ότε η Ιοκάστη, σύζυγος του βασιλέως των Θηβών, έτεκεν υιόν, ο βασιλεύς Λάϊος, τρυπήσας το βρέφος εις τά σφυρά, παρέδωκεν αυτό εις ποιμένα διά να το εκθέση εις τον Κιθαιρώνα, διότι χρησμός τις έλεγεν ότι θέλει φονευθή υπ’ αυτού. Ποιμήν τις όμως του βασιλέως της Κορίνθου Πολύβου, εύρε το βρέφος και το έφερε προς τον κύριόν του, όστις ωνόμασε τον παίδα Οιδίποδα, από των εξωγκωμένων αυτού ποδών, και ανέθρεψεν αυτόν ως ίδιον τέκνον. Ο Οιδίπους, ηλικιωθείς, ανήλθεν εις Δελφούς, ίνα ερωτήση τον θεόν περί του γνησίου πατρός. Απάντησιν δ’ έλαβε, να μην επανέλθη εις την πατρίδα του, διότι πέπρωται να φονεύση τον πατέρα αυτού και να λάβη σύζυγον την μητέρα. Αναχωρήσας λοιπόν εκ Δελφών επορεύθη ουχί εις Κόρινθον, αλλά προς την Βοιωτίαν και Φωκίδα. Καθ’ οδόν όμως απήντησεν εφ’ αμάξης τον βασιλέα Λάϊον, και ελθών εις σύγκρουσιν προς τους ακολούθους αυτού, φονεύει τον Λάϊον, μη ειδώς ότι ήτο ο πατήρ αυτού.

Αποθανόντος του Λαΐου, εβασίλευσε των Θηβών ο αδελφός της Ιοκάστης Κρέων, όστις ηναγκάσθη να προκηρύξη ότι όστις λύση το αίνιγμα της Σφιγγός, θέλει λάβει γέρας την τε βασιλείαν και την αδελφήν αυτού Ιοκάστην, ως σύζυγον. Η δε Σφίγξ ήτο τέρας φοβερό, με πρόσωπο γυναικός, στήθος, πόδας και ουράν λέοντος, πτέρυγας δε ορνέου, σταλέν υπό της Ήρας και εβασάνιζεν την χώραν, κατατρώγουσα πάν διερχόμενον και μη δυνάμενον ν’ απαντήση εις το αίνιγμα «ποίον ζώον είναι το μέν πρωΐ, τετράπουν, την δε μεσημβρίαν, δίπουν, το δ’ εσπέρας, τρίπουν».

Τότε προσελθών ο Οιδίπους, είπεν ότι το αινιττόμενον ζώον είναι ο άνθρωπος, και εν τώ άμα, η μέν Σφίγξ έρριψεν εαυτήν από της ακροπόλεως και απέθανεν, ο δε Οιδίπους ανηγορεύθη βασιλεύς των Θηβών και έλαβε σύζυγον την Ιοκάστην, μη ειδώς ότι ήτο η μήτηρ αυτού. Οι Θεοί κατέστησαν μετ’ ολίγον γνωστήν εις τους ανθρώπους την περί του Οιδίποδος αλήθειαν και η μέν Ιοκάστη εκρεμάσθη, ο δε Οιδίπους, οργισθείς ποτε κατά των δύο αυτού υιών, του Ετεοκλέους και του Πολυνείκους, κατηράσθη αυτούς και προείπεν, ότι θέλει εκραγή μεταξύ αυτών πόλεμος φονικός και άσπονδος. Τωόντι, αποθανόντος του Οιδίποδος, οι δύο παίδες εφιλονείκησαν περί της διαδοχής και ο Πολυνείκης, αναγκασθείς να καταφύγη προς τον βασιλέα του Άργους Άδραστον, εζήτησε και έλαβε την συνδρομήν αυτού προς ανάκτησιν της βασιλείας, ώστε επήλθε μέγας κατά των Θηβών πόλεμος. Οι κυριώτατοι αρχηγοί, οι κατά της πόλεως ταύτης στρατεύσαντες ήσαν επτά, οι εξής: Ο βασιλεύς του Άργους Άδραστος, ο μάντις Αμφιάραος, ο Καπανεύς, ο Ιππομέδων, ο Τυδεύς, ο Παρθενοπαίος και ο Πολυνείκης. Οι Καδμείοι, βοηθούμενοι υπό των συμμάχων αυτών Φωκέων και Φλεγυών, αντεπεξήλθον κατά των επιδραμόντων πολεμίων και συνεκρότησαν προς αυτούς πλησίον του Ισμηνίου λόφου, μάχην καθ’ ήν ηττήθησαν ολοσχερώς, ώστε ηναγκάσθησαν να υποχωρείσωσιν εντός της τειχισμένης πόλεως. Όμως οι μετά του Αδράστου ήρωες επεχείρησαν ισχυράν κατά της πόλεως έφοδον, αναλαβόντες έκαστος την εκπόρθησιν της μιάς των πυλών. Αλλά διά την αφωσίωσιν του Μενοικέως, υιού του Κρέοντος, όστις εθυσίασε εαυτόν αυθορμήτως εις τον Άρην, κατόπιν συμβουλής του μάντεως Τειρεσία, οι θεοί επροστάτευον τους Θηβαίους. Η μάχη απέβη αιματηρά και εφονεύθησαν άπαντες οι ήρωες, των Ετεοκλέους και Πολυνείκους συμπεριλαμβανομένων, πλήν του Αδράστου, όστις μείνας μόνος, εσώθη διά της θαυμαστής ταχύτητος του ίππου αυτού Αρείονος.

*

Τρωϊκός πόλεμος

Αλλ’ η μάλλον πολυθρύλητος των μεγάλων τούτων επιχειρήσεων των ηρωϊκών χρόνων, ήτο ο κατά του Ιλίου πόλεμος, τον οποίον ύμνησεν ο αρχαιότατος και ενδοξότατος των Ελλήνων ποιητών, ο Όμηρος. Εν τη 12 εκατονταετηρίδι, κατά τους Έλληνας χρονολόγους, οι Δαναοί και Αχαιοί, αντί συμμάχων, γίνονται πολέμιοι των εν τη μικρά Ασία ομοφύλων και επιχειρούσι την πολυθρύλητον επί Ιλίου στρατείαν.

Του Πριάμου, βασιλέως του Ιλίου, και της Εκάβης πρεσβύτατος μέν υιός ήτο ο Έκτωρ, δεύτερος δε ο Πάρις, ή Αλέξανδρος, όν η Αφροδίτη εκόσμησε διά προσώπου ευειδούς και κόμης καλής. Ο Πάρις, διαπεράσας ποτέ την θάλασσαν, ήλθεν προς τον ξανθόν Μενέλαον, τον υιόν του Ατρέως, τον οικούντα εις Σπάρτην, του οποίου ο οίκος έλαμπεν εκ χρυσού και αργύρου, όπως εξαστράπτει η αίγλη του ηλίου ή της σελήνης. Ο Πάρις, απόντος του Μενελάου, απεπλάνησε την σύζυγον αυτού, την καλήν Ελένην, την αδελφήν των Διοσκούρων, η οποία και τον ηκολούθησεν εις την χώραν των Τρώων.

Διά να εκδικήσωσι την ύβριν ταύτην και να ανακτήσωσι την Ελένην και τους θησαυρούς, εξηγέρθησαν οι δύο υιοί του Ατρέως, ο κύδιστος Αγαμέμνων, όστις ήτο πρεσβύτερος αδελφός και βασιλεύς των Μυκηνών, καί ο διοτρεφής Μενέλαος, ο της Σπάρτης βασιλεύς. Μετ’ αυτών δε συναπήλθον, υπό την υπερτάτη του Αγαμέμνονος ηγεμονίαν, οι άριστοι των ηρώων όλων των ελληνικών χωρών. Αλλ’ ο επιφανέστατος των ηρώων οίτινες ώρμησαν τότε εξ Ευρώπης επί την Ασίαν, ήτο ο θεοίς επιείκελος, ο θυμολέων, ο ρηξήνωρ, ο πτολίπορθος, ο ποδώκης Αχιλλεύς, ο Πηλέως, ηγεμών των εν Θεσσαλία Μυρμιδόνων, και Ελλήνων και Αχαιών, όστις ήγε πεντήκοντα νήας, ών εκάστη έφερεν άνδρας πεντήκοντα. Ο όλος στόλος συνέκειτο εκ πλοίων 1186, τά οποία έφερον υπέρ τους δεκακισμυρίους άνδρας, κατά τινα δε ακριβέστερον υπολογισμόν 135.000 άνδρας.

Αλλά και οι Τρώες είχον όχι μόνον ιδίους πολεμιστάς ονομαστούς, αλλά και συμμάχους πολλούς και περιωνύμους. Λύκιοι, Μυσοί, Παφλαγόνες, Μαίονες, Φρύγες, Θράκες, Παίονες, ήλθον εις επικουρίαν των Τρώων.

Οι Αχαιοί εκπλεύσαντες εκ της εν Βοιωτία Αυλίδος, και φθάσαντες εις την Τρωάδα, ανέσυρον τά πλοία αυτών εις την παραλίαν. Ο Μενέλαος και ο Οδυσσεύς εστάλησαν εις την πόλιν, ίνα ζητήσωσι την απόδοσιν της Ελένης και των θησαυρών, αλλ’ οι Τρώες απέριψαν την πρότασιν. Τότε οι Αχαιοί επεχείρησαν τρίς να εκπορθήσωσι την πόλιν αλλά ματαίως. Όθεν περιωρίσθησαν να καταστρέφωσι τά περίχωρα του Ιλίου και να απάγωσι τά ποίμνια εκ της Ίδης. Και παρήλθον ούτως έτη εννέα. Και ήρχισαν να σήπωνται τά ξύλα των πλοίων, και ήρχισαν να φθείρωνται τά σχοινία, η δε πόλις έμενεν έτι αχείρωτος. Εν τώ μεταξύ ο Αχιλλεύς είχε καταστρέψει δώδεκα πόλεις εις την παραλίαν, και ένδεκα εις την μεσογαίαν, φονεύσας, ή εξανδραποδίσας, ή απεμπολήσας τόυς κατοίκους αυτών.

Αλλ’ εν τούτοις, το Ίλιον δεν ηδύνατο να κυριευθή ενόσω εσώζετο εις την άκραν αυτού το Παλλάδιον, ήτοι άγαλμα υπό του Διός αυτού δοθέν ποτέ εις τον Δάρδανον, προπάτορα των Τρώων. Ο Οδυσσεύς όμως εύρε τρόπον, μεταμφιέσας εαυτόν εις επαίτην, να εισέλθη εις την πόλιν και να κλέψη το Παλλάδιον. Μόνη η Ελένη τον ανεγνώρισεν, αλλ’ επειδή επόθει ήδη να επανέλθη εις την Ελλάδα, όχι μόνον δεν τον επρόδωκεν, αλλά και συνεννοήθη μετ’ αυτού περί την εξεύρεσιν των επιτηδείων προς άλωσιν της πόλεως τρόπων. Επί δε τούτω, επενόησαν επί τέλους την ακόλουθον πονηρίαν. Επειός ο Πανοπέως κατεσκεύασε, κατά συμβουλήν της Αθηνάς, ίππον δούρειον, δηλαδή ξύλινον, κενόν, ευρύχωρον, δυνάμενον να περιλάβη 100 άνδρας. Εντός αυτού δε εκρύβησαν οι άριστοι των ηρώων, ο Νεοπτόλεμος, ο Οδυσσεύς, ο Μενέλαος και άλλοι, ενώ ο στρατός των Αχαιών απέπλευσεν εις Τένεδον, αφού επυρπόλησε τά σκεύη αυτού και επροσποιήθη ότι διαλύει την πολιορκίαν.

Οι Τρώες, χαίροντες, εξήλθον της πόλεως και ηπόρησαν διά το έργον το οποίον κατέλιπον οι εχθροί, και επί πολύ χρόνον δεν ήξευρον τι να πράξωσι. Εν τέλει εισήγαγον εν θριάμβω και αγαλιάσει τον ολέθριον ίππον εις την πόλιν, γκρεμίσαντες μέρος του τείχους. Και ήδη η καταστροφή της Τροίας είχεν αποφασισθή αμετακλήτως υπό των θεών. Ενώ οι Τρώες επανηγύριζον και ευώχουν την νύκτα όλην θορυβοδώς, εξήλθον από του δουρείου ίππου οι εν αυτώ κεκλεισμένοι ήρωες, ειδοποίησαν δε διά πυρσών τους εν Τενέδω αναμένοντας Αχαιούς. Η πόλις προσβληθείσα ούτως έσωθεν και έξωθεν, ελεηλατήθη και κατεστράφη ολοσχερώς, οι δε πλείστοι των ηρώων αυτής και τού δήμου αυτής, ή εσφάγησαν ή ηχμαλωτεύθησαν. Εκ των ηγεμόνων των Τρώων δεν ηδυνήθησαν να σωθώσι διά της φυγής, ειμή δύο, ο Αινείας καό ο Αντήνωρ, εξ ών ο πρώτος, απελθών, κατά την παράδοσιν, εις Ιταλίαν, υπήρξε πρόγονος των μυθευομένων ιδρυτών της Ρώμης, του Ρωμύλου και του Ρώμου.

Αλλ’ οι νικηταί δεν υπήρξαν ευτυχέστεροι των ηττηθέντων. Η θεία δίκη, η θεά Νέμεσις, ετιμώρησεν αυτούς δεινώς, διότι εν τη υπεροψία της νίκης, δεν εσεβάσθησαν τά ιερά του Ιλίου. Πολλοί ουδέποτε πλέον είδον την φίλην πατρίδα, καταστραφέντες κατά την επάνοδον, ως ο Αίας, άλλοι, ως ο Οδυσσεύς, δεν επέστρεψαν εις τά ίδια, ειμή μετά πολλάς και παραδόξους περιπλανήσεις. Άλλοι εύρον τους οικείους δυσμενώς διακειμένους, και εθανατώθησαν υπ’ αυτών, ως ο Αγαμέμνων υπό της απίστου συζύγου Κλυταιμνήστρας. Άλλοι, μόλις επάτησαν εις την γενέθλιον γήν, και ηναγκάσθησαν αύθις να αποδημήσωσιν, ως ο Διομήδης και ο Τεύκρος. Εν γένει δε πολλαί επεκράτησαν καθ’ όλην την Ελλάδα εμφύλιοι διχόνοιαι.

*

Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια αποτελούσι τον στήμονα περί όν επτερύγισεν η φαντασία του ποιητού.

*

Μέχρι της 7ης Ολυμπιάδος, ο αγών (δρόμου) ήτο χρηματίτης. Από της 7ης απέβη στεφανίτης. Εν αρχή η πανήγυρις περιελάμβανε μόνον έν αγώνισμα (τον δρόμο) και διαρκούσε μίαν ημέραν. Σιγά-σιγά περιέλαβε και άλλα αγωνίσματα, τον δίαυλον, τον δόλιχον, την πάλη, το πένταθλον, (άλμα, δίσκος, δρόμος, πάλη, ακόντιο), την πυγμή κλπ, και διαρκούσε πέντε ημέρας. Μετά τά μηδικά οι ολυμπιακοί αγώνες απέκτησαν μεγάλην λαμπρότητα.

*

Δεν θεωρώ μνήμης και λόγου άξιον τον άνδρα, ένεκα τής ταχύτητος των ποδών αυτού ή τής περί την πάλιν δεξιότητος ουδέ αν ήθελεν έχει των Κυκλώπων το μέγεθος και την δύναμιν, ουδέ αν ήθελεν είναι κατά την μορφήν χαριέστερος του Τιθωνού, και πλουσιώτερος του (βασιλέως της Φρυγίας) Μίδου, και του (βασιλέως της Κύπρου) Κινύρου, και βασιλεύτερος του Τανταλίδου Πέλοπος, ουδέ αν ήθελεν έχει την γλυκύφωνον γλώσσαν του Αδράστου, και πάσαν δόξαν, εάν δεν έχει θούριδα αλκήν, εάν δεν τολμά μέν να ίδη αιματόεντα φόνον, δεν επέρχεται δε εγγύθεν κατά των πολεμίων.

Κοινόν είναι τή πόλει καί παντί τώ δήμω αγαθόν ο ανήρ όστις, ταχθείς εν προμάχοις μείνη αυτόθι αδιαλείπτως, μηδέποτε συλλογιζόμενος περί αισχράς φυγής, αλλά προκινδυνεύων μέν διά ψυχής και καρδίας γενναίας, θαρρύνων δε διά των λόγων αυτού και τον πλησίον αυτού παρεστώτα άνδρα…

Εί δε τις, πεσών εν προμάχοις, απώλεσε την φίλην ζωήν, ευκλεΐσας άστυ τε και λαούς και πατέρα και πολλάς λαβών έμπροσθεν πληγάς, εις το στήθος, διά μέσου ασπίδος ομφαλοέσσης και θώρακος, τον τοιούτον ολοφύρονται μέν νέοι και γέροντες, διά πόθου δε αργαλέου κηδεύει πάσα η πόλις. Καί τιμάται μέν τύμβος αυτού, τιμώνται δε παίδες εν ανθρώποις, και παίδων παίδες, και άπαν γένος εξοπίσω.

*

Κυλώνειον Άγος

 Εν έτει 612, επί άρχοντος επωνύμου Μεγακλέους, του Αλκμαιωνίδου, ο φιλόσοφος ευπατρίδης Κύλων, όστις ήτο γαμβρός επί θυγατρί του τυράννου των Μεγάρων Θεαγένους, και είχεν αναδειχθή ολυμπιονίκης, επεχείρησε να σφετερισθή την υπερτάτην αρχήν εν Αθήναις, τη συνδρομή του πενθερού του. Η συνωμοσία αύτη απέτυχε μέν, φυγόντως του Κύλωνος και φονευθέντων πολλών αυτού οπαδών, αλλ’ εγένετο αιτία διαρκούς ταραχής. Οι φίλοι του Κύλωνος κατηγόρησαν τον Μεγακλέα και τον μέγαν οίκον των Αλκμαιονιδών εις όν ούτος ανήκεν, ως εναγείς, ως ιεροσύλους, διότι εφόνευσαν πολλούς των Κυλωνίων, οίτινες, καταφυγόντες εις τον εν τη ακροπόλει βωμόν, έπρεπε να εκληφθώσιν ως άσυλος και απαραβίαστος. Οι δε Αλκμαιονίδαι δεν ήθελον να υποβληθώσιν εις δίκην, και κυμαινομένης της πόλεως υπό του δεινού τούτου σάλου, προκύπτει αίφνης εις μέσον σωτήρ της πατρίδος, ο μέγας Σόλων.

Έργμασιν εν μεγάλοις πάσιν αδείν χαλεπόν. (= στα μεγάλα έργα είναι δύσκολο να ευχαριστήσει κανείς τους πάντας.)

Επί Πεισιστράτου ήρχισε να κτίζεται ο ναός του Ολυμπίου Διός, ο οποίος ολοκληρώθηκε όμως 650 χρόνια αργότερα, επί Αδριανού αυτοκράτορος.

Ο Πεισίστρατος ίδρυσε την πρώτην δημόσια βιβλιοθήκην και αυτός συνεκέντρωσε τά Ομηρικά Έπη. Ο ίδιος ίδρυσε τά Μεγάλα Παναθήναια, τά οποία ετελούντο κατά το τρίτο έτος των Ολυμπιάδων,

Ο Πεισίστρατος απέθανε το 527 π.Χ. και κατέλιπεν την τυραννίδα εις τούς υιούς αυτού Ίππαρχον, Ιππίαν και Θεσσαλόν.

Εν τέλει την τυραννίδα των Πεισιστρατιδών κατέλυσεν ο βασιλεύς της Σπάρτης Κλεομένης και η εξουσία εν Αθήναις περιήλθεν εις τον μεγάλον μεταρρυθμιστήν Κλεισθένην το 510 π.Χ. Επ’ αυτού εισήχθη και ο οστρακισμός.

Βιβλίον Τρίτον

Ιωνική επανάστασις

Η Ιωνική επανάστασις εξερράγη το 501 π.Χ. διά πρωτοβουλίας του δεσπότου της Μιλήτου Αρισταγόρα και του πενθερού του Ιστιαίου. Και οι δύο όμως εκινήθησαν εξ ιδιοτελείας, ενώ εγκατέλιπον και τον αγώνα ενώ αυτός ήτο εν εξελίξει. Την επανάστασιν υπεστήριξαν οι Αθηναίοι αποστείλαντες 20 πλοία και οι Ερετριείς 5 πλοία. Οι Σπαρτιάται ηρνήθησαν να στείλουν στρατό.

O ελληνικός στόλος κατεστράφη κατά την συγκροτηθείσα ναυμαχίαν παρά την νήσον Λάδην (σήμερον έχει ενωθή μετά τής ξηράς). Τον ελληνικό στόλο απετέλουν 80 πλοία Μιλησίων, 100 πλοία Χίων, 60 πλοία Σαμίων,12 πλοία της Πριήνης, 3 του Μυούντος, 17 της Τέω, 8 των Ερυθρών, 3 της Φωκαίας, και 70 της Λέσβου. Εν συνόλω η δύναμις συνεποσούτο εις 353 πλοία. Απ’ την άλλη πλευρά ο φοινικικός στόλος συνέκειτο εξ 600 πλοίων. Δυστυχώς η επιπολαιότης και η αμέλεια των ελληνικών πληρωμάτων, παρά τάς παραινέσεις του Φωκαέως Διονυσίου, τον οποίον οι λοιποί υπερρεώρουν λόγω της μικράς του δυνάμεως, ωδήγησε εις την πανωλεθρίαν των Ελλήνων.

Οι Πέρσαι, μετά την εις Λάδην νίκην, έστρεψαν πάσαν την δύναμιν αυτών, την τε πεζικήν και την ναυτικήν, κατά της Μιλήτου, ής μετ’ ολίγον εγένοντο εξ εφόδου κύριοι. Και τότε ήρχισεν η φοβερά κατά της επαναστάσεως εκδίκησις, ήτις ενθυμίζει εις πολλά, τάς τιμωρίας όσας έπαθον οι πατέρες ημών, οσάκις επιχειρήσαντες να αποσείσωσι τον τουρκικόν ζυγόν απέτυχον. Τά ιερά εσυλήθησαν και ενεπρήσθησαν. Εκ των κατοίκων οι μέν άνδρες το πλείστον εφονεύθησαν, οι δε ολίγοι περισωθέντες και αι γυναίκες και οι παίδες, απήχθησαν εις Σούσα, ίνα περιμείνωσι τάς διαταγάς του Δαρείου, όστις, ως πάντοτε, φιλανθρωπότερος ών των στρατηγών αυτού, κακόν ουδέν άλλο ποιήσας εις τά δυστυχή εκείνα θύματα, κατώκισεν αυτά επί τη ερυθρά θαλάσση, εις την πόλιν Άμπην, παρ’ ήν παραρρέει ο Τίγρης ποταμός. Συνέβη δε η άλωσις της Μιλήτου εν έτει έκτω από της αρχής της επαναστάσεως, ήτοι, εν έτει 496 ή 495 π.Χ. Κατά δε το ακόλουθον θέρος, η ναυτική και η πεζική των Περσών δύναμις συνεπλήρωσαν την υποδούλωσιν όλων των κατά την Ασίαν Ελλήνων, των τε νησιωτών και των ηπειρωτών.

*

Περσικοί ή Μηδικοί πόλεμοι

Η ιωνική επανάστασις κατέστησεν αναπόδραστον την επί την ενταύθα Ελλάδα επιδρομήν των Περσών. Ουδείς ενόησε τούτο κάλλιον των Αθηναίων, εις τους οποίους η περί της αλώσεως της Μιλήτου αγγελία επροξένησε θλίψιν άμα και ταραχήν μεγάλην.

Τωόντι, άμα καταβαλών την ιωνικήν επανάστασιν, ο Δαρείος εξέπεμψεν επί την Ελλάδα, και ιδίως επί την Ερέτριαν και τάς Αθήνας, τον στρατηγόν Μαρδόνιον μετά δυνάμεως ναυτικής και πεζικής ισχυράς. Ούτος διεπέρασε διά του Ελλησπόντου εις Ευρώπην και επεχείρησε την διά της Θράκης και της Μακεδονίας κατάβασιν. Αλλά περί τον Άθωνα ενέσκηψεν επί τον στόλον, ο οποίος συγκατέπλεε παρά την παραλίαν, τρικυμία φοβερά, ως εκ της οποίας εναυάγησαν 300 μέν πλοία, 20.000 δε ανδρών. Υποστάς δε και ο ίδιος ο Μαρδόνιος ζημίαν ού μικράν, υπό της θρακικής φυλής των Βρύγων, δεν ενόμισε φρόνιμον να εξακολουθήση το επιχείρημα και επέστρεψεν άπρακτος εις τον Ελλήσποντον.

*

Η μάχη του Μαραθώνος

Αλλ’ ο Δαρείος επέμεινεν εις την εκτέλεσιν του βουλεύματος αυτού. Παρεσκεύασεν 600 μέν τριήρεις, πλείστα δε φορτηγά πλοία και στρατόν πολυάριθμον, όστις, επιβιβασθείς, εν έαρι του 490 έτους, επί του στόλου, συνεπυκνώθη εις Σάμον. Συνέπλεε δε και ο Ιππίας, ως οδηγός και σύμμαχος των Περσών. Αρχηγοί της εκστρατείας ήσαν ο Δάτις, Μήδος το γένος, και ο Αρταφέρνης, υιός του ομωνύμου σατράπου των Σάρδεων, ανεψιός δε του Δαρείου.

Ο στόλος έπλευσεν εκ Σάμου διά μέσου του Αιγαίου πελάγους, προς την Εύβοιαν, καθυποτάσσων καθ’ οδόν τάς εν τώ μεταξύ κειμένας νήσους, και πρό πάντων την Νάξον. Μετά ταύτα εκυρίευσεν την Κάρυστον και τότε ώρμησεν επί την Ερέτριαν. Οι Ερετριείς αντέστησαν επί τινας ημέρας επαγαγόντες ού μικράν εις τους πολεμίους φθοράν. Αλλά τελευταίον δύο των εγκρίτων πολιτών, Εύφορβος ο Αλκιμάχου, και Φίλαγρος ο Κυνέου, παρέδωκαν τωόντι διά προδοσίας την Ερέτριαν εις τους Πέρσας, οίτινες κατά το σύνηθες, ενέπρησαν τά ιερά αυτής και ηνδραποδίσαντο τους κατοίκους.

 

Μετά τινων ημερών ανάπαυσιν εν Ερετρία, οι Πέρσαι απεβιβάσθησαν εις τον περίφημον λιμένα του Μαραθώνος, κατά συμβουλήν του Ιππίου. Άμα δε αναγγελθέντος ότι οι Πέρσαι απέβησαν εις Μαραθώνα, αντεπεξήλθεν εις το αυτό χωρίον ο των Αθηναίων στρατός, απεστάλη δε ο ταχυδρόμος Φειδιππίδης, όστις έφθασεν πεζός εντός 48 ωρών εις Σπάρτην διά να ζητήση βοήθειαν. Οι Λακεδαιμόνιοι εφάνησαν πρόθυμοι να βοηθήσωσι τους Αθηναίους, αλλ’ είπον ότι δεν δύνανται να πράξωσι τούτο αμέσως, διότι ήτο ενάτη ημέρα της σελήνης, υπό αρχαίου δε νόμου και έθους υπάρχει απηγορευμένον εις αυτούς να εκστρατεύωσι, τουλάχιστον κατά τον μήνα τούτον, εντός του δευτέρου πρό της πανσελήνου τετάρτου. Υπέσχοντο όμως ότι άμα μετά την πανσέληνον θέλουσι δράμει εις την Αττικήν. Ήλθεν όμως επίκουρος δύναμις 1000 οπλιτών Πλαταιέων, υπό τον Αείμνηστον, και η όλη ελληνική δύναμις συνεποσόθη εις 10 ή το πολύ 11 χιλιάδας οπλιτών, ενώ ο περσικός στρατός ήτο ασυγκρίτω τώ λόγω πολυπληθέστερος. Συγγραφείς μεταγενέστεροι ανεβίβασαν το ποσόν αυτού, οι μέν εις 110.000, οι δε εις 300.000, οι δε εις 500.000, οι δε εις 600.000. Ο πλησιέστατος εις τά πράγματα Ηρόδοτος λέγει μόνον αυτόν «πολλόν τε και εύ εσκευασμένον».

Η μάχη συνεκροτήθη κατά τάς πρώτας ημέρας του Σεπτεμβρίου του 490 έτους. Οι Πέρσαι εξετόξευσαν επί τους Έλληνας βροχήν βελών αναριθμήτων, αλλ’ η ελληνική παράταξις ήτο ψιλή, τά δ’ αμυντικά των ανδρών όπλα, κράνη, θώρακες, κνημίδες, ασφαλή, ώστε τά βέλη έπεσον ή κατά γής ή επί χαλκού ανενδότου. Και εντός ολίγων έτι λεπτών, επέσκηψαν οι οπλίται επί το περσικόν μέτωπον και η σύρραξις υπήρξε φοβερά. Αι δύο ελληνικαί πτέρυγες επέμενον πιέζουσαι και κόπτουσαι τους Πέρσας, μέχρις ού έτρεψαν εις φυγήν αυτούς. Ο αρχιστράτηγος Μιλτιάδης δεν εξηκολούθησε την δίωξιν αλλά, συναγαγών αμέσως αμφότερα τά κέρα, επέπεσεν επί το νικηφόρον περσικόν κέντρον. Ανακουφισθέντες δ’ εντεύθεν και οι οπλίται του κέντρου, συνέθεντο αύθις τάς διαρραγείσας αυτών τάξεις, ώστε οι Πέρσαι και οι Σάκαι, πανταχόθεν ούτω προσβληθέντες, δεν ηδυνήθησαν να ανθέξωσι και ετράπησαν ωσαύτως εις φυγήν. Τότε ο Μιλτιάδης διέταξεν δίωξιν γενικήν. Και πολλοί μέν των πολεμίων απωλέσθησαν περιπεσόντες εις το μέγα έλος, οι δε πλειότεροι κατέφυγον εις τά πλοία. Πέρσαι έπεσον 6.400, Έλληνες δε 192 ενώ εκυριεύθησαν μόνον επτά πλοία. Ο Δάτις και ο Αρταφέρνης επανήλθον εις τά ίδια, ενώ ο Ιππίας απέθανεν εκ της λύπης αυτού.

*

Η μάχη των Θερμοπυλών – ναυμαχία Αρτεμισίου

Ο Δαρείος, εις άκρον παροξυνθείς, απεφάσισε να εκστρατεύση αυτός κατά της Ελλάδος, συνεπαγόμενος άπασαν του αχανούς αυτού κράτους την δύναμιν, και επί τούτω επεχείρησεν παρασκευάς τριετείς. Απεβίωσεν όμως αίφνης καταλιπών την αρχήν εις τον υιόν αυτού Ξέρξην, όστις μετά τετραετή προπαρασκευή συνέλεξε την μεγίστην στρατιωτικήν δύναμιν. Κατά το φθινόπωρο δε του 481 έτους άπας ο αχανής εκείνος στρατός του Ξέρξου συνήλθεν απανταχόθεν του κράτους περί τάς Σάρδεις, όπου διεχείμασεν.

Ο στόλος συγκείμενος εκ πλοίων πολεμικών 1207 και πολυαρίθμων άλλων φορτηγών, ηθροίσθη εις τον Ελλήσποντον και περί την Θράκην και την Ιωνίαν.

Ωσαύτως εξετέλεσεν ο Ξέρξης την ζεύξιν του Ελλησπόντου και την τομήν του ισθμού του Άθωνος, και προσέτι την γεφύρωσιν του ποταμού Στρυμώνος. Άμα δε αρξαμένου του έαρος ώρμησε εκ Σάρδεων η μεγάλη στρατιά. Ουδέποτε εν τη ιστορία της ανθρωπότητος αναφέρεται συγκροτηθείς εκ τοσούτω διαφόρων και τοσούτω απ’ αλλήλων απεχουσών χωρών, προς ένα σκοπόν και υπό αρχηγόν ένα, στρατός όμοιος του τότε εν τη Θράκη περί τάς εκβολάς του Έβρου, αθροισθέντος. Τεσσαράκοντα έξ έθνη, έκαστον φέρον μέν τον ίδιον αυτού εθνικόν ιματισμόν και οπλισμόν, έχον δε τους ιδίους αυτού ηγεμόνας, απετέλουν τήν αναρίθμητον κατά ξηράν δύναμιν. Οκτώ δε έτερα έθνη παρέσχον τον στόλον. Το όλον πεζικόν συνεποσούτο εις 1.700.000 ανδρών, αλλά παρεκτός τούτων ήσαν 80.000 ιππέων, και προσέτι πλήθος Λιβυκών αρμάτων και Αραβίων καμήλων, αγομένων υπό 20.000 περίπου ανδρών. Η ναυτική Παρασκευή, πλήν των 1207 τριήρων, περιελάμβανεν 3.000 μικρότερα πολεμικά και φορτηγά πλοία. Το όλον πλήθος όπερ ο Ξέρξης συναπήγαγεν εξ Ασίας συνεποσούτο εις τον καταπληκτικόν αριθμόν των 2.317.610 ανδρών. Εις τούτους δε πρέπει κατά την εικασίαν του Ηροδότου, να προσθέσωμεν τουλάχιστον ίσον αριθμόν υπηρετών,

δούλων, καπήλων κλπ, ώστε οι περί τον βασιλέα των Περσών άνδρες, καθ’ ήν στιγμήν απήντησαν την πρώτην ελληνικήν αντίστασιν, συνεποσούντο εν όλοις εις 5.283.220.

Εν’ όψει τούτης της λαίλαπος, αι πλείσται των προς βορράν της Αττικής και της Πελοποννήσου πολιτειών εκ πρώτης μέν αφετηρίας ήσαν ή διατεθειμέναι να υποταχθώσιν εις τους πολεμίους, οίον αι Θήβαι και οι πλειότεροι των Βοιωτών, ή τουλάχιστον νωθρόταται προς τον επικείμενον αγώνα, μετ’ ολίγον δε έδωκαν γήν και ύδωρ εις τον βασιλέα.

Οι υπόλοιποι δε Έλληνες, όσοι απεφάσισαν ν’ αντιταχθώσι εις την καταιγίδα ταύτην, επέλεξαν ως σημεία συγκρούσεως τά στενά των Θερμοπυλών διά τον πεζικόν στρατόν και την παραλίαν του Αρτεμισίου εις το βόρειον της Ευβοίας μέρος διά τον στόλον. Η τε κατά ξηράν και κατά θάλασσαν δύναμις διετέλει υπό Σπαρτιάτας ηγεμόνας, η μέν κατά θάλασσαν υπό τον Ευρυβιάδην η δε κατά ξηράν υπό τον βασιλέα Λεωνίδαν. Ο ελληνικός στρατός, ο καταλαβών τότε τάς Θερμοπύλας συνεποσούτο το πολύ εις 6.000 οπλιτών. Η ναυτική δύναμις, η υπό τον Ευρυβιάδην εις Αρτεμίσιον σταλείσα, συνεκροτείτο εκ 271 τριήρων και 9 πεντηκοντόρων, έφερον δε περί τάς 60.000 ανδρών.

Εις τάς Θερμοπύλας, επί δύο αλλεπαλήλους ημέρας, οι πολέμιοι ει και αδιαλείπτως αποκρουόμενοι, διετέλεσαν επιμόνως επαναλαμβάνοντες τον αγώνα. Και αυτοί δε οι αθάνατοι, ήτοι οι μύριοι της βασιλικής φρουράς λογάδες και οι λοιποί κράτιστοι του στρατού άνδρες, διαταχθέντες κατά την δευτέραν ημέραν να ορμήσωσιν επί την έφοδον, έπαθον την αυτήν επονείδιστον τροπήν και την αυτήν ζημίαν, ήν οι προηγουμένως αποκρουσθέντες. Η δίοδος εφαίνετο απόρθητος και η αμηχανία του μεγάλου βασιλέως επί μάλλον και μάλλον εκορυφούτο, ότε Μαλιεύς τις, ονόματι Εφιάλτης, απεκάλυψεν αυτώ την ύπαρξιν της ατραπού ήτις διά του όρους έφερεν εις τά οπίσθια των Θερμοπυλών. Εντεύθεν κατέστη πρόδηλον ότι η άμυνα ήτο αδύνατον να παραταθή, ώστε οι πλείστοι των αυτόθι τεταγμένων Ελλήνων υπέλαβον μάταιον να επιμείνωσι, θυσιαζόμενοι ανωφελώς. Ο Λεωνίδας όμως απεφάσισε να μην εγκαταλείψη ουδέ εν τη εσχάτη ταύτη αμηχανία την θέσιν της οποίας επετράπη αυτώ η άμυνα. Οι περί αυτόν 300 Σπαρτιάται, τά αυτά έχοντες φρονήματα, έμειναν προθύμως μετά του βασιλέως αυτών. Ομοίως έμειναν όμως 700 Θεσπιείς και ο μάντις Μεγιστίας ο Ακαρνάν. Ούτοι πανταχόθεν κυκλωθέντες, εθανατώθησαν όλοι, μηδενός εξαιρουμένου, και μηδέ τότε αποβαλόντες το θάρρος αυτών, αλλά μέχρις εσχάτης αναπνοής διατελέσαντες αμυνόμενοι. Εν συνόλω κατά την υπεράσπισιν των Θερμοπυλών έπεσον 4.000 Έλληνες εκ δε των Περσών 20.000 άνδρες.

