επιστροφή

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

Βιβλίον 14ον

Αποδυνάμωσις ανθρώπινου δυναμικού του ελληνικού έθνους – προνόμια - αναζωπυρωσις των ελληνικών γραμμάτων εν τη εσπερία

Ο Μωάμεθ Β΄ εβασίλευσε μέχρι του 1481, ήτοι υπέρ τά 37 έτη μετά την άλωσιν. Και εκυρίευσε μέν εν τώ διαστήματι τούτω το βασίλειον της Τραπεζούντος, την Αλβανίαν, την Εύβοιαν, την κυρίως Ελλάδα και το πλείστον της Πελοποννήσου, αλλά καίτοι μη έχων σπουδαίους αντιπάλους ειμή τους Ενετούς, τους Ούγγρους και τους ιππότας της Ρόδου, δεν ηδυνήθη πολλού γε δεί να συμπληρώση την κατάκτησιν όλων των χριστιανικών της Ανατολής χωρών. Εκ της Ρόδου, ήν επολιόρκησε τώ 1480, διά του ναυάρχου Μεζύ πασά, απεκρούσθη μετά δύο μηνών πεισματώδεις επιθέσεις. Η δε νήσος εκείνη δεν εκυριεύθη ειμή περί τά τέλη του 1523 επί του σουλτάνου Σουλεϊμάν Α΄. Η Κύπρος δεν εδουλώθη ειμή τώ 1570 επί Σελήμ Β΄, η Κρήτη μόλις μετά μίαν εκατονταετηρίδα, τώ 1669, επί του σουλτάνου Μωάμεθ Δ΄, η δε Επτάνησος ποτέ. Και πάλιν τώ 1687, επί Σουλεϊμάν Β΄ η Ενετία ανέκτησεν την Πελοπόννησον, ουδέ εγκατέλιπεν οριστικώς την χερσόνησον ταύτην ειμή τώ 1715 επί Αχμέτ Γ΄, εκατόν μόλις έτη πρό της μεγάλης επαναστάσεως.

*

Οι πλείστοι των κατ’ εκείνο του χρόνου λογίων Ελλήνων, και πρό της αλώσεως και μετ’ αυτήν, εζήτησαν άσυλον εις την εσπερίαν Ευρώπην, ιδίως εις την Ιταλίαν. Οίον πρό της αλώσεως μέν ο Λέων ή Λεόντιος Πιλάτος, ο Μανουήλ και Ιωάννης Χρυσολωράς, ο Θεόδωρος Γαζής, ο Γεώργιος Τραπεζούντιος, ο Βησσαρίων, ο Ισίδωρος ίνα περιορισθώμεν εις ολίγους τινάς εκ των επισημοτάτων. Μετά δε την άλωσιν ο Ιωάννης Αργυρόπουλος, ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης, ο Κωνσταντίνος και Ιωάννης Λάσκαρις, ο Μάρκος Μουσούρος και πολλοί άλλοι. Οι άνδρες ούτοι συνετέλεσαν ου μόνον εις το να αναζωπυρήσωσι την των ελληνικών γραμμάτων σπουδήν εν τη εσπερία, αλλά και να υποθάλψωσι την προς το ελληνικόν έθνος συμπάθειαν των λογιωτέρων αυτής τάξεων.

Ο Πιλάτος διετέλεσε φίλος και διδάσκαλος του Βοκακίου και του Πετράρχα. Ο Μανουήλ Χρυσολωράς εδίδαξε την ελληνικήν εν Φλωρεντία. Ο Θεόδωρος Γαζής ανεδείχθη πρώτος πρύτανις του υπ’ αυτού οργανωθέντος εν Φερράρα πανεπιστημίου. Ο Βησσαρίων, επιφανέστατος των προσφύγων, προεχειρίσθη υπό του πάπα Πίου Β΄, τώ 1464, πατριάρχης επί ψιλώ ονόματι Κωνσταντινουπόλεως και επί τέλους έλαβε το θετικώτερον αξίωμα του προϊσταμένου του των καρδιναλίων συνεδρίου. Πολλάκις μάλιστα εγένετο λόγος να αναγορευθή αρχιερεύς Ρώμης, αλλά πάντοτε η εκλογή του απέτυχεν, ένεκα της ελληνικής αυτού καταγωγής.

Όλων αυτών και πλήθους άλλων όμως απελθόντων σωρηδόν, έμειναν τά μέν σχολεία της πατρίδος αυτών άνευ διδασκάλων και έκλεισαν τά πλείστα, τά δε εκκλησιαστικά και πολιτικά πράγματα άνευ λογίων και εμπείρων λειτουργών, και κακώς διωκήθησαν. Το ούτως εγκαταλειφθέν έθνος ευρίσκετο εν τούτοις εις περιστάσεις αίτινες δεν επέτρεπον αυτώ να αναπληρώση εκ του προχείρου τους φυγάδας. Και εδέησε να παρέλθωσι δύο εκατονταετηρίδες πρίν ή δυνηθή να συγκροτήση νέα σχολεία και να μορφώση νέους επιτηδείους υπηρέτας της εκκλησίας και των πολιτικών αυτού συμφερόντων.

Ουδέ περιωρίσθη η προς τον ελληνισμόν αλλοτρίωσις εις μόνους τους λόγιους φυγάδας. Καθ’ όσον αι ελληνικαί της Ανατολής χώραι υπετάσσοντο αλληλοδιαδόχως εις την οσμανικήν κυριαρχίαν, οι προύχοντες αυτών εζήτουν άσυλον είτε εν ταίς περιλιπομέναις έτι ενετικαίς κτήσεσιν, είτε εν τη Ενετία αυτή, είτε και αλλαχού της Ευρώπης. Οι άνδρες ούτοι δεν απήρχοντο μόνοι, αλλά μετά συγγενών, φίλων, ακολούθων. Το δε παράδειγμα αυτών επιδημικόν γενόμενον, παρέσυρε και τότε και βραδύτερον χιλιάδας και μυριάδας φυγάδων, εις τε την Ιταλίαν και εις την Ρωσίαν. Αν ο ελληνισμός της κάτω Ιταλίας σώζη ίχνη τινά των αρχαίων αποικιών και έτι πλειότερα των μεσαιωνικών, κυρίως όμως ανεζωπυρήθη διά των επί της οσμανικής κατακτήσεως καταφυγόντων αυτόθι Ελλήνων.

*

Μετά την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως ο κατακτητής επεχείρησε να ρυθμίση οριστικώς τάς σχέσεις αυτού προς το μέγα των χριστιανών υπηκόων πλήθος. Συνέπεσε δε παραδόξως να συμβιβασθή το συμφέρον του ανατολικού χριστιανισμού προς το συμφέρον του νέου κυριάρχου. Το μέγα πλήθος των ορθοδόξων ουδαμώς επείθετο να αναγνωρίση την αρχήν της εν Ρώμη εκκλησίας. Αυτό δε τούτο ήθελε και ο Μωάμεθ Β΄, ίνα διατηρήση την μεταξύ Ανατολής και Δύσεως διάστασιν. Επί τούτω λοιπόν απεφάσισεν, ου μόνον να αναγνωρίση το ορθόδοξον οικουμενικόν πατριαρχείον της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και να παραδώση τους οίακας αυτού εις χείρας ανδρός πανδήμως κατά της ενώσεως των εκκλησιών αγωνισθέντος. Περί τά τέλη του 1453 ή τάς αρχάς του 1454 εχειροτονήθη εις τον ναόν των αγίων Αποστόλων πατριάρχης ο Γεώργιος Σχολάριος μετονομασθείς Γεννάδιος Β΄, ενώ διά αυτοκρατορικού χρυσοβούλλου, ως ήθελον είπει οι ημέτεροι, βερατίου δε ως έλεγον οι Οσμανίδαι, εκανονίσθησαν τά δίκαια και τά προνόμια αυτού.

Οπωσδήποτε διά των πολλών και ποικίλων δικαιωμάτων και προνομίων, όσα αείποτε η Πύλη, κατά το μάλλον και ήττον , ανεγνώρισεν, ο πατριάρχης απέβη, όπως και ελέγετο υπό της οσμανικής κυβερνήσεως, εθνάρχης, ό εστιν υπέρτατος ού μόνον εκκλησιαστικός, αλλά και εν πολλοίς πολιτικός του έθνους άρχων. Η δικαιοδοσία δε του πατριάρχου επεξετείνετο εις άπαν το ορθόδοξον χριστιανικόν της Ανατολής πλήρωμα, Έλληνας, Αλβανούς, Βουλγάρους, Σέρβους, τους άλλους Σλαύους και τους Αρμενίους, οι οποίοι όλοι ελέγοντο Ρωμαίοι.

*

το γάρ βία κρατούμενον, φησί τις σοφός, στασιάζει, καιρού λαβόμενον. Το δε εκουσίως και αβιάστως, αεί αστασίαστον.

*

Οπωσδήποτε και το πρώτον και τά μεταγενέστερα βεράτια παρεβιάσθησαν ευθύς εξ αρχής και δεν έπαυσαν έκτοτε παραβιαζόμενα. Κυριωτάτη τούτων αιτία υπήρξεν η αυθαιρεσία της οσμανικής κυβερνήσεως, καθ’ ής ουδένα τρόπον είχε ν’ αντισταθή ο πατριάρχης.

Αμέσως μετά την άλωσιν ο κατακτητής είχε μέγιστον συμφέρον να περιποιηθή όσον ένεστι την εκκλησίαν των κατακτηθέντων, διότι, βλέπων αδιαλείπτως την δυτικήν Ευρώπην κατ’ αυτού εξεγειρομένην, ενόει, ότι δεν έπρεπε να δώση εις τους κατακτηθέντας αφορμήν εις το να ποθήσωσι την μετά των εξωτερικών πολεμίων ένωσιν. Ο τοιούτος όμως από της δυτικής Ευρώπης φόβος εξέλιπε πρωϊμώτατα. Έτι από του 1509 η Ενετία δεν εδίστασε ν’ αποφασίση την μετά του σουλτάνου και του πάπα συμμαχίαν και μετ’ ολίγον να πληρώση εις τον Σελήμ Α΄ φόρον 8000 δουκάτων, ίνα διατηρήση την κυριαρχίαν της Κύπρου. Από των αρχών δε της 17ης εκατονταετηρίδος, εις την φυσικήν αυθαιρεσίαν της οσμανικής κυβερνήσεως προσετέθη και η των Ιησουϊτών ενέργεια, ήτις επροστατεύετο κυρίως υπό της Γαλλίας.

Αλλά το προς την ιστορικήν αλήθειαν καθήκον αναγκάζει ημάς να προσθέσωμεν και τρίτην του κακού τούτου αιτίαν, ευθύς μέν εξ αρχής προκύψασαν μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων κατά το μάλλον και ήττον, την φιλαρχίαν και την φιλοχρηματίαν των ημετέρων, έστιν ότε δε και μάλιστα κατά τους πρώτους της κατακτήσεως αιώνας, την παρ’ αυτοίς έλλειψιν της δεούσης παιδείας και ικανότητος. Όμως πώς να μη καυχώμεθα επί τώ μαρτυρικώ θανάτω των πατριαρχών Κυρίλλου του Λουκάρεως, Κυρίλλου του Κονταρή, Παρθενίου Β΄, Παρθενίου Γ΄, οίτινες άπαντες ηδύναντο διά μιάς λέξεως να σώζωσι ζωήν και περιουσίαν, αλλ’ άπαντες προετίμησαν τον θάνατον, αντί της απαρνήσεως του πατρίου θρησκεύματος. Εάν δε οι ιεράρχαι ούτοι εμαρτύρησαν ότι ήξευρον να αποθάνωσιν εν δέοντι, έτεροι απέδειξαν, ότι εγίγνωσκον να διοικώσι άριστα τά της εκκλησίας, οίον ο Ιερεμίας Β΄, ο Σαμουήλ Α΄ και άλλοι καλοί καγαθοί, ει και ήττον ονομαστοί άνδρες. Αλλά και η Ιερά Σύνοδος έπραξεν εν δειναίς περιπετείαις επαξίως της μεγάλης αυτής εντολής.

Αλλά το αρχικόν βεράτιον δεν παρεβιάσθη μόνον κατά το αδιάσειστον και το αφορολόγητον. Ο κατακτητής μετέβαλεν εν μόνη τη Κωνσταντινουπόλει 12 εκκλησίας εις τζαμία, ο δε υιός και διάδοχος αυτού Βαγιαζήτ Β΄ 10, ο δε τούτου υιός και διάδοχος Σελήμ Α΄ άδηλον μέν ακριβώς πόσας, βεβαίως όμως τάς πλείστας και καλλίστας των περιλιπομένων. Ο σφετερισμός των εκκλησιών εξηκολούθησεν επί τοσούτον, ώστε, ενώ επί της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως υπήρχον εν αυτή περί τους 500 ναούς, την σήμερον δεν σώζονται εξ αυτών, καθιερωμένοι εις την χριστιανικήν λατρείαν, ειμή δύο μόνοι.

*

Ο σοφός πατριάρχης Κύριλλος ο Λούκαρις τώ 1624, συνέστησε το πρώτον εν Κωνσταντινουπόλει ελληνικόν τυπογραφείον. Αλλά, δυστυχώς, οι Ιησουίται επέτυχον, διά των συκοφαντιών αυτών, την υπό της εξουσίας καταστροφήν του καταστήματος τούτου.

Άλλος Κύριλλος, ο Ε΄, τώ 1749, διά συνεισφοράς κοινής ιερωμένων και λαϊκών, καθίδρυσεν εις τον Άθωνα σχολείον «οίον δυστυχούσι τοίς Γραικοίς ουδέπω εφάνη», κατά Σέργιον τον Μακραίον. Εις την σχολήν ταύτην προσεκλκήθη διδάσκαλος της φιλοσοφίας ο Ευγένιος Βούλγαρις, όστις κατέβαλεν εκεί τά πρώτα σπέρματα της μετ’ έπειτα ευτυχεστέρας εις την Ελλάδα των επιστημών ευφορίας.

Ο Σεραφείμ Β΄, 1757, ίδρυσε σχολήν εις Κωνσταντινούπολιν, «εν ή Ευγένιος, ο πολύς ήν τότε θεολογών, εκεί Δωρόθεος φιλοσοφών, εκεί ρητορεύων Κριτίας, εκεί Ανανίας τάς λογικάς τέχνας διδάσκων, εκεί εσμός φιλοσόφων και φιλολόγων σμήνος, και θεολόγων θίασος, εφ’ οίς ήδετο πάς τις φιλογενής, μάλιστα οι χορηγοί και συνίστορες».

Ωσαύτως και ο Γρηγόριος Ε΄, επί μέν της πρώτης αυτού πατριαρχίας, 1797, συνέστησεν εν τώ πατριαρχείω τυπογραφείον αδεία βασιλική. Επί δε της δευτέρας, 1806, εξέδωκεν εγκυκλίους διαταγάς, συνιστών την μάθησιν και παρακαλών όλους τους χριστιανούς εις ανέγερσιν σχολείων και βελτίωσιν των υπαρχόντων. Επί δε της τρίτης και τελευταίας, 1819, νέας πάλιν εξέδωκεν εγκυκλίους περί της των ελληνικών γραμμάτων διαδόσεως, δι’ ών, επειδή εν τισι των σχολείων παρημελείτο οπωσούν η πάτριος γλώσσα, χάριν των ποικίλων άλλων νεωτέρων επιστημών, απήτησε την της ελληνικής ιδίως παιδείας επιμέλειαν και της ελληνικής μάλιστα γλώσσης την λιπαράν καλλιέργειαν και εκμάθησιν.

Ουδ’ έχω ανάγκην να προσθέσω ότι όσα δήποτε και αν υπήρξαν τά αμαρτήματα πολλών εκ των πατριαρχών, ουδείς όμως εξ αυτών, ουδείς ωλίσθησε περί την ακριβή του πατρίου δόγματος και των υπάτων εθνικών συμφερόντων τήρησιν. Συνέβη μέν εις ένα, υπό πολλών και ποικίλων πειρασμών εξωθούμενον, να πλησιάση εις το χείλος του κρημνού. Και ούτος όμως, άμα κατιδών το βάραθρον εις ό εκινδύνευε να εμπέση, εγκαίρως ωπισθοδρόμησε και απήλλαξε το έθνος και την εκκλησίαν αυτού από τοιαύτης κηλίδος.

Ανάγκη όμως να ομολογήσωμεν ότι, οι κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας λειτουργοί της εκκλησίας ημών, δεν ωφελήθησαν αποχρώντως πρός το συμφέρον του ελληνισμού εκ του όλως εξαιρετικού αξιώματος, όπερ, ως εκ των περιστάσεων, εκτήσατο ο πατριαρχικός θρόνος εν τη χριστιανική Ανατολή. Ο πατριάρχης διά των εξουσιών του είχε πολλούς και, ως επί το πλείστον, ακαταμαχήτους τρόπους επιδράσεως επί του ποικιλοφύλου ποιμνίου. Κατά δυστυχίαν όμως ημέλησε τον εξελληνισμόν των αλλογλώσσων, και δεν επετεύχθη η κραταίωσις του ελληνισμού διά της διαδόσεως της ελληνικής γλώσσης εις τάς διαφόρους εκείνας φυλάς. Ούδ’ ήτο το πράγμα δυσκατόρθωτον. Αι φυλαί εκείναι, εί και ετερογενείς και ετερόφωνοι, διετέλουν όμως τότε συντεταγμέναι εις έν όλον σώμα μετά των Ελλήνων, διότι κοινήν είχον την υπερτάτην εκκλησιαστικήν αρχήν και κοινόν της πολιτικής δουλείας το ατύχημα.

*

Προς τους άρχοντας δεν ανέλαβεν ο κατακτητής οίας προς τον κλήρον ωρισμένας υποχρεώσεις. Αλλ’ η ανάγκη υπεχρέωσε τον Μωάμεθ Β΄ να μεταχειρισθή πολλούς των Ελλήνων εις την διαχείρισιν των πραγμάτων του κράτους. Εξαιρέσει του στρατιωτικού οργανισμού, όστις ήτο ίδιον αυτών έργον, οι Οσμανίδαι ηναγκάσθησαν, διά την εντελή αυτών περί την πολιτικήν διοίκησιν αδεξιότητα και αμάθειαν, να συνεχίσωσιν εν πολλοίς την προτέραν διοίκησιν, επί τούτω δε εδέησε να καταφύγωσιν εις την εμπειρία και την επιτηδειότητα των κατακτηθέντων.

Ότι δε και αυτήν την ελληνικήν γλώσσαν επί πολύν χρόνο μετεχειρίζοντο εν ταίς συνθήκαις και ταίς διπλωματικαίς αλληλογραφίαις, μαρτυρείται υπό πολλών ιστορικών της εποχής εκείνης μνημείων. Ούτω καθίσταται πρόδηλον, ότι ανεώχθη ευθύς εξ αρχής εις τους επιφανεστέρους και ικανωτέρους των ημετέρων στάδιον ενεργείας ευρύ, όπερ, διατρέχοντες, ηδύναντο συγχρόνως να αποβώσι χρησιμότατοι εις ποικίλα εθνικά συμφέροντα. Δυστυχώς, επί μακρόν χρόνον δεν ωφελήθησαν εκ των επιτηδείων τούτων περιστάσεων, διά ποικίλους λόγους και ιδίως διότι συνέβη, ως προς τους πολιτικούς ημών άνδρας, ό,τι και ως προς τους εκκλησιαστικούς. Οι ικανώτεροι και αυτοί οι επιφανέστεροι, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, απεδήμησαν, ώστε τά πράγματα περιήλθον, επί δύο εκατονταετηρίδας, εις χείρας ανθρώπων μετριωτάτων και αφιλοτίμων.

*

Ευτυχώς εν Κωνσταντινουπόλει είχον αρχίσει, από του τέλους της δεκάτης έκτης εκατονταετηρίδος, να προκύπτωσι ζώπυρα τινα παιδείας, ιδίως δι’ Ελλήνων, γεννηθέντων και ανατραφέντων εν ταίς υπό της Ενετίας κατεχομέναις χώραις, μετ’ ού πολύ δε παρήχθη καθ’ άπαν το έθνος μέγα τι σύστημα διανοητικής αναπτύξεως. Εκ δε της συνδρομής των αισίων τούτων περιστάσεων εμορφώθησαν παρ’ ημίν νέαι γενεαί ανθρώπων ευπαιδεύτων και επιτηδείων, οίτινες κατώρθωσαν να γίνωσι τοσούτον αναγκαίοι εις την οσμανικήν κυβέρνησιν, ώστε έκτοτε και μέχρι της τελευταίας επαναστάσεως υπεσκέλισαν πάντας τους ξένους.

Ο πρώτος γενόμενος μέγας διερμηνεύς Παναγιώτης Νικούσης ή Νικούσιος, συνήθως δε απλώς Παναγιώτης ή και Παναγιωτάκης φερόμενος εγεννήθη εν Βυζαντίω τώ 1613 εκ γονέων ασήμων. Εν μέσω του λαμπρού του σταδίου ο μέγας ούτος διερμηνεύς δεν ελησμόνει την καταγωγήν αυτού και έπραξεν υπέρ των εκκλησιαστικών τουλάχιστον του έθνους συμφερόντων, ού μόνον μετά της συνήθους δεξιότητος, αλλ’ έστιν ότε και μετά τόλμης ού μικράς.

Δίς έσωσεν από τάς χείρας των ετεροδόξωντούς αγίους τόπους των Ιεροσολύμων και επροστάτευσε τά επ’ αυτών δικαιώματα του έθνους. Τώ μέν 1656 από των Αρμενίων, τώ δε 1672 από των Δυτικών.

Η γαλλική κυβέρνησις ήριζε περί του αγίου Τάφου, προς τε τους ημετέρους και προς την Αυστρίαν, αξιούσα άμα μέν να κατισχύση ο καθολικισμός, άμα δε δι’ αυτής να φαίνεται κατισχύων. Όθεν τώ 1673, ο Νοαντέλ επεχείρησε λαμπράν μέχρι του αγίου Τάφου περιοδεία, ίνα παραστήση μέν τον βασιλέα αυτού Λουδοβίκον ΙΔ ως προστάτην των ιερών τόπων, προσεικοιωθή δε διά της βίας και τά υπό των ημετέρων κατεχόμενα. Ταύτα μαθών ο οικουμενικός πατριάρχης απέρχεται προς τον σουλτάνον εις Αδριανούπολιν και εμφανίζει το χάτι σερίφ, όπερ είχεν επιτύχει ο Παναγιωτάκης υπέρ του γένους ημών. Επί τη βάσει δε τούτου εξεδόθη βεράτιον, δι’ ού απενεμήθη εις τους Έλληνας η κατοχή του αγίου Τάφου, της Βηθλεέμ, των λύχνων, ταπήτων και κλειδών, αντί 1000 γροσίων, τά οποία κατ’ έτος ώφειλον να πληρώνωσιν εις το τζαμίον του σουλτάν Αχμέτ. Οι Φραγκισκανοί, ίνα επιτύχωσι την ανάκλησιν του βερατίου τούτου, προσέφερον εις τον μέγαν βεζύρην 10.000 τάλληρα αλλ’ ο Αχμέτ Κιουπριλής διέταξεν να εκτελεσθώσιν απαρεγκλίτως τά αποφασισθέντα. Και τωόντι τη 25η Ιανουαρίου 1676 οι Έλληνες εγκατεστάθησαν επισήμως εν τη κατοχή απάντων των προαναφερθέντων τόπων.

*

Άλλος επιφανής μέγας διερμηνεύς ήτο ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, όστις τώ 1683 συνώδευσε τον Καρά Μουσταφάν εις την πολυθρύλητον κατά της Βιέννης εκστρατείαν και παρευρέθη εις την δεινήν περί την πόλιν ταύτην τροπήν του οσμανικού στρατού, την υπό του μεγάλου βασιλέως της Πολωνίας Σοβιέσκη κατορθωθείσαν. Ο Μαυροκορδάτος εστερήθη τότε απάσης της περιουσίας ενώ συγχρόνως εφυλακίσθη μετά της μητρός και της συζύγου και εβασανίσθη και εμαστιγώθη. Τύχη οικτρά των δούλων των εις άρχοντας μεταμφιεννυμένων. Περί τά τέλη όμως του 1685, προχειρισθείς νέος μέγας βεζύρης, ο ευφυέστατος Σέρβος Σουλεϊμάν πασάς, ενόησεν την ανάγκη να επαναφέρη εις τά πράγματα τον Μαυροκορδάτον, του οποίου το πολιτικόν στάδιον απέβη έκτοτε αληθώς λαμπρόν και αξιοπρεπές, απέτρεψε δε και την απόδοσιν του αγίου Τάφου εις τους Φραγκισκανούς, ότε τώ 1698 συνήλθον εις Κάρλοβιτζ οι αντιπρόσωποι των πέντε διαμαχομένων δυνάμεων ( Γερμανοί, Ενετοί, Πολωνοί, Ρώσοι, Τούρκοι), έτι δε και οι αντιπρόσωποι των δύο μεσαζουσών, της Αγγλίας και της Ολλανδίας, προς συνομολόγησιν της φερωνύμου του χώρου εκείνου συνθήκης.

Από του Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου και εφεξής μέχρι της επαναστάσεως, άπαντες οι μεγάλοι διερμηνείς της Υψηλής Πύλης υπήρξαν Έλληνες, παρεκτός ενός και μόνου, του Βλάχου Μιχαήλ Ρακοβίτζα, όστις όμως επί έν μόνον έτος διεξήγαγε την λειτουργίαν ταύτην, 1769 έως 1770.

Από του 1710 ως προς την Μολδαυϊαν, και του 1716, ως προς την Βλαχίαν, μέχρι του 1821, η υπερτάτη αρχή των δύο εκείνων ηγεμονιών επετράπη εις τους Έλληνας, παρεκτός δύο Ρακοβιτζών ως προς την Βλαχίαν και δύο πάλιν Ρακοβιτζών και ενός Καντεμίρ ως προς την Μολδαυΐαν. Πλήν τούτου και άλλο μέγα του κράτους αξίωμα, η του στόλου διερμηνεία, κατείχετο συνήθως υπό Ελλήνων. Συνήθως μάλιστα η διερμηνεία του στόλου υπελαμβάνετο ως προπαρασκευή τις εις την μεγάλην διερμηνείαν, καθώς πάλιν οι μεγάλοι διερμηνείς προεβιβάζοντο εις μίαν των παριστρίων ηγεμονιών.

*

Φαναριώται

Οι αυθένται της Βλαχίας και της Μολδαυΐας, οίτινες συνεπήγοντο μεθ’ εαυτών τους συγγενείς και τους φίλους, μετά την λήξιν της αρχής του ηγεμόνος, επανήρχοντο μετ’ αυτού συνήθως εις Κωνσταντινούπολιν. Εντεύθεν εμορφώθη εν τη βασιλευούση ταύτη του κράτους πολυάριθμος ανθρώπων τάξις, ήτις απετέλεσεν κατά την τελευταίαν της τουρκοκρατίας εκατονταετηρίδα είδος τι πολιτικής του έθνους αριστοκρατίας. Εκλήθησαν δε τά αποτελούντα την τάξιν ταύτην γένη Φαναριώται, διότι κατώκουν εις την συνοικίαν της Κωνσταντινουπόλεως ήτις εκαλείτο Φανάριον και εν ή ήδρευον το τε οικουμενικόν πατριαρχείον και ο ανώτατος κλήρος.

Οι οίκοι ούτοι, εξαιρέσει τεσσάρων, οίτινες ευλόγως κατά το μάλλον και ήττον ανήγον την αρχήν αυτών εις χρόνους προγενεστέρους της κατακτήσεως, συνήλθον εις την πρωτεύουσαν εκ παντοδαπών του κράτους επαρχιών μετά την κατάκτησιν, τινές δε πολύ βραδύτερον.

Οι Φαναριώται εδυσφημήθησαν πολυειδώς και πολυτρόπως, η δε αλήθεια είναι ότι περί τινα του βίου και της πολιτείας αυτών ηδύναντο ευλόγως να κατακριθώσιν. Ολίγοι μέν εξ αυτών περιήρχοντο εις αξιοπρεπείς προς τους κρατούντας σχέσεις. Και εν τούτοις οι πλείστοι επεδείκνυντο αγέρωχοι προς τους ομογενείς, λησμονούντες ότι η υπεροχή αυτών από λεπτού εξηρτάτο νήματος και ότι η αυτή ισχυρά δεσποτεία επεκρέματο εξ ίσου επ’ αυτούς τε και επί τους υπ’ αυτών περιφρονουμένους ομοφύλους. Φιλοτιμούμενοι να συγγενεύωσι συνήθως προς αλλήλους, δεν εδίσταζον έπειτα, ίνα υποσκελίσωσιν ανθρώπους μεθ’ ών ήσαν ηνωμένοι διά στενωτάτων δεσμών εξ αίματος ή εκ κηδεστίας, να μεταχειρίζονται κατ’ αυτών πάν είδος ραδιουργίας και συκοφαντίας. Επί πάσιν οι αρχαιότεροι οίκοι εφθόνουν τους νεωστί προαγομένους και εκ παντός τρόπου ηγωνίζοντο να καταστήσωσιν αυτούς εκ ποδών.

Ως εκ της ανατροφής ήν ελάμβανον, διεκρίνοντο επί τε παιδεία και λεπτότητι τρόπων. Εν δε τη μεγάλη διπλωματική σχολή εν ή δεν έπαυσαν επί 150 περίπου έτη διαπλαττόμενοι, ούκ ολίγοι εξ αυτών εκτήσαντο εξαίρετον πείραν και δεξιότητα. Και εκ της σχολής ταύτης εξήλθεν ο πολιτικός ανήρ ο συνετώτερον παντός άλλου εκτιμήσας και επιτηδειότερον διεξαγαγών τά εξωτερικά της ελληνικής επαναστάσεως συμφέροντα, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο νεώτερος.

