επιστροφή στην προηγούμενη σελίδα

ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ  ΙΣΤΟΡΙΑΙ

Βιβλίο  Α΄

    Ο Όμηρος πουθενά δέν ονομάζει όλα τά Ελληνικά φύλα μέ τό κοινό όνομα Έλληνες. Μόνο τό φύλο τού Αχιλλέα απ' τήν Φθιώτιδα αποκαλεί Έλληνες. Τούς αποκαλεί Δαναούς, Αργείους καί Αχαιούς.

    Μίνως : πρώτος απ' όλους απέκτησε πολεμικό ναυτικό. Εξεδίωξε τούς Κάρας απ' τίς Κυκλάδες καί εγκατέστησε τούς γιούς του ως κυβερνήτες. Οι νησιώτες Κάρες καί οι Φοίνικες επεδίδοντο περισσότερο απ' όλους στήν πειρατεία. Αφ' ότου όμως αναπτύχθηκε τί Μινωικό ναυτικό, η πειρατεία λιγόστεψε.

    Πέλοψ : ήλθε στήν Πελοπόννησο απ' τήν Ασία μέ πολλά πλούτη καί επεβλήθη στούς ντόπιους άν καί ξένος καί έδωσε τό όνομά του στήν περιοχή. Εγγονός του ήταν ο Ευρυσθέας, βασιλιάς τών Μηκυνών, ο οποίος φονεύθηκε στήν Αττική απ' τούς Ηρακλείδες. Θείος τού Ευρυσθέα ήταν ο Ατρέας, αδελφός τής μητέρας του, ο οποίος καί τόν διαδέχθηκε στόν θρόνο. Ο οίκος τού Πέλοπος έγινε ισχυρότερος εκείνου τού Περσέως. Ο Αγαμέμνων, γυιός τού Ατρέως, συνήνωσε τούς δύο οίκους, απέκτησε ισχυρό ναυτικό καί οδήγησε τούς άλλους στόν Τρωικό πόλεμο.

    80 χρόνια μετά τόν Τρωικό πόλεμο οι Δωριείς μέ τούς Ηρακλείδες κατέλαβαν τήν Πελοπόννησο. Αφού ησύχασε η Ελλάδα άρχισε νά στέλνει αποικίες. Έτσι οι μέν Αθηναίοι απώκισαν τίς Ιωνικές πόλεις τής Μ. Ασίας καί τά περισσότερα νησιά τού Αιγαίου, οι δέ Πελοποννήσιοι τό πλείστον τής Ιταλίας καί τής Σικελίας.

    Οι πρώτες Ελληνικές τριήρεις ναυπηγήθηκαν στήν Κόρινθο.

    Πολυκράτης : τύραννος τής Σάμου, έκανε τό νησί ισχυρό καί αποκτώντας ισχυρό στόλο κυρίευσε καί άλλα νησιά όταν βασίλευε στούς Πέρσες ο Καμβύσης, γυιός τού πρώτου βασιλιά αυτών.

    Μασαλία : ήταν αποικία τών Φωκαέων, οι οποίοι κατεναυμάχησαν τούς Καρχηδονίους.

    Οι Λακεδαιμόνιοι επί περισσότερο από 400 έτη διατηρούσαν τό ίδιο πολίτευμα καί γι αυτό κατέστησαν ισχυροί. Ασκούσαν δε τήν αρχηγία επί τών συμμάχων τους, όχι καθιστώντας αυτούς φόρου υποτελείς, αλλά μεριμνώντας μόνον όπως κυβερνώνται κατά πολίτευμα ολιγαρχικόν, πρός τό συμφέρον τής Σπάρτης. Αντίθετα οι Αθηναίοι υποχρέωσαν μέ τόν καιρό τίς συμμαχικές τους πόλεις, πλήν τής Χίου καί Λέσβου, νά τούς παραδώσουν τά πολεμικά τους πλοία καί επέβαλαν καί φόρους. Έτσι έγιναν ισχυρότατοι.

    Ο Αρμόδιος καί ο Αριστογείτων γιά νά φανεί ότι έκαναν κάτι σπουδαίο, εφόνευσαν τόν Ίππαρχο, αδελφό τού τυράννου Ιππία, καί όχι τόν ίδιο τόν τύραννο, λίγο πρίν συλληφθούν γιά τήν συνωμοσία πού εξύφαιναν.

    Η αληθεστάτη αιτία τού Πελοποννησιακού πολέμου ήταν η αυξανόμενη δύναμη τών Αθηνών, πού επτόησε τούς Λακεδαιμονίους. Κατά τούς εμπολέμους όμως ήταν τά εξής:

    Οι Επιδάμνιοι, άποικοι τών Κερκυραίων, ζήτησαν τήν συνδρομή τών τελευταίων γιά ν' ανταπεξέλθουν στίς συγκρούσεις μέ τούς γείτονες βαρβάρους καί τούς εξορισθέντες απ' τούς ολιγαρχικούς. Επειδή οι Κερκυραίοι αδιαφόρησαν, εστράφησαν στούς Κορινθίους, οι οποίοι άλλωστε ήσαν καί οι αρχικοί έποικοι καί τής Κερκύρας, κατόπιν μάλιστα χρησμού τών Δελφών. Οι Κορίνθιοι έσπευσαν σέ βοήθεια αλλά ηττήθηκαν απ' τούς Κερκυραίους καί κατά ξηρά καί κατά θάλασσα. Αφού πέρασαν δύο χρόνια συγκέντρωσαν πάλι στρατό από πολλές πόλεις, κυρίως τής Πελοποννήσου, καί ετοιμαζόταν γιά νέα εκστρατεία. Οι Κερκυραίοι φοβήθηκαν, επειδή δέν ανήκαν σέ καμμία συμμαχία κι έστειλαν πρέσβεις στήν Αθήνα ζητώντας βοήθεια. Αλλά καί οι Κορίνθιοι έστειλαν πρέσβεις στήν Αθήνα προσπαθώντας ν' αποτρέψουν τούς Αθηναίους από κάτι τέτοιο. Στήν πρώτη εκκλησία οι Αθηναίοι έκλιναν πρός τό μέρος τών Κορινθίων. Τήν επομένη όμως αποφάσισαν τήν σύναψη αμυντικής συμφωνίας μέ τούς Κερκυραίους καί έστειλαν μάλιστα 10 πλοία πρός βοήθειά τους. Κατόπιν τούτων οι Κορίνθιοι έστειλαν 150 πλοία κατά τών Κερκυραίων, οι οποίοι αντέταξαν 110 μαζί μέ τά  Αθηναϊκά. Στήν πρώτη ναυμαχία νίκησαν οι Κορίνθιοι, αλλά όχι αποφασιστικά. Άλλωστε τά 10 Αθηναϊκά δέν συμμετείχαν ενεργά. Οι Αθηναίοι εν τώ μεταξύ έστειλαν άλλα 20 πλοία. Η ναυμαχία όμως δέν επαναλήφθηκε καί οι Κορίνθιοι επέστρεψαν στήν Κόρινθο, αφού άφησαν μερικούς αποίκους στό Ανακτόριον, στήν είσοδο τού Αμβρακικού, έχοντες μαζί τους 1000 αιχμαλώτους. Τρόπαιον νίκης έστησαν καί οι δύο πλευρές, διεκδικώντας τήν τελική νίκη. Έτσι οι Κορίνθιοι θεωρούσαν υπαιτίους τούς Αθηναίους γιά τήν καταπάτηση τής 30ετούς ειρήνης, αφού πολέμησαν εναντίον τους όταν αυτοί επεχείρησαν νά τιμωρήσουν τούς Κερκυραίους. Μετά ακολούθησαν τά γεγονότα τής Ποτείδαιας, η οποία ήτο μέν αποικία τών Κορινθίων, αλλά συμμετείχε τής Αθηναϊκής Συμμαχίας ως φόρου υποτελής στήν Αθήνα. Έτσι οι μέν Κορίνθιοι εργάζονταν γιά τήν αποστασία τής Ποτείδαιας, οι δέ Αθηναίοι ήθελαν νά προλάβουν κάτι τέτοιο καί προέβησαν μάλιστα καί σέ πράξεις βίαιες κατά τής Ποτείδαιας. Έτσι άρχισε καί η πολιορκία αυτής πού ήδη αποστάτησε. Τούς Ποτειδαιάτες βοηθούσαν καί Κορίνθιοι πού είχαν ήδη σταλεί εκεί, αλλά κι ο βασιλιάς τής Μακεδονίας Περδίκκας, γιός τού Αλεξάνδρου, ο οποίος βρισκόταν καί σέ αγώνα κατά τού αδελφού του Φιλίππου, πού διεκδικούσε τόν θρόνο καί υποστηριζόταν απ' τούς Αθηναίους. Οι Λακεδαιμόνιοι δέ είχαν υποσχεθεί ότι, άν κινδύνευε η Ποτείδαια, θά εισέβαλαν στήν Αττική. Διαρκούσης λοιπόν τής πολιορκίας οι Κορίνθιοι έστειλαν πρέσβεις στήν Σπάρτη καί ζητούσαν τήν εμπλοκή της. Πρέσβεις όμως έστειλαν καί οι Αθηναίοι καί ζητούσαν τήν μή ανάμειξη τής Σπάρτης. Στήν αρχή η Σπάρτη έκλινε πρός τό μέρος τών Κορινθίων. Ο βασιλιάς Αρχίδαμος τάχτηκε καί αυτός υπέρ τής απόψεως ότι η Αθήνα είχε παραβιάσει τήν 30ετή ειρήνη, δέν ήθελε όμως τήν άμεση έναρξη πολεμικών επιχειρήσεων συνετά σκεπτόμενος. Συνέστησε τήν αποστολή πρέσβεων στήν Αθήνα γιά νά ζητήσουν εξηγήσεις καί ταυτόχρονα ν' αρχίσουν πολεμικές προετοιμασίες γιά νά κερδίσουν καί χρόνο. Στήν ψηφοφορία πού ακολούθησε οι Σπαρτιάτες αποφάσισαν ότι πράγματι η Αθήνα είχε παραβιάσει τήν ειρήνη.

    Μετά τά Μηδικά καί ενώ αδιαμφισβήτητος ηγέτης τών Ελλήνων είχε αναδειχθεί ο βασιλιάς τής Σπάρτης Παυσανίας, εν τούτοις μέ πολλές αυταρχικές καί λάθος πράξεις του έγινε αντιπαθής ακόμα καί στήν Σπάρτη. Τό αποτέλεσμα ήταν οι άλλες πόλεις νά προτιμούν τούς Αθηναίους, οι οποίοι τελικά έκαναν καί τήν Αθηναϊκή Συμμαχία μέ εισφορές τών πόλεων αυτών. Εκείνη τήν περίοδο ο Θεμιστοκλής κατάφερε μέ πονηριά νά κτίσει τά μακρά τείχη. Ενώ δηλαδή έδωσε εντολή γιά τήν έναρξη τών εργασιών, ο ίδιος πήγε στήν Σπάρτη, όπου ήτο άλλωστε πολύ αγαπητός, γιά νά συνεννοηθεί δήθεν μαζί τους γιά τό θέμα τών τειχών, στήν πραγματικότητα όμως γιά νά κερδίσει χρόνο. Έτσι κατάφερε τελικά νά εξαπατήσει τούς Σπαρτιάτες. Στά χρόνια πού ακολούθησαν έλαμψε καί τό άστρο τού Κίμωνος, ιδιαίτερα μετά τήν διπλή νίκη του (ναυμαχία καί πεζομαχία) στόν Ευρυμέδοντα ποταμό. Η Αθήνα λοιπόν είχε γίνει πανίσχυρη αλλά καί αυτή άρχισε νά είναι καταπιεστική γιά τούς συμμάχους της, οι οποίοι άρχισαν νά δυσανασχετούν καί νά αποστατούν απ' τήν Συμμαχία. Έτσι αναγκάστηκαν νά καταπνίξουν καί τήν επανάσταση τών Θασίων, οι οποίοι ζήτησαν τήν βοήθεια τών Λακεδαιμονίων. Οι τελευταίοι όμως όχι μόνο δέν ανταποκρίθηκαν, αλλά καί οι ίδιοι ζήτησαν τήν βοήθεια τών Αθηναίων γιά νά αντιμετωπίσουν τούς επαναστατήσαντας Είλωτες (Μεσσήνιους), οι οποίοι θέλησαν νά εκμεταλλευτούν ισχυρό σεισμό πού συνέβη στήν περιοχή. Οι Μεσσήνιοι εκδιώχθηκαν καί οι Αθηναίοι τούς εγκατέστησαν στήν Ναύπακτο, τήν οποία είχαν κυριεύσει προσφάτως από τούς Οζόλας Λοκρούς. Αλλά καί οι Μεγαρείς εγκατέλειψαν τούς Λακεδαιμονίους καί προσεχώρησαν στήν Αθηναϊκή Συμμαχία, επειδή πιεζόταν απ' τόν πόλεμο πού τούς έκαναν οι Κορίνθιοι λόγω συνοριακών διαφορών εξάπτοντας έτσι καί τό μίσος τών τελευταίων κατά τών Αθηναίων. Τό πρώτον συγκρούστηκαν οι Αθηναίοι μέ τούς Κορινθίους καί Επιδαυρίους, όταν επεχείρησαν απόβαση στήν Αλιάδα, όπου καί ηττήθηκαν. Μετά περιήλθαν σέ πόλεμο μέ τούς Αιγινήτες, τούς οποίους κατεναυμάχησαν καί στήν συνέχεια πολιορκούσαν. Οι Κορίνθιοι εν τώ μεταξύ επέδραμαν στήν Μεγαρίδα σέ υπεράσπιση τής οποίας εστάλησαν καί Αθηναίοι. Η νίκη διεκδικήθηκε κι απ' τίς δύο πλευρές, αλλά μάλλον οι Αθηναίοι νίκησαν. Αλλά καί οι Σπαρτιάτες μέ 1500 οπλίτες καί 10.000 συμμάχους τους εξεστράτευσαν κατά τών Φωκαίων υπό τόν Νικομήδη (γιό τού Κλεομβρότου) πού επετρόπευε τόν ανήλικο βασιλιά Πλειστοάνακτα (γιό τού Παυσανία) νικώντας τους. Οι Φωκείς είχαν εκστρατεύσει κατά τού Βοιού, τού Κυτινίου και τού Ερινεού, πού ανήκαν στούς Δωριείς. Καί ενώ οι Λακεδαιμόνιοι μελετούσαν τήν επιστροφή τους, συνήφθη η μάχη τής Τανάγρας μέ 14000 Αθηναίους καί Θεσσαλικό ιππικό, τό οποίο όμως λιποτάκτησε στούς Λακεδαιμονίους. Νικητές αναδείχτηκαν οι Σπαρτιάτες, οι οποίοι μετά ταύτα γύρισαν στήν χώρα τους. Μετά δίμηνο περίπου οι Αθηναίοι υπό τόν Μυρωνίδη εξεστράτευσαν κατά τών Βοιωτών, νίκησαν στά Οινόφυτα, έγιναν κύριοι τής Βοιωτίας καί τής Φωκίδος καί κατεδάφισαν τά τείχη τής Τανάγρας λαβόντες καί 100 ομήρους, συμπλήρωσαν τά δικά τους τείχη καί υπέταξαν καί τούς Αιγινήτες. Επίσης μέ τόν στόλο τους υπό τόν Τολμίδη, γυιό τού Τολμαίου, έκαψαν τόν ναύσταθμο τών Λακεδαιμονίων (Γύθειο), κατέλαβαν τήν Χαλκίδα, απεβιβάστηκαν καί στήν Σικυώνα καί νίκησαν στήν μάχη πού ακολούθησε. Επίσης μέ συμμάχους τους κατέπλευσαν στήν Αίγυπτο γιά νά στηρίξουν επανάσταση κατά τού βασιλιά τών Περσών Αρταξέρξη. Μετά πάντως από 6 χρόνια κατάφεραν οι Πέρσες μέ τόν Μεγάβυζο νά καταπνίξουν τήν επανάσταση καί νά καταστρέψουν τόν στόλο τών Ελλήνων. Προηγουμένως είχαν αποτύχει οι προσπάθειες διά τού Μεγαβάζου νά πείσουν τούς Λακεδαιμόνιους μέ χρήματα νά εισβάλουν στήν Αττική. Ολίγον χρόνο αργότερα 1000 Αθηναίοι υπό τόν Περικλή τού Ξανθίππου, κατέπλευσαν κατά μήκος τής Σικυώνος καί αφού νίκησαν μετά από απόβαση πού πραγματοποίησαν παρέλαβαν μερικούς Αχαιούς καί κατέπλευσαν κατά τών Οινιάδων καί μετά από αποτυχημένη πολιορκία τήν εγκατέλειψαν. Μετά τρία χρόνια συνωμολογήθηκε συνθήκη πενταετούς ειρήνης μεταξύ Πελοποννησίων καί Αθηναίων. Έτσι οι Αθηναίοι μέ τόν Κίμωνα εξεστράτευσαν κατά τής Κύπρου, όπου καί ο θάνατος τού Κίμωνος, οπότε επέστρεψαν εις τά ίδια παρά τήν νίκην πού κατήγαγαν νεκρού όντος τού Κίμωνος κατά τών Φοινίκων, Κιλίκων καί Κυπρίων. Τήν περίοδο εκείνη ενέσκηψε κι ο λοιμός στήν Αθήνα. Μετά ταύτα οι Λακεδαιμόνιοι ενεπλάκησαν στόν Ιερό Πόλεμο καί καταλαβόντες τό ιερό τών Δελφών τό παρέδωσαν στούς κατοίκους αυτών. Αλλά αφού αποχώρησαν, οι Αθηναίοι τό επανακατέλαβαν καί τό παρέδωσαν στούς Φωκείς. Μετά από λίγο καιρό οι Αθηναίοι εξεστράτευσαν μέ τό Τολμίδη κατά τού Ορχομενού καί τής Χαιρωνείας. Παρά τίς αρχικές τους επιτυχίες αναγκάστηκαν νά αποσυρθούν καί οι Βοιωτοί ανέκτησαν τήν ανεξαρτησία τους. Ολίγο μετά μέ τόν Περικλή εξεστράτευσαν κατά τής Ευβοίας πού επαναστάτησε, αλλά αναγκάστηκε νά γυρίσει γιατί καί τά Μέγαρα επανεστάτησαν. Εν τώ μεταξύ καί οι Λακεδαιμόνιοι μέ τόν Πλειστοάνακτα εισέβαλαν στήν Αττική, έφτασαν μέχρι τήν Ελευσίνα καί αφού ερήμωσαν τήν περιοχή γύρισαν πίσω. Τότε καί ο Περικλής εξεστράτευσε πάλι κατά τής Ευβοίας, τήν οποία υπέταξε ολοσχερώς. Μετά τήν επιστροφή τους απ' τήν Εύβοια συνωμολόγησαν τήν Τριακονταετή Ειρήνη μέ τούς Λακεδαιμονίους. Κατά τό έκτο έτος αυτής έγινε εκστρατεία κατά τής Σάμου, η οποία είχε αποστατήσει. Αφού νίκησαν πρόσκαιρα οι Σάμιοι, υποτάχτηκαν τελικά στούς Αθηναίους μετά 9μηνη πολιορκία. Επίσης υποτάχτηκαν καί οι Βυζάντιοι

    Μετά παρέλευση ολίγων ετών συνέβησαν τά Κερκυραϊκά καί τά Ποτειδαιατικά πού προαναφέρθηκαν. Η δύναμη τών Αθηνών είχε ανέβη πολύ καί άρχισαν νά βάζουν χέρι καί στούς Συμμάχους τών Λακεδαιμονίων. Καί ενώ οι τελευταίοι στήν αρχή αδιαφορούσαν, στό τέλος θεώρησαν υπευθύνους τούς Αθηναίους γιά τήν παράβαση τής 30ετούς Ειρήνης καί ρώτησαν τό Μαντείο τών Δελφών, άν πρέπει νά αναλάβουν τόν πόλεμο. Η απάντηση ήταν ότι άν διεξάγουν τόν πόλεμο μέ όλες τους τίς δυνάμεις θά νικήσουν καί ο ίδιος (ο θεός) θά τούς βοηθήσει είτε τόν επικαλεσθούν είτε όχι. Έτσι συγκάλεσαν πάλι τούς συμμάχους τους γιά ν' αποφασίσουν, κι αυτοί πράγματι κατηγορούσαν τούς Αθηναίους, ιδιαίτερα οι Κορίνθιοι πού ανησυχούσαν γιά τήν Ποτείδαια είπαν μεταξύ άλλων:

ψηφίσασθε τόν πόλεμον μή φοβηθέντες τό αυτίκα δεινόν, τής δ' απ' αυτού διά πλείονος ειρήνης επιθυμήσαντες. Εκ πολέμου μέν γάρ ειρήνη μάλλον βεβαιούται, αφ' ησυχίας δέ μή πολεμήσαι ούχ ομοίως ακίνδυνον.

     Έτσι αποφάσισαν τόν πόλεμο χωρίς νά τόν ξεκινήσουν όμως άμεσα λόγω τού απαράσκευου. Άρχισαν μάλιστα διάφορες αιτιάσεις, ώστε, άν αρνιόταν νά τίς ικανοποιήσουν οι Αθηναίοι, νά είχαν καλύτερες προφάσεις γιά πόλεμο. Η πρώτη αιτίαση ήταν ο εξαγνισμός τού ανουσιουργήματος κατά τής θεάς Αθηνάς (Κυλώνειον άγος, θανάτωση ικέτιδων τής θεάς) ελπίζοντας ν' αποδυναμώσουν καί τόν Περικλή, ο οποίος εμπλεκόταν στό άγος λόγω τής καταγωγής τής γυναίκας του. Ο Περικλής εξωθούσε τούς Αθηναίους στόν πόλεμο. Αλλά καί οι Αθηναίοι ζήτησαν απ' τούς Σπαρτιάτες νά εξαγνίσουν τό άγος τού Ταινάρου (φόνος Ειλώτων πού προσέφυγαν ικέτες στό ναό τού Ποσειδώνος στό Ταίναρο) καί τό άγος τής χαλκιοίκου Αθηνάς (περίπτωση Παυσανία). Οι Λακεδαιμόνιοι κατηγόρησαν μέ πρέσβεις στήν Αθήνα τόν Θεμιστοκλή ως υπεύθυνο τού "μηδισμού" τού Παυσανία καί ζήτησαν νά επιβληθεί καί σ' αυτόν η ποινή τού θανάτου. Οι Αθηναίοι συμφώνησαν καί από κοινού μέ τούς Λακεδαιμονίους άρχισαν τόν διωγμό τού Θεμιστοκλή. Ο τελευταίος αναζήτησε τελικά άσυλο στήν Κέρκυρα, αλλά δέν τού δώσανε. Μετά κατέφυγε στόν Άδμητο, βασιλιά τών Μολοσσών, πού τού έδωσε άσυλο μετά τήν παρέμβαση τής γυναίκας του. Τελικά όμως ο Θεμιστοκλής αναγκάστηκε νά καταφύγει στήν Ιωνία, στόν γιό τού τού Ξέρξη, Αρταξέρξη. Αφού τού υποσχέθηκε ότι θά τόν ωφελήσει άν τόν δεχτεί, τού ζήτησε ένα χρόνο προθεσμία γιά νά μάθει Περσικά καί νά τού εξηγήσει ο ίδιος πώς θά τόν ωφελούσε. Ο Αρταξέρξης τόν έκανε σατράπη τής Μαγνησίας, αλλά τελικά ο Θεμιστοκλής πέθανε χωρίς ποτέ νά τόν ωφελήσει. Μερικοί λένε ότι αυτοκτόνησε ακριβώς επειδή δέν ήθελε νά βοηθήσει τούς Πέρσες κατά τής πατρίδος του. Τά οστά του μεταφέρθηκαν κρυφά στήν Αθήνα όπου καί ετάφησαν. Οι Λακεδαιμόνιοι εν συνεχεία ζητούσαν τήν λύση τής πολιορκίας τής Ποτείδαιας καί τήν απελευθέρωση τών Αιγινητών, κυρίως όμως ζητούσαν τήν ανάκληση τού περί Μεγαρέων Ψηφίσματος, διά τού οποίου απαγορευόταν σ'αυτούς ( τούς Μεγαρείς) η χρήση τής Αττικής αγοράς καί τών λιμένων τής Αθηναϊκής ηγεμονίας. Αλλά οι Αθηναίοι δέν δεχόταν καί κατηγορούσαν τούς Μεγαρείς ότι επεξέτειναν τίς καλλιέργειές τους καταχρηστικώς επί τής ιεράς γής καί ότι εδέχοντο τούς δραπετεύοντας δούλους τους. Τελικά ήρθε η τελευταία πρεσβεία από τήν Σπάρτη καί ζητούσε απ' τούς Αθηναίους ν' αποδώσουν τήν ανεξαρτησία στούς Έλληνες, προκειμένου νά διατηρηθεί η ειρήνη. Οι Αθηναίοι άκουσαν τήν εισήγηση τού Περικλή καί απάντησαν ότι θά ανακαλέσουν τό ψήφισμα άν καί οι Λακεδαιμόνιοι παύσουν τίς ξενηλασίες κατά τών Αθηναίων καί τών συμμάχων τους. Είπαν μάλιστα ότι δεχόταν διαιτησία καί ότι δέν θά έκαναν αυτοί αρχή στόν πόλεμο πού επέκειτο. Μετά ταύτα οι πρέσβεις γύρισαν στήν Σπάρτη καί έκτοτε δέν υπήρξε άλλη πρεσβεία.