*

Τούτων δε γενομένων εν Θερμοπύλαις, δεν έμειναν άπρακτοι ουδέ οι τον παρακείμενον πορθμόν κατέχοντες στόλοι. Οι συγκρούσεις εγένοντο επί τριήμερον και η προκληθείσα φθορά εις τους πολεμίους μεγάλη. Ήδη ο στόλος των Περσών είχεν υποστεί απωλείας 600 τριήρων εξ αιτίας δύο τρικυμιών. Την τρίτην δε ημέραν και μετά πεισματώδη αγώνα, όστις επήγαγε φθοράν μεγάλην εις εκατέρους τους αντιπάλους, οι Έλληνες μαθόντες την θλιβεράν είδησιν, ότι ο Ξέρξης εγένετο ήδη κύριος των πυλών, ώστε μη υπαρχούσης πλέον ανάγκης να μένη ο στόλος εις Αρτεμίσιον, απεφάσισαν να υποχωρήσωσι, έπλευσαν δε εις Σαλαμίνα.

*

Ναυμαχία της Σαλαμίνος

Μετά ταύτα οι μέν Σπαρτιάται περιωρίσθησαν εις την ταχύστην και ασφαλεστάτην οχύρωσιν του ισθμού της Κορίνθου, παραδίδοντες ούτω έρμαιον εις τους βαρβάρους ού μόνον την Αττικήν, αλλά και αυτά τά Μέγαρα, οι δε Αθηναίοι άμαχοι εκκένωσαν την πόλιν των, αποδημήσαντες εις Τροιζήνα, Αίγινα και Σαλαμίνα. Προσέτι ο δήμος, επί προτάσει του Θεμιστοκλέους, εξέδοτο ψήφισμα, δι’ ού ανεκαλούντο πάντες οι δι’ οστρακισμού προσωρινώς εξωρισμένοι πολίται, εν οίς και ο Αριστείδης. Επί πάσι δε επεσκευάσθησαν κατεσπευσμένως τά περί Αρτεμίσιον παθόντα πλοία, ώστε, επελθόντος του περσικού στόλου, ευρέθησαν εις κατάστασιν να επαναλάβωσι τον αγώνα. Ο εν Σαλαμίνι ήδη αθροισθείς στόλος συνέκειτο εκ 378 τριήρων κατά τον Ηρόδοτον, αλλά κατά τον αυτόπτην Αισχύλο, οι τριήρεις δεν υπερέβαινον τάς 300.

Ο Ξέρξης, μετά δύο ή τρείς ημέρας από της εν Θερμοπύλαις μάχης, ώρμησεν προς τά ενδότερα της Ελλάδος. Μία δε μοίρα του στρατού απεστάλη εις Δελφούς ίνα λεηλατήση το ιερόν, αλλ’ ο προστάτης του πολυθρυλήτου τούτου ιερού, ο Απόλλων, έσωσεν αυτό διά θαυμάτων, των οποίων δεν υπήρξον βεβαίως αμέτοχοι οι επιτήδειοι του μαντείου επιμεληταί. Άμα οι Πέρσαι, αναβαίνοντες διά της ατραπού του Παρνασσού ήτις έφερεν εις Δελφούς, έφθασαν εις τον ναόν της Προναίας Αθηνάς, ηκούσθησαν αίφνης φοβεραί βρονταί, από δε του όρους απορραγείσαι δύο κορυφαί επέσκηψαν, διά πολλού πατάγου, επί τους επερχομένους , συντρίψασαι πλείστους όσους αυτών, εν δε τώ ναώ της Προναίας βοή και αλαλαγμός εγίνετο, ώστε οι πολέμιοι καταληφθέντες υπό πανικού φόβου, ετράπησαν εις φυγήν. Κατεδιώχθησαν δε ού μόνον υπό των Δελφών, αλλά, ως έλεγον, και υπό δύο οπλιτών εχόντων φύσιν μείζονα της ανθρωπίνης, οίτινες, ως εβεβαίουν έπειτα οι Δελφοί, δεν ήσαν άλλοι, ειμή οι δύο ήρωες Φύλακος και Αυτόνοος, ών τά τεμένη παρέκειντο παρά το της Αθηνάς ιερόν. Ούτω λοιπόν εσώθη τότε το μαντείον, το οποίον και έμεινε έκτοτε επί πολύν χρόνον άσυλον, μέχρις ού μετά 130 περίπου έτη ελεηλάτησεν αυτό κατά πρώτον η βέβηλος του Φωκέως Φιλοβήλου χείρ.

Ο Ξέρξης μετά του κυρίου στρατού, επορεύθη εν τώ μεταξύ διά της Βοιωτίας προς την Αττικήν δηώνων και λεηλατών, και έφθασεν ακωλύτως εις τους πρόποδας της ακροπόλεως, εντός της οποίας είχον εγκλεισθή οι μη δυνάμενοι να εγκαταλείψωσι την πόλιν γέροι και ανάπηροι. Συγχρόνως δε με την εκπολιόρκησιν της Ακροπόλεως έφθασεν εις Φάληρον ο πολυάριθμος αυτού στόλος.

Εν τώ μεταξύ εν Σαλαμίνι εγένοντο δραματικά και επεισοδιακά συμβούλια των Ελλήνων περί του πρακτέου. Η φράσις μάλιστα «πάταξον μέν άκουσον δε» ειπώθηκε υπό τού Θεμιστοκλέους κατά μέν τον Πλούταρχο εις τον Ευρυβιάδη, κατά δε τον Ηρόδοτο εις τον Κορίνθιο στρατηγό Αδείμαντο, ο οποίος υπέρ πάντα άλλον επόθη υποχώρησιν εις Κόρινθον. Μάλιστα εις επομένην σύσκεψιν ο τελευταίος εφέρθη αναιδώς προς τον Θεμιστοκλέα λέγοντάς του μεταξύ άλλων : «Σιώπα, Θεμιστόκλεις, διότι δεν εκπροσωπείς ενταύθα ελευθέραν ελληνίδα πόλιν. Μη λησμονείς ότι αι Αθήναι κατέχονται υπό πολεμίων και ότι άνθρωπος άπατρις δεν ειμπορεί να έχη δικαίωμα ψήφου εν τώ συνεδρίω τούτω». Ο Θεμιστοκλής έξω φρενών εξήβρισε τον Αδείμαντο και τους Κορινθίους και ηπείλησε τον Ευρυβιάδη με αποχώρησιν των 200 Αθηναϊκών τριήρεων και μετάβασίν των εις Ιταλίαν, εάν δεν εισακουσθή η πρότασίς του να ναυμαχήσωσι εις τήν Σαλαμίνα. Ο Ευρυβιάδης, αναλογιζόμενος και τάς συνεπείας, αν αποχωρήσωσιν οι Αθηναίοι, συνετάχθη μετά τού Θεμιστοκλέους και απεφάσισε μάλιστα χωρίς να θέση το θέμα εις ψηφοφορίαν, να παραμείνωσι και να αντιμετωπίσωσι τους Πέρσας εις τό στενό της Σαλαμίνος. Εις τήν απόφασι του Ευρυβιάδου υπήρξαν πολλαί αντιδράσεις και ηναγκάσθη να συγκαλέση νέαν σύσκεψιν. Ο Θεμιστοκλής όμως κατέφυγεν εις τό τέχνασμα να στείλη τον Σίκινον εις τούς Πέρσας διά να τους καταδώση δήθεν, ότι οι Έλληνες δεν ήθελον να ναυμαχήσωσιν εις τήν Σαλαμίνα και ότι θα διαλυθώσι μόλις ιδούν τον περσικό στόλον. Έτσι τους προέτεινε να ναυμαχήσωσιν αμέσως και εις τήν Σαλαμίνα, πράγμα το οποίον ήδη είχεν αποφασίσει ο Ξέρξης.

Η υπεροχή της περσικής δυνάμεως ήτο υπέρογκος. 300 περίπου ελληνικά πλοία φέροντα 70 ή 80.000 το πολύ ανδρών, προέκειτο ν’ αγωνισθώσι προς 1000 το ολιγώτερον περσικά και άνδρας 250 ή 300.000.

Και είχεν ήδη ανατείλει ο ήλιος της μεγάλης εκείνης ημέρας περί τά μέσα Σεπτεμβρίου του 480, καθ’ ήν έμελλε να αποφασισθή η τύχη της Ελλάδος. Και ενώ οι δύο στόλοι αντιπαρατεταγμένοι όντες έμειναν επί τινα χρόνον ακίνητοι, αίφνης αντήχησε πρώτος των Ελλήνων ο παιάν, και εσήμανεν η σάλπιγξ του Ευρυβιάδου την έφοδον και ανεβόησαν τά πληρώματα «ίτε παίδες Ελλήνων, ελευθερούτε πατρίδα» και ώρμησε προς τά πρόσω πάσα η ελληνική παράταξις. Η μάχη απέβη γενική και επί πολύν χρόνον αμφίρροπος. Πρώτοι ήρχισαν υπερισχύοντες οι Αθηναίοι εις το αριστερόν κέρας. Ενταύθα ο Θεμιστοκλής, πυκνώσας τάς αρίστας αυτού νήας, διέσπασε τελευταίον το ημικύκλιον το οποίον είχον σχηματίσει περί αυτόν οι Φοίνικες και ηνάγκασε τά μέν των εχθρικών πλοίων να πέσωσιν έξω εις την στερεάν, τά δε να ζητήσωσιν άσυλον όπισθεν του κέντρου. Κατόπιν ο Θεμιστοκλής επέπεσεν επί του κέντρου, το οποίον μετ’ ού πολύ υπενδίδει. Τά περσικά πλοία, όσα δεν εξώκειλαν, εζήτουν, διωκόμενα υπό των Αθηναίων να διαφύγωσι προς τον Πειραιά και το Φάληρον, αλληλοσυγκρουόμενα όμως, έθραυον αλλήλων τάς κώπας και αμοιβαίως ετιτρώσκοντο διά των εμβόλων αυτών.

Εις τό πλευρό των Περσών εμάχετο και η βασίλισσα της Αλικαρνασσού Αρτεμισία, η οποία προκειμένου να σωθή από επερχομένην κατά πάνω της ελληνικήν τριήρην, προσεποιήθη φίλια τριήρη και επετέθη κατά άλλης Περσικής, την οποία και εβύθισεν. Ο Ξέρξης ιδών το συμβάν και νομίσας ότι η Αρτεμισία εβύθισε εχθρικό σκάφος, είπε τότε την γνωστή φράσι «οι άνδρες γεγόνασι μοι γυναίκες, αι δε γυναίκες γεγόνασι άνδρες».

Είχε ήδη επέλθει η νύξ, αλλά πανσέληνος λαμπρά εφώτισε τον θρίαμβον των Ελλήνων, τον οποίον εσυμπλήρωσεν η άναδρεία του Ξέρξου, όστις ανεχώρησεν διά τά ίδια και εσπευσμένως, εγκαταλίπων όμως τον Μαρδόνιο μετά 300.000 λογάδων ανδρών, διά των οποίων εθεώρει ο τελευταίος ότι ηδύνατο να υποτάξη την Ελλάδα. Εις τήν ναυμαχίαν οι Έλληνες απώλεσαν 40 πλοία οι δε Πέρσαι πλείονα τών 200.

*

Μάχη των Πλαταιών – μάχη της Μυκάλης

Εν Θεσσαλία ο Μαρδόνιος εξελέξατο τους άνδρας μεθ’ ών προέκειτο να εξακολουθήση τον αγώνα, εν όλοις 300.000 πεζών τε και ιππέων. Απεφάσισε δε να διαχειμάση εις Θεσσαλίαν και να αναβάλη εις το επιόν έαρ τά περαιτέρω αυτού επιχειρήματα. Πάλιν όμως ανέβαλεν μέχρι του Ιουλίου τάς νέας εχθροπραξίας, άδηλον διατί. Επεχείρησε δε να συνδιαλαγή μετά των Αθηναίων, αλλ’ ανεπιτυχώς. Ακόμη, και ότε οι Αθηναίοι εξωργίσθησαν κατά των Σπαρτιατών, επειδή ούτοι επεδείκνυον επικίνδυνον αδράνειαν εορτάζοντες τά Υακίνθια, ενώ ο Μαρδόνιος ορμήσας ήδη εκ Θεσσαλίας προέβη ακωλύτως μέχρι της Αττικής. Τοσούτον απαίσιον ενόμισαν οι Αθηναίοι ότι ευρέθη και είς βουλευτής ο γνωμοδοτήσας ότι συμφέρει ίσως να δεχθώσι τάς προτάσεις του Μαρδονίου, ώστε, εν τη τυφλώσει της οινεί μαινομένης φιλοπατρίας αυτών, ελιθοβόλησαν τον δυστυχή εκείνον ονόματι Λυκίδην, και ού μόνον αυτόν, αλλά και την γυναίκα και τά τέκνα αυτού.

Εν τέλει όμως η Σπάρτη απέστειλε με θαυμαστή ταχύτητα τον βασιλέα Παυσανία μετά 40.000 περίπου ανδρών προς υπεράσπισιν της Αττικής. Όλος δε ο ελληνικός στρατός ο οποίος συνεκεντρώθη εις Ελευσίνα, συνέκειτο εξ 110.000 περίπου ανδρών. Εντεύθεν ο Παυσανίας ανέβη εις Βοιωτίαν διά του Κιθαιρώνος, και ιδών τους Πέρσας παρά τον Ασωπόν ποταμόν τεταγμάνους, εσκήνωσεν αυτός κατ’ αρχάς εις τά πλευρά του όρους, παρά τάς Ερυθράς, κατήλθεν δε αργότερον, και ενώ οι δύο στρατοί κεχωρισμένοι υπό στενού μόνον διαστήματος, εντός του οποίου έρρεεν ο Ασωπός, ήσαν έτοιμοι να ορμήσωσι κατ’ αλλήλων, δεν το έπραττον όμως αναμένοντες να αποβώσι αίσια τά ιερά σφάγια. Επί τέλους η μάχη εξερράγη μετά δεκαήμερον.

Τελευταίον ο Παυσανίας, απειρηκώς υπό της αλγεινής ταύτης του αγώνος αναβολής, ύψωσε τους οφθαλμούς προς το καταφανές εκείθεν Ηραίον το Πλαταιέων, και επεκαλέσατο την θεόν ν’ αναδειχθή ευμενεστέρα προς τον αγαπητόν αυτής λαόν. Άμα δε γενομένης της προσευχής, ώ του θαύματος, απέβησαν αίσια τά σφάγια. Οι Τεγεάται μάλιστα, μαντεύσαντες ότι η θεός θέλει επακούσει των δεήσεων του στρατηγού, ώρμησαν, έτι αυτού ευχομένου, κατά των πολεμίων, διατάξαντος δε του Παυσανίου, προεξήλασαν και οι Λακεδαιμόνιοι. Το προτείχισμα των γέρρων ανετράπη εν ριπή οφθαλμού αλλ’ οι Πέρσαι, καίτοι αποστερηθέντες ούτω του προμαχώνος αυτών, επέμειναν ουδέν ήττον ανταγωνιζόμενοι δι’ ανδρείας τοσούτω μάλλον θαυμαστής όσο εμάχοντο ατάκτως και διά βραχέων δοράτων ή ξιφών, ενώ οι Έλληνες επετίθεντο εν παρατάξει ευρύθμως βαίνοντες και από κεφαλής μέν μέχρι ποδών κατάφρακτοι όντες, διά μακρών δε δοράτων ωπλισμένοι. Εν τη συρράξει ταύτη, πολλοί μέν Πέρσαι συλλαμβάνοντες τά δόρατα των Λακεδαιμονίων έθραυον αυτά, πολλοί δε, πυκνωθέντες εις σπείρας δέκα ή πλειοτέρων ή ολιγωτέρων ανδρών και προσπαθούντες να διασπάσωσι το τείχος της ελληνικής παρατάξεως, εθυσιάζοντο εν τώ ανίσω τούτω αγώνι. Αυτός ο Μαρδόνιος από ίππου λευκού μαχόμενος, διέπρεπεν, χίλιοι δε σωματοφύλακες αυτού περιφανώς ηρίστευσαν και επίεσαν τους Έλληνας. Αλλά πίπτει τελευταίον ο Μαρδόνιος καταβληθείς υπό της στιβαράς χειρός του Σπαρτιάτου Αειμνήστου, πίπτουσιν οι πλείστοι των περί αυτόν και τότε οι λοιποί Πέρσαι, παντελώς αθυμήσαντες, υπεχώρησαν και άμα ιδόντες τους Πέρσας νικηθέντας οι άλλοι Ασιανοί εγκατέλιπον προτροπάδην το πεδίον της μάχης. Εν τώ μεταξύ οι Αθηναίοι συνεπλάκησαν πεισματωδώς προς τους Βοιωτούς και ιδίως προς τους Θηβαίους οπλίτας, οίτινες εμάχοντο παρά τώ πλευρώ των βαρβάρων, και τους έτρεψαν εις φυγήν.

Γενόμενοι κύριοι του περσικού στρατοπέδου οι Έλληνες διέπραξαν τοιαύτην σφαγήν, ώστε κατά τον Ηρόδοτον εκ των 300.000 εσώθησαν 40.000 υπό τον Αρτάβαζον, οι οποίοι ελιποτάκτησαν και εκ τών υπολοίπων μόνο 3.000. Εκ τών Ελλήνων έπεσαν 91 Σπαρτιάτες, 16 Τεγεάτες, 52 Αθηναίοι, 600 Μεγαρείς-Φλιάσιοι κλπ, οι οποίοι κατά τον Πλούταρχο συνεποσούντο εις 1360.

*

Τη ενδεκάτη ημέρα από της μάχης, προσελθόντες οι Έλληνες προς την πόλιν των Θηβών απήτησαν την παράδοσιν των μηδισάντων αυτής προυχόντων, και επειδή οι Θηβαίοι απεποιήθησαν την παράδοσιν, ήρχισεν η πολιορκία της πόλεως και η δήωσις της χώρας. Οι Θηβαίοι αντέστησαν επί 20 ημέρας, αλλ’ επί τέλους παρέδωκαν τους άνδρας, οι οποίοι και εφονεύθησαν άνευ δίκης τινός.

*

Εν τώ μεταξύ, εν έαρι του 479, ο ελληνικός στόλος εις 110 τριήρεις συμποσούμενος και υπό τον βασιλέα της Σπάρτης Λεωτυχίδην και τον Αθηναίον Ξάνθιππο, είχε μείνει άπρακτος εν Δήλω έως τά τέλη του Αυγούστου μηνός. Εν αρχή του Σεπτεμβρίου, ο Λεωτυχίδης, ενδίδων εις τάς αιτήσεις πολλών Ιώνων, απεφάσισε να επιπλεύση εις Σάμον, όπου ήξευρε συγκεντρωμένον όντα τον περσικόν στόλον συγκείμενον εκ 300 πλοίων. Άμα ήκουσαν δε οι Πέρσαι επερχόμενον τον ελληνικόν στόλον, υπεχώρησαν εις την αντικρύ στερεάν, προς το παρά την Μίλητον όρος της Μυκάλης, όπου εστρατοπέδευον 60.000 Περσών, υπό τον Τιγράνην. Ενταύθα ανείλκυσαν και τάς νήας και ωχυρώθησαν διά περιτειχίσματος προχείρου.

Οι Έλληνες επήλθον εις την παραλίαν της Μυκάλης και απέβησαν εις την στερεάν ίνα επιτεθώσι κατά της ηνωμένης εκείνης πεζικής και ναυτικής δυνάμεως. Δεν υπερέβαινον δε τάς 25.000 ανδρών, ενώ οι Πέρσαι συνοποσούντο τουλάχιστον εις 120.000 και ήσαν ωχυρωμένοι. Αλλ’ ήτο αύτη η μεγάλη της εν Πλαταιαίς νίκης ημέρα, και αίφνης, ως λέγει ο Ηρόδοτος, φήμη τις διεδόθη εις άπαν το στρατόπεδον, ότι την ώραν εκείνην οι Έλληνες κατετρόπουν εν Βοιωτία τον Μαρδόνιον, οι δ’ εν Μυκάλη μαχηταί, θαρρήσαντες εκ τούτου, εξώρμησαν ακατάσχετοι επί τους αντιπάλους. Οι Πέρσαι, εμπήξαντες τά γέρρα εις την γήν, έβαλλον τά τόξα όπισθεν του δευτέρου τούτου προτειχίσματος. Αλλ’ ο προμαχών ούτος ανετράπη επί τέλους υπό των Ελλήνων, οίτινες ελαύνοντες ήδη προς τά πρόσω συνεισήλθον συγχρόνως σχεδόν μετά των υποχωρούντων εχθρών εις το ωχυρωμένον τούτων στρατόπεδον. Και ενταύθα όμως οι γνήσιοι Πέρσαι αντέστησαν καρτερικώτατα, ουδ’ ενέδωκαν ειμή ότε κατέφθασαν οι Λακεδαιμόνιοι. Την δε ήτταν συνεπλήρωσεν η επανάστασις των Ιώνων, ών πρώτοι οι Σάμιοι, έπειτα άλλοι Ίωνες και Αιολείς, επί πάσι δε οι Μιλήσιοι επετέθησαν κατά των αρχαίων αυτών κυριάρχων.

*

Μάχη της Ιμέρας

Ενώ δε οι εν τη κυρίως Ελλάδι Έλληνες απέκρουον ούτω την μεγάλην του Ξέρξου επιδρομήν, οι εν Σικελία ομογενείς περιεπλάκησαν προς πολέμιον έτερον, ουδέν ήττον σχεδόν ισχυρόν, και ίσως εκ συνεννοήσεως προς τους Πέρσας εμβαλόντα εις την ελληνικήν εκείνην χώραν.

Εν όψει της εισβολής του Ξέρξου εις τήν Ελλάδα, ο Γέλων, πανίσχυρος τύραννος των Συρακουσίων, υπεσχέθη βοήθεια η οποία θα ανήρχετο εις 200 τριήρεις, 20.000 οπλίτας, 2.000 ιππείς, 2.000 τοξότας, 2.000 σφενδονίτας και 2.000 ιπποδρόμους ψιλούς, και επίσης θα ανελάμβανε την διατροφήν όλου του ελληνικού στρατού καθ’ όλην την διάρκεια του πολέμου, υπό τον όρον όμως, ότι θα ανηγορεύετο ο ίδιος στρατηγός και ηγεμών των Ελλήνων, εις τόν προκείμενον αγώνα. Αλλά ούτε οι Λακεδαιμόνιοι ούτε οι Αθηναίοι εδέχθησαν τους όρους του.

Αλλά και αν ακόμα εδέχοντο, ο Γέλων δεν θα ηδύνατο να ανταποκριθή εις τάς υποσχέσεις του, διότι τον ίδιο καιρό έπρεπε να αντιμετωπίση τους Καρχηδονίους, οι οποίοι εν συνενοήσει με τους Πέρσας, απέστειλαν φοβερήν στρατιά υπό τον Αμίλκα κατά των Συρακουσίων.

3.000 πολεμικά πλοία συνοδευόμενα υπό πολύ πλειοτέρων φορτηγών αφίχθησαν εις Πάνορμον και απεβίβασαν 300.000 άνδρας, οίτινες ήρχισαν την πολιορκία της Ιμέρας. Τούτους αντμετώπισεν ο Γέλων με 50.000 πεζούς και 5.000 ιππείς εις μάχην εκ παρατάξεως ήτις διήρκεσεν από πρωίας μέχρις εσπέρας, και κατά την οποία οι Καρχηδόνιοι υπέστησαν ήτταν ολοσχερήν. Ο ίδιος ο Αμίλκας έπεσε μαχόμενος. Αυτοί οι Καρχηδόνιοι δε έπεμψαν πρέσβεις αιτούμενοι ειρήνην ήτις επετράπη αυτοίς ιδίως κατ’ αίτησιν της συζύγου του Γέλωνος Δαμαρέτης, επί τώ όρω του να καταβάλωσι τά έξοδα του πολέμου, ήτοι τάλαντα δισχίλια, και να οικοδομήσωσι δύο ναούς εις ούς έμελλον να τηρώνται εσαεί αι ομολογηθείσαι συνθήκαι. Οι δ’ εν Σικελία Έλληνες ού μόνον του έξωθεν εκείνου κινδύνου απηλλάγησαν ούτω, αλλά και πλείστα προσεκτήσαντο λάφυρα, όθεν πολυτελή αναθήματα, αφιερωθέντα εις τά εν Ιμέρα και εν Συρακούσαις, και εν Δελφοίς ιερά, εδήλωσαν την προς τους θεούς ευγνωμοσύνην αυτών.

*

Εις τον χάρτη απεικονίζονται αι εκστρατείαι τάς οποίας επραγματοποίησαν οι Πέρσαι κατά τους λεγομένους μηδικούς χρόνους, ως καί αι κυριώτεραι μάχαι.

Επιθετικός πόλεμος – Ηγεμονία των Αθηναίων

Μετά την εν Πλαταιαίς μάχην, οι Αθηναίοι επανελθόντες εις τά ίδια, εύρον την μέν χώραν αυτών πολλά παθούσαν, την δε πόλιν εντελώς σχεδόν καταστραφείσαν. Άμα δε επήρκεσαν εκ του προχείρου εις τάς πρώτας χρείας της αποκαταστάσεως αυτών, επεχείρησαν αμέσως την οχύρωσιν της πόλεως. Παρά τάς αντιδράσεις των Σπαρτιατών, ετειχίσθησαν αι Αθήναι, ο Πειραιεύς και η Μουνυχία, αφού δι’ ενεργειών του Θεμιστοκλέους, παραπλανήθησαν οι Σπαρτιάται. Ενώ δε έπραττον αυτά, μετείχον συγχρόνως της εκστρατείας, ήν επεχείρησαν κατά των Περσών οι Έλληνες τώ 478, υπό τον Σπαρτιάτην Παυσανίαν, αποστείλαντες 30 τριήρεις υπό τον Αριστείδην και τον Κίμωνα. Ο στόλος έπλευσεν εις Κύπρον και απήλλαξε τάς πλείστας αυτής ελληνικάς πόλεις από της περσικής κυριαρχίας, έπειτα δε ανέκτησεν το Βυζάντιον.

Μετά την ανάκτησιν όμως της πόλεως ταύτης, ο Παυσανίας ενεπλάκη εις προδοτικάς δραστηριότητας και βουλεύματα, ενώ και οι σύμμαχοι εδυσφόρουν. Οι έφοροι ανεκάλεσαν αυτόν εις την Σπάρτην και τον εφυλάκισαν κατ’ αρχάς, εν συνεχεία δε καταφυγών ως ικέτης ο Παυσανίας εις τον ναόν της Χαλκιοίκου Αθηνάς, απέθανε διά λιμού, ενοικοδομηθείσης της εισόδου. Και λέγεται ότι η ιδία αυτού μήτηρ, πρώτη προσελθούσα ήρχισε να φράττη την πύλην του ιερού, περί το 465 έτος.

Εν τώ μεταξύ η Σπάρτη έστειλε νέον στρατηγόν εις αντικατάστασιν του Παυσανίου, τον Δόρκιν, τον οποίον όμως δεν αποδέχθησαν οι σύμμαχοι, και μάλιστα οι Ίωνες, οι οποίοι είχον ήδη αναγνωρίσει ως ηγεμόνας τους στρατηγούς των Αθηναίων, Αριστείδην και Κίμωνα, ών η σύνεσις και η μετριοπάθεια ήτο έτι μάλλον επιτηδεία να καταστήση αφόρητον την αδικίαν και την τυραννίαν του ηγεμόνος της Σπάρτης. Όθεν ο Δόρκις ηναγκάσθη να επανέλθη μετά των ολίγων πλοίων του, άπρακτος εις τά ίδια. Τοιουτοτρόπως περιήλθεν εις τους Αθηναίους η ηγεμονία της ναυτικής των Ελλήνων δυνάμεως, οι δε Σπαρτιάται, καίτοι προσεβλήθη η φιλοτιμία αυτών, δεν επεχείρησαν να αναλάβωσι διά της βίας το πάλαι αξίωμα.

Επί τινα χρόνον, μετά την εν Πλαταιαίς μάχην, οι Αθηναίοι δεν έπαυσαν τιμώντες τον Θεμιστοκλέα και αυτός δεν έπαυσε συντελών εις το προαγόμενον μεγαλείον της πατρίδος αυτού. Εις την ιδρυθείσαν νέαν συμμαχίαν όμως, δεν ενόμισαν συμφέρον να αναθέσωσι εις αυτόν, απότομον όντα, και πλεονέκτην, την διεξαγωγήν της υποθέσεως ταύτης. Εξεναντίας επέδειξαν εις τον Αριστείδην περισσοτέραν εύνοιαν. Όθεν ο Θεμιστοκλής παρημελείτο επί πάλλον και μάλλον και ήρχισεν η δυσφορία αυτού, ήτις ωδήγησεν εις υπερβολήν την έριδα μεταξύ αυτού και των νέων πολιτικών ανδρών, η οποία κατέληξεν εις την εξορίαν αυτού κατά’ αρχάς, τώ 468, την προσφυγή του εις τους Πέρσας εν συνεχεία. Νοσήσας απέθανε εις Μαγνησίαν της μικράς Ασίας εις ηλικίαν 65 ετών. Ο Αριστείδης απέθανε τρία ή τέσσερα έτη μετά τον εξοστρακισμόν του Θεμιστοκλέους, ήρχισε δε να λάμπει εις το στερέωμα το άστρον του Κίμωνος, υιού του Μιλτιάδου, αλλά και του Περικλέους εν συνεχεία.

Εν τώ μεταξύ, άμα αναλαβόντες την ηγεμονίαν του στόλου οι Αθηναίοι επεχείρησαν, στρατηγούντος του Κίμωνος, και κατώρθωσαν την άλωσιν της επί Στρυμόνι Ηϊόνος. Ο Κίμων ήρχισεν έκτοτε ωφελούμενος εκ πάσης περιστάσεως, ίνα αυξήση το της ιδίας πατρίδος κράτος. Περί το 470 εκυρίευσε την Σκύρον, εξηνδραπόδισεν άπαντας τους προτέρους κατοίκους, Δόλοπας όντας, και κατώκισε δι’ Αθηναίων εποίκων την νήσον.

Κατά τά έτη 466 και 465 επεχείρησαν οι σύμμαχοι μεγάλην εις τά δυτικομεσημβρινά παράλια της μικράς Ασίας εκστρατείαν. Ο Κίμων, άγων 200 τριήρεις Αθηναίων και 100 συμμαχικάς, εξέβαλε τάς φρουράς των πολεμίων από διαφόρων ελληνικών εν Καρία και εν Λυκία ιδρυμάτων και εκυρίευσε προς τις άλλοις την αξιόλογον εμπορικήν πόλιν των Φασηλιτών.

Αλλ’ οι Πέρσαι έλαβον καιρόν να συλλέξωσι, περί τάς εκβολάς του εν Παμφυλία ποταμού Ευρυμέδοντος, δύναμιν ισχυράν, πεζική ντε και ναυτικήν, υπό τους στρατηγούς Τιθραύστην και Φερενδάτην. Ο στόλος, το πλείστον εκ Φοινίκων συγκείμενος, συνεποσούτο εις 200 τριήρεις και περιεμένοντο έτερα 80 φοινικικά πλοία. Ο Κίμων επετέθη και έτρεψεν αυτούς εις φυγήν και τους έρριψεν εις την ξηράν τοσούτον ταχέως και τόσην ολίγην παθών αυτός ζημίαν, ώστε ηδυνήθη να αποβιβάση αμέσως έπειτα τους άνδρας αυτού και να εφορμήση κατά της πεζικής δυνάμεως, ήτις ήτο παρατεταγμένη επί της παραλίας, ως επίκουρος του στόλου. Η επί της ξηράς μάχη υπήρξε πεισματώδης και επί πολύν χρόνον αμφίρροπος. Επί τέλους όμως ο Κίμων κατετρόπωσε τους πολεμίους, διέλυσε τον στρατόν αυτών, έλαβε πολλούς αιχμαλώτους και εκυρίευσεν ή κατέστρεψεν όλον τον στόλον. Άμα δε ασφαλίσας την νίκην, έπλευσε προς Κύπρον, ίνα προκαταλάβη καθ’ οδόν επερχομένην την των 80 πλοίων φοινικικήν επικουρίαν, και τωόντι προσέβαλεν αυτά και κατέστρεψεν άπαντα.

Η τριπλή αύτη του Κίμωνος νίκη, μία κατά θάλασσαν, μίαν κατά ξηράν, μία πάλιν κατά θάλασσαν, την αυτήν ημέραν υπό του αυτού στόλου γενομένη, εθεωρήθη ευλόγως ως το λαμπρότατον των ηρωϊκών της Ελλάδος έργων κατά των Περσών, τοσούτω μάλλον όσω και η πληθύς των αιχμαλώτων και η λεία ήσαν υπέρογκοι.

Κατά το έτος 464 και 463 οι Αθηναίοι πολιορκούσι και κυριεύουσι εν τέλει την Θάσο. Εν τώ μεταξύ τώ 464 η Σπάρτη έπαθε σεισμόν φοβερόν, εξ ού κατεστράφη μέγα της πόλεως μέρος και εθανατώθησαν πλείστοι άνθρωποι. Εντεύθεν ωφελούμενοι οι είλωτες, ώρμησαν επί τά όπλα, προσλαβόντες δε συμμάχους και τινας περιοίκους και στρατεύσαντες επί την Σπάρτην, μικρού εδέησε να γίνωσι κύριοι αυτής. Οι Λακεδαιμόνιοι εζήτησαν την επικουρίαν των Αθηναίων, ότε ήκμαζεν ενταύθα έρις μεταξύ Κίμωνος και Περικλέους. Και ο μέν Περικλής ετάχθη εναντίον, ο δε Κίμων υπέρ της αποστολής βοηθείας. Υπερίσχυσε ο Κίμων και απεστάλησαν 4.000 Αθηναίοι υπό τον Κίμωνα αυτόν, αλλ’ εμπλακέντες εις έριδας μετά των Λακεδαιμονίων, ως προς την τακτική του πολέμου κατά των ειλώτων, απεπέμφθησαν εκ Σπάρτης και επανήλθον εις Αθήνας. Τούτο συνετέλεσεν εις την εξασθένησιν του Κίμωνος και την ενίσχυσιν του Περικλέους και ωδήγησε εις τον οστρακισμόν του πρώτου.

Τώ 460 έτει, οι Αθηναίοι, επιδιώκοντες δραστηρίως τον κατά των Περσών πόλεμον, είχον εκπέμψει 200 τριήρεις εις Κύπρον, εις τά παράλια της Φοινίκης και μέχρις αυτής της Αιγύπτου. Ο τρόμος του μεγάλου βασιλέως υπήρξε τοσούτος, ώστε έστειλεν εις Σπάρτην τον Πέρσην Μεγάβαζον μετά χρημάτων πολλών, ίνα καταπείση τους Λακεδαιμονίους και τους άλλους Πελοποννησίους, να εμβάλωσιν εις την Αττικήν. Και οι μέν Σπαρτιάται εφάνησαν απρόθυμοι, οι Κορίνθιοι όμως, οι Αιγινήται και οι Επιδαύριοι ήλπισαν ότι θέλουσι και μόνοι επιτύχει, ευρίσκοντες τάς Αθήνας ερήμους προμάχων. Ηπατήθησαν όμως, διότι συγκροτηθείσης περί Αίγιναν ναυμαχίας μεγάλης, το ναυτικόν της νήσου ταύτης έπαθε καταστροφήν ανεπανόρθωτον. Συγκροτήσαντες δε εκ του προχείρου στρατιάν κατέφερον οι Αθηναίοι, στρατηγούντος του Μυρωνίδου, και κατά ξηράν πληγήν καιρίαν εις τους αντιπάλους αυτών. Επί τη συμβουλή δε του Περικλέους, η θαυμαστή εκείνη διά την

ανεξάντλητον δραστηριότητά της πόλις, επεχείρησε το κολοσσιαίον έργον της κατασκευής των μακρών τειχών, ό εστιν έν τείχος έχον μέν μήκος 40 σταδίων, συνδέον δε το φρούριον των Αθηνών με το του Πειραιώς φρούριον, και έν έτερον τείχος, έχον μέν μήκος 35 σταδίων, συνδέον δε τάς Αθήνας με το Φάληρον.

Οι Λακεδαιμόνιοι μαθόντες ταύτα, συγκροτήσαντες στρατόν 1500 ιδίων οπλιτών και μυρίων συμμάχων, εξήλθον περί το 456 έτος, της Πελοποννήσου και ελθόντες εις Θήβας ησχολήθησαν εις την ενίσχυσιν της πόλεως ταύτης, την οποίαν έμελλε να χρησιμοποιήσωσιν ως προμαχώνα κατά πάσης περαιτέρω προς την ήπειρον εξαπλώσεως του των Αθηναίων κράτους. Οι στρατηγοί των Αθηναίων παραλαμβάνουσι την στρατιάν του Μυρωνίδου, έτι δε τινας συμμάχους Αργείους, Θεσσαλούς και άλλους, και εξέρχονται εις Βοιωτίαν, προς τά περί Τανάγραν μέρη. Συγκροτηθείσης δε μάχης φονικής αυτόθι, ενικήθησαν μέν οι Αθηναίοι, οι Πελοποννήσιοι όμως δεν ετόλμησαν να εμβάλωσιν εις την Αττικήν αλλ’ υπεχώρησαν εις τά ίδια.