Έν των μεγίστων, αν όχι το μέγιστον, των έργων, όπερ διέπραξαν οι Φαναριώται, υπήρξεν ο τοσούτον υπ’ αυτών προαχθείς εξελληνισμός των δύο παριστρίων ηγεμονιών. Έκτοτε δε επί όλην εκατονταετηρίδα και επέκεινα, αι χώραι εκείναι υπό Ελλήνων κυβερνώμεναι και δι’ Ελλήνων διοικούμεναι και διά σχολών ελληνικών παιδαγωγούμεναι, επί τοσούτον εξελληνίσθησαν, ώστε των ιθαγενών οι επιφανέστεροι την ελληνικήν ως ιδίαν ελάλουν και έγραφον. Και την σήμερον έτι, μετά παρέλευσιν ετών 50 αντιδράσεως, ικανά αναφαίνονται ίχνη του ελληνισμού, ουδ’ επιτρέπεται να αμφιβάλλωμεν ότι αν εν τώ διαστήματι τούτω εξηκολούθη η κυβέρνησις αυτών δι’ Ελλήνων, το έθνος ημών ήθελε καυχηθή ότι διέπραξεν, υπό δουλείας διατελούν, κατάκτησιν ενάμιλλον των μεγαλυτέρων αυτού εν καιρώ της πολιτικής ακμής κατορθωμάτων.

*

Κοινότητες

Το κατά το πατριαρχείον και τους πολιτικούς άρχοντας εκανονίσθησαν υπό της κυριάρχου δυνάμεως. Αι δε κοινότητες υπήρξαν προϊόν γνήσιον των εθνικών παραδόσεων και της εθνικής ευφυϊας και δραστηριότητος. Αι κοινότητες είχαν ρίζες βαθείας εν ταίς έξεσι και ταίς παραδόσεσι του ελληνικού έθνους. Όλως δε ανυπόστατον είναι ή ότι παρήχθησαν εκ της ανάγκης εις ήν ευρέθη η οσμανική κυβέρνησις να επιτρέψη εις τους χριστιανούς την κατωτάτην αυτών διοίκησιν ή ότι επεβλήθησαν υπό της ξενικής κυριαρχίας ως αραβική δήθεν θεσμοθεσία. Η δοξασία ότι επί των μεσαιωνικών χρόνων αι πόλεις, αι κώμαι και τά χωρία ουδεμίαν είχον αυτοτελή ύπαρξιν, ό εστιν ουδόλως είχον άρχοντας ιδίους υπό των κατοίκων εκλεγομένους, είναι εσφαλμένη, όπως τοσαύται άλλαι περί της ιστορικής εκείνης περιόδου δοξασίαι, ής το μέγιστον δυστύχημα δεν υπήρξε βεβαίως η ιδία αυτής κατάστασις, ήτις, ως είδομεν, δεν παρεκώλυσεν αυτήν να πρωταγωνιστήση επί μακρόν εν τη ιστορία, αλλά μάλλον αι περί της καταστάσεως ταύτης σφόδρα εν πολλοίς ημαρτημέναι των ιστορικών της Δύσεως γνώμαι. Αι κοινότητες λοιπόν υπήρχον επί των μεσαιωνικών χρόνων και ουδέν άλλο ήσαν τότε ειμή τροπολογία τις, μεθαρμοσθείσα προς τάς νέας περιστάσεις, των έτι αρχαιοτέρων αυτονόμων αστικών πολιτευμάτων. Βεβαίως διά του χρόνου και διά της ποικίλης επιδράσεως της μεσαιωνικής κυβερνήσεως, υπέστησαν κατά διαφόρους καιρούς και τόπους αλλοιώσεις περί τε την προσηγορίαν των αρχόντων και την έκτασιν της δικαιοδοσίας αυτών, ίσως και περί τον τρόπον της εκλογής. Κατ’ ουσίαν όμως δεν έπαυσαν ποτέ υφιστάμεναι. Η οσμανική κυριαρχία εύρεν αυτάς προϋπαρχούσας και ενεργούσας και αφήκεν αυτάς να λειτουργώσιν ως επικούρους περί την κατωτέραν διοίκησιν της χώρας. Όθεν πάσα πόλις , πάσα κώμη, πάν χωρίον είχον τους ιδίους αυτών άρχοντας, οίτινες, εκλεγόμενοι ως επί το πλείστον υπό του κοινού των Χριστιανών, ωνομάζοντο μέν κυρίως δημογέροντες, εκαλούντο δε και άλλως, κατά διαφόρους χώρας και περιστάσεις. Γέροντες, άρχοντες, προεστοί, επίτροποι, τουρκιστί δε κοτζαμπάσιδες. Αυτοί διώκουν τάς κοινότητας και έκρινον ως διαιτηταί τάς αστικάς διαφοράς. Αι δε ποινικαί υπεβάλλοντο εις την δικαιοδοσίαν του οσμανικού δικαστού, του καδή ή του μολλά. Ονομασταί ήσαν αι κοινότητες των Αμπελακίων, των χωρίων του Πηλίου, της Χαλκιδικής κ.α.

*

Εν έτει 1687 αι Αθήναι κατεκτήθησαν υπό του Ενετού Μοροζίνη. Οι Αθηναίοι, όπως έπραττον πάντοτε οι Έλληνες, εν τοιαύταις περιστάσεσιν, εβοήθησαν τους Ενετούς, μη προβλέποντες οπόσον πρόσκαιρος θέλει αποβή ο θρίαμβος αυτών και οπόσον ολεθρίως η πολιορκία εκείνη θέλει επενεργήσει εις τά περισωζόμενα εν τη Ακροπόλει μνημεία. Τωόντι, τη 15η (25η ) Σεπτεμβρίου, βόμβα εισπεσούσα εντός μικράς αποθήκης πυρίτιδος, υπαρχούσης εν τοίς προπυλαίοις, ανετίναξεν αυτήν, ού μικράν προξενήσασα ζημίαν εις το καλλιτέχνημα εκείνο. Αλλά την επιούσαν το εσπέρας 16 (26) Σεπτεμβρίου 1687, φοβερά έκρηξις έσεισε πάντα τά περίχωρα, διότι βόμβα ετέρα, εμπεσούσα εντός της πυριταποθήκης, ήτις υπήρχεν εν αυτώ τώ Παρθενώνι, έκοψεν εις δύο το ύπατον των αριστουργημάτων της ελληνικής αρχιτεκτονικής.

Οι Ενετοί δεν παρέμειναν εν Αθήναις ειμή έξ περίπου μήνας, διότι, εν αρχή Απριλίου 1688, εγκατέλιπον αυτάς εις την προτέραν τύχην.

*

Τώ 1814 ιδρύθη η Εταιρεία των Φιλομούσων, της οποίας πρόεδρος ανηγορεύθη ο εν ακμή τότε της δυνάμεως και της φήμης αυτού διατελών Ιωάννης Καποδίστριας, όστις και κατώρθωσε να περιποιήση τη εταιρεία την εύνοιαν των εν Βιέννη κατ’ εκείνο του χρόνου συνελθόντων ηγεμόνων, μεγιστάνων και υπουργών, επί τοσούτον ώστε και αυτός ο αυτοκράτωρ της Ρωσίας Αλέξανδρος και αυτοί οι επίδοξοι διάδοχοι των βασιλέων της Βαυαρίας και Βυρτεμβέργης εγένοντο μέλη του συλλόγου τούτου και προσήνεγκον χρηματικάς συνδρομάς. Σκοπός δε κύριος του συλλόγου ήτο η των αρχαιοτήτων διατήρησις, η ίδρυσις μουσείου, η σύστασις βιβλιοθήκης και σχολείων. Αλλά ηλπίζετο συγχρόνως να επενεργήση η εταιρεία και εις την βαθμιαίαν δι’ ειρηνικών μέσων βελτίωσιν της πολιτικής καταστάσεως της Ελλάδος. Όθεν η εταιρεία των Φιλομούσων, καίτοι προπάντων απέβλεπεν εις την της εθνικής παιδεύσεως επίδοσιν, ειμπορεί να λογισθή ως προανάκρουσμα της των Φιλικών εταιρείας, ήτις προπαρεσκεύασε την έκρηξιν του υπέρ ανεξαρτησίας τελευταίου αγώνος.

*

Κλέφται και αρματωλοί

Τάς πεζικάς δυνάμεις, αίτινες ωργανώθησαν υπό του νέου ελληνισμού επί τουρκοκρατίας, απετέλουν οι καλούμενοι κλέφται και αρματωλοί. Κατά τάς άχρι τούδε υπαρχούσας ειδήσεις οι πρώτοι γνωστοί αρματωλοί αναφέρονται περί τά τέλη της εκκαιδεκάτης εκατονταετηρίδος. Ο Βονίτσης και Λούρου Θεόδωρος Μπούας Γρίβας και οι της Ηπείρου Πούλιος Δράκος και Μαλάμος.

Αλλ’ οι μέν αρματωλοί ιδρύθησαν έτι πρότερον, πιθανώς επί Σουλεϊμάνη του μεγαλοπρεπούς (1520-1566), οι δε κλέφται παρήχθησαν εξ αυτής της πρώτης ημέρας της κατακτήσεως. Η μάχιμος ανατροφή ήν έλαβον οι κάτοικοι των από του Ολύμπου μέχρι του Ταινάρου εκτεινομένων ελληνικών χωρών επί της φραγκοκρατίας, παρήγαγεν εν ταίς χώραις ταύταις ολόκληρον ανδρών τάξιν, οίτινες εκ πρώτης αφετηρίας ουδέποτε υπέκυψαν τον αυχένα εις τον οσμανικόν ζυγόν. Πολλοί εξ αυτών εισήλθον εις την ενετικήν υπηρεσίαν και άλλοι προσήρχοντο εις αυτήν οσάκις η Ενετία εκάλει τους Έλληνας εις τά όπλα. Υπάρχει δημοτικόν άσμα, κάλλιστα περιγράφον τον τρόπον καθ’ όν αδιακόπως εστρατολογείτο το μέγα τούτο των κλεφτών σώμα:

«Μάνα σου λέω δεν μπορώ τους Τούρκους να δουλεύω.

Δεν ειμπορώ δε δύναμαι, αμάλιασ’ η καρδιά μου.

Θα πάρω το ντουφέκι μου, να πάω να γένω κλέφτης.

Να κατοικήσω ‘ς τά βουνά και ς’ ταίς ψηλαίς ραχούλαις.

Νάχω τους λόγγους συντροφιά, με τά θεριά κουβέντα.

Νάχω τά χιόνια για σκεπή, τους βράχους για κρεββάτι.

Νάχω με τά κλεφτόπουλα καθημερινό λημέρι.

Θα φύγω, μάνα, και μην κλαίς, μόν δόμου την ευχή σου.

Κι’ ευχήσου με, μανούλα μου, Τούρκους πολλούς να σφάξω.

Και φύτεψε τριανταφυλλιά και μαύρο καρυοφύλλι.

Και πότιζέ τα ζάχαρι και πότιζέ τα μόσκο.

Κι’ όσο π’ ανθίζουν, μάνα μου, και βγάνουνε λουλούδια,

Ο γυιός σου δεν απέθανε, και πολεμάει τους Τούρκους.

Κι’ αν έλθη μέρα θλιβερή, μέρα φαρμακωμένη,

Και μαραθούν τά δυό μαζή, και πέσουν τά λουλούδια,

Τότε κι’ εγώ θα λαβωθώ, τά μαύρα να φορέσης.

Δώδεκα χρόνια πέρασαν και δεκαπέντε μήνες,

Πού ανθίζαν τά τριαντάφυλλα, κι’ ανθίζαν τά μπουμπούκια,

Και μιάν αυγή ανοιξιάτικη, μια πρώτη του Μαΐου,

Πού κελαδούσαν τά πουλιά, κι΄ο ουρανός γελούσε,

Με μιάς αστράφτει και βροντά και γίνεται σκοτάδι.

Το καρυοφύλλι εστέναξε , τριανταφυλλιά δακρύζει.

Με μιάς ξεράθηκαν τά δυό, και επέσαν τά λουλούδια.

Μαζή μ’ αυτά σωριάστηκε κ’ η δόλια του η μανούλα»

Και οι μέν κλέφται της Πελοποννήσου είχον πρόχειρον καταφύγιον τάς υπό των Ενετών κατεχομένας χώρας, οι δε της Ρούμελης ηναγκάσθησαν να συγκροτήσωσιν ίδια μεγάλα επί των ορέων ορμητήρια, επί του Ολύμπου, του Πηλίου, της Πίνδου και των Αγράφων. Εκεί, είτε ευρόντες τους κατοίκους των δυσπροσίτων εκείνων κωμών και χωρίων προθύμους να συμπράξωσιν μετ’ αυτών, είτε καταναγκάσαντες αυτούς εις τούτο, εσχημάτισαν στρατόπεδα, από των οποίων ορμώμενοι, κατήρχοντο εις τάς πεδιάδας και τάς πόλεις, ελήστευον τους αλλοθρήσκους κυριάρχας, έστιν ότε δε και τους ομοθρήσκους δούλους, εξ’ ού και επωνομάσθησαν κλέφται.

Η κατάστασις αύτη των πραγμάτων διήρκεσεν επί 7 ή 8 δεκάδας ενιαυτών, ότε τελευταίον, επί Σουλεϊμάνη του μεγαλοπρεπούς, ως φαίνεται, η Υψηλή Πύλη ενόμισε συνετόν να συνθηκολογήση προς αυτούς. Επειδή δε αι συμμαχίαι των κλεφτών μετά των εχθρών των Οσμανίδων ήτο σφόδρα επικίνδυνος, η οσμανική κυβέρνησις απεφάσισε να μιμηθή την ενετικήν, ήτις είχεν εις την υπηρεσίαν αυτής πολλούς εκ των μαχίμων τούτων Ελλήνων, ονομάζουσα αυτούς αρματωλούς, armatores, όπως έτι επί φραγκοκρατίας εκαλούντο οι πολυάριθμοι εθελονταί, οι υπό τάς σημαίας αυτής τασσόμενοι.

Η Υψηλή Πύλη επέτρεψεν εις τους αρματωλούς την τήρησιν της δημοσίας τάξεως και την περιστολήν της ληστείας. Εν Πελοποννήσω τουρκικά αρματωλίκια δεν υπήρξαν.

Εν τούτοις, ούτε όλοι οι κλέφται εσυνθηκολόγησαν και υπετάχθησαν, ούτε όλοι οι αρματωλοί παρέμενον πιστοί εις την οσμανικήν κυβέρνησιν. Οι αρματωλοί ού μόνον μετείχον όλων των επαναστατικών κινημάτων, αλλά και οίκοθεν πολλάκις περιήρχοντο εις εχθροπραξίας κατά των Τούρκων, έχοντες τότε φυσικούς συμμάχους τους κλέφτας. Μέχρι της σήμερον ακόμη φημίζεται εν Ακαρνανία το όνομα του αρματωλού Χρήστου Μηλιώνη, όστις ακμάσας περί τά τέλη της 17ης εκατονταετηρίδος και εμβαλών εις την Άρταν, απήγαγεν εκείθεν τον καδήν και δύο αγάδες επί λύτροις, δολοφονηθείς εν τέλει υπό τινος Σουλεϊμάνη.

*

Σούλι – Μάνη

Αλλά πλήν των αρματωλών και των κλεφτών, προέκυψαν επί τουρκοκρατίας δύο έτερα προπαιδευτήρια του πεζικού στρατού, του διεξάγοντος την επανάστασιν. Το μέν εν Ηπείρω, το δε εν Πελοποννήσω, το μέν εις το Σούλι, το δε εις την Μάνην.

Εν καιρώ ειρήνης οι Σουλιώται επλήρωναν εις την Πύλην τον συνήθη των ραγιάδων φόρον, ό εστι το χαράτζι εις χρήματα, και πλήν τούτου το δέκατον των ποιμνίων αυτών, του βουτύρου και του τυρού. Ενταυτώ όμως εισέπραττον την αυτήν δεκάτην και το αυτό χαράτζι από των κατακτηθέντων υπ’ αυτών χωρίων. Ώστε ήσαν άρχοντες άμα και αρχόμενοι. Ουδέ τούτο ήρκει, αλλά επληρώνοντο και ιδίαν χρηματικήν εισφοράν υπό των γειτόνων αγάδων και πασάδων, ίνα μη λεηλατώσι τά κτήματα αυτών. Πάσα δε η συμπολιτεία των Σουλιωτών ωμοίαζε πολύ προς το αρχαίον σπαρτιατικόν πολίτευμα. Αι δε σχέσεις μεταξύ των 11 αρχικών χωρίων και των κυριευθέντων 60, ανακαλούσι παραδόξως εις την μνήμην ημών τάς μεταξύ Σπαρτιατών και περιοίκων σχέσεις. Ήσαν δε οι Σουλιώται κράμα Ελλήνων και εξελληνισθέντων Αλβανών.

*

Πρό της εν έτει 1770 επαναστάσεως το μόνον σημείον της υποταγής των Μανιατών εις την Υψηλήν Πύλην ήτο φόρος ετήσιος 4.000 γροσίων, όστις πιθανότατα ουδέ επληρώνετο ποτέ. Κατά δε τά λοιπά ήσαν όλως ανεξάρτητοι και είχον καθ’ όλα ιδίαν διοίκησιν. Πάσα πόλις, πάσα κώμη και πάν χωρίον είχε προϊστάμενον υπό του λαού εκλεγόμενον, καλούμενον δε ενταύθα καπετάνον.

Αλλά μετά την ατυχή έκβασιν της επαναστάσεως του 1770 ή μάλλον μετά την ολοσχερή κατατρόπωσιν των επί δεκαετίαν περίπου δεσποσάντων της χερσονήσου Αλβανών, ετροπολογήθησαν εν πολλοίς αι μεταξύ Μανιατών και της Υψηλής Πύλης σχέσεις και ο ετήσιος φόρος ανεβιβάσθη εις 15.000 γρόσια.

Η μανιατική ομοσπονδία είχεν αναλογίαν τινά προς την σουλιωτικήν. Διατελέσασα δε το κύριον ορμητήριον πολλών προηγουμένων κινημάτων, ιδίως διέπρεψεν επί της τελευταίας επαναστάσεως διά της γενεάς των Μαυρομιχαλαίων.

*

Ναυτικαί δυνάμεις του νέου ελληνισμού

Αι ελληνικαί παραλίαι και νήσοι ουδέποτε έπαυσαν επιδιδόμεναι εις τον ναυτικόν βίον, ένθεν μέν παρέχουσαι τους κρατίστους ναύτας του οσμανικού στόλου, ένθεν δε μετέχουσαι των αγώνων ούς κατά θάλασσαν ήθλησαν κατά των Οσμανιδών αι χριστιανικαί δυνάμεις και ιδίως η Ενετία, η Ισπανία, η Ρωσία. Λέγεται ότι κατά την μεγάλην περί Ναύπακτον ναυμαχίαν 30.000 Έλληνες ηγωνίσθησαν επί αμφοτέρων των αντιπαραταχθέντων στόλων.

Αλλ’ εξαίρετον έλαβεν επίδοσιν το ελληνικόν ναυτικόν και το μετά τούτου στενώς συνδεόμενον εμπόριον από το τέλος της οκτωκαιδεκάτης εκατονταετηρίδος, ότε οι ημέτεροι ναυτικοί εξεμεταλεύθησαν τάς εμπορικάς συνθήκας Ρώσων και Τούρκων (1774-1783) και τάς ανάγκας αι οποίαι προέκυψαν υπό της γαλλικής επαναστάσεως και από τον αποκλεισμό της γαλλικής ναυτιλίας υπό της αγγλικής. Ούτω άπαν το εμπόριον του Ευξείνου Πόντου περιήλθεν άνευ διαγωνισμού εις τάς ημετέρας ναυτικάς κοινότητας.

Πλήν τούτου η θαλασσοπορία της Μεσογείου κατ’ εκείνο του χρόνου εις μυρίους εξετίθετο κινδύνους ένεκα της κολοσσιαίας πειρατείας ήν ενήσκουν αναφανδόν και ακωλύτως κατά πάσης σημαίας και δυνάμεως οι εν τη βορείω Αφρική ενθρονισμένοι βάρβαροι της Αλγερίας, της Τριπόλεως και της Τύνιδος δυνάσται. Όθεν τά πλοία ημών εδέησε να κατασκευάζωνται ευδρομώτατα, και ουχί μόνον προς εμπορίαν, αλλά και προς πόλεμον.

Η δε ιστορική αλήθεια απαιτεί να προσθέσωμεν και την ανοχήν, αν όχι την προστασίαν, την οποίαν επεδείκνυον οι Άγγλοι προς τά πλοία των ημετέρων ναυτικών. Τοιαύται υπήρξαν αι περιστάσεις αι προκαλέσασαι την αύξησιν και την στρατιωτικήν παίδευσιν του ναυτικού ημών από των τελευταίων ενιαυτών της οκτωκαιδεκάτης εκατονταετηρίδος. Κυριώτατα δε εργαστήρια του μεγάλου τούτου θαυματουργήματος εγένοντο τρείς μικραί νήσοι. Η Ύδρα, αι Σπέτσαι και τά Ψαρά.

*

Διά της προς τον αρχαίον ελληνισμόν προσοικειώσεως συνδιαζομένης μετά των φιλελευθέρων δοξασιών, άς ήγαγεν εις μέσον η από της Γαλλίας ορμήσασα μεγάλη των νεωτέρων πραγμάτων μεταβολή, εκρατύνθη παραδόξως το εθνικόν του ελληνικού λαού φρόνημα. Οι ύμνοι του Ρήγα, τά προλεγόμενα του Κοραή και ο τρόπος καθ’ όν ήξευρον να ερμηνεύωσι τινές των διδασκάλων τά αρχαία κείμενα και τάς νεωτέρας επαγγελίας, ανεπτέρωσαν τά αισθήματα της νεολαίας επί τοσούτον, ώστε ότε εξερράγη η επανάστασις έδραμεν αύτη ομοθυμαδόν εις τά πεδία της μάχης καί εκ πρώτης αφετηρίας οι λόγιοι ημών νέοι, καταταχθέντες εις τον ιερόν λόχον εφιλοτιμήθησαν να πέσωσι περί το Δραγασάνιον, όπως έπεσον εις το μοναστήριον του Σέκκου ο καπετάν Γιωργάκης και εις Σκουλένιον ο Αθανάσιος Καρπενησιώτης, οι αντιπρόσωποι των αρματωλών εκείνων και κλεφτών, οίτινες πρότερον ελογίζοντο και ήσαν οι μόνοι του έθνους πρόμαχοι.

*

Τά εν τη 15η εκατονταετηρίδι κινήματαναυμαχία Ναυπάκτου

Μετά την από των Τούρκων κατάλυσιν της εν Πελοποννήσω αρχής των αδελφών του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, προβλέποντες οι Ενετοί ότι ο Μωάμεθ Β΄ έμελλε να επιτεθή και κατά των εν τη χερσονήσω εκείνη κτήσεων αυτών (Κορώνης, Μεθώνης, Μάνης, Ναυπλίου, Άργους και Μονεμβασίας) ήρξαντο πρώτοι των κατ’ αυτού εχθροπραξιών. Και τότε αμέσως εκάλεσαν εις τά όπλα τους Έλληνας της Πελοποννήσου, υποσχόμενοι πάσαν συνδρομήν. Η φωνή αυτών εισηκούσθη και τώ 1463 η Σπάρτη και οι Λακεδαιμόνιοι επαναστάτησαν υπό τον Μιχαήλ Ράλλην, οι δ’ Αρκάδες υπό τον Πέτρον Μπούαν. Αλλ’ αι περιπέτειαι του αγώνος τούτου υπήρξαν οικτραί, ει και ουχί άδοξοι, αφού συγκροτηθείσης περί Πάτρας μάχης προς τον Ομάρμπεϋν, ο Μιχαήλ Ράλλης έτρεψε τους πολεμίους κατά κράτος αρχικώς, αλλ’ εξ’ αιτίας κακών χειρισμών των Ενετών , τελικώς κατετροπώθη.

Τώ 1470, πολιορκηθείσης της Χαλκίδος υπό αυτού του Μωάμεθ Β΄, οι Έλληνες συνέδραμον τους Ενετούς μαχόμενοι σύν γυναιξί επί των επάλξεων μέχρις εσχάτων και χύνοντες αφθόνως το αίμα αυτών.

Τελευταίον τώ 1479 συνωμολογήθη μεταξύ Ενετών και Τούρκων ειρήνη, και ο αρματωλός Κορκόδειλος Κλαδάς απεφάσισε να εξακολουθήση μόνος τον αγώνα. Εισήλασε μετά 11.000 ανδρών, ως λέγουσι, εις την μέσην Μάνην και κατέλαβε πλείστα αυτής χωρία και οχυρώματα, εκδιώξας ή αιχμαλωτίσας τους Μωαμεθανούς φρουράρχους. Μετ’ αυτού ηνώθη και ο οπλαρχηγός Θεόδωρος Μπούας και αντέστησαν επ’ αρκετόν χρόνον κατατροπούντες τά κατ’ αυτών εκπεμφθέντα τάγματα. Διχονοήσαντες όμως οι δύο αρχηγοί, ο μέν Μπούας κατέφυγεν πάλιν εις τους Ενετούς, ο δε Κλαδάς εσυνέχιζεν αγωνιζόμενος εν Ηπείρω, ένθα πεντήκοντα χριστιανικά χωρία επανέστησαν κατά των Οσμανιδών.

*

Περί τά τέλη της 15ης εκατονταετηρίδος προεκλήθη υπό της δυτικής Ευρώπης κίνημα των ελληνικών χωρών, το οποίον όμως είχεν άδοξον τέλος. Ο νέος και φιλοπόλεμος βασιλεύς της Γαλλίας Κάρολος Η΄ συνέλαβε τον σκοπόν να κατακτήση μέν την Ιταλίαν, να καταλάβη δε και τον της Κωνσταντινουπόλεως θρόνον. Όθεν αγοράσας παρά του Ανδρέου Παλαιολόγου, του υιού μέν Θωμά, του πάλαι ποτέ δεσπότου της Πελοποννήσου, ανεψιού δε του τελευταίου Έλληνος αυτοκράτορος, τά επί του θρόνου εκείνου δίκαια, εταινιώθη το διάδημα αυτού καθ’ ήν ημέραν, τώ 1495, εισήλθε θριαμβευτικώς εις Νεάπολιν και επεχείρησε συνεννοήσεις μετά των Χριστιανών της Ανατολής. Τοσούτον δε τρόμον είχεν εμποιήσει η θρυλιθείσα άφιξις του Καρόλου και εις αυτόν τον Βαγιαζήτ, ώστε ούτος ητοιμάσθη να ασφαλίση εαυτόν απερχόμενος εκ Βυζαντίου εις Ασίαν. Δυστυχώς δεν επέπρωτο να ευδοκιμήσει το επιχείρημα του Καρόλου, όστις αναγκασθείς λόγω εσωτερικών δυσαρεσκειών να επιστρέψη εις Γαλλίαν, αφήκεν τους ξεσηκωθέντας εν τώ μεταξύ Έλληνας εις το έλεος του Βαγιαζήτ.

Τώ 1499 πάλιν εξεσηκώθησαν οι Έλληνες εν Πελοποννήσω, τη προτροπή των Ενετών, καίτοι εδεκατεύθησαν τώ 1496, ως εκ της καταγγελίας των Ενετών, και δεν εδίστασαν να άρωσι μέν αύθις τά όπλα κατά των πολεμίων, να συμπαραταχθώσι δε επί τούτω μετά των προσφάτων αυτών προδοτών. Και το επιχείρημα τούτο απέτυχεν, διότι πολυάριθμος οσμανικός στρατός, εισβαλών εις την χερσόννησον, εδήωσε διά πυρός και σιδήρου όλας τάς κινηθείσας χώρας.

Ουδέν ήττον οι Έλληνες επέμειναν αγωνιζόμενοι υπό την ενετικήν σημαίαν. Και αφού διεκρίθησαν εν τη δυστυχή αμύνη της Μεθώνης , ήν κατώρθωσεν ο Βαγιαζήτ να κυριεύση τη 10η Αυγούστου 1500, καθώς μετά τινας ημέρας και την Κορώνην και την Πύλον, αυτοί έσωσαν μετ’ ολίγον το Ναύπλιον. Ανάλογα τινά συνέβησαν και ότε, τώ 1532, ο ναύαρχος του αυτοκράτορος Καρόλου Ε΄ εξεπόρθησε την Κορώνην.

Μετά δε ταύτα ο Δόριας εκυρίευσε τάς Πάτρας, το Ρίον και το Αντίρριον, οι δε πέριξ Έλληνες επανεστάτησαν αμέσως και πάλιν όμως οι Τούρκοι επετέθησαν τοίς παροικούσιν εν Πελοποννήσω και πολλούς μέν του ζήν πολυτρόπως απήλλαξαν, ουκ ολίγους δε εφυγάδευσαν επανάστασιν υπό τούτων υποτοπάζοντες.

Τώ 1571 νέα συνεκροτήθη συμμαχία μεταξύ του βασιλέως της Ισπανίας, της ενετικής δημοκρατίας και του αρχιερέως της Ρώμης. Ταύτης δε της συμμαχίας αποτέλεσμα η μεγάλη περί Εχινάδας και Ναύπακτον ναυμαχία, καθ’ ήν ολοσχερώς σχεδόν κατεστράφη ο οσμανικός στόλος. Πολυάριθμοι Έλληνες ναύται μετέσχον του θαλασσίου τούτου αγώνος, αν και άδηλον αν ήσαν τωόντι 25.000 και επέκεινα εν τώ οσμανικώ στόλω, 5.000 δε εν τώ ενετικώ. Και οι μέν πρώτοι ηναγκάσθησαν να πολεμήσωσιν υπέρ εχθρών, πλείστοι δε αυτών έπεσον εν τώ παρα φύσιν τούτω αγώνι. Αλλ’ επί της ξηράς εγένοντο συγχρόνως κινήματα εθνικά. Η Πελοπόννησος, η Στερεά Ελλάς, η Μακεδονία και το Αιγαίον εσείσθησαν υπό του κρότου των πυροβόλων της πολυθρυλήτου ναυμαχίας και διά των προτροπών και των επαγγελιών του περιφανούς αυτής ναυάρχου, Ιωάννου του Αυστριακού, Λοιδωρικιώται, Βιτρινιτσιώται και Γαλαξειδιώται, εις 3.000 συμποσούμενοι ώρμησαν προς τά Σάλωνα ελπίζοντες και εις την προαγγελθείσα των Φράγκων επικουρία, η οποία ουδέποτε εφάνη. Όθεν και το κίνημα τούτο κατεστάλη, αλλά και άλλα εν Πελοποννήσω αφού εις μάτην ανέμενον τάς υπεσχημένας υπό του Ιωάννου επικουρίας, έσβησαν.