Βιβλίο  Β΄

1ο έτος

    Από τό σημείο αυτό αρχίζει καί η εξιστόρηση τού πολέμου. Η τριακονταετής ειρήνη διήρκησε 14 έτη μετά τήν υποταγή τής Ευβοίας. Κατά τήν άνοιξη τού 15ου έτους οι Θηβαίοι εισήλθαν στήν Πλάταια, σύμμαχο τών Αθηναίων, καί προσπάθησαν νά καταλάβουν τήν πόλη μέ προδοσία. Απέτυχαν όμως καί οι Πλαταιείς σκότωσαν ακόμα καί τούς αιχμαλώτους. Μετά ταύτα έστειλαν καί πρέσβεις στήν Αθήνα καί η τελευταία έστειλε φρουρά καί τρόφιμα στήν Πλάταια. Αυτό ήταν τό τέλος τής 30ούς ειρήνης. Καί οι δύο πλευρές άρχισαν τίς προετοιμασίες καί τίς προσπάθειες νά προσεταιριστούν τόν Πέρση βασιλιά. Οι περισσότερες πόλεις πάντως ήταν μάλλον μέ τό μέρος τών Λακεδαιμονίων, οι οποίοι άλλωστε διεκήρυττον ότι θά απελευθερώσουν όλες τίς πόλεις απ' τήν Αθηναϊκή κυριαρχία καί ετοίμαζαν πρός τούτο στόλο εκ 500 πλοίων. Σύμμαχοι τών Λακεδαιμονίων ήταν όλοι οι εντός τού Ισθμού πλήν τών Αργείων καί τών Αχαιών (αργότερα καί οι Αχαιοί), οι Μεγαρείς, οι Φωκείς, οι Λοκροί, οι Βοιωτοί, οι Αμπρακιώτες, οι Λευκάδιοι καί οι Ανακτόριοι. Σύμμαχοι τών Αθηναίων ήταν οι Χίοι, οι Λέσβιοι, οι Πλαταιείς, οι κατοικούντες τήν Ναύπακτο Μεσσήνιοι, οι περισσότεροι Ακαρνάνες, οι Κερκυραίοι, οι Ζακύνθιοι, οι Κάριοι, οι γείτονες τών Καρίων Δωριείς, η Ιωνία, ο Ελλήσποντος, τά παράλια τής Θράκης, καί οι ανατολικώς τής Πελοποννήσου νήσοι πλήν τής Μήλου καί τής Θήρας. Αρχηγός τών Λακεδαιμονίων ήταν ο βασιλιάς Αρχίδαμος, ενώ τών Αθηναίων ο Περικλής. 80 μέρες μετά τά γεγονότα τών Πλαταιών ο Αρχίδαμος εξεστράτευσε κατά τής Αττικής καί εστρατοπέδευσε στίς Αχαρνές, αφού προηγουμένως κωλυσιεργούσε καί δέν κατάφερε τελικά νά κυριεύσει τήν Οινόη, όπου οι Αθηναίοι διατηρούσαν φρουρά. Οι Αχαρνές ήταν απ' τούς μεγαλύτερους δήμους τών Αθηνών καί διέθετε 3.000 οπλίτες. Ο Αρχίδαμος απ' τήν αρχή δέν ήταν παθιασμένος υπέρ τού πολέμου, ήταν άλλωστε μάλλον φίλος τών Αθηναίων καί ήθελε νά εξαντλήσει όλα τά περιθώρια ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή οι Αθηναίοι θά υποχωρήσουν. Απ' τήν άλλη πλευρά ο Περικλής παρά τίς πιέσεις καί τίς έριδες τών Αθηναίων δέν έβγαινε πρός συνάντηση τών Λακεδαιμονίων, αλλ' απέστειλε στόλο  100 πλοίων νά περιπλεύσουν τήν Πελοπόννησο λεηλατώντας τίς ακτές υφιστάμενος τήν δενδροτόμηση τής Αττικής, στήν οποία προέβαιναν οι Σπαρτιάτες όσο είχαν καί αυτοί προμήθειες. Όταν εξαντλήθηκαν αυτές επέστρεψαν στήν Πελοπόννησο, τό στράτευμα διελύθη καί ο καθείς γύρισε στήν πόλη του.

     Οι Αθηναίοι εγκαθιστούσαν φρουρές όπου νόμιζαν ότι πρέπει, εξόπλισαν δέ 100 τριήρεις γιά αποκλειστική χρήση σέ περίπτωση άμεσου κινδύνου. Επίσης ψήφισαν νόμο σύμφωνα μέ τόν οποίο, όποιος εισηγηθεί τήν χρήση τών 1.000 ταλάντων πού πήραν απ' τήν Ακρόπολη, γιά άλλη χρήση πέραν εκείνης πού θά επιβαλλόταν μέ τήν εισβολή ξένων πλοίων στόν Πειραιά, νά θανατώνεται. Εν τώ μεταξύ τά 100 πλοία πού περιέπλεαν τήν Πελοπόννησο συνεπικουρούμενα από άλλα 50 Κερκυραϊκά, επραγματοποίουν ερημώσεις στά παράλια. Επεχείρησαν μάλιστα νά καταλάβουν τήν Μεθώνη, δέν τά κατάφεραν όμως εξ αιτίας τού Σπαρτιάτη Βρασίδα, πού ήταν στήν περιοχή μέ 100 άνδρες, καί έσπευσε σέ βοήθεια τής πόλης. Ο Βρασίδας τιμήθηκε γι αυτό αργότερα απ' τήν Σπάρτη.  Επίσης άλλα 30 Αθηναϊκά πλοία επεχείρουν αποβάσεις στήν Λοκρίδα καί προστάτευαν τήν Εύβοια. Τό ίδιο θέρος εξεδίωξαν καί τούς Αιγινήτες είτε επειδή θεωρούσαν ότι αυτοί υποδαύλιζαν τόν πόλεμο κατά τών Αθηναίων, είτε επειδή προτιμούσαν νά κατοικείται η Αίγινα από Αθηναίους λόγω τής στρατηγικής της θέσης βρισκόμενη πολύ κοντά στήν Πελοπόννησο. Στούς Αιγινήτες οι Σπαρτιάτες παρεχώρησαν γή μεταξύ Λακωνικής καί Αργολίδος, επειδή κι αυτοί τούς είχαν βοηθήσει τήν εποχή τού σεισμού. Τόν ίδιο καιρό παρατηρήθηκε έκλειψη ηλίου, ενώ οι Αθηναίοι συνήψαν συμμαχία μέ τόν Σιτάλκη, βασιλιά τών Θρακών αλλά και τού Περδίκκα τών Μακεδόνων. Εν τώ μεταξύ ο Αθηναϊκός στόλος κατέλαβε τό Σόλιον, πολίχνη τών Κορινθίων, καί τήν παρέδωσαν στούς Ακαρνάνες Παλαιρείς. Επίσης κατέλαβαν τόν Αστακό καί αφού εξεδίωξαν τόν τύραννο Εύαρχο, προσήρτησαν τήν πόλη στήν συμμαχία τους. Τό φθινόπωρο εισέβαλαν στήν Μεγαρίδα μέ όλες τους τίς δυνάμεις (10.000 οπλίτες) υπό τόν Περικλή καί ερήμωσαν τήν περιοχή. Τόν χειμώνα όμως τού ιδίου έτους ο Ακαρνάν Εύαρχος μέ τήν βοήθεια τών Κορινθίων αποκαταστάθηκε στόν Αστακό. Τόν ίδιο χειμώνα οι Αθηναίοι σύμφωνα μέ πατροπαράδοτο έθιμο ετέλεσαν δημοσία δαπάνη τήν κηδεία τών πρώτων νεκρών στό Δημόσιο Σήμα καί ο Περικλής εκφώνησε τόν περίφημο επιτάφιό του απ' τόν οποίο έμειναν πολλές φράσεις παροιμιώδεις:

" ... μέχρι γάρ τούδε ανεκτοί οι έπαινοί εισι περί ετέρων λεγόμενοι, ες όσον άν καί αυτός έκαστος οίηται ικανός είναι δράσαι τι ών ήκουσεν. τώ δέ υπερβάλλοντι  αυτών φθονούντες ήδη καί απιστούσιν..."

"... Άρξομαι δέ από τών προγόνων πρώτον. δίκαιον γάρ αυτοίς καί πρέπον δέ άμα εν τώ τοιώδε τήν τιμήν ταύτην τής μνήμης δίδοσθαι. τήν γάρ χώραν οι αυτοί αιεί οικούντες διαδοχή τών επιγιγνομένων μέχρι τούδε ελευθέραν δι αρετήν παρέδοσαν ... "

"... Χρώμεθα γάρ πολιτεία ού ζηλούση τούς τών πέλας νόμους, παράδειγμα δέ μάλλον αυτοί όντες τισίν ή μιμούμενοι ετέρους. καί όνομα μέν διά τό μή ες ολίγους αλλ' ες πλείονας οικείν δημοκρατία κέκληται. μέτεστι δέ κατά μέν τούς νόμους πρός τά ίδια διάφορα πάσι τό ίσον, κατά δέ τήν αξίωσιν, ώς έκαστος εν τώ ευδοκιμεί, ούκ από μέρους τό πλέον ες τά κοινά ή απ' αρετής προτιμάται, ούδ' αύ κατά πενίαν, έχων γέ τι αγαθόν δράσαι τήν πόλιν, αξιώματος αφανεία κεκώλυται ... "

" ... Φιλοκαλούμεν τε γάρ μετ' ευτελείας καί φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας πλούτω τε έργου μάλλον καιρώ ή λόγω κόμπω χρώμεθα, καί τό πένεσθαι ούχ ομολογείν τινι αισχρόν, αλλά μή διαφεύγειν έργω αίσχιον ... "

" ... μόνοι γάρ τόν τε μηδέν τώνδε μετέχοντα ούκ απράγμονα, αλλ' αχρείον νομίζομεν ... ό τοίς άλλοις αμαθία μέν θράσος, λογισμός δέ όκνον φέρει ... ανδρών γάρ επιφανών πάσα γή τάφος καί ού στηλών μόνον εν τή οικεία σημαίνει επιγραφή, αλλά καί εν τή μή προσηκούση άγραφος μνήμη παρ' εκάστω τής γνώμης μάλλον ή τού έργου ενδιαιτάται. ούς νύν υμείς ζηλώσαντες καί τό εύδαιμον τό ελεύθερον, τό δ' ελεύθερον τό εύψυχον κρίναντες μή περιοράσθε τούς πολεμικούς κινδύνους ... "

" ... αλγεινοτέρα γάρ ανδρί γε φρόνημα έχοντι η μετά τού [εν τώ] μαλακισθήναι κάκωσις ή ο μετά ρώμης καί κοινής ελπίδος άμα γιγνόμενος αναίσθητος θάνατος."

Έτσι έκλεισε ο 1ος χρόνος τού πολέμου.

2ο έτος

    Τό επόμενο θέρος πάλι οι Λακεδαιμόνιοι υπό τόν Αρχίδαμο εισέβαλαν καί δήωναν τήν Αττική. Τότε δέ ενέσκηψε καί ο θανατηφόρος λοιμός, πού έπληξε κυρίως τήν Αθήνα, προερχόμενος απ' τήν Αιθιοπία. Από τήν νόσο προσεβλήθη καί ο Θουκυδίδης καί τήν περιγράφει μέ τά μελανότερα χρώματα. Η νόσος ήτο τόσο φθοροποιός σέ ανθρώπους καί ζώα, πού πολλοί θυμήθηκαν τόν χρησμό πού δόθηκε στούς Λακεδαιμονίους όταν ρώτησαν τόν θεό γιά τόν πόλεμο, κι αυτός τούς απάντησε ότι θά βοηθήσει κι ο ίδιος άν πολεμήσουν μέ όλες τους τίς δυνάμεις. Έτσι εκείνο τό θέρος οι Αθηναίοι εμαστίζοντο τόσο από τόν λοιμό όσο κι απ' τίς δηώσεις τών Λακεδαιμονίων πού έμειναν στή Αττική επί 40 μέρες καί εδενδροτόμουν μέχρι καί τό Λαύριο. Αντίστοιχα οι Αθηναίοι έστειλαν τόν στόλο τους καί ερήμωνε περιοχές τής Πελοποννήσου. Αλλά καί κατά τής Ποτείδαιας έστειλαν δυνάμεις (4.000) υπό τόν Άγνωνα, χωρίς νά καταφέρουν όμως νά κυριεύσουν τήν πόλη, τής οποίας η πολιορκία συνεχιζόταν. Έτσι γύρισαν πίσω μετά από παραμονή 40 ημερών κι αφού πέθαναν 1.050 οπλίτες απ' τόν λοιμό. Έτσι οι Αθηναίοι τά έβαζαν πάλι μέ τόν Περικλή, πού τόν θεωρούσαν υπεύθυνο τής καταστροφής καί τού πολέμου κι αυτός αναγκάστηκε νά συγκαλέσει τήν συνέλευσι τού λαού γιά νά τούς εμψυχώσει.

" ... εγώ γάρ ηγούμαι πόλιν πλείω ξύμπασαν ορθουμένην ωφελείν τούς ιδιώτας  ή καθ' έκαστον τών πολιτών ευπραγούσαν, αθρόαν δέ σφαλλομένην. ... δουλοί γάρ φρόνημα τό αιφνίδιον καί απροσδόκητον καί τώ πλείστω παραλόγω ξυμβαίνον. ... αίσχιον δέ έχοντας αφαιρεθήναι ή κτωμένους ατυχήσαι ... οίτινες πρός τάς ξυμφοράς γνώμη μέν ήκιστα λυπούνται, έργω δέ μάλιστα αντέχουσιν, ούτοι καί πόλεων καί ιδιωτών κράτιστοι εισίν."

    Καί πράγματι κατάφερε ο Περικλής νά ανυψώσει τό ηθικό τών Αθηναίων πληρώνοντας κι αυτός ένα πρόστιμο. Δυστυχώς όμως επέζησε μόνο 2 έτη καί 6 μήνες απ' τήν έναρξη τού πολέμου. Έτσι οι Αθηναίοι στερήθηκαν έναν ικανότατο άνδρα πού μέ τήν ρητορικήν του δεινότητα αλλά καί τήν συνετή του πολιτική κατάφερνε νά πείθει πάντα τά πλήθη, πότε τήν αλαζονεία τους μετριάζοντας καί πότε τό ηθικό τους ανυψώνοντας. Μετά από αυτόν αναδείχτηκαν άνδρες, πού ενώ ήσαν ίσοι μεταξύ τους προσπαθούσαν νά ξεπεράσουν ο ένας τόν άλλο μέ πράξεις, πού άν πετύχαιναν θά ωφελούσαν λίγους, ενώ άν αποτύγχαναν θά έβλαπταν τή πόλη. Δέν ακολούθησαν τήν στρατηγική τού Περικλή σύμφωνα μέ τήν οποία θά νικούσαν μόνον άν σιγά - σιγά έφθειραν τόν αντίπαλο καί δέν διακινδύνευαν τήν πόλη. 

    Κατά τήν διάρκεια τού ιδίου θέρους οι Λακεδαιμόνιοι κατέπλευσαν μέ 100 πλοία κατά τής Ζακύνθου, η οποία άν καί αποικία τών Αχαιών ήταν σύμμαχος τών Αθηναίων. Ερήμωσαν μεγάλο μέρος τού νησιού αλλά δέν κατάφεραν νά τούς αναγκάσουν σέ συνθηκολόγηση καί απέπλευσαν. Κατά τό τέλος τού ιδίου θέρους πρέσβεις πού εστάλησαν διά ξηράς πρός τόν Πέρση βασιλιά γιά νά ζητήσουν βοήθεια αλλά συνελήφθησαν απ' τόν γιό τού Σιτάλκη, παραδόθηκαν στούς Αθηναίους καί αυτοί τούς εφόνευσαν χωρίς δίκη. Τόν ίδιο καιρό 30 πλοία υπό τόν Αθηναίο στρατηγό Φορμίωνα προσέτρεξαν σέ βοήθεια εξορισθέντων Αμπρακιωτών, πού είχαν καταλάβει τήν πόλη τους καί από κοινού μέ τούς Ακαρνάνες, υπό τήν προστασία τών οποίων είχαν τεθεί οι εξόριστοι, εξεδίωξαν τούς Αμπρακιώτες κι από τότε οι Ακαρνάνες ήταν σύμμαχοι τών Αθηναίων. Η σπουδαιότερη πόλη τού κράτους τών Αμφιλοχιτών ήταν τό Άργος (τό Αμφιλοχικόν) τό οποίον εκτίσθη απ' τόν Αμφίλοχο τόν γιό τού Αμφιαράου, βασιλιά τού Άργους. Στήν αρχή μάλιστα οι Αμπρακιώτες ζούσαν μαζί μέ τούς Αργείους. Αργότερα όμως εξανδραπόδισαν τούς τελευταίους κι έκτοτε χρονολογείται τό μίσος Αμπρακιωτών - Αργείων. Κατά τήν διάρκεια τού χειμώνα οι Αθηναίοι μέ τόν Φορμίωνα σταθμεύουν στή Ναύπακτο καί αποκλείουν τόν Κορινθιακό κόλπο, ενώ οι Ποτειδαιάτες παραδίδουν τήν πόλη τους υπό όρους στούς Αθηναίους στρατηγούς. Μερικοί Ποτειδαιάτες αναγκάστηκαν νά φάνε ανθρώπινο κρέας διαρκούσης τής πολιορκίας. Αλλά καί οι Αθηναίοι πολύ εταλαιπωρούντο καί καταξοδευόταν. Έτσι πέρασε καί τό 2ο έτος τού πολέμου.

3ο έτος

    Κατά τό θέρος τού επομένου έτους οι Πελοποννήσιοι υπό τόν βασιλιά Αρχίδαμο εξεστράτευσαν κατά τών Πλαταιών καί παρά τίς προσπάθειες διά πρέσβεων νά αποτραπεί η σύγκρουσίς τους ενθυμούμενοι όρκους καί υποσχέσεις πού δόθηκαν επί Παυσανία μετά τήν περίφημη μάχη τών Πλαταιών, η σύγκρουσις επήλθε. Πλέον τού διμήνου προσπαθούσε ο Αρχίδαμος νά καταλάβει τήν πόλη χωρίς μάχες καί αφού δέν τό κατάφερε, προέβη σέ τακτική πολιορκία πού τήν ανέθεσε μετά τίς προετοιμασίες σέ 80 οπλίτες καί τούς Θηβαίους ενώ τό υπόλοιπο στράτευμα απήλθε. Αλλά καί οι Αθηναίοι τό ίδιο θέρος έκαναν αποτυχημένη εκστρατεία στήν Χαλκιδική. Οι Λακεδαιμόνιοι τόν ίδιο καιρό παρακινούμενοι απ' τούς Αμπρακιώτες  (Κορίνθιοι άποικοι) επεχείρησαν νά αποσπάσουν τούς Ακαρνάνες απ' τήν Αθηναϊκή Συμμαχία. Εξεστράτευσαν λοιπόν μαζί μέ Λευκάδιους, Αμπρακιώτες καί βαρβάρους Χάονες καί άλλους τής περιοχής κατά τής πόλης Στράτος χωρισμένοι όμως σέ τρείς ανεξαρτήτους φάλαγγες. Η επιχείρηση απέτυχε αφού οι βάρβαροι Χάονες θεώρησαν ότι μόνοι τους θά καταλάμβαναν τήν πόλη καί επιτέθηκαν μέ αλλαλαγμούς. Ηττήθηκαν όμως απ' τούς Ακαρνάνες καί επιστρέφοντας συμμαζεύτηκαν στό στρατόπεδο τών Ελλήνων υπό τόν Λακεδαιμόνιο Κνήμο. Έτσι ο Κνήμος παραιτήθηκε απ' τήν κατάληψη τής πόλης, αφού καί ο στόλος τών Κορινθίων δέν είχε φανεί, πού θά βοηθούσε κι αυτός στήν κατάληψη τής Ακαρνανίας. Πρός βοήθειά του είχαν έλθει μόνο απ' τήν πόλη τών Οινιάδων. Εν τώ μεταξύ καί ενώ ο στόλος τών Κορινθίων αποτελούμενος από 47 πλοία ήτο παρασκευασμένος γιά αποστολή σέ ξηρά, αναγκάστηκε νά ναυμαχήσει μέ τά 20 πλοία τού Αθηναίου Φορμίωνα πού φύλαγε τήν Ναύπακτο καί υπέστη πανωλεθρία. Τά διασωθέντα πλοία ήρθαν στήν Κυλήνη, όπου έφτασε καί ο Κνήμος μέ τούς "πεζικάριους". Από τήν Σπάρτη όμως έστειλαν συμβούλους τόν Βρασίδα καί άλλους καί ετοίμαζαν νέα ναυμαχία αφού συγκέντρωσαν νέο στόλο από 77 πλοία. Αλλά κι ο Φορμίων ζήτησε ενισχύσεις απ' τήν Αθήνα, η οποία τού έστειλε άλλα 20 πλοία, τά οποία όμως χρονοτριβούσαν στήν Κρήτη. Αφού οι αρχηγοί καί τών δύο παρατάξεων εμψύχωσαν μέ ομιλίες τους τούς στρατιώτες, μετά παρέλευσι 6-7 ημερών συγκρούστηκαν οι στόλοι μέ τήν μπλόφα τού Κνήμου, ότι θά καταπλεύσει στήν Ναύπακτο. Αρχικά οι Λακεδαιμόνιοι πέτυχαν νά αποκλείσουν τά 9 απ' τά 20 Αθηναϊκά σκάφη αλλά απέτυχαν στήν άτακτη προσπάθεια νά κυνηγήσουν τά υπόλοιπα πλοία πού κατέφυγαν στήν Ναύπακτο. Έτσι τρόπαια έστησαν καί οι δύο πλευρές. Μετά ταύτα οι μέν Λακεδαιμόνιοι επανήλθαν στά ίδια, οι δέ Αθηναίοι ενισχύθηκαν μέ τά 20 πλοία πού ήλθαν εν τώ μεταξύ απ' τήν Κρήτη. 