Μετά ταύτα οι Αθηναίοι κατήργησαν το περί οστρακισμού του Κίμωνος ψήφισμα, ανεκλήθη αυτός εκ της εξορίας, και 62 ημέρας μετά την εν Τανάγρα μάχην, ενέβαλον αύθις εις Βοιωτίαν και ενίκησαν τους Θηβαίους εν Οινοφύτοις και κατέστησαν κύριοι των τε Θηβών και των άλλων βοιωτικών πόλεων. Προσέτι η Φωκίς και η Λοκρίς κατετάχθησαν εις τους συμμάχους αυτών. Ακολούθησε αδιάκοπος σειρά θριάμβων των Αθηναίων, πλήρης υποταγή της Αιγίνης, περίπλους της Πελοποννήσου και εμπρησμός των λιμένων των Λακεδαιμονίων Μεθώνης και Γυθείου υπό τον Τολμίδην, κατάκτησις της Χαλκίδος, Ναυπάκτου και ένταξις εις την Αθηναϊκήν συμμαχίαν της Ζακύνθου, της Κεφαλληνίας και τινων αχαϊκών πόλεων. Κατά το 454 έτος όμως ο Περικλής ούτε την Ακαρνανίαν ηδυνήθη να καθυποτάξη, ούτε τους αποστάντας Θεσσαλούς να ανακτήση. Αλλά και κατά τους εξαετείς εν Αιγύπτω αγώνας, 460- 455, υπέστησαν φθοράν ολοσχερή και η Αίγυπτος περιέπεσεν αύθις υπό την κυριαρχίαν των Περσών. Ωστόσο ο Κίμων εξεδίκησε την συμφοράν. Άγων τριήρεις 200 Αθηναίων και συμμάχων, έπλευσεν επί Κύπρον και πολιορκήσας το Κίτιον, εξέπεμψεν 60 τριήρεις πάλιν εις Αίγυπτον, όπου εξηκολούθει έτι ανθιστάμενος, εν τοίς έλεσιν, εις τους Πέρσας, επιχώριος τις ηγεμών, ονόματι Αμυρταίος. Ναι μέν επί της πολιορκίας ταύτης του Κιτίου απεβίωσεν ο Κίμων, περί το 449 έτος, αλλά τοιούτον ήτο το πνεύμα της φιλοτιμίας, της πειθαρχίας και της μεγαλοφροσύνης, το οποίον είχεν εμπνεύσει εις τον υπ’ αυτόν τεταγμένον στρατόν, ώστε και αποθανόντος αυτού ο στόλος εκείνος, εκπλεύσας από Κιτίου και απαντήσας περί Σαλαμίνα την εν Κύπρω τον στόλον των Φοινίκων και των Κιλίκων, πρώτον μέν κατεναυμάχησεν αυτούς, έπειτα δε καταδιώξας τους εις την νήσον καταφυγόντας, και πεζομαχήσας, ενίκησεν πάλιν περιφανώς.

Από των χρόνων τούτων, οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοι αυτών κατέπαυσαν πάσαν κατά των Περσών εχθροπραξίαν, ισχυούσης της Κιμωνείου ειρήνης.

***

Βιβλίον Τέταρτον

Πελοποννησιακός πόλεμος

Περί τά μέσα της 5ης εκατονταετηρίδος, η ηγεμονία των Αθηναίων εφαίνετο αδιαλείπτως προαγομένη, αλλ’ εν τη ακμή αυτής ταύτη ηκρωτηριάσθη αίφνης κατά πρώτον τώ 447, ότε οι εξόριστοι Βοιωτοί, Φωκείς, Λοκροί, Ευβοείς, Αιγινήται και άλλοι κατέλαβον αίφνης τον Ορχομενόν, την Χαιρώνειαν και τινας μικροτέρας της Βοιωτίας πόλεις, ενώ ο αποσταλείς στρατηγός των Αθηναίων Τολμίδης έπαθεν ήτταν ολεθρίαν, καθ’ ήν έπεσεν και ο ίδιος.

Εν αρχή δε του 445 έτους, επί τη συμβουλή του Περικλέους, συνωμολόγησαν οι Αθηναίοι προς τους Σπαρτιάτας και τους συμμάχους τούτων τριακονταετείς σπονδάς δυνάμει των οποίων απέδωκαν την Νίκαιαν, τάς Πηγάς, την Τροιζήνα, την Αχαΐαν και συνήνεσαν ώστε οι Μεγαρείς να συνταχθώσι μεταξύ των συμμάχων της Σπάρτης.

Και είναι πρόδηλον ότι αι Αθήναι είχον μέγιστον συμφέρον να διατηρήσωσιν όσον ένεστι την τοιαύτην ειρηνικήν των Πελοποννησίων διάθεσιν. Εν τούτοις, ενώ η φρόνησις απήτει να αποφύγωσι πάσαν αφορμήν ρήξεως, αίφνης βλέπομεν αυτούς προκαλούντας οίκοθεν τον πόλεμον.

Μετά την καταστολήν επαναστάσεως της Σάμου, ήτις συνέβη εν έτει έκτω των τριάκονταετών σπονδών, τώ 440 – 439, εξ αιτίας διενέξεως μετά των Μιλησίων, εξεδόθη εν Αθήναις κατά πρότασιν του Περικλέους, το περί Μεγαρέων ψήφισμα.

Το κατά των Μεγαρέων ψήφισμα

Το περί Μεγαρέων ψήφισμα απέκλειε επί ποινή θανάτου, την χρήσιν οποιουδήποτε λιμένος, όστις ευρίσκετο υπό την κυριαρχίαν των Αθηναίων. Η πρόφαση ήτο ότι οι Μεγαρείς υπεδέχοντο δήθεν φυγάδας δούλους από την Αθήνα. Το ψήφισμα αυτό έθετε πράγματι το μαχαίρι εις τόν λαιμό των Μεγαρέων, οι οποίοι άλλωστε διά των 30ετών σπονδών μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών, είχον αποκτήσει την αυτονομία των. Διά των σπονδών αυτών, το 346 π.Χ, οι Αθηναίοι είχον αποδεχθή την κυριαρχίαν μόνο εις τάς νησιωτικάς πόλεις, ενώ παραιτήθησαν από απαιτήσεις τους εις τάς χερσαίας πόλεις, αν και πρότερον ήσαν υποτελείς των.

Αλλά περί τους αυτούς χρόνους και ίσως πρό του Μεγαρικού ψηφίσματος συνέβησαν έτεραι αφορμαί διενέξεων. Τώ 435 π.Χ. εξερράγη μεταξύ των Κορινθίων και των αποίκων αυτών Κερκυραίων πόλεμος, διότι παραχθείσης έριδος μεταξύ των ολιγαρχικών και του δήμου της κοινής αυτών αποικίας Επιδάμνου, του μετέπειτα Δυρραχίου, οι μέν ολιγαρχικοί εζήτησαν και έλαβον την συνδρομήν των Κερκυραίων, ο δε δήμος εζήτησε και έλαβε την επικουρίαν των Κορινθίων. Οι Κορίνθιοι ηττήθησαν, διότι η Κέρκυρα ήτο τότε μετά τάς Αθήνας, η ισχυροτάτη ναυτική της Ελλάδος πόλις, διαθέτουσα 120 πλοία. Οι Κορίνθιοι όμως παρασκευασθέντες εκ νέου συνεκρότησαν ισχυρόν στόλο εξ 150 πλοίων, ώστε οι Κερκυραίοι φοβηθέντες εζήτησαν την συνδρομήν των Αθηναίων. Οι τελευταίοι συνωμολόγησαν τώ 433 - 432 επιμαχίαν μετά των Κερκυραίων και έπεμψαν εις βοήθεια αυτών μικράν τινά ναυτικήν μοίραν 10 τριήρων, υπό Λακεδαιμόνιον, τον του Κίμωνος υιόν. Γενομένης δε ναυμαχίας μεταξύ Κορινθίων και Κερκυραίων ενεπλάκησαν εν τέλει και οι Αθηναίοι. Οι Κορίνθιοι αναγκασθέντες να παύσωσι τον προς τους Κερκυραίους πόλεμον, εζήτησαν αναφανδόν να περιπλέξωσι τά μεταξύ των δύο συμμαχιών πράγματα και να επιταχύνωσι την ολοσχερή ρήξιν.

Εν θέρει και φθινοπώρω του 432 έτους, οι Αθηναίοι έπεμψαν στρατόν εις τά μακεδονικά παράλια, έτρεψαν τους τε Ποτιδαιάτας και τους εις βοήθειαν αυτών ελθόντας Κορινθίους και επολιόρκησαν την Ποτίδαιαν. Η πόλις αύτη ήτο μέν αποικία των Κορινθίων, διετέλει όμως υποτελής των Αθηναίων, και υπεκινείτο εις στάσιν κατ’αυτών υπό του βασιλέως της Μακεδονίας Περδίκκα, επειδή οι Αθηναίοι εποιήσαντο συμμαχίαν και προς δύο ετέρους ηγεμόνας της Μακεδονίας εναντιουμένους εις αυτόν, ήτοι προς τον τούτον αδελφόν Φίλιππον και προς τον Δέρδαν.

Αι αφορμαί των διενέξεων εππολλαπλασιάζοντο και τά πάθη παρωξύνοντο επί μάλλον και μάλλον. Οι Λακεδαιμόνιοι, παροτρυνώμενοι υπό των Κορινθίων να κηρύξωσι τον πόλεμον κατά των Αθηναίων, ως λύσαντας τάς σπονδάς, ηρώτησαν τον εν Δελφοίς θεόν «ει πολεμούσιν άμεινον έσται». Ο δε απεκρίθη, ως λέγεται, «ότι κατά κράτος πολεμούσι νίκην έσεσθαι, προς δε ότι θέλει βοηθήσει αυτούς και παρακαλούμενος και άκλητος».

Μετ’ ού πολύ δε, συνελθούσης εν Σπάρτη της κοινής των συμμάχων συνόδου, και υποβαλλόντες οι Λακεδαιμόνιοι το ζήτημα εις ψηφοφορίαν, οι πλείονες σύμμαχοι εψηφίσαντο πολεμείν. Το ψήφισμα τούτο εγένετο περί τά τέλη του 432 ή τάς αρχάς του 431 έτους πρό Χριστού.

*

Και μηδείς διδάσκη ημάς ότι αδικούμενοι πρέπει να βουλευώμεθα επί πολύν χρόνον, πρέπει να βουλεύωνται μάλλον οι μέλλοντες αδικείν. Ψηφίσατε λοιπόν ώ Λακεδαιμόνιοι, αξίως της Σπάρτης, τον πόλεμον, και μήτε τους Αθηναίους αφήσατε να γίνωσιν ισχυρότεροι, μήτε τους συμμάχους καταπροδώσωμεν, αλλά επέλθωμεν σύν τοίς θεοίς επί τους πολεμίους. (Σθενελαΐδας, έφορος της Σπάρτης).

*

Τοιουτοτρόπως απεφασίσθη ο πελοποννησιακός πόλεμος, όστις έμελλεν, επί μίαν σχεδόν ανθρώπων γενεάν, να διαιρέση όλην την ελληνικήν φυλήν εις δύο αντίθετα στρατόπεδα, να σείση εκ θεμελίων όλην την Ελλάδα, να παροξύνη όλα τά πάθη, τά ευγενέστατα και τά αγριώτατα, να αντιπαρατάξη όλας τάς αρχάς, τάς χρηστοτάτας και πονηροτάτας, να αναδείξη μεγάλας αρετάς και έτι μείζονας κακίας, και επί τέλους, διά της εξαντλήσεως των υλικών και ηθικών του έθνους πόρων, να προπαρασκευάση την παρακμήν του αρχαίου ελληνισμού. Στιγμή φοβερά και κρίσιμος της πατρίου ημών ιστορίας !

Ο Θουκυδίδης αποφαίνεται τους Αθηναίους πρωταιτίους του κακού. Την γνώμην ταύτην κατ’ αρχάς μέν υποδεικνύει αορίστως, έπειτα εκφέρει ρητότερον, και επί τέλους ανακηρύττει ως φρόνημα, όχι μόνον ίδιον, αλλά ως φρόνημα της Ελλάδος απάσης.

Πάσαι αι απόπειραι αι γενόμεναι ίνα συμβιβασθώσι τά πράγματα δι’αμοιβαίων τινών υποχωρήσεων, απέβησαν μάταιαι. Ο προκείμενος όμως πόλεμος εθεωρείτο εκ προοιμίου τοσούτω φοβερός ώστε ουδέτερος των αντιπάλων εφαίνετο πρόθυμος να αναλάβη την ευθύνην της ενάρξεως αυτού. Εις την ακμήν όμως εις ήν είχον φθάσει τά πάθη, ο ελάχιστος σπινθήρ ήρκει ίνα ανάψη την πυρκαϊάν, και τον σπινθήρα τούτον έρριψον οι Θηβαίοι. Οι τελευταίοι συνεννοήθησαν μετά των εν τη πόλει των Πλαταιών ολιγαρχικών και εν αρχή Απριλίου του 431 έτους, εισαγαγόντες διά νυκτός εις αυτήν περί τους 300 άνδρας, προσεκάλεσαν διά κήρυκος τους Πλαταιείς να επιστρέψωσιν εις την των Βοιωτών συμμαχίαν. Αλλ’ οι Πλαταιείς επέπεσον κατ’αυτών και τους μέν εξέβαλον, τους δε εφόνευσαν. Τούτου του έργου γενομένου εν Πλαταιαίς, ελύθησαν λαμπρώς αι σπονδαί και επεχείρησαν ήδη και Αθηναίοι και Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοι αυτών τάς προς άμεσον έναρξιν των εχθροπραξιών παρασκευάς.

Το κράτος των Αθηναίων συνέκειτο εκ των ελευθέρων συμμάχων, και εκ των υποτελών φόρου πόλεων. Ελεύθεροι σύμμαχοι εν αρχή του πολέμου, ήσαν οι Χίοι, οι Λέσβιοι, οι Κερκυραίοι, οι Ζακύνθιοι, οι Κεφαλλήνες, οι εν Ναυπάκτω Μεσσήνιοι και οι Ακαρνάνες. Αι δ’ υποτελείς φόρου πόλεις ήσαν οι Κάριοι, οι γείτονες τών Καρίων Δωριείς, η Ιωνία, ο Ελλήσποντος, τά παράλια τής Θράκης, καί οι ανατολικώς τής Πελοποννήσου νήσοι πλήν τής Μήλου καί τής Θήρας και η εσχάτως καταβληθείσα Σάμος.

Απέναντι του ισχυρού κράτους των Αθηναίων αντεπεξήρχετο η ουδέν ήττον ισχυρά και μεγάλη συμμαχία των Πελοποννησίων, η οποία δεν είχε πόλεις υποτελείς φόρου, αλλά μόνον συμμάχους ελευθέρους. Και πρώτον περιελάμβανεν άπασαν την Πελοπόννησον, πλήν των ουδετέρων Αργείων. Εκτός της χερσονήσου σύμμαχοι αυτών ήσαν οι Μεγαρείς, Βοιωτοί, Φωκείς, Οπούντιοι, Λοκροί, Αμβρακιώται, Λευκάδιοι και Ανακτόριοι. Ουδέν ήττον οι Λακεδαιμόνιοι ήλπιζον και εις την συνδρομήν των φιλικώς προς αυτούς διακειμένων δωρικών πόλεων της Ιταλίας και της Σικελίας, μεθ’ ών και έσπευσαν να συνεννοηθώσι. Το δε πάντων σπουδαιότερον, οι Πελοποννήσιοι εκήρυττον ότι μάχονται υπέρ της κοινής των Ελλήνων ελευθερίας και έμελλον διά τούτο να έχωσι φυσικούς συμμάχους όλας τάς υποτελείς φόρου πόλεις, όσαι απετέλουν το κύριο σώμα του των Αθηναίων κράτους. Ώστε ένεκα των πλεονεκτημάτων τούτων, αν οι Πελοποννήσιοι δεν ήσαν ισχυρότεροι των Αθηναίων, απέβησαν όμως ισόρροποι αυτών.

Επί πολλά έτη, 500 περίπου τριήρεις και 500 χιλιάδες τουλάχιστον οπλιτών, ψιλών, ιππέων, ναυτών, κατέτριψαν τάς εν ακμή τότε ευρισκομένας ελληνικάς δυνάμεις, εις λεηλασίας και καταστροφάς. Κατ’ έτος εισέβαλλον οι Πελοποννήσιοι εις Αττικήν και ελεηλάτουν την χώραν και κατ’ έτος αι αθηναϊκαί τριήρεις περιέπλεον τά παράλια της χερσονήσου και εδήωναν αυτά.

Κατά τον χειμώνα του πρώτου έτους του πολέμου, 431, ο Περικλής, αγορεύσας επί της δημοσίας ταφής των εν τώ πολέμω πρώτον αποθανόντων, περιέλαβεν εν τώ επιταφίω αυτού λόγω την αμίμητον εκείνην εικόνα της πολιτικής, και κοινωνικής, και ηθικής καταστάσεως των Αθηνών. Παραθέτομεν αποσπάσματα τινά:

" ... μέχρι γάρ τούδε ανεκτοί οι έπαινοί εισι περί ετέρων λεγόμενοι, ες όσον άν καί αυτός έκαστος οίηται ικανός είναι δράσαι τι ών ήκουσεν. τώ δέ υπερβάλλοντι  αυτών φθονούντες ήδη καί απιστούσιν..."

"... Άρξομαι δέ από τών προγόνων πρώτον. δίκαιον γάρ αυτοίς καί πρέπον δέ άμα εν τώ τοιώδε τήν τιμήν ταύτην τής μνήμης δίδοσθαι. τήν γάρ χώραν οι αυτοί αιεί οικούντες διαδοχή τών επιγιγνομένων μέχρι τούδε ελευθέραν δι αρετήν παρέδοσαν ... "

"... Χρώμεθα γάρ πολιτεία ού ζηλούση τούς τών πέλας νόμους, παράδειγμα δέ μάλλον αυτοί όντες τισίν ή μιμούμενοι ετέρους. καί όνομα μέν διά τό μή ες ολίγους αλλ' ες πλείονας οικείν δημοκρατία κέκληται. μέτεστι δέ κατά μέν τούς νόμους πρός τά ίδια διάφορα πάσι τό ίσον, κατά δέ τήν αξίωσιν, ώς έκαστος εν τώ ευδοκιμεί, ούκ από μέρους τό πλέον ες τά κοινά ή απ' αρετής προτιμάται, ούδ' αύ κατά πενίαν, έχων γέ τι αγαθόν δράσαι τήν πόλιν, αξιώματος αφανεία κεκώλυται ... "

" ... Φιλοκαλούμεν τε γάρ μετ' ευτελείας καί φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας πλούτω τε έργου μάλλον καιρώ ή λόγω κόμπω χρώμεθα, καί τό πένεσθαι ούχ ομολογείν τινι αισχρόν, αλλά μή διαφεύγειν έργω αίσχιον ... "

" ... μόνοι γάρ τόν τε μηδέν τώνδε μετέχοντα ούκ απράγμονα, αλλ' αχρείον νομίζομεν ... ό τοίς άλλοις αμαθία μέν θράσος, λογισμός δέ όκνον φέρει ... ανδρών γάρ επιφανών πάσα γή τάφος καί ού στηλών μόνον εν τή οικεία σημαίνει επιγραφή, αλλά καί εν τή μή προσηκούση άγραφος μνήμη παρ' εκάστω τής γνώμης μάλλον ή τού έργου ενδιαιτάται. ούς νύν υμείς ζηλώσαντες καί τό εύδαιμον τό ελεύθερον, τό δ' ελεύθερον τό εύψυχον κρίναντες μή περιοράσθε τούς πολεμικούς κινδύνους ... "

" ... αλγεινοτέρα γάρ ανδρί γε φρόνημα έχοντι η μετά τού [εν τώ] μαλακισθήναι κάκωσις ή ο μετά ρώμης καί κοινής ελπίδος άμα γιγνόμενος αναίσθητος θάνατος."

*

Το δεύτερον έτος του πολέμου κακόν έτερον και φοβερώτερον κατέπληξεν τους Αθηναίους. Εν έαρι του 430 ενέσκηψεν εις τον Πειραιά και εις τάς Αθήνας, νόσος επιδημική. Ο Θουκυδίδης, αυτός τε νοσήσας και αυτός ιδών άλλους πάσχοντας, περιέγραψε το νόσημα μετ’ ακριβείας ήν εθαύμασεν η νεωτέρα ιατρική επιστήμη.

Η νόσος παρέμεινεν εν Αθήναις καθ’ όλον το δεύτερον και το τρίτον έτος του πολέμου. Απέθανον εξ αυτής εν όλοις ιππείς 300, οπλίται 4.400, και των πενεστέρων πολιτών τοσούτον πλήθος ώστε η εξαρίθμησις αυτών απέβη αδύνατος. Οι Αθηναίοι, πιεζόμενοι υπό των ταλαιπωριών αυτών, επέπεσον κατά του Περκλέους. Εντεύθεν ωφελούμενοι οι πολιτικοί του ανδρός εχθροί, ο Κλέων, ο Σιμμίας, ο Λακρατίδας, επέτυχον την καταδίκην του Περικλέους επί καταχρήσει των δημοσίων και τον αποκλεισμόν αυτού από πάσης αρχής. Και ο μέν δήμος συντόμως είδεν οπόσον οι διάδοχοι του Περικλέους ήσαν κατώτεροι αυτού, και κατά Αύγουστον ή Σεπτέμβριον του 430 έτους, εχειροτόνησαν αυτόν στρατηγόν, επιτρέψας αυτώ αύθις πάντα τά πράγματα, το φθινόπωρον όμως του 429 απέθανεν ο Περικλής νοσήσας και υπό πυρετού καταβληθείς εις ηλικίαν 60 ετών.

Από του τρίτου έτους του πολέμου μέχρι του εβδόμου, παρεκτός των αμοιβαίων δηώσεων, συνέβησαν και τινα γεγονότα μάλλον λόγου άξια, αλλ’ όχι επιτήδεια να φέρωσι την κρίσι του αγώνος.

Κατά Ιανουάριον του 429, οι Αθηναίοι εγένοντο κύριοι της Ποτιδαίας, ενώ κατά το θέρος του 427 και οι Πελοποννήσιοι εκυρίευσαν τάς Πλαταιάς. Τώ 428 απέστη από των Αθηναίων η νήσος Λέσβος, ήτις όμως υπετάχθη το επόμενον έτος.

Εν έτει όμως 425 επήλθε γεγονός το οποίον προπαρασκεύασε την κατάπαυσιν των εχθροπραξιών. Κατόπιν φοβερού αγώνος εκραγέντος εντός του λιμένος της Πύλου, υπερίσχυσαν οι Αθηναίοι, κύριοι γενόμενοι του λιμένος και πανταχόθεν αποκλείσαντες εν Σφακτηρία άνδρας ανήκοντας εις τά πρώτα της Σπάρτης γένη. Όθεν εζήτησαν οι Σπαρτιάται παρά των στρατηγών των Αθηναίων Ευρυμέδοντος και Δημοσθένους ανακωχήν, ίνα πέμψωσιν εν τώ μεταξύ πρέσβεις εις Αθήνας καί διαπραγματευθώσι περί ειρήνης. Επιτηδειοτέρα περίστασις ίνα ού μόνον εντίμως απαλλαγώσι τοσούτων δεινών, αλλά και άνευ ουδεμιάς πλείονος θυσίας ανακτήσωσι την προτέραν ειρήνην, ευημερίαν, και ισχύν, δεν ηδύνατο βεβαίως να δοθή. Και όμως οι Αθηναίοι απελάκτισαν την περίστασιν ταύτην παρασυρόμενοι κυρίως υπό του δημαγωγού Κλέωνος, και δεν επείσθησαν να ωφεληθώσιν εξ αυτής, ειμή αφού υπέκυψαν εις νέας μεγάλας συμφοράς.

Μετά εικοσαήμερον ανακωχήν, ήρχισαν πάλιν περί Πύλον αι εχθροπραξίαι, αποσταλείς μάλιστα ο ίδιος ο Κλέων ως συστρατηγός του Δημοσθένους, και εντός 20 ημερών ηναγκάσθησαν οι εν Σφακτηρία αποκλεισθέντες να παραδοθώσι και μετεφέρθησαν εις Αθήνας. Ήσαν δε αυτοί τον αριθμόν 292, εξ ών 120 Σπαρτιάται και είχον μείνει αποκλεισμένοι εν τη νήσω ημέρας 72. Και επί τινα χρόνον υπήρξαν οι Αθηναίοι ευτυχείς εις τάς επιχειρήσεις αυτών. Κατέλαβον και ωχύρωσαν την χερσόνησον της Μεθώνης, αφήρεσαν από των Μεγαρέων τον λιμένα αυτών, την Νίσαιαν, και προπάντων γενόμενοι κύριοι των Κυθήρων, περιέζωσαν την παραλίαν των Λακεδαιμονίων και δεν έπαυον δηούντες την χώραν, απάγοντες τους είλωτας, και νέον τινά απειλούντες μεσσηνιακόν πόλεμον. Αλλά μετ’ ού πολύ τά πράγματα έμελλον να μεταβάλωσιν όψιν.

Ο Βρασίδας, νέος Σπαρτιάτης αριστεύσας απ’ αρχής του πελοποννησιακού πολέμου, ενόησεν ότι η κυριωτέρα πληγή ήν ηδύνατο να καταφέρη κατά των Αθηνών ήτο να υποκινήση εις στάσιν τους συμμάχους αυτών. Εν θέρει λοιπόν του 424 έτους, έχων μικράν δύναμιν 1.700 οπλιτών, ο Βρασίδας ανεχώρησεν, ίνα μεταβή, διά της ανατολικής Ελλάδος και της Θεσσαλίας εις Μακεδονίαν. Καθ’ οδόν μάλιστα έσωσε και τά Μέγαρα, κινδυνεύσαντα τότε τον έσχατον από των Αθηναίων κίνδυνον. Εις την Μακεδονίαν φθάσας ο Βρασίδας και ενωθείς μετά του βασιλέως Περδίκκου, απέσπασεν από των Αθηναίων πλείστας πόλεις. Ιδίως, εν αρχή Δεκεμβρίου του 424, εγένετο κύριος της κυριωτάτης των αυτόθι κτήσεων των Αθηναίων, της Αμφιπόλεως. Οι δε Αθηναίοι υπενδίδοντες ακαταπαύστως εις τά βουλεύματα του Κλέωνος, αντί να επιστήσωσιν άπασαν την προσοχήν εις την κινδυνεύουσαν Χαλκιδικήν, απεφάσισαν περί τά μέσα του 424 ν’ ανακτήσωσι και αυτήν την Βοιωτίαν. Συγκροτηθείσης όμως περί Δήλιον μάχης πεισματωδεστάτης και φονικής, οι πολυάριθμοι Αθηναίοι (7.000 οπλίται, πολλαί εκατοντάδες ιππέων και 25.000 ψιλοί) ηττήθησαν κατά κράτος υπό του βοιωτικού στρατού συγκειμένου εξ 7.000 οπλιτών, 1000 ιππέων, 500 πελταστών και 10.000 ψιλών.

Τοιαύτη υπήρξεν η εν έτει 424 επελθούσα τροπή των πραγμάτων εις βάρος των Αθηναίων, ώστε ο δήμος επείσθη επί τέλους υπό του συνετού Νικίου, ότι ανάγκη να έλθη εις λόγους περί ειρήνης. Και τωόντι συνωμολογήθη εν αρχή του έτους 423 ανακωχή ενός έτους. Κατά δυστυχίαν η ανακωχή αύτη δεν ημπόρεσε παντάπασι να εκτελεσθή εις την Χαλκιδικήν, ένθα αι πόλεις εξηκολούθουν αφιστάμεναι από των Αθηναίων ενώ ο Βρασίδας δεν επείθετο να καταλίπη αυτάς απροστατεύτους, διχονοήσας εν τώ μεταξύ προς τον Περδίκκαν, όστις και ησπάσθη την των Αθηναίων μερίδα. Κατά μήνα λοιπόν Αύγουστον του 422 έτους, οι Αθηναίοι απέστειλαν επί την Μακεδονίαν τον Κλέωνα, πεισθέντες πάλιν υπ’ αυτού. Αλλ’ ού πολύ μετά την εις Χαλκιδικήν άφιξίν του, αντιπαραταχθείς προς Βρασίδαν περί Αμφίπολιν, έπαθεν ήτταν επονείδιστον, καθ’ ήν και αυτός εφονεύθη ενώ έφευγεν αισχρώς. Εν ταύτη δε τη μάχη, ετελείωσε και ο Βρασίδας το βραχύ και ένδοξον αυτού στάδιον.

Και τότε τελευταίον υπερίσχυσεν οριστικώς εν Αθήναις η περί τον Νικίαν μερίς, ο δ’ ανήρ ούτος επεχείρησεν αμέσως μετά την περί Αμφίπολιν μάχην, προς τον βασιλέα της Σπάρτης Πλειστοάνακτα, φίλον επίσης της ειρήνης όντα, διαπραγματεύσεις, αίτινες επήγαγον, εν έαρι του έτους 421, την συνομολόγησιν σπονδών πεντηκονταετών. Οι Βοιωτοί όμως, οι Μεγαρείς, οι Κορίνθιοι και οι Ηλείοι απεποιήθησαν ρητώς την συναίνεσιν αυτών.

Τοιουτοτρόπως ετελείωσεν, ή μάλλον εφάνη ότι ετελείωσεν, ο πελοποννησιακός πόλεμος, ακριβώς 10 έτη από της ενάρξεως αυτού. Αμφότεροι οι διαμαχόμενοι εξήλθον από του αγώνος τούτου δεινώς τετραυματισμένοι.

Κατά μήνα Μάϊον του 420 έτους, ο δήμος των Αθηναίων εποίησεν, επί τη συμβουλή μέν του Αλκιβιάδου, εναντίον δε των επιμόνων προσπαθειών του Νικίου και των περί αυτόν, σπονδάς και συμμαχίαν προς τους Αργείους και τους τούτων συμμάχους.

Αποτέλεσμα της συμμαχίας ταύτης υπήρξαν πολυετείς μέν μεταξύ Σπαρτιατών και Αργείων εχθροπραξίαι, ών μετέσχον και οι Αθηναίοι ως σύμμαχοι των τελευταίων, ποικίλαι δε εμφύλιοι εν Άργει διενέξεις και πολιτικαί μεταβολαί. Πάντως η μεταξύ Σπαρτιατών και Αθηναίων ειρήνη, δεν ελογίζετο έτι διαλυθείσα μέχρι του 416, ότε επήλθεν η οριστική αυτής ρήξις ένεκα των εν Σικελία πραγμάτων.

*

Η εκστρατεία εις Σικελίαν

Εν έτει 415, εκραγεισών εχθροπραξιών μεταξύ Εγεσταίων και Σελινουντίων εν Σικελία, οι μέν τελευταίοι έλαβον την των Συρακουσίων συνδρομήν, οι δε πρώτοι εζήτησαν την των Αθηναίων βοήθειαν. Και τωόντι οι Αθηναίοι απεφάσισαν, παρασυρόμενοι υπό του Αλκιβιάδου, εκστρατείαν εις Σικελίαν, παρά τάς αντιρρήσεις του Νικίου και άλλων σωφρώνων Αθηναίων, κατά μήνα Απρίλιον του 415, και γενομένων μεγάλων παρασκευών και του θέρους μεσούντος ήδη, εξέπλευσε του Πειραιώς η λαμπροτάτη και τελειοτάτη δύναμις, ήν πόλις Ελληνίς ποτέ παρεσκεύασεν. Ο στόλος, αφού συνεπληρώθη καθ’ οδόν εις Κέρκυραν, συνέκειτο εκ τριήρων 134, έφερεν οπλίτας μέν 5.100, εν οίς 1.500 γνησίους Αθηναίους πολίτας, ψιλούς δε 1.300, και διετέλει υπό στρατηγούς τρείς, τον Αλκιβιάδην, τον Λάμαχον και τον Νικίαν. Ο στόλος επεραιώθη εις το Ρήγιον της Ιταλίας, και έπειτα κατήλθεν εις Κατάνην της Σικελίας, ότε αίφνης κατέφθασεν εξ Αθηνών διαταγή προσκαλούσα τον Αλκιβιάδην να επιστρέψη ενταύθα ίνα απολογηθή περί σπουδαίας κατηγορίας.

Ο Αλκιβιάδης όμως δεν υπήκουσεν, καταφυγών πρώτον μέν εις Άργος, έπειτα δε και εις την Σπάρτην αυτήν, όπου μετά πλείστης όσης αναιδείας ο αίσχιστος ούτος προδότης επέμεινε ν’ αποσταλή μέν εις τους Συρακουσίους βοήθεια, να επαναληφθή δε και εν τη κυρίως Ελλάδι ο πόλεμος διά τρόπων ολεθριωτάτων εις τους Αθηναίους.

Εν τώ μεταξύ, επειδή ο Λάμαχος είχε φονευθή, εξηκολούθησεν ο Νικίας μόνος τον εν Σικελία πόλεμον επιτυχώς κατ’ αρχάς, αλλ’ ότε το επόμενον έτος ήλθον εις βοήθειαν των Συρακουσίων 3.000 μαχηταί υπό τον Σπαρτιάτην Γύλιππον, τά πράγματα μετέβαλον όψιν. Οι Αθηναίοι έπεμψαν μέν εις τον Νικίαν, εν αρχή του 413, επικουρίαν υπό τον Δημοσθένην 70 τριήρων και 5.000 οπλιτών, εν οίς ήσαν 1.200 γνήσιοι Αθηναίοι, πλήν όμως η επίθεσις κατά των Συρακουσών απέτυχεν, ενώ ο στόλος αυτών κατεστράφη εις τέσσαρας ατυχείς ναυμαχίας και ο κατά ξηράν στρατός εξωλοθρεύθη, εν μέρει δε ηχμαλωτεύθη κατά μήνα Σεπτέμβριον του 413 έτους. Ο Νικίας και ο Δημοσθένης εθανατώθησαν ενώ 7.000 αιχμαλώτων η τύχη απέβη έτι οικτροτέρα, αφού εμανδρεύθησαν εις τά λατομεία και ενταύθα πάσχοντες τά πάνδεινα απέθνησκον σωρηδόν, μέχρις ού μετά παρέλευσιν 70 ημερών επωλήθησαν οι περισσότεροι των επιζησάντων, ως ανδράποδα.

Εν τώ μεταξύ, έτι από των αρχών του 413 έτους, ο πόλεμος απέβη γενικός, διότι αι εχθροπραξίαι επανελήφθησαν και εν τη κυρίως Ελλάδι.

Πολλοί όμως των κυριωτάτων συμμάχων της των Αθηνών πόλεως, η Εύβοια, η Λέσβος, η Χίος, αι Ερυθραί, επεχείρησαν διαπραγματεύσεις προς τους Σπαρτιάτας, λέγοντες εαυτούς ετοίμους ν’ αποστατήσωσιν, άμα εμφανισθή εις το Αιγαίον ο πελοποννησιακός στόλος, ο οποίος ήδη επαρασκευάζετο. Το δε πάντων σπουδαιότατον, ο βασιλεύων της Περσίας, από του 423, Δαρείος Β΄ ο του Αρταξέρξου Α΄ υιός, έπεμψεν εις Σπάρτην πρέσβεις ίνα αναμιχθή εις τον προκείμενον μέγαν αγώνα. Οι Σπαρτιάται συνωμολόγησαν, εν έτει 412, προς τον αντιπρόσωπον αυτού, τον σατράπην Ιωνίας και Καρίας Τισσαφέρνην συνθήκας δι’ ών αυτοί μέν ανεγνώρισαν την επί των εν Ασία ελληνίδων πόλεων περσικήν κυριαρχίαν, ο δε Τισσαφέρνης υπεχρεώθη να καταβάλλη τον μισθόν των πληρωμάτων του πελοποννησιακού στόλου.

Εν τώ μεταξύ οι πρώτοι αποστάντες ήσαν Χίοι και οι Ερυθραίοι, και μετ’ ολίγον εμιμήθησαν αυτούς οι Κλαζομένιοι, οι Τήϊοι, οι Μιλήσιοι και οι Ρόδιοι. Οι δε Αθηναίοι, τώ 411, και κατ’ απαίτησιν του στρατού του εν Σάμω ευρισκομένου, ραδιουργήσαντος και του Αλκιβιάδου, ηναγκάσθησαν να τροποποιήσωσι το πολίτευμα επί τώ ολιγαρχικώτερον. Κατά δυστυχίαν η πολιτική αύτη μεταβολή δεν εγένετο συνετώς και μετριοπαθώς. Ή τε Βουλή και η Εκκλησία του δήμου κατελύθησαν, αντικαθισταμένης της πρώτης διά νέας Βουλής ανδρών 400, ήτις περιστοιχισθείσα υπό δορυφόρων ανέλαβεν άπασαν την κυβέρνησιν της πολιτείας και εν γένει επολιτεύθη κατά το δοκούν. Τά γενόμενα απεδοκιμάσθησαν ως άτοπα και ασύνετα υπό των αξιωματικών του στόλου, οδηγουμένων υπό του Θρασυβούλου και του Θρασύλλου, μετεκαλέσαντο τον Αλκιβιάδην και απήτησαν την παραίτησιν των 400 και την επαναφοράν της Βουλής των 500. Οι Αθηναίοι πολίτες περί τά τέλη Ιουνίου του 411, κατέβαλον προθύμως το τερατώδες οικοδόμημα των ολιγαρχικών, ερρύθμισαν το πολίτευμα κατά τάς φρονίμους του στρατού απαιτήσεις, και εψήφισαν την κάθοδον του Αλκιβιάδου.