*

Τά πρώτα αρματωλίκια

 Αι αδιακόπως επαναλαμβανόμεναι και αδιακόπως εις οικτρόν τέλος απολήγουσαι αύται επαναστάσεις, δεν απέβαινον εν τούτοις όλως άγονοι. Αφ’ ενός μέν η ενετική κυβέρνησις, άρχουσα πολλών έτι ελληνικών χωρών, ηναγκάζετο να περιποιήται διά ποικίλων προνομίων τους αρειμανίους τούτους υπηκόους και κυρίως να προστατεύη την ορθόδοξον πίστιν κατά των παρεμβάσεων και καταπιέσεων του λατινικού κλήρου. Αφ’ ετέρου η οσμανική κυβέρνησις, μη δυναμένη να επαρκή δι’ ιδίων δυνάμεων εις την περιστολήν της πολυκεφάλου ταύτης επαναστατικής ύδρας και ελπίζουσα να μετριάση την αδιόρθωτον ροπήν, ήν είχον οι ραγιάδες εις το να αφηνιάζωσιν, απεφάσισε να μιμηθή τους Ενετούς, τους έχοντας εις την υπηρεσίαν αυτών τοσούτους Έλληνας αρματωλούς, και ανεγνώρισε πολλά αρματωλίκια, επιτρέψασα εις αυτά την φρούρησιν και την αστυνομίαν των ορεινών μάλιστα επαρχιών, εις την Στερεάν Ελλάδα, την Ήπειρον την Θεσσαλίαν και την Μακεδονίαν.

Αλλ’ ούδ’ αύτη η παραχώρησις την ωφέλησε πολύ. Τώ 1585 ο αρματωλός Βονίτσης και Λούρου Θεόδωρος Γρίβας εξηγέρθη εν Ακαρνανία και εν Ηπείρω και εν μια νυκτί έσφαξε τους εν Βονίτση και Ξηρομέρω Τούρκους.

Τούτους μιμηθέντες οι αρματωλοί της Ηπείρου Πούλιος Δράκος και Μαλάμος κατέλαβον την Άρταν και ώδευσαν κατά των Ιωαννίνων, δεινάς κατά των πολεμίων καθ’ οδόν επαγόμενοι συμφοράς. Αλλ’ οι επαναστάτες προσεβλήθησαν διχόθεν, υπό Οσμανιδών δραμόντων εκ Θεσσαλίας και Μακεδονίας, και υπό του πασά της Ναυπάκτου, όστις ώρμησεν επί την Ακαρνανίαν. Μάχης δε γενομένης περί Αχελώον, ετραυματίσθη ο Θεόδωρος Μπούας (Γρίβας) και ηναγκάσθη να υποχωρήση. Μετ’ ολίγον δε διεπέρασε εις Ιθάκην, όπου απεβίωσεν εκ των πληγών. Οι εν Ηπείρω δε επαναστάται κατετροπώθησαν, ενώ ο αδελφός του Θεοδώρου Γκίνης Μπούας εφονεύθη κι αυτός.

Δεν επολέμουν δε αδιακόπως μόνοι της Στερεάς και της Πελοποννήσου οι ¨Ελληνες, αλλά και οι νησιώται ηγωνίσθησαν πολλάκις λαμπρώς. Εις Λήμνον τώ 1475, εις Κέρκυραν τώ 1538, εις Κύπρον τώ 1570 και τώ 1571. Αλλ’ υπέρ πάντας τους άλλους νησιώτας οι Κρήτες ηγωνίσθησαν πεισματωδέστερον και γενναιότερον κατά πάσης ξενικής κυριαρχίας. Τώ 1365 και 1453 κατά των Ενετών, τώ 1669 κατά των οσμανίδων, ότε ήρχισεν ο μακρός περί της κυριαρχίας της Κρήτης αγών μεταξύ Τούρκων και Ενετών όστις κατέληξεν εις την ήτταν των τελευταίων. Οι Έλληνες εμάχοντο εις το πλευρόν του Ενετού Μοροζίνη.

Τώ 1684 ομοίως κατά των Οσμανιδών, ότε οι Ενετοί ομού μετά Γερμανών, Πολωνών και Ρώσων και διά του Μοροζίνη κατέκτησαν την Πελοπόννησον την Αττικήν και πολλάς άλλας ελληνικάς χώρας. Τότε επανέστησαν και ετάχθησαν παρά τώ Μοροζίνη, Κεφαλλήνες, Ιθακήσιοι, Ζακύνθιοι, Κερκυραίοι, Λευκάδιοι, Μανιάται, Πατρείς, Καρυτινοί, Κορίνθιοι, αρματωλοί Ιωαννίνων, Κατούνης, Αγράφων, Καρπενησίου, Ηπείρου, Ακαρνανίας, Παρνασίδος, Υπάτης, Σαλώνων, Λαρίσης, Ευβοίας, Χιμαριώται. Οι Ενετοί όμως, μετ’ ου πολύ, περιορισθέντες εις την κατάληψιν της Πελοποννήσου, εγκατέλειψαν την άλλη Ελλάδα εις την ιδίαν τύχην. Τά αρματωλίκια της Στερεάς κατέστησαν αυτοκέφαλα και ηθέλησαν να εξακολουθήσωσι τον αγώνα επί των ιδίων ερειδόμενα δυνάμεων. Τούτο δεν διήρκεσε επί πολύ και τώ 1699 διά τής εις Κάρλοβιτζ συνομολογηθείσης συνθήκης, η Τουρκία παρεχώρησεν την Πελοπόννησον εις την Ενετίαν, οι δε Στερεοελλαδίται εδέησαν αύθις να υποκύψωσιν εις την κυριαρχίαν της Πύλης.

*

Ορλωφικά

Από της 18ης εκατονταετηρίδος και εφεξής οι Έλληνες δεν ηγωνίσθησαν ειμή υπέρ της ιδίας ανεξαρτησίας, αποβλέποντες πλέον εις την Ρωσίαν ως εις σύμμαχον, ουχί ποτέ ως εις μέλλοντα κυρίαρχον. Η Ενετία, περιελθούσα εις πολλήν έκλυσιν και ατονίαν, ουδένα μετά την απώλεια της Πελοποννήσου επεχείρησε κατά του οσμανικού κράτους αγώνα. Η Γαλλία και μάλιστα η Αγγλία επρέσβευον πρό καιρού ήδη ότι η συντήρησις αυτού είναι απαραίτητος εις την της Ευρώπης ισορροπίαν. Μόνη η Αυστρία εξηκολούθησε και εν τη 18η εκατονταετηρίδι αγωνιζομένη κατ’ αυτού, αλλ’ οι αγώνες αυτής δεν ηδύναντο να επιρεάσωσι τους νοτίως οικούντας Έλληνας.

Η πρώτη γνωστή ενέργεια του Πέτρου του μεγάλου είναι η από 23ης Μαρτίου 1711 προκήρυξις αυτού, διά της οποίας εκάλει εις επανάστασιν άπαντας τους εντεύθεν του Ίστρου Χριστιανούς. Ουδέν όμως επήγαγεν πρακτικόν αποτέλεσμα Και ενώ οι λόγιοι του έθνους έγραφον εγκώμια περί του Πέτρου υπερβαίνοντα πάν μέτρον λόγου, εις τά βουνά της Ρούμελης αντηχούσε το δημοτικό άσμα :

Ακόμα τούτ’ την άνοιξι,

Ραγιάδες, ραγιάδες,

Τούτο το καλοκαίρι,

Καϋμένη Ρούμελη.

Όσο να ‘ρθή ο Μόσκοβος,

Ραγιάδες, ραγιάδες,

Να φέρη το σεφέρι,

Μωρηά και Ρούμελη.

Αι πρώται της μεγάλης Αικατερίνης επαναστατικαί ενέργειαι ήρχισαν τώ 1766 διά του εκ Πετρουπόλεως εις την Ελλάδα σταλέντος Γεωργίου Παπάζωλη, λοχαγού του ρωσικού στρατού, κομίζοντα προτάσεις και υποσχέσεις.

Λήγοντος του Φεβρουαρίου 1770, ηγκυροβόλησεν εις Οίτυλον η πρώτη μοίρα του εκ Βαλτικής εις Μεσόγειον καταπλεύσαντος ρωσικού στόλου υπό τον Θεόδωρον Ορλώφ. Δυστυχώς αι μεγάλαι επαγγελίαι άς έδωκαν προηγουμένως οι πολιτικοί και εκκλησιαστικοί προύχοντες ότι μυριάδες Ελλήνων θέλουσιν εξεγερθή άμα εμφανισθώσιν εις τά παράλια της Πελοποννήσου πλοία ρωσικά, δεν επαλήθευσαν, πολλού γε δεί. Τά πλοία ταύτα δεν εκόμισαν αρκετά όπλα. Ίσως δε και οι τρόποι του αρχηγού αυτών δεν ήσαν επιτήδειοι να δελεάσωσι τους ημετέρους. Ολίγοι Μανιάται υπήκουσαν κατ’ αρχάς εις τάς προτροπάς αυτού και τάς υποσχέσεις, συγκροτήσαντες την δυτικήν λεγομένην λεγεώνα εκ 200 Ελλήνων και 12 Ρώσων, ήτις εισήλθεν εις τάς Καλάμας και ακολούθως εκυρίευσεν την Κυπαρισσίαν εκτραπείσα όμως εις λεηλασίαν τουρκικών και ελληνικών χωρίων, και την ομοίως ευάριθμη ανατολική λεγεώνα ήτις κατέλαβεν τον Μισθράν και ακολούθως εκτραχηλισθεία εις πολλήν διαρπαγήν.

Όσον όμως ατελής και αν υπήρξεν η αρχή του έργου, επειδή εξωγκώθη υπό της φήμης και εύρε πεδίον εύφλεκτον, επήγαγε τάχιστα την εξέγερσιν πολλών ελληνικών χωρών. Διά μιάς, κατά μήνα Μάρτιον, ύψωσαν την σημαίαν της επαναστάσεως εν Αιγίω μέν ο μητροπολίτης Πατρών Παρθένιος, εν Κορίνθω δε ο Γεώργιος Νοταράς μετά του υιού αυτού Μακαρίου μητροπολίτου Κορίνθου, εν τη επαρχία Φαναρίου ο προεστώς Ανδριτζαίνης Αναστάσιος Χριστόπουλος, εν Βάλτω ο Σταθάς Γεροδήμας, εν Βονίτση και Ξηρομέρω ο Χρήστος Γρίβας, εν Αγγελοκάστρω ο Γεώργιος Λαχούρης, εν Μεσολογγίω ο Παναγιώτης Παλαμάς, εν Κραββάροις ο Κωνσταντίνος Σουσμάνης, εν Λοιδωρικίω ο Λουρής, εν Παρνασσίδι ο Κομνηνός Τράκας, εν Λεβαδεία ο Ιωάννης Καλπούζος και εν Μεγαρίδι ο Μητρομάρας. Πανταχόθεν εζητούντο ρωσικά βοηθήματα εκ Θεσσαλίας μέν ανηγγέλετο ότι 10.000 άνδρες εκινήθησαν. Εν Κρήτη δε εκήρυξε την επανάστασιν ο Δασκαλογιάννης.

Προσέτι πολλά πλοία των νήσων του Αιγαίου πελάγους ανεπέτασαν ρωσικήν σημαίαν, δεν έμεινε δε αμέτοχος του αγώνος και η Επτάνησος, μολονότι η ενετική κυβέρνησις προσεπάθησε να αναστείλη την ορμήν ταύτην των επτανησίων διά δημεύσεων και ποικίλων άλλων στρατιωτικών και ναυτικών διατάξεων. Οι Τούρκοι έπαθον απανταχού εν Πελοποννήσω και εν Στερεά τά πάνδεινα.

Τη 23η Απριλίου έφθασε εις Κορώνην και η ετέρα ναυτική των Ρώσων μοίρα υπό τον Αλέξιον Ορλώφ, ώστε ο ρωσικός στόλος απηρτίσθη έκτοτε εις δέκα δίκροτα και πέντε μονόκροτα (φρεγάδαι), συνεπήγετο δε και 400 άνδρας στρατολογηθέντας ως επί το πλείστον εκ της Στερεάς Ελλάδος.

Ο Αλέξιος διαλύσας την πολιορκίαν της Κορώνης, εκυρίευσε την Πύλον, επεχείρησε την πολιορκία της Μεθώνης και διέταξε τον Ψαρόν να στρατεύση κατά της Τριπολιτζάς. Αλλ’ η πολιορκία της πρωτευούσης ταύτης της Πελοποννήσου απέτυχεν οικτρώς, οι περί τον Ψαρόν ετράπησαν εις φυγήν, οι δε Τούρκοι έσφαξαν 3.000 Έλληνας της πόλεως. Ταύτα δε υπήρξαν τά προοίμια μόνον των φοβερωτάτων συμφορών, όσας έμελλε να επαγάγη το κίνημα τούτο το οποίον επνίγη εις το αίμα.

Ο Αλέξιος Ορλώφ εγκατέλειψε τον Ιωάννην Μαυρομιχάλην, όστις παρέμενε μόνος όρθιος και ηγωνίζετο εις την Μεσσηνίαν, μέχρι και αυτού της τελικής πτώσεως.

Η αναχώρησις του Ρώσου ναυάρχου εις μέν την εν Πελοποννήσω επανάστασιν κατήνεγκε τραύμα καίριον, εις δε την μετ’ ολίγον, τη 24η και 26η Ιουνίου 1770, επελθούσαν καταστροφή του οσμανικού στόλου εν Τσεσμέ, ουδόλως συνετέλεσεν. Ο οσμανικός στόλος κατεκάη υπό τριών πυρπολικών εχόντων ελληνικά πληρώματα, κυβερνώμενα υπό δύο Άγγλων αξιωματικών και ενός Ρώσου.

Αλλ’ ούτε εκ τούτου ωφεληθείς ο Αλέξιος Ορλώφ ηθέλησε να εγκαταλείψη την επανάστασιν και μόνον κατόπιν ισχυρών πιέσεων των περί αυτού Ελλήνων, απεφάσισε να διαχειμάση εν τώ Αιγαίω, εις την Πάρον, εξ ής ορμώμενος εκυρίευσε κατά τάς αρχάς του 1771 απάσας τάς Κυκλάδας. Παρεκτός όμως του μικρού τούτου έργου, ουδέν σχεδόν άλλο λόγου άξιον έπραξεν ο ρωσικός στόλος, ο σταθμεύσας επί τέσσερα όλα έτη εν Πάρω, ενώ πολυειδώς ηδύνατο να ωφεληθή εκ της προθυμίας μεθ’ ής οι ημέτεροι, καίτοι καταβληθείσης της επαναστάσεως εν τη Στερεά, εν τη Πελοποννήσω και εν Κρήτη, εξηκολούθουν προσβάλλοντες τους Τούρκους αδιαλείπτως σχεδόν από θαλάσσης.

*

Συνθήκη Κιουτσούκ Καϊναρτζή

Είναι πρόδηλον, ότι ο ρωσικός στόλος, ωφελούμενος εκ της συνδρομής του ελληνικού ναυτικού και εκ των πληγών άς εκ διαλειμμάτων κατήνεγκεν εις την Τουρκίαν ο ρωσικός στρατός περί τον Ίστρον και εν τη Ταυρική χερσονήσω, ηδύνατο, ού μόνον απάσης της εκτός του Ελλησπόντου θαλάσσης να άρξη, αλλά και επί της ελληνικής ηπείρου να υποθρέψη την επανάστασιν. Η Ρωσία όμως περιεσπάτο υπό ετέρων ποικίλων φροντίδων και ιδίως υπό του τότε δι’ αυτήν σπουδαιοτέρου πολωνικού ζητήματος. Όθεν από του 1772 ήρχισε διαπραγματεύσεις περί ειρήνης και κατά Ιούλιον 1774 συνωμολόγησε αυτήν εις Κιουτσούκ Καϊναρτζή, αρκεσθείσα να αποσπάση από της οσμανικής κυριαρχίας τάς περί τον Εύξεινον ταταρικάς χώρας, αποδούσα δε τάς εν τώ Αιγαίω πελάγει κατεχομένας ευαρίθμους και μικράς νήσους.

Αλλ’ ηθέλομεν είσθαι τη αληθεία άδικοι εάν ηξιούμεν ότι εκ των αγώνων τούτων συμφοράς μόνον υπέστημεν, ωφεληθήκαμεν δε κατ’ ουδέν. Διότι διά της συνθήκης Κιουτσύκ Καϊναρτζή εξησφαλίσθη, αν και ουχί απολύτως, γενική αμνηστεία δι’ όσους μετέσχον του πολέμου και προστασία της χριστιανικής θρησκείας.

Ουδέ δυνάμεθα να αρνηθώμεν, ότι η ευρωπαϊκή επέμβασις, η επί τέλους ασφαλίσασα την ημετέραν ανεξαρτησίαν, έχει την αρχήν αυτής εν τη συνθήκη Κιουτσούκ Καϊναρτζή, ως εκ του δικαιώματος της προστασίας όπερ δι’ αυτής ιδιοποιήθη η Ρωσία και δυνάμει του οποίου, κυρωθέντος επανειλημμένως διά των εν Ιασίω και εν Βουκουρεστίω συνθηκών, παρέστη ο αυτοκράτωρ Αλέξανδρος εξ αρχής της επαναστάσεως περιβεβλημένος αξίωμα ού μικρόν συντελέσαν εις το να προκαλέση την της όλης Ευρώπης μεσολάβησιν.

*

Μετά την αποτυχία της επαναστάσεως του 1770, αι μέν νήσοι του Αιγαίου πελάγους ουδέν μέγα κακόν έπαθον μετά την αναχώρησιν της ρωσικής κατοχής, αι άλλαι όμως ελληνικαί χώραι έπαθον τά πάνδεινα ουχί υπό των Τούρκων αλλά υπό των Αλβανών. Οι τελευταίοι, ούς η Υψηλή Πύλη εξηκόντισεν κατά της Πελοποννήσου τώ 1770, αφού ευχερώς κατέπνιξαν το ασθενές εκείνο κίνημα, εξετράπησαν εις λεηλασίαν και δήωσιν δεινήν. Συμποσοθέντες βαθμηδόν εις 60.000, κατέστρεψαν πόλεις και χώρας, και τους μέν ευπορωτέρους παντελώς γυμνόσαντες, κατηνάγκαζον να υπογράψωσι χρεωστικάς ομολογίας ποσών μεγάλων, τους δε πενεστέρους απεμπόλουν ως κτήνη.

Η οικτρά αύτη κατάστασις διήρκεσεν έτη εννέα, ήρχισαν δε να επιτίθενται οι Αλβανοί και κατ’ αυτών των Τούρκων, απαιτούντες μισθούς και φόρους.Τότε η κυβέρνησις ανέθηκεν την κατατρόπωσιν αυτών εις τον αρχιναύαρχον Χασάν, όστις συνεπικουρούμενος υπό των κλεφτών ηνώρθωσε τελικώς την τάξιν εις Πελοπόννησον και στερεάν. Επειδή όμως οι κλέφται δεν προσήλθον να προσκυνήσωσι τον οσμανίδην, το επόμενον έτος, 1780, ο Χασάν επήλθε κατ’ αυτών και των Μανιατών. Εις τάς συγκρούσεις εκείνας εφονεύθη και ο Κωνσταντίνος Κολοκοτρώνης, πατήρ του Θεοδώρου, δεκαετούς τότε, του τοσούτον κλέος κτησαμένου εν τη τελευταία επαναστάσει.

Τοιαύτην έκβασιν έλαβεν η πρώτη επανάστασις η διά προτροπής και συμπράξεως της Ρωσίας κινηθείσα. Είναι βέβαιον ότι η επανάστασις αύτη ούτε αποχρώντως γενική εγένετο, ούτε καρτερίαν ικανήν απέδειξεν. Αλλ’ είναι ωσαύτως βέβαιον ότι διεξήχθη αδεξίως υπό των Ρώσων.

*

Λάμπρος Κατσώνης

Μετ’ ολίγον όμως πάλιν οι πατέρες ημών δεν εδίστασαν να έλθωσιν εις νέας μετά της Ρωσίας συνεννοήσεις. Η Αικατερίνη η μεγάλη, τρικαίδεκα μόλις έτη μετά την συνθήκην του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, επανέλαβε τον κατά της Τουρκίας πόλεμον, κατορθώσασα να παραλάβη σύμμαχον τον αυτοκράτορα της Αυστρίας Ιωσήφ Β΄. Τώ 1782 και 1783 μάλιστα διετύπωσε κατά τον μάλιστα συμφέροντα ημίν τρόπον τάς διαθέσεις της δι’ επιστολής ήν απέστειλε προς τον ισχυρόν ηγεμόνα της Αυστρίας. Δι’ αυτής προέτεινε μεταξύ άλλων την ανασύστασιν εν πολλοίς της ελληνικής αυτοκρατορίας, της οποίας βασιλεύς θα ήτο ο δευτερότοκος εγγονός της Κωνσταντίνος, όστις εδιδάσκετο ήδη την ελληνικήν. Συγχρόνως ποικίλοι απόστολοι, διατρέχοντες την ευρωπαϊκήν Τουρκίαν, εκάλουν τους Έλληνας εις τά όπλα προς ανάκτησιν της αρχαίας αυτών ελευθερίας και ανεξαρτησίας.

Κατά δυστυχίαν έτερα συμφέροντα και ιδίως τά πολωνικά πράγματα παρεκίνησαν αύθις την αυτοκράτειρα να συνομολογήση εν αρχή του 1792 εις Ιάσιον ειρήνην προς την Τουρκίαν και διέταξε να διακωλυθή πάν ελληνικόν κίνημα μέχρι νεωτέρας διαταγής.

Εν τώ μεταξύ όμως αι εχθροπραξίαι είχον αρχίσει εν Ελλάδι. Κατά ξηράν μέν οι αρματωλοί και οι κλέφται ενωθέντες μετά των Σουλιωτών και απαρτίσαντες στρατιάν γενναίαν και ουχί ευάριθμον, ενίκησαν κατά κράτος τον σατράπην των Ιωαννίνων Αλή πασάν. Κατά θάλασσα δε προέκυψεν εις μέσον ανήρ δυνάμενος να καταταχθή μεταξύ των ναυτικών ηρώων όσους αναφέρει η πάτριος ημών ιστορία.

Ο Λάμπρος Κατσώνης εκ Λεβάδειας κατελθών τον Ιανουάριον του 1788 εις Τεργέστην ανέλαβε την ηγεμονίαν του εν τη πόλει ταύτη εξοπλισθέντος υπό της αυτόθι ελληνικής κοινότητος, στολίσκου. Εκ Τεργέστης εξέπλευσεν εν αρχή του 1788 μετά τριών σκαφών κυριεύσας δε μετ’ ου πολύ δώδεκα εχθρικά πλοία συγκατέταξεν αυτά εις τον ίδιον στολίσκον και περιήγαγεν δι’ αυτών επί πέντε όλα έτη εν ταίς ελληνικαίς θαλάσσαις νικηφόρον την σημαίαν αυτού, καθιστάμενος φόβος και τρόμος των πολεμίων και δίδων αφορμήν γενέσεως θρύλων περί των κατορθωμάτων αυτού.

Τη 6η Απριλίου 1790 ο Λάμπρος Κατσώνης εξώρμησεν με 9 πλοία του επί των οποίων επέβαινον και 500 κλέφται υπό τον Οπούντιον Λοκρόν Ανδρούτσον, τον πατέρα του Οδυσσέως εκείνου, όστις εν αρχή της τελευταίας μεγάλης επαναστάσεως διετέλεσεν ο επισημότατος των πολεμάρχων της ανατολικής Ελλάδος, εναντίον του οσμανικού στόλου εκ πεντεκαίδεκα μεγάλων πλοίων συγκειμένου, μεταξύ Άνδρου και Ευβοίας. Μετά τρίωρον πυροβολισμόν οι πολέμιοι παραδόξως υπεχώρησαν, ίνα λάβωσι καιρόν να ενωθώσι μετά της περιμενομένης υπ’ αυτών αλγερινής μοίρας. Την δ’ επιούσαν προσήλθε και η αλγερινή μοίρα, ώστε οι πολέμιοι επέπεσον μετά διπλασίας δυνάμεως. Ο Λάμπρος, καίτοι δεν είχεν ήδη ειμή πλοία επτά, και ταύτα παθόντα εκ της προτεραίας, δεν εδίστασε να αντιπαραταχθή, ώστε συνεκροτήθη αγών φοβερός περί Καφηρέα, περί τον χώρον δηλαδή εκείνον όπου μετά τριάκοντα και πέντε έτη έμελλε να διαπράξη ο Γεώργιος Σαχτούρης έν των λαμπροτάτων αυτού κατορθωμάτων. Κατά την ναυμαχίαν ταύτην ο Λάμπρος απώλεσε δύο μέν πλοία αιχμαλωτευθέντα, τρία δε πυρποληθέντα υπό των ιδίων κυβερνητών, περί τους 650 δε άνδρας και αξιωματικούς. Εκ δε των πολεμίων βεβαιούται ότι εφονεύθησαν 3.000 και επληγώθησαν πολλοί. Η Αικατερίνη αυτή ετίμησε τον Λάμπρον προβιβάσασα μέν αυτόν εις βαθμόν χιλιάρχου, απονείμασα δε αυτώ το παράσημον του Αγίου Γεωργίου.

Ο ήρως της Βοιωτίας δεν απέβαλε το θάρρος και τάς πεποιθήσεις αυτού ένεκα του φοβερού εκείνου ατυχήματος, ισοδυνάμου όμως προς ένδοξον νίκην. Αναδιοργανώσας την ναυτικήν μοίραν αυτού ητοιμάζετο να εξακολουθήση τον αγώνα, ότε, έτι από των μέσων του 1791 αρξαμένων των περί ειρήνης διαπραγματεύσεων μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, έλαβε τάς προαναφερθείσας διαταγάς, επαναληφθείσας τώ 1792, μετά την υπογραφήν της εν Ιασίω συνθήκης, να παύση πάσαν εχθροπραξίαν. Ο Λάμπρος αγανακτήσας ανεφώνησεν, ως βεβαιούται, ότι, «εάν η αυτοκράτειρα συνωμολόγησε την ειρήν αυτής, ο Κατσώνης ακόμη δεν υπέγραψε την εδικήν του», εξέδωκεν έντονον κατά της ρωσικής πολιτικής διαμαρτύρησιν, κατά μήνα Μάιον 1792, και κατέλαβε την περί το Ταίναρον λακωνικήν παραλίαν μετά του Ανδρούτσου, ίνα, από του ορμητηρίου τούτου, εξακολουθήση τάς επιδρομάς αυτού. Εκεί προσβληθείς υπό του οσμανικού στόλου, μετά του οποίου συνέπραξαν παραδόξως και δύο γαλλικά μονόκροτα, αντέστη μέν επί τινα χρόνον και δεινήν επήνεγκεν σφαγήν εις τους αποβιβασθέντας πολεμίους, αλλ’ επί τέλους απέπλευσεν εις Ιθάκην και εκείθεν επέστρεψεν εις Ρωσίαν. Μετ’ ου πολύ κατεστάθη εις Κριμαίαν και απέθανεν εν ακμή έτι της ηλικίας, τώ 1804. Ουδέν ήττον ευκλεής αλλά οικτρά περί τά τέλη, απέβη η τύχη του συνεταίρου του Ανδρούτσου. Ούτος μετά των περί αυτόν αρματωλών διέσχισε εν σώματι την Πελοπόννησον, επί 40 ημέρας και νύκτας υπό 6.000 πολεμίων καταδιωκόμενος, έφθασε εις Ρούμελην και εκείθεν εις Επτάνησα, αφού εφόνευσεν υπέρ τους 1500 Τούρκους απωλέσας 97 άνδρας. Παραδοθείς όμως υπό της Ενετίας εις την οσμανικήν κυβέρνησιν, απήχθη εις Κωνσταντινούπολιν, ερρίφθη δέσμιος εις τάς φυλακάς του ναυστάθμου και εκεί δεινώς ταλαιπωρούμενος ετελεύτησε.

*

Ρήγας Φεραίος – αυτονομία Επτανήσου

Από του 1789 εξερράγη η μεγάλη εκείνη γαλλική επανάστασις, ήτις έμελλεν επί 20 όλα έτη να περιαγάγη τά νικηφόρα αυτής τάγματα και δόγματα από περάτων Ευρώπης μέχρι περάτων.

Τώ 1797, ο εν αρχή του σταδίου αυτού Ναπολέων Βοναπάρτης, καταλύσας το ενετικόν κράτος, τάς μέν άλλας τούτου κτήσεις επέτρεψεν διά της εν Καμποφορμίω συνθήκης εις την Αυστρίαν, τάς δε Ιονίους νήσους και όσα είχον διασώσει οι Ενετοί επί της κατέναντι ηπείρου, απένειμεν εις την Γαλλίαν. Οι επτανήσιοι εδέχθησαν τους Γάλλους ως σωτήρας, πιστεύσαντες εις τά περί απελευθερώσεως του ανθρωπίνου γένους κηρύγματα της δημοκρατίας. Το ίδιο έτος ο Βοναπάρτης διά των αδελφών Δήμου και Νικολού Στεφανοπούλου ήλθεν εις συνεννόησιν προς τον ηγεμόνα της Μάνης και διά τούτου μετά των αντιπροσώπων της Στερεάς, της Μακεδονίας, της Κρήτης και της Αλβανίας, επί τώ σκοπώ του να παρασκευάσωσι γενικόν τι επαναστατικόν κίνημα. Οπωσδήποτε πάσαι αι ενέργειαι και αι πομπώδεις επαγγελίαι της γαλλικής δημοκρατίας δεν ήσαν αμέτοχοι ιδιοτελείας.

Ο στρατηγός Βοναπάρτης περιεπλάκη και εις ετέρας ενεργείας αίτινες έμελλον να επαγάγωσιν έν των τραγικωτέρων γεγονότων της πατρίου ημών ιστορίας κατ’ εκείνο του χρόνου.