    Στό τέλος τού ιδίου θέρους οι Λακεδαιμόνιοι κατάφεραν ν' αποβιβαστούν στήν Σαλαμίνα καί νά συλλάβουν 3 πλοία, ενώ αρχικά σκόπευαν νά καταπλεύσουν στόν αφύλακτο έως τότε Πειραιά. Τόν ίδιο περίπου καιρό στίς αρχές τού χειμώνα, εξεστράτευσε ο Σιτάλκης, βασιλιάς τών Οδρυσών (Θράκες) μέ πολλά θρακικά φύλα (150.000 στρατιώτες) εναντίον τού Περδίκκα τής Μακεδονίας έχοντας μαζί του καί τόν Αμύντα, γιό τού Φιλίππου καί ανηψιό τού Περδίκκα. Παρά τό γεγονός ότι έμεινε περίπου ένα μήνα σέ Μακεδονία καί Χαλκιδική ερημώνοντας τίς χώρες, δέν κατάφερε τόν σκοπό του, νά ανατρέψει δηλαδή τόν Περδίκκα. Ο τελευταίος άλλωστε ήλθε σέ συνεννόηση μέ τόν Σεύθη, βασιλιά τών Σκυθών (;) στόν οποίο έδωσε τήν αδελφή του Στρατονίκη γιά σύζυγο μέ πολλή προίκα καί ο οποίος έπεισε τόν Σιτάλκη νά επιστρέψει, συνεπικουρούσης καί τής κακοκαιρίας. Τόν ίδιο χειμώνα η Αθηναϊκή φρουρά τής Ναυπάκτου εξεστράτευσε στήν Ακαρνανία υπό τόν Φορμίωνα μέ 400 Αθηναίους καί 400 Μεσσηνίους. Κατέπλευσε στόν Αστακό, προχώρησε δέ καί στό εσωτερικό αντικαθιστώντας τίς ηγεσίες μέ άλλους πού είχαν περισσότερη εμπιστοσύνη. Κατά τών Οινιαδών, πού μόνοι απ' τούς Ακαρνάνες ήταν παραδοσιακά εχθροί τών Αθηναίων δέν επεχείρησαν εκστρατεία, διότι κατά τόν χειμώνα ο Αχελώος καθιστά τήν πόλη απόρθητο μέ τά έλη πού δημιουργεί. Έτσι γύρισαν στήν Ναύπακτο καί τήν άνοιξη έπλευσαν στήν Αθήνα. Έτσι έληξε τό τρίτο έτος τού πολέμου.

4ο έτος

    Τό επόμενο θέρος οι Λακεδαιμόνιοι εξεστράτευσαν στήν Αττική καί εδήωναν τήν περιοχή μέχρις ότου εξαντλήθηκαν τά αποθέματά τους, οπότε επέστρεψαν στήν χώρα τους. Μετά τήν απόσυρσή τους επανεστάτησαν οι Λέσβιοι, πλήν τής Μυθήμνης, κατά τών Αθηναίων καί οι τελευταίοι απέκλεισαν ναυτικά τήν νήσο. Τήν ίδια εποχή εξεστράτευσε κατά τών Οινιαδών ο γυιός τού Φορμίωνος Ασώπιος συγκαλέσας γενική επιστράτευση τών Ακαρνάνων. Απέτυχε όμως νά υποτάξει τήν πόλη καί κατέπλευσε στήν Λευκάδα, όπου καί έκανε απόβαση. Επιστρέφοντας όμως στά πλοία σκοτώθηκε μαζί μέ άλλους στρατιώτες κι έτσι οι Αθηναίοι απέπλευσαν καί μετά από αυτή τήν αποτυχία. Εν τώ μεταξύ Λέσβιοι πρέσβεις έπεισαν τούς Λακεδαιμονίους καί τούς συμμάχους τους νά δεχτούν στήν συμμαχία τους καί τήν Μυτιλήνη. Κατά προτροπή μάλιστα αυτών εισέβαλαν ξανά στήν Αττική καί ετοιμαζόταν γιά επίθεση κατά τών Αθηνών από ξηρά καί θάλασσα. Οι σύμμαχοί τους όμως εβράδυναν καί ήταν απρόθυμοι νά βοηθήσουν αφού ήταν απασχολημένοι μέ τήν συγκομιδή τών καρπών. Οι Αθηναίοι όμως αντελήφθησαν τίς προετοιμασίες καί έκαναν επίδειξη δυνάμεως μέ 100 τριήρεις πού έπλευσαν στόν Ισθμό κι έκαναν αποβάσεις κατά βούληση. Εκείνη τήν εποχή οι Αθηναίοι διατηρούσαν πανίσχυρο στόλο εκ 250 τριήρεων, αλλ' είχαν εξαντλήσει καί τό ταμείο τους γιά τήν συντήρησή του. Οι Σπαρτιάτες κατόπιν τούτων αποθαρρύνθηκαν καί γύρισαν πίσω. Αργότερα όμως πάλι ετοίμασαν στόλο γιά νά τόν στείλουν στήν Λέσβο. Εν τώ μεταξύ οι Μυτιληνιοί εξεστράτευσαν κατά τής Μηθύμνης, αλλ' απέτυχαν νά τήν καταλάβουν κι έφυγαν. Εν συνεχεία καί οι Μηθύμνιοι κατέπλευσαν κι επιχείρησαν νά αλώσουν τήν Άντισσα, αλλ' απέτυχαν καί αυτοί. Αφού έμαθαν αυτά οι Αθηναίοι έστειλαν τόν Πάχητα στρατηγό μέ 10.000 στρατιώτες κι απέκλεισαν τήν Μυτιλήνη καί από ξηράς. 

    Κατά τήν διάρκεια τού χειμώνα, μία ασέληνη καί βροχερή νύκτα 212 Πλαταιείς κατώρθωσαν νά διαφύγουν τής πολιορκίας τών Σπαρτιατών καί Βοιωτών καί νά φτάσουν στήν Αθήνα. Αλλά καί οι Αθηναίοι είχαν μιά αποτυχία αφού στόλος 13 πλοίων πού μάζευε φόρους γιά τό ταμείο υπέστη επίθεση απ' τούς Κάρες κοντά στόν Μαίανδρο ποταμό καί διεφθάρει.  Πρός τό τέλος τού χειμώνα ήρθε μέ πολεμικό πλοίο ο Λακεδαιμόνιος Σάλαιθος καί μπήκε στήν Μυτιλήνη κρυφά καί ενεθάρρυνε τούς Μυτιληναίους λέγοντάς τους ότι επίκειται αφ' ενός επιδρομή Σπαρτιατών στήν Αττική καί αφ' ετέρου αναμένονται στήν Μυτιλήνη 40 συμμαχικά πλοία. Έτσι έληξε καί τό τέταρτο έτος τού πολέμου.

5ο έτος

     Τό επόμενο θέρος πράγματι εισέβαλαν ξανά στήν Αττική οι Λακεδαιμόνιοι καί δενδροτομούσαν εκ νέου τήν περιοχή κάνοντας τούς Αθηναίους νά υποφέρουν περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Τά 40 πλοία όμως υπό τόν Αλκίδα εβράδυναν νά πλεύσουν στήν Μυτιλήνη, η οποία αναγκάστηκε νά συνθηκολογήσει μέ τόν Πάχητα παρά τίς προσπάθειες τού Σάλαιθου νά τούς πείσει νά επιχειρήσουν έξοδο πολεμώντας. Έτσι ο Αλκίδας αφού δέν πείστηκε ούτε νά πλεύσει πλέον στήν Μυτιλήνη καί νά επιχειρήσει ανακατάληψη, ούτε τούς Ίωνες νά προσεταιριστεί αποστερώντας τούς Αθηναίους από τήν καλύτερη πηγή προσόδων, αποφάσισε νά γυρίσει πίσω άπρακτος. Ο Πάχης απ' τήν άλλη, αφού κατέπλευσε στόν λιμένα τών Κολοφωνίων Νότιον, τούς απήλλαξε από βαρβάρους καί Αργείους πού είχαν κυριεύσει τήν άνω πόλη. Εν συνεχεία γύρισε στήν Μυτιλήνη κι αφού κράτησε μέρος τής δύναμής του, τούς υπόλοιπους έστειλε στήν Αθήνα, μαζί μέ τόν Σάλαιθο καί τούς υπόλοιπους αιχμαλώτους γιά τήν τύχη τών οποίων θ' αποφάσιζε η Αθήνα, σύμφωνα μέ τούς όρους συνθηκολόγησης. Πράγματι οι Αθηναίοι εκτέλεσαν αμέσως τόν Σάλαιθο, γιά τούς άλλους δέ αποφάσισαν παρασυρόμενοι απ' τόν Κλέωνα καί αυτούς νά θανατώσουν αλλά καί στούς υπόλοιπους Μυτιληνιούς νά επιφέρουν τόν όλεθρο εκδικούμενοι τήν αποστασία τους. Πρός τούτο έστειλαν αγγελιαφόρο στόν Πάχητα. Όμως σύντομα μεταμελήθηκαν καί συνεκάλεσαν τόν Δήμο νά αποφασίσει εκ νέου. Αυτή τή φορά ο Κλέων δέν κατάφερε νά τούς πείσει, αλλ' οι Αθηναίοι πείστηκαν απ' τόν Διόδοτο, πού συνεβούλευε νά θανατωθούν μόνο οι υπαίτιοι τής αποστασίας.

    Τό ιδιο θέρος οι Αθηναίοι υπό τόν Νικία κατέλαβον τήν νήσο Μινώα έμπροσθεν τών Μεγάρων, αλλά καί οι Πλαταιείς μή αντέχοντες τήν πείνα αποφάσισαν νά παραδοθούν στούς Λακεδαιμονίους, οι οποίοι τούς υποσχέθηκαν δίκη. Πραγματι ήρθαν δικαστές από τήν Σπάρτη, αλλ' αυτοί δέν απηύθυναν κάποια κατηγορία στούς Πλαταιείς αλλ' απλώς τούς ρώτησαν άν προσέφεραν στόν παρόντα πόλεμο καμμιά υπηρεσία στούς Σπαρτιάτες ή τούς συμμάχους τους. Οι Πλαταιείς πήραν όμως τόν λόγο καί μακρυγόρησαν αναφερόμενοι στίς υπηρεσίες αυτών έναντι τού Παυσανία καί τών λοιπών Ελλήνων υπομημνίσκοντας τήν στάση αυτών όσο καί τών Θηβαίων κατά τά Περσικά. Τόν λόγο πήραν καί οι Θηβαίοι πού ανάμεσα στά άλλα υποστήριξαν ότι  δέν "μήδισε" όλη η πόλη κατά τούς πολέμους εκείνους αλλά μόνο οι δεσπότες (τύραννοι), οι οποίοι καταδυνάστευαν καί τόν δήμο αποβλέποντες σέ ίδιον όφελος. 

Βιβλίο  Γ΄

     Τελικά οι Σπαρτιάτες θανάτωσαν τούς 200 Πλαταιείς καί τούς 25 Αθηναίους πού συνεπολιορκούντο. Τήν πόλη παρέδωσαν γιά ένα χρόνο σέ εξορίστους Μεγαρείς καί αργότερα τήν κατέσκαψαν. Απ' τά υλικά κατεδάφισης έκτισαν ναό στήν Ήρα καί ξενώνα. Εν τώ μεταξύ τά 40 πλοία πού προοριζόταν γιά  τήν Μυτιλήνη αφού ταλαιπωρήθηκαν διωκώμενα από Αθηναϊκά αλλά καί από τρικυμίες έφτασαν στήν Κυλήνη όπου βρήκαν άλλα 13 τών Λευκαδίων καί τών Αμπρακιωτών. Έτσι 53 πλοία υπό τόν Αλκίδα καί τόν Βρασίδα κατέπλευσαν στήν Κέρκυρα όπου θέλησαν νά επωφεληθούν τού εμφυλίου σπαραγμού πού επικρατούσε εκεί. Πράγματι ο εμφύλιος μεταξύ φιλολακώνων ολιγαρχικών καί φιλοαθηναίων δημοκρατικών υποδαυλίστηκε απ' τούς αιχμαλώτους Κερκυραίους πού είχαν συλληφθεί κατά τά γεγονότα τής Επιδάμνου καί αφέθηκαν τώρα ελεύθεροι ακριβώς μ' αυτή τήν ελπίδα. Νά εργαστούν δηλαδή γιά τά συμφέροντα τών Πελοποννησίων. Έτσι τελικά επικράτησε ένας φοβερά ανθρωποκτόνος εμφύλιος σπαραγμός. Τά Πελοποννησιακά πλοία νίκησαν σέ ναυμαχία τά 60 Κερκυραϊκά καί τά 13 Αθηναϊκά πού στάθμευαν στήν Ναύπακτο καί αφού συνέλαβαν 13 πλοία καί προέβησαν σέ ερημώσεις τής απέναντι στεριάς, απέπλευσαν επί τά ίδια. Μέ τό πού αντελήφθησαν αυτό οι Κερκυραίοι καί μέ τήν ασφάλεια πού τούς παρείχαν 60 νέα Αθηναϊκά πλοία υπό τόν Ευρυμέδοντα πού έπλευσαν εκεί μετά όμως τόν απόπλου τών Πελοποννησίων, άρχισαν νά θανατώνουν τούς ολιγαρχικούς. 500 απ' τούς τελευταίους διεκπεραιώθηκαν στήν απέναντι στεριά, κι από 'κεί, όταν έφυγε ο Αθηναϊκός στόλος, εξορμούσαν κατά τής Κερκύρας, η οποία άρχισε νά υποφέρει από πείνα. Αργότερα πέρασαν μόνιμα στό νησί καί αφού οχυρώθηκαν στό όρος Ιστώνη, έγιναν κύριοι τής υπαίθρου. Ταυτόχρονα ζήτησαν πάλι τήν βοήθεια τών Λακεδαιμονίων. Πρός τό τέλους τού θέρους οι Αθηναίοι έστειλαν 20 πλοία στή Σικελία γιά νά υποστηρίξουν τούς Λεοντίνους πού είχαν εμπλακεί σέ πόλεμο μέ τούς Συρακουσίους. Βάσις τών επιχειρήσεών των ήταν τό Ρήγιον, σκοπός δέ τών Αθηναίων ήταν καί η μή τροφοδοσία τής Σπάρτης μέ σίτο απ' τήν Σικελία. Κατά τόν επακολουθήσαντα χειμώνα η νόσος ενέσκηψε καί πάλι στήν Αθήνακαί διήρκεσε αυτή τή φορά 1 έτος ενώ τήν πρώτη φορά είχε διαρκέσει 2 έτη. Απ' τήν νόσο χάθηκαν 4.400 οπλίτες καί 300 ιππείς, ενώ άγνωστος είναι ο αριθμός τών λοιπών κατοίκων. Επίσης τόν χειμώνα αυτό έγιναν καί πολλοί σεισμοί, πρό πάντων στόν Ορχομενό. Τόν ίδιο χειμώνα 30 Αθηναϊκά καί συμμαχικά πλοία κατέπλευσαν στίς νήσους τού Αιόλου, πού ήταν σύμμαχοι τών Συρακοσίων καί αφού εδενδροτόμησαν τήν χώρα, απέπλευσαν χωρίς όμως νά καταφέρουν νά πάρουν μέ τό μέρος τους τούς κατοίκους. Έτσι πέρασε καί τό 5ο έτος τού πολέμου.

6ο έτος

     Τό θέρος πού ακολούθησε χαρακτηρίστηκε από σεισμούς πού δημιούργησαν παλιρροϊκά κύματα καί έπληξαν τήν πόλη τών Οροβιών τής Ευβοίας, τήν νήσο Αταλάντη απέναντι απ' τούς Οπουντίους Λοκρούς καί τήν Πεπάρηθο. Ως πρός τίς επιχειρήσεις στήν Σικελία οι Αθηναίοι υπέταξαν τήν Μεσσήνη, καταπλεύσαντες στήν Μήλο υπό τόν Νικία απέτυχαν νά τήν προσαρτήσουν στήν Συμμαχία τους καί κατευθυνθέντες στόν Ωρωπό απεβίβασαν στρατιώτες πού συνήψαν νικηφόρες μάχες μέ τούς Ταναγραίους καί λίγους Θηβαίους. Τόν ίδιο καιρό ίδρυσαν οι Λακεδαιμόνιοι τήν Ηράκλεια στήν Τραχίνια, επειδή θεωρούσαν τήν θέση στρατηγική σέ σχέση μάλιστα μέ τήν Εύβοια. Δέν επέπρωτο όμως νά ακμάσει, διότι καί συνεχώς επολεμείτο απ' τούς Θεσσαλούς πού φοβούντο τήν ανάπτυξή της, αλλά καί οι Λακεδαιμόνιοι άρχοντες ήταν καταπιεστικοί καί συνέτειναν στήν φθορά τής πόλης. Τό ίδιο θέρος 30 Αθηναϊκά πλοία υπό τόν Δημοσθένη πού περιέπλεαν τήν Πελοπόννησο, κατέπλευσαν στούς Λευκαδίους υποστηριζόμενοι απ' όλους τούς Ακαρνάνες, πλήν τών Οινιάδων, καί Κεφαλήνες καί Κερκυραίους. Δέν πείστηκαν όμως απ' τούς Ακαρνάνες νά περιτειχίσουν τήν πόλη τής Λευκάδος καί νά τήν αλώσουν οριστικά. Αντίθετα πείστηκαν απ' τούς Μεσσηνίους τής Ναυπάκτου νά εκστρατεύσουν κατά τών Αιτωλών, οι οποίοι ήταν ψηλοί καί ωκύποδες συμπεριλαμβανομένων καί τών ωμοφάγων Ευρυτάνων πού μιλούσαν δυσνόητη γλώσσα. Η εκστρατεία όμως απέβη ολέθρια γιά τούς Αθηναίους, τούς οποίους αρνήθηκαν νά βοηθήσουν οι Ακαρνάνες εκδηλώνοντας μ' αυτό τόν τρόπο τήν δυσφορία τους πού δέν εισακούστηκαν ως πρός τήν Λευκάδα. Στήν συνέχεια οι Αιτωλοί έπεισαν τούς Λακεδαιμονίους καί οι τελευταίοι έστειλαν 3000 οπλίτες απ' τούς συμμάχους τους υπό τόν Σπαρτιάτη Ευρύλοχο καί εδήωναν τήν περιοχή τής Ναυπάκτου, κατέλαβαν μάλιστα καί τό Μολείριον (Αντίριον) πού ήταν αποικία τών Κορινθίων, καί απειλούσαν μάλιστα καί τήν Ναύπακτο. Όμως ο Δημοσθένης έπεισε αυτή τή φορά τούς Ακαρνάνες καί 1000 οπλίτες απ' αυτούς εισήλθαν στήν πόλη καί τήν έσωσαν ενισχύοντάς την. Ο Ευρύλοχος όταν έμαθε τά νέα αυτά ήλθε στήν Πλευρώνα καί Καλυδώνα καί περίμενε τούς Αμπρακιώτες, όπως είχε συνεννοηθεί μαζί τους, γιά νά επιτεθεί κατά τών Ακαρνάνων καί συγκεκριμμένα εναντίον τού Αμφιλοχικού Άργους. Τόν χειμώνα οι Αθηναίοι τής Σικελίας έκαναν μιά αποτυχημένη απόπειρα κατάληψης τής Ακροπόλεως τής Ινήσσης, πού κατείχαν οι Συρακούσιοι καί μετά γύρισαν καί δήωναν τήν Λοκρίδα. Τόν ίδιο χειμώνα έγινε καθαρμός τής Δήλου καί δέν επετρέπετο πλέον ούτε νά γενιέται κανείς στό ιερό νησί, ούτε καί νά πεθαίνει. Καθιερώθηκαν καί πανηγύρεις κάθε πενταετία μέ οργάνωση καί ιπποδρομιών. Ταυτόχρονα ο Ευρύλοχος, πού στρατοπέδευε στήν Πλευρώνα, μέ 3.000 οπλίτες διέσχισε όλη τήν Ακαρνανία καί ενώθηκε μέ τούς Αμπρακιώτες, πού είχαν καταλάβει τήν πόλη Όλπη καί ετοιμαζόταν νά επιτεθούν κατά τού Άργους. Στήν μάχη πού διεξήχθη μετά από λίγες μέρες, νίκησαν οι Ακαρνάνες πού υποστηρίζονταν απ' τούς Αθηναίους υπό τόν Δημοσθένη ενώ οι Λακεδαιμόνιοι μέ τούς Αμπρακιώτες υπέστησαν πανωλεθρία, ο ίδιος δέ ο Ευρύλοχος σκοτώθηκε. Υπήρξε καί αυτή μία απ' τίς φονικότερες μάχες τού μέχρι τώρα πολέμου. Εν τώ μεταξύ οι Ακαρνάνες δέν επεχείρησαν άλωση τής Αμπρακίας  πού θά τήν κατελάμβαναν μέ τόν πρώτο αλαλαγμό, φοβούμενοι μήπως οι Αθηναίοι καταστούν γι' αυτούς χειρότεροι γείτονες απ' τούς Αμπρακιώτες. Μετά ταύτα ο Δημοσθένης γύρισε στήν Αθήνα, ενώ οι Ακαρνάνες συνωμολόγησαν 100ετή συνθήκη ειρήνης μέ τούς Αμπρακιώτες, σύμφωνα μέ τήν οποία δέν υποχρεούντο νά συμπράττουν στούς επιθετικούς πολέμους εναντίον Λακεδαιμονίων ή Αθηναίων, όφειλαν όμως νά βοηθούνται αμοιβαίως αμυντικά. Τόν ίδιο χειμώνα ο Αθηναϊκός στόλος στήν Σικελία ενήργησε απόβαση στήν Ιμέρα αλλά καί στίς νήσους τού Αιόλου. Έστειλαν μάλιστα καί άλλα 40 πλοία στήν Σικελία. Κατά τήν αρχή τής ανοίξεως εξερράγη καί τό ηφαίστειο τής Αίτνας, 50 χρόνια μετά τήν προηγούμενη έκρηξη, καί κατέστρεψε μέρος τής χώρας τών Καταναίων. Έτσι συμπληρώθηκε καί τό 6ο έτος τού πολέμου.