Ού μόνον δε εσωτερικώς το νέον πολίτευμα ανεδείχθη μετριοπαθές, αλλά και τά πολεμικά πράγματα θαυμασίως ηνώρθωσε. Ο στόλος διά των νέων ηγεμόνων Θρασύλλου και Θρασυβούλου, ανεδείχθη επανειλημμένως νικηφόρος και κατά μέν Ιούλιον του 411 κατεναυμάχησε τους Πελοποννησίους περί Κυνός σήμα, πλησίον της Σηστού, κατά δε Σεπτέμβριον κατετρόπωσεν αυτούς περί Άβυδον. Δεν έπαυσαν δε επί τινα έτι χρόνον ευτυχούντες. Ιδίως δε κατά Απρίλιον του 410, ενίκησαν, περί Κύζικον, νίκην λαμπροτάτην, καθ’ ήν απεδείχθη είπερ ποτε η στρατηγική μεγολοφυΐα του Αλκιβιάδου, κατεστράφησαν δε ή ηχμαλωτεύθησαν άπαντα των Πελοποννησίων τά πλοία και έπεσε γενναίως μαχόμενος αυτός ο των Λακεδαιμονίων ναύαρχος Μίνδαρος. Ενθαρρυνθείς δε ο Αλκιβιάδης υπό των επανειλημμένων ευτυχημάτων του, απεφάσισε περί τά μέσα του 407 να εμφανισθή τελευταίον και εις τάς Αθήνας, όπου ηξιώθη λαμπράς δεξιώσεως, αναγορευθείς ηγεμών αυτοκράτωρ απάντων.

Κατά Δεκέμβριον όμως του 408 ή Ιανουάριον του 407 έφθασεν εις τά παράλια της μικράς Ασίας νέος των Λακεδαιμονίων ναύαρχος, ο Λύσανδρος, όστις επέτυχε και την πρώτην αυτού νίκην καταναυμαχήσας τους Αθηναίους περί την Έφεσον, κατά το φθινόπωρον του 407. Λήξαντος του έτους όμως, έληξεν και η ναυαρχία του Λυσάνδρου, αντικατεστάθη δε υπό του Καλλικρατίδα, ανδρός , ως και ο Βρασίδας, πανελληνίου.

Ο Καλλικρατίδας ηυδοκίμησε κατ’ αρχάς εν τη στρατηγία. Εγένετο κύριος της επί της Λέσβου Μηθύμνης και κατεδίωξεν τον επελθόντα εις βοήθειαν αυτής Αθηναίον Κόνωνα, τον οποίο και απέκλεισε εις τον λιμένα της Μιτυλήνης, αφού εκυρίευσε 30 εκ των 73 αυτού τριήρων.

Οι Αθηναίοι απέστειλαν νέον στόλον εξ 150 τριήρων εις βοήθειαν του Κόνωνος, όστις κατά Ιούλιον του 406 αντιπαρετάχθη προς τους πολεμίους, περί τάς Αργινούσας νήσους, μεταξύ Λέσβου και μικράς Ασίας. Συνεκροτήθη ναυμαχία μεγάλη, καθ’ ήν οι Αθηναίοι, έχοντες οκτώ εκ των δέκα αυτών στρατηγών παρόντας, και επιτηδείως διευθυνόμενοι ενίκησαν νίκην λαμπροτάτην, έπεσεν δε ηρωϊκώς μαχόμενος ο Καλλικρατίδας αυτός. Μετά την μάχην οι Αθηναίοι έδραμον εις απολύτρωσιν του Κόνωνος καταλείποντες όμως εν ταυτώ 46 τριήρεις υπό τους τριηράρχους Θρασύβουλον και Θηραμένην, ίνα συλλέξωσιν ούτοι τους νεκρούς και σώσωσι τους ναυαγούς. Επελθόντος όμως ανέμου και χειμώνος ισχυρού ουδέτερον ηδυνήθησαν να εκτελέσωσι και οι Αθηναίοι στρατηγοί κατηγορηθέντες αργότερον επί αμελεία ιερού καθήκοντος, κατεδικάσθησαν άπαντες εις θάνατον.

Οι Σπαρτιάται εν τώ μεταξύ ανέθεσαν την ναυαρχίαν εις τον Λύσανδρον, όστις φθάσας εις Έφεσον, εν αρχή του 405, ανεζωπύρησεν αμέσως απανταχού το θάρρος των οπαδών της Σπάρτης, και εθαλασσοκράτησεν, ού μόνον κατά την μικράν Ασίαν, αλλά και εις αυτά τά πρόθυρα του Πειραιώς.

Εγένετο κύριος της Λαμψάκου και επέτυχεν την ολοκληρωτικήν καταστροφήν του αθηναϊκού στόλου, διά της στρατηγικής του ευφυΐας, αφού ακόπως και ακινδύνως εγένετο κύριος 170 τριήρων και του πλείστου των εν τη παραλία διασκεδασμένων πληρωμάτων, περί τους Αιγός Ποταμούς.

Κατά Νοέμβριον του 405, ο Λύσανδρος προσήλθε τελευταίον εις τον Σαρωνικόν κόλπον μετά στόλου ισχυρού 200 τριήρων και επεχείρησε την πολιορκίαν των Αθηνών από κοινού μετά των βασιλέων Άγιδος και Παυσανίου, οίτινες ήγον άπασαν την πεζικήν της σπαρτιατικής συμμαχίας δύναμιν. Η πόλις παρεδόθη περί τά μέσα ή τά τέλη του Μαρτίου μηνός του 404, ήτοι 27 ακριβώς έτη αφ’ ής οι Θηβαίοι επεχείρησαν την πρώτην κατά των Πλαταιών έφοδον.

Οι Αθηναίοι υπεχρεώθησαν να καταβάλωσι τά μακρά τείχη και τά του Πειραιώς, να παραδώσωσι τάς ναύς, πλήν δώδεκα, ν’ ανακαλέσωσι τους φυγάδας, να έχωσι τους αυτούς και φίλους και εχθρούς μετά των Σπαρτιατών. Το δε πάντων ίσως δεινότερον, κατελύθη το πάτριον πολίτευμα και κατεστάθη αντ’ αυτού ολιγαρχία ανδρών τριάκοντα. Ο δε Λύσανδρος, αφού επεληθήθη επί τινα χρόνον την εκτέλεσιν των αποφασισθέντων, απήλθεν εις Σάμον, την οποίαν καθυπέταξεν ωσαύτως εντός ολίγου. Τούτο απέβη το τέλος του πελοποννησιακού πολέμου.

Ο μακρός και πεισματώδης ούτος αγών κατέφερεν εις την υλικήν και την ηθικήν του έθνους κατάστασιν πληγάς ουδέποτε έκτοτε θεραπευθείσας. Πολλών ελληνίδων πόλεων οι κάτοικοι εντελώς ή σχεδόν εντελώς εξωντώθησαν, η δε πόλις των Αθηνών ου μόνον την ηγεμονίαν απέβαλεν, αλλά και τους πλείστους και αρίστους των πολιτών. Η Σπάρτη ανηγορεύθη απάσης της Ελλάδος ηγεμών, αλλά και αύτη επιφάνειαν μόνον ισχύος προσέλαβε και βραχυχρόνιον μόνον εκτήσατο ηγεμονίαν.

*

μάλλον φοβούμαι τάς οικείας ημών αμαρτίας ή τάς των εναντίον διανοίας. (Περικλής)

***

Βιβλίον Πέμπτον

Ηγεμονία της Σπάρτης – η μάχη περί τά Κούναξα - Αγησίλαος

Δέκαοκτώ μήνες μόλις είχον παρέλθει (Απρίλιος 404 – Σεπτέμβριος 403) αφ’ ής η Σπάρτη επέβαλε θριαμβικώς την ηγεμονίαν αυτής εις πάσαν την Ελλάδα, και ήδη η ηγεμονία αύτη έπαθε δύο δεινά τραύματα. Οι Κορίνθιοι και οι Θηβαίοι, οι ισχυρότεροι των αρχαίων συμμάχων, είχον αποποιηθή να υπακούσωσιν εις τον Λύσανδρον ως προς την παράδοσιν των φυγάδων, η δε πόλις των Αθηνών, απηλλάγη, ένεκα των διχονοιών της Σπάρτης αυτής, του ολιγαρχικού πολιτεύματος, και απεκατέστησε την δημοκρατία χάρις εις τους φυγάδας και κυρίως χάρις εις τον Θρασύβουλον. Αλλά περί τους χρόνους τούτους η Σπάρτη περιήλθεν και εις πολεμικάς σχέσεις προς τους Πέρσας.

Εν έτει 404 απέθανεν ο βασιλεύς της Περσίας Δαρείος Β΄. Η σύζυγος αυτού Παρύσατις, γυνή τά μάλιστα επιτηδεία και ραδιούργος, ήθελε να μεταβιβάση την βασιλείαν εις τον νεώτερον υιόν της Κύρον, αλλά κατέλαβε την αρχήν ο πρωτότοκος Αρταξέρξης Β΄, ο επικληθείς Μνήμων. Ο Κύρος όμως δεν παρήτησε τάς αξιώσεις αυτού. Προφασιζόμενος ότι στρατεύει επί τους Πεισίδας πειρατάς, συνέλξεν στρατόν εις Σάρδεις και ορμήσας εκείθεν εν αρχή του 401, προήλασεν εις Ικόνιον, εις Ταρσόν και εις Ισσόν, όπου εύρε τον ναύαρχον Πυθαγόραν σταλέντα υπό των Σπαρτιατών, οίτινες απεφάσισαν τωόντι να υποστηρίξωσι το επιχείρημα του Κύρου. Επτακόσιοι δε Λακεδαιμόνιοι υπό τον Χειρίσοφον προσετέθησαν εις τον πεζικόν στρατόν του Κύρου, όστις έφθασεν ακωλύτως μέχρι του Ευφράτου, διέβη εις την αριστεράν τούτου όχθην και ήλθεν εις πεδίον καλούμενον Κούναξα, όπου αντιπαρετάχθη προς τον Αρταξέρξην, παρασκευάσαντα ήδη στρατόν υπερβαίνοντα τάς 100 μυριάδας ανδρών. Ο Κύρος δεν είχε ν’ αντιτάξη ειμή 10.400 οπλίτας και 2.500 πελταστάς εν όλοις 12.900 Έλληνας παντοδαπούς, Λάκωνας, Αρκάδας, Αθηναίους, Θεσσαλούς και άλλους, Ασιανούς δε 100.000. Και συγκροτηθείσης κατά Σεπτέμβριον του 401 περί Κούναξα μάχης, έπεσε μέν ο Κύρος, ετράπησαν δε εις φυγήν τά ασιανά αυτού στρατεύματα. Μόνοι οι Έλληνες ενίκησαν εν ή ετάχθησαν θέσει. Και έπειτα αποκρούσαντες την περί παραδόσεως των όπλων απαίτησιν του μεγάλου βασιλέως, απεφάσισαν να επιστρέψωσιν εις τά ίδια, συντεταγμένοι όπως είχον και σώζοντες τά όπλα και την τιμήν. Αύτη δε είναι η αείμνηστος κάθοδος των μυρίων, την οποίαν περιέγραψεν ο στρατηγήσας αυτής Ξενοφών εν τη συγγραφή αυτού, τη επιγεγραμμένη «Κύρου ανάβασις».

Μετά την περί Κούναξα νίκην ο Αρταξέρξης επέτρεψεν τώ Τισσαφέρνη τάς χώρας του Κύρου, παρεσκευάσθη δε να τιμωρήση τάς κατά την μικράν Ασίαν ελληνίδας πόλεις δι’ ών είχον προαποδείξει προς τον Κύρον εύνοιαν. Τότε αι ελληνίδες πόλεις εζήτησαν την προστασίαν της Σπάρτης, οι δε έφοροι εξαπέστειλαν αμέσως κατά το φθινόπωρον του 400 έτους, εις βοήθειαν αυτών τον Θίμβρωνα άγοντα οπλίτας 2.000 και 4.000 άλλους Πελοποννησίους, έτι δε 300 ιππείς Αθηναίους. Ουδέν όμως έπραξεν αντάξιον των κοινών προσδοκιών. Διά τούτο ανεκλήθη ο Θίμβρων και περί τά τέλη του 399 εξαπεστάλη ο Δερκυλλίδας. Ούτος εγένετο κύριος, κατά θέρος του 398, της τε Λαρίσσης και οκτώ άλλων πόλεων, συνωμολόγησε δε ανακωχή προς τους σατράπας Τισσαφέρνην και Φαρνάβαζον. Και ενώ αι σπονδαί διήρκουν ακόμη, ήλθεν εις Έφεσον ο ίδιος ο βασιλεύς της Σπάρτης Αγησίλαος, ίνα ηγηθή του κατά των Περσών αγώνος, εν έτει 396. Κατ’ αρχάς η Σπάρτη επεχείρησε τον αγώνα επί μόνω τώ σκοπώ του ν’ απαλλάξη της περσικής κυριαρχίας τάς κατά τά παράλια της μικράς Ασίας ελληνίδας πόλεις. Αλλ’ ο Αγησίλαος εμελέτησεν ήδη βούλευμα πολύ μεγαλύτερον, εμελέτησε την ολοσχερή του περσικού κράτους κατάλυσιν, δυνάμενος να θεωρηθή κατά τούτο ως ο αληθής πρόδρομος του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου.

Εν αρχή, παραπλανήσας τον Τισσαφέρνην, ο Αγησίαλος ετράπη αίφνης προς βορράν κατά Φαρναβάζου και εμβαλών εις την Φρυγίαν κυριεύει πολλάς ενταύθα πόλεις και κώμας. Εν έαρι του 395 ώρμησεν επί Σάρδεις, τάς οποίας επί τρείς ημέρας ελεηλάτησεν ακωλύτως, την δε τετάρτην, επελθόντος τελευταίον του ιππικού των Περσών, συγκροτείται μάχη, καθ’ ήν ο βασιλεύς έτρεψεν εις φυγήν τους πολεμίους, ών πολλοί επνίγησαν εις τον Πακτωλόν ποταμόν.

Κατά φθινόπωρον του 395, εξελθών ο Αγησίλαος από τάς χώρας του Τιθραύστου (ο Αρταξέρξης αντικατέστησε τον Τισσαφέρνην δι’ αυτού), ενέβαλεν εις την υπό τον Φαρνάβαζον τελούσαν Φρυγίαν και ενταύθα επόρθησε μέν την χώραν, κατέλαβε δε πόλεις πολλάς, τάς μέν βία, τάς δε εκούσας.

Αλλ’ ενώ ητοιμάζετο, ώστε κατά το προσεχές θέρος να εμβάλη εις τά ενδότατα της μικράς Ασίας, προσεκλήθη αίφνης υπό της Σπάρτης ν’ ανακάμψη εις τά ίδια, διότι μεγάλη και επικίνδυνος είχεν εκραγή εν Ελλάδι επανάστασις, υποκινηθείσα διά ραδιουργιών και του μεγάλου βασιλέως.

*

Πράγματι αι Θήβαι, αι Αθήναι, η Κόρινθος και το Άργος συνωμολόγησαν τώ 395 επίσημον κατά των Λακεδαιμονίων συμμαχίαν και ο πόλεμος όστις ήρχισε, καλούμενος «Βοιωτικός», έλαβεν τουντεύθεν το μεγαλύτερον επώνυμον του «Κορινθιακού πολέμου» μέχρι της επ’ Ανταλκίδου ειρήνης. Της συμμαχίας συμμετέσχον οι Ευβοείς, οι Ακαρνάνες, οι Όζολαι Λοκροί, οι Αμβρακιώται, οι Λευκάδιοι, και οι της Θράκης Χαλκιδείς.

Ο Αγησίλαος, άμα λαβών την περί ανακλήσεως διαταγήν, ανεχώρησεν εις τά ίδια ακολουθών την πρό εκατονταετίας διαδρομήν του Ξέρξου. Εις τά περί Κορώνειαν πεδία, του μέν Αγησιλάου επεξελθόντος από Κηφισσού, των δε Θηβαίων, Αργείων, Αθηναίων και άλλων συμμάχων καταβάντων από του Ελικώνος, εγένετο κατά το δεύτερον ήμισυ του Αυγούστου μηνός του 394 μάχη «οία ούκ άλλη των γ’ εφ’ ημών», λέγει ο αυτόπτης και ειδήμων περί τά τοιαύτα ιδίως, Ξενοφών. Εξελίχθη εις σύρραξιν φοβερά μετξύ των Θηβαίων και των περί τον Αγησίλαον οπλιτών. Αυτός ο Αγησίλαος, λαβών πολλά διά παντοίων όπλων τραύματα και καταπατηθείς, δεν εσώθη ειμή χάρις εις την αυταπάρνησιν μεθ’ ής προεκινδύνευσαν υπέρ αυτού οι πεντήκοντα λογάδες περί αυτόν Σπαρτιάται δορυφόροι. Η όψις δε του πεδίου της μάχης ήτο φοβερά. Ενίκησαν οι Λακεδαιμόνιοι, δεν επέτυχον όμως τον κύριον αυτών σκοπόν, ήτοι την ολοσχερή των αντιπάλων κατατρόπωσιν και την της όλης ηγεμονίας ανάκτησιν. Ηναγκάσθησαν να εγκαταλείψωσι την στερεάν Ελλάδα εις την διάκρισιν των αντιπάλων. Το δε δεινότερον, περί τάς αρχάς Αυγούστου του 394 ο Αθηναίος Κόνων μετά 90 τριήρων έπλευσεν εις Κνίδον, όπου αντεπεξήλθε κατ’ αυτού ο των Λακεδαιμονίων στόλος υπό Πείσανδρον και γενομένης ναυμαχίας ενικήθη κατά κράτος ο Πείσανδρος και επήλθεν η παντελής κατάλυσις της ναυτικής των Λακεδαιμονίων ηγεμονίας. Επί Κόνωνος μάλιστα η πόλις των Αθηνών ανωκοδόμησε τά μακρά τείχη, δεν επέπρωτο όμως ν’ ανακτήση και την αρχαίαν αξίαν και ηγεμονίαν, ως μη διαθέτουσα πλέον τά απαραίτητα ηθικά προσόντα.

*

Ανταλκίδειος ειρήνη

Η Σπάρτη κατήντησεν ήδη να φοβήται μήπως επί τέλους δεν δυνηθή να διατηρήση και αυτήν της Πελοποννήσου αρχήν. Όθεν εν έτει 392, καθ’ ό μάλιστα μοίρα αυτής εξ 600 οπλιτών εξολοθρεύθη περί Κόρινθον υπό μονάδος πελταστών του Αθηναίου Ιφικράτους, όστις εδραστηριοποιείτο περί Κόρινθον και Σικυώνα, απεφάσισε ν’ αποσπάση εκ παντός τρόπου τον βασιλέα των Περσών από της συμμαχίας μετά των Αθηναίων, Θηβαίων και των άλλων πολεμίων, και παρεκτός τούτου να καταστήση αυτόν ίδιον αυτής σύμμαχον. Επί δε τούτω έπεμψεν εις την Ασίαν τον Σπαρτιάτην Ανταλκίδαν, αλλ’ αι προτάσεις αυτού, καίτοι δελεαστικαί, απεκρούσθησαν υπό του Αρταξέρξου. Μετά πενταετίαν όμως, εν έτει 388, εκπέμπεται εκ νέου ο Ανταλκίδας υπό των Λακεδαιμονίων εις Ασίαν και τη συνδρομή του σατράπου Τιριβάζου καταπείθει τον μεγάλο βασιλέα και συνομολογείται η κατάπτυστος «Ανταλκίδειος Ειρήνη», δι’ ής αι ελληνίδαι της Ασίας πόλεις περιέρχονται εις την κυριαρχίαν του μεγάλου βασιλέως, ενώ αι της κυρίως Ελλάδος πόλεις, μικραί και μεγάλαι αφίνονται αυτόνομοι, αποκλειομένης ούτω της πολιτικής αυτών ενότητος. Εν έαρι λοιπόν του 387 επανήλθεν ο Ανταλκίδας και ο Τιρίβαζος από Σούσων εις τά παράλια της μικράς Ασίας φέροντες μεθ’ εαυτών ού μόνον το επίσημον του μεγάλου βασιλέως δόγμα περί ειρήνης, διά της σφραγίδος αυτού κεκυρωμένον, αλλά και άφθονα χρήματα, δι’ ών αμέσως ο Ανταλκίδας συνεκρότησε στόλον ισχυρότατον, προς τον οποίο οι Αθηναίοι δεν ήτο δυνατόν ν’ αντιταχθώσι.

Και ενώ οι εν Ασία Έλληνες διετέλουν εγκαταλελειμμένοι εις την αυτογνώμονα δεσποτείαν των σατραπών του μεγάλου βασιλέως, αι εν τη κυρίως Ελλάδι πόλεις έπασχον τά πάνδεινα από των Λακεδαιμονίων, οίτινες επί τη προφάσει ν’ ασφαλίσωσι την αυτονομίαν των πόλεων, εξετραχηλίσθησαν εις τυραννίαν φοβεράν , εγκαθιδρύοντας ολιγαρχίας πολεμίας των εχθρών αυτών, κυρίως Θηβαίων, και τοποθετώντας φρουράς και αρμοστάς Λακεδαιμονίους εις τάς βοιωτικάς πόλεις διά να προλάβωσι την επ’ αυτών ηγεμονίαν των Θηβαίων. Εν έτει μάλιστα 382 κατέλαβον τάς Θήβας διά του Φοιβίδου και εν έτει 379 κατέλυσαν την Ολυνθιακήν ομοσπονδίαν διά του Πολυβιάδου, και εφαίνετο κατορθώσα η Σπάρτη, διά των επ’ Ανταλκίδα συνθηκών, ό,τι δεν είχε επιτύχει διά των του πελοποννησιακού πολέμου μεγαλουργημάτων, προκαλέσασα όμως αισθήματα κοινής αποδοκιμασίας, τά οποία έμελλον να προκαλέσωσι κατά της Σπάρτης πληγήν καιρίαν.

Κατά Δεκέμβριον λοιπόν του 379 εκδηλώνεται στάσις εν Θήβαις και οι στασιασταί, ών επισημότατοι ήσαν ο Πελοπίδας και ο Μέλλων, σφάζουσι, διά συνδρομής των εν τη πόλει ομοφρόνων, τους δύο πολεμάρχους Αρχίαν και Φίλιππον και τον τύραννον, τον υπό του Φοιβίδου υποστηριχθέντα, Λεοντιάδην, απολύουσι τους φυλακισμένους και ανακηρύττουσι την ελευθερίαν. Συνέπραξε δε τότε και ο Επαμεινώνδας. Και προεχειρίσθησαν μέν αμελλητί Βοιωτάρχαι αυτός ούτος ο Πελοπίδας, και ο Μέλλων και ο Χάρων, απεκλείσθη δε η ακρόπολις, ήτις, παρεδόθη κατά Ιανουάριον του 378.

*

Ηγεμονία Θηβαίων

Η αγανάκτησις ήν παρήγαγεν εν Θήβαις η ολεθρία εκείνη της Σπάρτης πολιτική, εξεπροσωπήθη κυρίως υπ’ ολίγων τινών ανδρών κατ’ αρχάς υπό του Ισμηνίου και έπειτα υπό του Πελοπίδου, του Μέλλωνος, του Χάρωνος, του Γοργίδου, του Παμμένους, του Δαμοκλείδου, του Θεοπόμπου, τού Φερενίκου και άλλων, αλλά διεχύθη εις τάς φλέβας όλων ανεξαιρέτως των Θηβαίων και ως ιερόν πύρ ανέφλεξεν αυτούς και επιπαρώξυνεν εις το να αναλάβωσι πάντα αγώνα και πάσαν θυσίαν προς διατήρησιν της ανακτηθείσης αυτονομίας. Μετ’ ού πολύ δε έλαμψεν μεσουρανήσαν και το υπέρλαμπρο άστρο του Επαμεινώνδα.

Επαμεινώνδου του Πολύμνιδος ο οίκος ανήγε μέν την αρχήν εις ήρωα προπάτορα, αλλ’ ήτο ήδη πένης και επί τοσούτον άσημος ώστε το όνομα της μητρός του μεγάλου ανδρός ουδέποτε εγνώσθη. Η περί το λέγειν δεινότης του Επαμεινώνδου ανεδείχθη ού μόνον παρά τοίς Θηβαίοις εξαίρετος, αλλά και της ευγλωττίας των αρίστων Αθηναίων ρητόρων ενάμιλλος. Το θαυμάσιον όμως του ανδρός ήτο ότι, μεγαλοφυής ών και φιλομαθής, διετέλει εν ταυτώ μετριόφρων και όλως ακενόδοξος. Ήτο δε προς τά χρήματα απαθής, διατελέσας δι’ όλου του βίου πένης και μηδέ τά αναγκαία πρός ταφήν αυτού έξοδα καταλιπών, ενώ πολλάκις μέν ξένοι υπέβαλον αυτώ προτάσεις δωροδοκίας, πολλάκις δε φίλοι ανεδείχθησαν πρόθυμοι ν’ ανακουφίσωσιν, εξ ιδίων, την έντιμον αυτού ανέχειαν. Ο Επαμεινώνδας επρωταγωνίστησεν εις το ήδη ανοιχθέν αυτώ στάδιον από του έτους 371.

Αντιθέτως, ο φίλος αυτού Πελοπίδας φαίνεται πολύ μάλλον πρωταγωνιστών εν Θήβαις από τά πρώτα έτη της απελεθερώσεως. Αυτός κατέλυσε την τυραννίδα του Λεοντιάδου, ενίκησε πρώτος τους Σπαρτιάτας, ηνώρθωσε την κατά την Βοιωτίαν ηγεμονίαν των Θηβών. Ο Πελοπίδας υπήρξεν ο άριστος των Θηβαίων, αλλ’ ο Επαμεινώνδας, των Ελλήνων ίσως ο άριστος. Ο Πελοπίδας ήρχισε το έργον της απελευθερώσεως και της ηγεμονίας των Θηβαίων, αλλ’ εις τόν Επαμεινώνδαν οφείλεται η εξασφάλισις του έργου τούτου και το πανελλήνιον αξίωμα, όπερ εκτήσατο περί τους χρόνους εκείνους η πόλις των Θηβών.

*

Οι Σπαρτιάται επανειλημμένως εστράτευσαν επί την Βοιωτίαν, οτέ μέν διά του Κλεομβρότου, οτέ δε διά του Αγησιλάου, αλλ’ ουδέν κρίσιμον διέπραξαν. Προσέτι, κατά Σεπτέμβριον του 376 ο ναύαρχος αυτών Πόλλις, άγων τριήρεις εξήκοντα, εντελώς κατετροπώθη περί Νάξον, υπό του Αθηναίου Χαμβρίου, ναυαρχούντος τριήρων ογδοήκοντα. Κατά το επόμενον δε έτος, 375, υπέστησαν περί Τεγύρας την πρώτην αυτών ήτταν εν πεδίω υπαίθρω υπό δυνάμεως πολύ μικροτέρας. Τότε δε απεδείχθη, οπόσον ακαταγώνιστος ήτο η ρώμη, η ανδρεία και ο συμπεπηγμένος ωθισμός του ιερού λόχου, φάλαγγος 300 οπλιτών, συνδεομένων μεταξύ των, ανά δύο, δι’ ισχυράς φιλίας, δημιουργήματος του Πελοπίδυ και του Επαμεινώνδου.

Η μάχη αύτη επροξένησε βαθυτάτην καθ’ όλην την Ελλάδα εντύπωσιν, και ανεπτέρωσε τάς ελπίδας και ενίσχυσε τάς ενεργείας των Θηβαίων, οίτινες περί το 374, εκυριάρχησαν ήδη απασών των κατά την βοιωτίαν πόλεων, εξαιρέσει του Ορχομενού καί της Χαιρωνείας. Οι δε Σπαρτιάται εν έτει 372 διετέλουν πανταχόθεν τεταπεινωμένοι, την δ’ αθυμίαν αυτών ηύξησαν οι κατά το έτος εκείνο γενόμενοι εν Πελοποννήσω φοβεροί σεισμοί και κατακλυσμοί, τά οποία υπέλαβον ως σημεία της οργής του θεού Ποσειδώνος.

Κατά Ιούνιον του 371 εγένετο εν Σπάρτη αξιομνημόνευτος σύνοδος του ελληνικού έθνους, επί τώ σκοπώ της εξευρέσεως τρόπου ειρηνεύσεως, εν ή εντυπωσίασεν η λογομαχία Επαμεινώνδου και Αγησιλάου, και κατέπληξεν γενικώτερον τους αντιπροσώπους του έθνους η τόλμη των Θηβαίων, οι οποίοι και απεκλείσθησαν της ειρήνης υπό του Αγησιλάου.

Το ίδιον έτος, 371, διεξήχθη εν Λεύκτροις μάχη πεισματωδεστάτη μεταξύ Λακεδαιμονίων υπό τον βασιλέα Κλεόμβροτον και των Θηβαίων υπό τον Επαμεινώνδα. Ο στρατός του Κλεομβρότου ήτο διπλάσιος σχεδόν του των Θηβαίων στρατού, αλλ’ ενταύθα ανεφάνη η στρατηγική του Επαμεινώνδου μεγαλοφυΐα, όστις προέταξε της παρατάξεως το ιππικόν, τον εμιμήθη δε και ο Κλεόμβροτος. Αλλ’ άμα αρξαμένης της μάχης διά της συγκρούσεως των δύο ιππικών, οι Θηβαίοι, κατατροπώσαντες τάς πολύ ολιγώτερον επιτηδείας λακωνικάς ίλας και συνωθήσαντες τους ιππείς των πολεμίων επί τους πεζούς, επήγαγον ού μικράν σύγχυσιν εις το κύριον του αντιπάλου στρατού σώμα. Ο Κλεόμβροτος διέταξεν αμέσως το πεζικόν να βαδίση εμπρός, άγων αυτός την δεξιάν πτέρυγα. Τότε, ενώ το νικηφόρον ιππικόν των Θηβαίων ανεχαίτιζε το κέντρον και την αριστεράν των πολεμίων πτέρυγα, ο Επαμεινώνδας και ο Πελοπίδας επέπεσον μετά της κολοσσιαίας αυτών φάλαγγος κατά του Κλεομβρότου και της δεξιάς αυτού πτέρυγος. Η σύρραξις ενταύθα υπήρξε φοβερά. Και έπεσεν εν τώ πεισματώδει τούτω αγώνι ο Κλεόμβροτος αυτός, εκ δε των οπλιτών πλείστοι όσοι. Οι επιζήσαντες πολέμαρχοι εζήτησαν ανακωχήν ίνα θάψωσι τους νεκρούς, όπερ επέτρεψαν οι Θηβαίοι, αφού έστησαν το ίδιον τρόπαιον.

Ταύτης της νίκης των Θηβαίων και της των Σπαρτιατών κατατροπώσεως η αγγελία, ως κεραυνός εξέπληξε την Ελλάδαν άπασαν. Εις την Πελοπόννησον αυτήν δε μεγάλη εξερράγη κατά της Σπάρτης επανάστασις. Εν Φιγαλία, εν Φλιούντι, εν Κορίνθω, εν Σικυώνι, εν Μεγάροις, εν Αρκαδία έσπευσαν να απαλλαγώσι της κυριαρχίας των Σπαρτιατών. Κατά το φθινόπωρον δε του 370 έσπευσεν και ο Επαμεινώνδας να εισβάλη εις Πελοπόννησον κληθείς υπό των Αργείων, ηγούμενος λαμπρού στρατού συμποσουμένου εκ τετράκισμυρίων οπλιτών Θηβαίων και των συμμάχων αυτών, Αργείων, Αρκάδων, και Ηλείων. Καίτοι χειμώνος δε όντος, έφθασεν εις τάς γεφύρας του Ευρώτα και εις την Σπάρτην αυτήν, την οποίαν όμως δεν επεχείρησεν να εκπορθήση. Αρκεσθείς να εκφοβίση αυτήν ετράπη προς μεσημβρίαν, προήλασε μέχρις Έλους και Γυθείου, ελεηλάτησε την πέριξ χώραν και επανήλθεν έπειτα προς τά σύνορα της Αρκαδίας. Εντεύθεν επαγίωσε τον αρκαδικόν δεσμόν, ιδρύσας την μεγάλην πόλιν και ανεκήρυξε την ελευθερίαν όλων των ειλώτων και περιοίκων της Μεσσηνίας δι’ ούς κατεσκεύασε ετέραν νέαν πόλιν, την Μεσσήνην. Ακολούθως ανεχώρησεν ίνα επιστρέψη εις τά ίδια, κατά την άνοιξιν του 369.

Μετ’ ολίγον ενέβαλεν ο Πελοπίδας εις Θεσσαλίαν και καθυπέβαλεν υπό την κυριαρχίαν της πατρίδος αυτού το πλείστον της χώρας, περιορίσας εις ολίγας πόλεις την τυραννίδα του Φεραίου Αλεξάνδρου, όλως δ’ εκβαλών τον Μακεδόνα Αλέξανδρον, όστις δεν ηδύνατο να διατηρήση όσα εν Θεσσαλία εκτήσατο.

Ως προς τους Αθηναίους, αφ’ ής ενισχύθησαν πέραν του μετρίου οι γείτονες Θηβαίοι, συνωμολόγησαν προς την Σπάρτην συμμαχίαν, κατέλαβον δε την Κόρινθον και το Όνειον όρος. Εκ τούτου όμως δεν διεκωλήθη ο Επαμεινώνδας του να εμβάλη αύθις και επανειλημμένως εις την Πελοπόννησον, εν έτει 368 και 367. Ηυδοκίμουν εν ταυτώ οι Θηβαίοι και προς βορράν, διότι τώ 368 ο Πελοπίδας εμβαλών αύθις εις Θεσσαλίαν, περιέστειλεν έτι μάλλον την αρχήν του Φεραίου Αλεξάνδρου και έπειτα προελάσας μέχρι Μακεδονίας, υπεχρέωσε τον επίτροπον της αρχής Πτολεμαίον να εγκαταλίπη την προς τους Αθηναίους συμμαχίαν, παρέλαβεν δε ως εγγύησιν τριάκοντα ομήρους εν οίς ο Φίλιππος, ο υιός του Αμύντου, όστις διέτριψε τότε επί τινα έτη εις Θήβας υπό την επιμέλειαν του Παμμένους.

Τώ 363 ανέλαβε ο Πελοπίδας να καθαιρέση τον δεσπότην Αλέξανδρον, και κατετρόπωσε μέν περί Κυνός Κεφαλάς τον στρατόν αυτού, αλλά προκινδυνεύσας παραλόγως έπεσεν αυτός εν τη μάχη ταύτη. Ωστόσο οι Θηβαίοι καταστήσαντες υπηκόους και τους Αχαιούς, τους Φθιώτας, και τους Μάγνητας, είπερ ποτέ ίσχυσαν τότε εις τάς αρκτικάς ταύτας της Ελλάδος χώρας.

Περί τά μέσα δε του 362, ο Επαμεινώνδας εστράτευσεν αύθις εις Πελοπόννησον μετά πολυαρίθμου και φοβερού στρατού, όστις περιελάμβανεν άπαντας σχεδόν τους εκτός του Ισθμού Έλληνας, Βοιωτούς, Ευβοείς, Θεσσαλούς, Λοκρούς, Αινειάνας και άλλους, εν συνεχεία δε προσέλαβε Σικυωνίους, Αρκάδας, Μεσσηνίους και Αργείους. Εις την Μαντίνειαν αφ’ ετέρου συνεκεντρώθησαν οι αντίπαλοι, ήτοι οι περί τους Μαντινείς Αρκάδες, οι Αχαιοί, οι Ηλείοι και περιεμένοντο δε ενταύθα και οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάται υπό αυτόν τον ογδοηκοντούτην Αγησίλαον.

Αφού απέτυχον διά παραδόξου συνδρομής τυχαίων περιστάσεων δύο επιτηδειότατα νενοημένα στρατηγήματα του Επαμεινώνδου, ο στρατηγός απεφάσισε ν’ αγωνισθή εκ παρατάξεως προς τους αντιπάλους αυτού, επαναλαβών την λοξήν παράταξιν της εν Λεύκτροις μάχης. Η όλη δύναμις εκατέρου του στρατού προσδιορίζεται υπό του Διοδώρου του Σικελιώτου εις 20.000 πεζούς και 2.000 ιππείς, ως προς τους περί τους Μαντινείς, εις 30.000 δε πεζούς και 3.000 ιππείς, ως προς τους περί τους Θηβαίους.

Και ήρξατο η μάχη διά της απ’ αριστερών επιθέσεως του τε ιππικού και του πεζικού του Επαμεινώνδου. Το κράτιστον αυτού ιππικόν έτρεψεν μετ’ ού πολύ τάς ίλας των Ηλείων και έπειτα ετράπη δεξιά επί την πεζικήν φάλαγγα. Ενταύθα ο Επαμεινώνδας είχεν ήδη επιπέσει μεθ’ όλου του φοβερού αυτού όγκου επί την παράταξιν των Μαντινέων και Λακεδαιμονίων και μετά πεισματώδη αγώνα ασπίδος προς ασπίδα, και ακοντίου προς ακόντιον και ξίφους προς ξίφος, ηνάγκασεν αυτούς να υποχωρήσωσι. Και είχεν ήδη τραπή εις φυγήν ολόκληρος των εναντίων ο στρατός, και ο Επαμεινώνδας νικήσας κατά κράτος τους αντιπάλους εν τώ κρισίμω τούτω αγώνι, εφαίνετο προωρισμένος να ασφαλίση την αρχήν και την ηγεμονίαν της πατρίδος αυτού, ότε αίφνης καιρίαν έλαβε πληγήν εις τον θώρακα. Άμα δε πεσόντος αυτού, έπεσον ούτως ειπείν και τά όπλα των περί αυτόν πολλών μυριάδων ανδρών, οίτινες μέχρι της στιγμής ταύτης ανεδείχθησαν ακαταγώνιστοι, και έπαυσεν η καταδίωξις, και οι φυγάδες ηδυνήθησαν να συμπυκνωθώσι πάλιν περί την Μαντινείαν, ισχυρίσθησαν δε και ούτοι ότι ενίκησαν και έστησαν ωσαύτως τρόπαιον. Αλλ’ η αλήθεια ήτο ότι οι Θηβαίοι έμειναν κύριοι του πεδίου της μάχης. Μετ’ ολίγον δε απέθανεν και ο Επαμεινώνδας εκ του τραύματος, κατά Ιούνιον ή Ιούλιον του 362, εις ηλικίαν 56 ή 57 ετών.