Περί τά μέσα της παρελθούσης εκατονταετηρίδος εγεννήθη εις Βελεστίνον της Θεσσαλίας, ήτοι εις τάς αρχαίας Φεράς, ο Ρήγας ο εκ τούτου επικληθείς Βελεστινλής ή Φεραίος. Ο Ρήγας σύν τοίς άλλοις εποτίσθη τά μεθυστικά νάματα των αρχών της γαλλικής δημοκρατίας. Πιστεύσας ότι επέστη η ώρα γενικής του έθνους επαναστάσεως παρεσκεύασε την τοσούτον δεινήν κατά της τουρκικής κυβερνήσεως αποστασίαν του δυνάστου της Βουλγαρίας Πασβάνογλου και συνάμα διετέλει εις αδιάκοπον αλληλογραφίαν μετά διαφόρων άλλων επισήμων Τούρκων και Αλβανών και μετά αρματωλών και επισκόπων και άλλων προυχόντων της Ελλάδος. Ίνα διαφωτίση μέν το πνεύμα των ομογενών, εξάψη δε το φρόνημα αυτών, ησχολήθη περί την σύνταξιν Χάρτου της Ελλάδος και Στρατιωτικού εγκολπίου και Προσωρινού πολιτικού κανονισμού και πρό πάντων των Ύμνων εκείνων, οίτινες, επί τριακονταετίαν όλην αδόμενοι, έμελλον νά χρησιμεύσωσιν ως πυρφόρος θρυαλλίς της μεγάλης εκρήξεως του 1821. Ιδίως ο θούριος: Ως πότε παλληκάρια να ζούμε σ’ τά στενά. Μονάχοι ‘σαν λιοντάρια, ‘ς ταίς ράχαις, ‘ς τά βουνά,…

Ο Ρήγας μετέβη εις Βιέννην και εκείθεν ήλθεν εις αλληλογραφίαν μετά του εν Ιταλία, κατά τά έτη 1796 και 1797 θριαμβεύοντος Βοναπάρτου. Παρέστησεν αυτώ την οικτράν της Ελλάδος τύχην και επεκαλέσατο την κραταιάν της Γαλλίας συνδρομήν προς απελευθέρωσιν της κλασικής ταύτης γής. Αξιωθείς δε να προσκληθή υπό του στρατηγού εις προσωπικήν εν Ενετία συνέντευξιν, απήλθε διά Τεργέστης εις την πόλιν ταύτην. Δυστυχώς, αφικόμενος εις Τεργέστην συνελήφθη υπό της αυτόθι αυστριακής αρχής και εφυλακίσθη μετά του συνεταίρου αυτού Χριστοφόρου Περραιβού. Και ο μέν Περραιβός απελύθη, ο δε Ρήγας παρεδόθη εις τον πασάν του Βελιγραδίου τώ 1798 και εφονεύθη. Πρίν αποθάνη ανέκραξεν τουρκιστί : «ούτως αποθνήσκουσι τά παλληκάρια, ικανόν έσπειρα σπόρον. Θέλει βλαστήσει και το γένος μου θέλει συλλέξει τον γλυκύν αυτού καρπόν»! Ταύτα δε ως προφήτης λαλήσας έπεσε καταλιπών εις τους επιγενομένους μνήμην ιεράν.

*

Έν περίπου έτος μετά τον θάνατον του Ρήγα κατελύθη και η εν Επτανήσω εφήμερος πρώτη γαλλική κυριαρχία. Η Ρωσία εξεμεταλλεύθη την απουσίαν του Βοναπάρτου εις Αίγυπτον, και συμμαχήσασα μετά των Τούρκων μετά των οποίων εταυτίσθησαν τά συμφέροντα, ενώ επί εκατονταετηρίδαν όλην δεν έπαυσαν κατ’ αλλήλων ανταγωνιζόμενοι, και ρωσοτουρκικός στόλος εξέβαλε τους Γάλλους εξ Επτανήσου κατά Μάιον του 1799. Συνεφώνησαν δε Ρώσοι και Τούρκοι να συγκροτηθή εκ των επτά νήσων πολιτεία αυτόνομος μέν εσωτερικώς, εξωτερικώς δε διατελούσαν υπό ρωσοτουρκικήν προστασίαν επί τη υποχρεώσει καταβολής κατά τριετίαν τη Υψηλή Πύλη φόρου 75.000 γροσίων. Παρεχωρήθησαν δε εις την Τουρκία αι επί της Ηπείρου πρώην ενετικαί κτήσεις, Βόνιτσα, Πρέβεζα, Βουθρωτόν και Πάργα. Και ταύτα πάντα ανεγνώρισεν και ο Βοναπάρτης.

Αλλ’ αι φιλικαί της Ρωσίας σχέσεις δεν διήρκεσαν πολύ ούτε μετά της Τουρκίας ούτε μετά της Γαλλίας. Κατά Απρίλιον του 1805 συνεκροτήθη νέα ευρωπαϊκή συμμαχία μεταξύ Αγγλίας, Αυστρίας, Ρωσίας και Σουηδίας κατά του Ναπολέοντος Βοναπάρτου. Η Υψηλή Πύλη περιέστη εις δεινήν αμηχανίαν, ή έπρεπε να υποκύψη εις την επιρροήν της συμμαχίας, εν ή και ο ασπονδότερος εχθρός αυτής (Ρωσία) αλλά και η πρόμαχος της ακεραιότητός της (Αγγλία), ή έπρεπε να συνταχθή μετά του Ναπολέοντος, όστις είχεν αποδείξει ότι δεν εδίσταζε να την ακρωτηριάση.

Κατά Οκτώβριον 1806 ρωσικά στρατεύματα ενέβαλον εις Μολδαυΐαν, και η Τουρκία τη 30η Δεκεμβρίου εκήρυξε τον πόλεμον κατά της Ρωσίας, εθανάτωσε δε τότε τον ηγεμόνα Αλέξανδρο Υψηλάντη ενώ ο υιός αυτού κατέφυγεν εις Ρωσίαν. Εβασίλευε τότε ο ημερώτερος και συνετώτερος των σουλτάνων Σελήμ Γ΄. Τη 28η Μαΐου 1807 εξερράγη εν Κωνσταντινουπόλει στάσις δι’ ής καθηρέθη μέν ο Σελήμ Γ΄, ανηγορεύθη δε ο εξάδελφος αυτού Μουσταφάς Δ΄.

Περί τά τέλη Ιουλίου συνωμολογήθη ειρήνη μεταξύ γαλλίας και Ρωσίας εις Τίλσιτ, δι’ ής απεμονώθη η Αγγλία, ο Ναπολέων έλαβεν ως προκαταβολήν τάς Ιονίους νήσους και τά εν Δαλματία φρούρια και παρεχώρησεν εις την Ρωσίαν τάς παριστρίους ηγεμονίας.

*

Αλή πασάς

Δεινότεραι όμως ανωμαλίαι συνέβησαν εις το οσμανικόν κράτος. Ο από του 1788 καταλαβών τά Ιωάννινα διαβόητος Αλβανός Αλή πασάς, ηγωνίζετο να επεκτείνη την αρχήν αυτού επί απάσης της Ηπείρου και της Θεσσαλίας και της άλλης Ελλάδος, καταβάλλων Έλληνάς τε και ομοφύλους. Καθ’ ούς χρόνους ευρισκόμεθα ηγωνίζετο πρό πάντων να καταβάλη την αρειμάνιον κοινότητα του Σουλίου. Οι πολυθρύλητοι εκείνοι ορείται μετέσχον μέν των επαναστατικών κινημάτων του 1770 και 1790, δίς δε ήδη είχον ματαιώσει τάς κατ’ αυτών επιχειρήσεις αυτού του Αλή πασά, κατά τε το έαρ τού 1790 και κατά Ιούλιον του 1792. Αλλ’ ο ηρωικώτερος των αρχαιοτέρων εκείνων αγώνων αυτών διεξήχθη από του 1800-1803.

Τωόντι περί τά μέσα του 1800 ετράπη αίφνης ο Αλής και τρίτον κατ’ αυτών συνεπαγόμενος 10.000 άνδρας. Αι οδύναι τάς οποίας υπέστησαν οι Σουλιώται, ιδίως διά την έλλειψιν τροφών και ύδατος, υπήρξαν απερίγραπτοι. Ουδέν ήττον δεν επείθοντο να υποταχθώσιν και εν τη εσχάτη δε αμηχανία έσωζον έτι την ζωηρότητα και την φαιδρότητα του εθνικού πνεύματος. Επικηρύξαντος του Αλή 500 γρόσια δι άπάσαν Σουλιώτου κεφαλήν, αντεπεκήρυξαν ούτοι 10 φυσέκια δι άπάσαν κεφαλήν Τούρκου. Και εμπεσόντος ποτέ ενός αυτών όνου εις χείρας των πολεμίων, εζήτησαν το κτήνος υποσχόμενοι ν’ αποδώσωσι την αξίαν αυτού, επιστραφέντος δε του όνου, απέδωκαν Τούρκον αιχμάλωτον, αξιούντες ότι κατέβαλον το ίσον του λυτρωθέντος. Τρία έτη διήρκεσεν ο αγών ούτος και οι Σουλιώται δεν έπαυον νικηφορούντες, ότε κατά Σεπτέμβριον του 1803 διά της προδοσίας του Πήλιου Γούση, εκυριεύθη τελευταίον το Σούλι, οι δε πρόμαχοι αυτού υποχωρήσαντες εις την αγίαν Παρασκευήν και πάσχοντες τά πάνδεινα, ιδίως εκ δίψης, συνήνεσαν τελευταίον, όχι να παραδοθώσιν, αλλά να συνθηκολογήσωσιν, ότι θέλουσιν απέλθει ελευθέρως όπου βούλωνται μετά των όπλων και των σκευών. Ο Αλής εκύρωσε τάς συνθήκας ταύτας και τη 12η Δεκεμβρίου 1803 εγκατέλιπον οι Σουλιώται την πατρίδα αυτών, διαιρεθέντες εις τρία σώματα. Ο μοναχός Σαμουήλ και πέντε έτεροι άνδρες ομού μετά του γραμματέως του Αλή και δύο άλλους Τούρκους εθάφθησαν υπό τά ερείπια του τελευταίου εκείνου προμαχώνος, καθ’ όσον ο μοναχός εκένωσεν το όπλον του κατά της πυριτοθήκης.

Εκ των τριών σωμάτων, το πρώτον υπό τον Τζαβέλλαν, τον Δράκον και τον Ζέρβαν, έφθασε σχεδόν σώον εις Πάργαν, ήτις είχε μέν παραχωρηθή εις την Τουρκίαν αλλά διά της προστασίας των κατεχόντων τότε την Επτάνησον Ρώσων, διετέλει σχεδόν αυτόνομος.

Το δεύτερον σώμα υπό τον Κουτσονίκαν επολιορκήθη εις τον Ζάλογκον, τον κείμενον επί βράχου υψηλού και απροσίτου υπέρ τον Αχέροντα μετεωριζομένου. Εκεί μετ’ ολίγον εξηντλήθησαν αι τροφαί και τά πολεμοφόδια, και τότε αι μέν γυναίκες, αφού προετίμησαν να εσφενδωνίσωσιν εις την άβυσσον τά τέκνα, ίνα μη ίδωσιν αυτά περιπίπτοντα εις χείρας των πολεμίων, έπειτα απεφάσισαν να παρακολουθήσωσι τά φίλτατα εκείνα όντα, ουχί εν κλαυθμοίς και οδυρμοίς, αλλά εν χοροίς και άσμασι. Θυσία καταπληκτική, ήν ουδέποτε θέλουσιν εννοήσει αι παρούσαι γενεαί! Και ήψαντο λοιπόν αλλήλων τάς χείρας, και έσυρον εν κύκλω τον χορόν άδουσαι και καθ’ όσον επλησίαζεν εκάστη εις το χείλος του βαράθρου εκρημνίζετο εις αυτό, και ο κύκλος επαναλαμβάνετο, και ο χορός ωσαύτως, μέχρι ού κατέπεσον άπασαι η μία κατόπιν της άλλης. Οι δε άνδρες επεχείρησαν διά νυκτός έξοδον, διελλάσαντες εξ 800, εκατόν πεντήκοντα εις Πάργαν.

Αλλά και εκ του τελευταίου σώματος, όπερ συνέκειτο εκ 1000 Σουλιωτών και είχε καταλάβει μοναστήριον τι καλούμενον Σέλτσο, έπεσον μαχόμενοι οι πλείστοι, μόνοι δε τεσσαράκοντα και πέντε κατώρθωσαν να διαφύγωσιν υπό τον Βότσαρην εις Πάργαν ωσαύτως. Εκ Πάργας δε απήλθον οι περισωθέντες Σουλιώται εις Κέρκυραν, από της οποίας μετά επτακαίδεκα έτη επέπρωτο να ανακτήσωσι την πατρίδα αυτών και να αρχίσωσι πρώτοι Ελλήνων τον μέγα υπέρ ανεξαρτησίας αγώνα.

*

Μετά την καταστροφήν της φωλεάς ταύτης του Ελληνισμού, ο Αλή πασάς ετράπη κατά των εν Ολύμπω αρματωλών και κλεφτών. Οι Ρώσοι ήσαν τότε σύμμαχοι των Άγγλων και ευχαρίστως έβλεπον τους ημετέρους επιτιθεμένους κατά των Οσμανιδών, ενώ τον Αλή καθωδήγει πόρρωθεν ο Ναπολέων λέγων διά του Ταλεϋράνδου ότι ανάγκη να περισταλώσιν οι Έλληνες, οίτινες αποτελούσι τον επικουρικόν της Ρωσίας στρατόν.

Ο Αλή πασάς, επιχειρήσας την κατάληψιν της Λευκάδος, απεκρούσθη υπό των Ρώσων και των αρματωλών και κλεφτών, ούς παρέλαβεν η Ιόνιος πολιτεία εις την υπηρεσίαν αυτής διά των επιτηδείων μετά του Βότσαρη και του Κατσαντώνη διαπραγματεύσεων του γραμματέως της επικρατείας αυτής Ιωάννου Καποδιστρίου.

Αλλ’ ο Αλής ανεδείχθη ευτυχέστερος επί της Στερεάς. Οι πλείστοι των αρματωλών και κλεφτών της Θεσσαλίας υπετάχθησαν. Είς εξ αυτών ο Νίκος Τσάρας επεχείρησε περί τά μέσα του 1807 εκστρατείαν παράτολμον, απελθών μετά 550 λογάδων μαχητών εις Μακεδονίαν και Βουλγαρίαν. Πολιορκηθείς όμως επί του όρους Μενοικέως και εις τάς κλεισούρας της Τζίχνας υπό 15.000 εχθρών, ηναγκάσθη να υποχωρήση και να σωθή εν τέλει εις τάς μονάς του Άθωνος, εκείθεν δε να εκπλεύση εις Σκόπελον.

Ακολούθησεν η υπογραφή της συνθήκης εις Τιλσίτ, οι Ρώσοι παρεχώρησαν τήν Επτάνησον εις τους Γάλλους, ο Ναπολέων έπαυσε να υποστηρίζη τον Αλή.

Άπαντες όμως οι μάχιμοι άνδρες της επικρατείας του Αλή, καταφυγόντες εις Σκίαθον και συγκροτήσαντες αυτόθι καταδρομικόν στόλον εξ 70 περίπου πλοιαρίων, εξηκολούθησαν τον αγώνα κατά θάλασσαν. Η Υψηλή Πύλη ηναγκάσθη να διατάξη τον Αλή πασάν να παύση την κατά των αρματωλών καταδίωξιν, ίνα δυνηθώσι να επιστρέψωσιν ούτοι εις τά ίδια και αφήσωσιν ούτως ελευθέραν την θάλασσαν.

Ο Αλής δι’ αμνηστειών και ποικίλων άλλων επαγγελιών δαμάσας τους Έλληνας οπλαρχηγούς της Στερεάς και της Θεσσαλίας, εφαίνετο προσεγγίζων εις το βούλευμα αυτού, να ιδρύση κράτος ίδιον εν ταίς μεσημβριναίς ταύταις επαρχίαις. Η Υψηλή Πύλη ηναγκάζετο να ανέχηται αυτόν ένεκα ποικίλων εξωτερικών και εσωτερικών περισπασμών. Τη 28η Ιουλίου 1808 καθηρέθη ο Μουσταφάς Δ΄ και ανηγορεύθη ο νεώτερος αυτού αδελφός Μαχμούτ Β΄. Εν τώ μεταξύ εσυνεχίζετο ο εν αρχή αμφίρροπος ρωσοτουρκικός πόλεμος. Αλλά κατά Σεπτέμβριον του 1810, ηττηθέντων των Οσμανιδών περί Ίστρον, ήρξαντο διαπραγματεύσεις εν Βουκουρεστίω. Λόγω των υπερόγκων απαιτήσεων των Ρώσων, αι εχθροπραξίαι εσυνεχίσθησαν αλλά κατατροπωθέντων εν τέλει των Τούρκων υπό του στρατηγού Κουτούζοφ απεφασίσθη η συνωμολόγησις ειρήνης ήτις υπεγράφη τη 28η Μαΐου 1812. Δι’ αυτής παρεχωρήθη εις τους Ρώσους η Βεσσαραβία και μέρος της Μολδαυΐας, διετήρησαν δε οι Οσμανίδαι την επί της Σερβίας κυριαρχίαν. Ιδίως δε ως προς την Ελλάδα είναι αξιομνημόνευτος η εν Βουκουρεστίω συνθήκη, διότι πρώτην τότε φοράν τά κοινοτικά προνόμια των νήσων του Αιγαίου και ιδίως της Ύδρας, των Σπετσών και των Ψαρών, περιελήφθησαν εν διεθνεί συμβάσει. Όθεν έκτοτε η Ρωσία ου μόνον υπέρ της θρησκείας ημών εδικαιούτο να υψώνη φωνήν, αλλά και υπέρ των προνομίων των νήσων.

Από του 1809 εν τώ μεταξύ, οι Άγγλοι ήρχισαν να καταλαμβάνωσι την Ζάκυνθον, την Κεφαλληνίαν, την Ιθάκην και τά Κύθηρα και έλαβον εις την ιδίαν υπηρεσίαν τους εν ταίς νήσοις ταύταις Έλληνας, είχον πρόδηλον δε συμφέρον να διάγωσι φιλίως μετά του γείτονος αυτών Αλή. Αφ’ ετέρου μετά την υποταγήν των αρματωλών του Ολύμπου και της Στερεάς, ούκ ολίγοι μέν εισέτι κλέφται αντηγωνίζοντο κατά του Αλή, ιδίως οι πολυθρύλητοι Κατσαντωναίοι. Αλλά τώ μέν 1811 συνελήφθη διά προδοσίας ο Κατσαντώνης και σκληρότατον υπέστη εν Ιωαννίνοις θάνατον, τώ δε 1815 εδολοφονήθη ο ενάμιλλος αυτού αδελφός Λεπενιώτης. Τότε το σώμα αυτών, συγκείμενον εκ 300 και επέκεινα ανδρών διελύθη, και άλλα μέν τμήματα αυτών κατεστράφησαν, άλλα επροσκύνησαν, οίον λ.χ. το του Τζόγκα απόσπασμα, όστις διωρίσθη καπετάνος της Βονίτσης, ενώ ο υπ’ αυτόν υπηρετήσας Γεώργιος Καραϊσκάκης και άλλοι πολλοί συγκατελέγησαν μεταξύ των σωματοφυλάκων του Αλή. Και μετ’ ου πολύ ο δυνάστης των Ιωαννίνων επέτυχε την εκπλήρωσιν αρχαιοτάτου τινός αυτού πόθου, διά της καταλήψεως της Πάργας, η οποία ναι μέν είχε παραχωρηθή εις την Τουρκίαν από του 1800 αλλά διέσωζεν αυτονομίαν τινά υπό την αλληλοδιάδοχον προστασίαν των Ρώσων και των Γάλλων και την μετέπειτα αγγλικήν προστασίαν μέχρι του 1819, ότε παρεχωρήθη εις τον Αλήν.

*

Ο σουλτάν Μαχμούτ Β΄ δεν ήτο άνθρωπος κοινός, και απεφάσισε να προσβάλη τον Αλή. Όθεν κατά Μάιον του 1820 εξέδωσε Χάτι-Σερίφ, δι’ ού ανεκήρυττε τον Αλήν ένοχον προδοσίας και προγεγραμμένον εάν εντός 40 ημερών δεν ενεφανίζετο εις Κωνσταντινούπολιν ίνα απολογηθή.

Εννοείται ότι ο Αλής δεν επήγεν εις Κωνσταντινούπολιν και τότε προεχειρίσθη μέν πασάς των Ιωαννίνων ο άσπονδος του Αλή εχθρός Ισμαήλ Πασόμπεϋς, επτά δε έτεροι πασάδες διετάχθησαν να στρατεύσωσιν από κοινού επί την Ήπειρον. Οι Έλληνες μαχηταί ωφελήθησαν πολυειδώς και πολυτρόπως εκ του εκραγέντος εντεύθεν εμφυλίου των αντιπάλων αυτών αγώνος. Αμφότεροι ούτοι οι αντίπαλοι εζήτησαν την συνδρομήν αυτών. Και ο μέν Αλής είχεν πρό καιρού εις την υπηρεσίαν του πολλούς εκ των ημετέρων, η δε Πύλη προσεταιρίσθη τους Σουλιώτας υποσχομένη την εις αυτούς απόδοσιν του Σουλίου. Περί τους 300 εξ αυτών, διεπερεώθησαν εκ Κερκύρας εις Ήπειρον και επεφάνισαν εις το πολιορκούν τά Ιωάννινα στρατόπεδον. Τάχιστα όμως συνεννοήθησαν διά του Μάρκου Βότσαρη μετά του Αλή, τεταπεινωμένου ήδη όντος ως εκ της προδοσίας του επιφανούς στρατηγού του Ομέρ Βρυώνη και των υιών αυτού Μουκτάρ και Βελή.

Τη 6η Δεκεμβρίου 1820 εγκατέλιπον οι Σουλιώται το οσμανικόν στρατόπεδον, ουχί βεβαίως ίνα σώσωσι τον Αλήν, αλλ’ ίνα δώσωσι το σύνθημα της μεγάλης σύμπαντος του έθνους επαναστάσεως, ήτις πρό ετών παρεσκευάζετο διά των ενεργειών της Φιλικής Εταιρείας, μεθ’ ής εγκαίρως είχον συνεννοηθή ο τε Βότσαρης και οι άλλοι των Σουλιωτών αρχηγοί. Επέπεσον κατά των πολιορκούντων τον Αλήν πολεμίων αλλ’ εν ταίς εχθροπραξίαις απέβλεπον εις το να παρατείνωσιν όσον ενδέχεται τον εμφύλιον οσμανικόν αγώνα. Εν τώ μεταξύ ο σουλτάνος κατά Ιανουάριον 1821 αντικατέστησε τον ανίκανο Πασάμπεϋ, ηγεμόνα της κατά του Αλή στρατείας, διά του διοικητού της Πελοποννήσου Χουρσίτ πασά. Ευκολυνθείσα ούτω εκινήθη η μεσημβρινωτάτη των ελληνικών χερσονήσων, ενώ ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ενέβαλε κατά Φεβρουάριον εις Μολδαυΐαν. Συγχρόνως εξηγέρθησαν η ανατολική Ελλάς και αι νήσοι, μετ’ ολίγον δε και η δυτική Ελλάς. Ώστε ότε εν αρχή του 1822 παρεδόθη ο Αλής, η ελληνική επανάστασις ου μόνον είχεν οπωσούν ασφαλισθή διά των εν Βαλτετσίω και περί Θερμοπύλας μαχών και της πρώτης πυρπολήσεως οθωμανικού δικρότου εις Ερεσσόν της Μυτιλήνης και της αλώσεως της Μονεμβασίας, της Πύλου και της Τριπόλεως, αλλά συγκροτήσασα προσέτι την πρώτην αυτής εθνικήν συνέλευσιν εν Επιδαύρω είχεν ανακηρύξει δι’ αυτής τη 1η Ιανουαρίου 1822 ενώπιον Θεού και ανθρώπων την πολιτικήν του ελληνικού έθνους ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν.

Η ελληνική λοιπόν επανάστασις του 1821 δεν παρήχθη εκ τύχης, αλλ’ αποτέλεσμα αναπόδραστον όλων των προηγουμένων περιστάσεων, πόθων και ενεργειών του έθνους. Αποτέλεσμα του οποίου τά αλλεπάλληλα προηγούμενα δύναται η ιστορία να παρακολουθήση βήμα προς βήμα επί 400 ανατρέχουσα έτη μέχρι των χρόνων καθ’ ούς το έθνος υπέκυψε κατά πρώτον εις την οσμανικήν κυριαρχίαν.

***

Βιβλίον 15ον

Φιλική εταιρεία – το εν ταίς Ηγεμονίαις κίνημα

Τώ 1814 εν Οδησσώ, ο Σκουφάς, ο Τσακάλωφ και ο Ξάνθος, άνθρωποι έντιμοι αλλά ακατονόμαστοι, απεφάσισαν να κινήσωσιν εις επανάστασιν το έθνος και επί τούτω να συστήσωσιν εταιρείαν μυστικήν, σκοπούσα να καθυποβάλη υπό το κράτος αυτής απάσας του έθνους τάς τάξεις, κλήρον, φαναριώτας, προεστώτας, ναυβάτας, αρματωλούς, κλέφτας, λογίους, εμπόρους, γεωργούς. Οι ιδρυταί της εταιρείας επενόησαν να παραστήσωσιν εαυτούς ως επιτρόπους αφανούς τινος Αρχής, περί ής ουδόλως εξηγούντο, αφίνοντες μόνον να υπονοήται ότι η Αρχή αύτη ήτο ουδείς άλλος ή αυτός ο παντοδύναμος της Ρωσίας αυτοκράτωρ. Πολύ αργότερον περιέλαβε συνεργούς τους εγκριτωτάτους του έθνους άνδρας, τον πατριάρχην Γρηγόριον, πολλούς ιεράρχας, τους Υψηλάντας, τον Δ. Μαυροκορδάτον, τον Π. Μαυρομιχάλην, και τον Μιχαήλ Σούτσον.

Οι φιλικοί επεδίωξαν την σύμπραξιν των Σέρβων και έπεισαν τον επιφανέστατον των αγωνιστών της χώρας εκείνης Καρά – Γεώργην, όστις όμως εδολοφονήθη υπό του κατέχοντος τά πράγματα αυτής Μιλόση, η δε Σερβία προαιρουμένη και τότε, όπως πάντοτε βραδύτερον, να ωφελήται εκ των δυσχερειών της οθωμανικής κυβερνήσεως, ίνα αυξάνη τά πλεονεκτήματα αυτής δι’ όσων ενδέχεται μικροτέρων ιδίων θυσιών, επέμεινεν εις την τήρησιν της ουδετερότητος.

Τώ 1818 οι ιδρυταί της εταρείας εννόησαν την αναπόδραστον ανάγκην του να επιστεγάσωσι το ακέφαλον αυτών οικοδόμημα, αναβιβάζοντες εις την κορυφήν αυτού άνδρα ικανόν να παράσχη τά πιστά εις το έθνος. Ο ανήρ ούτος ήτο τελικώς ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, μετά την άρνησιν του Ιωάννου Καποδιστρίου ν’ αποδεχθή την πρότασιν του Ξάνθου, όστις κατά Φεβρουάριον του 1820 εκόμισεν αυτώ συστατικήν του Ανθίμου Γαζή επιστολήν. Ούτω περί τά τέλη Απριλίου 1820 ο Υψηλάντης ανηγορεύθη γενικός επίτροπος της Αρχής, ήτις δήθεν εκρύβετο όπισθεν της Φιλικής Εταιρείας. Ο Υψηλάντης όμως ήτο εκ των ανθρώπων εκείνων οίτινες χρήσιμοι όντες δευτεραγωνισταί, ιλιγγιώσιν επί της υπερτάτης βαθμίδος και εν τούτοις, μη καταμετρούντες τάς ιδίας δυνάμεις, ανέρχονται εις αυτήν. Εν άλλαις λέξεσιν έχουσι πλείονα φιλοδοξίαν ή αξίαν πραγματικήν, πλείονα πόθον να καταλάβωσι την Αρχήν ή ικανότητα να την διεξαγάγωσι. Και ευκόλως μέν ελπίζοντες, ευκολώτερον δε απελπιζόμενοι, φέρουσιν επί του μετώπου αυτών την πεπρωμένην σφραγίδα της αποτυχίας.

Εφ’ ικανόν χρόνον ο Αλέξανδρος Υψηλάντης εταλαντεύθη και επί μίαν μάλιστα στιγμήν είχεν αποφασίσει να κατέλθη διά Τεργέστης εις την Ελλάδα. Έπειτα όμως επαλινώδησε και τη 22α Φεβρουαρίου 1821 εισήλθεν εις Ιάσιον της Μολδαυΐας, μετά των δύο αδελφών αυτού Νικολάου και Γεωργίου και ευαρίθμων τινων άλλων οπαδών. Επολιτεύθη όμως αθλίως. Διατρίψας μίαν περίπου εβδομάδα εν Ιασίω, ουδέν έπραξε προς διοργάνωσιν και αύξησιν του στρατού, πολλούς δε μόνον εχειροτόνησε στρατηγούς και αξιωματικούς του επιτελείου, ενώ επεχείρισεν και επονειδίστους καταπιέσεις κατά των πλουσίων Ελλήνων τε και Ρουμάνων. Πορευθείς έπειτα εις Φοξάνιον, διωργάνωσε τουλάχιστον αυτόθι τον Ιερόν Λόχον. Ετράπη όμως εις νέας διαλυτικάς του στρατού καταπιέσεις. Ενώ άφησε δε τά πράγματα να παραλύωσιν οσημέραι, ησχολήθη περί τον καταρτισμόν και την συντήρησιν θεατρικού θιάσου. Περί ταύτα αναλίσκων τον χρόνον έλαβεν εν Βουκουρεστίω την αποδοκιμασίαν του αυτοκράτορος Αλεξάνδρου και τον αφορισμόν του οικουμενικού πατριάρχου. Εκ του εν Τιρβιστίω στρατοπέδου διέταξε να καταληφθή ισχυρώς το περί την μονήν Δραγασσανίου πεδίον. Αυτός ο Υψηλάντης απέδρα εις Ρίμνικον και τη 1η Ιουνίου οι Τούρκοι εκυρίευσαν αμαχητί το εγκαταλειφθέν στραταρχείον. Το κίνημα εφάνη τότε καταβληθέν. Αλλ’ εν Ριμνίκω υπήρχον έτι 7.500 άνδρες, ο δε καπετάν Γεωργάκης Ολύμπιος απεφάσισε να επιτεθή κατά του Δραγασσανίου. Ατυχώς ο Βασίλειος Καραβιάς, παρά τάς του Ολυμπίου παραγγελίας και άνευ ουδεμιάς προς αυτόν ειδοποιήσεως επετέθη την 6ην Ιουνίου μετά 500 ιππέων κατά του χωρίου, παραπείσας και τον Νικόλαον Υψηλάντην να συμπράξη εις το απονενοημένον εκείνο κίνημα μετά του Ιερού Λόχου. Οι Τούρκοι όμως έτρεψαν εις φυγήν τους ατάκτως επερχομένους ιππείς και έπειτα ευρέθησαν ενώπιον του Ιερού Λόχου. Οι 500 ιερολοχίται δεν κατέλιπον τάς τάξεις, αλλά καρτερικώς αντιταχθέντες εις τετραπλασίαν δύναμιν, έπεσον οι πλείστοι επαξίως του ονόματος όπερ έφερε το τάγμα αυτών. Μετά την καταστροφήν ταύτην ο Αλέξανδρος Υψηλάντης υπεχώρησεν οριστικώς. Η οσμανική κυβέρνησις ηδυνήθη τότε ευλόγως να υπολάβη ως παρελθούσαν την μικράν εκείνην καταιγίδα.