Βιβλίο  Δ΄

7ο έτος

     Τό επόμενο θέρος εισέβαλαν οι Συρακούσιοι μέ 10 πλοία καί άλλα τόσα οι Λοκροί στήν Μεσσήνη καί τήν απέσπασαν απ' τήν Αθήνα. Ταυτόχρονα οι Λοκροί εισέβαλαν μέ πεζικό στό Ρήγιο καί αφού τό δήωσαν απήλθαν. Ήδη από τό τέλος τής ανοίξεως οι Λακεδαιμόνιοι υπό τόν Άγι, τόν γυιό τού Αρχιδάμου, είχαν εισβάλει στήν Αττική καί τήν εδενδροτόμουν. Οι Αθηναίοι απ' τήν άλλη έστειλαν τά 40 πλοία γιά τήν Σικελία αφού περνούσαν όμως πρώτα απ' τήν Κέρκυρα. Περιπλέοντας όμως τήν Πελοπόννησο ο Δημοσθένης, πού ήταν ένας εκ τών επί κεφαλής, πρότεινε ν' αποβιβαστούν στήν Πύλο καί νά εντειχίσουν τό χωρίο. Έτσι καί έγινε τελικά παρά τήν διαφωνία τών άλλων συνεπικουρούντος καί τού κακού καιρού. Έτσι οχύρωσαν τήν Πύλο κι έμεινε εκεί ο Δημοσθένης μέ 5 πλοία, ενώ οι άλλοι συνέχισαν πρός Κέρκυρα καί Σικελία. Όταν οι Λακεδαιμόνιοι έμαθαν τά περί τής Πύλου, επέστρεψαν απ' τήν Αττική, όπου είχαν παραμείνει μόνο 15 μέρες. Ταυτόχρονα ο στρατηγός τών Αθηναίων Σιμωνίδης κατέλαβε τήν Ηιόνα στήν Θράκη. Καί ενώ οι Λακεδαιμόνιοι ετοίμαζαν τήν επιδρομή κατά τής Πύλου καί απεβίβασαν καί στρατιώτες στήν νήσο Σφακτηρία, ο Δημοσθένης ειδοποίησε τόν στόλο πού κατεθυνόταν υπό τόν Σοφοκλή καί Ευρυμέδοντα πρός τήν Κέρκυρα νά γυρίσουν στήν Πύλο αποστέλλοντας δύο πλοία. Αλλά καί οι Λακεδαιμόνιοι προσεκάλεσαν τήν μοίρα τών 60 πλοίων πού ήταν στήν Κέρκυρα. Έτσι άρχισαν οι συγκρούσεις πού τελικά απέβησαν σέ βάρος τών Σπαρτιατών, αφού εν τώ μεταξύ προσήλθε κι ο Αθηναϊκός στόλος ενισχυμένος σέ 70 πλοία. Η συμφορά πού έπαθαν οι Λακεδαιμόνιοι ήταν τέτοια, πού όταν έμαθαν στήν Σπάρτη οι αρχηγοί τους τά νέα, θέλησαν νά 'ρθούν επί τόπου οι ίδιοι γιά νά διαπιστώσουν τήν πραγματικότητα. Προκειμένου δέ νά σώσουν τούς στρατιώτες τους πού ήταν αποκλεισμένοι στήν Σφακτηρία, ζήτησαν ανακωχή απ' τούς Αθηναίους σύμφωνα μέ τήν οποία τούς παρέδοσαν τά πλοία τους μέχρις ότου θά γύριζαν οι πρέσβεις πού θά έστελναν στήν Αθήνα γιά νά διαπραγματευτούν όρους ειρήνης. Πράγματι οι πρέσβεις ήλθαν στήν Αθήνα αλλά τελικά δέν συμφώνησαν στούς όρους τής ειρήνης, αφού ο δημαγωγός Κλέων πού είχε μεγάλη επιρροή στό λαό, θεωρώντας ότι βρίσκεται σέ θέση ισχύος, δέν διευκόλυνε τήν κατάσταση. Έτσι οι πρέσβεις γύρισαν πίσω άπρακτοι, οι Αθηναίοι όμως δέν επέστρεφαν τά πλοία στούς Λακεδαιμονίους καί οι συγκρούσεις ξανάρχισαν. Παράλληλα στήν Σικελία οι Συρακούσιοι συγκέντρωσαν στόλο στήν Μεσσήνη, τήν οποία ήδη χρησιμοποιούσαν σάν βάση καί ήθελαν νά ναυμαχήσουν μέ τά Αθηναϊκά πλοία στό Ρήγιο, πρίν έρθουν κι αυτά πού πολιορκούσαν τήν Σφακτηρία. Πράγματι έγινε μιά ναυμαχία στό στενό (Χάρυβδη) μεταξύ Σικελίας καί Ιταλίας (Μεσσήνη - Ρήγιον) ανάμεσα σέ 30 πλοία τών Συρακουσίων καί 24 Αθηναϊκών - Ρηγίων καί νίκησαν οι Αθηναίοι. Αλλά όταν οι Αθηναίοι θέλησαν νά επιτεθούν στήν Μεσσήνη αποκρούστηκαν. Έτσι έπλευσαν πρός τήν Καμάρινα, η οποία επρόκειτο νά παραδοθεί απ' τόν Αρχία στούς Συρακουσίους. Αλλά καί οι Μεσσήνιοι εξεστράτευσαν κατά τής γειτονικής Νάξου, αποικίας τών Χαλκιδέων, καί άρχισαν νά δηώνουν τήν περιοχή. Στήν συνέχεια όμως τούς αντεπιτέθηκαν οι Νάξιοι βοηθούμενοι κι απ' τούς ντόπιους βαρβάρους καί τούς έτρεψαν σέ φυγή. Εναντίον τής Μεσσήνης ήλθαν πάλι οι Αθηναίοι γιά νά βοηθήσουν τούς Λεοντίνους, τούς οποίους νικούσαν οι Μεσσήνιοι, έκλεισαν τούς τελευταίους στήν πόλη τους καί γύρισαν στό Ρήγιο. Στήν συνέχεια γινόταν εχθροπραξίες μεταξύ τών διαφόρων πόλεων διά ξηράς, χωρίς τήν συμμετοχή Αθηναίων. Εν τώ μεταξύ η πολιορκία τής Σφακτηρίας συνεχιζόταν πρός μεγάλη στενοχώρια τών Αθηναίων, οι οποίοι πίστευαν ότι οι αποκλεισμένοι στήν έρημη γή Σπαρτιάτες σύντομα θ' αναγκαζόταν νά παραδοθούν από τήν έλειψη τροφίμων. Αυτοί όμως άντεχαν αφού πολλοί καί κυρίως Είλωτες τούς τροφοδοτούσαν διασπώντας μέ κίνδυνο τής ζωής τους τόν κλοιό τών Αθηναίων αποβλέποντας στά σημαντικά κίνητρα πού είχαν βάλει οι Σπαρτιάτες. Έτσι αυτοί πού εταλαιπωρούντο τώρα ήταν οι Αθηναίοι, οι οποίοι πλέον ανησυχούσαν ακόμη περισσότερο λόγω τού επερχόμενου χειμώνα. Ο Κλέων υβρίζετο θεωρούμενος αίτιος τής μή σύναψης ειρήνης όταν τούς παρακαλούσαν οι Λακεδαιμόνιοι, αλλά κι αυτός απέδιδε τίς ευθύνες στούς στρατηγούς υπαινισσόμενος  κυρίως τόν Νικία. Ο τελευταίος ευχαρίστως παραιτήθηκε τής στρατηγίας γιά νά αναλάβει ο Κλέων, πράγμα πού έγινε, παρά τό ότι ο Κλέων στήν πραγματικότητα δέν επιθυμούσε κάτι τέτοιο. Αφού συγκέντρωσε ο Κλέων στρατό απέπλευσε γιά τήν Σφακτηρία πρός βοήθεια τού Δημοσθένη, δήλωσε δέ ότι εντός 20 ημερών θά φέρει αιχμαλώτους τούς Σπαρτιάτες πού ήταν αποκλεισμένοι στό νησί. Έτσι στρατός πού μεταφέρθηκε μέ 70 πλοία απεβιβάσθη καί στίς δύο πλευρές τού νησιού καί αιφνιδίασε τούς πολιορκημένους, οι οποίοι μετά από πολλές καί άνισες μάχες αναγκάστηκαν νά παραδοθούν μέ τόν οπλισμό τους, αφού πρώτα συμβουλεύθηκαν τούς συμπατριώτες τους τής απέναντι ξηράς. Οι τελευταίοι τούς παρήγγειλαν νά αποφασίσουν οι ίδιοι χωρίς όμως νά κάνουν κάτι ατιμωτικό. Αιχμαλωτίστηκαν 292 από τούς 420 στρατιώτες τής Σφακτηρίας. Η πολιορκία είχε κρατήσει 72 μέρες καί ο Κλέων, μολονότι κανείς δέν τό είχε πιστεύσει, πραγματοποίησε τήν υπόσχεσή του. Μετά ταύτα καί οι δύο στρατοί απεσύρθησαν από τήν Πύλο. Μεγάλη κατάπληξη δέ προκάλεσε στούς Έλληνες τό γεγονός τής αιχμαλωσίας τών Σπαρτιατών, γιατί οι τελευταίοι τούς είχαν συνηθήσει ή νά νικούν ή νά φονεύονται άπαντες. Εν τώ μεταξύ οι Μεσσήνιοι τής Ναυπάκτου έστησαν φρουρά στήν Πύλο, τήν οποία θεωρούσαν άλλωστε δική τους, καί πολλοί Είλωτες αυτομολούσαν, οι δέ Λακεδαιμόνιοι άρχισαν νά ανησυχούν, αλλά δέν πετύχαιναν τίποτε μέ πρεσβείες πού έστελναν στήν Αθήνα. Τό ίδιο θέρος οι Αθηναίοι μέ 80 πλοία υπό τόν Νικία έκαναν απόβαση καί συνήψαν μάχη στόν Ισθμό μέ τούς Κορινθίους. Νίκησαν οι Αθηναίοι αλλά όταν διαπίστωσαν ότι ερχόταν κι άλλοι πρός βοήθεια τών Κορινθίων, επεβιβάστηκαν στά πλοία κι έφυγαν αφού πρώτα έστησαν τρόπαιο, περισυνέλεξαν τούς νεκρούς τους καί σκύλεψαν τούς αντιπάλους τους. Εν συνεχεία προέβαιναν σέ ληστρικές επιδρομές σέ Επίδαυρο, Τροιζήνα καί Αλιάδα, μέχρι πού απομόνωσαν τά Μέθανα απ' τήν ξηρά μέ τείχος, κι άφησαν εκεί φρουρά. Μετά γύρισαν στά ίδια.  Τήν ίδια εποχή η Αθηναϊκή μοίρα υπό τόν Σοφοκλή καί Ευρυμέδοντα κατευθύνθηκε πρός τήν Σικελία. Περνώντας απ' τήν Κέρκυρα κατώρθωσε νά αιχμαλωτίσει τούς Κερκυραίους ολιγαρχικούς πού ήταν στήν Ιστώνη καί κυριαρχούσαν στήν ύπαιθρο, καί αφού τούς παρέδωσε στούς δημοκρατικούς, εκείνοι τούς εξόντωσαν δολίως. Έτσι ο εμφύλιος στήν Κέρκυρα σταμάτησε, αφού οι εναπομείναντες ολιγαρχικοί ήσαν ευάριθμοι καί ανάξιοι λόγου. Ακολούθως ο στόλος ήρθε στήν Σικελία όπου προέβαινε σέ εχθροπραξίες. Πρός τό τέλος τού θέρους οι Ακαρνάνες μέ τήν Αθηναϊκή φρουρά τής Ναυπάκτου κυρίευσαν τό Ανακτόριο πού ανήκε στήν Κόρινθο καί τού λοιπού κατοικείτο από Ακαρνάνες. Τόν επόμενο χειμώνα οι Αθηναίοι έτυχε νά συλλάβουν τόν Πέρση Αρταφέρνη, πού κόμιζε επιστολή στήν Σπάρτη, καί τόν έστειλαν μέ πρέσβεις στήν Έφεσο γιά προώθηση δικών τους συμφερόντων. Επειδή όμως τότε είχε πεθάνει ο Αρταξέρξης, ο γυιός τού Ξέρξη, οι πρέσβεις γύρισαν άπρακτοι πίσω. Τήν ίδια εποχή κι οι Χίοι γκρέμισαν τό τείχος κατ' εντολήν τών Αθηναίων, πού φοβόταν μήπως αποστατήσουν. Έτσι έληξε καί τό 7ο έτος τού πολέμου.

8ο έτος

     Τό επόμενο θέρος συνέβη σεισμός καί σημειώθηκε μερική έκλειψις ηλίου. Οι εξόριστοι Μυτιληνοί υποστηριζόμενοι καί από Πελοποννησίους κατέλαβαν τήν Άντανδρο καί από 'κεί επετίθετο στήν απέναντι Μυτιλήνη καί στίς Αιολικές πόλεις τής ξηράς. Τό ίδιο θέρος οι Αθηναίοι μέ 60 πλοία υπό τόν Νικία κατέλαβαν τά Κήθυρα, τά οποία εκατοικούντο από Λακεδαιμονίους καί εκυβερνώντο απ' τόν Κηθυροδίκη πού εστέλλετο κατ' έτος. Από 'κεί επί μίαν επραγματοποίουν αποβάσεις καί δηώσεις στά παράλια τής Λακωνικής, στίν Ασίνη καί τό Έλος. Στήν συνέχεια δήωναν τά παράλια μέχρι τήν Επίδαυρο. Κυρίευσαν δέ καί τήν Θουρία, πόλη τής Κυνουρίας, πού είχαν παραχωρήσει οι Λακεδαιμόνιοι στούς Αιγινήτες, οι οποίοι καί θανατώθηκαν. Εν τώ μεταξύ στήν Γέλα τής Σικελίας είχαν έλθει πρέσβεις απ' όλες τίς πόλεις καί συνδιαλέγοντο. Ο Συρακούσιος Ερμοκράτης επεσήμανε τούς κινδύνους πού διατρέχει από τούς Αθηναίους όλη η Σικελία.

... πέφυκε γάρ τό  ανθρώπειον διά παντός άρχειν μέν τού είκοντος (υποκύπτοντος), φυλάσσεσθαι δέ τό έπιον (επιδρομέα)...

Τελικά οι Σικελιώτες πείστηκαν απ' τόν Ερμοκράτη καί συνήψαν μεταξύ τους ειρήνη. Οι σύμμαχοι δέ τών Αθηναίων ενημέρωσαν τούς τελευταίους καί αυτοί απέπλευσαν απ' τήν Σικελία. Όταν όμως έφτασαν στήν Αθήνα, οι Αθηναίοι εξόρισαν τούς στρατηγούς Πυθόδωρο καί Σοφοκλή ενώ στόν Ευρυμέδοντα επέβαλαν χρηματική ποινή μέ τήν κατηγορία ότι δέν κυρίευσαν τήν Σικελία, επειδή τάχα δωροδοκήθηκαν. Τό ι΄διο θέρος οι δημοκρατικοί Μεγαρείς αποφάσισαν νά παραδώσουν τήν πόλη τους στούς Αθηναίους καί επειδή καταπιεζόταν απ' αυτούς, αφού δίς τού έτους εισέβαλαν στήν Μεγαρίδα, αλλά καί από τούς εξορίστους ολιγαρχικούς παρενοχλούντο. Πράγματι οι συνωμότες εξουδετέρωσαν τήν Πελοποννησιακή φρουρά μέ τήν βοήθεια Αθηναίων καί τό λιμάνι τών Μεγαρέων Νύσσαια περιήλθε στά χέρια 4.000 Αθηναίων οπλιτών καί 700 ιππέων. Εν τώ μεταξύ στήν περιοχή ήρθε ο Σπαρτιάτης Βρασίδας καί Βοιωτοί πρός υπεράσπιση τών Μεγάρων καί συνολικά ανερχόταν στούς 6.000 οπλίτες. Η μάχη τελικά δέν έγινε, αφού οι Αθηναίοι υποχώρησαν, καί ο Βρασίδας έγινε δεκτός στά Μέγαρα, όπου άρχισαν καί διαβουλεύσεις.  Μετά, οι μέν Αθηναίοι απεσύρθησαν ο δέ Βρασίδας γύρισε στήν Κόρινθο καί ετοίμαζε τήν εκστρατεία στήν Χαλκιδική. Στά Μέγαρα οι συνωμότες θανατώθηκαν καί τό πολίτευμα μετετράπη σέ άκραν ολιγαρχία. Τό ίδιο θέρος Αθηναϊκά πλοία επιτέθηκαν κατά τής Αντάνδρου, πού ήταν ορμητήριο φυγάδων Μυτιληναίων καί τήν κατέλαβαν. Τόν ίδιο καιρό οι Αθηναίοι μέ τόν Δημοσθένη έφτασαν στήν Ναύπακτο μέ 40 πλοία καί αφού συγκέντρωσε στρατό Ακαρνάνων, οι οποίοι είχαν αναγκάσει καί τούς Οινιάδας νά ενταχθούν στήν Αθηναϊκή Συμμαχία, έπλευσε κατά τών Σίφων, παραλιακή Βοιωτική πόλη. Εν τώ μεταξύ ο Βρασίδας διήσχυσε τήν Θεσσαλία καί ήλθε στό Δίον, πόλη τής επικρατείας τού Περδίκκα. Ο Βρασίδας ήτο πολύ δραστήριος αλλά καί δίκαιος, γι' αυτό καί λίαν αγαπητός. Μάλιστα οι πολίτες τών διαφόρων πόλεων πιστεύοντες ο΄τι όλοι οι Σπαρτιάτες ήσαν σάν κι' αυτόν, είτε αποστατούσαν απ' τούς Αθηναίους πανδημεί, είτε παρέδιδαν τίς πόλεις στόν Βρασίδα μέ προδοσία. Οι Αθηναίοι θεώρησαν τόν Βρασίδα υποκινητή τής εκστρατείας τού Βρασίδα καί τού κήρυξαν τόν πόλεμο. Από κοινού ο Περδίκκας καί ο Βρασίδας εξεστράτευσαν κατά τού Αρραβαίου, γυιού τού Βρομερού, βασιλέως τών Λυγκηστών Μακεδόνων, ομόρων τού Περδίκκα. Εκεί ο μέν Περδίκκας ήθελε βιαίως καί άμεσα νά καταστρέψει τόν Αρραβαίο, αλλά ο συνετός Βρασίδας ήθελε πρώτα νά συνεννοηθεί μαζί του μήπως αποφευχθεί ο πόλεμος. Τελικά πρός μεγάλη δυσφορία τού Περδίκκα, ο Βρασίδας πράγματι συνεννοήθηκε μέ τόν Αρραβαίο καί η μάχη αποφεύχθηκε. Στήν συνέχεια ο Βρασίδας ήλθε κατά τής Ακάνθου. η οποία ήτο αποικία τών Ανδρίων. Εκεί οι πολίτες διηρέθηκαν σχετικά μέ τό άν έπρεπε νά τού ανοίξουν τίς πύλες ή όχι καί ο Βρασίδας τούς μήνυσε νά μήν αποφασίσουν πρίν τόν ακούσουν.

"... απάτη γάρ ευπρεπεί αίσχιον τοίς γε εν αξιώματι πλεονεκτήσαι ή βία εμφανεί. τό μέν γάρ ισχύος δικαιώσει, ήν η τύχη έδωκεν, επέρχεται, τό δέ γνώμης αδίκου επιβουλή..." (πράγματι, γιά όσους τουλάχιστον απολαμβάνουν τήν κοινήν εκτίμηση, είναι περισσότερο αισχρόν νά εξυπηρετούν τήν πλεονεξία μέ δολιότητα υπό εύσχημον κάλυμμα, παρά μέ φανερή βία. διότι η βία στηρίζεται στό δικαίωμα τής δυνάμεως, η οποία είναι δώρο τής τύχης, ενώ η δολία πολιτική στήν επιβουλή μοχθηρής διαθέσεως).

Πράγματι οι Ακάνθιοι άκουσαν τόν Βρασίδα καί αφού προέβησαν σέ φανερή ψηφοφορία αποφάσισαν νά αποστατήσουν απ' τούς Αθηναίους. Τούς ακολούθησαν μάλιστα τά Στάγειρα, αποικία κι αυτά τών Ανδρίων. Τόν επόμενο χειμώνα απέτυχε απόπειρα τού Δημοσθένη καί τού Ιπποκράτη νά αλώσουν τίσ Σίφες καί τήν Χαιρώνεια, λόγω εγκαίρου ενημερώσεως τών Βοιωτών. Έτσι ο Ιπποκράτης ήλθε στήν συνέχεια στό Δήλιον καί αφού τό εντείχισε, επέστρεφε στήν Αθήνα. Οι συγκεντρωθέντες Βοιωτοί όμως πείστηκαν απ' τόν Βοιωτάρχη Παγώνδα, νά επιτεθούν κατά τών Αθηναίων. Οι Βοιωτοί αριθμούσαν 7.000 οπλίτες, 10.000 ψιλούς, 1.000 ιππείς καί 500 πελταστές καί ισοπληθείς ήταν καί οι Αθηναίοι. Στήν μάχη πού ακολούθησε νίκησαν οι Βοιωτοί, οι οποίοι στήν συνέχεια αποσύρθηκαν στήν Τανάγρα, όπου σχεδίαζαν επίθεση κατά τού Δηλίου. Έτσι έστειλαν κήρυκα στούς Αθηναίους κι αφού τούς κατηγόρησαν ότι παραβίασαν τά κρατούντα στούς Έλληνες παραβιάζοντες ιερούς χώρους, τούς ζήτησαν νά φύγουν απ' τό Δήλιον, γιά νά τούς επιτρέψουν μετά νά περισυλλέξουν τούς νεκρούς τους. Τελικά τό Δήλιον ανακατελήφθη απ' τούς Βοιωτούς 17 μέρες μετά τήν προηγηθείσα μάχη. Απ' τούς Βοιωτούς απωλέστηκαν περίπου 500, ενώ απ' τούς Αθηναίους 1.000 συμπεριλαμβανομένου καί τού ίδιου τού Ιπποκράτη. Τόν ίδιο καιρό κι ο Δημοσθένης υπέστη ήττα, όταν αποβιβάστηκε στήν Σικυώνα, αλλά καί στήν Θράκη ο Σιτάλκης πέθανε καί τόν διαδέχτηκε ο ανηψιός του Σεύθης. Τόν ίδιο χειμώνα ο Βρασίδας εξεστράτευσε κατά τής Αμφίπολης, στίς όχθες τού Στρυμώνα, η οποία ήτο αποικία τών Αθηναίων, ιδρυθείσα καί ονομασθείσα από τόν Άγνωνα, γυιό τού Νικίου. Έφτασε πολύ γρήγορα στήν ύπαιθρο τής πόλης, τήν οποία καί άρχισε νά διαρπάζει. Εν τώ μεταξύ οι Αμφιπολίτες ζήτησαν καί ήλθε πρός βοήθειά τους ο στρατηγός Θουκυδίδης (ο ιστορικός) μέ 7 πλοία πού ναυλοχούσαν στήν Θάσο, αποικία τών Παρίων. Ο Βρασίδας όμως πρόλαβε καί πέτυχε τήν προσάρτηση τής Αμφίπολης μέ ευνοϊκούς όρους γιά τούς Αμφιπολίτες. Ο Θουκυδίδης κατέπλευσε στήν γειτονική Ηιόνα, πρός υποστήριξή της. Πράγματι ο Βρασίδας επιτιθέμενος κατ' αυτής από ξηρά καί θάλασσα απεκρούσθη. Προσεχώρησε όμως σ' αυτόν η Μύρκινος, η Γαληψός καί η Οισύμη, αποικία τών Θασίων. Η πτώση τής Αμφίπολης επτόησε τούς Αθηναίους πού φοβόταν τήν περαιτέρω αποστασία πόλεων στόν μετριοπαθή Βρασίδα. Ο τελευταίος μάλιστα ζήτησε ενισχύσεις από τήν Σπάρτη, η οποία όμως τού τήν αρνήθηκε έιτε διότι εφθονείτο από ανταγωνιστές του είτε διότι κάποιοι ήθελαν νά απελευθερώσουν τούς αιχμαλώτους τής Σφακτηρίας καί νά τερματίσουν τόν πόλεμο. Καί ενώ οι Μεγαρείς κατά τόν αυτόν χειμώνα κατέλαβαν καί γκρέμισαν τά Μακρά Τείχη, ο Βρασίδας προχώρησε στήν Ακτή από τόν πορθμό τού Ξέρξη μέχρι τήν χερσόνησο τού Άθω προσαρτώντας τίς διάφορες πόλεις εκτός τής Σάνης καί τού Δίου, τών οποίων ερήμωνε τήν ύπαιθρο. Επειδή όμως οι πόλεις δέν παρεδίδοντο, εξεστράτευσε γιά νά μήν χάνει καιρό κατά τής Τορώνης τής Χαλκιδικής, τήν οποία κατείχε Αθηναϊκή φρουρά. Εύκολα κυρίευσε τήν πόλη βοηθούμενος κι από φιλολάκωνες Τορωναίους. Αφού καθυσύχασε τούς πολίτες λέγοντάς τους ανάλογα μέ αυτά πού είχε πεί στούς Ακανθίους, περί απελευθερώσεως δηλαδή τών πόλεων από τόν Αθηναϊκό ζυγό, περί δικαιοσύνης κλπ, άρχισε επιθέσεις κατά τής Ληκύθου, ακροπόλεως τής Τορώνης, όπου είχαν καταφύγει καί οι περισσότεροι Αθηναίοι. Πράγματι εντός δύο ημερών κυρίευσε καί τήν Λήκυθο. Τόν υπόλοιπο χειμώνα τόν πέρασε διαχειριζόμενος τίς διάφορες υποθέσεις τών πόλεων πού είχε καταλάβει. Έτσι πέρασε καί τό 8ο έτος τού πολέμου.