Ο Επαμεινώνδας υπήρξεν ο τελευταίος των πολλών και ενδόξων εκείνων ηρώων, οίτινες εξεπροσώπουν άμα και ωδήγουν και συνείχον την ελληνικήν κοινωνίαν. Αυτού δε πεσόντος, επήλθε μακρά εικοσιπενταετής περίπου πολιτική και ηθική αναρχία, ήτις δεν έπαυσεν ειμή διά της μακεδονικής ηγεμονίας.

*

Ιερός πόλεμος – ανάμειξις Μακεδόνων – μάχη Χαιρωνείας

Μικρόν μετά την εν Λεύκτροις μάχην, οι Θηβαίοι είχον καταπείσει το Αμφικτυονικόν συνέδριον να καταδικάση την Σπάρτην εις χρηματικήν ποινήν 500 ταλάντων, διά την εν μέση ειρήνη κατάληψιν της Καδμείας, και τάς δηώσεις όσας οι Λακεδαιμόνιοι διέπραξαν εν Βοιωτία, χωρίς όμως η απόφασις να εκτελεσθή ποτέ. Εν έτει 357 οι Θηβαίοι ομοίως κατέπεισαν πάλιν το συνέδριον νά καταδικάση και τους Φωκείς εις βαρείαν χρηματικήν ποινήν. Επειδή δε ούτε ηδύναντο ούτε ήθελον οι Φωκείς να πληρώσωσι την ζημίαν, οι Αμφικτύονες, επί εισηγήσει πάντοτε των Θηβαίων, το επόμενον έτος απεφάσισαν να αφαιρεθή από αυτών η χώρα και να καθοσιωθή εις τον εν Δελφοίς θεόν, ενταυτώ δε ηπειλήθησαν και οι Λακεδαιμόνιοι, διότι ούτε αυτοί εξετέλεσαν την ποινήν των. Τότε οι Φωκείς, θεωρούντες εαυτούς απειλουμένους τον έσχατον κίνδυνον, εζήτησαν συμμάχους. Και έλαβον τώ όντι υποσχέσεις επικουρίας παρά των Αθηναίων, των Σπαρτιατών, των εν Πελοποννήσω Αχαιών και άλλων πελοποννησιακών πόλεων. Αλλ’ οι Θηβαίοι, οι Θεσσαλοί, οι Δωριείς, οι Αινιάνες, οι Αχαιοί, οι Φθιώται, οι Μάγνητες, οι Περραιβοί, οι Αθαμάνες και οι Δόλοπες, ανέλαβον την εκτέλεσιν της αποφάσεως του συνεδρίου. Οι Φωκείς, κατά πρότασιν του στρατηγού αυτών Φιλομήλου, απεφάσισαν πρό πάντων να γίνωσι κύριοι των Δελφών, το μέν ίνα έχωσι εις χείρας αυτών την Πυθίαν, της οποίας οι χρησμοί είχον τοσούτον κύρος καθ’ όλην την Ελλάδα, το δε ίνα καταλάβωσι τους εν Δελφοίς αποτεταμιευμένους απείρους θησαυρούς. Και τωόντι κατέλαβον τους Δελφούς, προέβησαν δε εις σωρείαν ιεροσύλων πράξεων.

Από τοιούτων αφορμών ήρχισε και διεξήχθη επί δεκαετίαν όλην, 355 – 346, ο πόλεμος ούτος, όστις και ιερός εκλήθη, και επί τούτου ανεμίχθη το πρώτον εις τά ελληνικά πράγματα ο βασιλεύς της Μακεδονίας Φίλιππος.

Εν έτει 352 ενέβαλεν ο Φίλιππος εις Θεσσαλίαν και συγκροτηθείσης μάχης μεγάλης, οι Φωκείς ηττήθησαν κατά κράτος και απέβαλον 6.000 ανδρών, εγένετο δε βαθμηδόν κύριος της Θεσσαλίας και ανεδείχθη εκδικητής του εν Δελφοίς ιερού και πρόμαχος του περιυβρισθέντος ελληνικού θρησκεύματος.

Εν έτει 347 έπεσεν εις χείρας του Φιλίππου η Όλυνθος και όλαι αι λοιπαί της Χαλκιδικής πόλεις, 32 τον αριθμόν. Μετ’ ού πολύ δε κατώρθωσε τελευταίον να εμβάλη και εις την κυρίως Ελλάδα. Εν έτει 346 εγένετο κύριος του Αμφικτυονικού συνεδρίου, εν έτει 344 επροστάτευσεν τους Μεσσηνίους, τους Αρκάδας και τους Αργείους κατά των αδιαλείπτων επιθέσεων των Σπαρτιατών, ενώ εν έτει 341 επεχείρησε την πολιορκίαν της Περίνθου και του Βυζαντίου. Ο Φωκίων όμως, αποσταλείς υπό των Αθηναίων, απέτρεψεν την πτώσιν των δύο τούτων πόλεων, ενώ τώ 339 συνωμολογήθη ειρήνη μεταξύ του Φιλίππου και των λοιπών Ελλήνων. Εν έτει όμως 338 επέρχεται επί την Ελλάδα μετά 30.000 πεζών και 2.000 ιππέων, κατ’ εντολήν των Αμφικτυόνων ο Φίλιππος, προκειμένου να τιμωρήση τους Λοκρούς της Αμφίσσης, επειδή οι τελευταίοι εγεώργησαν ιεράν τινα γήν των Δελφών. Ο Φίλιππος είχεν ήδη κυριεύσει την Άμφισσαν και καταλάβει την εν Φωκίδι Ελάτειαν, ότε οι Αθηναίοι, κατά συμβουλήν του Δημοσθένους, επεχείρησαν να συγκροτήσωσι κοινήν συμμαχίαν των Ελλήνων.

Εις μάτην ο Φωκίων επροσπάθησε παντί σθένει ν’ αποτρέψη αυτούς από του αγώνος τούτου. Οι Αθηναίοι ητοιμάσθησαν τάχιστα προς πόλεμον, ο δε Δημοσθένης, δραμών αυτός εις Θήβας, έπεισε και ταύτην την πόλιν να συμπράξη. Εις τάς δύο ταύτας πολιτείας προσετέθησαν άλλαι τινές μικρότεραι, αθροισθείσης δε της όλης δυνάμεως, αντιπαρετάχθησαν οι δύο στρατοί εις Χαιρώνειαν της Βοιωτίας τη 3η Αυγούστου 338. Εν ταύτη τη μάχη έπεσεν ο ιερός των Θηβαίων λόχος στοιχηδόν, όπως όρθιος ών ηγωνίσθη, μηδενός των 300 εκείνων μηδ’ οπωσούν υποχωρήσαντος. Κύριος της νίκης αίτιος εγένετο ο του Φιλίππου υιός Αλέξανδρος, όστις , κατατροπώσας τους Θηβαίους, εβίασεν ούτω και τους κατ’ αρχάς πλεονεκτήσαντας στρατηγούς των Αθηναίων Χάρητα και Λυσικλέα, να τραπώσι μετά των άλλων εις φυγήν. Είς δε των ούτω από του πεδίου της μάχης διασωθέντων ήτο και ο Δημοσθένης.

Διά της μεγάλης ταύτης εν Χαιρωνεία νίκης ο Φίλιππος κατέστη κύριος απάσης της Ελλάδος, και τάς μέν Θήβας ετιμώρησεν αυστηρώς, προς τους Αθηναίους όμως συνωμολόγησεν ειρήνην επιεική.

Υπήρχον δε εν Αθήναις και άνθρωποι υψηλότερον μετεωριζόμενοι και αναφανδόν πρεσβεύοντες την ανάγκην της ενώσεως της Ελλάδος υπό την ηγεμονίαν του Φιλίππου, επί τώ σκοπώ της καταλύσεως του μεγάλου βασιλέως και της κατά την Ασίαν διαχύσεως του Ελληνισμού. Ιδίως δε ο Ισοκράτης.

Εν Πελοποννήσω, μόνη η Σπάρτη δεν ηθέλησε να υποταχθή. Και ενέβαλε μέν ο Φίλιππος μέχρι της Λακωνικής και εταπείνωσεν αύθις πολυειδώς τους Λακεδαιμονίους, αλλά δεν επέμεινεν εις την εντελή αυτών χείρωσιν.

***

Βιβλίον Έκτον

Φίλιππος

Επί Φιλίππου, υιού του Αμύντου, η Μακεδονία έλαβεν έκτασιν μεγάλην, η δέ αρχαιοτέρα Μακεδονία ήτο πολύ μικροτέρα. Τού μεγαλείου τών Μακεδόνων ιδρυταί υπήρξαν φυγάδες τινές Έλληνες, οίτινες, επελθόντες, ως λέγεται, κατά τήν εβδόμην π.Χ. εκατονταετηρίδα εις τάς χώρας ταύτας καί άρξαντες μοίρας τινός τού Μακεδονικού λαού, επεχείρησαν τάς κατακτήσεις εκείνας, τάς οποίας οι απόγονοι αυτών, Φίλιππος καί Αλέξανδρος ο μέγας, τοσούτον εξαισίως μετέπειτα επολλαπλασίασαν. Καί υπήρχον μέν διάφοροι παραδόσεις περί τών προγόνων τών δύο τούτων βασιλέων, άπασαι όμως ανήγον τήν αρχήν τού οίκου αυτών εις τούς Ηρακλείδας, καί ιδίως εις τούς Ηρακλείδας τού Άργους, δηλαδή τούς Τημενίδας.

Επιστεύετο δέ εν Ελλάδι η εξ Άργους καταγωγή τού μακεδονικού οίκου, διό καί εις ένα τών απογόνων αυτού, τόν επί τών μηδικών πολέμων πολλάκις αναφερθέντα Αλέξανδρον, επετράπη υπό τών Ελλανοδικών νά αγωνισθή εις τά Ολύμπια ως γνήσιος Έλλην.

Ο Φίλιππος κατέλαβε την αρχήν εν τώ μέσω κρίσεως. Οι Ιλλυριοί υπό τον Βαρδύλλιο είχον καταλάβει μέρος της Μακεδονίας. Οι Αθηναίοι έπεμψαν στρατόν ίνα αναβιβάσωσιν εις τον θρόνον έγγονόν τινα του Αρχελάου, τον Αργαίον. Οι Θράκες παρεσκευάζοντο να εισβάλωσιν, ενώ έτερα μέρη της Μακεδονίας ελεηλατούντο υπό των Παιόνων. Την δε αναρχίαν ταύτην και ταραχήν ηύξανεν η εν τη μεσημβρινή Ελλάδι, μετά τον θάνατον του Επαμεινώνδου, επελθούσα ομοίως γενική των πραγμάτων ανωμαλία.

Ο Φίλιππος διέτριψεν εις Θήβας ως όμηρος, ότε επί Θηβαίων ηγεμονίας, ενέβαλεν κατά πρώτον ο Πελοπίδας εις Μακεδονίαν και υπεχρέωσε τον Πτολεμαίον, επίτροπον των βασιλοπαίδων Περδίκκου και Φιλίππου, να εγκαταλίπη την προς τους Αθηναίους συμμαχίαν, συντασσόμενος μετά των Θηβαίων, και ίνα ασφαλίση την πίστιν αυτού, παρέλαβε 30 ομήρους εν οίς και τον Φίλιππον. Ο τελευταίος έλαβεν εν Θήβαις ικανήν επιστημονικήν και ρητορικήν παίδευσιν, και βραδύτερον ανέδειξεν επιτηδειότητα περί το λέγειν ού την τυχούσαν. Εσπούδασε δε και αυτήν την φιλοσοφίαν. Αλλά μάλιστα ωφελήθη εν Θήβαις από της οικειότητος και των παραδειγμάτων των δύο ανδρών οίτινες τότε εκόσμουν την τε ιδίαν πατρίδα και την όλην Ελλάδα, του Πελοπίδου και του Επαμεινώνδου.

Κατ’αρχάς ο Φίλιππος ανέλαβε την κυβέρνησιν ως επίτροπος του νέου αυτού ανεψιού, Αμύντου, του υιού του Περδίκκου. Αλλ’η δυσχέρεια των πραγμάτων ήτο τοσαύτη ώστε υπεχρεώθη υπό των φίλων να καταλάβη εν ιδίω ονόματι την βασιλείαν. Κατά το πρώτο έτος της βασιλείας του, 359, απηλλάγη των Θρακών δι’επιτηδείων δώρων, κατετρόπωσε τους Παίονας, υπεχρέωσε δε και τους Ιλλυριούς να ειρηνεύσωσι παραιτούντες πάντα όσα εν τη Μακεδονία κατέκτησαν. Ομοίως απηλλάγη και του Αργαίου, αφίνοντας τους Αθηναίους να επιστρέψωσιν εις τά ίδια. Τώ 358 εκυρίευσε την Αμφίπολιν διά λογαριασμό δήθεν των Αθηναίων, ηρνήθη όμως να εκπληρώση την υπόσχεσιν αλλά εφύλαξε δι’εαυτόν την πόλιν, οχυρώσας αυτήν και πολυειδώς ασφαλίσας. Ενταυτώ εγένετο κύριος της προς ανατολάς του Στρυμόνος χώρας του Παγγαίου όρους. Οι Θάσιοι είχον αυτόθι κτίσει ποτέ πόλιν καλουμένην Κρηνίδες, την οποίαν ήδη ο Φίλιππος ηύξησε μετονομάσας Φιλίππους.

Περί τους αυτούς χρόνους ο Φίλιππος συνεζεύχθη την Ολυμπιάδα, θυγατέρα του βασιλέως των Μολοσών Νεοπτολέμου, όστις εφημίζετο ως απόγονος του ηρωϊκού των Αιακιδών γένους. Εν έτει δε 356 η Ολυμπιάς έτεκεν υιόν, τον μετέπειτα τοσούτον πολυθρύλητον Αλέξανδρον τον μέγαν, και τούτο συνέβη ου πολύ μετά την άλωσιν της Ποτιδαίας. Αλλά το σπουδαιότερον ίσως των έργων του Φιλίππου είναι η διοργάνωσις του στρατού εκείνου, όστις έμελλεν μετά είκοσιν έτη να επιχειρήση το θαυμάσιον έργον της διαδόσεως του ελληνισμού κατά πάσαν την Ασίαν. Την στρατιωτικήν δύναμιν συνεκρότουν 1) η φάλαγξ, ήτοι το βαρύ πεζικόν, το ησκημένον περί την χρήσιν της σαρίσσης, ήτοι της μακράς λόγχης ήτις εκρατείτο διά των δύο χειρών, 2) οι υπασπισταί, ήτοι το ελαφρότερον ωπλισμένον σώμα των πεζών της βασιλικής φρουράς,. 3) οι εταίροι, ήτοι το βαρύ ιππικόν το ανέκαθεν υπάρχον εν Μακεδονία και συγκείμενον εκ των ευπορωτέρων Μακεδόνων, 4) το ελαφρόν ιππικόν, οι καλούμενοι σαρισσοφόροι. Μετά τούτων συνέπραττον και άλλα πολλά και αξιολογώτατα επικουρικά σώματα.

Ο Φίλιππος ησχολείτο εις το να εξώση τους Αθηναίους από των παραλίων της Θράκης και της Μακεδονίας και είχε κυριεύσει μετά μακράν πολιορκίαν εν έτει 354-353, το τελευταίον αυτών κατά την Μακεδονίαν κτήμα, την Μεθώνην, ότε οι ευπατρίδαι της Θεσσαλίας, και ιδίως οι Αλευάδαι, πάσχοντες τά πάνδεινα από των διαδόχων του Φεραίου Αλεξάνδρου, επεκαλέσαντο την επικουρίαν του βασιλέως, ενώ οι του Αλεξάνδρου διάδοχοι, ο Λυκόφρων και οι περί αυτόν, εζήτησαν αφ’ετέρου την βοήθειαν των Φωκέων. Εντεύθεν συνεκρούσθησαν οι Μακεδόνες και οι Φωκείς επανειλημμένως εις τά θεσσαλικά πεδία, μέχρις ού τώ 532 κατετροπώθησαν οι Φωκείς, ο δε Φίλιππος εκυρίευσε τάς Φεράς, καθήρεσε την δυναστείαν των διαδόχων του Αλεξάνδρου, απεφήνατο την πόλιν εκείνην ελευθέραν και επολιόρκησε τον λιμένα αυτής, τάς Παγασάς, μετά την κυρίευσιν των οποίων, κατέστη κύριος απάσης της Θεσσαλίας. Αφού διέτριψεν επί τινας μήνας εις Θεσσαλίαν, ενέβαλεν εις Θράκην και εξέτεινεν επί μάλλον και μάλλον την κυριαρχίαν αυτού. Τώ 350 εξέσπασεν ο Ολυνθιακός πόλεμος, όστις κατέληξε τώ 348 με θρίαμβον του Φιλίππου κατά των Αθηναίων, αφού εκυρίευσεν 32 χαλκιδικάς πόλεις, επί πάσι δε την Όλυνθον αυτήν.

Ακολούθως ο Φίλιππος επήλθε νοτιώτερον και καταλαβών την χώρα των Φωκέων συνεκάλεσε το των Αμφικτυόνων συνέδριον το οποίον επέβαλε διαφόρους ποινάς εις τους ιεροσύλους Φωκείς. Οι Αθηναίοι δε υπέκυψαν εις την παντοδυναμίαν του Φιλίππου, ανεγνώρισαν την παραδοχήν αυτού εις το αρχαιότατον ελληνικόν συνέδριον, ανεγνώρισαν αυτόν ως πρόεδρον της πανηγύρεως των Πυθίων, ανεγνώρισαν αυτόν ως πρόμαχον τού μεγίστου της Ελλάδος ιερού, των Δελφών, και τιμωρόν της ιεροσυλίας ής ήσαν συνυπεύθυνοι.

Μετά δε και την εν Χαιρωνεία νίκην του Φιλίππου τώ 338, η εν Κορίνθω σύνοδος ανηγόρευσεν αυτόν στρατηγόν αυτοκράτορα της Ελλάδος κατά την επί την Ασίαν στρατείαν. Επανήλθεν δε από Κορίνθου εις τά ίδια τώ 337.

Εν έαρι του 336 ο Φίλιππος προεξέπεμψεν εις Ασίαν μοίραν του μακεδονικού στρατού υπό στρατηγούς τον Παρμενίωνα και τον Άτταλον, ίνα αρχίσωσιν αμέσως τάς εχθροπραξίας, μέχρις ού επέλθη αυτός και αναλάβη την υπερτάτην του επιχειρήματος ηγεμονίαν. Αλλά δεν ήτο πεπρωμένον να εκτελέση το μέγα εκείνο βούλευμα. Εδολοφονήθη υπό του ευπατρίδου νεανία Παυσανία, κατά Αύγουστον του 336 και ενώ εωρτάζοντο οι γάμοι της θυγατρός αυτού και της Ολυμπιάδος Κλεοπάτρας μετά του βασιλέος της Ηπείρου Αλεξάνδρου, αδελφού της Ολυμπιάδος και θείου επομένως της νύμφης. Διά του γάμου αυτού ο Φίλιππος ήθελε να αποτρέψη ενδεχομένην τροπήν του Αλεξάνδρου κατ’αυτού, πεισθέντος υπό της Ολυμπιάδος.

Εκτός της Ολυμπιάδος ο Φίλιππος είχε λάβει αλληλοδιαδόχως πολλάς άλλας συζύγους, ών η τελευταία, Κλεοπάτρα, ανεψιά του Αττάλου, κατέπεισεν αυτόν να αποπέμψη την Ολυμπιάδα.

*

ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (336 π.Χ – 146 π.Χ.)

Αλέξανδρος

Ο Αλέξανδρος εγεννήθη κατά Ιούλιον του 356. Κυριώτατοι μέν αυτού παιδαγωγοί υπήρξαν ο συγγενής της Ολυμπιάδος Λεωνίδας και ο Ακαρνάν Λυσίμαχος. Ήτο δε τρίσκαιδεκαέτης ότε η παίδευσις αυτού επετράπη εις τον Αριστοτέλην, τον οποίον ο Φίλιππος επί τούτω εκάλεσε παρ’εαυτώ και του οποίου ο πατήρ Νικόμαχος είχε διατελέσει φίλος και ιατρός του πατρός του Φιλίππου, Αμύντου.

Στρατεύσαντος του Φιλίππου επί Βυζαντίου τώ 340, ο Αλέξανδρος, ει και μόλις ών εκκαιδεκαέτης, απελείφθη κύριος εν τη Μακεδονία των πραγμάτων και της σφραγίδος. Τότε κατέβαλεν επανάστασιν της γείτονος θρακικής φυλής των Μεδάρων και κυριεύσας μίαν αυτών πόλιν ανωκοδόμησεν αυτήν και προσηγόρευσεν Αλεξανδρούπολιν. Μετά δύο έτη, τώ 338, συνεξεστράτευσε μετά του πατρός επί την Ελλάδα, και εστρατήγησεν υπ’αυτόν εν Χαιρωνεία, και συνετέλεσεν εις την νίκην, κατατροπώσας τον ιερόν των Θηβαίων λόχον.

Ο αιφνίδιος του Φιλίππου θάνατος, εν τη ακμή της δόξης και των λαμπροτάτων προσδοκιών, εύρε παρόντα τον Αλέξανδρον εν τη πανηγύρει, ανηγορεύθη δε πάραυτα βασιλεύς υπό των φίλων, και ανεδείχθη λόγω τε και έργω καθ’όλα ενάμιλλος των ποικίλων και μεγάλων δυσχερειών.

Ο Αλέξανδρος, δύο μήνας μετά την δολοφονίαν του πατρός του, έδραμεν επί την Ελλάδα μετά στρατού φοβερού και κατέστησε πρόδηλον, οπόσον επλανάτο ο Δημοσθένης, περιϋβρίζων και περιφρονών αυτόν. Άπαντες εδήλωσαν την υποταγήν των, συνεκάλεσε δε ο Αλέξανδρος εν Κορίνθω κοινήν των Ελλήνων σύνοδον, ήτις απέδωκεν αυτώ, όπως άλλοτε εις τον Φίλιππον, την ηγεμονίαν της επί την Ασίαν στρατείας, ήν, ως και την προηγουμένην εψήφισαν οι αντιπρόσωποι όλων των ενταύθα Ελλήνων, πλήν των Λακεδαιμονίων.

Εν έαρι του 335 εστράτευσεν ο Αλέξανδρος προς βορράν, κατετρόπωσε την μεγάλην θρακικήν φυλήν των Τριβαλλών, διέβη τον Ίστρον και έτρεψεν εις φυγήν τους πέραν αυτού κατοικούντας Γέτας και έπειτα επέστρεψεν αμέσως. Κατόπιν ορμήσας προς την χώραν των Αγριάνων και των άλλων Παιόνων εξησφάλισε την ειρήνην αυτών. Πληροφορηθείς δε την αποστασίαν του Ιλλυριού Κλείτου, εστράτευσεν εν τώ άμα κατ’αυτού, διατρίβοντος περί την πόλιν Πήλλιον. Κατέλαβεν αιφνιδίως τους πολεμίους κοιμωμένους εν τώ στρατοπέδω και κατετρόπωσε κατά κράτος αυτούς.

Κατά Αύγουστον του 335 τώ ανηγγέλθη ότι οι Θηβαίοι, αποστάντες, επολιόρκουν την εν Καδμεία μακεδονικήν φρουράν.

Ο Αλέξανδρος εξώρμησεν ως καταρράκτης, ήγαγε τον στρατόν περί Θήβας και εστρατοπέδευσεν παρά την μεσημβρινήν της πόλεως πλευράν. Δεν επεθύμει την καταστροφήν της πόλεως, ούτε ματαίαν αίματος χύσιν. Οι Θηβαίοι όμως όχι μόνον δεν ενέδωκαν εις τάς επιεικείς του Αλεξάνδρου προτάσεις, αλλά και εξύβρισαν αυτόν. Ο συμβιβασμός κατέστη αδύνατος, ο αγών υπήρξε φοβερός, η άλωσις της πόλεως επήλθε και αυτήν ηκολούθησεν ανηλεής των ηττηθέντων σφαγή. Μακεδόνες έπεσον περί τους 500, Θηβαίοι όμως κατεκόπησαν υπέρ τους 6.000, οι δε περισωθέντες, πλείονες των τριμυρίων, εγένοντο αιχμάλωτοι.

Εν αρχή του 334, ο Αλέξανδρος είχε συμπληρώσει τάς προπαρασκευάς και συγκεντρώσει τον στρατόν τον ωρισμένον να περάση εις την Ασίαν. Επίτροπον της αρχής εν Μακεδονία κατέλιπεν ένα των πρεσβυτέρων και ικανωτέρων του Φιλίππου αξιωματικών, τον Αντίπατρον, δούς αυτώ στρατιωτικήν δύναμιν 12.000 πεζών και 1.500 ιππέων. Ο ίδιος δε ήγαγε τον στρατόν επί την Ασίαν. Λέγεται, ότι καθ’ήν στιγμήν έμελλε να εκπλεύσει από της Ευρώπης, διένειμεν εις τους εταίρους άπαντα τά βασιλικά κτήματα και απάσας τάς βασιλικάς προσόδους. Ερωτήσαντος δε τότε ενός των επιφανεστάτων αυτού στρατηγών, του Περδίκου, «σεαυτώ δε ώ βασιλεύ, τι καταλείπεις;» απεκρίθη εκείνος «τάς ελπίδας».

Ο στρατός εξετασθείς μετά την εις Ασίαν διαπεραίωσίν του, ευρέθη συγκείμενος εκ 30.000 πεζών και 4.500 ιππέων. Η διαπεραίωσις εις Ασίαν εγένετο κατά μήνα Μάρτιον ή Απρίλιον του 334 άνευ αντιστάσεως τινός. Οι πολέμιοι έκαναν το λάθος και επερίμενον τον Αλέξανδρον παρά τάς όχθας του Γρανικού ποταμού. Κατά την μάχην ταύτην ο Αλέξανδρος λαβών πολλάς επί της πανοπλίας πληγάς περιήλθεν εις έσχατον κίνδυνον. Αλλ’οι περί αυτόν, δι’αγώνων ατρύτων, έσωσαν μέν τον βασιλέα, διέσπασαν δε τελευταίον το των πολεμίων ιππικόν. Η νίκη του Αλεξάνδρου απέβη όσον ενδέχεται λαμπρά και ολοσχερής. Ο μακεδονικός στρατός δεν απέβαλεν ειμή 1265 περίπου άνδρας εν τη μάχη ταύτη καθ’ήν εκ των πολεμίων λέγονται πεσόντες περί τους εικοσακισχιλίους. Τοιουτοτρόπως ο Αλέξανδρος κατέστη διά μιάς σχεδόν κύριος απάσης της μικράς Ασίας.

Μετά ταύτα ο φρούραρχος της ακροπόλεως των Σάρδεων, Μιθρήνης, παρέδωκεν αυτώ αμέσως το οχυρόν τούτο χωρίον. Αλλά και η Έφεσος κατελήφθη αμαχητί, διότι η φρουρά αυτής απέδρα διά θαλάσσης άμα ήκουσε προσερχόμενον τον βασιλέα. Ακολούθως εάλω η Μίλητος και η Αλικαρνασός και εν συνεχεία κατεκτήθη η Λυκία, η Παμφυλία και η Πισιδία, και ο Αλέξανδρος εστράφη προς το Γόρδιον, όπου έφθασε κατά Φεβρουάριον ή Μάρτιον του 333. Τότε έκοψεν αυτόθι τον λεγόμενον Γόρδιον δεσμόν.

Εν τώ μεταξύ ο βασιλεύς των Περσών παρεσκευάσθη να αγωνισθή εκ παρατάξεως προς τους Μακεδόνας, εγκαταλείπων το μέχρι τότε αμυντικόν του πολέμου σύστημα.

Η δύναμις, ήν επί τούτω ήθροισε τότε εις τά πεδία της Μεσοποταμίας συνέκειτο κατά τινας εκ 400.000 πεζών και 100.000 ιππέων, κατ’άλλους δε συνεποσούτο εν όλοις εις 600.000 ανδρών, εν οίς περιελαμβάνοντο και 20.000 -30.000 μισθοφόροι Έλληνες.

Οι δύο στρατοί αντεπαρετάχθησαν περί Ισσόν παρά τώ ποταμώ Πινάρω. Και ήσαν μέν αι διατάξεις του Αλεξάνδρου πολύ των του Δαρείου επιτηδειότεραι, επειδή όμως επί τέλους τριπλασία παρά τον ποταμόν συνεπυκνώθη υπό των Περσών δύναμις, και μέρος αξιόλογον της δυνάμεως ταύτης ήσαν Έλληνες οπλίται τρισμύριοι, ο αγών ανηγγέλλετο οπωσούν πεισματώδης, αλλ’έμελλε, διά την του Δαρείου αθλιότητα, να λάβη παραδόξως ευχερή και ταχείαν την λύσιν.

Ο Αλέξανδρος παραλαβών το ιππικόν, τους υπασπιστάς και τάς εν τη δεξιά τάξεις της φάλαγγος, διεπέρασε τον ποταμόν και επέπεσεν ως κεραυνός επί τους Κάρδακας της αριστεράς των Περσών πτέρυγος. Οι δε, μικρόν μόνον αντιστάντες, έτρεψαν σχεδόν αμέσως τά νώτα, και το δεινότερον, ταύτην ιδών την τροπήν ο Δαρείος νομίζει εαυτόν κινδυνεύοντα τον έσχατον κίνδυνον και υπό πανικού φόβου καταληφθείς, ευθύς ως είχεν επί του άρματος, παρακολουθεί τους πρώτους φυγάδας τρέχων και ασθμαίνων. Άμα δε και οι λοιποί πολέμιοι διεπέστωσαν ότι ο βασιλεύς εγένετο άφαντος, ετράπησαν και αυτοί εις φυγήν άτακτον και ολεθρίαν. Η δίωξίς των όμως δεν εξηκολούθησεν επί πολύ, διότι η μάχη συνεκροτήθη κατά μήνα Νοέμβριον τού 331 και το ταχέως επελθόν σκότος ηνάγκασε τον Αλέξανδρον να επιστρέψη εις το στρατόπεδον.Εξ όλου του αναριθμήτου στρατού του Δαρείου δεν διετήρησαν τάς τάξεις αυτών ειμή 4.000 άνδρες, οι μετ’αυτού τον Ευφράτην διαπεράσαντες, και 8.000 Έλληνες μισθοφόροι, οίτινες κατώρθωσαν να διασωθώσιν εις Αίγυπτον. Όλος ο λοιπός όμιλος διελύθη ως ιστός αράχνης. Και προς επιτυχίαν τοσούτον ολοσχερούς νίκης, ο ελληνικός στρατός δεν απέβαλεν ειμή 300 νεκρούς εκ των πεζών και 150 εκ των ιππέων. Τοιαύτη εγένετο η περί Ισσόν μάχη.

Ακολούθως ο Αλέξανδρος επορεύθη διά της κοίλης Συρίας πρός την φοινικικήν παραλίαν, πέμψας εν ταυτώ τον Παρμενίωνα επί την Δαμασκόν. Κατά Φεβρουάριον του 332 ήρχισεν η περιβόητος εκείνη πολιορκία της Τύρου, ήτις διήρκεσε μήνας επτά, και είναι διά την εκατέρωθεν αναδειχθείσαν καρτερίαν, τέχνην και ανδρείαν, το περιφημότατον, ίσως όλων των πολιορκητικών έργων όσα αναφέρει η αρχαία ιστορία.

Περί τά τέλη της πολιορκίας της Τύρου, έλαβεν ο Αλέξανδρος δευτέραν παρά του Δαρείου πρεσβείαν επαγγέλλουσαν μύρια μέν τάλαντα ως λύτρα της μητρός, της γυναικός, των παίδων, (ηχμαλωτεύθησαν κατά την μάχην του Γρανικού ποταμού) προσθέτουσαν δε ότι ο Δαρείος παραχωρεί αυτώ πάσαν την εντός του Ευφράτου ποταμού χώραν μέχρι της θαλάσσης της ελληνικής, και δίδει αυτώ σύζυγον την θυγατέραν αυτού, επί μόνω τώ όρω του να διατελεί του λοιπού φίλος και σύμμαχος. Ο Αλέξανδρος καθυπέβαλεν την πρότασιν εις τον σύλλογον των εταίρων και ενταύθα ο Παρμενίων φέρεται ειπών «εγώ μέν, εί Αλέξανδρος ήμην έλαβον αν ταύτα» ο δε Αλέξανδρος απεκρίθη, ως βεβαιούται, «καγώ, νή Δία, ει Παρμενίων». Και έγραψεν προς τον Δαρείον ότι των μέν χρημάτων αυτού ουδεμίαν έχει χρείαν, ούτε συναινεί να λάβη αντί πάσης της χώρας το μέρος. Προσεκάλει δε τον Δαρείον να προσέλθη υποσχόμενος πάσαν φιλάνθρωπον δεξίωσιν ει δε μη αυτός επ’εκείνον ήδη πορεύεται. Και μετ’ολίγον εγένετο τελευταίον κύριος της Τύρου. Μεθ’ό εξεπόρθησεν και την Γάζαν, μετά δίμηνον πολιορκίαν, και επορεύθη ακωλύτως πλέον επί την Αίγυπτον.

Οι κάτοικοι της χώρας ταύτης, οίτινες, επί μακρόν κατά της περσικής κυριαρχίας στασιάσαντες, πρό ολίγου μόλις είχον αναγκασθή να υποκύψωσιν αύθις, εννοείται ότι ουδεμίαν είχον διάθεσιν να υπερμαχήσωσιν υπέρ αυτής κατά του επερχομένου πολεμίου, ουδ’είχεν ο Πέρσης Μαζάκης, ο της Αιγύπτου σατράπης, αποχρώσας επί τούτω δυνάμεις. Όθεν μετά επταήμερον πορείαν από Γάζης εισήλθεν ο Αλέξανδρος αμαχητί εις Πηλούσιον, το πρώτο της Αιγύπτου προς το μέρος τούτο φρούριον. Φθάσας εις Μέμφιδα υπετάχθη εις αυτόν ο Μαζάκης, παραδούς και άπαντα τον θησαυρόν. Απεφάσισε δε να κτίση ο Αλέξανδρος επί της παρακειμένης εις την νήσον Φάρον στερεάς, μεταξύ της θαλάσσης και της Μαρεώτιδος λίμνης, πόλιν νέαν, την επώνυμον αυτού Αλεξάνδρειαν, ίνα καταστήση αυτήν πρωτεύουσαν της χώρας αντί της Μέμφιδος. Μετά δε ταύτα απήλθε διά της ερήμου πρός το κατά την Λιβύη ιερόν του Διός του Άμμωνος, το περίφημον διά το εν αυτώ μαντείον. Εισαχθέντος του Αλεξάνδρου διά των ιερέων εις τον ναόν, ο προφητεύων ανήρ «χαίρε», είπεν, «ώ παί» ως από θεού έχων την πρόρρησιν ταύτην. Ο δε υπολαβών «δέχομαι», είπεν, «ώ πάτερ, και το λοιπόν κεκλήσομαι σός, αλλ’ει μοι δίδως την απάσης γής αρχήν». Τότε ο ιερεύς συμβουλευθείς τους συλλειτουργούς απεκρίθη ότι ο θεός βεβαίως επιτρέπει την αίτησιν αυτού.

Εν έαρι του 331, αφού διέταξε τά κατά την διοίκησιν της χώρας ταύτης και έλαβεν επικουρίας τινάς Ελλήνων και Θρακών, απήλθεν από Μέμφιδος εις Φοινίκην, όπου ερρύθμισε τά κατά την Φοινίκην, την Συρίαν και την Ελλάδα πράγματα, πρίν ή επιχειρήση την εις την μεσογαιοτέραν Ασίαν επιστρατείαν.Αναζεύξας δε εκ Φοινίκης, διεπέρασεν τον Ευφράτην περί Θάψακον ακωλύτως και τον Τίγριν περί Νίνον, ουδέν ήττον ακωλύτως.

Ο Δαρείος, αφού επείσθη ότι ο αντίπαλος αυτού ουδεμίαν δέχεται συνθήκην ειρήνης και συνδιαλλαγής, απεφάσισε και πάλιν να δοκιμάση την τύχην των όπλων, και επί τούτω ήθροισε στρατόν υπέρογκον περί Άρβηλα, προς ανατολάς του Τίγρεως, εις τά μεταξύ του ποταμού τούτου και του όρους Ζάγρου πεδία. Ο συναγελασθείς ενταύθα όχλος συνεποσούτο κατ’ Αρριανόν εις 100 μυριάδας πεζών και 4 ιππέων μυριάδας, ενώ υπήρχον και 200 δρεπανηφόρα άρματα. Επί πάσι δε ο Δαρείος είχε περί Άρβηλα, 15 ωπλισμένους ελέφαντας, οίτινες κατά πρώτον ενταύθα αναφέρονται εις πεδίον μάχης παρατασσόμενοι.

Η σύγκρουσις εγένετο εν Γαυγαμήλοις, 30 μίλια προς δυσμάς των Αρβήλων, κατά μήνα Οκτώβριον του 331. Απέναντι των αναριθμήτων Περσών, ο Αλέξανδρος παρέταξεν εις δύο τάξεις τον στρατόν συγκείμενον εκ 40.000 πεζών και 7.000 ιππέων. Ο αγών απέβη δεινός και ανένδοτος, και ήθελεν ίσως παραταθή έτι η αντίστασις, διότι ενταύθα ίσταντο τά άριστα των του Δαρείου στρατευμάτων, Έλληνες, Κάρραι, Πέρσες δορυφόροι, συγγενείς του βασιλέως και άλλοι,. Αλλ’έμελλε να ματαιώση και επί του προκειμένου, ως περί Ισσόν, την εξαίρετον του στρατού ανδρείαν, η επονείδιστος δειλία του Δαρείου, όστις είχε γίνει περίφοβος, αφ’ής είδεν τον Αλέξανδρον επιφανέντα εις τά υψώματα των Γαυγαμήλων, και διατάξας το άρμα αυτού να στρέψη προς τά οππίσω, έδωκε πρώτος το παράδειγμα της φυγής.