*

Περί του ζητήματος πού, κατά ποίαν ακριβώς ημέραν, και διά τίνων εξερράγη κατά πρώτον η εν Ελλάδι επανάστασις, εγράφησαν πολλά υπό τοπικών φιλοτιμιών. Είναι βέβαιον πάντως ότι απόστολοι αξιούντες ότι ομιλούσιν εν ονόματι μεγάλης δυνάμεως, περιέτρεχον την Ελλάδα και εξήπτον τά πνεύματα απ’ άκρου αυτής μέχρι άκρου. Εν Πελοποννήσω ιδίως επήλθεν περί τά τέλη του 1820, πεμφθείς υπό του Υψηλάντου, ο αρχιμανδρίτης Δικαίος, ο κοινότερον καλούμενος Παπαφλέσσας, ανήρ έχων όλα τά ελαττώματα και όλα τά προτερήματα του κρατίστου συνωμότου, το πλανάσθαι και πλανάν, το τολμάν και θνήσκειν.

Εν αρχή Φεβρουαρίου 1821 συνελθόντες δε οι πρόκριτοι της δυτικής Πελοποννήσου, Ζαίμης, Λόντος και ο μητροπολίτης Γερμανός, εν τη μονή του αγίου Γεωργίου περί το Αίγιον, εζήτησαν παρά του Παπαφλέσσα πληροφορίας περί της φημιζομένης ρωσικής συνδρομής. Ο Φλέσσας καταπείσας τον Ν. Σολιώτην να τολμήση τάς πρώτας εν τη επαρχία των Καλαβρύτων εχθροπραξίας, περιήγαγε τον Ασημάκην Ζαΐμην και κατόπιν όλους τους λοιπούς εις την ανάγκην να παρακολουθήσωσι το ρεύμα.

Το τέχνασμα της Φιλικής Εταιρείας περί δήθεν ισχυράς Αρχής όπισθεν αυτής, είχε ρίψει βαθείας εις τά σπλάχνα του λαού ρίζας. Ότε δε εδέησεν οι άνθρωποι να διανοίξωσι τους οφθαλμούς, η επανάστασις είχε τοσούτον γενικευθή και ευδοκιμήσει, ώστε η παλινωδία κατέστη περιττή και αδύνατος. Άλλωστε διευκολύνθη και διά τους εξής πρακτικούς λόγους. Ο εμφύλιος μεταξύ Μαχμούτ και Αλή αγών προεκάλεσε την αναχώρησιν του Χουρσίτ πασά εκ Πελοποννήσου. Πλήν τούτου η στάσις του Αλή απησχήλησε δι’ όλου του έτους 1821 τάς πλείστας των τουρκικών δυνάμεων της Ρούμελης και οι Σουλιώται ανέκτησαν την πατρίδα αυτών. Άπορον λοιπόν δεν είναι ότι η επανάστασις υπό πολλών και ποικίλων περιστάσεων, ριπιζομένη, εξερράγη. Αλλ’ είναι θαυμαστόν πώς ηδυνήθη να ανθέξη και διεξαχθή, διότι πέραν του γίγαντος του οσμανικού κράτους, είχεν ν’ αντιπαλαίση και κατά του επικρατούντος τότε εχθρικού «κλίματος», να καταστέλωνται δηλαδή αι εκρηγνυόμεναι στάσεις, ώστε να εξασφαλίζεται η εν Ευρώπη τάξις.

Τωόντι οι αυτοκράτορες της Ρωσίας και της Αυστρίας, ο βασιλεύς της Πρωσίας μετά των υπουργών αυτών και οι αντιπρόσωποι της Γαλλίας και της Αγγλίας εσκέπτοντο, συνηγμένοι εις Λάυβαχ, περί της καταστολής των εν τη ιβηρική και τη ιταλική χερσονήσω εκραγεισών στάσεων και περί της εξασφαλίσεως της εν τη Ευρώπη τάξεως, ότε αίφνης κατέφθασεν αυτόθι η αγγελία της από των Ηγεμονιών αρξαμένης ελληνικής επαναστάσεως.

*

Πρώτα τοπικά πολιτεύματα – ολέθρια αποτελέσματα πολυαρχίας

Η πρώτη προς συμπύκνωσιν των μερικών δυνάμεων του έθνους απόπειρα εγένετο υπό του ηγεμόνος της Μάνης Πετρόμπεϋ, όστις προθύμως δράξας τά όπλα, κατά Μάρτιον του 1821, και προελάσας εκ της χώρας αυτού, εκυρίευσε, τη 23η τάς Καλάμας. Ο Πέτρος Μαυρομιχάλης ίδρυσεν αμέσως μετά των προεστώτων την λεγομένην Μεσσηνιακήν Γερουσίαν, ήτις όμως αύτη ού μόνον την όλην Ελλάδα, αλλ’ ουδέ την Πελοπόννησον όλην ηξίου να εκπροσωπήση.

Τη 8η Ιουνίου 1821 αφίκετο εις την Ύδραν ο Δ. Υψηλάντης, κομίζων γενικωτέρας αξιώσεις, και παρέστη ως «διωρισμένος» από τον αρχιστράτηγον του γένους ημών αδελφόν του Αλέξανδρον Υψηλάντην, πληρεξούσιος αρχιστράτηγος της Πελοποννήσου και των άλλων μερών.

Μετ’ ου πολύ ο Δ. Υψηλάντης προσέκρουσε προς την Γερουσίαν των προεστώτων της Πελοποννήσου, αλλά συνετάχθη μετ’ αυτών έτερος πολιτικός ανήρ, έξωθεν προσελθών και αυτός, περί τά τέλη Ιουλίου, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, όστις

επελέξατο το Μεσολόγγι ως το κύριον της ενεργείας αυτού στάδιον.

Ο Μαυροκορδάτος υπήρξεν ομολογουμένως ο εξοχώτερος πολιτικός ανήρ όν παρήγαγεν η επανάστασις, επενεργήσας ως ουδείς άλλος εις την τύχην του έθνους διά τε των αρετών αυτού και των ελαττωμάτων. Ήτο ο αντίπους του Υψηλάντου. Αιμύλος τους τρόπους, ευφυής περί το λέγειν, επιτήδειος περί το γράφειν, δεξιός περί την χρήσιν των ανθρώπων, ηγάπησε και επεζήτησε την αρχήν διά παντός σχεδόν του βίου.

Τη 4η Νοεμβρίου 1821 ο Μαυροκορδάτος διεξήγαγε τον οργανισμόν της Γερουσίας της Δυτικής Ελλάδος, προεδρεύων 32 προεστώτων και καπετάνων του Βλοχού και του Βραχωρίου, του Ζυγού, του Ξηρομέρου, του Σουλίου, του Βάλτου, του Αποκούρου, του Ανατολικού και του Μεσολογγίου.

Τη 15η Νοεμβρίου 1821 ο Θεόδωρος Νέγρης κατήρτισε την νομικήν διάταξιν της Ανατολικής χέρσου Ελλάδος, ή οργανισμόν του Αρείου Πάγου, Γερουσία της Ανατολικής Ελλάδος προεδρεύων 70 και ενός καπεταναίων και προεστώτων της ανατολικής Ελλάδος, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας.

Τη 1η Ιανουαρίου 1822, εψηφίσθη εν Επιδαύρω, υπό των παραστατών του ελληνικού έθνους εις εθνικήν συνέλευσιν συνηγμένων και προεδρευομένων υπό του Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου, το πρώτον προσωρινόν πολίτευμα της Ελλάδος, το οποίον ετροπολογήθη υπό της εν Άστρει συγκροτηθείσης δευτέρας εθνικής συνελεύσεως κατά Απρίλιον του 1823. Τά πολιτεύματα ταύτα ουδέποτε σπουδαίως εφηρμόσθησαν, ο δε διερχόμενος αυτά επιμελώς νομίζει μάλιστα, ότι εξ αρχής συνετάχθησαν επί τώ σκοπώ του να μη εκτελεσθώσι ποτέ.

Τώ 1822 η πολυαρχία, η προσωρινότης των αρχών και η μεταξύ αυτών σύγκρουσις ήσαν νενομοθετημέναι και ως εκ τούτου όχι μόνον κατέστη αδύνατος η συγκρότησις σπουδαίας κυβερνήσεως αλλά τώ 1824 εξερράγη ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος. Καταναλωθέντος μάλιστα μεγάλου μέρους δανείου εξ Αγγλίας εις τους εσωτερικούς περισπασμούς, δεν ηδυνήθη να ανθέξη τώ 1825 εις τον κατά πρώτον τότε επισκήψαντα τακτικόν της Αιγύπτου στρατόν. Όλη σχεδόν η Πελοπόννησος κατεπατήθη υπό του στρατού τούτου, παρεκτός της Μάνης και του Ναυπλίου. Εις την Στερεάν δεν ανθίστατο ειμή το ηρωϊκόν Μεσολόγγιον, το οποίον έπεσεν και τούτο την 10ην Απριλίου 1826.

Εάν η επανάστασις ηδυνήθη να ανθέξη κατά το μάλλον και ήττον μέχρι της ευρωπαϊκής επεμβάσεως τούτο οφείλεται ουχί εις την κυβέρνησιν και τους βουλευτάς, αλλ’ ως πάντοτε εις την αυταπάρνησιν κατ’ ιδίαν τινών ανδρών και εις τά εξωτερικά βοηθήματα.

Εις τάς αφορμάς των διχονοιών προσετέθησαν τότε αι διαιρέσεις αι προκύψασαι εκ των τριών σχηματισθέντων εξωτερικών κομμάτων, του ρωσικού, του αγγλικού και του γαλλικού. Τά δύο πρώτα ήσαν ομολογουμένως ισχυρότερα του τελευταίου, αλλά προς άλληλα ισόπαλα. Επι τέλους συμφωνήσαντα ν’ αναγορεύσωσιν κυβερνήτην μέν της Ελλάδος τον Ιωάννην Καποδίστριαν, αρχιστράτηγον δε και στόλαρχον τους Άγγλους Ριχάρδον Τζώρτζ και Λόρδον Κόχραν, συνήλθον περί τά μέσα Μαρτίου 1827 εις Τροιζήνα και απήρτισαν αυτόθι την τρίτην εθνικήν συνέλευσιν ήτις συνεδριάσασα μέχρι της 7ης Μαΐου 1827 εψήφισε το πολίτευμα κατά το οποίον έμελλε να διαχειρισθή τά πράγματα της Ελλάδος ο νέος κυβερνήτης.

Ενώ δε κατά Μάϊον του 1827 τά πράγματα είχον περιέλθει επί ξυρού ακμής, η εκτέλεσις του νέου πολιτεύματος ανεβλήθη μέχρι της αφίξεως του κυβερνήτου, και εν τώ μεταξύ η αρχή επετράπη εις τριμελή αντικυβερνητικήν επιτροπήν. Η τριανδρία όμως εις ήν έλαχεν ο κλήρος να φέρη εις σωτήριον λιμένα ανά μέσον τοσούτων σκοπέλων και τρικυμιών το πανταχόθεν καταρρέον σκάφος της πατρίδος, απηρτίσθη εκ των απειροτέρων ανθρώπων συμπάσης της Ελλάδος ίνα μη τι χείρον είπωμεν.

*

Ο χερσαίος αγών κατά τά έτη 1821 και 1822

Κατά Ιανουάριον του 1821 ήλθε εις Μάνην εκ των Ιονίων νήσων όπου είχε διατελέσει εις την αγγλικήν υπηρεσίαν και προαχθή μέχρι του βαθμού του ταγματάρχου, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ο Κολοκοτρώνης δεν δύναται να ονομασθή ανήρ μεγαλοφυής, είχεν όμως τοιαύτην και τοσαύτην ορθότητα πνεύματος, ευγλωττίαν, στρατηγικήν δεξιότητα, πανουργίαν και γνώσιν των πραγμάτων και των προσώπων οία και όσα απητούντο ίνα υπαγάγη τους Μωραΐτας του 1821.

Ο Χουρσίτ πασάς εξέπεμψε εξ Ιωαννίνων δυνάμεις λόγου αξίας προς περιστολήν της επαναστάσεως, τον μέν Κιοσέ Μεχμέτ πασά να δαμάση πρώτον την ανατολικήν Ελλάδα και έπειτα να εισέλθη εις την Πελοπόννησον, τον δε Μουσταφάμπεϋ κατ’ ευθείαν επί την χερσόνησον.

Ο Μουσταφάμπεϋς κατελθών ακωλύτως εις Πάτρας, λεηλατήσας την πόλιν ταύτην, καύσας το Αίγιον, διασκορπίσας τους πολιορκούντας τον Ακροκόρινθον και το Ναύπλιον, εισήλθε την 6ην Μαΐου εις την πολιορκημένην Τρίπολιν. Ο Κολοκοτρώνης προέτεινε αμέσως να καταληφθή ισχυρώς το Βαλτέτσι και ο Ηλίας Μαυρομιχάλης, υιός του Πετρόμπεϋ, εξετέλεσε πρώτος το έργον. Μετ’ ολίγον δε συνήλθον αυτόθι και άλλοι οπλαρχηγοί, η όλη δύναμις απηρτίσθη εξ 845 ανδρών, ηγείτο δε συμπάντων ο του Ηλία θείος Κυριακούλης και κατελέγετο μεταξύ των μαχητών ο του Ηλία αδελφός Ιωάννης ετών 14.

Τη 12η πρωΐ ο Μουσταφάμπεϋς εβάδισε προς το Βαλτέτσι άγων 6.500 πεζούς, 1500 ιππείς και 2 πυροβόλα. Μετά δε διήμερον αγώνα οι Τούρκοι ετράπησαν εις φυγήν, ο δε Μουσταφάμπεϋς δεν εσώθη ειμή αφού απώλεσεν τον ίππον αυτού. Ούτω η πολιορκία της Τριπολιτσάς δεν διελύθη και το θάρρος των Ελλήνων ηύξησεν. Ευλόγως το εν Βαλτετσίω τρόπαιον ελογίσθη ως ο θεμέλιος λίθος της πελοποννησιακής ανεξαρτησίας και δικαίως εξυμνήθη ως έν των μάλλον αξιομνημονεύτων έργων της επαναστάσεως.

Την νύκτα της 17ης προς την 18ην Μαίου 1821 ο Μουσταφάμπεϋς προσέβαλε διά 6.000 πεζών και ιππέων και δύο πυροβόλων τά Δολιανά, όπου ίστατο μετά ανδρών 200 ο Νικήτας, ο ανεψιός του Κολοκοτρώνη, και ανθίστατο επί ώρας πολλάς. Επί τέλους έδραμον εις βοήθειαν αυτού οι εν Βερβένοις Έλληνες και ορμήσαντες επί τά Δολιανά επήγαγον γενικήν των πολεμίων τροπήν. Εκεί ανευφημήθη ο Νικήτας Τουρκοφάγος.

*

Μετά ένα μήνα περίπου αφίκετο εις Πελοπόννησον ο Δ. Υψηλάντης και ήρχισεν η προμνημονευθείσα έρις αυτού προς τους προεστώτας. Ο Κολοκοτρώνης ετάχθη μετ’ αυτού. Το πρακτικόν του ανδρός τούτου πνεύμα κατενόει τοσούτον τότε την ανάγκην γενικού αρχηγού τής επαναστάσεως.

Ακολούθησεν η μάχη της Γράνας, επιτυχία και αύτη του Κολοκοτρώνη, η εκκένωσις του χωρίου Λάλα εις Ήλιδα εκ των Αλβανών, η παράδοσις της Μονεμβασίας, του Ναυαρίνου και τέλος κατά Σεπτέμβριον η πτώσις της Τριπολιτσάς. Επί της αλώσεως ταύτης ου μόνον πάσα η λεία διηρπάγη μηδαμώς χρησιμεύσασα εις τάς κοινάς του έθνους ανάγκας, αλλά συνέβη προσέτι σφαγή ανωφελής, και ανηλεής πολλών χιλιάδων οσμανιδών, ως βεβαιούται.

Περί τά μέσα Ιανουαρίου 1822 παρεδόθη εις τον Υψηλάντην ο Ακροκόρινθος, ενώ οι προύχοντες της Αχαΐας απέτυχον να καταλάβουν τάς Πάτρας, αφού ηρνήθησαν εκ φθόνου τήν συνδρομήν του Κολοκοτρώνη.

Εν τώ μεταξύ η προσωρινή διοίκησις της Ελλάδος, όπως ελέγετο, απηρτίσθη μέν εν Επιδαύρω, όπου και παρέμεινε μέχρι της 22ας Ιανουαρίου, αλλά από της 31ης εγκαθιδρύθη εις Κόρινθον. Εκεί ήρχισε να γράφη το Εκτελεστικόν προς το Βουλευτικόν, το Βουλευτικόν προς το Εκτελεστικόν, αμφότερα δε προς τάς Γερουσίας και τον Άρειον Πάγον, το Εκτελεστικόν προς τους μινίστρους κοκ. Εντεύθεν εκορυφώθη ο κυκεών του οποίου τά σπέρματα υπήρχον εν αυτώ τώ πολιτεύματι.

*

 Εκτός του Ισθμού η επανάστασις εφάνη κατ’ αρχάς λαβούσα έκτασιν μεγάλην. Κατά Μάιον του 1821 εξηγέρθη η Χαλκιδική υπό αρχηγόν και προστάτην τον Εμμανουήλ Παπάν, μεγαλέμπορον και τραπεζίτην των Σερρών. Ο Αβουλαβάτ πασάς όμως εδάμασε το κίνημα καθώς και το κίνημα των αρματωλών του Ολύμπου και της Ναούσης, οίτινες επανέστησαν κατόπιν εορτής, εν μηνί Μαΐω του 1822.

Ομοίως επανέστη η Θετταλομαγνησία διά τού Ανθίμου Γαζή υπό τον οπλαρχηγόν Κυριάκον Βασδέκην, και Βουλή Θεττταλομαγνησίας αυτόθι συνεκροτήθη, αλλ’ επελθών εκ Λαρίσης ο Μελέκ πασάς σταλείς υπό του Μαχμούτ πασά της Δράμας, διέλυσεν ως ιστόν αράχνης το κίνημα εκείνο και επυρπόλησε και ελεηλάτησε τά άλλοτε τοσούτον πλούσια χωριά της Μαγνησίας.

Και κατά την ανατολικήν Στερεάν Ελλάδα (Άμφισσα, Δωρίς, Λεβαδειά, Βουδουνίτζα, Μενίδι, Χασιά, Εύβοια) εγένοντο κινήματα. Εν τώ μεταξύ όμως επήλθον κατά της ανατολικής Ελλάδος ο Ομέρ Βριώνης κι’ ο Κιοσέ Μεχμέτ πασάς, αποσπασθέντες μετά 9.000 πεζών και ιππέων εκ του περί τά Ιωάννινα στρατόπεδον του Χουρσίτ πασά. Και οι μέν Δυοβουνιώτης και Πανουριάς μετά τινα αντίστασιν ετράπησαν προσβληθέντες τη 22α Απριλίου, ο δε Αθανάσιος Διάκος έμεινεν και τότε διεπράχθη εις Δαμάσταν και Αλαμάναν έργον το οποίον μάτην

θέλομεν επιχειρήσει να περιγράψωμεν μετά την εξυμνήσασα αυτό δημώδη ποίησιν.

Λέγει ο λαός ότι όταν ο Διάκος, ιστάμενος εις Αλαμάναν, είδε πλακώσαντα τον Ομέρ Βριώνη:

Καρδιά, παιδιά μου, φώναξε, παιδιά, μη φοβηθήτε

Ανδρεία, ωσάν Έλληνες, ωσάν Γρακοί σταθήτε.

Εκείνοι εφοβήθησαν, κ’ εσκόρπισαν σ’ τους λόγκους,

Έμειν’ ο Διάκος ‘σ τη φωτιά με δεκοχτώ λεβένταις.

Τρείς ώραις επολέμαε με δεκοχτώ χιλιάδες.

Σχίσθηκε το τουφέκι του, κ’ εγίνηκε κομμάτια.

Και το σπαθί του έσυρε, και ‘ς τη φωτιά εμβήκεν.

Έκοψε Τούρκους άπειρους κ’ εφτά μπολουκμπασίδαις.

Πλήν το σπαθί του έσπασεν απάν’ από την χούφταν.

Κι έπεσ’ ο Διάκος ζωντανός εις των εχθρών τά χέρια.

Χίλιοι τον πήραν απ’ εμπρός και και δυό χιλιάδες πίσω.

Κι’ Ομέρ Βριόνης μυστικά ‘ς τον δρόμο τον ερώτα.

Γένεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστι σου ν’ αλλάξης;

Να προσκυνάς εις το τσαμί, την εκκλησιά ν’ αφήσης;

Κι’ εκείνος τ’ απεκρίθηκε, και με θυμόν του λέγει.

Πάτε κ’ εσείς κ’ η πίστις σας, μουρτάτες, να χαθήτε.

Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θέλ’ απαιθάνω.

Αν θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδαις.

Μόνον πέντ’ έξη ημερών ζωήν να μού χαρίστε.

Όσον να φθάς’ ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βάιας.

Σαν τα’ άκουσ’ ο Χαλίλμπεϋς, με δάκρυα φωνάζει.

Χίλια πουγγιά σας δίνω ‘γώ, κι’ ακόμα πεντακόσια.

Τον Διάκο να χαλάσετε, τον φοβερό τον κλέφτη.

Ότι θα σβύση την Τουρκιά και όλο το Δεβλέτι.

Τον Διάκο τότε πήρανε, και ‘ς το σουβλί τον βάλαν.

Ολόρθον τον εστήσανε, κι αυτός χαμογελούσε.

Για δές καιρό πού διάλεξε ο χάρος να με πάρη,

Τώρα π’ ανθίζουν τά κλαριά και βγάν’ η γή χορτάρι.

Την πίστι τους τους έβριζε, τους έλεγε μουρτάταις.

Εμέν’ αν εσουβλίσετε, ένας Γραικός εχάθη.

Άς ήν καλά ο Οδυσσεύς κι ο καπετάν Νικήτας.

Αυτοί θα κάψουν την Τουρκιά κι όλο σας το Δεβλέτι.

*

Ο Οδυσσεύς ήτο υιός του Ανδρούτσου και γεννηθείς εν Ιθάκη τώ 1788 ήτο συνομίληκος περίπου του Διάκου. Είχεν υπηρετήσει, όπως ο φίλος αυτού εκείνος, τον Αλή πασάν, αλλ’ ότε εξερράγη η επανάστασις ήτο εις Επτάνησον από της οποίας έδραμεν αμέσως εις Άμφισσαν την επιούσα ούτως ειπείν της εν Δαμάστη και εν Αλαμάνα καταστροφής. Εν τώ άμα συνεννοηθείς μετά του Πανουριά, του Δυοβουνιώτου και του Κοσμά Σουλιώτου κατέλαβε το χάνι της Γραβιάς, ήτοι του στενού του φέροντος προς την Άμφισσαν. Αλλ’ άμα επιφανέντος την πρωΐαν της 8ης Μαΐου 1821 του Ομέρ Βριώνη, μετά τινα αντίστασιν οι τρείς οπλαρχηγοί ετράπησαν εις τά όρη, ώστε άπασα η δύναμις των πολεμίων επέπεσε κατά του Οδυσσέως και των 120 λογάδων εθελοντών, μετά των οποίων εισήλθε εις το πλινθόκτιστον και ασθενές οικοδόμημα. Δι’ όλης της ημέρας αντέστησαν οι περί αυτόν γενναίοι μαχηταί εις τάς επανειλημμένας των αντιπάλων αυτών εφόδους, φονεύσαντες υπέρ τους 300 και διπλασίους τραυματίσαντες. Την δ’ επελθούσα νύκτα επεχείρησαν έξοδον και διήλασαν διά των πολεμίων, μη αποβαλόντες εν όλοις ειμή 6 νεκρούς.

Ο Ομέρ Βριώνης απαντήσας τοσούτον καρτερικήν αντίστασιν δεν επροχώρησε εις την Πελοπόννησον, εστράφη κατά της Βοιωτίας και εκυρίευσε την Λεβάδειαν. Μετ’ ολίγον ανηγγέλθη ετέρα επικουρία 8.000 ανδρών κατερχομένη εκ Μακεδονίας υπό τον Βεϋράν πασάν. Αλλά 1600 περίπου Έλληνες υπό τον Δυοβουνιώτην, τον Πανουριάν και τον Γούραν ανέκοψαν τον Βεϋράν πασάν συγκροτηθείσης τη 26η Αυγούστου 1821 της μάχης των Βασιλικών. Μετά πολύωρον σύγκρουσιν ετράπησαν οι Τούρκοι και απωλέσαντες 700 φονευθέντας απήλθον εις Λαμίαν και εκείθεν εις Ιωάννινα ως και ο Ομέρ Βριώνης.

Αλλ’ ενώ η ανατολική Ελλάς απηλλάγη παντός κατεπείγοντος κινδύνου, περιέπεσεν εις εσωτερικάς περιπλοκάς ολεθρίας. Τότε ο Θεόδωρος Νέγρης κατήρτισε την Νομικήν διάταξιν της ανατολικής Στερεάς, τότε ο Οδυσσεύς εστασίασε κατά τε του Αρείου πάγου και της εν Κορίνθω κυβερνήσεως. Τη 9η Ιουλίου 1821 παρεδόθη μέν εις τους ημετέρους η των Αθηνών Ακρόπολις, αλλά η επανάστασις υπέστη καιρίαν πληγήν εν Ευβοία, όπου έπεσε και ο ήρως του Βαλτετσίου Ηλίας Μαυρομιχάλης , και αναρχία επεκράτει καθ’ όλην την ελευθέραν ανατολικήν Ελλάδα.

Εν τώ μεταξύ επανέστησαν τελευταίον και αι μεσημβρινώτεραι της δυτικής Ελλάδος επαρχίαι. Πρώτον το Μεσολόγγιον, τη 24η Μαΐου 1821 διά του οπλαρχηγού του Ζυγού Δημητρίου Μακρή, καταλαβόντος και το Αιτωλικόν, αμέσως έπειτα το Ξηρόμερον διά του Γεωργίου Βαρνακιώτου, η Ναυπακτία διά του Κωνσταντίνου Σαδήμα, το Βραχώρι διά του Βλαχοπούλου, η Βόνιτσα διά του Γεωργίου Τσόγκα, το Καρπενήσι διά των Γιολδασαίων.

Ο Ισμαήλ πασάς ορμώμενος εξ Άρτης ηγωνίσθη να εμβάλη εις την Ακαρνανίαν, αλλ’ απεκρούσθη υπό του Γώγου Βακόλα εις Λαγκαδά, υπό του Ιωάννου Ράγκου εν τώ χωρίω Αφτί, και τη 3η Ιουλίου 1821 υπό των Ακαρνάνων οπλαρχηγών εις Κομπότι.

Αλλά πάντα τά κινήματα όσα εγένοντο προς βορράν απέτυχον και άπαν το βάρος του κατά την Ήπειρον αγώνος επέπεσεν επί τους Σουλιώτας, οι οποίοι απεστερήθησαν και της βοηθείας των Αλβανών, καθ’ όσον οι τελευταίοι πεισθέντες υπό του Ομέρ Βριώνη απεφάσισαν να παύσωσι αγωνιζόμενοι παρά τώ πλευρώ των Ελλήνων και κατά του τουρκικού βασιλείου.

Κατά δυστυχίαν η μέν Γερουσία της δυτικής Ελλάδος ουδέν ποτε σπουδαίον έπραξε, το δε εκτελεστικόν και το Βουλευτικόν, αναλίσκοντα την τελευταίαν σκιάν της εξουσίας ήν είχον περί τάς κατά Υψηλάντου και Κολοκοτρώνη σκευωρίας, ούτε την άκαιρον επανάστασιν, ούτε την ολεθρίαν της Χίου καταστροφήν προέλαβον, έτι δε ολιγώτερον εφρόντιζον περί Ηπείρου. Και εν τούτοις ο Χουρσίτης άμα απαλλαγείς του Αλή πασά, εστράτευσε μετά 14.000 επιλέκτων Αλβανών κατά του Σουλίου, το οποίον δεν κατείχετο ειμή υπό 1000 ανδρών. Οι Σουλιώται ηγωνίσθησαν όπως πάντοτε, συμπυκνωθέντες εις Κιάφαν, Αβαρίκον και Χώνιαν, όπου εκτυπήθησαν την 5ην Ιουνίου, αλλ’ αντέστησαν τοσούτον καρτερικώς, ώστε ο Χουρσίτης αγανακτήσας απήλθεν εις Λάρισαν, επιτρέψας εις τον Ομέρ Βριώνην την εξακολούθησιν της πολιορκίας.

Εν τέλει απεφάσισεν και ο Μαυροκορδάτος να εκστρατεύση αυτός εις επικουρίαν του Σουλίου. Δεν ηδυνήθη όμως, όπως ήλπιζεν, να συγκεντρώση ικανοποιητικόν αριθμόν ανδρών Στερεοελλαδιτών, ενώ και οι υπό τον Γενναίον και τον Γιατράκον Πελοποννήσιοι ψυχρανθέντες εκ της μικράς των εγχωρίων προθυμίας επέστρεψαν εις τά ίδια.