9ο έτος

    Στήν αρχή τής ανοίξεως Λακεδαιμόνιοι καί Αθηναίοι συνωμολόγησαν ανακωχή ενός έτους κατά τήν οποία διαπραγματευόταν τούς όρους διαρκεστέρας ειρήνης. Καί ενώ συνωμολογείτο η ανακωχή, ο Βρασίδας προσήρτησε καί τήν Σκιώνη, πόλη τής χερσονήσου τής Παλλήνης. Μετά μάλιστα τήν ομιλία του, ανάλογη μέ εκείνη πρός τούς Τορωναίους, οι Σκιωναίοι τού απέδωσαν πολλές τιμές θεωρώντας τον απελευθερωτή τής Ελλάδος. Οι Αθηναίοι όμως δέν δέχτηκαν τήν αποστασία τής Σκιώνης, όπως καί τής Μένδης, πού έγινε μετά δύο μέρες, θεωρούντες ότι πραγματοποιήθηκαν μετά τήν υπογραφή τής ανακωχής. Αλλά κι ο Βρασίδας δέν εννοούσε νά  εγκαταλείψει τίς πόλεις αυτές. Έτσι οι μέν Αθηναίοι ετοιμάζονταν νά καταπλεύσουν σ' αυτές οργιζόμενοι πού ακόμα καί νησιώτες τολμούσαν νά τούς εγκαταλείψουν (η Σκιώνη ήτο σάν νησί αποκομένη από τήν υπόλοιπη ξηρά λόγω τού Ισθμού), ο δέ Βρασίδας ενίσχυσε τήν άμυνα αυτών μέ 500 Πελοποννησίους οπλίτες καί 300 Χαλκιδείς πελταστές υπό τόν Πολυδαμίδα. Στήν συνέχεια μαζί μέ τόν Περδίκκα εξεστράτευσαν κατά τών Λυγκηστών τού Αρραβαίου. Στήν μάχη πού έγινε μεταξύ τών πολυπληθών στρατευμάτων νίκησαν ο Περδίκκας καί ο Βρασίδας καί ενώ ο πρώτος ήθελε νά συνεχίσει τίς λεηλασίες στήν χώρα τού Αρραβαίου, ο δεύτερος ανησυχούσε γιά τήν τύχη τής Μένδης καί ήθελε νά επιστρέψει. Καί ενώ συνέβαιναν αυτά οι Ιλλυριοί, τούς οποίους περίμενε ως συμμάχους ο Περδίκκας, τάχθηκαν μέ τό πλευρό τού Αρραβαίου, προκαλώντας πανικό στό στρατόπεδο τών Μακεδόνων, πού άρχισαν νά υποχωρούν ατάκτως. Ο Βρασίδας έμαθε τήν επομένη τά καθέκαστα καί αφού ενεψύχωσε τούς στρατιώτες του, άρχισε νά υποχωρεί μέ τάξη. Οι Ιλλυριοί, νομίσαντες ότι καί οι Λακεδαιμόνιοι τούς φοβήθηκαν, επεχείρησαν επανειλημμένως νά τούς επιτεθούν αλλά πάντα απεκρούοντο από τόν ευφυή σχηματισμό τών Σπαρτιατών. Έτσι χάρις στήν στρατηγική ιδιοφυϊα τού Βρασίδα, οι Λακεδαιμόνιοι κατάφεραν νά φτάσουν στήν Άρνισα, η οποία ανήκε στήν επικράτεια τού Περδίκκα. Έκτοτε όμως ο τελευταίος καί λόγω τής οξύτατης δυσαρέσκειας τών Πελοποννησίων κατά τών Μακεδόνων, πού τούς εγκατέλειψαν στούς Ιλλυριούς, μισούσε τόν Βρασίδα καί ήθελε ν' απαλλαγεί απ' αυτόν. Πρός τούτο ήλθε σέ συνεννόηση μέ τούς Αθηναίους. Ο Βρασίδας εν τώ μεταξύ γύρισε στήν Τορώνη καί ησύχαζε, ενώ η Μένδη είχε ήδη πέσει στά χέρια τών Αθηναίων Νικία καί Νηκηράτου, κυρίως λόγω έριδος μεταξύ δημοκρατικών καί φιλολακώνων, η δέ Σκιώνη είχε αποκλειστεί απ' τούς Αθηναίους. Τό ίδιο θέρος οι Θηβαίοι κατεδάφισαν τό τείχος τών Θεσπιέων, τούς οποίους κατηγόρησαν ως Αττικίζοντας, εκάη δέ καί ο ναός τής Ήρας στήν Αργολίδα από αμέλεια τής ιέρειας Χρυσίδος, η οποία καί έφυγε φοβούμενη τούς Αργείους. Κατά τόν επακολουθήσαντα χειμώνα οι Αθηναίοι καί οι Λακεδαιμόνιοι λόγω τής ανακωχής έμεναν ήσυχοι. Οι Μαντινείς όμως καί οι Τεγεάτες μέ τούς εκατέρωθεν συμμάχους συνήψαν μάχη στό Λαοδάκειον τής Ορεσθίδος, αλλ' η νίκη υπήρξε αμφίβολος άν καί τά δύο στρατεύματα έστησαν τρόπαια. Στό τέλος τού ιδίου χειμώνα ο Βρασίδας εν καιρώ νυκτός έκανε μία απόπειρα νά καταλάβει τήν Ποτείδαια, έγινε όμως αντιληπτός καί αποτραβήχτηκε αμέσως. Έτσι έληξε καί τό 9ο έτος τού πολέμου.

Βιβλίο  Ε΄

10ο έτος

    Τό επόμενο θέρος η ενιαυσία ανακωχή τερματίστηκε αυτοδικαίως, συνωμολογήθη όμως νέα μέχρι τό τέλος τών Πυθικών αγώνων. Μετά τό τέλος τής ανακωχής ο Κλέων μέ 1500 στρατιώτες καί 30 πλοία καί μέ ακόμα περισσότερους συμμάχους κατέπλευσε στήν Τορώνη  καί εκμεταλλευόμενος τήν απουσία τού Βρασίδα, τήν κυρίευσε. Στήν συνέχεια κατευθύνθηκε στήν Αμφίπολη. Στήν Σικελία εξ αιτίας νέας διανομής τής γής στούς Λεοντίνους, ξέσπασαν πάλι ταραχές καί αποσταλείς από τήν Αθήνα ο Φαίαξ συνήψε συμμαχία μέ μερικές πόλεις τής Ιταλίας καί επέστρεψε. Φτάνοντας στήν Αμφίπολη ο Κλέων στρατοπέδευσε σέ γειτονικό λόφο καί ανέμενε ενισχύσεις απ' τόν Περδίκκα. Πιστεύοντας ο Βρασίδας, πού είχε μπεί στήν πόλη, ότι θά μπορούσε νά αιφνιδιάσει τούς Αθηναίους πρίν αυτοί ενισχυθούν, αφού ενεψύχωσε τούς στρατιώτες του, επεχείρησε έξοδο επιτιθέμενος στό κέντρο τού Αθηναϊκού στρατού. Παρά τό πολυπληθέστερο αυτού, κατάφερε πάλι μέ τήν στρατιωτική του δεινότητα νά τούς τρέψει σέ φυγή στήνοντας τρόπαιο νίκης. Ο Κλέων εφονεύθη στήν μάχη αλλά καί ο Βρασίδας τραυματίστηκε καί μετά από λίγο πέθανε, αφού πρόλαβε νά μάθει ότι είχαν νικήσει οι δικοί του. Ετάφη δέ μέσα στήν Αμφίπολη καί τού αποδώθηκαν τιμές ιδρυτού τής πόλης, εγκαταλείποντας τόν Άγνωνα. Απ' τούς Αθηναίους σκοτώθηκαν 600 ενώ απ' τούς Λακεδαιμονίους μόνον 7. 

11ο έτος

    Μετά ταύτα καί οι δύο πλευρές έκλιναν πρός τήν ειρήνη, συνωμολόγησαν δέ ενιαύσιο ανακωχή, κατά τήν οποία εδιαπραγματεύοντο  όρους ειρήνης. Καί πράγματι συνήφθη ειρήνη μέ πρωτοστατούντες τόν Νικία απ' τούς Αθηναίους καί τόν βασιλιά Πλειστοάνακτα απ' τούς Λακεδαιμονίους. Κατά τούς όρους τής ειρήνης οι πόλεις πού κυριεύθηκαν μέ τήν βία δόθηκαν πίσω, οι αιχμάλωτοι απελευθερώθηκαν καί οι φόροι τής Αθηναϊκής συμμαχίας επανήλθαν στά ποσά πού είχαν καθιερωθεί απ' τόν Αριστείδη. Η συνθήκη συνωμολογήθη κατά τό τέλος τού χειμώνος, 10 χρόνια καί λίγες μέρες μετά τήν πρώτη εισβολή στήν Αττική καί τήν έναρξη τού πολέμου.  Τήν ειρήνη δέν αποδέχτηκαν οι Βοιωτοί, οι Κορίνθιοι, οι Ηλείοι καί οι Μεγαρείς. Κατά τό θέρος τού ιδίου έτους συνωμολογήθη καί 50ετής συμμαχία μεταξύ Λακεδαιμονίων καί Αθηναίων μέ υποχρέωση αμοιβαίας βοηθείας σέ περιπτώσεις εχθρικής επίθεσης ή επανάστασης Ειλώτων. Έτσι έληξε ο πρώτος πόλεμος πού επί δέκα έτη δέν σταμάτησε καθόλου. Οι Κορίνθιοι όμως καί άλλες Πελοποννησιακές πόλεις προσπαθούσαν νά διαταράξουν τήν ειρήνη αυτή, η οποία διατηρήθηκε γιά 6 έτη καί 10 μήνες, διάστημα κατά τό οποίο κανείς δέν έβλαπτε τόν άλλο φανερά. Μετά όμως περιήλθαν πάλι σέ κατάσταση απροκαλύπτου πολέμου. Αμέσως μετά τήν σύναψη τών συνθηκών ειρήνης καί συμμαχίας, οι Αργείοι, οι οποίοι επωφελήθηκαν όλο αυτό τόν καιρό ως ουδέτεροι, αποδέχτηκαν προτάσεις Κορινθίων νά συνάψουν συμμαχίες μέ όποια πόλη τό επιθυμεί, φοβούμενοι αφ' ενός τήν λήξη τής 30τούς συμμαχίας πού είχαν μέ τούς Λακεδαιμονίους, ελπίζοντας αφ' ετέρου ότι θά γίνουν αυτοί αρχηγοί τής Πελοποννήσου. Πρώτοι προσεχώρησαν στήν συμμαχία τών Αργείων οι Μαντινείς, οι οποίοι εφοβούντο τούς Λακεδαιμονίους επειδή είχαν υποτάξει μέρος τής Αρκαδίας διαρκούντος τού πολέμου μέ τούς Αθηναίους. Αργότερα στήν συμμαχία τών Αργείων προσεχώρησαν οι Ηλείοι, οι Κορίνθιοι καί οι πόλεις τής Χαλκιδικής. Αλλ' οι Βοιωτοί καί οι Μεγαρείς, άν καί συμφωνούσαν μέ τίς απόψεις τών προηγουμένων, εν τούτοις δέν τούς ακολούθησαν διότι θεώρησαν ότι ωφελούντο περισσότερο ως σύμμαχοι τών Λεκεδαιμονίων. Κατά τό ίδιο θέρος οι Αθηναίοι κατέλαβαν τήν Σκιώνα, τήν εξανδραπόδισαν αφού θανάτωσαν τούς άνδρες καί τήν παρέδωσαν νά κατοικηθεί από Πλαταιείς. Επίσης επανέφεραν τούς Δηλίους στήν Δήλο, πού τούς είχαν εκτοπίσει από τό νησί. Συγχρόνως οι Φωκείς καί οι Λοκροί περιήλθαν σέ πόλεμο. Οι Κορίνθιοι μέ τούς Αργείους ήλθαν στήν Τεγέα καί επιχειρούσαν νά τήν αποσπάσουν από τούς Λακεδαιμονίους, χωρίς όμως νά τό καταφέρουν. Επίσης δέν έπεισαν καί τούς Βοιωτούς. Ταυτόχρονα οι Λακεδαιμόνιοι υπό τόν Πλειστοάνακτα εξεστράτευσαν πανστρατιά εναντίον τών Παρρασίων τής Αρκαδίας, πού ήταν υπήκοοι τών Μαντινέων καί τούς απέδωσαν τήν ανεξαρτησία τους. Συγχρόνως κήρυξαν απελευθέρους τούς συμπολεμήσαντες μέ τόν Βρασίδα Είλωτες, μετά τήν επιστροφή τού στρατεύματος από τήν Θράκη μέ τόν Κλεαρίδα, πού διαδέχτηκε τόν Βρασίδα καί τούς εγκατέστησαν στό Λέπρεο μεταξύ Λακωνικής καί Ηλείας. Τό ίδιο έτος οι κάτοικοι τού Δίου κυρίευσαν τήν Θυσσό, σύμμαχο τών Αθηναίων στήν χερσόνησο τού Άθω. Καθ' όλο τό θέρος υπήρχε επικοινωνία μεταξύ τών Αθηναίων καί τών Λακεδαιμονίων άν καί οι πρώτοι υπώπτευαν τούς δευτέρους ότι είχαν κακές προθέσεις, δεδομένου ότι δέν τούς παρέδιδαν τήν Αμφίπολη, αλλά καί δέν μπορούσαν νά πείσουν τούς Βοιωτούς καί τούς Κορινθίους νά δεχτούν τήν ειρήνη τους. Έτσι κι αυτοί δέν επέστρεψαν τήν Πύλο στούς Λακεδαιμονίους. Οι τελευταίοι βέβαια ισχυριζόταν ότι δέν μπορούσαν νά τούς παραδώσουν τήν Αμφίπολη, διότι δέν τούς ανήκε. Τά στρατεύματά τους όμως τά απέσυραν από τήν Χαλκιδική καί ζητούσαν νά κάνουν τό ίδιο καί οι Αθηναίοι.  Πράγματι οι Αθηναίοι απέσυραν κι αυτοί τούς Μεσσήνιους καί τούς Είλωτες απ' τήν Πύλο καί τούς εγκατέστησαν στούς Κρανίους τής Κεφαλληνίας. Τόν χειμώνα οι Βοιωτοί διαπραγματεύθηκαν τήν ένταξή τους στήν συμμαχία τών Αργείων, πράγμα πού υπέδειξαν κρυφά καί δύο Σπαρτιάτες έφοροι, πού ήταν αντίθετοι μέ τήν συνθήκη ειρήνης πού συνήφθη μέ τούς Αθηναίους. Η ένταξη όμως στήν συμμαχία αναβλήθηκε. Τόν ίδιο χειμώνα οι Ολύνθιοι κατέλαβαν αιφνιδιαστικά τήν Μηκυβέρνα, όπου υπήρχε Αθηναϊκή φρουρά. Εν τώ μεταξύ οι Λακεδαιμόνιοι προσπαθούσαν νά πείσουν τούς Βοιωτούς νά τούς παραδώσουν τό Πάνακτο καί τούς Αθηναίους αιχμαλώτους, ώστε αυτοί νά τά παραδώσουν στούς Αθηναίους γιά νά ανακτήσουν τήν Πύλο. Οι Βοιωτοί όμως τούς ζητούσαν νά συνωμολογήσουν ιδιαίτερη συμμαχία μαζί τους πράγμα όμως πού δέν μπορούσαν νά κάνουν οι Λακεδαιμόνιοι χωρίς τούς Αθηναίους. Τελικά όμως, πρός τήν αρχή τού έαρος, συνωμολόγησαν αυτή τήν συμμαχία καί έτσι τελείωσε τό 11ο έτος τού πολέμου.

12ο έτος

    Τόν ίδιο καιρό οι Αργείοι συνήψαν κι αυτοί συμμαχία μέ τούς Λακεδαιμονίους φοβούμενοι τήν απομόνωση. Εν τώ μεταξύ όμως οι Αθηναίοι απέπεμψαν τούς Λακεδαιμονίους πρέσβεις πού τούς έδιναν τούς αιχμαλώτους πού παρέλαβαν απ' τούς Βοιωτούς, επειδή έμαθαν τήν ιδιαίτερη συμφωνία Λακεδαιμόνων - Βοιωτών, αλλά καί γιά άλλους λόγους γιά τούς οποίους υπόπτευον τούς Λακεδαιμονίους.  Μεταξύ εκείνων πού υποδαύλιζαν τήν διάρρηξη τής ειρήνης ήταν κι ο Αλκιβιάδης πού παρήγγειλε στούς Αργείους νά έλθουν μέ τούς Μαντινείς καί Ηλείους καί νά προσκαλέσουν τούς Αθηναίους στήν συμμαχία τους. Πράγματι οι Αργείοι έστειλαν πρέσβεις στήν Αθήνα αλλά ταυτόχρονα έστειλαν καί οι Λακεδαιμόνιοι. Οι τελευταίοι όμως εξαπατήθηκαν καί συκοφαντήθηκαν απ' τόν Αλκιβιάδη, μέ αποτέλεσμα οι Αθηναίοι νά συνταχθούν μέ τούς Αργείους. Πρίν όμως τήν οριστική απόφαση συνέβη σεισμός. Εν συνεχεία καί παρά τίς προσπάθειες τού Νικία, πού ήταν φιλολάκων, η συμμαχία 100 ετών συνωμολογήθη μεταξύ Αθηναίων καί Αργείων, Μαντινέων καί Ηλείων. Οι Κορίνθιοι όμως δέν προσεχώρησαν σ' αυτή τήν συμμαχία καί εστράφησαν πάλι πρός τούς Λακεδαιμονίους. Τό θέρος αυτό ετελέσθησαν καί Ολυμπιακοί Αγώνες, απ' τούς οποίους όμως αποκλείστηκαν οι Λακεδαιμόνιοι υπό τών Ηλείων, επειδή αρνήθηκαν νά πληρώσουν πρόστιμο πού τούς επέβαλαν οι τελευταίοι λόγω κατάληψης τού φρουρίου τού Λεπρέου, ενώ είχε κυρηχθεί εκεχειρία. Οι Λακεδαιμόνιοι αμφισβητούσαν τό δίκαιο τού προστίμου, δέν εμπόδισαν όμως τήν τέλεση τών θυσιών όπως φοβούνταν οι Ηλείοι. Τό τέλος τού θέρους ήλθε συνοδευόμενο καί από σεισμό πού ανάγκασε τούς συμμάχους πρέσβεις πού ήλθαν στήν Κόρινθο, όπου παρευρισκόταν καί Λακεδαιμόνιοι, νά απέλθουν χωρίς νά πετύχουν κανένα αποτέλεσμα. Κατά τόν επόμενο χειμώνα συνήφθη μάχη μεταξύ τών Ηρακλειωτών τής Τραχίνος καί τών Αινιάνων, Δολόπων, Μηλιέων καί τινων Θεσσαλών, κατά τήν οποία ηττήθηκαν οι Ηρακλειώτες. Έτσι έληξε τό 12ο έτος τού πολέμου.

13ο έτος

    Τό επόμενο θέρος οι Βοιωτοί κατέλαβαν τήν Ηράκλεια καί απέπεμψαν τόν Λακεδαιμόνιο Ηγησιππίδα, μέ τήν κατηγορία τής κακοδιοικήσεως. Ταυτόχρονα ο Αλκιβιάδης μέ ολίγους Αθηναίους ήλθε στήν Πελοπόννησο καί επεχείρησε νά πείσει τούς Πατρείς, νά κτίσουν τείχος μέχρι τήν θάλασσα ενώ ο ίδιος θά κατασκεύαζε φρούριο στό Ρίο. Απέτυχε όμως λόγω τής αντίδρασης τών Κορινθίων, Σικυωνίων κ.ά. Τό αυτό θέρος εξεράγη πόλεμος μεταξύ Επιδαυρίων καί Αργείων. Οι τελευταίοι εισέβαλαν στήν Επιδαυρία καί ερήμωσαν τό 1/3 τής περιοχής, ενώ οι Λακεδαιμόνιοι ματαίωναν τίς εκστρατείες τους επειδή οι θυσίες δέν έδειχναν καλά σημάδια. Έτσι έληξε τό θέρος. Τόν επόμενο χειμώνα οι Λακεδαιμόνιοι έστειλαν διά θαλάσσης δύναμη 300 ανδρών στήν Επίδαυρο υπό τόν Ηγησιππίδα. Αλλά καί οι Αθηναίοι παρακινούμενοι απ' τούς Αργείους καί τόν Αλκιβιάδη απ' τήν Κραναία στήν Πύλο διενεργούσαν επιδρομές στήν Λακωνική. Ο χειμώνας τελείωσε μέ αποτυχημένη απόπειρα τών Αργείων νά καταλάβουν τήν Επίδαυρο καί μαζί του τελείωσε καί τό 13ο έτος τού πολέμου.