Ο Αρριανός αναφέρει 300.000 νεκρών βαρβάρων και πολύ πλείονας αιχμαλώτους. Ο Διόδωρος λέγει πεσόντας 90.000, ενώ ο Ρωμαίος Κούρτιος 40.000. Το βέβαιον είναι ότι ο αναρίθμητος εκείνος όμιλος εν μέρει κατεκόπη, εν μέρει ηχμαλωτεύθη και εν μέρει διεσπάρη, ουδεμία δε πλέον εγένετο απόπειρα συγκροτήσεως νέου μεγάλου στρατού, ουδέ μάχη εκ παρατάξεως άλλη συνεκροτήθη ουδεμία.

Η εν Γαυγαμήλοις μάχη, κατέφερε πληγήν καιρίαν και ανεπανόρθωτον εις το περσικόν κράτος. Δι’αυτής ο μέν Αλέξανδρος κατέστη ήδη μέγας βασιλεύς, ο δε Δαρείος φυγάς ελεινός. Την μάχην ταύτην ηκολούθησεν η άμεσος άλωσις των δύο μεγάλων του περσικού κράτους πρωτευουσών, της Βαβυλώνος και των Σούσων, αίτινες αμφότεραι παρεδόθησαν αμαχητί.

Ο Αλέξανδρος, αφού ανέπαυσεν επί 30 ημέρας τον στρατόν εις Βαβυλώνα, απήλθεν έπειτα επί την ιδίως Περσίδα, εξεπόρθησε τάς περσίδας λεγομένας πύλας, και εγένετο κύριος της Περσεπόλεως, της τετάρτης και ιερωτάτης των πρωτευουσών του περσικού κράτους. Έπειτα δε περί τά τέλη ήδη όντος του χειμώνος του έτους 331 προς το έτος 330, ανέπαυσεν πάλιν επί μήνα ή και πλειότερον τον κύριον στρατόν εν Περσεπόλει, αυτός δε μετά μιάς αυτού μοίρας διήλθεν εν τάχει τά ενδότερα της ιδίως Περσίδος, καθυπέταξε τάς διαφόρους αυτής κώμας και χώρας, και τότε απήλθε μεθ’όλου του στρατού επί την Μηδίαν, προς καταδίωξιν του Δαρείου προς τά εκβάτανα της Μηδίας κατά Μάρτιον του 330. Ο Δαρείος όμως εφονεύθη εν τη φυγή ταύτη περί τά μέσα του 330 υπό του σατράπη της Βακτριανής Βήσσου. Από του έτους αυτού ήρξατο και το μέγα έργον του συνδυασμού των δύο βίων, του ελληνικού και του ασιανού, όπερ εξηκολούθησεν έπειτα επιδιώκων ο Αλέξανδρος διά πολλών τρόπων. Το έργον τούτο συνεπήγετο, φυσικώ τώ λόγω, πολλήν αλλοίωσιν του αρχικού ελληνικού βίου, και προσέβαλεν ούτω πολλάς έξεις, πολλάς πεποιθήσεις των περί τον βασιλέα ανδρών. Η δε διχόνοια αύτη έδωκεν αφορμήν εις πολλάς ολεθρίας περιπετείας, και πρώτον εις την τραγικήν του Φιλώτα και του πατρός αυτού Παρμενίωνος καταστροφήν, ήτις συνέβη κατά το έτος τούτο, 330, εν Δραγγιανή. Αμφότεροι εφονεύθησαν διά διαταγών του Αλεξάνδρου κατηγορηθέντες ως συνωμοτήσαντες κατ’αυτού. Η πράξις αύτη βεβαίως κατεκρίθη υπό της ιστορίας.

Τώ 329 και τώ 328, ο Αλέξανδρος κατέκτησε την Βακτριανήν και την Σογδιανήν. Εκεί συνέλαβεν, εδίκασε και κατεδίκασεν εις θάνατον τον Βήσσον. Εκεί όμως ανεφάνησαν επί μάλλον και μάλλον αι δυσχέριαι της των δύο βίων, του ελληνικού και του ασιανού, συγχωνεύσεως, και επήνεγκον αύθις τραγικάς τινάς προς τον Αλέξανδρον σκηνάς. Αι παραφοραί ήσαν δειναί, τά πάθη οξύτατα, αι περιστάσεις δυσχερείς, αι αφορμαί των διενέξεων αδιάκοποι. Νέον θύμα ο Κλείτος, όστις εφονεύθη υπό του Αλεξάνδρου, εξαγριωθέντος κατά την διάρκειαν έριδος προς αυτόν.

Περί τους χρόνους τούτους ο Αλέξανδρος, διατελών εις Βάκτρα, έγημε την καλήν Ρωξάνην, θυγατέρα του Οξυάρτου, και κατά τους πρώτους μήνας του 327 ανεχώρησεν από Βακτριανής επί την της Ινδικής κατάκτησιν. Και κατά μέν το έτος τούτο κατέλαβε τάς μέχρι του Ινδού ποταμού χώρας, κατά δε το έαρ του 326, διέβη τον Ινδόν και έπειτα τον Υδάσπην, εις την αντιπέρα του οποίου όχθην κατετρόπωσε και ηχμαλώτευσε τον Ινδόν ηγεμόνα Πώρον.

Μετά ταύτα βαίνων πάντοτε προς ανατολάς, επέρασε τον Ακεσίνην ποταμόν και κατόπιν τούτου τον Υδραώτην, μεθ’ό επορεύθη προς τον Ύφασιν όστις είναι το τελευταίον του Ινδικού πενταποτάμου ρεύμα. Αλλ’ενώ ητοιμάζετο να περάση και τούτον τον ποταμόν, πρώτην ήδη φοράν ο στρατός άπας, απέδειξε την δυσαρέσκειαν αυτού διά τους ακαταπαύστους εκείνους αγώνας, εις ούς εξέθετεν αυτόν η ακατάσχετος προς τά πρόσω ορμή του βασιλέως.

Ο Αλέξανδρος ενόμισεν φρόνιμον να αποφασίση την επιστροφήν. Περί τά τέλη του 326, επεχείρησεν την από τού Υφάσιος κάθοδον, και επανήλθε πρώτον εις Νίκαιαν. Περί τά τέλη του Ιουλίου 325 έφθασεν εις Πάταλα και κατά Φεβρουάριον του 324 εις Σούσα. Εκεί διέτριψεν επί τινας μήνας, ετέλεσε δε μεγάλην τινά Ελληνοασιανήν γαμήλιον πανήγυριν, κατά την οποίαν ο ίδιος συνεζεύχθη την Στάτειραν και την Παρύσατιν, ογδοήκοντα δε των επιφανεστάτων φίλων και αξιωματικών έλαβον γυναίκας Περσίδας. Εν τούτοις η δυσαρέσκεια του στρατού διά την τοιαύτην αλλοίωσιν των πατρίων εθίμων, δεν έπαυε προαγομένη και εξετράπη εις αληθή στάσιν, την οποίαν όμως ο Αλέξανδρος καθυπήγαγεν αύθις εις πειθαρχίαν.

Περί τά τέλη Αυγούστου του 324 ήλθεν ο Αλέξανδρος εις Εκβάτανα, όπου απέθανε ο Ηφαιστίων νοσήσας εκ των υπερβολικών ασωτειών του βίου όν οι άνθρωποι ούτοι από τινος διήγον. Η θλίψις ήν ο βασιλεύς ησθάνθη υπήρξεν απερίγραπτος. Ούτω καταβεβλημένος απήλθεν εν μέσω χειμώνος εις Βαβυλώνα. Εκεί κατά μήνα Μάιον, εκτραπείς εις πότους δεινούς και ποικίλην ακρασίαν, προσεβλήθη υπό πυρετού ολεθρίου. Πρίν εκπνεύσει είπεν εισέτι δύο λέξεις, διότι ερωτηθείς τίνι καταλείπει την βασιλείαν, απεκρίθη «τώ κρατίστω» και εξαγαγών τον δακτύλιον έδωκεν αυτόν εις τον Περδίκκαν. Απέθανε δε κατά Ιούνιον του 323, ζήσας μέν έτη 32 και μήνας 8, βασιλεύσας δε έτη 12 και μήνας 8.

Ουδέποτε από καταβολής κόσμου ο θάνατος ανθρώπου ενός συνεκίνησε την όλην ανθρωπότητα, όσον του Αλεξάνδρου ο θάνατος. Και τούτο μαρτυρεί οπόσον ως δορικτήτωρ, υπήρξεν ανώτερος όλων των μεγίστων δορικτητόρων όσους αναφέρει ή τε αρχαία και η νέα ιστορία. Αναμάρτητος βεβαίως δεν υπήρξε. Ουδέν ήττον όμως ανεδείχθη ού μόνον των κατακτητών ο μέγιστος αλλά και των κυβερνητών ο μάλλον μεγαλεπήβολος και αγαπητός. Το κράτος του ηπλούτο από της ελληνικής θαλάσσης μέχρι τά Ιμαλάϊα και από των αφρικανικών ερήμων μέχρι των στεπών της Αραλικής λίμνης. Εάν δεν εξελλήνισεν άπασαν την αχανή εκείνην μοναρχίαν, έρριψεν όμως τά πρώτα σπέρματα του έργου όπερ μετέπειτα συνεπλήρωσαν οι διάδοχοι. Εκ των επί Γής ανθρώπων, η γνωστή άχρι τούδε ιστορία, αυτόν πρώτον επωνόμασε Μέγαν.

Βιβλίον έβδομον

Διαδοχή – αι πρώται στάσεις – Λαμιακός πόλεμος

Την επιούσαν του θανάτου του Αλεξάνδρου συνήλθον εις πανηγυρικήν συνεδρίασιν οι σωματοφύλακες (στρατάρχαι κατά μίαν ένοιαν), οι ανώτατοι του στρατού αξιωματικοί, και οι ανώτατοι άρχοντες της πολιτείας, και απεφάσισαν νά επιφυλάξωσι την βασιλείαν εις τον κυοφορούμενον υπό της Ρωξάνης παίδα, ώρισαν δε επίτροπον (επιμελητήν αυτοκράτορα) μετά πολλών επεισοδίων τον Περδίκκαν. Ο τελευταίος αργότερον προσεκάλεσεν τους στρατηγούς εις συνέλευσιν και διενεμήθησαν τά αξιώματα και αι σατραπείαι.

Το μέγα του Αλεξάνδρου έργον εφαίνετο, εκ πρώτης όψεως, προωρισμένον να διατηρηθή ακέραιον. Μετ’ολίγον η Ρωξάνη έτεκεν υιόν, όν ο στρατός εχαιρέτισεν αγαλλόμενος ως βασιλέα Αλέξανδρον. Περί τον αυτόν δε χρόνον ετελέσθη πανηγυρικώς η του τεθνεώτος βασιλέως εκφορά και έπειτα απήλθον οι νέοι σατράπαι εις τάς επαρχίας αυτών.

Μετ’ ού πολύ όμως εστασίασαν συγχρόνως σχεδόν τά δύο απώτατα του κράτους άκρα, το τε βορειοανατολικόν, το τε νοτιοδυτικώτατον, και ούτως επρομοιάσθη η σειρά των στάσεων δι’ ών επέπρωτο να διαλυθή το του Αλεξάνδρου κράτος.

Τους εν Ασία στασιαστάς κατετρόπωσε και κατέσφαξε ο επ’αυτούς αμέσως αποσταλείς σατράπης της Μηδίας Πύθων ο Κρατεά. Αλλά συγχρόνως σχεδόν μέγα εξερρύγνητο εν τη Ελλάδι κατά της μακεδονικής κυριαρχίας κίνημα παρασκευασθέν εν Αθήναις υπό των αντιμακεδόνων Υπερείδου και Λεωσθένους, παρά τάς προσπαθείας του Φωκίωνος να κατευνάση το πλήθος. Ο πόλεμος απεφασίσθη και μετά των Αθηναίων συνετάχθησαν ικανοί άλλοι Έλληνες, ιδίως οι Αιτωλοί, και έπειτα οι Αχαιοί, οι Αρκάδες και οι Κορίνθιοι.. Ούτως ήρχισεν ο καλούμενος «Λαμιακός πόλεμος», ως διεξαχθείς κυρίως περί την Λαμίαν.

Η κρίσιμος μάχη συνεκροτήθη εν αρχή του θέρους του 322 περί Κραννώνα της Θεσσαλίας και κατ’ αυτήν ο Αντίπατρος μετά του εξ Ασίας ελθόντος Κρατερού και 48.000 πεζών και ιππέων Μακεδόνων ενίκησαν τους Αθηναίους και τους συμμάχους των, των οποίων εστρατήγει ο Αντίφιλος, αφού ο Λεωσθένης είχε φονευθή εις προηγουμένην μάχην περί Θερμοπύλας. Χάρις δε εις τον συνετόν Φωκίωνα αι Αθήναι συνομολόγησαν αξιοπρεπή ειρήνην, αλλά μακεδονική φρουρά υπό τον Μένυλλον κατέλαβε την Μουνυχίαν και εν τώ άμα ετροπολογήθη το πολίτευμα κατά τάς απαιτήσεις του Αντιπάτρου. Ο τελευταίος απέβη ήδη παντοδύναμος εν τη Ευρώπη, φροντίσας να προσοικειωθή τον καλόν καγαθόν στρατηγόν Κρατερόν τώ οποίω έδωκεν σύζυγον την ιδίαν θυγατέρα Φίλαν, πολυθρύλητον διά το κάλλος και τά ευγενή φρονήματα.

Φωκίων : οι λόγοι σου ώ μειράκιον εοίκασι κυπαρίττοις. Μεγάλοι γάρ όντες και υψηλοί, καρπούς ού φέρουσι.

Υπερείδης : Πότ’ ούν ώ Φωκίων συμβουλεύεις πολεμείν Αθηναίοις ;

Φωκίων : Όταν τους μέν νέους ίδω την τάξιν βουλομένους φυλάττειν, τους δε πλουσίους εισφέρειν, τους δε ρήτορας απέχεσθαι του κλέπτειν τά δημόσια.

Οι παραπάνω διάλογοι διημοίφθησαν μεταξύ του ρήτορος Υπερείδου, ο οποίος ήθελε να επαναστατήσουν οι Αθηναίοι κατά των Μακεδόνων άμα μαθόντες τον θάνατο του Αλεξάνδρου, και του στρατηγού Φωκίωνος, ο οποίος συνιστούσε υπομονή μέχρις ότου βεβαιωθούν. Τελικώς οι Αθηναίοι απεφάσισαν να στασιάσουν με στρατηγό τον Λεωσθένη. Παρά τάς αρχικάς επιτυχίας των Αθηναίων, εις τό τέλος υπέκυψαν εις τόν Αντίπατρον και εις τόν Κρατερόν.

*

Αντίγονος,Αντίπατρος,Κρατερός,Πτολεμαίος εναντίον Ευμένους, Περδίκκα

Ο Αντίγονος αποποιηθείς να συνδράμη τον Ευμένη περί την κατάκτησιν της επιτραπείσης αυτώ σατραπείας παρά τάς διαταγάς του Περδίκκα, έφυγε εις Ευρώπην προς τον Αντίπατρον. Ο τελευταίος έδωκεν σύζυγον την ετέραν των θυγατέρων, την Νίκαιαν, εις τον Περδίκκαν προαιρούμενος να συνάψη στενότερον δεσμόν μετ’ αυτού. Εν έαρι του 321 ο Αντίπατρος εστράτευσεν μετά του Κρατερού επί την Ασίαν, ο Αντίγονος δε εστρατήγει του στόλου αυτών.

Ο Περδίκκας δε εν αρχή του 321 εστράτευσεν επί την Αίγυπτον κατά του Πτολεμαίου, τά δε κατά την μικράν Ασίαν επέτρεψεν εις τον πιστόν Ευμένη, τον οποίον κατέστησε αυτοκράτορα στρατηγόν όλων των εντός του Ταύρου χωρών.

Ενώ δε ο Αντίπατρος παραλαβών μικρόν της δυνάμεως μέρος εξηκολούθησεν προς Κιλικίαν, ο δε Κρατερός συνεπαγόμενος 20.000 πεζών και 2.000 ιππέων, απάντων Μακεδόνων, ώρμησε μετά του Νεοπτολέμου κατά του Ευμένους. Ο Ευμένης παρέταξε 20.000 πεζών, κυρίως βαρβάρων, αλλά και άριστον ιππικόν εκ 5.000 ανδρών. Κατά την μάχην έπεσεν ο Κρατερός, όστις και εξέπνευσεν εις την αγκάλην του Ευμένους περίλυπος διά την μοίραν, ήτις τον ωδήγησε να συγκρουστεί με παλαιούς φίλους. Ούτως απέθανεν ο μεγαλοφρονέστατος και ενδοξότατος των στρατηγών του Αλεξάνδρου, όν υπέρ πάντα άλλον ηγάπησεν ο μέγας βασιλεύς.

Ο Ευμένης, μη αρκεσθείς εις την κατατρόπωσιν των αντιταχθέντων αυτώ πολεμίων, υπεκίνησε συγχρόνως εις επανάστασιν τους Αιτωλούς, οι οποίοι εγένοντο μετ’ολίγον κύριοι απάσης σχεδόν της Θεσσαλίας. Ο Περδίκκας όμως ηττήθη περί το Πηλούσιον υπό του Πτολεμαίου και κατηγορηθείς ως πρωταίτιος της συμφοράς κατεσφάγη υπό των υπασπιστών (αργυρασπίδων) πρωτοστατούντων του χιλιάρχου Σελεύκου και του στρατηγού αυτών Αντιγένους. Νέος δε επιμελητής αυτοκράτωρ ανηγορεύθη ο Αντίπατρος, όστις προέβη εις νέα των σατραπειών διανομή, καθ’ ήν ο Σέλευκος κατέστη σατράπης της Βαβυλωνίας, και ο Αντιγένης της παρακειμένης Σουσιανής. Τον νέον επιμελητήν παρηκολούθησαν ό τε βασιλεύς Φίλιππος Αρριδαίος και η σύζυγος αυτού Ευριδίκη, ό τε τριετής ήδη βασιλεύς Αλέξανδρος και η μήτηρ αυτού Ρωξάνη. Εις τον Αντίγονον επετράπη να καταβάλη τους περιλιπομένους οπαδούς του Περδίκκα.

Αι μεγάλαι εχθροπραξίαι δε, δεν ήρχισαν ειμή περί τά μέσα του 320. Ο Αντίγονος επέδραμε κατά του Ευμένους, τον οποίο απέκλεισε εις Νώρα, χωρίον απόρθητον εν μεθορίω Λυκαονίας και Καππαδοκίας, επειδή δε απέτυχεν είτε να προσοικειωθή τον Ευμένην, είτε να κυριεύση το χωρίον, εστράφη περί τά τέλη του 320 έτους επί τους λοιπούς του Περδίκκα οπαδούς, τους εν τη Πισιδική υπό Αλκέταν (αδελφός του Περδίκκα) συγκεντρωθέντας. Γενομένης δε μάχης περί την ονομαζωμένην Κρητών πόλιν, ενίκησεν ο Αντίγονος και επέστρεψεν εις Φρυγίαν, παντοδύναμος γενόμενος εν τη μικρά Ασία.

*

Εν αρχή του 319 απεβίωσε ο Αντίπατρος, εις ηλικίαν 80 περίπου ετών, αφού ανέδειξεν Επιμελητήν των βασιλέων και στρατηγόν αυτοκράτορα, ουχί τον υιόν Κάσσανδρον, αλλά τον πρεσβύτην Πολυσπέρχοντα, ένα των περιφανών στρατηγών του Μ. Αλεξάνδρου. Ο Κάσσανδρος παρέμεινε χιλίαρχος, δυσαρεστηθείς όμως απεφάσισε να αντιπράξη και εν αρχή του θέρους 319 έφθασεν εις το του Αντιγόνου στρατόπεδον και συνεφώνησαν να ενεργήσωσιν κατά του Πολυσπέρχοντος. Ο τελευταίος εν τώ μεταξύ διά διατάγματος κατήργησε τά ολιγαρχικά πολιτεύματα του Αντιπάτρου εν Ελλάδι, αποδυναμώνων ασφαλώς τον Κάσσανδρον, επήγαγεν όμως φοβεράν αναρχίαν διά των μεταβολών και αντεκδικήσεων τάς οποίας προεκάλει. Θύμα των καταστάσεων αυτών ήτο και ο Φωκίων, όστις κατηγορηθείς επί προδοσία, κατέλυσε τον βίον τη 10η Μαΐου διά της του κωνείου πόσεως.

Εν έαρι του 316 η Ολυμπιάς, σύμμαχος του Πολυσπέρχοντος, παραδίδεται εις τον Κάσσανδρον, αφού προηγουμένως είχε συλλάβει και θανατώσει τον Αριδαίον, την Ευριδίκην και περί τους εκατόν φίλους του Κασσάνδρου. Ο τελευταίος θανατώνει την γηραιά μητέρα του μεγάλου βασιλέως, περιορίζει εις Αμφίπολιν τον νέον Αλέξανδρον, εξαετή ήδη όντα, και την μητέραν αυτού Ρωξάνη, αναγκάζει τον Πολυσπέρχοντα να ζητήση άσυλον παρά τοίς Αιτωλοίς, λαμβάνει σύζυγον την Θεσσαλονίκην και άρχει έκτοτε απολύτως της Μακεδονίας, κτίζει δε τότε την Κασσάνδρειαν επί της χερσονήσου Παλλήνης.

*

Ο Αντίγονος, περί Μάϊον του 317 αναζεύξας εκ Μεσοποταμίας, ηνώθη εν Βαβυλώνι μετά του Σελεύκου και του Πύθωνος, μεθ’ ών συνετάσσετο και ο στρατηγών του στόλου περιώνυμος Νέαρχος, διέβη τον Τίγριν και ώρμησε κατά των πολεμίων. Περί την διάβασιν του ποταμού Κοπράτου, προσβληθείς υπό του Ευμένους έπαθεν ήτταν δεινήν καθ’ ήν απέβαλε περί τους 8.000 άνδρας.

Κατά το φθινόπωρον του 317 πάλιν συνέβη πεισματώδης σύγκρουσις μεταξύ των δύο ανδρών. Η δύναμις του Αντιγόνου ήτο καθυπερτέρα της του Ευμένους, αλλ’ουδέν ήττον ο αγών απέβη άκριτος διότι εκάτεροι ηναγκάσθησαν να καταλίπωσι το πεδίον της μάχης. Εν τέλει, αρχάς του 316 έτους ο Αντίγονος κατέβαλεν τον Ευμένην όστις και κατέλυσε τον πολυτάραχον και πολυπράγμονα αυτού βίον εις ηλικίαν 45 μόλις ετών, αφού ο νικητής ηναγκάσθη να διατάξη την θανάτωσιν αυτού.

Ο Έλλην ούτος υπήρξεν ο επιτηδειότατος των στρατηγών όσοι εξήλθον της σχολής του μεγάλου Αλεξάνδρου. Εάν απέτυχεν, απέτυχε διότι ηθέλησε να φανή πιστός εις την βασιλικήν σημαίαν, εις την ενότητα του κράτους, ήτις εκπροσωπουμένη υπό δύο εμπαθεστάτων γυναικών, υπό του βλακός Αρριδαίου Φιλίππου καί υπό του νηπίου Αλεξάνδρου, δεν ήτο πλέον δυνατόν να συντηρηθή, ενώ ο κύριος αυτού αντίπαλος, ο Αντίγονος, επεδίωκε τον κατακερματισμόν. Ο τελευταίος ευρέθη κύριος άπαντος του στρατού καί απέβη ο ισχυρότατος των στρατηγών του μεγάλου Αλεξάνδρου. Ήρχεν όλων των ευρυτάτων και πλουσιωτάτων χωρών όσαι ηπλούντο από Ινδικής μέχρι Μεσογείου. Είχε δε το ευτύχημα να στηρίζεται επί υιού, του περιωνύμου Δημητρίου, υπό σφοδροτάτων μέν οιστρηλατουμένου παθών, αλλ’ εκ νεότητος αναδείξαντος εξαίρετα πολεμικά προτερήματα.

Εν αρχή του 315 συνεμάχησαν ο Σέλευκος, ο Πτολεμαίος, ο Κάσσανδρος, και ο Λυσίμαχος αναφανδόν κατά του γηραιού της Ασίας στρατηγού και ο εκραγείς νέος πόλεμος διήρκεσεν έτη τέσσερα. Στάδιον αυτού εγένετο η Ασία, η Ευρώπη και η Αφρική, ενώ αι περιπέτειαι υπήρξαν ποικίλαι αλλά το αποτέλεσμα ουχί κρίσιμον. Εις το τέλος του πολέμου τά πράγματα είχον όπως εν αρχή του πολέμου. Τώ 311 υπεγράφησαν συνθήκαι ειρήνης, «εν δε ταύταις ήν, Κάσσανδρον μέν είναι στρατηγόν της Ευρώπης, μέχρις αν Αλέξανδρος ο εκ Ρωξάνης εις ηλικίαν έλθη, και Λυσίμαχον μέν της Θράκης κυριεύειν, Πτολεμαίον δε της Αιγύπτου και των συνοριζουσών ταύτη πόλεων κατά τε Λιβύην και την Αραβίαν. Αντίγονον δε αφηγείσθαι της Ασίας πάσης, τους δ’ Έλληνας αυτονόμους είναι». Δηλαδή ο Αντίγονος έμενε κύριος της Ασίας, ο Πτολεμαίος της Αιγύπτου, ο Λυσίμαχος της Θράκης, ο Κάσσανδρος της Μακεδονίας. Ο Σέλευκος, περί του οποίου δεν εγένετο αναφορά εις την συνθήκην, ηγωνίζετο ν’ αποσπάση από του Αντιγόνου τάς ανατολικωτέρας των της Ασίας σατραπειών, και μάλλον το επέτυχε, ενώ ο Αντίγονος επέτυχε να αποσπάση από του Κασσάνδρου την Ήπειρον και την Ελλάδα. Κατά την ειρήνην, ο ήδη δωδεκαέτης νέος Αλέξανδρος ανεγνωρίσθη βασιλεύς, αλλά πρώτη πράξις του Κασσάνδρου υπήρξε να φονεύση αυτόν τε και την μητέρα αυτού Ρωξάνην. Ο Πτολεμαίος, αγωνιζόμενος δήθεν περί της αυτονομίας των ελληνικών πόλεων, προσέβαλε τον Αντίγονο και οι συγκρούσεις επεκτάθηκαν. Επί 10 και επέκεινα έτη, ο Πολυσπέρχων, ο Αντίγονος, ο Πτολεμαίος, ο Λυσίμαχος, ο Κάσσανδρος, υπέσχοντο αλληλοδιαδόχως να καταστήσωσι τους Έλληνας αυτονόμους, ελευθέρους, αφρουρήτους. Και όμως οι Έλληνες δεν έπαυσαν φρουρούμενοι, φορολογούμενοι, δεσποζόμενοι υπό των Μακεδόνων δυναστών. Μόνοι οι Αιτωλοί διετέλουν έτι αληθώς αυτόνομοι και ελεύθεροι και ανεξάρτητοι. Ειδικώτερον αι Αθήναι από του τέλους του 318 εκυβερνώντο υπό την προστασίαν του Κασσάνδρου, διά Δημητρίου Φανοστράτου, του Φαληρέως, όστις, λόγω της ανατροφής, της διαίτης και του χαρακτήρος, δύναται να θεωρηθή ως η πιστή της όλης πόλεως εικών.

*

Ήτο δε ο Δημήτριος ο Φαληρεύς και εις έρωτας αθέσμους έκδοτος, και μέχρι γελοίου κατεκόσμει εαυτόν. Εν τούτοις έγραφε νόμους κατά της πολυτελείας αλλ’ εννοείται ότι ουδείς υπήκουεν εις αυτούς και ότι της όλης πόλεως ο βίος ήτο πιστόν του προστάτου αυτής απεικόνισμα. Οι άνθρωποι έτρεχον να ακούσωσι τον Θεόφραστον και τον Μεγαρέα Στίλπωνα, όχι διά να διδαχθώσι τάς αληθείς και υγιείς αρχάς της φιλοσοφίας και της διαλεκτικής, αλλά διά να απαντήσωσιν εις τά αναρίθμητα εκείνα ακροατήρια τάς καλλίστας των χρόνων τούτων εταίρας, λαμπρώς και αναιδώς ιματισμένας. Η δαψίλεια και η τρυφή της τραπέζης του προστάτου της δημοκρατίας των Αθηναίων ήτο τοσαύτη, ώστε ο δούλος αυτού μάγειρος, από μόνης της πωλήσεως των περιλιπομένων αυτής, επορίσθη εντός δύο ενιαυτών τρείς επαύλεις.

*

Πιστοποίησις εν έτει 309 (επί Δημητρίου Φαληρέως) : 21.000 πολίτες Αθηναίοι, 10.000 ξένοι και 400.000 δούλοι.

*

Κατά μήνα Μάϊον του 307, ώρμησεν εξ Εφέσου επί την Ελλάδα μετά δυνάμεως ισχυράς και χρημάτων πολλών, ο Δημήτριος ο υιός του Αντιγόνου και επιφανείς αιφνιδίως εις τον Πειραιά, εκήρυξεν «ότι πέμψειεν αυτόν ο πατήρ αγαθή τύχη Αθηναίους ελευθερώσοντα, και την φρουράν εκβαλούντα, και τους νόμους αυτοίς και την πάτριον αποδώσοντα πολιτείανΚαι εν τώ άμα αποβιβάσας τον στρατόν, εγένετο κύριος του Πειραιώς. Ο δε Δημήτριος ο Φαληρεύς ούδ’ εφαντάσθη να αντισταθή, αλλά εγκαταλιπών τους φίλους και συνενοηθείς μετά του Δημητρίου του Αντιγόνου, μετεφέρθη εις Θήβας και εκείθεν εις Μακεδονίαν παραμείνας αυτόθι μέχρι του θανάτου του Κασσάνδρου, ότε έπλευσεν εις Αίγυπτον προς Πτολεμαίον.

Ο Δημήτριος ο Αντιγόνου, αφού εγένετο κύριος των Μεγάρων, εξεπόρθησε κατά Αύγουστον ή Σεπτέμβριον του 307 την πολιορκούμενην ήδη Μουνυχίαν και κατέσκαψε το φρούριον. Οι Αθηναίοι, αφού εχαιρέτισαν τον Δημήτριον ως θεόν, απένειμαν εις αυτόν τε και εις τον πατέρα αυτού την θετικωτάτην των τιμών ήν ηδύναντο να επινοήσωσι, πρώτοι αμφοτέρους προσαγορεύσαντες βασιλείς.

Ο παρακάτω διάλογος διημοίφθη μεταξύ του Δημητρίου και του φιλοσόφου Στίλπωνος, μετά την υπό του πρώτου κατάληψιν/απελευθέρωσιν των Μεγάρων.

Δημήτριος : ελευθέραν υμών ώ Στίλπων, απολείπω την πόλιν.

Στίλπων : ορθώς λέγοις. Ουδένα γάρ ημών δούλον απολέλοιπας.

Δημήτριος : Μη τις των στρατιωτών έλαβε τι των σών;

Στίλπων : Ουδείς, ουδένα γάρ είδον επιστάμαν αποφέροντα.

*

Ο Δημήτριος έπλευσεν εν αρχή του 306, επί Κύπρον και εγένετο κύριος αυτής αφού κατ’ αρχάς κατετρόπωσε τον αδελφόν του Πτολεμαίου Μενέλαον, και έπειτα κατεναυμάχησε και τον ίδιο τον Πτολεμαίο προστρέξαντα να συνδράμη τον αδελφόν αυτού. Τότε ο Δημήτριος απέδειξε και την θαυμαστήν αυτού ευφυΐαν περί την επινόησιν και κατασκευήν νέων και φοβερών πολιορκητικών μηχανών, ως εκ της οποίας εδόθη αυτώ εν τη ιστορία το του «πολιορκητού» επώνυμον.

Κατ’ αυτό εκείνο το έτος καθ’ ό ο Αντίγονος λαβών το διάδημα, εθεώρει εαυτόν μόνον κληρονόμον του μεγάλου Αλεξάνδρου, κατ’ αυτό εκείνο το έτος και οι άλλοι δυνάσται άπαντες βασιλείς εαυτούς ανεκήρυξαν, ό τε Λυσίμαχος εν Θράκη και ο Κάσσανδρος εν Μακεδονία. Διόπερ ενιαυτός βασιλέων ωνομάσθη εν τη ιστορία το έτος 306. Ο δε Σέλευκος, πρό καιρού υπό των βαρβάρων βασιλεύς ωνομάσθη. Αντί ενός λοιπόν βασιλέως, πέντε βλέπομεν ήδη βασιλείς.

Περί τάς αρχάς του φθινοπώρου του 306, εξεκίνησεν στρατός αγόμενος κατά ξηράν μέν υπό του Αντιγόνου, κατά θάλασσαν δε υπό του Δημητρίου. Συνεκροτείτο δε εξ 80.000 πεζών, 8.000 ιππέων, 83 πολεμιστηρίων ελεφάντων, 150 πολεμικών πλοίων και 1000 φορτηγών, και σκοπόν είχε την προσβολήν της Αιγύπτου από ξηράς και θαλάσσης. Το επιχείρημα απέτυχεν όμως κατ’ αρχάς και ο Αντίγονος παραδόξως υπεχώρησεν εσπευσμένως. Περί τά μέσα δε του 305 επετέθη ο Αντίγονος κατά της Ρόδου, επιτρέψας τον αγώνα τούτον εις τον Δημήτριον, όστις κατέπλευσεν εις το μεταξύ της Ρόδου και της στερεάς στενόν, μετά δυνάμεως φοβεράς συγκειμένης εκ πλοίων πολεμικών 200, φορτηγών δε 170, επί των οποίων εκομίζοντο άνδρες περί τους 40.000 και πάντα τά προς πολιορκίαν χρήσιμα. Η πολιορκία διήρκεσεν έν έτος αλλ’ υπήρξεν ατελέσφορος, παρά τά θαυμαστά πολιορκητικά μηχανήματα του Δημητρίου. Περί τά μέσα του 304, συνωμολογήθησαν μεταξύ Ροδίων και Δημητρίου συνθήκαι ειρήνης και εγκατέλιπεν την πολιορκίαν ο Δημήτριος κληθείς υπό του πατρός του, διότι τά κατά την Ελλάδα πράγματα απαιτούσι την παρουσίαν αυτού. Κατέλιπεν δε εις τους Ροδίους, εις αιώνιον μνημόσυνον του τε μεγαλείου των πολιορκητικών αυτού έργων και της θαυμαστής εκείνων ανδρείας, την ελέπολιν, από του μετάλλου της οποίας ο Λύνδιος Χάρης κατεσκεύασε βραδύτερον τον περίφημον κολοσσόν της Ρόδου. Και κατέπλευσεν ο Δημήτριος επί την Ελλάδα και αποβιβασθείς περί τά τέλη του 304 εις Βοιωτίαν ηνάγκασε τον πολιορκούντα τάς Αθήνας Κάσσανδρον, να διαλύση την πολιορκίαν και να υποχωρήση μέχρι Θεσσαλίας. Ο ίδιος προσήλθεν εις Αθήνας, όπου διέτριψεν όλον τον χειμώνα. Εν αρχή δε του έαρος του 303 ενέβαλε εις Πελοπόννησον και εκβαλών τάς αιγυπτιακάς και μακεδονικάς φρουράς εκ Σικυώνος, Κορίνθου, Άργους και άλλων πόλεων, εθεοποιήθη πανταχού σχεδόν, όπως και εν Αθήναις. Κατά Απρίλιον δε του 302 επέστρεψεν αύθις εις Αθήνας, όπου εμυήθη και εις τά Ελευσίνια μυστήρια παραβαίνων όμως όλους τους ιερωτάτους της πόλεως νόμους. Και ενώ εξεστράτευσεν κατά του Κασσάνδρου, ο τελευταίος αιτήσατο και ευχερώς συνεκροτήθη συμμαχία τετραπλή μεταξύ των βασιλέων της Μακεδονίας, της Θράκης, της Αιγύπτου και της απωτάτω Ανατολής, επί τώ σκοπώ του να καθαιρέσωσι τελευταίον ολοσχερώς τον άνδρα εκείνον, τον Αντίγονον, εξ ού δεν έπαυον αδιακόπως περί των όλων αγωνιώντες. Απεφάσισαν δε να προσβάλλωσιν αυτόν εις την Ασίαν. Και εν θέρει του έτους 301, συγκροτηθείσης μάχης μεγάλης περί Ίψον της Φρυγίας, μεταξύ Αντιγόνου, Δημητρίου, Λυσιμάχου και Σελεύκου, απεφασίσθη η της Ασίας τύχη.