Τη 4η Ιουλίου 1822, ο Ρεσίτ πασάς, ο μετ’ έπειτα περιώνυμος γενόμενος υπό την επωνυμίαν του Κιουταχή, ορμήσας εξ Άρτης μετά 6.000 ανδρών, προσέβαλε πανταχόθεν τους εν Πέτα ευρισκομένους ημετέρους, καθ’ οδόν προς ενίσχυσιν των Σουλιωτών. Εκεί έπεσον, ηρωϊκώς τη αληθεία αντιπαραταχθέντες άπαντες σχεδόν οι φιλέλληνες οι οποίοι 180 τον αριθμόν, συγκροτήσαντες δύο λόχους είχον ακολουθήσει τον Μαυροκορδάτο. Εξ όλων αυτών μόλις 25 ηδυνήθησαν λογχομαχούντες να διελάσωσι μέχρι Λαγκάδας, όπου ήτο και ο Μαυροκορδάτος φροντίζων περί τών αναγκαίων εις τον στρατόν. Η ευγενής αύτη θυσία έμελλε να προκαλέση πολλάς άλλας θυσίας καί επί τέλους να στεφανωθή διά της εν Πύλω ναυμαχίας και της εις Πελοπόννησον αποβάσεως των Γάλλων.

Μετά την εν Πέτα καταστροφήν, πάσα ελπίς σωτηρίας του Σουλίου απωλέσθη, και οι Σουλιώται ηναγκάσθησαν επί τέλους υπό της πείνης κατά Σεπτέμβριον 1822 να συνθηκολογήσωσι μετά του Ομέρ Βριώνη, επιτρέψαντος αυτοίς να υποχωρήσωσι εις τάς Ιονίους νήσους.

Μετ’ ου πολύ και οι ισχυρότατοι των αρματωλών της Αιτωλίας και της Ακαρνανίας εσυνθηκολόγησαν προς τους Τούρκους και η επανάστασις από του Σουλίου κατεκρημνίσθη διά μιάς εις Μεσολόγγιον, όπου και ο Μαυροκορδάτος επανελθών μετά του Μάρκου Βότσαρη και των άλλων λειψάνων του Πέτα, εδέησε να φροντίση περί της σωτηρίας του τελευταίου προμαχώνος της δυτικής Ελλάδος.

*

Εκστρατεία και καταστροφή του Δράμαλη

 Ο σουλτάνος φρονών ότι εάν ο γηραιός του Αλή νικητής Χουρσίτ, κατέβαλλε και την ελληνικήν επανάστασιν, ήθελεν ισχύσει πέραν του πρέποντος, ανέθηκε την ηγεμονίαν της νέας εκστρατείας εις τον εν Λαρίση άρχοντα Μαχμούτ πασάν της Δράμας. Ο νέος αρχιστράτηγος, κοινότερος γενόμενος παρ’ ημίν γνωστός υπό το όνομα Δράμαλης, εμβαλών εις την ανατολικήν Ελλάδα μετά 24.000 πεζών και 6.000 ιππέων, ουδαμού αυτής απήντησε σπουδαίαν αντίστασιν, και προελάσας ακωλύτως σχεδόν μέχρι βοιωτίας και Αττικής, ελεηλάτησεν ανηλεώς αμφοτέρας ταύτας τάς χώρας.

Τη 5η Ιουλίου 1822 παρεδόθη ο Ακροκόρινθος εις τον Δράμαλην αμαχητί, ενώ τη 12η Ιουλίου ο οσμανίδης στρατηγός εστρατοπέδευσεν ακωλύτως εν Άργει, ενώ και η πολιορκία του Ναυπλίου διελύθη.

Ο Υψηλάντης όμως, αντί να μιμηθή την βουλευτικήν επιτροπήν ής ήτο πρόεδρος και να ζητήση άσυλον εντός των πλοίων, έμεινεν εις την ξηράν και αθροίσας 700 άνδρας ενίσχυσε την οχυράν του Άργους ακρόπολιν. Ανεχαιτίσθη λοιπόν ούτως η προς τά πρόσω πορεία του Δράμαλη. Και εν τούτοις επήρχετο εκ Τριπόλεως ο Κολοκοτρώνης πλήρους θάρρους και πεποιθήσεως μετά στρατού πολυαρίθμου, όστις καθ’ οδόν εξωγκούτο ως ποταμός, δεχόμενος ένθεν και ένθεν τά εκ των ορέων κατερχόμενα ρυάκια.

Ο οσμανίδης αρχιστράτηγος εν Άργολίδι δεν ηδυνήθη να αναπληρώση την έλλειψιν τροφών, διότι τά υπάρχοντα ολίγα σιτηρά και κρέατα απήχθησαν υπό των ημετέρων και ο στρατός ήρχισε να πάσχη στερήσεις δεινάς.

Ο Κολοκοτρώνης μόνος αντιληφθείς ότι εις τον Δράμαλην δεν μένει άλλο ειμή να υποχωρήση, προέτεινε εις το πολεμικό συμβούλιο να καταληφθώσι τά προς την Κόρινθον στενά. Επειδή δε δεν εισηκούσθη, καταλιπών εις Μύλλους το μέγα στρατόπεδον, έδραμεν αυτός μετά ολίγων πιστών συντρόφων εις το δεσπόζον των Δερβενακίων χωρίον του Αγίου Γεωργίου, μη προσέχων εις τους χλευασμούς του Μαυρομιχάλη, όστις είπε τότε περιφρονητικώς περί αυτού, ότι πηγαίνει να γίνη πάλιν κλέφτης εις τά βουνά. Αλλά τη 25η Ιουλίου 1822 κατέστη αναμφισβήτητον οπόσον ορθή υπήρξεν η πρόνοια του κλέφτου εκείνου.

Την πρωΐαν της ημέρας ταύτης οι Τούρκοι έπεμψαν την πρώτην αυτών μοίραν προς την Κόρινθον διά του στενού του Αγίου Σώστη. Ο Κολοκοτρώνης έπεμψε ζητών κατεπειγόντως επικουρίαν και ο Νικήτας, ο Παπαφλέσας και ο Υψηλάντης έφθασαν εγκαίρως. Ακολούθησε μάχη φονικωτάτη, πλείονες των 3.000 νεκρών Τούρκων εκάλυψαν τάς χαράδρας και τάς κλιτύας. Οι άλλοι ωφελούμενοι από του σκότους της επελθούσης νυκτός, διέφυγον οι μέν εις Κόρινθον, οι δε εις Αργολίδα, αλλ’ άπαντες κακώς έχοντες. Εν τη φοβερά ταύτη συρράξει ο Νικήτας ανευφημήθη και πάλιν τουρκοφάγος.

Την 27ην ο Δράμαλης απεφάσισε να προελάση από το Αγινόρι. Ο Κολοκοτρώνης όμως, παραμείνας ο ίδιος εις Δερβενάκια, έπεμψε εις Αγινόρι τον Παπαφλέσαν, τον Νικήταν και τον Υψηλάντην. Οι τρείς ούτοι άνδρες επέπεσον τωόντι κατά των πολεμίων. Και αν ο εν Μύλοις πολυάριθμος στρατός προσέβαλλεν αυτούς κατά νώτων, αμφιβολία δεν υπάρχει, ότι τη 27η ήθελε συμπληρωθή η καταστροφή των Τούρκων. Αλλ’ ο στρατός εκείνος ησχολήθη, άμα αναχωρήσαντος εξ Άργους του Δράμαλη, εις το να λεηλατήση τάς παρ’ αυτού αυτόθι καταληφθείσας αποσκευάς.

Αλλ’ οπωσδήποτε η λαμπρά του Δράμαλη επιχείρησις, η τοσούτον θριαμβευτικώς αρξαμένη, απέτυχεν οικτρώς.

Περί τά τέλη του Οκτωβρίου απέθανεν εν Κορίνθω ο Δράμαλης, ενώ το λιμοκτονούν Ναύπλιον παρεδόθη εις τον Κολοκοτρώνην τη 30η Νοεμβρίου 1822. Τά ελεινά του στρατού του Δράμαλη λείψανα, ελαττωθέντα εν Κορίνθω εκ του πολέμου και του λοιμού και λιμού εις 4.000 άνδρας, περιζωσθέντα εις Ακράταν υπό των δύο Ζαϊμαίων, του Λόντου, του Πετμεζά και του Χαραλάμπη, και παθόντα νέας συμφοράς, μόλις επί τέλους κατώρθωσαν να διασωθώσι επί πλοίων τά οποία προσήγαγεν ο των Πατρών φρούραρχος Ιουσούφ πασάς.

*

Η πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου

Ότε, μετά την πανωλεθρίαν του Πέτα και την παράδοσιν του Σουλίου, πολλοί των αρματωλών της Αιτωλίας και Ακαρνανίας επροσκύνησαν, οι δε κάτοικοι εσώζοντο προτροπάδην εις τάς Ιονίους νήσους, ο δε Ομέρ Βριώνης και ο Κιουταχής κατήλθον περί τά τέλη Οκτωβρίου 1822 μετά 11.000 ανδρών εις την κοιλάδα του Μεσολογγίου, ο δε Ιουσούφ πασάς των Πατρών απέκλειεν την πόλιν ταύτην από της θαλάσσης, ο Μαυροκορδάτος μείνας εν Μεσολογγίω μετά του Μάρκου Βότσαρη και 600 το πολύ ανδρών, είπεν, ότι δεν θέλει απέλθει εν όσω είς και μόνος ανήρ υπάρχει πρόθυμος ν’ αγωνισθή και ετήρησεν τον λόγον.

Ο περίβολος της πόλεως απήτει επταπλασίους τουλάχιστον των υπαρχόντων προμάχους. Επί των τειχών δεν υπήρχον ειμή 14 παλαιά πυροβόλα, εντός δε αυτών πολεμεφόδια και τροφαί μόλις δι’ ένα μήνα.

Περί τά μέσα Νοεμβρίου μοίρα του υδραϊκού στόλου διέλυσε τον αποκλεισμόν του Ιουσούφ πασά, εκόμισε τροφάς και πολεμεφόδια και απεβίβασε 1000 Πελοποννησίους υπό τον Πετρόμπεϋν, τον Ζαΐμην και τον Δεληγιάννην. Εν τώ μεταξύ ήρχισαν να πάσχωσιν οι πολιορκηταί ό,τι πρότερον οι πολιορκούμενοι. Αι τροφαί και τά πολεμεφόδια ηλαττώθησαν, και ο Ομέρ Βριώνης εδέησε να πράξη τι χρήσιμον. Και τωόντι την νύκτα της 25ης Δεκεμβρίου 1822 επεχείρησεν έφοδον. Η φρουρά όμως αφήσασα τά αλβανικά τάγματα να πλησιάσωσι μέχρι βολής πιστολίου, εθέρισαν έπειτα αυτά διά πυκνού πυροβολισμού και έτρεψεν εις φυγήν. Ολίγας δε ημέρας μετά ελύθη η πολιορκία.

Η υποχώρησις των πολεμίων απέβη αυτοίς ολεθρία. Καταλιπόντες τά πλείστα πυροβόλα και πάσαν την αποσκευήν, έφθασαν δρομαίοι εις Βραχώρι. Αλλ’ εκείθεν προχωρήσαντες έπαθον νέας συμφοράς. Εντός του πλημμυρίσαντος Αχελώου επνίγησαν 500, οι δε διαπεράσαντες αφίκοντο κακώς έχοντες πρώτον εις Καρβασαράν και έπειτα εις Πρέβεζαν.

Εσώθη λοιπόν η δυτική Ελλάς και εν αρχή του 1823 δύο άνδρες υπερείχον ομολογουμένως. Ο Κολοκοτρώνης και ο Μαυροκορδάτος, έχοντες όμως όλως αντιθέτους προαιρέσεις ήτο αδύνατον να συνεννοηθώσιν και να συμπράξωσι. Ο Κολοκοτρώνης ήθελε να άρξη της Πελοποννήσου επερειδόμενος κυρίως επί του στρατού αυτού. Ο Μαυροκορδάτος επεζήτει την συγκρότησιν γενικής του έθνους κυβερνήσεως και προσεταιρίζετο τους προεστώτας της Πελοποννήσου, της Στερεάς αλλά και των τριών νήσων (Ύδρα, Σπέτσαι, Ψαρά), διά την εκτέλεσιν του σκοπού του επί τη ελπίδι ότι θέλει αυτός χειραγωγεί αυτούς και διευθύνει.

*

Ο ναυτικός αγών κατά τά έτη 1821 και 1822

Εις τάς νήσους η επανάστασις, λαβούσα κατ’ αρχάς έκτασιν μεγάλη, περιεστάλη προϊόντος του χρόνου, η δε περιστολή αρξαμένη διά της εν έτει 1822 καταστροφής της Χίου, συνεπληρώθη τώ 1824, ότε κατεβλήθη μέν το κίνημα των Κρητών υπό των στρατευμάτων του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου, κατεστράφησαν δε η τε Κάσος και τά Ψαρά.

Εκ των μεγαλυτέρων νήσων, Κρήτης, Ρόδου και Κύπρου, αίτινες πάσαι κατείχοντο υπό πολυαρίθμων Οσμανιδών δεν επανέστη ειμή μόνο η Κρήτη. Η τύχη δε της εν τη ελληνική θαλάσση επαναστάσεως εξηρτάτο εκ του στόλου, όστις και απηρτίσθη σχεδόν καθ’ ολοκληρίαν υπό των τριών νήσων Ύδρας, Σπετσών και Ψαρών.

Αι τρείς αύται νήσοι επανέστησαν κατά τάς πρώτας του Απριλίου μηνός ημέρας. Εις Ύδραν μάλιστα ο πλοίαρχος Αντώνιος Οικονόμου υπεκίνησεν στάσιν του λαού και καθαιρέσας τον τότε διοικητήν Νικόλαον Κοκοβίλαν, και αναγνωρισθέντος του ιδίου ως διοικητού, προεκήρυξε την επανάστασιν την 16ην Απριλίου 1821. Δολοφονηθέντος δε αργότερον αυτού, η επανάστασις εσυνέχισεν υπό τούς Γεώργιον Σαχτούρην, Αντώνιο Κριεζή και Λάζαρο Παναγιώτα.

Αι τρείς νήσοι καθ’ εαυτήν τε εκάστη και εν κοινώ επολιτεύθησαν εν ομονοία. Εκάστη είχε τους ιδίους δημογέροντας, διέποντας ανεξαρτήτως τά κατ’ αυτήν, αλλ’ αι ναυτικαί επιχειρήσεις εγίνοντο πάντοτε από κοινού. Κοινά ήσαν τά πάντα παρ’ αυτοίς, θυσίαι, δόξα, παθήματα. Επειδή όμως η Ύδρα, αν όχι κατά τον αριθμόν των πλοίων, ομολογουμένως όμως κατά το πλήθος των ανδρών, τον πλούτον των προκρίτων και το μέγεθος της καταβολής αυτών επί της επαναστάσεως, ισοφάριζε μόνη προς τάς δύο άλλας νήσους ηνωμένας ομού, φυσικώ τώ λόγω απεδόθη σιωπηρώς προεδρεία τις αυτή ως προς την διοίκησιν της κοινής ενεργείας, και ο αρχηγός του οίκου των Κουντουριωτών Λάζαρος Κουντουριώτης ανωμολογήθη πάντοτε ως ύπατος της νήσου κυβερνήτης, αλλά και κυβερνήτης του ναυτικού της Ελλάδος αγώνος. Εκάστη των τριών νήσων είχε τον ναύαρχο αυτής και τον αντιναύαρχον. Πάλιν όμως ο Υδραίος ναύαρχος είχε υπεροχήν τινά. Έτσι η αρχηγία πράγματι ενησκήθη υπό του Ανδρέα Μιαούλη, η μεγαλοφυΐα του οποίου άλλωστε υπό ουδενός ημφισβητήθη.

*

Εν γένει κατά το πρώτο έτος της επαναστάσεως οι ημέτεροι εφαίνοντο ψηλαφώντες μάλλον ή μεγάλα τολμώντες. Οι δε Τούρκοι προετίμον έτι ν’ αγκυροβολώσι μάλλον ή να πελαγοδρομώσι, και εντεύθεν τη 27η Μαΐου 1821 συνέβη η πρώτη μεγάλη αυτών συμφορά. Την ημέραν εκείνην ο Ψαριανός Παπανικολής επυρπόλησεν εις Ερεσσόν της Μιτυλήνης έν δίκροτον 74 πυροβόλων, το οποίον είχε καταφύγει εκεί ως εις άσυλον ασφαλές. Αλλά τώ 1822 έμελλον να πάθωσιν οι Τούρκοι εν λιμένι τε και εν πελάγει πολύ δεινότερα.

Τη 20η Φεβρουαρίου 1822 συνεκροτήθη η πρώτη αληθής μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων ναυμαχία περί Πάτρας. Ενταύθα ο Μιαούλης, προαναχθείς των άλλων πλοίων, ιστορεί ο συνήθως ουχί ευμενής προς αυτόν Ορλάνδος, εισήλθεν εντός του εχθρικού στόλου και διαβάς κατά την ουράν αυτού μεταξύ δύο φρεγαδών, επυροβόλει κατ’ αυτών εκατέρωθεν και αντεπυροβολείτο από αυτάς. Έφθασαν τότε και άλλα τινά εκ των ελληνικών πλοίων, της μάλλον υπηνέμου φρεγάδας εθραύσθη η κεραία της γάπιας, αυτός δε ο Μιαούλης και τά ακολουθούντα αυτόν λοιπά πλοία εξήλθον του πολέμου άνευ σημαντικής βλάβης. Η ναυμαχία αύτη είναι κατά τούτο μάλιστα αξιομνημόνευτος ότι πρώτην φοράν οι ημέτεροι υπό του παντόλμου αυτών ηγέτου παραδειγματιζόμενοι, δεν εδίστασαν να αντιπαραταχθώσι διά των πλοιαρίων των εις ναυμαχίαν εκ του συστάδην κατά των πλωτών «βουνών» των αντιπάλων των.

*

Καταστροφή Χίου – Πυρπόλησις της ναυαρχίδος υπό του Κανάρη

Οι Σάμιοι οίτινες και πρότερον είχον αγωνισθή να κινήσωσιν εις επανάστασιν την ευδαίμονα μέν, ήκιστα δε προς πόλεμον παρεσκευασμένην Χίον, είχον τελευταίον επιτύχει του σκοπού αποβάντες εις αυτήν περί τους 2.500 τη 10η Μαρτίου 1822. Καταπλεύσας μετ’ ολίγας ημέρας όμως εκεί ο αρχιναύαρχος Καρά Αλής απεβίβασεν 7.000 άνδρας και ετράπη επί δήωσιν και σφαγήν φοβεράν. Πρό της καταστροφής ταύτης η Χίος ηρίθμει 100.000 κατοίκων. Μετά δε τον όλεθρον εκείνον δεν έμειναν εν αυτή ειμή 30.000 ψυχών και εκ των εκλιπόντων 70.000, οι 40.000 ή εσφάγησαν ανηλεώς ή επωλήθησαν ως ανδράποδα εις τάς αγοράς της Μ. Ασίας.

Αλλά μετ’ ου πολύ επεφάνη ο ελληνικός στόλος συγκείμενος εκ 56 σκαφών. Επί τρείς ημέρας οι αντίπαλοι διετέλεσαν επιτηρούμενοι και καταπυροβολούμενοι άνευ αποτελέσματος. Οι δύο στόλοι εχωρίσθησαν και οι μέν Οσμανίδαι επανήλθον εις Χίον, οι δε ημέτεροι ηγκυροβόλησαν εις Ψαρά. Αλλά την παύλαν ταύτην έμελλε να διακόψη κεραυνός. Εν Χίω τη 6η Ιουνίου 1822 οι κυριώτατοι αξιωματικοί του οσμανικού στόλου ήσαν συνηγμένοι εν τη ναυαρχίδι, διότι λήξαντος του ραμαζανίου ητοιμάζοντο να εορτάσωσι το βαϊράμιον. Η νύξ ήτο σκοτεινή ο δε στόλος σύμπας είχε φωταγωγηθή διά φανών.

Εις Ψαρά απεφάσισαν οι ημέτεροι να εκμεταλευθώσι τάς περιστάσεις και εξέπεμψαν εις Χίον δύο πυρπολικά, έν ψαριανόν και έν υδραϊκόν. Το τελευταίον τούτο κυβερνώμενον υπό του Γ. Πιπίνου, προσεκολλήθη μέν εις την υποναυαρχίδα, αλλ’ απεσπάσθη και επλανήθη φλεγόμενον. Το πρώτον όμως ο Κανάρης προδέδεσε ασφαλώς εις την ναυαρχίδα, ήτις μετεβλήθη εις κάμινον. Ο Καρά Αλής ετραυματίσθη θανασίμως υπό τεμαχίου τινός της εξαρτίας πεσόντος κατά της κεφαλής αυτού, ενώ 2.000 άνδρες συνηγμένοι επί της ναυαρχίδος απωλέσθησαν. Τά εκπυρούμενα τηλεβόλα βάλλοντα αφ’ εαυτών εκ διαλειμμάτων, απεμάκρυνον τά εις βοήθειαν ερχόμενα εφόλκια, αι δε λέμβοι του οσμανικού καταφράκτου υπερμέτρως πληρούμεναι εν τώ λιμένι κατεποντίζοντο η μία κατόπιν της άλλης. Ο αντιναύαρχος αναλαβών την ηγεμονία του στόλου μετά τον θάνατο του Καρά Αλή, δεν ετόλμησε πλέον ούτε τά Ψαρά να προσβάλη ούτε την Σάμον, αλλ’ έσπευσε να καταφύγη διωκόμενος υπό του ελληνικού στόλου εντός του Ελλησπόντου. Τοιουτοτρόπως ετιμωρήθη η της Χίου καταστροφή.

*

Και μετ’ ολίγους μήνας νέον ήρατο το ναυτικόν ημών θρίαμβον. Κατά Σεπτέμβριον του 1822 60 πάρωνες των 10-20 πυροβόλων αντετάχθησαν εις τον Αργολικόν κόλπον κατά του οσμανικού στόλου συγκειμένου εξ 84 σκαφών εξ ών ουκ ολίγα δίκροτα και φρεγάδες και απέτρεψαν τον εφοδιασμό του πολιορκημένου υπό των ημετέρων Ναυπλίου, ώστε τούτο παρεδόθη εις τον Κολοκοτρώνην τη 30η Νοεμβρίου 1822, ενώ ο οσμανικός στόλος υπό τον Μεχμέτ πασάν απέπλευσεν εις Σούδαν και αναπλεύσας μετά τινα διατριβήν ηγκυροβόλησε μεταξύ Τενέδου και Τρωάδος, νομίζων εαυτόν ασφαλή αυτόθι. Αλλά τη 29η Οκτωβρίου 1822 το εσπέρας δύο πυρπολικά εκπλεύσαντα εκ Ψαρών παρεισέδυσαν μεταξύ του τουρκικού στόλου. Του ενός ηγείτο πάλιν ο Κανάρης, όστις κολλήσας εις το δίκροτον του αντιναυάρχου κατεπυρπόλησεν αυτό εν ριπή οφθαλμού. Η καταστροφή υπήρξεν τοσούτον ταχεία, ώστε εκ των 800 του πληρώματος ανδρών ολίγοι διεσώθησαν. Το δ’ έτερον πυρπολικόν, υπό του Ψαριανού ωσαύτως Γ. Βρατσάνου διοικούμενον απέτυχεν. Ο Μεχμέτ πασάς αποκόψας τάς αγκύρας απέπλευσε μεθ’ όλου του στόλου εν τοσαύτη αταξία, ώστε μόλις μετά τινας ημέρας είδε τά πλοία αυτού περισωθέντα εντός του Ελλησπόντου. Εις των δρομώνων αυτού είχεν εξοκείλει εις Τένεδον και άλλος εγκαταληφθείς υπό του πληρώματός του εφέρετο τήδε κακείσε, ως ναυάγιον, ότε πλοίον γαλλικόν, ονόματι L’ active, σταλέν εις αναζήτησιν αυτού επί ταίς επιμόνοις παρακλήσεσι του πασά της Σμύρνης, κατώρθωσε τελευταίον μετά 5 ημέρας να τον ανακαλύψη περί Τσεσμέν.

*

Ο εμφύλιος 1823 – 1824

Επειδή ο Υψηλάντης απέσχε πάσης πολιτικής ενεργείας, η αρχηγία της μερίδος αυτού μετεβιβάσθη εις τον τοσούτον διά της καταστροφής του Δράμαλη κλεϊσθέντα Κολοκοτρώνην. Της αντιθέτου μερίδος αρχηγός ήτο πάντοτε ο Μαυροκορδάτος.

Κατά τά έτη 1823 και 1824 η Πελοπόννησος ουδόλως υπό των πολεμίων προσεβλήθη, ώστε δεν εμεσολάβησεν εξωτερικός τις άμεσος αυτής κίνδυνος επιτήδειος να κατευνάση τάς εμφυλίους διενέξεις. Οι πρόκριτοι των νήσων ήσαν πολύ τολμηρότεροι των της Πελοποννήσου προκρίτων, ο Κολοκοτρώνης πολύ απείχε του να έχη την πραότητα και την αυτάρκειαν του Υψηλάντου. Και πλήν τούτου, ου μόνον δεν ετιμήθη δεόντως, αλλά και προδήλως ηδικήθη υπό της πρώτης Διοικήσεως, ήτις, καίτοι μηδέν πράξασα χάριν της κοινής σωτηρίας, καίτοι ελεεινώς πλανηθείσα τήδε κακείσε από της πρώτης εις την Αργολίδα εισβολής του Δράμαλη μέχρι τέλους του έτους, ενόμισεν εν τούτοις εύλογον να προσβάλη την φιλοτιμίαν του υπέρ πάντας τους άλλους πρωταγωνιστήσαντος κατ’ εκείνο του χρόνου ανδρός. Πέραν τούτων ο Κολοκοτρώνης, όστις έσωσεν άπαξ λαμπρώς την Πελοπόνησσον και μετά τινα χρόνον έμελλε και αύθις να σώση αυτήν οπωσδήποτε, δεν ενόει διατί ώφειλε να υπαγάγη εις άλλον την της χερσονήσου αρχήν. Καθώς επολέμησεν άχρι τούδε τους προεστώτας αυτής, τους έσωθεν διαμφισβητήσαντας την αρχήν του, ούτως απεφάσισε να αντιταχθή εις τους νησιώτας και τους Στερεοελλαδίτας τους επιζητήσαντας να επιβληθώσιν έξωθεν. Αλλά το έθνος επόθει την εγκαθίδρυσιν κυβερνήσεως ισχυράς. Η Στερεά και αι νήσοι μετ’ αυτής συνετάσσοντο. Οι επισημότατοι των προκρίτων της Πελοποννήσου υπήκουσαν εις την φωνήν αυτής, και η κοινή του έξω κόσμου γνώμη ήτο εύνους προς την νέαν των πραγμάτων κατάστασιν.

Τη 2α Μαρτίου 1824 η εν Ερμιόνη συγκροτηθείσα κυβέρνησις εθέσπισεν ότι καθέδρα αυτής έσεται το Ναύπλιον και τη 7η Μαρτίου ο Πάνος Κολοκοτρώνης, επειδή απεποιήθη να παραδώση το φρούριον τούτο, ανεκηρύχθη αποστάτης. Η Διοίκησις εγκαθιδρύθη προσωρινώς εις Μύλους και συγχρόνως ώρισεν ότι άρχεται από της ημέρας εκείνης η πολιορκία του Ναυολίου κατά γήν και κατά θάλασσαν. Εν τέλει, μετά από αποτυχημένας προσπαθείας του Κολοκοτρώνη να ενισχύση τον υιόν του, αλλά και να εισέλθη ο ίδιος εις Τρίπολιν, και δοθέντος ότι ο Ανδρέας Ζαΐμης ητοιμάζετο να εμβάλη εις αυτήν την Καρύταιναν, ενώ επήρχοντο επίσης ο Ανδρέας Λόντος και ο άγων τους Ρουμελιώτας Ιωάννης Νοταράς, ενόμισε συνετόν ο Κολοκοτρώνης να υποταχθή, και λαβών αμνηστίαν υπέρ αυτού τε και των οπαδών, διέταξε τον υιό του Πάνο εν αρχή Ιουνίου να παραδώση το Ναύπλιον, όπου αμέσως μετέβη και η κυβέρνησις.

*

Τη 21η Φεβρουαρίου 1824 συνωμολογήθη δάνειο εν Λονδίνω και η αγγελία της αλληλοδιαδόχου αφίξεως των δώσεων αυτού ηύξησε τον περί κατοχής της εξουσίας πόθον, και ο πόθος ούτος βοηθούμενος υπό άλλων αφορμών της δυσαρεσκείας όσαι επεκράτουν εν Πελοποννήσω, απέληξε βαθμηδόν εις δεύτερον εμφύλιον πόλεμον. Περί τά τέλη Νοεμβρίου και αρχάς Δεκεμβρίου 1824 η κυβέρνησις εισήγαγε εις την Πελοπόννησον, τη επιμελεία του Ιωάννου Κωλέττου, την κρατίστην της Ελλάδος πεζικήν δύναμιν, ήτοι τά ρουμελιώτικα στίφη υπό τον Καρατάσον, τον Γούραν, τον Καραϊσκάκην, τον Δράκον και τον Τζαβέλλαν, οι οποίοι κατετρόπωσαν τον Λόντον και τον Νοταράν εις Κουτζομάδι, εκυρίευσαν τά Τρίκκαλα και εδάμασαν την ανατολικήν Πελοπόννησον. Έτερα δε ρουμελιώτικα στίφη ανέβησαν από Βοστίτσης εις Καλάβρυτα και κατήλθον εκείθεν μέχρι Μεσσηνίας διαλύοντα και καταπιέζοντα τους στασιαστάς της δυτικής Πελοποννήσου. Φονευθέντος δε περί Τρίπολιν του Πάνου Κολοκοτρώνη, ο πατήρ αυτού τοσούτον κατεβλήθη, ώστε παρεδόθη εις την κυβέρνησιν και εφυλακίσθη μετά πολλών άλλων φίλων του εις την μονήν του προφήτου Ηλιού εις Ύδραν τη 2α Φεβρουαρίου 1825. Μετ’ αυτών είχε συνταχθή και ο μόνος Ρουμελιώτης Θεόδωρος Γρίβας.