14ο έτος

    Κατά τό μέσον τού επομένου θέρους ο Άγις, βασιλεύς τών Λακεδαιμονίων, γυιός τού Αρχιδάμου, εισέβαλε στήν Αρκαδία συεπικουρούμενος από Κορινθίους, Βοιωτούς, Σικυωνίους, Αρκάδας, Πελληνείς, Φλειασίους καί Μεγαρείς. Η αποφασιστική μάχη όμως δέν πραγματοποιήθηκε, γιατί ο Άγις πείστηκε από δύο Αργείους στρατηγούς, νά αποφευχθεί η αιματοχυσία καί αποχώρησε συνάπτοντας 4μηνη ανακωχή μέ τούς Αργείους προκαλώντας δυσφορία στούς συμμάχους του, πού θεωρούσαν ότι ήταν μοναδική ευκαιρία νά συντρίψουν τούς αντιπάλους τους. Αλλά καί οι Αργείοι εμέμφοντο τούς συνωμολογήσαντες τήν ανακωχή άνευ αδείας τού Δήμου, τούς οποίους καί ελιθοβόλουν. Έτσι διαλύθηκαν τά στρατεύματα. Σέ λίγο όμως έφτασε καί η βοήθεια τών Αθηναίων, τούς οποίους συνόδευε καί ο Αλκιβιάδης, ως πρεσβευτής. Ο τελευταίος έπεισε τούς Αργείους καί τούς συμμάχους τους Ηλείους καί Μαντινείς νά επαναλάβουν τίς εχθροπραξίες καί έτσι κατέλαβαν τόν Ορχομενό. Εν συνεχεία οι μέν Ηλείοι επέστρεψαν επί τά ίδια, οι δέ λοιποί ετοίμαζαν επίθεση κατά τής Τεγέας. Εν τώ μεταξύ όταν οι Σπαρτιάτες έμαθαν τήν κατάληψη τού Ορχομενού, οι μομφές κατά τού Άγι μετατράπηκαν σέ οργή, κι αποφάσισαν τό πρωτοφανές, νά τού επιβάλουν 10 συμβούλους άνευ τής συγκατάθεσης τών οποίων δέν θά μπορούσε νά κάνει τίποτε. Ειδοποιηθέντες δέ απ' τούς Τεγεάτες, έσπευσαν πρός βοήθειά τους, εισέβαλαν στό έδαφος τής Μαντινείας καί άρχισαν νά ερημώνουν τήν χώρα, ενώ ειδοποίησαν καί τούς συμμάχους τους νά προσέλθουν. Στό έδαφος τής Μαντινείας συνήφθη τελικά η μεγίστη Ελληνική μάχη, κατά τήν οποία αναδείχτηκαν νικητές οι Λακεδαιμόνιοι, οι οποίοι έστησαν καί τρόπαιο. Οι Αργείοι καί οι σύμμαχοί τους Ορνεάτες, Κλεωναίοι, Μαντινείς, Αιγινήτες καί Αθηναίοι είχαν περισσότερους από 1000 νεκρούς, ενώ οι Λακεδαιμόνιοι καί οι δικοί τους σύμμαχοι περί τούς 300. Εν τώ μεταξύ τήν προτεραία τής μάχης είχαν εισβάλλει οι Επιδαύριοι στήν Αργολίδα καί εδήωναν τήν περιοχή. Ήλθαν όμως εναντίον τους Μαντινείς, Ηλείοι καί Αθηναίοι, οι οποίοι καί εξεστράτευσαν κατά τής Επιδαύρου, ενώ οι Λακεδαιμόνιοι είχαν ήδη επιστρέψει στόν τόπο τους καί γιόρταζαν τά Κάρνεια. Οι Αθηναίοι άφησαν μάλιστα φρουρά σέ οχύρωμα πού έκαναν στήν πόλη. Έτσι έληξε τό θέρος. Τόν επόμενο χειμώνα οι Λακεδαιμόνιοι εξεστράτευσαν στήν Τεγέα κι από 'κεί έστειλαν προτάσεις ειρήνης στούς Αργείους. Οι προτάσεις έγιναν δεκτές καί μάλιστα στήν συνέχεια συνήφθη 50ετής συμμαχία, στήν οποία μάλιστα ενδιαφερόταν νά ενταχθεί κι ο Περδίκκας. Οι Μαντινείς καί αυτοί υπέκυψαν στούς Λακεδαιμονίους κι εγκατέλειψαν τήν κυριαρχία τους επί τών Αρκαδικών πόλεων πού είχαν υποτάξει. Τέλος στό Άργος κατελύθη η Δημοκρατία κι εγκαθιδρύθη ολιγαρχία εξυπηρετούσα τά συμφέροντα τής Σπάρτης. Έτσι έληξε τό 14ο έτος τού πολέμου. 

15ο - 16ο έτος

    Κατά τό ακόλουθο θέρος οι Διείς τού Άθω απεστάτησαν απ' τούς Αθηναίους καί προσεχώρησαν στούς Χαλκιδείς, ενώ στό Άργος μετά από εμφύλιο σύγκρουση επεκράτησαν οι Δημοκρατικοί, καθώς οι Λακεδαιμόνιοι δέν έσπευσαν σέ βοήθεια τών φίλων τους. Απεφάσισαν μάλιστα οι Αργείοι νά κατασκευάσουν μακρά τείχη μέχρι τήν θάλασσα προσεταιριζόμενοι πάλι τούς Αθηναίους, οι οποίοι άλλωστε τούς έστειλαν κτίστες καί ξυλουργούς. Τόν επόμενο όμως χειμώνα, μαθόντες οι Λακεδαιμόνιοι τά καθέκαστα, επέδραμον κατά τού Άργους καί κατεδάφισαν τά οικοδομούμενα τείχη καί μετά απεσύρθησαν. Αλλά καί οι Αργείοι εισέβαλαν στήν Φλειασία καί δήωναν τήν περιοχή, επειδή εδέχετο εξορίστους Αργείους. Τό επόμενο θέρος 20 πλοία υπό τόν Αλκιβιάδη έπλευσαν στήν Αργολική καί συνέλαβαν 300 Αργείους, υπόπτους συνεργασίας μέ τούς Σπαρτιάτες. Επίσης εξεστράτευσαν οι Αθηναίοι μέ 38 πλοία κατά τής Μήλου, η οποία ήτο αποικία τών Λακεδαιμονίων καί ηρνείτο νά υποταχτεί στούς Αθηναίους όπως οι υπόλοιποι νησιώτες, πράγμα αδιανόητο γιά τούς Αθηναίους. Πρίν όμως αρχίσουν τήν ερήμωση τού νησιού εστάλησαν πρέσβεις καί μίλησαν στίς αρχές τής Μήλου. 

" δίκαια μέν εν τώ ανθρωπείω λόγω από τής ίσης ανάγκης κρίνεται, δυνατά δέ οι προύχοντες πράσσουσι καί οι ασθενείς ξυγχωρούσιν " (= κατά τήν συζήτηση τών ανθρωπίνων πραγμάτων τό επιχείρημα τού δικαίου αξίαν έχει, όπου ίση υπάρχει δύναμη πρός επιβολήν αυτού, ότι όμως ο ισχυρός επιβάλλει ό,τι τού επιτρέπει η δύναμή του καί ο ασθενής παραχωρεί ό,τι τού επιβάλλει η αδυναμία του.)

" ηγούμεθα τό ανθρώπειον σαφώς διά παντός υπό φύσεως αναγκαίας, ού άν κρατή, άρχειν " (= οι άνθρωποι ωθούμενοι υπό ακαθέκτου φυσικής ορμής, άρχουν παντού, όπου η δύναμή των είναι επικρατεστέρα).

" μακαρίσαντες υμών τό απειρόκακον ού ζηλούμεν τό άφρον " (= μακαρίζομεν τήν απλότητά σας, δέν ζηλεύομε όμως τήν ανοησίαν).

" ώς οίτινες τοίς μέν ίσοις μή είκουσι, τοίς δέ κρείσσοσι καλώς προσφέρονται, πρός δέ τούς ήσσους μέτριοι εισι, πλείστ' άν ορθοίντο " (= εκείνοι ευδοκιμούν όσοι απέναντι τών ίσων δέν υποκύπτουν, απέναντι στούς ανώτερους συμπεριφέρονται καλώς καί πρός τούς υποδεεστέρους δεικνύονται επιεικείς).

Παρά τίς διαπραγματεύσεις οι Μήλιοι αρνήθηκαν νά υποταχτούν καί πρότειναν σύναψη συνθήκης ειρήνης πού δέν αποδέχτηκαν οι Αθηναίοι, οι οποίοι άφησαν φρουρά πού πολιορκούσε τούς Μηλίους, από ξηρά καί θάλασσα, καί απήλθαν. Τήν ίδια εποχή οι Αργείοι εισέβαλαν στήν Φλειασία,όπου έπεσαν σέ παγίδα καί φονεύθηκαν περί τούς 80, οι Αθηναίοι εξορμούσαν σέ αναζήτηση λείας από τήν Πύλο, οι Κορίνθιοι επανέλαβαν τόν πόλεμο κατά τών Αθηναίων, οι άλλοι Πελοποννήσιοι όμως απείχαν. Έτσι τελείωσε τό θέρος. Τόν επακολουθήσαντα χειμώνα οι Αθηναίοι έστειλαν ενισχύσεις στήν φρουρά τής Μήλου υπό τόν Φιλοκράτη. Οι Μήλιοι αναγκάστηκαν νά παραδοθούν καί οι Αθηναίοι τούς μέν ενηλίκους εφόνευσαν, τά δέ γυναικόπαιδα εξανδραπόδισαν, απώκισαν δέ τό νησί μέ 500 δικούς τους πολίτες. 

Βιβλίο  Ζ΄

    Ο περίπλους τής Σικελίας μέ εμπορικό πλοίο απαιτεί 8 περίπου μέρες. Οι παλαιότατοι κάτοικοι αυτής ήταν οι Κύκλωπες καί οι Λαιστρυγόνες. Έπειτα εγκαταστάθηκαν στό νησί οι Σικανοί, πού ισχυρίζονται μέν οι ίδιοι ότι ήταν γηγενείς, αλλά στήν πραγματικότητα ήλθαν απ' τόν Σικανό ποταμό τής Ιβηρίας εκδιωχθέντες υπό τών Λιγύων. Απ' αυτούς ονομάστηκε Σικανία ενώ πρίν ελέγετο Τρινακρία. Έπειτα ήλθαν Τρώες καί Φωκείς. Τέλος οι Σικελοί ήλθαν απ' τήν Ιταλία εκδιωχθέντες υπό τών Οπικών. Η Ιταλία άλλωστε πήρε τό όνομά της από έναν Σικελό βασιλιά, τόν Ιταλό. Έκτοτε τό νησί ονομάστηκε Σικελία. 300 χρόνια αργότερα ήλθαν σωρηδόν Έλληνες αλλά καί αρκετοί Φοίνικες. Εκ τών Ελλήνων πρώτοι οι Χαλκιδείς απώκισαν τήν Νάξο μέ τόν Θουκλήν, ενώ τό επόμενο έτος ο Αρχίας, Ηρακλείδης από τήν Κόρινθο, ίδρυσε τίς Συρακούσες εκδιώξας τούς Σικελούς. Μετά 5 έτη ο Θουκλής μέ τούς Χαλκιδείς ίδρυσαν τούς Λεοντίνους καί μετά τήν Κατάνη. Τήν αυτή εποχή ήλθαν στό νησί καί Μεγαρείς καί 100 χρόνια αργότερα ίδρυσαν τήν Σελινούντα. 45 έτη μετά τίς Συρακούσες ιδρύθη η Γέλα από Κρήτες καί Ροδίους αποίκους καί μετά 108 έτη οι Γελώοι ίδρυσαν τόν Ακράγαντα. Στήν νέα αποικία εισήχθησαν Δωρικοί θεσμοί. Αργότερα ήλθαν καί άλλοι Χαλκιδείς καί μετά Σάμιοι καί Ίωνες. Λίγο αργότερα ο Αναξίλας, τύραννος τών Ρηγίνων, αποικίσας τήν πόλη μέ σύμμεικτο πληθυσμό τήν μετωνόμασε σέ Μεσσήνη απ' τό όνομα τής παλιάς του πατρίδας. Η Ιμέρα κατοικήθηκε κυρίως από Χαλκιδείς. 

    Εναντίον αυτής τής νήσου ήθελαν νά εκστρατεύσουν οι Αθηναίοι υποκινούμενοι από τήν ζωηρή επιθυμία νά τήν κυριεύσουν, ζητούσαν όμως έναν εύσχημο τρόπο. Σ' αυτό τούς βοήθησαν οι Εγεσταίοι πού ήρθαν στήν Αθήνα καί ζητούσαν τήν υποστήριξή τους κατά τών Σελινουντίων καί Συρακουσίων. Έτσι στήν αρχή εστάλησαν πρέσβεις στήν Σικελία γιά νά εξακριβώσουν τήν κατάσταση επί τόπου. Κατά τόν ίδιο χειμώνα οι Λακεδαιμόνιοι εξεστράτευσαν στήν Αργολίδα καί ερήμωσαν μικρό μέρος αυτής, ενώ οι Αθηναίοι εξεστράτευσαν στήν Μακεδονία καί ερήμωναν τήν χώρα τού Περδίκκα, τήν ενίσχυση τού οποίου διεμήνυσαν στούς Χαλκιδείς οι Σπαρτιάτες αλλά δέν εισακούστηκαν. Έτσι τελείωσε καί τό 16ο έτος τού πολέμου. 

17ο έτος

    Κατά τήν αρχή τής ανοίξεως επέστρεψαν οι πρέσβεις απ' τήν Σικελία μέ τούς Εγεσταίους καί ο Δήμος παραπληροφορημένος αποφάσισε τόν απόπλου 60 πλοίων γιά τήν Σικελία, υπό τόν Αλκιβιάδη, τόν Λάμαχο καί τόν Νικία, παρά τίς αντιρρήσεις τού τελευταίου νά εκστρατεύσουν υπέρ τών βαρβάρων Εγεσταίων. Ο Δήμος όμως τών Αθηναίων πείστηκε απ' τόν Αλκιβιάδη καί ο απόπλους ήταν πλέον γεγονός.

" επιθυμία μέν ελάχιστα κατορθούνται προνοία δέ πλείστα"

     Ο Νικίας επεχείρησε επίσης νά αποτρέψει τούς Αθηναίους απ' τήν εκστρατεία περιγράφοντας τό πλήθος τών αναγκαιούντων εφοδίων καί στρατιωτών. Οι Αθηναίοι όμως δέν πτοήθηκαν καί έτσι άρχισαν οι προετοιμασίες τής εκστρατείας. Αλλ' ενώ επροχώρουν αυτές, τά πρόσωπα όλων σχεδόν τών λιθίνων Ερμών ακρωτηριάστηκαν εντός μιάς νυκτός, πράγμα πού θεωρήθηκε κακός οιωνός γιά τήν εκστρατεία καί συγχρόνως θεωρήθηκε ότι ωφείλετο σέ συνωμοσία αποβλέπουσα στήν κατάλυση τού δημοκρατικού πολιτεύματος. Γιά τόν ακρωτηριασμό αυτό κατηγορήθη από Μετοίκους ο Αλκιβιάδης, αλλά δέν προσήχθη σέ δίκη άμεσα όπως ο ίδιος ζητούσε, αλλ' οι συκοφάντες του φοβούμενοι τήν επιρροή του πέτυχαν νά αποπλεύσει πρώτα καί νά κριθεί μετά τήν επιστροφή του. Καί ενώ μεσούντος τού θέρους απέπλευσε ο στόλος κατευθυνόμενος στήν Κέρκυρα, όπου θά συναντούσε τόν συμμαχικό, στίς Συρακούσες διαδίδονταν φήμες γιά τήν υπερπόντια καί τήν μεγαλύτερη μέχρι τότε εκστρατεία μιάς πόλης, τών Αθηνών. Ο Ερμοκράτης όμως πολύ καλά πληροφορημένος γιά τούς πραγματικούς σκοπούς τών Αθηναίων, μίλησε στήν συνέλευση τού λαού καί ζήτησε νά προβούν σέ προετοιμασίες αντιμετώπισης τού επερχομένου κινδύνου αναζητώντας συμμαχίες στούς λοιπούς Σικελούς, στούς Κορινθίους, στούς Λακεδαίμονες, ακόμα καί στούς Καρχηδονίους. Αντίθετα ο Αθηναγόρας, υπέρμαχος τών δημοκρατικών ελευθεριών, διέβαλλε τόν Ερμοκράτη καί καθησύχαζε τούς Συρακουσίους ότι τάχα η επιδρομή τών Αθηναίων ήταν διαδόσεις, αλλά καί άν ακόμα ήταν αλήθεια, οι Συρακούσες ήταν σέ θέση νά αμυνθούν. 

" διαβολάς μέν ού σώφρον ούτε λέγειν τινάς ες αλλήλους ούτε τούς ακούοντας αποδέχεσθαι "

    Η συνέλευση τού λαού διελύθη μετά τήν ομιλία στρατηγού, πού συνιστούσε τήν αποφυγή τών συκοφαντιών καί τήν εξέταση τών πληροφοριών. Εν τώ μεταξύ ο Αθηναϊκός στόλος, αφού συγκεντρώθηκε στήν Κέρκυρα, διεκπεραιώθηκε στήν Ιταλία καί αφού έφτασε στό Ρήγιον, εστρατοπέδευσε έξω από τήν πόλη. Η δύναμη αριθμούσε 134 τριήρεις, 2 πεντηκοντόρους, 30 μεταγωγά, 100 μικρότερα πλοιάρια καί 5.100 οπλίτες μέ 480 τοξότες. Συμμετείχαν δέ εκτός τών Αθηναίων, Αργείοι, Μαντινείς, Χίοι, Ρόδιοι, Κρήτες καί εξόριστοι Μεγαρείς. Εν τώ μεταξύ βεβαιώθηκαν καί οι Συρακούσιοι γιά τήν άφιξη τών Αθγναίων στό Ρήγιο καί άρχισαν πλέον καί αυτοί τίς προετοιμασίες. Διαπιστώθηκε δέ ότι οι Εγεσταίοι δέν ήταν σέ θέση νά παρέξουν στούς Αθηναίους ότι τούς είχαν υποσχεθεί. Έτσι πάλι ο Νικίας πρότεινε τήν επιστροφή τού στόλου, αφού πρώτα βοηθήσουν τήν Έγεστα καί κάνουν απλώς επίδειξη δυνάμεως. Αλλά ο Λάμαχος συντάχθηκε μέ τόν Αλκιβιάδη πού δέν ήθελε άδοξη επιστροφή. Κατάφεραν πάντως νά πλεύσουν στήν Κατάνη, η οποία αναγκάστηκε νά ψηφίσει συμμαχία μέ τούς Αθηναίους καί στρατοπέδευσαν εκεί. Εν συνεχεία έπλευσαν πρός τήν Καμάρινα, η οποία όμως δέν τούς δέχτηκε καί αποβάντες σέ ακτή τών Συρακουσίων προέβησαν σέ λεηλασίες. Τό ιππικό όμως τών Συρακουσίων προσέτρεξε καί φόνευσε μερικούς διάσπαρτους στρατιώτες. Έτσι επανέπλευσαν στήν Κατάνη. Εκεί βρήκαν τήν Σαλαμινία, πού είχε έρθει νά παραλάβει τόν Αλκιβιάδη καί μερικούς ακόμα στρατιώτες πού είχαν μηνυθεί γιά ασέβεια ή ακρωτηριασμό τών Ερμών. Εκείνη τήν εποχή οι Αθηναίοι εξέταζαν κάθε κατηγορία ανεξαρτήτως τής αξιοπιστίας τών μαρτύρων, διότι ο λαός διετέλει υπό διαρκή φόβο καί υπώπτευε τά πάντα, γνωρίζοντας ότι στό τέλος η τυραννίδα τού Πεισιστράτου κατέστη πιεστική καί ότι η κατάλυσις αυτής δέν ωφείλετο στόν Αρμόδιο αλλά στούς Λακεδαιμονίους.

    Αφού πέθανε ο Πεισίστρατος, τήν αρχή κατέλαβε όχι ο Ίππαρχος αλλά ο Ιππίας, ο πρεσβύτερος τών υιών αυτού. Ο Ίππαρχος πείραξε τόν Αρμόδιο, ο οποίος ήτο ερώμενος τού Αριστογείτονα καί ο τελευταίος φοβούμενος τήν δύναμη τού Ιππάρχου, μήπως δηλαδή βιαίως τού αποσπάσει τόν Αρμόδιο, κατέφυγε σέ συνωμοτική δράση γιά τήν ανατροπή τής τυραννίδος. Ο Ίππαρχος όμως πράγματι δέν κατέφυγε σέ βία καί γενικώς η εξουσία του δέν ήτο επαχθής στό λαό. Ουδείς τύραννος επέδειξε επί μακρότερο χρόνο ευγένεια αισθημάτων καί ικανότητα όση οι Πεισιστρατίδες. Καί ενώ εισέπρατταν ως μόνο φόρο τό εικοστόν τών προϊόντων τής γής, καί τήν πόλη καλώς διεκόσμησαν καί τούς πολέμους επιτυχώς διεξήγαγαν. Αλλ' ο Ίππαρχος προσέβαλε τελικά τόν Αρμόδιο μέ τό νά αποπεμφθεί η αδελφή τού τελευταίου σέ κάποια πομπή, μολονότι είχε κληθεί ως κανηφόρος. Ο Αριστογείτων ερεθίστηκε έτι περισσότερο καί αποφάσισε μέ τούς συνωμότες του τήν δολοφονία τού Ιππάρχου κατά τήν εορτή τών παναθηναίων. Πράγματι ο φόνος ετελέσθη, ο Αρμόδιος όμως  συνελήφθη καί εκτελέστηκε αμέσως, ενώ κι ο Αριστογείτων συνελήφθη καί η αντιμετώπισή του δέν υπήρξε καθόλου φιλική. Έκτοτε ο μέν Ίππαρχος διαφημισθείς μέ τόν φόνο εθεωρείτο ο τύραννος, ο δέ Ιππίας έγινε καχύποπτος καί η τυραννίς κατέστη επαχθεστέρα γιά τούς Αθηναίους. Τρία χρόνια αργότερα ο Ιππίας ανετράπη απ' τούς Λακεδαιμονίους καί τούς εξόριστους απ' τούς Αλκμαιωνίδες, κατέφυγε δέ στήν Λάμψακο, όπου είχε παντρεμένη κόρη μέ τόν Λαμψακηνό Αιαντίδη, κι από κεί μετέβη πρός τόν βασιλιά τών Περσών Δαρείο, τόν οποίο καί ακολούθησε μετά 20 έτη, γέρων ών, στήν εκστρατεία του στόν Μαραθώνα