*

Μάχη περί την Ίψον – θάνατος Αντιγόνου

Ο Αντίγονος παρέταξεν εν τώ αγώνι τούτω 70.000 πεζών 15.000 ιππέων και 75 ελέφαντας, οι δε αντίπαλοι αυτού αντέταξαν 64.000 πεζών , 10.500 ιππέων, ενώ ο Σέλευκος συνεπήγετο 400 – 480 ελέφαντας. Και αρξαμένης της μάχης, ο μέν Δημήτριος λαμπρώς μετά του ιππικού αγωνισάμενος προς το ιππικόν των πολεμίων, το αγόμενον υπό Αντιόχου, του υιού του Σελεύκου, έτρεψεν αυτόν κατά κράτος. Αλλά λησμονών το δίδαγμα το τοσάκις υπό του μεγάλου Αλεξάνδρου δοθέν, της σώφρωνος δηλαδή διώξεως, εξηκολούθησε τρέχων ακατάσχετος και μηδόλως φροντίσας τι γίνεται όπισθεν αυτού. Επωφεληθείς ο Σέλευκος περιέζωσεν την φάλαγγα του Αντιγόνου και ηπείλησε πανταχόθεν ιδίως διά των πολυαρίθμων ελεφάντων, ώστε μετ’ ού πολύ άλλα μέν αποσπάσματα της φάλαγγος εκείνης ηυτομόλησαν προς αυτόν, άλλα δε ετράπησαν. Οι φίλοι και οι οπαδοί του Αντιγόνου, ο είς κατόπιν του άλλου, εγκατέλειπον αυτόν, και έπεσε τελευταίον ο ατρόμητος γέρων τελευτήσας εις ηλικίαν ετών 81 επί του πεδίου της μάχης, ενδόξως τη αληθεία και επαξίως των μεγάλων του βίου αυτού αγώνων και αξιώσεων. Ο Δημήτριος επανελθών βραδέως και μηδεμίαν ήδη έχων ελπίδα έφυγε μετά 5.000 πεζών και 4.000

ιππέων εις Έφεσον. Οι δε νικηταί τον μέν νεκρόν του Αντιγόνου διά βασιλικών εκήδευσαν τιμών, επεχείρησαν δε αμέσως την διανομήν του κράτους αυτού. Ο Πτολεμαίος, ως ελάχιστα συμπράξας, απεκλείσθη πάσης νέας ωφελείας, αλλά και ο Κάσσανδρος, ως εκ της θέσεως των χωρών αυτού, δεν έλαβεν επέκτασιν τινά. Εις μόνον τον αδελφόν αυτού Πλείσταρχον απενεμήθη η Κιλικία. Και ο μέν Σέλευκος έλαβεν άπασαν την Συρίαν και τα’ ανατολικώτερα της μικράς Ασίας, ο δε Λυσίμαχος τά δυτικώτερα της χερσονήσου ταύτης. Μεταξύ των δύο βασιλείων παρέμειναν ενταύθα χώραι τινές ουδέτεραι. Η Κιλικία του Πλειστάρχου, η Καππαδοκία, ής ήρχεν ο επιχώριος ηγεμών ο Ορόντης, και ο πόντος του οποίου εδυνάστευον επίσης οι επιχώριοι Μιθριδάται. Εκ τούτων η μέν Καππαδοκία και η Αρμενία υπέκυπτον εις την επιρροήν του Σελεύκου, ο δε Πόντος και η Κιλικία υπήκουον μάλλον εις τον Λυσίμαχον.

Αύτη η περί Ίψον μάχη είναι γεγονός σπουδαιότατον, διότι δι’ αυτής απεφασίσθη οριστικώς και αμετακλήτως επί μακρόν η τύχη της Ασίας και της Αφρικής. Έκτοτε δεν έπαυσαν ενταύθα άρχοντες ο Σέλευκος, ο Πτολεμαίος και οι απόγονοι αυτών, επί τρείς όλας εκατονταετηρίδας.

*

Αντιθέτως εις την Ευρώπη η βασιλεία διεβιβάσθη εις απογόνους του Αντιγόνου αργότερον, αφού ο Δημήτριος κατώρθωσε να παραμένη ισχυρός κυρίως κατά θάλασσαν, συνήψε μάλλιστα συμμαχίαν με τον Σέλευκον, ο οποίος και ενυμφεύθη την κόρη αυτού Στρατονίκην, αφήρεσε δε αμέσως και την Κιλικίαν από τον Πλείσταρχον. Αλλά και ο Λυσίμαχος ενυμφεύθη την κόρη του Πτολεμαίου Αρσινόη συνάπτων συνθήκη μετ’ αυτού.

Ακολούθως ο Δημήτριος τώ 294 π.Χ. κατέστη βασιλεύς της Μακεδονίας και κυρίαρχος της Ελλάδος, μετά τον θάνατο του Κασσάνδρου, των υιών αυτού Αντιπάτρου και Αλεξάνδρου, καθώς και της μητέρας των Θεσσαλονίκης.

Εν τώ μεταξύ και ο Πύρρος, όστις ηκολούθει τον Δημήτριο ως πριγκιπόπαις, ανέλαβε την βασιλεία της Ηπείρου.

Μετά από 7 χρόνια όμως κακοβασιλείας του Δημητρίου, οι Λυσίμαχος, Σέλευκος, Πτολεμαίος και Πύρρος αισθανόμενοι απειλούμενοι απ’ τον Δημήτριο, συνεμάχησαν μεταξύ τους και εβάδισαν κατά του Δημητρίου, του οποίου ο στρατός τον εγκατέλειψε άμα τη εμφανίσει των πολεμίων. Ούτω το 287 ο Δημήτριος απώλεσε την αρχή και απήλθεν υπό πάντων εγκαταλελειμένος εις Ελλάδα. Η πιστή του σύζυγος, η Φίλα, θυγάτηρ του Αντιπάτρου και αδελφή του Κασσάνδρου, ηυτοκτόνησεν.

Μετά πολλάς περιπετείας ο Δημήτριος κατέληξεν εις τον Σέλευκον, όπου έζη υπό περιορισμόν, και απέθανε εις ηλικίαν 54 ετών, αφήνοντας τάς κτήσεις του εν Ελλάδι, εις τον υιό αυτού Αντίγονον, τον Γονατά.

Αλλά και ο Λυσίμαχος ήρθε εις προστριβάς προς τον Σέλευκνο, τον οποίο αντιμετώπισε το θέρος του 281 εις το Κύρου Πεδίον, όπου και ετελεύτησε εις ηλικίαν 80 ετών. Ο Σέλευκος διέβη τον Ελλήσποντον καί καθυπέταξε τάς ευρωπαϊκάς κτήσεις του αντιπάλου του.

Και ο Σέλευκος όμως δεν επέπρωτο να ζήση επί πολύ έτι, αφού εδολοφονήθη το 280 υπό του Πτολεμαίου τού Κεραυνού (αδελφού του Πτολεμαίου του Σωτήρος της Αιγύπτου), τον οποίο είχε μαζί του διωκόμενο υπό του Λυσιμάχου, επειδή εξ αιτίας του ο τελευταίος είχε θανατώσει αδίκως τον υιό του Αγαθοκλή. Ούτω ο Πτολεμαίος ο Κεραυνός κατώρθωσε να σφετερισθή τόν θρόνο της Θράκης αλλά και της Μακεδονίας.

Ο Σέλευκος, ιδρυτής της δυναστείας των Σελευκιδών, απέθανε εις ηλικίαν 73 ετών. Ο υιός του Σελεύκου, Αντίοχος Α΄, ηναγκάσθη να ειρηνεύση προς τον Πτολεμαίο τον Κεραυνό και να αναγνωρίση την βασιλεία του εις Θράκην και Μακεδονία.

Ο Πτολεμαίος ο Κεραυνός φαίνεται περιφρονήσας πλέον του δέοντος τους άρτι εισβαλόντας Γαλάτας και μη αντιπαρατάξας εις αυτούς αποχρώσαν δύναμιν, όθεν, συγκροτηθείσης εν αρχή Νοεμβρίου 280 μάχης, οι Μακεδόνες κατετροπώθησαν ολοσχερώς, έπεσε δε εν τώ αγώνι τούτω και αυτός ο Πτολεμαίος ο Κεραυνός.

Οι Γαλάται γίνονται τότε κύριοι της υπαίθρου κατά την Μακεδονίαν χώρας και πορθούσιν αυτήν ανηλεώς. Μελέαγρος, ο αδελφός του Πτολεμαίου του Κεραυνού, αναγορεύεται βασιλεύς, αλλά δεν δύναται να σώση την χώραν, και αποβάλλεται υπό των Μακεδόνων προχειρισάντων βασιλέα τον Αντίπατρον, συγγενή τινά του Κασσάνδρου ή του Λυσιμάχου, όστις όμως, ανεπιτήδειος ών προς τον πόλεμον, καθαιρείται ωσαύτως μετ’ ολίγας ημέρας. Αναλαμβάνει τον υπέρ πατρίδος αγώνα ο ευπατρίδης Μακεδών Σωσθένης, όστις και κατωρθώνει τωόντι να εξελάση τους βαρβάρους εις Πανονίαν και Θράκην, απεποιήθη δε το διάδημα και ηρκέσθη εις το του στρατηγού της Μακεδονίας αξίωμα.

Εν τούτοις εν έαρι του 279 νέα γαλατικά στίφη υπό τον Βρέννον, συμποσούμενα εις 200.000, ώρμησαν λεηλατούντες την ύπαιθρον χώραν και προελαύνοντα προς μεσημβρίαν. Εισελθών δε ο Βρέννος εις την Ελλάδα, επορεύθη κατ’ ευθείαν προς τους Δελφούς. Ενταύθα όμως έπαθον ζημίας μεγάλας, έπεσε δε και αυτός ο Βρέννος, και ετράπησαν εις φυγήν.

Έκτοτε μετά 500 μόλις περίπου έτη επανελήφθησαν τοιαύται άλλων βαρβάρων φυλών επιδρομαί, αίτινες έμελλον να διαρκέσωσι πολύ περισσότερον και να επενεργήσωσι πολύ σπουδαιότερον εις την τύχην του ελληνικού έθνους.

Εν τώ μεταξύ ο γενναίος στρατηγός Σωσθένης είχεν αποθάνει περί τά τέλη του 279. Εκ της προκυψάσης δε αναρχίας ωφελούμενος ο Αντίγονος ο Γονατάς επήλθεν από της Ελλάδος και κατέλαβε περί τά μέσα του 278 την πάτριον βασιλείαν, ήν και διέσωσεν έκτοτε, καταλιπών εις τους απογόνους.

Μετά λοιπόν 45 έτη συνεχών αγώνων, παγιώνονται τρία βασίλεια. Της Μακεδονίας υπό τον Αντίγονον Γονατά, της Ασίας υπό τον Αντίοχο Α΄ (Σελευκίδη) και της Αιγύπτου υπό τον Πτολεμαίο Β΄ (ετεροθαλής αδελφός της Αρσινόης και μετέπειτα σύζυγος αυτής) τον επικαλούμενο Ευεργέτη.

*

Δεν αρνούμεθα ότι η ανάμιξις του ελληνισμού μετά των έξεων και θεσμών του ασιανού βίου, και η ανεύθυνος παντοδυναμία εις ήν περιέστησαν οι δυνάσται ούτοι, παρήγαγον παρ’ άπασι μέν δίαιταν, εν πολλοίς αλλοτρίαν των αρχαιοτέρων της Ελλάδος χρόνων, παρά τισι δε και κακίας οικτράς. Αλλ’ εάν ο Περδίκκας, ο Πολυσπέρχων, ο Κάσσανδρος, ο Λυσίμαχος και αυτός ο γέρων Αντίγονος έβαψαν τάς χείρας αυτών εις πράξεις μιαιοφόνους, αφ’ ετέρου ο Ευμένης, ο Πτολεμαίος, ο Σέλευκος και αυτός ο Δημήτριος ο Πολιορκητής, ανέδειξαν αρετάς και μάλιστα γενναιοφροσύνην, της οποίας ολίγα ενάμιλλα παραδείγματα δυνάμεθα να ανεύρωμεν εν τη ιστορία του πρώτου ελληνισμού. Το δ’ ιδίως σημειώσεως άξιον, εθριάμβευσαν επί τέλους και κατίσχυσαν εκείνοι μάλιστα εξ αυτών, όσοι διετέλεσαν χρηστότεροι και μεγαλοφρονέστεροι. Ο Πτολεμαίος, ο Σέλευκος και ο Δημήτριος ο Πολιορκητής, εις τον οποίο πολλά μέν δύνανται να αποδοθούν αμαρτήματα, του οποίου όμως το αναμφισβήτητον μέγα φρόνημα αντημείφθη επί τέλους διά της εις τον θρόνον της Μακεδονίας αναβάσεως των απογόνων αυτού.

*

Εκστρατεία Πύρρου εις Ιταλίαν

Εν αρχή του 280 επέπλευσεν ο Πύρρος εις Ιταλίαν, ανταποκρινόμενος αιτήματος των Ταραντίνων, μετά 25.000 ανδρών και 20 ελεφάντων. Και ενίκησε μέν τους Ρωμαίους εκ παρατάξεως κατά το αυτό έτος, ενίκησε δε αυτούς αύθις κατά το ακόλουθον, αλλά τοσαύτην έπαθεν κατά τους αγώνας τούτους φθοράν, ώστε είπε, λέγουσι, τότε: «αν έτι μίαν μάχην Ρωμαίους νικήσωμεν, απολούμεθα παντελώς».

Το 278 ήλθε σε βοήθεια των Συρακουσίων κατά των Καρχηδονίων και εκεί διέτριψε τρία έτη, κατά την διάρκεια των οποίων οι Ρωμαίοι, εκμεταλλευόμενοι την απουσία του απ’ την Ιταλία, κυριάρχησαν σ’ αυτή.

Το 274 αναγκάστηκε να εγκαταλείψη την Ιταλία , αφού είχε απωλέσει τον περισσότερο αρχικά αξιόμαχο στρατό του.

*

Οι Ρωμαίοι, οίτινες εξελατίνισαν όλα τά άλλα έθνη, όσων εκυριάρχησαν και επεχείρησαν τον εκλατινισμόν, προς μόνον τον ελληνισμόν ματαίως αντεπάλαισαν, και αυτού μόνου δεν ηδυνήθησαν να κατισχύσωσιν. Εν γένει δε ο ελληνισμός της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας έρριψε τοσούτον βαθείας ρίζας, ώστε ούτε οι Ρωμαίοι, ούτε οι μετά τους Ρωμαίους επελθόντες Λομβαρδοί , Άραβες, Νορμανδοί θδυνήθησαν εντελώς να εξαφανίσωσιν αυτόν. Καθ’ όλον τον μέσον αιώνα αυτά τά δημόσια έγγραφα πολλάκις αυτόθι ελληνιστί έτι συνετάσσοντο και μέχρι της σήμερον σώζονται εις τάς χώρας εκείνας ούκ ολίγα ελληνισμού ίχνη. Αλλ’ ουδέν ήττον βέβαιον είναι, ότι από των χρόνων εις ούς ήδη ευρισκόμεθα (3ος αιών), ο δυτικός εκείνος ελληνισμός, αποβαλών την αυτονομίαν, διετέλεσε αμυνόμενος μάλλον ή εξαπλούμενος, και μαραινόμενος μάλλον ή ακμάζων, η δε δραστηριοτέρα του ελληνισμού ενέργεια μετεβιβάσθη από δυσμών εις ανατολάς , όπου ούτος δεν έπαυσεν επί πολλάς εκατονταετηρίδας προαγόμενος και παράγων καρπούς οίτινες πολυειδώς έμελλον να επενεργήσωσιν εις την τύχην του κόσμου.

*

Το βασίλειο τού Περγάμου

Το βασίλειο της Περγάμου το ίδρυσε ο θησαυροφύλαξ του Λυσιμάχου Φιλέταιρος, ο οποίος μετά τον θάνατο του Αγαθοκλή, υιού του Λυσιμάχου, κατέφυγε στον Σέλευκο και επωφεληθείς των ταραχών πού ακολούθησαν τον θάνατο αυτού, όχι μόνο έγινε ανεξάρτητος αλλά και κατέλαβε και πολλές παράλιες πόλεις. Τον Φιλέταιρο διαδέχτηκαν ο Ευμένης Α΄, ο Άτταλος, ο οποίος νίκησε τους Γαλάτας, ο Ευμένης Β΄, ο Άτταλος Β΄ και ο Άτταλος Γ΄. Οι βασιλείς ούτοι προήγαγον την επιστήμην και την τέχνην επί τοσούτον, ώστε η χώρα αυτών ελογίζετο νέα Ελλάς. Ο Ευμένης Β΄ εσύστησε την περίφημον της Περγάμου βιβλιοθήκην ήτις επι τέλους κατήντησε να περιλαμβάνη 200.000 βιβλίων. Ότε η ζηλοτυπία των Πτολεμαίων απηγόρευσε την εξ Αιγύπτου εξαγωγήν του παπύρου, ήτοι της θάμνου εκείνης εξ ής κατεσκευάζετο το εν χρήσει τότε προς γραφήν υλικόν, οι Περγαμηνοί ανεπλήρωσαν το υλικόν τούτο διά της παρ’ αυτών επινοηθείσης περγαμηνής διφθέρας, ής η παρασκευή απετέλεσεν έκτοτε νέον αξιόλογον κλάδον της περγαμηνής βιομηχανίας.

*

Σελεύκεια : κτίστηκε στην δυτική όχθη του Τίγρη ποταμού από τον Σέλευκο Α΄, και κατέστη πρωτεύουσα της ανατολικής Συρίας, την οποία διοικούσε ο υιός του Σέλευκου, Αντίοχος Α΄. Οι περισσότεροι κάτοικοι μετώκησαν εκεί από την Βαβυλώνα, της οποίας έκτοτε το όνομα ελησμονήθη.

Βακτριανή : ελληνικό βασίλειο μεταξύ Συρίας και Ινδικής, πού ιδρύθηκε απ’ τον Θεόδοτο (ή Διόδοτο), ο οποίος εστασίασε κατά του Αντιόχου Α΄. Περιλάμβανε 1000 πόλεις και διετηρήθη μέχρι το 134 π.Χ. Επειδή διετέλεσεν επί 100 και επέκεινα έτη υπό Έλληνας ηγεμόνας, ού μόνον διετήρησε τά σπέρματα του πολιτισμού όσα κατέθεσαν εις τάς χώρας εκείνας ό τε Αλέξανδρος ο Μέγας, ό τε ο Σέλευκος Α΄, αλλά και παραδόξως υπέθαλψε και προήγαγεν αυτά.

*

160 πόλεις εκτίσθησαν υπό των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου εις την Ασίαν, διά των οποίων διεδόθη κυρίως ο ελληνισμός.

*

Ο προηγούμενος ελληνικός κόσμος, ο διά των Αθηναίων μάλιστα εκπροσωπούμενος, είχε τελειώσει τάς ιδίως λεγομένας ελευθερίους τέχνας, ενδιατρίψας περί πάσαν εν γένει πνευματικήν ενέργειαν, ήτις ούτε πολυμαθείας, ούτε υπερβολικού πλούτου, ούτε άλλως εξωτερικής προτροπής και προστασίας έχει χρείαν, καθό προαγομένη από της εν εαυτή υπαρχούσης τέρψεως και επαγωγής. Ο δε ελληνικός κόσμος της μακεδονικής περιόδου, ο κατά τούτο ιδίως υπό των Πτολεμαίων εκπροσωπούμενος, διακρίνεται μάλλον διά των έργων, όσα δύνανται να παραχθώσι διά της επιμελείας της κυβερνήσεως και διά πάσης εξωτερικής αντιλήψεως και παρακελεύσεως ευδοκιμήσας τούτου ένεκεν εξαιρέτως εις πάν το χρήσιμον, το γλαφυρόν, το λαμπρόν, και ευδοκιμήσας επί τοσούτον, ώστε εν τη αρχαιότητι η επιστήμη και η τέχνη ουδεμίαν πλειοτέραν πρόοδον διέπραξαν διά των μετέπειτα ακμασάντων Ρωμαίων.

*

Η βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας

Την περίφημον βιβλιοθήκην της Αλεξανδρείας ίδρυσε μέν ο πρώτος Πτολεμαίος με συνεργόν τον Δημήτριο τον Φαληρέα, κατεπλούτησε δε ο Φιλάδελφος, συναγαγών απανταχόθεν της οικουμέμης βιβλία, τά οποία αδιακόπως αντεγράφοντο εν τώ Μουσείω υπό γραφέων. Η πολυθρύλητος αύτη Αλεξανδρινή βιβλιοθήκη, την οποία δεν έπαυσαν αυξάνοντες οι του Φιλαδέλφου διάδοχοι, εγένετο κατά δυστυχίαν παρανάλωμα του πυρός επί Ιουλίου καίσαρος, περί τά μέσα της πρώτης π.Χ. εκατονταετηρίδος, παρεκτός του μέρους αυτής το οποίον επειδή δεν ηδύνατο να περιληφθή εν τώ Μουσείω είχεν αποτεθή εις άλλα καταστήματα. Δεν είχον δε αθροίσει οι Πτολεμαίοι ελληνικά μόνον βιβλία, αλλά και όλων των άλλων γνωστών εθνών τά συγγράμματα, ώστε η βιβλιοθήκη εκείνη ήτο ταμείον κοινόν της φιλολογίας όλου του κόσμου. Και τότε προς τοίς άλλοις εγένετο, τη επιμελεία του Φιλαδέλφου, η ελληνική μετάφρασις των ιερών βιβλίων των Ιουδαίων, ήτοι της Π. Διαθήκης, η γνωστή υπό το όνομα της μεταφράσεως των εβδομήκοντα.

*

Το κράτος των Πτολεμαίων

Δεν ήρχον μόνον της Αιγύπτου οι Πτολεμαίοι, εκυριάρχουν και της Κύπρου, εκ διαλειμμάτων δε και της Κυρηναϊκής προς δυσμάς και των παραλίων της Συρίας προς ανατολάς. Επί πάσιν δε επεχείρησαν επανειλημμένας προς μεσημβρίαν στρατείας, δεσπόσαντες αμέσως ή εμμέσως πολλών της Αιθιοπίας χωρών και επί τοσούτον διαδόντες μέχρι των ανωτάτων εκείνων χωρών τον ελληνικόν πολιτισμόν, ώστε κατά την 4ην μ.Χ. εκατονταετηρίδα, Σιλκώ, ο βασιλεύς των Νουβαδών και όλων των Αιθιόπων, εις την ελληνικήν ανέγραψεν τά πολεμικά αυτού κατορθώματα.

*

Αχαϊκή Συμπολιτεία

Το 250 π.Χ. ο Άρατος εκβαλών τον τότε τύραννον της Σικυώνος Νικοκλέα, κατέταξεν αυτήν εις την Αχαϊκήν Συμπολιτείαν. Αιρεθείς δε στρατηγός κατά πρώτον μέν τώ 245, έπειτα δε πάλιν τώ 243, επέτυχε ν’ αφαιρέση από της μακεδονικής κυριαρχίας τον ισχυρόν Ακροκόρινθον και να συγκαταλέξη αυτόν εις τους Αχαιούς.

Μικρόν δε πρίν αποθάνει ο Αντίγονος, απέστησαν από αυτού και τά Μέγαρα, προστεθέντα εις την αχαϊκήν ομοσπονδίαν, το δε παράδειγμα αυτών εμιμήθησαν η Τροιζήν, η Επίδαυρος, και αι Κλεοναί, ώστε, καθώς ηύξανε εν τη Στερεά Ελλάδι η των Αιτωλών ομοσπονδία, ούτω ηύξανεν εν τη Πελοποννήσω η των Αχαιών.

Η αχαϊκή ομοσπονδία κινεί την συμπάθεια ημών μάλλον καθό αναμιμνήσκουσα τον αρχαίον ελεύθερον και αυτόνομον βίον, ή διότι προσέθηκε νέας τινάς λαμπράς σελίδας εις την ιστορίαν του βίου εκείνου. Φωτίζεται διά των ακτίνων του παρελθόντος μάλλον ή είναι εστία ιδίου πυρός. Παρίσταται ως πλανήτης ετερόφωτος μάλλον ή ως ιδιόφωτος ήλιος εν τώ στερεώματι της ελληνικής ιστορίας. Όθεν και οι διακεκριμένοι άνδρες ούς ανέδειξεν Άρατος, Φιλοποίμην, Λυκόρτας είναι ωχρά των αρχαίων μεγάλων ανδρών απαυγάσματα και όλως ανάλογοι προς την μετριότητα των περιστάσεων και των πραγμάτων εντός των οποίων εκλήθησαν να πράξωσιν.

*

Μετά τον θάνατο του Αντιγόνου του Γονατά εβασίλευσεν επί δεκαετίαν της Μακεδονίας από του 240 μέχρι του 230, ο υιός αυτού Δημήτριος, ο ολιγότερον άξιος των Αντιγονιδών, όστις τους μέν Αχαιούς μικρόν ηνώχλησε, διατελέσας δε αδιαλείπτως μαχόμενος κατά των Αιτωλών ουδέ προς τούτους υπήρξεν ευτυχής.

Αποθανόντος δε του Δημητρίου τώ 230 διεδέξατο την εν Μακεδονία αρχήν ως επίτροπος του ανηλίκου αυτού υιού, Φιλίππου, ο του Δημητρίου εξάδελφος Αντίγονος Δώσων, όστις ήτο ανήρ διακεκριμένος επί τη πολιτική και πολεμική δεξιότητι, αλλά πολεμών μετά των Δαρδανίων δε προς άρκτον, μετά των Αιτωλών δε και των μεσημβρινών Θεσσαλών προς νότον, και έχων προς τούτοις να καταβάλη στάσιν τινά εν αυτή τη Μακεδονία, παντάπασι σχεδόν κατ’ αρχάς εγκατέλιπε την Πελοπόννησο.

*

Κλεομένης βασιλεύς της Σπάρτης

Εν έτει 241, δολοφονηθέντος του βασιλέως της Σπάρτης Άγιδος, όστις ήθελε να επιφέρει καινοτομίας εν αυτή, ο έτερος βασιλεύς Λεωνίδας συνέζευξεν την χήρα του Άγιδος Αγιάτιν, περίφημον μέν διά το κάλος και την αρετήν, επίκληρον δε μεγάλης περιουσίας, μετά του υιού αυτού Κλεομένους.

Ο νέος ούτος ήτο λαμπρότατος βεβαίως των αστέρων όσοι κατά δυστυχίαν διάττοντες εξέλαμπον εν τη ενταύθα Ελλάδι κατά τους τελευταίους τούτους χρόνους του πολιτικού αυτής βίου. Αν η Ελλάς ήτο δυνατόν να αναστηθή, ο Κλεομένης ήθελεν αναστήσει αυτήν. Η φύσις έδωκεν αυτώ όχι μόνον πάν το δι ού μεγαλουργεί τις εν τώ κόσμω τούτώ, αλλά και πάν το δι ού αγαπάται.

Ο Κλεομένης επέφερε ριζικές αλλαγές στη Σπάρτη, με τις οποίες ωρίσθη η εξίσωσις των περιουσιών , η των χρεών άφεσις, ο αναδασμός της γής, η ανόρθωσις της λυκουργείου αγωγής και το πάντων θετικώτερον και σπουδαιότερον, ηύξησε ο αριθμός των πολιτών διά της εις την τάξιν αυτών παραδοχής των χρηστοτέρων περιοίκων.

Επίσης αναδιοργάνωσε τον στρατό για να αντιμετωπίση Αχαιούς και Μακεδόνας. Το διά τοσούτων κόπων υπό του Αράτου κατασκευασθέν οικοδόμημα κατέπιπτεν ήδη αθρόον, ως υπό λαίλαπος φοβεράς ανατρεπόμενον, και ο Άρατος εκλεγείς στρατηγός αυτοκράτωρ προσβλέπει στον Αντίγονο για την σωτηρία των Αχαιών.

*

Μάχη περί Σελασίαν

Επέρχεται λοιπόν εν έαρι του 223 έτους, ο Αντίγονος ο Δώσων εις τον Ισθμόν μετά ανδρών 21400 και ήρχισαν αι συγκρούσεις με τον Κλεομένην, ο οπίος ζήτησε την βοήθειαν του Πτολεμαίου Γ΄ του Ευεργέτου. Η αποφασιστική μάχη έγινε στα περί Σελασίαν στενά τώ 222 μεταξύ 30000 περίπου Μακεδόνων, Ιλλυριών, Ακαρνάνων, Ηπειρωτών, Αχαιών και άλλων συμμάχων μισθοφόρων, υπό τον Αντίγονο , και 20000 ανδρών υπό τον Κλεομένην. Ο τελευταίος ηττήθη κατά κράτος και ο ίδιος κατέφυγεν εις Αίγυπτον, απ’ όπου ήλπιζε πάντοτε βοήθεια, όπου όμως ο μετ’ ολίγον διαδεξάμενος τον Πτολεμαίον Γ΄ Ευεργέτην, ανάξιος Πτολεμαίος Δ΄, ο Φιλοπάτωρ, έφερεν αυτόν εις τοιαύτην απελπισίαν, ώστε εγένετο αυτόχειρ. Ούτω ο Αντίγονος ο Δώσων εγένετο κύριος της Σπάρτης, άφησε εκεί διοικητήν τον βοιωτόν Βραχύλλην και επιστρέψας εις Μακεδονίαν, αφού εξέβαλεν εκείθεν τους Ιλλυριούς, απέθανε τώ 221 καταλιπών την βασιλείαν εις τον ανεψιόν αυτού Φίλιππον τον του Δημητρίου υιόν.

*

Και ενώ από δυσμών επεκρέματο ο κίνδυνος των Ρωμαίων, οι οποίοι είχαν κυριαρχήσει των Ελλήνων της Μεγάλης Ελλάδος, δεινός εξερράγη εν τη ενταύθα Ελλάδι εμφύλιος μεταξύ Αιτωλών και Αχαιών αγών, ο καλούμενος «συμμαχικός» πόλεμος, όστις διήρκεσεν από του 220 μέχρι του 217…

Οι Ρωμαίοι ακολούθως, συμμαχήσαντες μετά των Αιτωλών, υποκινούσιν αυτούς κατά του Φιλίππου, και εξάπτεται εκ τούτου αύθις μεταξύ Αιτωλών και Φιλίππου πόλεμος, καθ’ όν διαρκέσαντα από του 211 μέχρι του 204, οι μέν Αχαιοί ετάχθησαν μετά του Φιλίππου, οι δε Σπαρτιάται και ο βασιλεύς τού Περγάμου Άτταλος Α΄ μετά των Αιτωλών.

*

Το 213 απέθανε ο Άρατος και ήρχισε να λάμπει εις το στερέωμα το άστρο του μεγαλοπολίτη Φιλοποίμενος, όστις ού μόνον στρατηγικά προτερήματα είχεν έξοχα, αλλά και αρετήν αξίαν των λαμπροτέρων της Ελλάδος χρόνων. Ο Φιλοποίμην επωνομάσθη έσχατος των Ελλήνων.

*

Ανάμιξις Ρωμαίων – Μάχη περί Κυνός Κεφαλάς

Οι Ρόδιοι, οι Αθηναίοι και ο βασιλεύς του Περγάμου, ζητήσαντες την συνδρομήν της ρωμαϊκής Βουλής, έδωκαν εις ταύτην αφορμήν να κηρύξη κατά του Φιλίππου πόλεμον εν έτει 200, αφορμήν τοσούτω μάλλον καλήν, όσω πρό 2 ετών ετελείωσαν οι Ρωμαίοι λαμπρώς τον β΄ κατά των Καρχηδονίων πόλεμον.

*

Ο κατά του Φιλίππου πόλεμος των Ρωμαίων διήρκεσεν έτη τέσσαρα περίπου, από του 200 έως το 197. Κατά τά δύο πρώτα ουδέν σχεδόν κατώρθωσαν και επείσθησαν ότι δυσκόλως θέλουσι κατορθώσει τι ενόσω αι ενταύθα ελληνικαί πολιτείαι συμπράττουσι μετά του βασιλέως της Μακεδονίας.

Εν έτει τρίτω του πολέμου έπεμψαν τον ύπατον Τίτον Κοΐντιον Φλαμινίνον, ο οποίος κατώρθωσε ν’ αποχωρίση από του Φιλίππου, εξαιρέσει των Ακαρνάνων, όλα τά λοιπά ελληνικά έθνη και ηνάγκασε τον Φίλιππον να προτείνη λόγους περί ειρήνης, οι οποίοι δεν εγένοντο όμως δεκτοί.

Έτσι επανελήφθη ο πόλεμος του οποίου η έκβασις ήτο ήδη αναμφίβολος, διότι οι Ρωμαίοι είχον συμμάχους τους Ροδίους, τον Άτταλον, την αιτωλικήν ομοσπονδίαν και αυτόν τον τύραννον της Σπάρτης Νάβιν, ο δε Φίλιππος είχε μέν συνεννοηθή μετά του βασιλέως της Συρίας Αντιόχου Γ΄, αλλ’ ο τελευταίος ούτος, διαπαιδαγωγηθείς ωσαύτως υπό των Ρωμαίων, εγκατέλιπε τον σύμμαχον αυτού, όστις άλλους επικούρους ήδη δεν είχεν, ειμή μόνους τους Ακαρνάνας. Συγκροτηθέντος λοιπόν αγώνος κρισίμου, τώ 197, περί Κυνός Κεφαλάς της Θεσσαλίας, ηττήθη ο Φίλιππος, όστις όμως υπεχώρησεν επιτηδείως και διεξήγαγε συνετώς διαπραγματεύσεις περί ειρήνης. Οι καλοί καγαθοί Ακαρνάνες ετιμωρήθησαν διότι καταπολεμηθέντες υπό του Λευκίου Κοϊντίου, αδελφού του Τίτου Κοϊντίου Φλαμινίνου, εβιάσθησαν μικρόν μετά την εν Κυνός Κεφαλαίς νίκην να αναγνωρίσωσιν την ρωμαϊκήν κυριαρχίαν.

*

Αντίοχος Γ΄ - ρωμαϊκή κυριαρχία επί της Μ. Ασίας

Ο Αντίοχος Γ΄ κατέβαλε κατά τά πρώτα της βασιλείας του έτη τους στασιάσαντας σατράπας της Μηδίας, της Περσίας και της Μ. Ασίας, αλλά τώ 217 ενικήθη περί Ραφίαν της Παλαιστίνης υπό του Πτολεμαίου Δ΄ του Φιλοπάτορος. Ο τελευταίος ωνομάσθη «Φιλοπάτωρ», διότι ήλπισεν ούτω ν’ αποτρέψη την υπόνοιαν ότι εφόνευσε τον πατέρα του, διετέλεσε δε διά παντός υποχείριος ανθρώπων μοχθηρών, παρεσύρθη υπ’ αυτών από κακουργήματος εις κακούργημα, από ασέλγειας εις ασέλγειαν και εθανάτωσε πλείστους των πλησιεστάτων συγγενών. Η ήττα περί Ραφίαν δεν εκώλησε τον Αντίοχο Γ΄ νά ευδοκιμήση έπειτα, εις επανειλημένας κατά την ανατολικήν Ασίαν εκστρατείας, επί τοσούτον ώστε απεκλήθη υπό τούτων Μέγας..Μετά μόνων συμμάχων των Αιτωλών, οι οποίοι δυσαρεστήθησαν εν τώ μεταξύ με τους Ρωμαίους, οι οποίοι υπό τον ύπατο Γλαβρίωνα και ενωμένοι με τους Μακεδόνες κατέκτησαν πάσαν την Θεσσαλίαν τώ 191, κατετρόπωσαν τον Αντίοχο Γ΄ περί Θερμοπύλας, τον κατεδίωξαν δε εις την Ασίαν με έτερον ύπατο τον Σκιπίωνα και εις μάχην κρίσιμον συγκροτηθείσα περί την λυδικήν πόλιν Μαγνησίαν την προς Σιπύλω, τώ 190, ο Αντίοχος εταπεινώθη εντελώς..

Διά της νίκης ταύτης οι Ρωμαίοι κατέστησαν κύριοι και διαιτηταί της Ασίας, ο δε Αντίοχος ηναγκάσθη να εκχωρήση απάσης της Μ. Ασίας.

*

Περσεύς βασιλεύς Μακεδονίας

Ο βασιλεύς της Μακεδονίας εν τώ μεταξύ, ηδημόνει διά την υποτελή θέσιν εις ήν προς τους Ρωμαίους περιήλθε και αγωνιζόταν να απαλλαγή από αυτής και ο πόλεμος ήτο άφευκτος.

Εν τούτοις τώ 179 αποθνήσκει ο Φίλιππος, την δε βασιλείαν παραλαμβάνει ο υιός αυτού Περσεύς, όστις εκληρονόμησε μέν το κατά των Ρωμαίων μίσος του πατρός, αλλ’ όχι και την ικανότητα αυτού.

Τώ 171 ήρχισεν ο προς Περσέα πόλεμος των Ρωμαίων. Ο Περσεύς είχε μόνον σύμμαχον τον ηγεμόνα των Οδρυσών Κότυ, ενώ οι Ρωμαίοι είχον τους Ροδίους και τους βασιλείς της Καππαδοκίας και του Περγάμου. Η υπόλοιπη δε Ελλάς, ραδιουργουμένη υπό των Ρωμαίων δεν παρέσχε στήριξιν εις τον Περσέαν, όπως ήλπιζεν αυτός. Ούτω τώ 168 ο Παύλος Αιμίλιος περί την πόλιν της Πύδνης κατενίκησεν τον Περσέα, όστις συλληφθείς αργότερον οδηγήθηκε αιχμάλωτος εις την Ρώμην και απέθανε μετά τέσσαρα έτη εις Άλβαν Λόγγαν.

*

Καταστροφή Κορίνθου υπό του Μομμίου

Τώ 146 αφικνείται εξ Ιταλίας εις τον ισθμόν ματά στρατού ο ύπατος Μόμμιος, ανήρ τραχύς και προς την επιστήμην και την τέχνην αλλότριος. Κατατροπώνει περί τον ισθμόν τον Δίαιον, κυριεύει αμαχητί την Κόρινθον, φονεύει άπαντας τους οπλίτας αυτής, εξανδραποδίζεται τάς γυναίκας και τους παίδας, αρπάζει τά πολυτιμότερα αριστοτεχνήματα, όχι διότι απέδιδεν αξία τινα εις αυτά, αλλά διά να κοσμήση δι ‘ αυτών τον θρίαμβον αυτού, κατά το τότε παρά τοίς Ρωμαίοις επικρατήσαν έθος, και τελευταίον καταπυρπολεί την λαμπράν εκείνην πόλιν, ήτις έκτοτε έμεινε περί τά 100 περίπου έτη έρημος.