Επί πάσιν ο Γούρας, επανελθών κατά τους πρώτους μήνας του 1825 εκ Πελοποννήσου εις την ανατολικήν Ελλάδα, όπου ο Οδυσσεύς από τά τέλη του προηγουμένου έτους είχεν απροκαλύπτως ήδη συμμαχήσει μετά των Τούρκων, κατετρόπωσε αυτόν, τόν ηνάγκασε να παραδοθή και τον απήγαγε δέσμιον και παρά πάντα περιφρονηθέντα και εγκαταλειφθέντα εις την Ακρόπολιν των Αθηνών. Ευρέθη δε νεκρός τη 16η Ιουλίου 1825 εις τους πρόποδας του ναού της Απτέρου Νίκης , εξ ού επεκράτησεν η φήμη, ότι ο Οδυσσεύς αποπειραθείς να δραπετεύση και κατακρημνισθείς ετελεύτησεν.

*

Θάνατος Μάρκου Βότσαρη

Μετά την καταστροφήν του Δράμαλη, ο σουλτάνος διέταξε να εμβάλωσι τώ 1823 εις την Ελλάδα δύο στρατοί, ο μέν εκ Θεσσαλίας, ο δε εξ Ηπείρου, ενούμενοι δε περί Ναύπακτον να διαπεράσωσιν εις Πάτρας, εκείθεν επιχειρούντες την της Πελοποννήσου χείρωσιν. Επί τούτω κατά Απρίλιον 1823 εισήλασεν εις την ανατολικήν Ελλάδα ο Ιουσούφ πασάς Βερκόφτσαλης, υπέργηρως όμως ών και δυσαρεστημένος κατά του σουλτάνου επέστρεψεν εις Λαμίαν άπρακτος. Ο Μουσταής πασάς της Σκόδρας όμως κατελθών μετά 8.000 ανδρών κατέλαβε το Καρπενήσι και ο κίνδυνος απέβη μέγας.

Ο Μάρκος Βότσαρης συνεννοηθείς μετά ευαρίθμων τινών Αιτωλών και Ακαρνάνων απεφάσισεν να προσβάλη την εμπροσθοφυλακήν του Μουσταή. Τωόντι ορμήσας την νύκτα της 9ης Αυγούστου 1823 μετά 350 ανδρών έτρεψεν τους Σκοδρινούς εις φυγήν. Ο ίδιος όμως εφονεύθη και οι συναθληταί αυτού λαβόντες τον νεκρόν του υπεχώρησαν.

Τη 17η Σεπτεμβρίου 1823 ο Μουσταή πασάς ηνώθη μετά του Ομέρ Βριώνη και των 4.000 ανδρών αυτού, εις το χωρίον Γουριά, απογοητευθέντες δε επειδή εύρον το Μεσολόγγιον οχυρωμένον και αφού επί ένα μήνα περιεφέρθησαν από του Αχελώου μέχρι του Ευήνου έστησαν το στρατόπεδον εις τά περιβόλια και τους ελαιώνας του Ανατολικού. Τη 17η Νοεμβρίου όμως οι δύο πασάδες ενόμισαν συνετόν να αναζεύξωσι και αφού απέβαλον επί ματαίω το τέταρτον της δυνάμεως απήλθον κατεσπευσμένως οπωσούν εις τά ίδια, ο μέν Μουσταής εις Σκόδραν, ο δε Βριώνης εις Άρταν.

Τη 30η Δεκεμβρίου 1823 αφίκετο εις Μεσολόγγιον ο Μαυροκορδάτος και επί έτος ολόκληρον διατρίψας εν τη δυτική Ελλάδι, ετακτοποίησε και ενεψύχωσεν αυτήν και προπάντων εφρόντισε να οχυρώση όσον οίον τε το Μεσολόγγιον. Έν μόνον λάθος έπραξε τότε, ότι δεν εμάντευσε την αξίαν του Καραϊσκάκη και περιήλθε εις ρήξιν προς τον άνδρα εκείνον, όστις μετά δύο έτη έμελλε να αποδείξη δι’ έργων λαμπρών ότι είναι ο κράτιστος της Στερεάς Ελλάδος πολέμαρχος και ίσως ο κράτιστος των κατά ξηράν αναδειχθέντων.

*

Παρέμβασις του Μεχμέτ Αλή – Καταστροφή Κάσου και Ψαρών

Κατά το έτος 1824 ο σουλτάν Μαχμούτης είχεν απελπισθή του να καταβάλη την ελληνικήν επανάστασιν διά μόνων των ιδίων δυνάμεων. Όθεν απετάνθη εις τον Μεχμέτ Αλήν πασάν της Αιγύπτου όστις διέθετε τακτικόν στρατόν. Ο πολυμήχανος σατράπης, προσλαβών το πασαλίκιον της Πελοποννήσου και φιλοτιμούμενος να δώση εις το έργον των φαραώνων, όπερ επόθει να ανορθώση, έκτασιν οίαν ποτέ δεν είχε λάβει εν καιρώ της μεγίστης αυτού ακμής, απεδύθη εις τον αγώνα διά πάσης θυσίας κατά ξηράν τε και κατά θάλασσαν. Έτσι από του Μαρτίου 1824 ο Χουσεΐμπευς, σταλείς εξ Αιγύπτου εις Κρήτην, συνεπλήρωσε διά σφαγών και καταστροφών φοβερών την χείρωσιν της πολυπαθούς ταύτης νήσου. Ίνα δε ασφαλισθή η διά του Αιγαίου πελάγους διαπεραίωσις της αιγυπτιακής δυνάμεως, εκρίθη αναγκαίον να υποταχθώσιν αι νήσοι, τουλάχιστον αι απώτεροι της Πελοποννήσου κείμεναι.

Πρώτη προσεβλήθη η Κάσσος, νήσος απόκρημνος με 7.000 περίπου κατοίκους και 15 μέν πάρωνας, 40 δε μικρότερα πλοία. Οι Κάσσιοι κατά τά τελευταία τρία έτη δεν έπαυσαν βοηθούντες μέν την κρητικήν επανάστασιν, λυμαινόμενοι δε τά παράλια της Καραμανίας, της Συρίας και της Αιγύπτου και δεινώς δυσφημούμενοι υπό των Ευρωπαίων ως πειραταί. Από των μέσων Μαΐου 1824 η νήσος απεκλείσθη διά τριών φρεγαδών και 10 δρομώνων εξ Αλεξανδρείας υπό τον Ισμαήλ Γιβραλτάρ και ήρχισε να κανονιοβολήται. Τη 7η Ιουνίου ο Χουσεΐμπεϋς απεβίβασε διά νυκτός 3.000 Αλβανούς και μη απαντήσας ικανήν αντίστασιν, τους μέν άνδρας και τάς γραίας εθανάτωσε, τους δε νέους και παίδας, 2.000 τον αριθμόν, έπεμψεν εις Αλεξάνδρειαν όπου επωλήθησαν ως ανδράποδα.

*

Ακολούθησε η καταστροφή των Ψαρών υπό του Χοσρέφ πασά. Τη 20η Ιουνίου 1824 ο οσμανικός στόλος έπλεε προς τά Ψαρά. Ο στόλος ούτος, συγκείμενος εξ 140 σκαφών εν οίς 2 κατάφρακτα, 5 φρεγάδες και 45 δρόμωνες, πάρωνες, ημιόλιαι και βάρεις (κανονοφόροι) έφερε στρατόν αποβατικόν 14.000 ανδρών. Εκ των 30.000 ψυχών των Ψαρών 3.000 διέφυγον την σφαγήν, εκ δε των προσφύγων 17.000 ή εθανατώθησαν ή εξηνδραποδίσθησαν. Εάν προσήρχοντο εγκαίρως πάσαι αι ελληνικαί ναυτικαί δυνάμεις, βεβαίως ο Χοσρέφης δεν απεβιβάζετο ποτέ εις Ψαρά. Εάν και αυτοί οι Ψαριανοί εξέπεμπον κατ’ αυτού τά πυρπολικά των επερειδόμενα επί των πολεμικών, όσον ευάριθμα και αν ήσαν ταύτα πιθανώς ήθελον αναβάλει την απόβασιν μέχρι της προσελεύσεως του όλου ελληνικού στόλου, όστις, τωόντι παρέστη μετ’ ολίγας ημέρας. Αλλ’ οι Ψαριανοί δεν ήσαν οι μόνοι της νήσου πρόμαχοι. Είχον προσλάβει 1.000 υπομισθίους Θετταλούς και Μακεδόνας, οίτινες, φοβούμενοι μήπως διεξαγομένου του αγώνος εγκαταλειφθώσιν, εν αποτυχία αυτού, επί της νήσου, απήτησαν να μείνωσι ηγκυροβολημένα τά πλοία εν τώ λιμένι και αυτά τά πηδάλια αυτών αφαιρεθέντα, να αποβιβασθώσιν εις την ξηράν, όπερ και εγένετο.

Η συμφορά αύτη κατέπληξεν ως κεραυνός την Ελλάδαν πάσαν από περάτων αυτής μέχρι περάτων. Προσέτι οι έπαρχοι Τήνου, Μυκόνου, Νάξου ανήγγελλον αλληλοδιαδόχως, ότι εκ των νήσων αι μέν επροσκύνησαν, αι δε ετοιμάζονται να προσκυνήσωσιν. Η σωτηρία της Ελλάδος από λεπτού εξηρτάτο νήματος.

*

Η ναυμαχία του Γέροντος

Τη 7η Αυγούστου 1824 είχεν αναχωρήσει εξ Αλεξανδρείας στόλος, όστις συνέκειτο εξ 25 πολεμικών πλοίων παραπεμπόντων 8.000 τακτικούς και 1000 ίππους επί 100 φορτηγών μετακομιζομένους. Του στόλου ήρχεν ο Ισμαήλ Γιβραλτάρ, την δε υπερτάτην της όλης δυνάμεως ηγεμονίαν είχεν επιτρέψει ο Μεχμέτ Αλής εις τον πολυθρύλητον θετόν αυτού υιόν Ιβραΐμ πασάν, άνδρα γενναίον, τολμηρόν και καρτερικόν. Πολλοί δε Γάλλοι αξιωματικοί, εκπαιδευταί του αιγυπτιακού τακτικού στρατού επέβαινον επί των πλοίων.

Ο στολος αυτός ηνώθη μετά του στόλου του Χοσρέφ και περιελάμβανον έν δίκροτον, 25 φρεγάδας, 25 δρόμωνας, 50 πάρωνας και ημιολίας και περί τά 300 σκευαγωγά και εναυλόχει μεταξύ Αλικαρνασού και Κώ.

Οι Έλληνες συνεκεντρώθησαν περί τάς νήσους Λέρον, Λειψώ και Πάτμον. Ο φοβερός των πολεμίων στόλος έφερε 50.000 ναύτας και στρατιώτας και 2500 πυροβόλα, οι δε ημέτεροι δεν είχον ν’ αντιτάξωσιν ειμή 70 σκάφη και 800 πυροβόλα μικράς εν γένει ολκής. Και όμως εν τοιαύτη δυνάμεων δυσαναλογία έμελλον νύν να συγκροτήσωσιν ουχί πλέον απλάς συμπλοκάς, αλλά αληθείς εκ παρατάξεως μάχας.

Αποφασίσαντες δε οι ημέτεροι να επιτεθώσιν, απήρον τη 24η Αυγούστου 1824 και απόσπασμα συγκείμενον εκ 18 πολεμικών και 6 πυρπολικών προηγείτο της μεσοπορείας. Οι Τούρκοι εκπετάσαντες ωσαύτως τά ιστία, παρετάχθησαν εις μάχην εν τώ πορθμώ. Η θέα και μόνη των επερχομένων πυρπολικών επί τοσούτον κατεπτόησε τους Τούρκους, ώστε πολλά των πλοίων αυτών, σπεύδοντα να αποφύγωσι την απειλήν, συνεκρούσθησαν. Τά κινήματα ταύτα συνωδεύθησαν υπό σφοδροτάτου πυρός, διαρκέσαντος ώρας πολλάς, αλλά μη προξενήσαντος εκατέρωθεν πολλήν θραύσιν, το μικρόν πυροβολικόν των Ελλήνων ήτο ατελέσφορον, το δε ογκώδες των Τούρκων εφαίνετο εντελώς ανόητον. Το εσπέρας οι δύο στόλοι εχωρίσθησαν και απήλθον, ζητούντες αγκυροβόλιον όπως επισκευάσωσι τάς ζημίας.

Οι συγκρούσεις επανελήφθησαν την 29ην ότε οι Τούρκοι ευρέθησαν εκ τύχης έχοντες πολλά πλεονεκτήματα. Ού μόνον προσήνεμοι ήσαν, ενώ οι ημέτεροι κατείχοντο υπό γαλήνης, αλλά κατά την προηγουμένην νύκτα 22 ελληνικά πλοία, εν οίς πέντε πυρπολικά, είχον εισπλεύσει εντός του κόλπου του Γέροντος και εκρατούντο εκεί δέσμια υπό της γαλήνης. Ήσαν δ’ εν τοίς πλοίοις αυτοις οι πρώτιστοι των Ελλήνων μαχητών. Εκεί ήτο ο Μιαούλης, ο Γ. Σαχτούρης, ο ναύαρχος των Σπετσών Ανδρούτσος, ο αντιναύαρχος Ιωάννης Κυριακός, ο Αντώνιος Κριεζής και ο Εμ. Τομπάζης, ο Ανας. Τσαμαδός και ο Ανάργ. Λεμπέσης.

Αλλ’ ο Μιαούλης ανεδείχθη ανώτερος εαυτού. Κατώρθωσε να εξελιχθή πάσα εκείνη η μοίρα εκ του μυχού εν τώ οποίω ήτο αποκεκλεισμένη, και να αντιπαραταχθή κατά του αυγυπτιακού στόλου, όστις, καίτοι τοσούτον καθυπέρτερος δέν ετόλμα να πλησιάση, αλλά περιωρίζετο εις το να πυροβολή μανιωδώς. Τά δύο τμήματα του ελληνικού στόλου κατά μικρόν επλησίαζον, ο δε Χοσρέφ ήρχισεν ήδη να υποχωρή. Τότε διέταξεν ο Μιαούλης να προελάσωσι σπουδαιότερον τά πυρπολικά. Οι Υδραίοι Ι. Ματρόζος και Γ. Βατικιώτης καί ο Σπετσιώτης Λάζαρος Μουσούς πυρπολούσι πάρωνα αιγυπτιακόν πρώτης δυνάμεως και σώζονται εν τώ πλοίω του Αντωνίου Κριεζή. Η καταστροφή του πάρωνος τούτου κατεθορύβησε και αυτούς τους Αιγυπτίους. Απτόητος όμως ενέμενεν εν τώ κινδύνω ο της Τύνιδος ναύαρχος, επιβαίνων καλλίστης φρεγάδος 44 πυροβόλων. Και επέρχεται κατά πάνω της ο Υδραίος Γεώργιος Θεοχάρης. Η φρεγάς διά ποικίλων στροφών και αδιακόπων πυροβολισμών, αγωνίζεται να διαφύγη τάς αρπάγας του θρασέος αντιπάλου, αλλά τελευταίον αρπάζεται και εν ακαρεί καταφλογίζεται. Οι 400 άνδρες του πληρώματος αυτής και οι 250 Άραβες στρατιώται, οι μέν εκάησαν, οι δε επνίγησαν, οι δε συνελήφθησαν ζώντες. Έκλινε δε ο ήλιος περί την δύσιν αυτού και οι πολέμιοι κατέφυγον οριστικώς υπό την προστασίαν της Αλικαρνασσού και της Κώ. Ουδεμία ναύς εμπόλεμος των Χριστιανών εχάθη. Μόνον τά πυρπολικά απεχαιρέτισαν τους συναδέλφους των αντί τοσούτων και τηλικούτων θυμάτων τουρκικών, όσα εκείνην την ημέραν κατεβρόχθισεν ο αχανής πόντος.

Μετά την ναυμαχίαν ταύτην οι δύο των πολεμίων αρχηγοί, απελπισθέντες να διαπεράσωσιν εις Κρήτην, αποπειραθέντες να κυριεύσωσι την Σάμο και αποτραπέντες υπό των ημετέρων, απήλθον εις Μυτιλήνην και εχωρίσθησαν εκεί περί την 20ην του μηνός Σεπτεμβρίου 1824. Και ο μέν καπετάν πασάς υπεχώρησεν εις τον Ελλήσποντον, ο δε Ιβραΐμ πασάς μετά τινας περιπετείας εισέπλευσεν εις Κών όπου ανεπλήρωσε τά κενά του στρατού αυτού διά 5.000 Αιγυπτίων εξ Αλεξανδρείας προσελθόντων. Και αι νέαι απόπειραι αυτού να εισπλεύση εις Κρήτην απέτυχον, αφού εύρισκε πάντα εμπρός του τον ελληνικόν στόλον. Ενόμισαν όμως και οι περί τον Μιαούλην, ότι του χειμώνος ήδη επελθόντος, δεν θέλει θαλασσομαχήσει αύθις ο Ιβραΐμ. Όθεν επέστρεψαν εις τά ίδια.

Ο Ιβραΐμ όμως συγκεντρώσας αύθις εις Ρόδον τά τε πολεμικά και τά σκευαγωγά και ευρών την θάλασσαν ελευθέραν, κατέπλευσε περί τά τέλη Νοεμβρίου ασφαλώς εις Σούδαν και απεβίβασεν εκεί τά στρατεύματα αυτού.

*

Απόβασις Ιβραΐμ πασά εις Μεσσηνίαν

Εν αρχή του 1825 η επανάστασις και η νέα αυτής κυβέρνησις εφαίνοντο εξασφαλίσασαι την τύχην αυτών. Δι’ όλου του έτους 1824 κατά ξηράν οι πολέμιοι μίαν μόνην επεχείρησαν εκστρατείαν κατά της ανατολικής Ελλάδος και εκείθεν ηναγκάσθησαν να υποχωρήσωσιν άπρακτοι μετά τάς περί Άμπλιανην μάχας. Κατά θάλασσαν δε ετελέσθησαν τά λαμπρότερα των ελληνικών κατορθωμάτων. Οι στόλοι της Κωνσταντινουπόλεως και της Αλεξανδρείας, καταναυμαχηθέντες επανειλημμένως, απώλεσαν δύο φρεγάδας, δύο δρόμωνας, και τρείς πάρωνας, ήτοι 7 πολεμικά πλοία, πυρποληθέντα μεθ’ όλων αυτών των πληρωμάτων. Έτι δε ένα δρόμωνα ναυαγήσαντα και 50 σκευαγωγά αιχμαλωτευθέντα, βυθισθέντα ή άλλως καταστραφέντα. Εις ναύαρχος και 4.000 στρατιώται και ναύται συνελήφθησαν, εφονεύθησαν ή κατεποντώθησαν, 500 δε περίπου τακτικοί Άραβες απήχθησαν αιχμάλωτοι εις Ναύπλιον, την πρωτεύουσαν της κυβερνήσεως. Η κυβέρνησις αύτη είχε κατισχύσει απάντων των εσωτερικών αυτής αντιπάλων. Οι επισημότεροι εξ αυτών ή εκρατούντο δέσμιοι εις Ύδραν ή εκρύπτοντο εις απώτατα άσυλα. Καίτοι όμως κατισχύσασα των αντιπάλων η νέα κυβέρνησις περιείχε τά σπέρματα προσεχούς αναρχίας και πτώσεως αν ήθελε απειληθή υπό μεγάλων εξωτερικών κινδύνων.

Τωόντι ο κίνδυνος ούτος ελέγετο Ιβραΐμ πασάς, όστις εκπλεύσας εκ Σούδας εν αρχή Φεβρουαρίου 1825 ενεφανίσθη εις τά μεσσηνιακά παράλια, μηδενός παρακωλύσαντος, και απεβίβασε τη 12η εις Μεθώνην 4.000 τακτικού πεζικού και 500 ιππείς. Εκπέμψας δε αμέσως εις Κρήτην τον στόλον, μετεκόμισεν εκείθεν δευτέραν στρατού μοίραν, πάλιν μηδένα παρακωλύοντα απαντήσας, ώστε τη 9η Μαρτίου 1825 έχων μυρίους πεζούς και 1000 ιππείς επεχείρησε την πολιορκίαν της Πύλου. Τη 7η Απριλίου τά ρουμελιώτικα στρατεύματα εμετρήθησαν εις Κρομμύδι προς τον τακτικόν στρατόν του Ιβραΐμ πασά και κατατροπωθέντα επέστρεψαν εις την Στερεάν. Τη 19η Απριλίου απεβιβάζοντο αύθις εις Μεθώνην 4.000 άνδρες, 500 ημίονοι και πολεμεφόδια και τροφαί, ενώ τη 26η Απριλίου εάλω και η Σφακτηρία.

Αληθές ότι μετά τινας ημέρας, τη 30η , ο Μιαούλης, εισβαλών τολμηρότατα εντός του λιμένος της Μεθώνης κατεπυρπόλησε την ωραίαν φρεγάγαν Ασίαν, δύο δρόμωνας και 4 φορτηγά. Αλλ’ ουδέν ήττον τη 11η Μαΐου παρεδόθη το Νεόκαστρον εις τον Ιβραΐμ, ασφαλίσαντα ούτω την κατοχήν της Μεσσηνίας. Αληθές ωσαύτως ότι τη 20η ο περί τον Γεώργιον Σαχτούρην ελληνικός στόλος αντιπαραταχθείς περί Καφηρέα προς τον στόλον της Κωνσταντινουπόλεως κατώρθου έν των λαμπροτάτων ναυτικών έργων, πυρπολήσας την ναυαρχίδα διά του Υδραίου Ιωάννου Ματρόζου και του Σπετσιώτου Λαζάρου Μουσού, καταστρέψας δε δύο δρόμωνας και κυριεύσας 30 φορτηγά και πλήθος ορειχαλκίνων πυροβόλων. Αλλά ο Ιβραΐμ παρ’ όλα ταύτα, κατοχυρωθείς εν Μεσσηνία ητοιμάζετο να βαδίση προς τά ενδότερα της Πελοποννήσου και ο κατεπτοημένος της χερσονήσου λαός κατεκραύγαζεν απαιτών την λύτρωσιν του Κολοκοτρώνη, παρ’ αυτού και μόνου ελπίζων σωτηρίαν.

Και πράγματι η κυβέρνησις εψήφισε τη 18η Μαΐου 1825 γενικήν αμνηστίαν και ανηγόρευσε τον Κολοκοτρώνην γενικόν αρχηγόν της Πελοποννήσου. Αλλ’ ο Γέρος δεν ηδυνήθη να διακωλύση την πρόοδον του Ιβραΐμ πασά, εμβαλόντος τη 11η Ιουνίου εις Τρίπολιν και τη 13η εις Αργολίδα.

Τον ίδιον περίπου καιρόν, από των αρχών του Απριλίου ο Ρεσίτ πασάς, εμβαλών μετά ανδρών δισμυρίων εις την δυτικήν Ελλάδα προσήλασε μέχρι Μεσολογγίου, του οποίου ήρχισε τη 5η Μαΐου 1825 την τελευταίαν πολιορκίαν. Η Ελλάς εκινδύνευε τον έσχατον κίνδυνον, εάν δεν διενεργείτο συγχρόνως η εξωτερική παρέμβασις.

*

Αι περιπέτειαι των ολεθρίων ετών 1825, 1826 και 1827

Σφακτηρία - Μανιάκι - Δραμπάλα - Μύλοι

Φοβερά τωόντι υπήρξαν τά τρία τοιαύτα έτη. Μέχρι τούδε εγράψαμεν ιστορίαν. Εφεξής η επανάστασις προσλαμβάνει τραγωδίας σχήμα.

Ολίγον μετά την πρώτην απόβασιν του Ιβραΐμ πασά εις Πελοπόννησον, περί τά τέλη Απριλίου 1825, ερρίφθησαν εις την Σφακτηρίαν μετά 1000 περίπου ανδρών ο Μαυροκορδάτος, ο γέρων Αναγνωσταράς, ο Σταύρος Σαχίνης, ο Αναστάσιος Τσαμαδός, ο Δημήτριος Σαχτούρης, και εν τώ άμα προσεβλήθησαν αυτόθι υπό δυνάμεως ναυτικής και πεζικής. 350 άνδρες εφονεύθησαν εν οίς ο Αναγνωσταράς, ο Σαχίνης, ο Τσαμαδός. 200 περίπου ηχμαλωτεύθησαν και 500 διέφυγον, εν οίς ο Σαχτούρης και ο Μαυροκορδάτος.

Εν αρχή Μαΐου απήλθεν εκ Ναυπλίου ο υπουργός των εσωτερικών Παπαφλέσας και διασχίσας την χερσόνησον, υπήγε και κατέλαβε μετά ανδρών 1000 επί της ανατολικής κλιτύος του όρους Μάλια την θέσιν την έκτοτε περιβόητον γενομένην, το λεγόμενον Μανιάκι. Δυστυχώς οι πλείστοι των συντρόφων του τον εγκατέλιπον εν τη εσχάτη ώρα ότε προσεβλήθη τη 20η Μαΐου 1825 υπό αυτού του Ιβραΐμ άγοντος 6.000 άνδρας και ετελέσθη μία των φοβεροτάτων θυσιών της επαναστάσεως. Εν τώ αγώνι τούτω εν τώ οποίω η πάλη υπηρξεν άνισος κατά το όπλον και το πλήθος Έλληνες μέν έπεσον πάντες οι εγκαρτερήσαντες 300 τον αριθμόν, Αιγύπτιοι δε 600. Μικρόν μετά ταύτα ο Ιβραΐμ προήλασε προς την Αρκαδίαν.

Εν τώ μεταξύ ο Κολοκοτρώνης επρόφθασε να καταλάβη διά του υιού του Γενναίου, του Κανέλλου Δεληγιάννη, του Πλαπούτα, του Τσώκρη και του Κ. Μαυρομιχάλη τάς παρόδους τάς αγούσας εκ Μεσσηνίας προς Αρκαδίαν. Περί Δραμπάλαν ιδίως εγένετο μάχη κρατερά τη 6η και 7η Ιουνίου 1825, αλλά το εσπέρας της 7ης οι πρόμαχοι της θέσεως εκείνης μη δυνηθέντες ν’ ανθέξωσιν εις τά ορεινά πυροβόλα και τους όλμους υπεχώρησαν, ο δε Ιβραΐμ κατήλθεν ακωλύτως εις την Αργολίδα.

Εις τους Μύλους, ο Δ. Υψηλάντης, ο Μακρυγιάννης, ο Κ. Μαυρομιχάλης, και τινες φιλέλληνες, 350 εν όλοις ανδρών, αντεπεξήλθον ξιφήρεις την έφοδον των Αιγυπτίων και ηυτύχησαν να αποκρούσωσιν αυτούς. Ο Ιβραΐμ απαντήσας τηλικαύτην απροσδόκητον αντίστασιν εν Μύλοις, επέστρεψεν εις τά ενδότερα της Πελοποννήσου.

*

Πολιορκία και άλωσις του Μεσολογγίου

Και μετ’ ολίγας ημέρας ήρξατο η πολιορκία του Μεσολογγίου, το ενδοξότατον κατά ξηράν μεγαλούργημα της όλης επαναστάσεως. Εις το Μεσολόγγιον υπήρχον 12.000 ψυχαί, εξ ών 4.000 άνδρες, οι κράτιστοι μαχηταί της Ηπείρου και της Αιτωλίας και της Ακαρνανίας, και πλήν τούτων 1.000 περίπου κάτοικοι, ικανοί να φέρωσιν όπλα. Εις το νησίδιον Βασιλάδι δε εσωρεύθησαν 2.000 γυναικόπαιδα, ίνα μη βαρύνωσιν επί ματαίω την φρουράν. Από του Ιουλίου μέχρι του Δεκεμβρίου 1825 το Μεσολόγγιον επολιορκήθη υπό μόνου του Ρεσίτ πασά. Από δε του Δεκεμβρίου μέχρι των αρχών του Απριλίου 1826 ο αγών διεξήχθη διά της κοινής συμπράξεως του Ρεσίτ και του Ιβραΐμ.

Κατά την πρώτην της πολιορκίας περίοδον τρείς εγένοντο έφοδοι και αι τρείς αποκρουσθείσαι. Δύο δε εξετελέσθησαν έξοδοι της φρουράς εξ ών εις μέν την πρώτην 25 Ιουλίου1826 1000 λογάδες άνδρες, προελάσαντες ξιφήρεις εξέβαλον τους πολιορκητάς εκ 4 πυροβολείων, μετά τρίωρον δε αιματηράν πάλην επανήλθον εις την πόλιν συνεπαγόμενοι όπλα, σημαίας και αιχμαλώτους. Αλλά και κατά την δευτέραν έξοδον, ήτις εγένετο τη 1η Οκτωβρίου 1825 πολλήν έπαθον οι πολέμιοι ζημίαν.

Άπαξ δε περί τά τέλη Ιουλίου ο Μιαούλης και ο Σαχτούρης εσιτοδότησαν την πόλιν, μη δυνηθέντος του οσμανικού στόλου να παρακωλύση αυτούς.