    Μέσα σέ τέτοιο κλίμα καχυποψίας ο Αθηναϊκός λαός πίστεψε τίς καταγγελίες εναντίον τού Αλκιβιάδη καί ανεκλήθη απ' τήν Σικελία. Ακολούθησε λοιπόν τήν Σαλαμινία μέ τό δικό του πλοίο αλλά κατά τήν διαδρομή διέφυγε στήν Πελοπόννησο μή επιθυμώντας νά δικαστεί υπό τήν επιρροή κακοβούλων κατηγοριών. Η Σαλαμινία έφτασε στήν Αθήνα καί ο Αλκιβιάδης καταδικάστηκε ερήμην σέ θάνατο. Οι εναπομείναντες δύο στρατηγοί στήν Σικελία περιέπλευσαν τό νησί, ήλθαν στήν Ιμέρα, οι κάτοικοι όμως αρνήθηκαν νά τούς δεχτούν καί πλεύσαντες πρό τών Υκκάρων κατέλαβαν τήν πόλη, πού ήταν εχθρική πρός τούς Εγεσταίους, καί αφού τήν εξανδραπόδισαν , τήν παρέδοσαν στούς τελευταίους. Τό θέρος έληξε μέ τήν αποτυχημένη προσπάθεια αυτών νά καταλάβουν τήν Γελεάτιδα Ύβλα. Τόν επόμενο χειμώνα Αθηναίοι καί Συρακούσιοι ετοιμάζονταν γιά τήν μεταξύ τους σύγκρουση. Οι Αθηναίοι κατάφεραν μέ δόλο νά απομακρύνουν τούς Συρακουσίους απ' τήν πόλη καί νά στρατοπεδεύσουν οι ίδιοι κοντά σ' αυτή, σέ μέρος πού θεωρούσαν στρατηγικό. Όταν οι Συρακούσιοι αντελήφθησαν τήν πλάνη επέστρεψαν πρός υπεράσπιση τής πόλης καί προήλασαν μέν κατ' αρχάς μέχρι τού Αθηναϊκού στρατοπέδου, αλλ' επειδή οι Αθηναίοι δέν αντεπεξήρχοντο κατ' αυτών απεχώρησαν. Τήν επομένη έγινε μάχη στήν οποία νίκησαν οι Αθηναίοι καί οι σύμμαχοί τους καί έστησαν τρόπαιο. Δέν μπόρεσαν όμως νά καταδιώξουν τούς Συρακουσίους διότι ανεκόπτοντο απ' τό ιππικό τών τελευταίων. Απ' τούς Συρακουσίους έπεσαν περίπου 260, ενώ απ' τούς Αθηναίους 50. Τήν επομένη έγινε περισυλλογή τών νεκρών καί εν συνεχεία οι Αθηναίοι απέπλευσαν γιά τήν Κατάνη, προκειμένου νά συγκεντρώσουν καί ιππικό, διότι η πόλη δέν επρόκειτο νά πέσει αλλιώς. Απ' τήν άλλη πλευρά οι Συρακούσιοι έκαναν συνέλευση τού λαού καί αυτή τή φορά άκουσαν τίς προτροπές τού Ερμοκράτη, έκαναν στρατηγό τόν ίδιο καί τόν Ηρακλείδη καί απέστειλαν πρέσβεις στήν Κόρινθο καί Λακεδαίμονα γιά νά ζητήσουν βοήθεια. Οι Αθηναίοι απ' τήν Κατάνη έπλευσαν στήν Μεσσήνη, τήν οποία ήλπιζαν νά καταλάβουν μέ προδοσία. Φίλοι όμως τού Αλκιβιάδη αποκάλυψαν τήν συνωμοσία καί η πόλη δέν κατελήφθη. Έτσι απέπλευσαν γιά Νάξο, ενώ παράλληλα έστειλαν τριήρεις στήν Αθήνα καί ζητούσαν ενισχύσεις σέ χρήματα καί ιππικό. Τήν ευκαιρία αυτή εκμεταλλεύθηκαν οι Συρακούσιοι καί εξεστράτευσαν κατά τής Κατάνης, διαρκούντος τού χειμώνος, ερήμωσαν μέρος τής χώραςκαί ενέπρησαν τίς σκηνές καί τό στρατόπεδο τών Αθηναίων. Στήν συνέχεια έστειλαν πρέσβεις μέ τόν Ερμοκράτη στήν Καμάρινα, όπου είχαν σταλεί πρέσβεις καί απ' τούς Αθηναίους. Οι Καμαρινείς όμως επέλεξαν τήν ουδετερότητα καί οι πρέσβεις απήλθον. Έτσι οι μέν Συρακούσιοι εξακολούθησαν τίς πολεμικές προετοιμασίες, οι δέ Αθηναίοι κατά τόν χειμώνα αυτόν, άλλα χωριά τής Σικελίας έπειθαν νά συνταχθούν μαζί τους, καί σέ άλλα εξεστράτευαν καί είτε προσαρτούσαν βιαίως είτε απεκρούοντο από φρουρές αποστελλόμενες από Συρακουσίους. Επίσης οι Αθηναίοι απευθύνθηκαν στήν Καρχηδόνα καί τήν Τυρρηνία μήπως εξασφαλίσουν υποστήριξη από εκεί. Εν τώ μεταξύ Συρακούσιοι πρέσβεις εξασφάλισαν τήν υποστήριξη τής Κορίνθου καί ελθόντες μαζί μέ Κορινθίους στήν Λακεδαίμονα προσπαθούσαν νά πείσουν κι αυτούς νά τούς βοηθήσουν. Εκεί μάλιστα βρήκαν σύμμαχο καί τόν Αλκιβιάδη πού προσπαθούσε κι αυτός νά εξωθήσει τούς Λακεδαιμονίους σέ αναφανδόν πόλεμο κατά τών Αθηναίων, σέ αποστολή βοηθείας στήν Σικελία αλλά καί σέ οχύρωση τής Δεκέλειας. Πράγματι οι Λακεδαιμόνιοι διόρισαν τόν Γύλιππο αρχιστράτηγο τού στρατού τών Συρακουσίων καί τόν διέταξαν νά συνεννοηθεί μέ τούς πρέσβεις αυτών καί τών Κορινθίων γιά τά περαιτέρω. Αλλά καί οι Αθηναίοι αποφάσισαν τήν ενίσχυση τού εκστρατευτικού τους σώματος. Έτσι πέρασε ο χειμώνας καί ταυτόχρονα τό 17ο έτος τού πολέμου. 

18ο έτος

    Κατά τήν αρχή τού επομένου έαρος οι Αθηναίοι αποπλεύσαντες από τήν Κατάνη, προέβαιναν σέ διάφορες εχθροπραξίες, αφού πρώτα απέτυχαν νά κυριεύσουν τά Υβλαία Μέγαρα. Επιστρέψαντες δέ βρήκαν στήν Κατάνη τίς ενισχύσεις απ' τήν Αθήνα. Εν συνεχεία συνήψαν μάχη μέ τούς Συρακουσίους καί κυρίευσαν τό χωρίον τών Επιπολών, πρίν προλάβουν οι τελευταίοι νά τό υποστηρίξουν. Στήν μάχη σκοτώθηκαν 300 Συρακούσιοι. Ακολούθως ενισχυθέντες μέ Εγεσταίους ιππείς καί Ναξίους απέκτησαν συνολικά δύναμη 650 ιππέων καί άρχισαν νά περιτειχίζουν τήν πόλη τών Συρακουσών παρενοχλούμενοι βεβαίως απ' τούς κατοίκους της. Τίς επόμενες μέρες εγένοντο συμπλοκές μεταξύ τών δύο αντιπάλων. Σέ μία μάλιστα απ' αυτές σκοτώθηκε κι ο Λάμαχος, ο ένας απ' τούς δύο στρατηγούς τών Αθηναίων. Οι τελευταίοι εν τώ μεταξύ συνεχώς ενισχύοντο καί από άλλους Σικελούς καί έτσι οι Συρακούσιοι περιελθόντες σέ δεινή θέση άρχισαν πλέον νά έρχονται σέ διαπραγματεύσεις μέ τόν Νικία σκεπτόμενοι σοβαρά τήν συνθηκολόγηση. Ταυτόχρονα κι ο Γύλιππος έφτασε μέ μηδαμινή όμως δύναμη, τήν οποία άλλωστε κι ο Νικίας περιφρόνησε, στήν Ιταλία. Τό ίδιο θέρος οι Λακεδαιμόνιοι εισέβαλαν στήν Αργολίδα καί ερήμωναν τήν περιοχή, αλλά καί μοίρα τού Αθηναϊκού στόλου έσπευσε σέ βοήθεια τών Αργείων καί μάλιστα έκαναν απόβαση σέ Λακωνικό έδαφος, πράγμα πού έδωσε ευλογοτέρα αιτία στούς Λακεδαιμονίους νά προβούν σέ αντίποινα. 

Βιβλίο  Η΄

    Εν τώ μεταξύ ο Γύλιππος βάδιζε πλέον διά μέσου τής Ιμέρας πρός τίς Συρακούσες, αφού είχε συγκεντρώσει στρατό από 700 Λακεδαιμονίους, 1000 Ιμεραίους, 100 ιππείς, λίγους Γελώους καί Σελινουντίους καί εν συνόλω 1000 Σικελιώτες. Πρός προϋπάντηση τού Γυλίππου ήλθαν πανστρατιά οι Συρακούσιοι, οι οποίοι είχαν ενημερωθεί γιά τήν άφιξή του από Κορίνθιο πού είχε προηγηθεί τού Γυλίππου, καί χάρις στόν οποίο άλλωστε δέν συμβιβάστηκαν τελικά μέ τούς Αθηναίους. Όταν έφτασε καί ανέλαβε ο Γύλιππος, παρήγγειλε στούς Αθηναίους νά εγκαταλείψουν τό νησί εντός 5 ημερών, αλλ' οι τελευταίοι φυσικά περιφρονώντας τον δέν τόν άκουσαν καί έτσι άρχισαν διάφορες μικροσυμπλοκές. Εν τώ μεταξύ ήλθαν 12 ακόμα πλοία Κορινθίων καί Αμπρακιωτών πρός ενίσχυση τών Συρακουσίων, τών οποίων τό ηθικό πλέον είχε εξυψωθεί. Παράλληλα ο Γύλιππος συγκέντρωνε δυνάμεις απ' τήν υπόλοιπη Σικελία, ενώ καί οι δύο πλευρές ζήτησαν ενισχύσεις από Αθήνα καί Σπάρτη αντίστοιχα. Ο Νικίας μάλιστα μέ επιστολή του ζητούσε καί τήν αντικατάστασή του επικαλούμενος ασθένεια τών νεφρών του. Περί τό τέλος τού αυτού θέρους οι Αθηναίοι από κοινού μέ τόν Περδίκκα απέτυχαν νά κυριεύσουν τήν Αμφίπολη, τήν οποία άρχισαν νά πολιορκούν. Τόν Νικία δέ δέν απήλλαξαν τών καθηκόντων του, τού έστειλαν όμως ως συναρχηγούς τόν Δημοσθένη καί τόν Ευρυμέδοντα, απ' τούς οποίους ο δεύτερος είχε φτάσει ήδη απ' τίς χειμερινές τροπές τού ηλίου στήν Σικελία μέ 10 πλοία καί 120 τάλαντα. Εν τώ μεταξύ καί οι Κορίνθιοι μέ τούς Λακεδαιμονίους προετοιμαζόταν γιά ανοικτό πλέον πόλεμο κατά τών Αθηναίων καί τό 18ο έτος τού πολέμου πέρασε εν μέσω αυτών τών προπαρασκευών.

19ο έτος

    Κατά τήν αρχήν τού επομένου έαρος οι Λακεδαιμόνιοι εισέβαλαν στήν Αττική υπό τόν Άγι καί άρχισαν οχύρωση τής Δεκέλειας. Ταυτόχρονα δύναμη από 600 Είλωτες/Νεοδαμώδεις , 300 Βοιωτούς, 500 Κορινθίους καί 200 Σικυωνίους απέπλευσε γιά Σικελία. Τόν ίδιο καιρό αναχώρησε κι ο Δημοσθένης μέ 65 πλοία γιά τήν Σικελία, αφού πρώτα πέρασε από τά Λακωνικά παράλια καί αφού ζητήθηκε ενίσχυση απ' τούς Αργείους. Αλλά καί στήν Σικελία ο Γύλιππος, αφού συγκέντρωσε στρατό καί μέ τήν συμπαράσταση τού Ερμοκράτη, προσπαθούσε νά πείση τούς Συρακουσίους νά εξοπλίσουν στόλο καί νά αντιμετωπίσουν τούς Αθηναίους  καί στήν θάλασσα. Όταν ο στόλος ετοιμάστηκε, ο Γύλιππος συγκρούστηκε μέ τούς Αθηναίους σέ ξηρά καί θάλασσα. Στήν ξηρά επέφερε σπουδαίο πλήγμα κατά τών αντιπάλων του καταλαμβάνων τό Πλημμύριον καί έστησε τρία τρόπαια. Στήν θάλασσα όμως, παρά τό γεγονός ότι στήν αρχή νικούσε ο στόλος τών Συρακουσίων, στό τέλος ηττήθηκαν λόγω τής απειρίας των. Είχαν όμως κάποιες επιτυχίες καί στή θάλασσα καί τίς ανήγγειλαν κι αυτές μαζί μέ τήν κατάληψη τού Πλημμυρίου, σέ Αμπρακιώτες, Κορινθίους καί Λακεδαιμονίους, ζητώντας τους περαιτέρω ενισχύσεις, αφού καί οι Αθηναίοι ανέμεναν δικές τους. Εν τώ μεταξύ οι Αθηναίοι στενοχωρούντο πολύ λόγω τών επιδρομών τών Σπαρτιατών απ' τήν Δεκέλεια καί περιήλθαν σέ τόσο άσχημη οικονομική κατάσταση, πού αναγκάστηκαν νά διώξουν 1300 Θράκες πελταστές, πού επρόκειτο μέ τόν Δημοσθένη νά έλθουν στήν Σικελία αλλά έφτασαν αργά στήν Αθήνα. Αυτοί οι Θράκες όμως πρίν υποστούν συντριβή από τούς Θηβαίους, κατάφεραν νά κατασκάψουν τήν πόλη Μυκαλησσό κατά τήν επιστροφή στήν πατρίδα τους.  Στήν Σικελία οι Συρακούσιοι επεχείρησαν ξανά επίθεση κατά τών Αθηναίων κατά ξηρά καί θάλασσα, πρίν έλθουν οι ενισχύσεις τών τελευταίων υπό τόν Δημοσθένη καί Ευρυμέδοντα. Στήν ναυμαχία μεταξύ 75 Αθηναϊκών καί 80 Σικελικών πλοίων νίκησαν οι Συρακούσιοι καί έστησαν τρόπαιο. Εξυψώθηκε μάλιστα τό ηθικό τους ώστε ετοίμαζαν νέες επιθέσεις. Εν τώ μεταξύ έφτασαν οι ενισχύσεις υπό τόν Δημοσθένη, 73 πλοία καί 5000 στρατιώτες προκαλώντας κατάπληξη στούς Συρακουσίους, πώς μπόρεσαν νά στείλουν τόση δύναμη, παρ'όλη τήν οχύρωση τής Δεκέλειας καί τών προβλημάτων πού αυτή προκαλούσε στούς Αθηναίους. Ο Δημοσθένης θέλησε νά επιτεθεί αμέσως κατά τών Συρακουσίων, γιά νά μήν πάθει κι αυτός ότι έπαθε ο Νικίας, πού κατάντησε νά περιφρονείται απ' τούς Συρακουσίους. Πράγματι επιτέθηκε κατά τών Επιπολών, αλλά υπέστη συμφορά, παρά τόν αρχικό αιφνιδιασμό τών Συρακουσίων,οι οποίοι τελικά ήταν αυτοί πού έστησαν τά τρόπαια καί μέ μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση αναζητούσαν ενισχύσεις. Αντίθετα τό ηθικό τών Αθηναίων μετά τίς αλλεπάλληλες αποτυχίες ήταν καταρρακωμένο κι ο ίδιος ο Δημοσθένης εψήφισε υπέρ τής επιστροφής στήν Αθήνα, πιστεύοντας ότι έτσι εξυπηρετείται καλύτερα τό συμφέρον τής πόλης. Ο Νικίας όμως ήταν υπέρ τής συνέχισης τής πολιορκίας καί επειδή είχε κάποιες ελπίδες από πληροφορίες φίλων του στίς Συρακούσες, αλλά καί επειδή φοβόταν τήν άδοξη καί άκαρπη επιστροφή στήν Αθήνα. Τελικά όμως, βλέποντες οι Αθηναίοι ότι οι Συρακούσιοι ενισχύθηκαν περαιτέρω μέ στρατιώτες από Ελλάδα ελθόντες μέ εμπορικά πλοία, αλλά καί από Σικελούς καί βλέποντες ότι προετοιμάζονταν γιά νέα επίθεση από ξηρά καί θάλασσα, ανησύχησαν σφόδρα καί αποφάσισαν νά αναχωρήσουν καί τού Νικία συμφωνούντος αυτή τή φορά. Επειδή όμως συνέβη έκλειψις σελήνης, θεωρήθηκε κακός οιωνός καί ο απόπλους ανεβλήθη. Οι Συρακούσιοι αντιληφθέντες τήν πρόθεση τών Αθηναίων νά μεταφέρουν τό στρατόπεδό τους αλλού, επετίθεντο τακτικά κατ' αυτών από ξηρά καί θάλασσα. Σε μία μάλιστα ναυμαχία μεταξύ 76 πλοίων τών Συρακουσίων καί 86 Αθηναϊκών σκοτώθηκε κι ο Ευρυμέδων καί οι Αθηναίοι άρχισαν νά καταδιώκονται. Έτσι οι Αθηναίοι περιέπεσαν σέ μεγάλη απαισιοδοξία καί εξαιρετικά χαμηλού ηθικού. Αντίθετα οι αντίπαλοί τους από τήν σωτηρία τής δικής τους πόλης, τώρα σκέφτονταν πώς θά αποτρέψουν τήν σωτηρία τών Αθηναίων καί τών συμμάχων τους καί άρχισαν πρός τούτο τόν αποκλεισμό τού εχθρικού στόλου. Έτσι δέν άργησε καί η καθοριστική σύγκρουση κατά τήν οποία οι Αθηναίοι υπέστησαν πανωλεθρία καί αναγκάστηκαν νά αποφασίσουν υποχώρηση διά ξηράς. Άλλωστε οι ναύτες ήταν τόσο πανικοβλημένοι πού αρνούντο νά επιβιβαστούν στά πλοία καί νά προσπαθήσουν νά ξεφύγουν νύκτα. Οι Συρακούσιοι αφού έστησαν τρόπαιο, τήν επομένη αφ' ενός έκλειναν τίς διαβάσεις απ' όπου αναμενόταν νά περάσουν οι αντίπαλοί τους, αφ' ετέρου ρυμούλκισαν τά εγκαταλειφθέντα πλοία τών εχθρών. Τήν τρίτη μέρα μετά τήν ναυμαχία, άρχισε η υποχώρηση τών Αθηναίων υπό βαρύ κλίμα, αφού ακόμα καί τούς νεκρούς άφησαν ατάφους, αλλά καί τούς πληγωμένους εγκατέλειπαν. Κατά τήν έναρξή της ο Νικίας προσεπάθησε νά εμψυχώσει τούς στρατιώτες τών οποίων τό ηθικό ήταν στό ναδίρ καί τό όλο πλήθος πού υπερέβαινε τίς 40.000, άρχισε τήν πορεία υπό τόν Νικία καί τόν Δημοσθένη παρενοχλούμενο απ' τό ιππικό τών Συρακουσίων. Καί τό μέν τμήμα τού Δημοσθένη πού καθυστερούσε πολύ αναγκάστηκε νά παραδοθεί, τό δέ τού Νικία έφτασε στόν ποταμό Ερινεό. Εκεί τούς περίμενε ο Γύλιππος, ο οποίος ζήτησε απ' τόν Νικία νά πράξει ότι καί ο Δημοσθένης, δηλαδή νά παραδοθεί, αλλά ο Νικίας ζητούσε όρους πού δέν έγιναν δεκτοί. Έτσι καθώς διέβαιναν τόν ποταμό Ασσίναρο η κατάστασή τους ήταν ελεεινή, αφού άλλοι επνίγοντο, άλλοι εφονεύοντο απ' τήν άτακτη διάβαση τού ποταμού, ενώ παράλληλα εκτυπώντο απ' τούς στρατιώτες τού Γυλίππου, πού τούς περίμενε στήν αντίπερα όχθη. Μετά τήν παμωλεθρία τους ο Νικίας παραδόθηκε στόν Γύλιππο καί όλο τό στράτευμα αιχμαλωτίστηκε. Ο Δημοσθένης κι ο Νικίας εφονεύθησαν αμέσως απ' τούς Συρακουσίους, παρά τήν αντίθετη επιθυμία τού Γυλίππου, καί περί τούς 7.000 ερίφθησαν στά λατομεία πού επί 70 περίπου μέρες εβασανίζοντο απ' τόν ήλιο, τό κρύο, τήν δυσωδία κ.λ.π. Έτσι έληξε ο Σικελικός πόλεμος πρός δόξαν τών Λακεδαιμονίων αλλά καί τών Συρακουσίων καί πρός όνειδος τών Αθηναίων.

Βιβλίο  Θ΄

    Μετά την πανωλεθρία τής Σικελικής εκστρατείας, οι μέν Αθηναίοι έβαλλον κατά τών εμπνευστών καί τών υπερμάχων αυτής, οι δέ Λακεδαιμόνιοι αποφάσισαν νά εντείνουν τίς πολεμικές τους επιχειρήσεις, ενώ πολλοί από τούς υπηκόους τών Αθηναίων εσκέπτοντο ν' αποστατήσουν. Έτσι αμέσως ο βασιλιάς Άγις προέβη σέ εισπράξεις χρημάτων γιά τήν κατασκευή στόλου εξ 100 πλοίων. Αλλά καί οι Αθηναίοι διαρκούντος τού χειμώνος εναυπήγουν πλοία καί οχύρωσαν τό Σούνιο, περιόρισαν δέ τίς περιττές δαπάνες τους. Διαρκούντος επίσης τού χειμώνος οι Ευβοείς έστειλαν πρέσβεις πρός τόν Άγιν γιά νά διαπραγματευτούν τήν αποστασία τους απ' τήν Αθηναϊκή συμμαχία. Αλλά ταυτόχρονα οι Λέσβιοι, οι Χίοι καί οι Ερυθραίοι απευθύνθηκαν κι αυτοί στούς Λακεδαιμονίους. Ακόμη καί ο σατράπης τής Μικρασιατικής παραλίας Τισσαφέρνης, διορισμένος απ' τόν βασιλιά τών Περσών Δαρείο, γυιό τού Αρταξέρξη, θεώρησε ότι θά μπορούσε νά ωφεληθεί προσεταιριζόμενος τούς Λακεδαιμονίους. Επίσης κι ο Φαρνάβαζος ζητούσε αποστολή Πελοποννησιακού στόλου στόν Ελλήσποντο. Τελικά οι Σπαρτιάτες πείστηκαν από τούς Χίους καί τόν Τισσαφέρνη καί αποφάσισαν τήν αποστολή στόλου σ' αυτούς. Ταυτόχρονα ο Άγις ανεξάρτητα από τούς εφόρους τής Σπάρτης, παρείχε τήν συνδρομή του στούς Λεσβίους. Εν τώ μεταξύ ο χειμώνας τελείωσε καί μαζί του τό 19ο έτος τού πολέμου.