Αι δε ελληνικαί πόλεις εξηκολούθησαν εν τώ μεταξύ απολαμβάνουσαι υπό την προστασίαν των Ρωμαίων αυτονομίαν τινά, ήτις όμως ουδέν άλλο ήτο ή εύσχημος τις δουλεία.

*

Ιουδαίοι – ρωμαϊκή κυριαρχία επί της Συρίας

Οι Ιουδαίοι, ένεκα των περί της Παλαιστίνης και της Φοινίκης ερίδων των Σελευκιδών και των Πτολεμαίων, διετέλασαν ηνωμένοι οτέ μεν μετά της Αιγύπτου, οτέ δε μετά της Συρίας.

Εν έτει 170 ο βασιλεύς της Συρίας Αντίοχος Δ΄, ο Επιφανής (αδελφός και διάδοχος του Σελεύκου Δ΄ του Φιλοπάτορος, υιού και διαδόχου του Αντιόχου Γ΄ του Μεγίστου) εκυρίευσεν την Ιερουσαλήμ, κατέλαβεν τον ναόν, έκαυσε τά ιερά βιβλία και εζήτησε να επιβάλη εις τους Ιουδαίους το ελληνικόν θρήσκευμα και τους ελληνικούς θεούς…

Το καταπιεστικόν τούτο πολίτευμα ήγειρεν δεινήν παρά τοίς Ιουδαίοις αντίστασιν, την οποίαν πρώτος επεχείρησεν ο Ματταθίας τώ 167, εκ του ιερατικού γένους των Ασαμοναίων ή Μακκαβαίων, εξηκολούθησαν δε οι πέντε αυτού υιοί, ών επιφανέστατος ανεδείχθη Ιούδας ο Μακκαβαίος.

Μετά τριών ετών πάλην, οι Ιουδαίοι υποκύπτουν εις τον υιόν και διάδοχον του Αντιόχου Δ΄, Αντίοχον Ε΄, τον Ευπάτορα.

Ο αγών επαναλαμβάνεται επί Δημητρίου Α΄ και Αλεξάνδρου Α΄ και κατ’ αρχάς μέν αναδεικνύεται νικητής ο Ιούδας ο Μακκαβαίος, τώ δε 160 ηττάται και πίπτει, η δε Ιουδαία καταδαμάζεται ήδη υπό των Ελλήνων. Τελικώς όμως οι ηγεμόνες της Ιουδαίας, ωφελούμενοι από τάς αδιαλείπτους έριδας των τελευταίων ασθενών του μεγάλου Σελεύκου διαδόχων και από την συνδρομήν ήν ελάμβανον από των Ρωμαίων, οίτινες εκ συστήματος υπεστήριζον αυτούς κατά των βασιλέων της Συρίας, απέβαλον μέν επί τέλους καθ’ ολοκληρίαν την ελληνικήν κυριαρχίαν, αλλά συναπέβαλον ταυτοχρόνως και τον Ιουδαϊσμόν, σχεδόν πλήρως εξελληνισθέντες.

Μετ’ ολίγον δε ο βασιλεύς της Ιουδαίας Ηρώδης έκτισε εις Ιερουσαλήμ παλαίστρας , θέατρον και αμφιθέατρον. Κατά πάσαν τετραετηρίδα ετέλει μεγάλους αγώνας και ενί λόγω περιεβλήθη εντελώς ελληνικόν χαρακτήρα .

Ναι μέν εν έτει 64, ηττηθέντος του Αντιόχου ΙΑ΄ υπό του Ρωμαίου στρατηγού Πομπηΐου, η Συρία μετεβλήθη εις επαρχίαν ρωμαϊκή, ο δε Αντίοχος περιορίσθη εις μόνην την Κομμαγηνήν, και τώ 57 δολοφονηθέντος του εσχάτου των Σελευκιδών Σελεύκου του Κυβιοσάκτου, εξέλιπεν και το τελευταίο τούτο υπόλειμμα της πάλαι ποτέ αχανούς ηγεμονίας των Σελεύκων και Αντιόχων, αλλά η ρωμαϊκή κυριαρχία αντί να περιστείλη τον της χώρας ταύτης εξελληνισμόν, εξ εναντίας συνετέλεσεν εις την ανάπτυξιν αυτού και παγίωσιν.

*

Άμα, λέγει ο Γεώργιος Γρότε, αντιπαραβάλλωμεν τον χαρακτήρα και την φύσιν των Ελλήνων, προς τον χαρακτήρα και την φύσιν των Αιγυπτίων και των Φοινίκων, προκύπτει ηλίου φαεινότερον, ότι όχι μόνον ουδεμία μεταξύ αυτών αναλογία υπάρχει, αλλά και αρίδηλος και ουσιώδης αντίθεσις. Αδύνατον δε πρό πάντων, ανακράζει, να παραδεχθώμεν, ότι η ελληνική γλώσσα, η ευγενεστάτη όλων των ανθρωπίνων γλωσσών, ήτις έχει καθ’ όλα αυτής τά εσωτερικά μέρη πλείστην την συμμετρίαν και την αρμονίαν, προέκυψεν εκ της συμβολής δύο εξωτερικών βαρβάρων γλωσσών της φοινικικής και της αιγυπτιακής, και δύο ή πλειοτέρων ιθαγενών βαρβάρων γλωσσών, της πελασγικής, της λελεγικής και άλλων τοιούτων.

*

ΡΩΜΑΪΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ

Εν έτει 67 κατέστη και η Κρήτη ρωμαϊκή επαρχία, τώ δε 58 υπεδουλώθη η Κύπρος εις ηγεμόνα εκ του οίκου των Πτολεμαίων, με ρωμαϊκήν όμως παρέμβασιν.

Τελευταίον η Αίγυπτος, ήτις καιτοι εξηκολούθει υπό ιδίους διατελούσα βασιλείς πρό καιρού ήτο υποτεταγμάνη εις τάς θελήσεις της Ρώμης, τώ 30 π.Χ., επί του πρώτου αυτοκράτορος Αυγούστου, συγκατελέχθη μεταξύ των επαρχιών του ρωμαϊκού κράτους, μετά τον θάνατον του υστάτου τών Πτολεμαίων, Πτολεμαίου ΙΒ΄ του Διονύσου και κατόπιν τούτου, της αδελφής αυτού Κλεοπάτρας.

*

Τοιουτοτρόπως έπεσον υπό την ρωμαϊκήν κυριαρχίαν, έν κατόπιν του άλλου, άπαντα τά εν τη ανατολή ελληνικά κράτη. Αλλ’ εάν ο ανατολικός ελληνισμός απέβαλεν ούτω κατά την πρώτην π.Χ. εκατονταετηρίδα, την πολιτικήν αυτού ύπαρξιν ο εθνικός αυτού βίος δεν κατεβλήθη υπό της ξενικής εκείνης δυναστείας . Ο ρωμαϊσμός ουδέποτε κατώρθωσεν εν τη Ανατολή ότι είχε κατορθώσει ο ελληνισμός. Ουδέποτε εισέδυσεν μέχρι των σπλάχνων των λαών τούτων ίνα μεταδώση εις αυτούς την γλώσσαν, τά ήθη, τον χαρακτήρα αυτού. Εν τη Ανατολή μόνη η κυβέρνησις υπήρξε λατινική, και αυτή εξελληνίσθη επί τέλους, επί δε των ερειπίων του ρωμαϊκού κράτους ηγέρθη κατά μικρόν, κράτος έτερον, εντός του οποίου πάντες, νόμοι, άρχοντες, βασιλείς, και κατά το πλείστον οι υπήκοοι, την ελληνικήν ελάλησαν γλώσσαν.

Αύτη δε του ελληνισμού η αναβίωσις συνέβη πρό πάντων διότι ο μετ’ ολίγον προκύψας εις μέσον χριστιανισμός εταύτισε την τύχην αυτού μετά του ελληνισμού καθ’ όλην την Ανατολήν, όπερ πάλι οφείλεται κυρίως εις το μέγα γεγονός, ήτοι εις την κατά την Ανατολήν διάδοσιν του ελληνισμού.

***

Βιβλίον όγδοον

Μιθριδατικός πόλεμος

Από το έτος 107 αρχίζουν οι περιπέτειες του Μιθριδατικού πολέμου, ο οπίος ενέπλεξε και την Ελλάδα. Ο Μιθριδάτης ΣΤ ηθέλησε να καταλύσει το ρωμαϊκό κράτος στηριζόμενος στους Έλληνες και κυρίως στους Αθηναίους. Προς τούτο έστειλε στην κυρίως Ελλάδα δύο στρατηγούς του, τον Αρχέλαο με τον πρεσβευτή Αθηνίωνα και στην συνέχεια τον Ταξίλη με πλήθος στρατού. Τελικώς όμως κατατροπώθηκαν από τον Σύλλα, ο οποίος ελεηλάτησε την Αθήνα μετά την άλωσή της, και το 84 συνομολογείται μεταξύ Σύλλα και του βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτου ΣΤ συνθήκη ειρήνης, διά της οποίας ο τελευταίος παρέδιδε την Βιθυνία και την Καππαδοκία στους προτέρους αυτών ηγεμόνας, την δε Παφλαγονία και την Μ. Ασία στους Ρωμαίους.

*

Εν όσω διήρκει ο Μιθριδατικός πόλεμος ήκμαζε η πειρατεία, αφού η Κόρινθος, η Ρόδος, η Καρχηδόνα εκαταστράφησαν ενώ οι βασιλείς Αιγύπτου και Συρίας εξησθένησαν παντελώς. Κατά την διάρκεια μάλιστα αυτή κατελήφθη και η Κρήτη απ’ τον ρωμαίο στρατηγό Μέτελο. Οι πειρατές είχαν ορμητήριο την Κιλικία. Στη δράση αυτών έδωσε τέλος ο Πομπήιος, ο οποίος κατέστησε τον Πόντο του Μιθριδάτη και την Συρία ρωμαϊκές επαρχίες.

Μάχη των Φαρσάλων

Στις 20 Ιουνίου του 48 κατετροπώθη ο Πομπήιος απ’ τον Ιούλιο καίσαρα περί Φάρσαλα της Θεσσαλίας. Στο πλευρό μάλιστα του Πομπήιου είχαν ταχθεί πολλοί Έλληνες απ’ όλη την Ελλάδα, αλλά παρ’ όλα ταύτα ο καίσαρ δεν μνησικάκησε προς αυτούς, ανοικοδόμησε μάλιστα την Κόρινθο, την οποίαν πρό 100 περίπου ετών άρδην είχε καταστρέψει ο Μόμμιος.

*

Μάχη περί Φιλίππους και ναυμαχία Ακτίου

Εν έτει 42 κατετροπώθησαν περί Φιλίππους της Μακεδονίας οι δολοφόνοι του καίσαρος Βρούτος και Κάσσιος, απ’ τον ανεψιό αυτού Οκταυίου και του συμμάχου του Αντωνίου. Οι Έλληνες πλήν Λακεδαιμονίων είχαν ταχθεί στο πλευρό των ηττημένων.

Εν έτει 31 τη 2α Σεπτεμβρίου, κατά την περιώνυμον περί το Άκτιον ναυμαχίαν, κατατροπούται υπό του Οκταυΐου ο Αντώνιος και η τελευταία ελληνίδα βασίλισσα της Αιγύπτου Κλεοπάτρα. Ο Αντώνιος ακολούθως έφυγεν εις Αίγυπτον, όπου εγένετο αυτόχειρ κατά το επόμενο έτος και η Αίγυπτος κατέστη ρωμαϊκή επαρχία.

Η Ελλάς και κατά τους τρείς μεγάλους εμφυλίους πολέμους της Ρώμης, ησπάσατο την μερίδα ήτις επί τέλους ηττήθη, και τούτο διότι ο Πομπήιος και ο Βρούτος και ο Αντώνιος την χώραν ταύτην εξελέξαντο ως κύρια αυτών ορμητήρια, και εις το πλευρό αυτών ετάσσοντο οι Έλληνες, διότι άπαντες εκήρυττον τουλάχιστον ότι αγωνίζονται υπέρ της ελευθερίας του κόσμου.

*

Ο Οκτάυϊος, όστις ολίγον αφ’ ής κατέλαβεν την υπερτάτην αρχήν ως πρώτος αυτοκράτωρ της Ρώμης, επωνομάσθη και Αύγουστος, ρυθμίσας ήδη εκ νέου το όλον κράτος, κατέστησε και την ενταύθα Ελλάδα επαρχίαν ρωμαϊκήν.

*

Μετά τον Αύγουστον εβασίλευσε ο Τιβέριος, 14-15 μ.Χ., όστις επολιτεύθη ουδέν ήττον εκείνου σωφρόνως προς την Ελλάδα, ει και εν Ρώμη διέπραξε πολλούς και αδίκους φόνους.

*

Ο Νέρων

Ο Νέρων εβασίλευσε από του 54 μέχρι του 68 μ.Χ. Δεν τολμώμεν να ιστορήσωμεν τάς αισχροπραγίας εις άς εξώκειλεν το τέρας εκείνο της φύσεως και αίτινες περιγραφόμενες υπό Δίωνος του Κασσίου, υπερβαίνουσι πάν ότι η ακολαστοτάτη φαντασία ηδύνατο να επινοήση. Ελεηλάτησε την Ελλάδα, αναριθμήτους εφόνευσε άνδρας, γυναίκας, παίδας διά να κληρονομήση τάς περιουσίας αυτών. Απήγαγεν εξ Αθηνών και εξ όλων των ναών πολλά έργα τέχνης ίνα κοσμήση την Ρώμην και τά ίδια αυτού βασίλεια. Επήνεγκεν εις την Ελλάδα συμφοράς μείζονας των, όσας πάλαι ποτέ η του Ξέρξου διαβόητος επιδρομή. Επεχείρησεν εν τούτοις την του ισθμού της Κορίνθου διωρυγήν. Πρώτος λέγεται συλλαβών την ιδέαν της διωρυγής ταύτης ο της Κορίνθου πάλαι ποτέ τύραννος Περίανδρος, μετά δε τούτον ο Δημήτριος ο Πολιορκητής, ο Ιούλιος καίσαρ και ο του Τιβερίου άμεσος διάδοχος Γάιος Καλιγούλας. Ο Νέρων δε, προκατήρξατο ήδη του έργου άσας τον ύμνον του Ποσειδώνος και της Αμφιτρίτης. Διέκοψεν αίφνης τάς εργασίας, είτε διότι οι μηχανικοί επίστευσαν ότι υπάρχει μεταξύ των δύο θαλασσών διαφορά επιφανείας, ως εκ της οποίας εκινδύνευε να κατακλυσθή η Αίγινα, είτε διότι ο αυτοκράτωρ απετράπη του έργου υπό δεισιδαιμονίας τινός.

*

Ο Ουεσπασιανός

Μετ’ ού πολύ ο Νέρων, επανελθών εις Ρώμην, εφονεύθη. Μετά δε τινας άλλους επί μικρόν άρξαντας, ανηγορεύθη αυτοκράτωρ ο Ουεσπασιανός, επί του οποίου μετεβλήθη πάλιν η της Ελλάδος τύχη.

Ο Ουεσπασιανός καθυπέβαλεν την Ελλάδα εις τον διοικητικόν τύπον της ρωμαϊκής επαρχίας και φαίνεται ότι η διοίκησις ταύτη κατέστη καταπιεστικωτέρα ή άλλοτε. Επί των ημερών αυτού ήκμασεν ο Απολλώνιος ο Τυανεύς.

Επί Ουεσπασιανού ωσαύτως απεβλήθησαν εκ Ρώμης άπαντες σχεδόν οι Έλληνες φιλόσοφοι. Οι πλείστοι όμως εξ αυτών είχον ήδη εκπέσει εις την τάξιν των λεγομένων σοφιστών, τάξιν πολυάριθμον, ισχυράν και χαρακτηριστικωτάτη της κατ’ εκείνου τού χρόνου κοινωνικής καταστάσεως.

Εν τούτοις ο Ουεσπασιανός πρώτος έδωκε τακτικήν μισθοδοσίαν εις τους ρήτορας, επί δε των αμέσων διαδόχων του Δομιτιανού, η ελληνική παιδεία και τέχνη έτυχον επί μακρόν παρά τοίς δυνάσταις της Ρώμης ιδιαζούσης προστασίας.

*

Ο χρηστός Τραϊανός, 98 – 117, ανεδείχθη είς των εξαιρέτων του ελληνικού έθνους ευεργετών.

*

Αδριανός – Ηρώδης ΑττικόςΜάρκος Αυρήλιος

Ο του Τραϊανού διάδοχος Αδριανός, όστις εβασίλευσε μέχρι του έτους 138 και του οποίου η διαγωγή παρέστησε κράμα παράδοξον αρετής και κακίας, συνέσεως και μικρολογίας, πραότητος και τραχύτητος, επεσκέφθη πεντάκις την των Αθηνών πόλιν και τρίς επί μακρόν οπωσούν χρόνον διέτριψεν εις αυτήν, ουχί ως ξένος δυνάστης, αλλ’ ως πολίτης Αθηναίος.

Εκόσμησε την Αθήνα αλλά και άλλας πόλεις με πλήθος έργων. Μεταξύ αυτών και ο ναός του Ολυμπίου Διός, του οποίου τον θεμέλιο λίθο έθεσε ο Πεισίστρατος και ολοκλήρωσε μετά 650 έτη ο Αδριανός.

Ετίμησε επίσης τον σοφιστή Ηρώδη Αττικό , τον οποίο διώρισε εις ηλικία 25 ετών έφορο των κατά την Ασία ελευθέρων πόλεων.

Ο Ηρώδης μετήλθε και το του υπάτου αξίωμα εν Ρώμη τώ 143, επί Αντωνίου του Ευσεβούς, διαδόχου του Αδριανού.

Καθώς οι αυτοκράτορες κατελάμβανον πολλάκις των εν Αθήναις αξιωμάτων, ούτω συνέβαινε και Έλληνες τινες, ιδίως Αθηναίοι, να αναδεικνύονται ύπατοι της όλης αυτοκρατορίας.

Το του Ηρώδου όνομα κατέστησαν αθάνατον τά πολυάριθμα κατασκευάσματα δι ών εκόσμησε τάς Αθήνας και την Ελλάδα άπασαν και εις τά οποία ηνάλωσε ποσά τη αληθεία μυθώδη. Αφιέρωσεν εις την μνήμην της συζύγου αυτού Ρηγίλλης θέατρον ή ωδείον. Έργο δικό του είναι και το επωνομασθέν παναθηναϊκόν στάδιον εκ λίθου πεντελησίου.

Η Ιταλία, η Ήπειρος, η Θεσσαλία, η Εύβοια, η Βοιωτία, η Πελοπόννησος έλαβον αλληλοδιαδόχως πολλάς παρ’ αυτού ευεργεσίας. Αι δε ενταύθα τε και εν Ασία ελληνίδες πόλεις διά πολυαρίθμων επιγραφών εδήλωσαν την προς αυτόν ευγνωμοσύνην, αποκαλούσαι τον Ηρώδην προστάτην αυτών και ευεργέτην.

Ο Ηρώδης απέθανε εις ηλικίαν 76 ετών, εν Μαραθώνι, κηδευθείς πανηγυρικώς υπό των Αθηναίων εν τώ παρ’ αυτού κατασκευασθέντι παναθηναΙκώ σταδίω.

Αναφανείς το πρώτον επί Αδριανού ήκμασεν ιδίως επί του διαδόχου αυτού Αντωνίου του Ευσεβούς, του βασιλεύσαντος μέχρι του έτους 162, και κατά το πλείστον της βασιλείας του δευτέρου διαδόχου Μάρκου Αυρηλίου.

Ο Μάρκος Αυρήλιος, όστις παντάπασι εξελληνίσθη γράψας εις την γλώσσαν ημών αρχάς της στωικής φιλοσοφίας όσας εσπούδασεν και κατά το δυνατόν εις τον πραγματικόν του βίον εφήρμοσεν, επεχείρησεν εν ταυτώ να οργανώση επί το τελειότερον τάς εν Αθήναις σχολάς.

*

Βαρβαρικαί επιδρομαί

Αι φοβερόταται της Ελλάδος συμφοραί, αι αποστερήσασαι αυτήν και αυτού του εξωτερικού κάλους το οποίον εξηκολούθησε διατηρούσα πολύ αφού έπαυσε να συγκινείται η καρδία αυτής και να μεγαλουργεί η διάνοια, αι συμφοραί αύται δεν επήλθον ειμή από της τρίτης μετά Χριστόν εκατονταετηρίδος οπότε ενέσκηψον αι επιδρομαί των βαρβάρων πανταχόθεν. Ήρχισαν δε να εμβάλλωσιν επιμονώτερον εις τά ενδότερα της ημετέρας χερσονήσου οι Γερμανοί επί του βασιλέως Φιλίππου (244 – 249).

Περί Φιλιππούπολιν συνεκροτήθη μάχη μεταξύ των Ρωμαίων υπό τον διάδοχο του Φιλίππου, Δέκιο, και των Γότθων, κατά την οποίαν ηττώνται οι Ρωμαίοι και οι Γότθοι καταλαμβάνουν την πόλιν μέ απώλεια 100.000 ψυχών.

Τον Δέκιο διεδέχθη, αφού τον πρόδωσε ο Γάλλος και αυτόν ο Ουαλεριανός (253 – 260), και αυτόν ο υιός του Γαλλιηνός. Κατά το τελευταίον έτος της βασιλείας αυτού (267), νέα στίφη Γότθων εις όλα τά τά μεσημβρινώτερα ελληνικά παράλια, την Αττικήν και την Πελοπόννησο δηώνοντας τά πάντα.

Τότε προέκυψεν ο Δέξιππος, ανήρ λόγιος, όστις κατείχε την εν Αθήναις επώνυμον Αρχήν. Χάρις σ’ αυτόν απηλλάγη τελικά η Αττική απ’ τους βαρβάρους.

Κατά την επιδρομήν αυτήν των βαρβάρων κατεπυρπολήθη εις Έφεσον ο πολυθρύλητος εκείνος ναός της Αρτέμιδος, όστις πολλάκις πρότερον καταστραφείς καί πολλάκις λαμπρότερος εκ της τέφρας ανακύψας, έμελλεν ήδη διά παντός να αφανισθή από του προσώπου της Γής.

Το θαύμα τούτο της οικουμένης ερείδετο επί 120 κιόνων ιωνικής τέχνης, ών εκάστη είχε 60 ποδών ύψος και συναπωλέσθησαν μετ’ αυτού πλείστα όσα αριστοτεχνήματα, ιδίως δε ούκ ολίγα των του Πραξιτέλους έργων.

*

Το 270 επανήλθον οι βάρβαροι αλλά κατετροπώθησαν περί Ναίσσον (Νίσσα) της άνω Μοισίας (Βουλγαρία – Σερβία) απ’ τον Κλαύδιο, διάδοχο του Γαλλιηνού. Τον Κλαύδιο διεδέχθη ο Αυρηλιανός, όστις βασιλεύσας απ’ το 270 έως το 275 πολλάκις αντιμετώπισε βαρβαρικάς επιδρομάς. Μετά τον Αυρηλιανό αυτοκράτωρ έγινε ο Πρόβος (276 – 282), όστις παρά τάς επιτυχίας του κατά βαρβάρων, απεδέξατο όμως ούκ ολίγους εξ αυτών εντός του κράτους και εγκατέστησεν ως Ρωμαίους υπηκόους εις Θράκην.

Κατά τους χρόνους αυτούς λέγεται ότι αι παράλιοι ελληνικαί χώραι ελεηλατήθησαν και υπό ετέρας γερμανικής φυλής, των λεγομένων Φράγκων. Τούτους κατετρόπωσε ο Πρόβος, αλλά εγκατέστησε μίαν μοίραν αυτών παρά τον Εύξεινον Πόντον. Έκτοτε επί 100 έτη αι ελληνικαί χώραι δεν προσεβλήθησαν πλέον υπό βαρβάρων.

*

Οι Ιουδαίοι

Τώ 39 π.Χ. οι τότε άρχοντες της Ρώμης, Αντώνιος, Λέπιδος και Οκτάυιος, ανεκήρυξαν τον Ηρώδη βασιλέα της Ιουδαίας, επί των ημερών του οποίου ο ελληνισμός των χωρών τούτων απέβη ύπερ ποτέ ισχυρός, ενώ οι σχέσεις του με τον ηγεμόνα των Λακεδαιμονίων Ευρυκλή ήσαν φιλικές.

Εν έτει 44 μ.Χ. το ιουδαϊκόν βασίλειον μετεβλήθη εις επαρχίαν ρωμαϊκήν, ο δε οίκος του Ηρώδου διεφύλαξεν μόνον το αρχιερατικόν αξίωμα.

Εν έτει 66 εξερράγη καταστρεπτικός του ιουδαϊσμού υπέρ του πατρίου θρησκεύματος αγών, ο οποίος εν τέλει κατεστάλη υπό του Οεσπασιανού και του υιού αυτού Τίτου και αλίσκεται η Ιερουσαλήμ, συντρίβεται ολοσχερών η ιουδαϊκή δύναμις και εξασφαλίζεται ο ελληνισμός.

Το 132-136 μ.Χ, επιχειρούν οι Ιουδαίοι να επαναστατήσωσιν αλλά έπαθον ήτταν φοβεράν και διεσπάρησαν τήδε κακείσε, μέχρι της σήμερον περιάγοντες εις απάσας της οικουμένης τάς χώρας την παρεμορφωμένην εικόνα του αρχαίου εθνικού αυτών βίου.

*

Ο Χριστιανισμός

Ο πολιτικός οργανισμός του Χριστιανισμού προέκυψε εν τη Ανατολή και ενώ οι θρησκευτικοί τύποι του νέου δόγματος ελήφθησαν κατά μέγα μέρος εκ του ιουδαϊκού θρησκεύματος, οι πολιτικοί αυτού τύποι προέκυψαν προδήλως εκ των σπλάχνων του αρχαίου ελληνικού βίου. Η εκκλησία των χριστιανών ουδέν άλλο ήτο, ως και από του ονόματος αυτού εξάγεται, ειμή η των αρχαίων ελληνικών δήμων Εκκλησία, το δε συνέδριον των πρεσβυτέρων, η βουλή, οι δε Επίσκοποι, των οποίων το όνομα από το αρχαίον ωσαύτως ελήφθη αττικού πολιτεύματος, ήσαν οι άρχοντες των νέων τούτων δήμων, αι δε επαρχιακαί σύνοδοι, αυτά τά πάλαι ποτέ κατά έθνη συνέδρια.

*

Ο μέν πρώτος του χριστιανισμού ελληνισμός υπήρξεν εν τη ανατολή δημοκρατικός, διά του χρόνου δε περιεβλήθη αριστοκρατικόν χαρακτήρα, μάλιστα αφ’ ής ιδρύθη η εν Κωνσταντινουπόλει χριστιανική μοναρχία. Αλλ’ οσονδήποτε και αν ηλλοιώθη επί το αριστοκρατικώτερον η διοίκησις του χριστιανισμού, ουδέποτε, ουδέ μέχρι σήμερον καθ’ ολοκληρίαν απέβαλε τάς δημοκρατικάς αυτής ρίζας και έτι ολιγώτερον την γλώσσαν και τά άλλα του ελληνισμού εμβλήματα, υπό των οποίων δορυφορούμενα ίσχυσε και επεκράτησε το νέον θρήσκευμα εν τη ανατολή κατά τον μέσον αιώνα και δι ών συνηρμολογήθη ούτω και συνεδέθη ο μεσαιωνικός ελληνισμός μετά του αρχαίου.

Εν τη Εσπερία Ευρώπη η εκκλησία τάχιστα απέβαλεν ού μόνον τον δημοκρατικόν αυτής χαρακτήρα και απέληξεν εις την απόλυτον, εις την μοναρχικήν κυριαρχίαν του αρχιερέως της Ρώμης. Πλήν τούτου, τά σχηματισθέντα εν τη Δύσει νέα έθνη, εμόρφωσαν κατά μικρόν νέα γλωσσών ιδιώματα κατά το μάλλον και ήττον διάφορα της λατινικής εις ήν το πρώτον διεδόθη αυτόθι ο χριστιανισμός και ήτις δεν έπαυσεν ούσα η ιερά και επίσημος του θρησκεύματος γλώσσα.

Εντεύθεν και λόγω της γλώσσης και λόγω του οργανισμού αυτού, ο εν τη Δύσει χριστιανισμός κατήντησεν επί πολλούς αιώνας γράμμα νεκρόν διά το μέγα του λαού πλήθος, ενώ εν τη Ανατολή διετέλεσεν αείποτε συνωκειωμένος με τον εθνικόν βίον και απετέλεσεν έν των ζωτικοτάτων, πολλάκις δε το ζωτικώτατον των συστατικών αυτού, ιδίως παρά τοίς Έλλησιν.

*

Διωγμοί

Νέρωνος : 64. Ξέσπασε πυρκαϊά στην Ρώμη πού παρά τις υπόνοιες ότι την έβαλε ο Νέρων για να ανοικοδομήσει μετά την Ρώμη, εν τούτοις ο Νέρων κατηγόρησε τους χριστιανούς. Κατά τον ακολουθήσαντα διωγμόν υπέστησαν μαρτυρικόν θάνατον οι απόστολοι Πέτρος και Παύλος το 66 μ.Χ.

Δομιτιανού : 81 – 96. Τότε εξορίσθησαν και οι Έλληνες φιλόσοφοι απ’ την Ιταλία. Κατά τον διωγμόν αυτόν κατεκλείσθη και ο ευαγγελιστής Ιωάννης εις Πάτμον, όπου έγραψε την Αποκάλυψιν.

Δεκίου : 249 – 251.

Αυρηλιανού : 270 – 275.

Διοκλητιανού : 284.

Τη 23η Ιανουαρίου του 303 έτους υπεγράφη εν Νικομηδεία το πρώτον του διωγμού τούτου θέσπισμα, διά του οποίου παρηγγέλετο η καταστροφή των εκκλησιών και η αφαίρεσις των πολιτικών και αστικών δικαιωμάτων των χριστιανών. Όθεν, άμα εκδοθέντος του διατάγματος γενική επεκράτησεν αναρχία. Με την επιμονή του Γαλερίου, αιμοβόρου γαμβρού του Διοκλητιανού, εξεδόθησαν τρία αλλεπάλληλα θεσπίσματα, τά οποία επέτειναν αλληλοδιαδόχως τάς τιμωρίας. Από της αφαιρέσεως των πολιτικών δικαιωμάτων προήλθεν εις την εξορίαν, από της εξορίας εις τον θάνατον, από του θανάτου εις τά φοβερώτερα βασανιστήρια. Και επληρώθη ούτω σχεδόν άπαν το κράτος θυμάτων και αίματος και χιλιάδες πολλών ανδρών, γυναικών, παίδων εμαρτύρησαν καρτερικώς υπέρ της αδαμάστου αυτών πίστεως, καρτερικώς επί τοσούτον ώστε εκίνησαν τον έλεον και αυτών των οπαδών του αρχαίου θρησκεύματος και εξήγειραν πολλαχού την κοινήν γνώμην κατά της ανηλεούς εκείνης θηριωδίας. Έτι δε εξακολουθούντος του δεινού τούτου κλύδωνος, προήλθεν εις μέσον ο Μέγας Κωνσταντίνος.

*

Μέγας Κωνσταντίνος – Μαξέντιος - Λικίνιος

Ο Διοκλητιανός τώ 286 παρέλαβε συνάρχοντα τον τραχύν Παννέσιον Μαξιμιανόν εις όν ανέθηκε την άμυνα του Ρήνου, αυτός δε αναλαβών ιδία την των ανατολικών χωρών κυβέρνησιν. Οι δύο ούτοι άρχοντες έφερον εξίσου το του Αυγούστου τιμιώτατον επώνυμον.

Εν έτει 291 οι δύο Αύγουστοι από κοινού εχειροτόνησαν δύο καίσαρας, τον εκ Δαρδανίας Κωνστάντιον τον Χλωρόν και τον εκ Μοισίας Γαλέριον. Τον μέν Γαλέριον προσέλαβε ο Διοκλητιανός βοηθόν, τον δε Κωνστάντιο ο Μαξιμιανός.

Υιός του Κωνσταντίου υπήρξεν ο Κωνσταντίνος, όστις εγεννήθη κατά τινας μέν εις Ταρσόν, κατ’ άλλους δε εις Δρεπάνην της Βιθυνίας, και κατά την πιθανωτέραν γνώμην εις Ναίσσον, την σημερινή Νύσσα της Μοισίας, εν έτει 274.

Εν έτει 305 ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός παρητήθησαν της υπερτάτης αρχής, προήχθησαν δε εις το ύπατο εκείνο αξίωμα ο Γαλέριος εις την Ανατολή και ο Κωνστάντιος εις την Δύσιν.

Ο Γαλέριος παραμερίσας τον Κωνσταντίνο και εκμεταλλευόμενος την απουσία του Κωνστάντιου, ώρισε καίσαρας τον Φλάβιο Σεβήρο και τον ανεψιό του Μαξιμίνο.

Ο Κωνσταντίνος έφυγε εις τον πατέρα του Κωνστάντιο, ο οποίος απέθανε τώ 306 εις Εβόρακον, το σημερινόν Υόρκ, της Βρετανίας , και εν τώ άμα ο στρατός ανηγόρευσε τον Κωνσταντίνο Αύγουστο. Ο Γαλέριος όμως δεν ανεγνώριζε τον Κωνσταντίνο, χειροτόνησε δε Αύγουστο στη θέση του Κωνστάντιου, τον Σεβήρο. Ο Κωνσταντίνος δεν αντετάχθη και ηρκέσθη εις το αξίωμα του δευτέρου καίσαρος.

Η Ρώμη τώ 306 εστασίασε και ανηγόρευσε Αύγουστο τον Μαξέντιο, υιό του Μαξιμιανού, εναντίον του οποίου εστάλη ο Σεβήρος, όστις όμως εγκαταληφθείς υπό των στρατιωτών παρεδόθη και εφονεύθη.

Μετ’ ολίγον εδιχονόησεν ο Μαξιμιανός προς αυτόν τον υιόν Μαξέντιον και κατέφυγε στον Κωνσταντίνο, ο οποίος το έτος 310 τον φονεύει. Συγχρόνως εξέλιπεν ο Γαλέριος, αποθανών υπό νόσου δεινής τώ 311, το δε κράτος του διενεμήθη μεταξύ του Μαξιμίνου και του Ιλυριού Φλαβίου Λικινίου, τον οποίο ο Γαλέριος είχεν αναγορεύσει Αύγουστον από του 307.

Ο Μαξέντιος, ονειρευόμενος την κατάκτησιν των δυτικών επαρχιών, ανήγγειλεν ότι μελετά να εκδικήση τον θάνατον του πατρός αυτού, ο δε Κωνσταντίνος έσπευσε να προκαταλάβη τον αντίπαλον, ετοιμαζόμενος να εμβάλη εις την Ιταλίαν. Εις τον Κωνσταντίνον, άγοντα 90.000 πεζών και 8.000 ιππέων, ο Μαξέντιος αντιπαρέταξεν 170.000 πεζών και 18.000 ιππέων. Όμως ο Κωνσταντίνος τελικώς ηγωνίσθη με 40.000 ανδρών αφήσας εις άμυναν του Ρήνου το ήμισυ της δυνάμεώς του.

Εν τούτω δε τώ εκ του συστάδην αγώνι, όστις συνεκροτήθη τη 28 Οκτωβρίου 312, κατετροπώθη ολοσχερώς και έπεσε ο Μαξέντιος, την δ’ επιούσα ο ευτυχής νικητής εισήλασεν εν θριάμβω εις Ρώμην, θαυμαζόμενος και επικροτούμενος υπό του πλήθους διά το μέγα αυτού φρόνημα, το κάλλος του σώματος, τά γεναία κατορθώματα και την ακατάσχετον δύναμιν ήν περιποίη αυτώ το νέον σύμβολον υπό την σκέπην του οποίου διέπραξε τά εξαίσια εκείνα έργα. Ουδέν ήττον δε αξιοσημείωτον διά την ιστορίαν του ελληνικού έθνους γεγονός είναι, ότι εκ πρώτης αφετηρίας η νέα βασιλική σημαία διά των ελληνικών και ουχί των λατινικών του Χριστού γραμμάτων εκοσμήθη.(«τούτω νίκα» + σταυρός + ΧΡ).

*

Τον Ιανουάριο του 313 απελθών ο Κωνσταντίνος εις Μεδιόλανον όπου προσήλθε και ο ισχυρότατος των δυναστών της Ανατολής, ο Λικίνιος, ίνα τελεσθώσιν οι γάμοι αυτού μετά της Κωνσταντίας και ρυθμισθώσιν εκ νέου τά του κράτους πράγματα, εξέδωκεν εν τη πόλει εκείνη, από κοινού μετά του Λικινίου, διάταγμα δι’ ού επετράπη εις τους χριστιανούς και εις πάντας τους άλλους υπηκόους του κράτους να ακολουθώσιν εν πάση ελευθερία το δόγμα το οποίον ήθελον εκλέξει.

*

Τη 1η Μαΐου 313 συγκροτηθείσης μάχης κρισίμου περί Αδριανούπολιν, κατατροπούται ο Μαξιμίνος υπό του Λικινίου, και σώζεται μέν εις την Μ. Ασίαν, αλλ’ απελπισθείς γίνεται αυτόχειρ. Ώστε ο Λικίνιος απέβη ήδη κύριος απάσης της Ανατολής.

*

επιστροφή