Ήδη δε από τής 7ης Αυγούστου 1825 είχεν εισέλθει ο Κίτσος Τζαβέλλας μετά των Σουλιωτών αυτού και ενίσχυσε το θάρρος της φρουράς. Τη δε 5η Οκτωβρίου ο περί το Μεσολόγγιον ενεργός του Ρεσίτ στρατός, περιορισθείς εις 3.000 πεζούς και 600 ιππέις, εφαίνετο ηναγκασμένος να παραιτήση το έργον. Αλλά από των αρχών του Νοεμβρίου ο οσμανικός και ο αιγυπτιακός στόλος απεβίβασαν εις Αιτωλίαν 8.000 Άραβας, κατά δε τον ακόλουθον μήνα προσελθών αυτός ο Ιβραΐμ επεχείρησεν προπαρασκευάς προς την νέαν πολιορκίαν. Εν τώ μεταξύ ο Μιαούλης κατώρθωσε δευτέραν φοράν περί τά τέλη Νοεμβρίου να εισαγάγη τροφάς τινας εις την πόλιν, και περί τά μέσα Ιανουαρίου 1826, τρέψας τον τουρκικόν στόλον εσιτομέτρησε τρίτον ήδη την πεινώσαν φρουράν. Αλλ’ από θαλάσσης μικρά πλέον υπέφωσκεν η ελπίς διά την παντελή χρηματικήν απορίαν των τε νήσων και της κυβερνήσεως, από ξηράς δε η πολιορκία απέβη είπερ ποτέ δεινοτέρα. Οι Τούρκοι είχον 40 πυροβόλα, τά οποία διαιρεθέντα υπό του Ιβραΐμ εις τρία κανονοστάσια έρριπτον εις το Μεσολόγγιον κατά πάσας τάς 24 ώρας 2000 σφαίρας ή βόμβας. Περί τά μέσα Φεβρουαρίου δύο εγένοντο έφοδοι και αι δύο απεκρούσθησαν μετά φθοράς μεγάλης, μετά δε την δευτέραν η φρουρά επιχειρήσασα έξοδον διά νυκτός και εμβαλούσα εις τά οχυρώματα τών πολεμίων, απήγαγεν από αυτών όπλα ικανά και αιχμαλώτους. Τότε οι πασάδες μετέβαλον σύστημα. Εξηκολούθουν μέν κατακεραυνούντες την πόλιν, αλλά συγχρόνως εισαγαγόντες εις την λίμνην 32 πλοιάρια, κατέλαβον το Βασιλάδιον. Τη 25η Μαρτίου ο Ρεσίτ εφώρμησε μετά των Αλβανών εις την Κλείσοβα, σύρτιν μάλλον ή νησίδιον, απέχουσαν μόλις έν μίλιον εκ Μεσολογγίου, ωχυρωμένην διά 4 μικρών πυροβόλων και φρουρουμένην υπό 130 ανδρών υπό τον Κίτσον Τζαβέλλαν.

Ο Ρεσίτ αποβαλών 600 άνδρας και πληγωθείς ο ίδιος υπεχώρησεν. Ο Ιβραΐμ ενέπαιζε ανηλεώς την αποτυχίαν του συναδέλφου του και «τώρα βλέπεις, τον είπε, πώς οι Άραβές μου θέλουσι κυριεύσει το οχύρωμα τούτο». Διέταξε δε να προελάσωσι δύο τάγματα υπό τον Χουσεΐνμπεϋν εκείνον, όστις ανέκτησε την Κρήτην, την Κάσσον, την Σφακτηρίαν και πρό ολίγον το Βασιλάδιον και το Ανατολικόν. Ήτο δυνατόν να μη χειρώση την Κλείσοβαν; Αλλ’ οι Άραβες απέτυχον, όπως και οι Αλβανοί. 800 έπεσον, ο δε Χουσεΐνμπεϋς θανασίμως ετραυματίσθη εις το μέτωπον.

Εν τούτοις η τροφοδοσία είχεν εξαντληθή. Ο Μιαούλης δέν ηδυνήθη την φοράν αυτήν να διαπεράση τάς 57 φρεγάδας, δρόμωνας και πάρωνας και πολυαρίθμους βάρεις και λοιπά πλοιάρια του εχθρικού στόλου. Ραγδαία δε βροχή πυρός κατέπιπτεν αδιαλείπτως επί του Μεσολογγίου. Και το έτι δεινότερον, οι άνθρωποι ετρέφοντο με γάτας, ποντικούς, δέρματα, φύκη. Ουδεμία δε υπήρχεν ιατρική θεραπεία. Η μέν εκ του πολέμου ζημία της φρουράς δεν εγένετο μεγάλη. Ολίγαι τινές εκατοστώες ανδρών είχον πέσει, ενώ χιλιάδες Τούρκων κατέκειντο εν τη λίμνη και υπό τους προμαχώνας της πόλεως. Αλλ’ εκ των 12.000 κατοίκων, 3.000 εξέλιπον εκ της πείνης και των νόσων μάλλον ή εκ του πυρός. «Ηξεύρετε», έλεγε προς τους Γάλλους είς των διερμηνέων της Πύλης επί της τουρκικής ναυαρχίδος ευρισκόμενος, «ηξεύρετε ότι οι Σουλιώται δεν παραδίδονται ποτέ». Και δεν παρεδόθησαν, αλλά εξήλθον.

Την νύκτα της 10ης Απριλίου, οι περιλιπόμενοι 3.000 μαχηταί απεφάσισαν να εκβιάσωσι την δίοδον. Διηρημένοι εις τρείς στήλας, και εκβαλόντες κραυγήν τρομεράν, εξώρμησαν ξιφήρεις. Ούτε τά γιαταγάνια των Αλβανών, ούτε αι λόγχαι των Αράβων ηδυνήθησαν να αναχαιτίσωσι την ακατάσχετον εκείνην καταιγίδα. Οι απαράμιλλοι ούτοι της ελευθερίας πρόμαχοι επήδησαν δι’ ενός άλματος τάφρους, διαδοκίδας, θωράκια, άπαντα τον πολύπλοκον λαβύρινθον των πολιορκητικών γραμμών. Αλλ’ ενώ εσάρωνον ενώπιόν των τους τελευταίους αντιπάλους, όσοι επέμενον εισέτι ν’ αντιταχθώσι κατ’ αυτών, έτερα τάγματα εξώθησαν τά γυναικόπεδα οπίσω προς το Μεσολόγγιον και ετελέσθη τότε εν τη πόλει θυσία δαιμονιώδης.

Η απόγνωσις των ητηθέντων και η μανία των νικητών συνεπλάκησαν εν τελευταίω και φρικώδι αγώνι, εν τώ οποίω οι Έλληνες άλλον τρόπον αμύνης μη έχοντες, ενέβαλον πύρ εις τά σωζόμενα έτι εφόδια και ανέτρεπον εαυτούς τε και τους επιτιθεμένους. Ούτω έπεσεν εν τη μεγάλη πυριταποθήκη ο ηρωϊκός Καψάλης. Ούτω επυρπολήθησαν 2.000 άνθρωποι, Έλληνες και Τούρκοι, 3.000 δε εκόπησαν ελληνικαί κεφαλαί και τά περισωθέντα γυναικόπαιδα εξηνδραποδίσθησαν.

Οι δ’ εξελθόντες υπέστησαν εισέτι δεινάς δοκιμασίας. Κατεδιώχθησαν υπό του ιππικού, ενέπεσον εις ενέδρας επιτηδείως παρασκευασθείσας και αφού διέφυγον άπαντας αυτούς τους κινδύνους, δεν εύρον άρτον ίνα φάγωσι, δεν εύρον καλύβην ίνα αναπαυθώσιν. Η Στερεά Ελλάς ήτο έρημος. Επί πολύν χρόνον πλανηθέντες εις τά όρη, ότε έφθασαν τελευταίον εις Σάλωνα μόλις ηρίθμουν 1.300 μαχητάς.

Κατά την ολεθρίαν εκείνην νύκτα της εξόδου και κατόπιν, εντός και εκτός της πόλεως απέθανον ο επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ, ο χρηστός Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, πολιτικός της πόλεως διοικητής, οι στρατιωτικοί Νικόλαος Στορνάρης, Κωνσταντίνος Σαδήμας, Αθανάσιος Ραζής, ο μηχανικός Μιχαήλ Κοκκίνης, ο φιλέλλην Μάγερ, όστις έγραφε και εξέδιδεν εν μέσω του πυρός τά «Ελληνικά Χρονικά». Οι δε ονομαστότεροι των περισωθέντων ήσαν ο Νότης Βότσαρης και ο Μήτσος Κοντογιάννης, πρεσβύται ρωμαλέοι, ο Δημήτριος Μακρής, ο Κίτσος Τζαβέλλας και ο Χρήστος Φωτομάρας. Και το παραδοξότερον κατώρθωσαν να διέλθωσι και γυναίκες τινές και παίδες.

*

Γεώργιος Καραϊσκάκης

Τοιαύτη πτώσις ισοφάριζε βεβαίως προς την περιφανεστάτην των νικών. Ο κόσμος όλος δυνάμεθα να είπωμεν, συνεκινήθη εκ της περί αυτής αγγελίας, και ουδέποτε συνέρρευσαν εις την Ελλάδα πλειότερα τρόφιμα και εφόδια υπό των φιλελληνικών εταιρειών της Ευρώπης και της Αμερικής στελλόμενα. Αλλ’ ουδέν ήττον η επανάστασις κατεβλήθη ου μόνον καθ’ όλην την δυτικήν Ελλάδα, αλλά και εις το πλείστον της ανατολικής. Μόνον η Ακρόπολις των Αθηνών εσώζετο έτι φρουρουμένη υπό του Γούρα. Τότε παρέστη εις μέσον ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, όστις διετέλεσε πρό μέν του 1821 απλούς κλέφτης ή το πολύ μισθοφόρος του Αλή πασά, έπειτα δε μέχρι του 1826 είς των κοινών καπεταναίων τής Ρούμελης, διακρινόμενος μέν επ’ ανδρεία, αλλά και επί αυθαδεία τρόπων και ακολασία λόγων. Ελθών εις Ναύπλιον περί τά μέσα Ιουνίου 1826, αιτήσατο και έλαβε παρά της Δοικητικής επιτροπής την αρχηγίαν της Στερεάς.

Εντεύθεν άρχεται το βραχύ μέν, αλλ’ ένδοξον του Καραϊσκάκη στάδιον. Κατά τους επομένους 10 μήνας ανεδείχθη ανώτερος του Κολοκοτρώνη και διά τον τρόπον καθ’ όν συνεκρότησε τον στρατόν αυτού και διά την επιτηδειότητα μεθ’ ής ήγαγεν αυτόν επί τους πολεμίους.

Ο Καραϊσκάκης ανεχώρησεν εκ Ναυπλίου την 19ην Ιουλίου 1826 έχων μεθ’ εαυτού 130 στρατιώτας. Παρεκτός της Ακροπόλεως, κατείχον προσέτι την Κάζαν και τά Δερβενοχώρια δύο οπλαρχηγοί, ο Βάσσος και ό Κριεζώτης, οίτινες, απορρίψαντες απάσας τάς περί υποταγής προτάσεις, εξηκολούθουν εντίμως κρατούντες την ελληνικήν σημαίαν. Ο Καραϊσκάκης συνεννοηθείς μετ’ αυτών έστησε το στρατήγιον αυτού εις Ελευσίνα, όπου κατώρθωσε εντός μικρού να συγκεντρωθώσι 1000 μέν περίπου άνδρες υπό τον Φαβιέρον, ικανοί δε Πελοποννήσιοι υπό τον Γεώργιον Χελιώτην, ώστε, ο στρατός συνεποσώθη εις 3.500 μαχητάς.

Εν τώ μεταξύ είχε κατέλθει ο Κιουταχής (Ρεσίτ) μετά μυρίων πεζών και ιππέων και 26 πυροβόλων και τη 3η Αυγούστου, παρεσκευάσθη να επιτεθή κατά της Ακροπόλεως. Τη 5η Αυγούστου ο Καραϊσκάκης εστρατοπέδευσεν εις Χαϊδάρι, και την μέν επιούσαν απέκρουσε επιτυχώς επίθεσιν, ενώ τη 8η ενισχυθείς ο Ρεσίτ μετά νέας δυνάμεως, επετέθη διά 5.000 πεζών και 1000 ιππέων και υπεχώρησαν οι ημέτεροι εις Ελευσίνα. Έκτοτε ήρχισε θλιβερά μεταξύ Καραϊσκάκη και Φαβιέρου και πολλών ημετέρων φθονούντων τον Καραϊσκάκην.

Το εν Ελευσίνι στρατόπεδον, μείναν έρημον σχεδόν ανδρών, εκινδύνευσε τον έσχατον κίνδυνον, προσβληθέν υπό των πολεμίων. Αλλ’ ο Καραϊσκάκης απέκρουσε την έφοδον διά μόνον 300 στρατιωτών. Οι δε πρότερον λιποτακτήσαντες, εντραπέντες τότε επανήλθον, ώστε εντός ολίγων ημερών συνεκροτήθησαν αύθις εις 4 ή 5 χιλιάδας ανδρών.

Τη 30η Σεπτεμβρίου 1826 εφονεύθη ο Γούρας ενώ επεριπόλει, και ο Καραϊσκάκης εξελέξατο νέον φρούραρχο της Ακροπόλεως τον Κριεζώτη. Ούτος μετά 450 Ρουμελιωτών και Ιονίων κατώρθωσε να εισέλθη εις την πολιορκούμενην Ακρόπολιν την νύκτα της 11ης Οκτωβρίου, και ενώ ο Καραϊσκάκης επεχείρησεν αφ’ εσπέρας αντιπερισπασμόν εκ Πατησίων.

Τη 25η Οκτωβρίου δε ο Καραϊσκάκης απήλθεν επί την Ρούμελην μετά 2.500 μαχητών. Όταν δε τη 23η Φεβρουαρίου 1827 ανέκαμψεν εις Ελευσίνα, από του Αμβρακικού κόλπου μέχρι Αθηνών, ουδαμού αλλού εφαίνετο οθωμανική σημαία, ειμή εις Βόνιτσαν, Μεσολόγγιον και Ναύπακτον. Τρείς νίκαι, η περί Ράχοβαν, η περί Τουρκοχώρι και η περί Δίστομον, επεσφράγησαν το έργον του Καραϊσκάκη και διά τριών στεφάνων εκόσμησαν την κεφαλήν της πνεούσης τά λοίσθια επαναστάσεως.

Άμα επιστρέψας ο Καραϊσκάκης έστησε το στρατήγιον αυτού εις Κερατσίνι και απέκρουσε τη 4η Μαρτίου μεγάλην τινα κατ’ αυτού επίθεσιν.

*

Η εν Τροιζήνι συνέλευσις τη 19η Μαρτίου 1827 προεχειρίσατο τον μέν λόρδον Κόχραν στόλαρχον, τον δε Ριχάρδον Τζώρτζ αρχιστραάτηγον των κατά ξηράν δυνάμεων και τον Ιωάννην Καποδίστριαν κυβερνήτην της Ελλάδος.

Ο Καραϊσκάκης απεδέξατο αμφοτέρους μετά της ενδεδειγμένης προθυμίας, αλλ’ ήτο αδύνατον να επικρατήση ομοφωνία μεταξύ αυτών και αυτού, προπάντων διότι οι δύο Άγγλοι απήτουν άμεσον εκ του συστάδην αγώνα, ίνα εκβιασθή η ταχεία της πολιορκίας διάλυσις, ο δε Καραϊσκάκης επρέσβευε ορθώς, ότι τά άτακτα ελληνικά στρατεύματα είναι μάλλον επιτήδεια εις τον από χαρακωμάτων πόλεμον. Εντεύθεν πολλαί προέκυψαν δυσκολίαι και εψυχράνθησαν οπωσούν αι μεταξύ του Έλληνος και των δύο ξένων σχέσεις.

Επιμένων ο Καραϊσκάκης εις το σύστημα αυτού, επέτυχε περί τά μέσα του μηνός Απριλίου 1827 να εκβάλη τους πολεμίους από όλων των οχυρωμάτων και να ενώση τά δύο ελληνικά στρατεύματα από Κερατσίνης μέχρι Φαλήρου. Τότε προέτεινε να καταληφθή ο Ωρωπός και ο Μαραθών, ίνα αποκλεισθή η τροφοδοσία του Ρεσίτ εξ Ευβοίας, διότι η άλλη Ρούμελη κατείχετο υπό των ημετέρων. Αλλ’ οι δύο ξένοι στρατηγοί επέμενον εις την άμεσον κατά του Ρεσίτ έφοδον, ο δε Καραϊσκάκης ηναγκάσθη να ενδώση. Κατά δυστυχίαν τη 22α Απριλίου, μικράς τινός γενομένης συμπλοκής, ο Καραϊσκάκης καίτοι νοσών, καίτοι αθυμών, παρέστη εις μέσον και εκεί ετραυματίσθη καιρίως. Την νύκτα της 23ης προς την 24ην εγένετο τελευταίον η υπό των δύο στρατηγών έφοδος κατά του τουρκικού στρατοπέδου από Φαλήρου. Αλλά τοσούτον κακώς διέταξαν τά πράγματα, ώστε αντί θριάμβου κατήνεγκον κατά της Ελλάδος την ολεθριωτάτην των πληγών, όσας υπέστη αύτη κατά τά απαίσια εκείνα

έτη. Οι άνδρες ημών διαταχθέντες να προέλθωσιν επί σφαγήν προφανή, εβάδισαν απτοήτως προς τον θάνατον. Όλοι σχεδόν οι Σουλιώται και οι γεναιότατοι των Κρητών έπεσον, 1500 μαχηταί, οι κράτιστοι της Ελλάδος. Εκ των 26 φιλελλήνων διεσώθησαν 4. Εκ των 300 τακτικών, 9. Αυτή του Μεσολογγίου η έξοδος, καθ’ εαυτήν δεν επήγαγεν τοσαύτην μαχητών φθοράν. Εκεί, περί Φάληρον, εχάθη πάσα η Στερεά Ελλάς, διότι μετ’ ολίγας ημέρας διελύθη ο περιλιπόμενος ελληνικός στρατός και τη 24η Μαΐου παρεδόθη μέν η Ακρόπολις, υπέκυψε δε αύθις η Στερεά εις τον οσμανικόν ζυγόν.

*

Αλλά και τά κατά θάλασσαν γεγονότα εν τώ διαστήματι των τριών τούτων ενιαυτών απέβησαν οία τά χερσαία. Οι ναυτικοί ημών ουδέποτε ηυτύχησαν να παρακωλύσωσι την αδιάκοπον διαπεραίωσιν των επικουριών του Ιβραΐμ εξ Αλεξανδρείας εις Πελοπόννησον. Τη 23η Ιουλίου 1826 επεχειρήθη τολμηρότατον βούλευμα. Εξέπλευσαν εξ Ύδρας επί σκοπώ την πυρπόλησιν του αιγυπτιακού στόλου ναυλοχούντος εν Αλεξανδρεία, δύο πολεμικά, το μέν υπό τον Εμμανουήλ Τομπάζην, το δε υπό τον Κανάρην, και τους Υδραίους Α.Θ. Βώκον και Εμμανουήλ Μπούτην.

Δυστυχώς η επιχείρησις απέτυχε προπάντων διά την αιφνιδίαν του ανέμου μεταβολήν.

*

Ο Θεός είχεν αποσύρει την δεξιάν αυτού αφ’ ημών κατά τά τρία ταύτα έτη. Κατά το έτος 1826 ο Μιαούλης και ο Σαχτούρης έσωσαν την Σάμον από των επιθέσεων του Χοσρέφ και του Ταχίρ πασά. Περί τά τέλη δε του ιδίου έτους αφίκοντο τελευταίον και τά διά των χρημάτων του δευτέρου δανείου κατασκευασθέντα πλοία. Η φρεγάτα «Ελλάς» της οποίας η ηγεμονία ανετέθη εις τον λόρδον Κόχραν, ως και η ηγεμονία ολοκλήρου του στόλου, και η ατμοκίνητος «Καρτερία», την οποία εκυβέρνα ο φιλέλλην Άστιγξ. Τά δύο πλοία συνέδραμον ουκ ολίγον τάς εργασίας του εν τη Αττική ελληνικού στρατοπέδου. Αλλά μετά την διάλυσιν αυτού ο νέος ηγεμών των ναυτικών της Ελλάδος δυνάμεων, Κόχραν, δεν επεχείρησε να παρακωλύση την ένωσιν του τουρκικού στόλου μετά του Αιγυπτιακού και έτι ολιγώτερον να διακόψη την μεταξύ Αιγύπτου και Πελοποννήσου συγκοινωνίαν. Και εν τώ μεταξύ, εκτός της Ύδρας, των Σπετσών και της Αιγίνης, ήτις κατήχετο υπό των Ψαριανών, η πειρατεία κορυφωθείσα κατέλαβε πάσας τάς λοιπάς νήσους του Αιγαίου.

Η Στερεά Ελλάς είχεν υποταχθή καθ’ ολοκληρίαν, το δε Αιγαίον είχε μεταβληθή εις μέγαν ληστήριον. Μόνος ο Κολοκοτρώνης διέσωζεν μέχρι τινός το αξίωμα της ελληνικής επαναστάσεως. Εν τώ μεταξύ επελθόντος του έαρος του 1827 εξώρμησε πάλιν ο Ιβραΐμ, κατά Απρίλιον, επί την δυτικήν Πελοπόννησον. Αλλά τότε μετέβαλεν επί τινα χρόνον σύστημα. Αντί να εκδηοί ανηλεώς την χώραν, ήρχισε να περιποιήται οπωσούν τους κατοίκους, να φείδηται των σπαρτών, να πληρώνη όσα προς χρήσιν του στρατού ελάμβανεν. Ουκ ολίγοι εν τη απογνώσει αυτών ήρχισαν να υποτάσσωνται, δελεαζόμενοι υπό των επιεικών του δορικτήτορος τρόπων.

Η στιγμή υπήρξε κρίσιμος, διότι το μόλυσμα διαδιδόμενον ηδύνατο να καταφέρη πληγήν καιρίαν εις την και άλλως πνέουσαν τά λοίσθια επανάστασιν. Τότε ο Κολοκοτρώνης προσήνεγκε τελευταίαν και μεγάλην εις την Ελλάδα εκδούλευσιν.

Αδυσώπητος εξεγερθείς κατά της προδοσίας, διέταξε να δράξωσι τά όπλα πάντες από 15 μέχρις 60 ετών, ηπείλησε διά πυρός και σιδήρου τους υποτασσομένους και βαρύν κατήνεγκε τον πέλεκυν της εθνικής δικαιοσύνης.

*

Ναυμαχία της Πύλου

Το κακόν λοιπόν ανεχαιτίσθη. Αλλά περί τά τέλη Αυγούστου 1827 κατέφθασεν εις Πύλον εξ Αιγύπτου στόλος νέος ισχυρός, 92 πλοία, εν οίς 51 πολεμικά, και απεβίβασαν άφθονα χρήματα, παντός είδους εφόδια, και 4.000 τακτικούς. Ο Ιβραΐμ ητοιμάζετο πλέον να επιπέση και κατά της Ύδρας αυτής. Ευτυχώς από του τέλους Ιουνίου 1827 είχεν υπογραφή εν Λονδίνω υπό των τριών Δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) η συνθήκη εκείνη δι’ ής ωρίζετο, ότι θέλει απαιτηθή άμεσος όπλων ανακωχή μεταξύ των διαμαχομένων. Και οι μέν Έλληνες απεδέξαντο αυτήν διά πράξεως εκδοθείσης εν Αιγίνει τη 21η Αυγούστου, ο δε Ιβραΐμ πασάς, απεκρίθη ότι θέλει ζητήσει διαταγάς εξ Αιγύπτου και εκ Κωνσταντινουπόλεως. Οι ημέτεροι όμως μη ικανοποιηθέντες επεχείρησαν νέας εχθροπραξίας. Τη 6η Σεπτεμβρίου 1827 ο Κόχραν προσέβαλε το Μεσολόγγιον, και κατά την συνήθειάν απετύγχανεν, αλλ’ ο Άστιγξ μετά της «Καρτερίας» κατέστρεφεν εις τον λιμένα της Αμφίσσης έξ τουρκικούς πάρωνας και μίαν αλγερινήν ημιολίαν. Τη 19η Σεπτεμβρίου αξιόλογος μοίρα του οσμανικού στόλου συγκειμένη εκ πολλών φρεγάδων και δρομώνων, εξέπλευσε εκ Πύλου προς τάς Πάτρας, ίνα τιμωρήση τον Άστιγγα. Τότε ο ναύαρχος Κόδριγκτων επελθών εκ Ζακύνθου μετά δύο μόνον πλοίων, ηνάγκασεν αυτήν να επιστρέψη εις Πύλον. Αλλά και ο Ιβραΐμ αγανακτήσας εξαπέστειλεν τρία σώματα επί την Μεσσηνίαν, Λακωνικήν και Αρκαδίαν και οικίαι, συγκομιδαί, αγροτικά εργαλεία παρεδόθησαν εις τάς φλόγας, αι άμπελοι εξεριζώθησαν, αι συκαί και αι ελαίαι κατεκόπησαν πρόριζα.

Οι ναύαρχοι των τριών Δυνάμεων εκήρυξαν τον Ιβραΐμ εκτός των νόμων και εκτός των υφισταμένων συνθηκών και απεφάσισαν να εισπλεύσωσιν παναστρατιά εν Πύλω και να αναγκάσωσι τον τουρκο-αιγυπτιακόν στόλον να απέλθη αμέσως εις Κωνσταντινούπολιν και Αίγυπτον. Και εισήλθον τη 8η Οκτωβρίου 1827 εις Πύλον, αλλ’ ενώ εζήτουν έτι να τοποθετηθώσιν, ήρξαντο οι πολέμιοι χειρών αδίκων. Απεκρίθησαν οι σύμμαχοι και εντός 4 ωρών εκ των 120 περίπου πολεμικών και φορτηγών πλοίων του τουρκο-αιγυπτιακού στόλου, δεν έμειναν επιπλέοντες ειμή 20 δρόμωνες και πάρωνες.

*

Η Υψηλή Πύλη ουδέ μετά την συμφοράν ταύτην επείσθη να ενδώση κατ’ ελάχιστον και την 12ην Νοεμβρίου 1827 απεποιήθη να αναγνωρίση την εν Λονδίνω συνθήκην. Επειδή δε εκάλεσεν εις τά όπλα τους πιστούς κατά του μισητοτέρου των απίστων λαών θεωρούσα την Ρωσία προταίτιον όλων των γενομένων, η τελευταία της εκήρυξε τον πόλεμον τη 14η Απριλίου 1828.

Εν τώ μεταξύ από της 12ης Ιανουαρίου 1827 είχε φθάσει εις Αίγιναν ο νέος της Ελλάδος Κυβερνήτης, ο Ιωάννης Καποδίστριας.

Δυνάμει του από 7/19 Ιουλίου 1828 εν Λονδίνω πρωτοκόλλου, επήλθεν εις Πελοπόννησον γαλλική στρατιά υπό τον στρατάρχην Μαιζών αποβιβασθείσα εις Πεταλίδι, μεταξύ Καλαμών και Νησίου, περί τά μέσα Αυγούστου, ενώ ο Ιβραΐμ πασάς εξεχώρησεν αμαχητί εκ της χερσονήσου περί τά τέλη Σεπτεμβρίου. Και μετά εξ περίπου μήνας, διά πρωτοκόλλου της 10/22 Μαΐου 1829, εκανονίσθησαν κατά πρώτον τά προς βορράν όρια του νέου κράτους.

Η Υψηλή Πύλη εν τούτοις εδυσχέραινεν έτι να αποδεχθή τά εν Λονδίνω αποφασισθέντα, ότι μετ’ ου πολύ ολοσχερώς υπό των ρωσικών όπλων καταβληθείσα και αναγκασθείσα να υπογράψη τη 2/14 Σεπτεμβρίου την εν Αδριανουπόλει ειρήνην, απεφήνατο διά του δεκάτου αυτής άρθρου, ότι αποδέχεται πάντα όσα αι Δυνάμεις απεφάσισαν περί Ελλάδος. Αι Δυνάμεις δε ανηγόρευσαν διά του από 22ας Ιανουαρίου (3 Φεβρουαρίου) 1830 πρωτοκόλλου ηγεμόνα κυρίαρχον της Ελλάδος τον πρίγκηπα Λεοπόλδον (μετέπειτα βασιλέα των Βέλγων) και απεφήναντο ότι η Ελλάς θέλει αποτελέσει κράτος εντελώς ανεξάρτητον. Ο πρίγκηψ Λεοπόλδος όμως παρητήθη τη 9/21 Μαΐου και το ζήτημα της Ελλάδος έμεινε αύθις μετέωρον, και περιεπλάκη τόσω μάλλον όσω δολοφονηθέντος του Κυβερνήτου τη 27η Σεπτεμβρίου (9η Οκτωβρίου) 1831, δεινή μετ’ ου πολύ επεκράτησεν αύθις εν Ελλάδι αναρχία τώ 1832. Ουδέν ήττον αι Δυνάμεις , επεδιώκουσαι επιμόνως την συμπλήρωσιν του έργου αυτών, υπέγραψαν τη 25η Απριλίου (7η Μαίου) 1832 εν Λονδίνω σύμβασιν, δι ής ανεβίβασαν την Ελλάδα εις τάξιν βασιλείου, και ανηγόρευσαν βασιλέα αυτής τον δευτερότοκον υιόν του βασιλέως της Βαυαρίας Όθωνα. Επιχειρήσασαι δε συγχρόνως, διά του Κάνιγγ, νέας διαπραγματεύσεις προς την Υψηλήν Πύλην περί των αρκτικών ορίων, επέτυχον επέκτασιν αυτών πέραν των ορίων των εν έτει 1829 κανονισθέντων, τά οποία είχον ως εξής : Τά όρια αρχόμενα παρά την είσοδον του κόλπου του Βόλου, αναβαίνοντα εκείθεν την Όθρυν, παρακολουθούντα αυτήν μέχρι της κορυφής της προς ανατολάς των Αγράφων κειμένης, δι’ ής συνάπτεται το όρος εκείνο μετά της Πίνδου. Καταβαίνοντα έπειτα εκ της κορυφής ταύτης εις την κοιλάδα του Ασπροποτάμου ήτις έμενεν εις την Τουρκίαν, διερχόμενα κατόπιν το Μακρυνόρος του οποίου το στενόν περιελαμβάνετο εντός της Ελλάδος, απέληγον επί τέλους εις την θάλασσαν διά του Αμβρακικού κόλπου.

Τοιουτοτρόπως αι τρείς κραταιόταται κατ’ εκείνο του χρόνου Δυνάμεις της Ευρώπης, εκάστη μέν κατ’ αρχάς επί άλλω σκοπώ ενεργούσα, επί τέλους όμως συμπράξασαι, απήρτισαν το έργον της ελληνικής ανεξαρτησίας. Η επανάστασις η αρξαμένη επ’ ελπίσι μεγάλαις, περιέστη εις αποτελέσματα μικρά. Ίνα όμως επιτύχωμεν και ταύτα, προπάντων δε ίνα καταναγκάσωμεν ούτως ειπείν τάς Δυνάμεις να ομοφωνήσωσιν, εδέησε να προηγηθώσιν αφοσιώσεις και θυσίαι, τάς οποίας η ιστορία θέλει αποθαυμάζει εν όσω εν τώ κόσμω τούτω τιμώνται τά ιερά ονόματα της πατρίδος και της ελευθερίας.-