20ο έτος

    Τό επόμενο θέρος άρχισε μέ μιά αποτυχία τών Λακεδαιμονίων ως πρός τόν Ιωνικό πόλεμο. Σέ συμπλοκή δηλαδή πού έγινε μεταξύ μοιρών στόλου Αθηναϊκού καί Πελοποννησιακού πού ετοιμαζόταν νά εκπλεύσει στήν Χίο, ο Πελοποννησιακός πού απετελείτο από 20 πλοία αναγκάστηκε νά καταφύγει στό Σπείραιο τής Κορινθίας. Πάντως πεισθέντες απ' τόν Αλκιβιάδη οι έφοροι τής Σπάρτης έστειλαν υπό τόν Χαλκιδέα 5 πλοία νά υποστηρίξουν τήν επανάσταση τής Ιωνίας. Ταυτόχρονα κατέπλευσαν στήν Κόρινθο 15 Πελοποννησιακά πλοία πού είχαν υπηρετήσει υπό τόν Γύλιππο μέχρι τό τέλος τού Σικελικού πολέμου. Εν τώ μεταξύ ο Χαλκιδεύς καί ο Αλκιβιάδης έπεισαν τούς Χίους νά επαναστατήσουν, καί αυτούς ακολούθησαν οι Ερυθραίοι καί οι Κλαζομένιοι. Οι Αθηναίοι τόσο πολύ θορυβήθηκαν μαθόντες τά νέα, ώστε ήραν τίς ποινές πού αποφάσισαν νά επιβάλουν σέ όσους τυχόν εισηγούντο τήν χρήση τών 1000 ταλάντων πού εφύλασσαν στό Δημόσιο Ταμείο. Εν τώ μεταξύ αποστάτησε καί η Μίλητος μέ πρωτοβουλίες τού Αλκιβιάδη καί συνωμολογήθη η πρώτη συμμαχία μεταξύ Λακεδαιμονίων καί Πέρσου βασιλιά διά τού Τισσαφέρνους. Εν συνεχεία μέ τήν βοήθεια τών Χίων αποστάτησε η Λέβεδος καί οι Αιρές. Τόν ίδιο χρόνο έγινε καί στήν Σάμο η επανάσταση τών δημοκρατικών κατά τών ολιγαρχικών καί τούς παρεχωρήθη ανεξαρτησία από τήν Αθήνα, αφού πλέον ενέπνεαν εμπιστοσύνη στούς Αθηναίους λόγω πολιτεύματος. Κατά τό υπόλοιπο διάστημα τού θέρους οι Χίοι πέτυχαν τήν αποστασία τής Μηθύμνης καί τής Μυτιλήνης ενεργούντες ακόμα καί μόνοι τους, χωρίς νά περιμένουν σύμπραξη τών Λακεδαιμονίων. Η Μυτιλήνη όμως κατελήφθη αυτοβοεί από τούς Αθηναίους, οι οποίοι αφού ρύθμισαν τά πράγματα τής Λέσβου πέτυχαν καί τήν επανένταξη τών Κλαζομενών στήν συμμαχία τους. Επίσης μέ ορμητήρια τήν Μυτιλήνη, τίς Οινούσες καί πόλεις τής Ασίας, προέβαιναν σέ πολεμικές επιχειρήσεις κατά τών Χίων, τούς οποίους πέτυχαν τελικά νά περιορίσουν στήν πόλη τους. Μάλιστα εξυφαίνετο καί συνωμοσία Χίων πού ήθελαν τήν επανένταξη στήν Αθηναϊκή συμμαχία. Αυτό απεσοβήθη όμως μέ τήν βοήθεια τού Σπαρτιάτη αρχιναυάρχου Αστύοχου, ο οπίος είχε εκπλεύσει από τίς Κεγχρεές. Κατά τό τέλος τού ιδίου θέρους 1000 Αθηναίοι οπλίτες καί 1500 Αργείοι μεταφερθέντες μέ 48 πλοία στήν Ασία, συνεπλάκησαν μέ τούς Μιλησίους, τούς οποίους βοηθούσαν Λακεδαιμόνιοι καί ο ίδιος ο Τισσαφέρνης μέ τό ιππικό του αλλά κι ο Αλκιβιάδης ο ίδιος. Οι μέν Αθηναίοι νίκησαν τούς απέναντί τους Λακεδαιμονίους καί βαρβάρους, οι δέ Αργείοι ηττήθηκαν απ' τούς Μιλησίους. Εν συνεχεία οι Αθηναίοι προέβησαν σέ περιτειχισμό τής Μιλήτου, τής οποίας τήν θέση θεωρούσαν στρατηγική. Εγκατέλειψαν όμως τά σχέδιά τους, κατόπιν προτάσεως τού Φρυνίχου (ο οποίος έκτοτε εθεωρείτο συνετός στρατηγός), όταν έμαθαν ότι εχθρικός στόλος εκ 55 πλοίων, Σικελικών καί Πελοποννησιακών, έρχεται σέ βοήθεια τής πόλης. Έτσι ο μέν Αθηναϊκός στόλος απέπλευσε γιά Σάμο, οι δέ Αργείοι επέστρεψαν επί τά ίδια. Καί πράγματι ήλθε ο Πελοποννησιακός στόλος, όταν οι Αθηναίοι είχαν φύγει, καί μέ τίς συμβουλές τού Τισσαφέρνους κατέλαβε τήν πόλη Ίασον γιά λογαριασμό του, η οποία καί λεηλατήθηκε. Διοικητής τής Μιλήτου διορίστηκε ο Φίλιππος. Έτσι τελείωσε τό θέρος. Κατά τόν επόμενο χειμώνα οι στήν Σάμο σταθμεύοντες Αθηναίοι ενισχύθηκαν μέ 35 πλοία, ενώ ο Αστύοχος πού ήταν τότε στήν Χίο, επεχείρησε κατάληψη τών Κλαζομενών, χωρίς όμως επιτυχία. Τόν ίδιο χειμώνα έγινε καί η αποστασία τής Κνίδου πεισθήσα από τόν Τισσαφέρνη. Επίσης επανασυνωμολογήθη η συμμαχία Λακεδαιμονίων - Τισσαφέρνους επειδή εθεωρείτο ανεπαρκής η προηγούμενη συνθήκη. Τόν ίδιο χειμώνα Σπαρτιατική μοίρα υπό τόν Αστύοχο κατεναυμάχησε Αθηναϊκή καί ο Πελοποννησιακός στόλος ενισχυμένος μέ 27 πλοία πού εστάλησαν από τήν Λακεδαίμονα, έπλευσε στήν Σύμη, όπου έστησε τρόπαιο κι εκείθεν επέστρεψε καί προσωρμίσθη στήν Κνίδο. Εκεί έγιναν συνομιλίες μέ Σπαρτιάτες καί Τισσαφέρνη, οι πρώτοι έκριναν παράλογες τίς συνθήκες ειρήνης πού συνωμολογήθησαν προηγουμένως καί ο Τισσαφέρνης αναγκάστηκε ν' αποχωρήσει μαινόμενος. Από 'κεί μέ δύναμη 94 πλοίων οι Λακεδαιμόνιοι έπλευσαν στήν Ρόδο, όπου πέτυχαν τήν αποστασία της από τήν Αθηναϊκή συμμαχία καί τών άλλων δύο σπουδαίων πόλεων, τής Λίνδου καί τής Ιαλυσσού. Στήν Ρόδο έμειναν αδρανούντες επί 84 μέρες. Πρίν οι Λακεδαιμόνιοι έλθουν στήν Ρόδο συνέβησαν τά εξής σημαντικά γεγονότα : Ο Αλκιβιάδης προσεταιρίστηκε τόν Τισσαφέρνη, τού οποίου έγινε σύμβουλος, αφού κατέστη ύποπτος στούς Σπαρτιάτες οι οποίοι καί έστειλαν επιστολή στόν Αστύοχο νά θανατωθεί ο Αλκιβιάδης, ο οποίος σημειωτέον ήτο μισητός εχθρός τού Άγιδος λόγω τών σχέσεών του μέ τήν γυναίκα τού τελευταίου. Ο Τισσαφέρνης μέ τίς οδηγίες τού Αλκιβιάδη έφθειρε καί τήν Αθηναϊκή ισχύ αλλά καί τών Λακεδαιμονίων μέ διάφορα τεχνάσματα καί προφάσεις μέ στόχο τό "διαίρει καί βασίλευε". Επίσης ο Αλκιβιάδης απέκτησε δύναμη, τήν οποία ήθελε νά εκμεταλλευτεί γιά τήν θριαμβευτική επάνοδό του στήν πατρίδα.  Έτσι οι τριήραρχοι τού Αθηναϊκού στόλου τής Σάμου, είτε πεισθέντες από αυτόν, είτε από δική τους πρωτοβουλία, αποφάσισαν τήν κατάλυση τής δημοκρατίας στήν Αθήνα. Μόνον ο Φρύνιχος υπόπτευε πραγματικά τούς δολίους σκοπούς τού Αλκιβιάδη καί αντετάχθη. Επειδή όμως δέν έπεισε τούς Αθηναίους επιφανείς, καί αυτοί δραστηριοποιήθηκαν πρλος τήν κατάλυση τής Δημοκρατίας, φοβούμενος γιά τήν τύχη του, έστειλε επιστολή στόν Αστύοχο γιά τίς ιδέες τού Αλκιβιάδη, αλλ' αυτός τίς προσεκόμισε στόν Τισσαφέρνη καί Αλκιβιάδη. Ο τελευταίος ενημέρωσε τούς τριηράρχους γιά τήν προδοσία τού Φρυνίχου. Αυτός όμως πρόλαβε τήν ενημέρωση αυτή καί κατάφερε μέ επιδέξιους χειρισμούς νά θεωρηθεί ο Αλκιβιάδης αναξιόπιστος. Έκτοτε ο Αλκιβιάδης εργαζόταν στό πλευρό τού Τισσαφέρνη καί υπέρ τών Αθηναίων. Πάντως στά πλαίσια κατάλυσης τής Δημοκρατίας καί επανόδου τού Αλκιβιάδη στήν Αθήνα, εστάλει ο Πείσανδρος εκεί καί προσπαθούσε νά πείσει γιά αλλαγές στό πολίτευμα, επάνοδο τού Αλκιβιάδη καί προσαιτερισμό τού Πέρση βασιλιά διά τού Τισσαφέρνους, προκειμένου ν' ανταπεξέλθουν πρός τούς Λακεδαιμονίους, οι οποίοι πλέον ήταν καί στήν θάλασσα ισχυροί. Οι Αθηναίοι μάλιστα πίστεψαν τίς διαβολές τού Πεισάνδρου κατά τού Φρυνίχου καί αντικατέστησαν τόν τελευταίο μέ τόν Λέοντα καί Διομέδοντα. Οι τελευταίοι μάλιστα επεχείρησαν καί επίθεση κατά τής Ρόδου διαρκούντος τού αυτού χειμώνος καί νικήσαντες σέ μάχη τούς Ροδίους επέστρεψαν στό ορμητήριό τους τής Χάλκης. Εν τώ μεταξύ ο αποκλεισμός τής Χίου από ξηράς καί θαλάσης επετείνετο. Κατά τόν αυτόν πάντα χειμώνα ο Τισσαφέρνης αφικόμενος στήν Καύνο συνάπτει τρίτη συνθήκη μέ τούς Λακεδαιμονίους, πάντα στά πλαίσια διατήρησης τής ισορροπίας τών αντιμαχομένων Ελλήνων. Πρίν τό τέλος τού χειμώνος οι Βοιωτοί κατέλαβαν διά προδοσίας τόν Ωρωπό μέ τήν βοήθεια καί μερικών Ερετριέων, πού απέβλεπαν στήν επανάσταση τής Ευβοίας. Έτσι έληξε τό 20ο έτος τού πολέμου.

21ο έτος

    Στήν αρχή τού επομένου έαρος ο Σπαρτιάτης Δερκυλίδας αποστάλθηκε μέ απόσπασμα στρατού στόν Ελλήσποντο γιά νά επαναστατήσει τήν Άβυδο, αποικία τών Μιλησίων. Αλλά καί οι Χίοι ενεργήσαντες έξοδο κατέλαβαν κάποια οχυρά θέση ενώ καί στήν θάλασσα ναυμαχήσαντες επέστρεψαν στήν πόλη χωρίς νά ηττηθούν. Μετά από αυτή τήν ναυμαχία επαναστάτησε η Άβυδος καί εν συνεχεία καί η Λάμψακος. Εν τώ μεταξύ καί ο Πείσανδρος μέ τούς συνεργάτες του πετύγχανε τήν μετατροπή τού πολιτεύματος σέ διάφορες πόλεις από δημοκρατικό σέ ολιγαρχικό. Όταν μάλιστα ήλθε καί στήν Αθήνα, οι εκεί συνεργάτες του είχαν ήδη ετοιμάσει τό έδαφος ώστε μέ ευκολία πέτυχε τήν κατάλυση τής Δημοκρατίας καί τήν επιβολή τών 400 διά μέσου μάλιστα τής συνέλευσης τού λαού (5.000), τήν οποία άλλωστε είχαν μετατρέψει σέ υποχείριό τους. Στό έργο αυτό πολύ βοήθησε καί ο Αντιφών, δεινός ρήτωρ, αλλά καί ο Φρύνιχος καί ο Θηραμένης, άνδρες όλοι τους συνετοί καί σπουδαίοι. Άμα τή καταλήψει τής εξουσίας οι 400 κατήργησαν τήν βουλήν τών 500 καί τούς δημοκρατικούς τρόπους άσκησης τής εξουσίας, παρήγγειλαν δέ εις τόν Άγιν, ότι ήσαν πρόθυμοι νά διαπραγματευτούν μαζί του όρους ειρήνης. Εν τώ μεταξύ, καί ενώ στήν Αθήνα ετοιμάζονταν οι 400 νά καταλάβουν τήν εξουσία, στή Σάμο απέτυχαν 300 πεισθέντες απ' τόν Πείσανδρο συνωμότες, πρώην δημοκρατικοί, νά πράξουν τό ίδιο καί στήν Σάμο, επειδή τούς εμπόδισαν οι Λέων, Διομέδων, Θρασύβουλος, Θράσυλλος καί άλλοι. Ο Θρασύβουλος ήταν τριήραρχος ενώ ο Θράσυλλος υπηρετούσε ως οπλίτης. Αυτοί οι δύο μάλιστα, αφού εγκατέστησαν πανηγυρικώς τήν δημοκρατία στόν Αθηναϊκό στρατό τής Σάμου, τούς έβαλαν νά ορκιστούν επισημότατον όρκον ότι θά υποστηρίζουν τή δημοκρατία. Τόν ίδιο όρκο ορκίστηκαν καί οι Σάμιοι στρατεύσιμοι. Εν τώ μεταξύ οι στρατιώτες τού Πελοποννησιακού στόλου κατηγορούσαν τόν Αστύοχο, ότι κωλυσιεργεί καί δέν εκμεταλλεύεται τήν περίπτωση γιά νά συνάψει ναυμαχία μέ τόν Αθηναϊκό στόλο τώρα, πού οι αντίπαλοι σπαράσσονται από εμφύλιες έριδες, αλλά περιμένει τόν ανύπαρκτο στήν πραγματικότητα Φοινικικό στόλο, πού υποσχόταν ο Τισσαφέρνης. Ιδιαίτερα οι Συρακούσιοι ήταν επιθετικοί κατά τού Αστυόχου. Έτσι απεφασίσθη νά αποπλεύσει ο στόλος εκ Μιλήτου μέ κατεύθυνση τήν Σάμο, αλλά τελικά ναυμαχία δέν έγινε, επειδή πρώτα οι Αθηναίοι μέ τά 82 πλοία τους θεωρούσαν ότι δέν μπορούν νά ανταπεξέλθουν μέ τά 112 Πελοποννησιακά, ενώ μετά πού ενισχύθηκαν τά Αθηναϊκά, απέφευγαν τήν ναυμαχία οι Πελοποννήσιοι. Τό ίδιο θέρος πάντως απεστάτησε τό Βυζάντιο, στό οποίο εστάλει Πελοποννησιακή μοίρα, αλλά καί οι Αθηναίοι έστειλαν δική τους μοίρα γιά υποστήριξη τών κτήσεών τους τού Ελλησπόντου. Επίσης ο Θρασύβουλος έπεισε τούς Αθηναίους τής Σάμου νά φέρουν πίσω τόν Αλκιβιάδη, γιατί πίστευε ότι μέ τήν μεσολάβησή του θά προσεταιριστούν τόν Τισσαφέρνη. Πράγματι ο Αλκιβιάδης ήλθε στή Σάμο καί εχρήσθη συναρχηγός μέ τούς άλλους. Αυτό έκανε τούς Λακεδαιμονίους ακόμα πιό δύσπιστους πρός τόν Τισσαφέρνη αλλά καί τόν Αστύοχο, πού πίστευαν ότι δωροδοκείται απ' τόν πρώτο. Σημειώθηκε μάλιστα καί επεισόδιο μεταξύ τού Αστυόχου καί τού Συρακουσίου Δωριέως. Καί ενώ τέτοιο κλίμα επικρατούσε στούς Λακεδαιμονίους, ήλθε απ' τήν Σπάρτη ο Μίνδαρος σέ αντικατάσταση τού Αστυόχου, ο οποίος καί απέπλευσε γιά τήν Λακεδαίμονα. Αλλά καί στήν Σάμο έφτασαν απεσταλμένοι τών 400 καί επεχείρησαν νά πείσουν τόν στρατό γιά τίς καλές προθέσεις τού νέου καθεστώτος. Ο στρατός όμως όχι μόνο δέν πείστηκε, αλλ' αντίθετα ήθελε νά εκστρατεύσει κατά τού Πειραιά γιά ν' αποκαταστήσει τήν δημοκρατία. Εδώ προσέφερε μεγάλη υπηρεσία στήν πατρίδα του ο Αλκιβιάδης, αφού μόνο αυτός κατάφερε ν' αποτρέψει αυτήν τήν εκστρατεία, πού θά σήμαινε τήν απώλεια τής Ιωνίας καί τού Ελλησπόντου λόγω τού καιροφυλακτούντος Πελοποννησιακού στόλου. Όταν οι απεσταλμένοι γύρισαν στήν Αθήνα καί ενημέρωσαν γιά τίς προθέσεις τού Αθηναϊκού στρατού τής Σάμου, άρχισαν οι τριγμοί τού νέου καθεστώτος. Άλλοι απ' τούς πρωτεργάτες τού κινήματος, όπως ο Θηραμένης διέκειντο ευνοϊκά πρός τόν Αλκιβιάδη καί άλλοι όπως ο Φρύνιχος διαφωνούσαν καί επεδίωκαν πιό έντονα τήν σύναψη ειρήνης μέ τούς Λακεδαιμονίους. Εν μέσω κλίματος τελικά καχυποψίας, δολοφονήθηκε κι ο Φρύνιχος. Καί ενώ εγένοντο κάποιες προσπάθειες αποκαταστάσεως κλίματος ομονοίας στήν Αθήνα, μοίρα Πελοποννησιακού στόλου 42 πλοίων υπό τόν Σπαρτιάτην Αγησανδρίδα κατέπλευσε στήν Ερέτρια, στό λιμάνι τής οποίας συνήφθη ναυμαχία μεταξύ τών 42 Πελοποννησιακών καί 36 Αθηναϊκών πλοίων. Νίκησαν οι Πελοποννήσιοι, οι οποίοι έστησαν και τρόπαιο καί έκτοτε εχάθη η Εύβοια γιά τούς Αθηναίους, πλήν τού Ωρεού. Αυτό επτόησε τούς Αθηναίους περισσότερο καί απ' Τήν Σικελική καταστροφή, δεδομένου ότι περισσότερα αγαθά επορίζοντο απ' τήν Εύβοια παρά απ' τήν Αττική. Καί η ίδια η Αθήνα δέν έπεσε λόγω τής διαφοράς τών χαρακτήρων τών δύο λαών. Οι μέν ταχείς, αποφασιστικοί καί επιχειρηταί, οι δέ βραδείς καί άτολμοι. Άν τολμούσαν οι Λακεδαιμόνιοι, η Αθήνα θά έπεφτε αυτοβοέι. Παρ' όλα αυτά οι Αθηναίοι προσήλθαν σέ συνέλευση στήν Πνύκα, κατήργησαν τούς 400, ανέθεσαν τήν κυβέρνηση στούς 5.000, εμήνυσαν καί στόν στρατό τής Σάμου νά επιληφθεί τού πολέμου καί εδέχοντο πλέον καί τόν Αλκιβιάδη. Λάμβαναν όσα μέτρα επεβάλλοντο γιά νά μπορέσουν νά ορθοποδήσουν καί αυτό τό πολίτευμα ήτο τό άριστο, οπότε είχαν τήν προσήκουσα ανάμιξη δημοκρατίας καί ολιγαρχίας. Μετά τήν τροπήν αυτήν τού πολιτεύματος, οι περισσότεροι ολιγαρχικοί διέφυγαν στήν Δεκέλεια. Ανάμεσα σ' αυτούς ήταν καί ο Πείσανδρος. Ο Αρίσταρχος όμως πού ήταν καί στρατηγός, εξαπάτησε τήν Αθηναϊκή φρουρά στήν Οινόη καί παρέδοσε τό φρούριο στούς Βοιωτούς μέ τούς οποίους είχε προσυνεννοηθεί. Τό ίδιο θέρος απογοητευθέντες απ' τόν Τισσαφέρνη καί τίς υποσχέσεις του, οι Λακεδαιμόνιοι απέπλευσαν μέ 73 πλοία υπό τόν Μίνδαρο μέ προορισμό τόν Ελλήσποντο. Λόγω θαλασσοταραχής όμως βρέθηκαν πλέοντες πρός τήν Χίο. Αντίστοιχα καί ο Θράσυλλος απέπλευσε μέ 55 πλοία γιά νά συναντήσει τόν Μίνδαρο. Τελικά κι αυτός κατέπλευσε στήν Λέσβο, όπου μέ στόλο ενισχυμένο σέ 67 πλοία καί μέ τήν παρουσία τού Θρασυβούλου προσπαθούσαν νά καταλάβουν τήν Έρεσον μέ έφοδο. Εν τώ μεταξύ ο Μίνδαρος παραπλέοντας τήν Μικρασιατική ακτή διέλαθε τής προσοχής τών Αθηναίων καί έφτασε στό Ροίτειο τού Ελλησπόντου, ενώ μερικά πλοία κατέπλευσαν  στό Σίγειο. Στήν περιοχή αυτή μάλιστα συγκρούστηκαν καί μέ Αθηναϊκή μοίρα εκ 18 πλοίων πού στάθμευε στήν Σηστό μέ απώλειες τών Αθηναίων. Ο στόλος τού Μινδάρου ενισχυμένος σέ 86 πλοία μετά από αποτυχημένη προσπάθεια κατάληψης τού Ελαιούντος, απέπλευσε στήν Άβυδο. Αλλά καί ο Αθηναϊκός στόλος εκ 76 πλοίων, όταν μαθεύτηκε ότι καί ο Πελοποννησιακός στόλος ήταν ήδη στόν Ελλήσποντο, κατέπλευσε στόν Ελαιούντα κι ετοιμαζόταν γιά τήν ναυμαχία επί 5 μέρες. Καί πράγματι η ναυμαχία έγινε στό στενό τού Ελλησπόντου καί ενώ στήν αρχή νικούσαν οι Πελοποννήσιοι, λόγω ατάκτου καταδίωξης όμως τών αντιπάλων τους, οι τελευταίοι αντεπιτεθέντες κατάφεραν τελικά νά επικρατήσουν. Έτσι οι Αθηναίοι έστησαν τρόπαιο στό Κυνός Σήμα καί ανήγγειλαν τήν νίκη τους στήν Αθήνα, τής οποίας τό ηιθκό ξαναυψώθηκε.  Οι απώλειες ήταν 15 πλοία γιά τούς Αθηναίους ενώ συνέλαβαν 21 τών αντιπάλων τους, οι οποίοι κατέφυγαν στήν Άβυδο. 4 μέρες μετά τήν ναυμαχία οι μέν Αθηναίοι έπλευσαν καί κυρίευσαν τήν αποστατήσασα Κύζηκο, οι δέ Πελοποννήσιοι έπλευσαν κατά τού Ελαιούντος, όπου επανέκτησαν απωλεσθέντα από προηγούμενη ναυμαχία πλοία τους. Ακολούθως έπεμψαν τόν Ιπποκράτη στήν Εύβοια, γιά νά φέρει τά εκεί ευρισκόμενα πλοία. Τήν ίδια εποχή, πλησιάζοντος τού φθινοπώρου, ήλθε στήν Σάμο κι ο Αλκιβιάδης υποστηρίζοντας ότι έπεισε τόν Τισσαφέρνη καί δέν θά φέρει αυτός τόν Φοινικικό στόλο υπέρ τών Λακεδαιμονίων. Αλλ' ενώ οι Πελοποννήσιοι ευρίσκοντο στόν Ελλήσποντο, οι Αντάνδριοι, οι οποίοι ήταν Αιολείς, έφεραν από τήν Άβυδο μερικούς οπλίτες διά τού όρους τής Ίδης καί εξεδίωξαν τήν φρουρά τού Αρσάκη, υπάρχου τού Τισσαφέρνους. Ο τελευταίος αντιληφθείς ότι αυτό ήτο έργο τών Πελοποννησίων καί πιστεύοντας ότι είχε χάσει εντελώς τήν εκτίμησή τους, αλλά καί δυσφορώντας γιατί ο Φαρνάβαζος είχε ήδη εξασφαλίσει τίς υπηρεσίες τους, αποφάσισε νά έλθει στόν Ελλήσποντο γιά νά εκφράσει τά παράπονά του καί νά δικαιολογηθεί όσο μπορούσε καλύτερα γιά τό ζήτημα τού Φοινικικού στόλου πού όλο τούς υποσχόταν αλλ' ουδέποτε είδαν.-

    Είναι φθινόπωρο τού 411 π.Χ. καί εδώ τελειώνει η ιστορία τού Πελοποννησιακού πολέμου τού Θουκυδίδη, τήν οποία συνεχίζει απ' τό σημείο αυτό ο Ξενοφών. Στό τέλος μάλιστα τού επόμενου χειμώνα θά έληγε καί τό 21ο έτος τού πολέμου.

Συνέχεια Πελοποννησιακού πολέμου.

ΑΡΧΗ ΣΕΛΙΔΑΣ

επιστροφή στην προηγούμενη σελίδα