Ελληνικός Πολιτισμός, Μάχες

Η ναυμαχία του Αρτεμισίου 480 π.Χ.


 

Διαβάστε τα γεγονότα της ναυμαχίας του Αρτεμισίου, έτσι όπως τα κατέγραψε
ο Ηρόδοτος, ο Πλούταρχος και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης

 


Τα γεγονότα σύμφωνα με τον Ηρόδοτο

Ηροδότου Ιστορία, Βιβλίο Η - Ουρανία

 

[8,1] οἱ δὲ Ἑλλήνων ἐς τὸν ναυτικὸν στρατὸν ταχθέντες ἦσαν οἵδε, Ἀθηναῖοι μὲν νέας παρεχόμενοι ἑκατὸν καὶ εἴκοσι καὶ ἑπτά· ὑπὸ δὲ ἀρετῆς τε καὶ προθυμίης Πλαταιέες ἄπειροι τῆς ναυτικῆς ἐόντες συνεπλήρουν τοῖσι Ἀθηναίοισι τὰς νέας. Κορίνθιοι δὲ τεσσεράκοντα νέας παρείχοντο, Μεγαρέες δὲ εἴκοσι. (2) καὶ Χαλκιδέες ἐπλήρουν εἴκοσι, Ἀθηναίων σφι παρεχόντων τὰς νέας, Αἰγινῆται δὲ ὀκτωκαίδεκα, Σικυώνιοι δὲ δυοκαίδεκα, Λακεδαιμόνιοι δὲ δέκα, Ἐπιδαύριοι δὲ ὀκτώ, Ἐρετριέες δὲ ἑπτά, Τροιζήνιοι δὲ πέντε, Στυρέες δὲ δύο, καὶ Κήιοι δύο τε νέας καὶ πεντηκοντέρους δύο· Λοκροὶ δέ σφι οἱ Ὀπούντιοι ἐπεβοήθεον πεντηκοντέρους ἔχοντες ἑπτά.

[8,1] Οι Έλληνες που αποτέλεσαν τη ναυτική δύναμη ήταν οι ακόλουθοι. Οι Αθηναίοι επάνδρωσαν εκατόν είκοσι επτά πλοία. Τα πλοία αυτά, κατά ένα μέρος, τα συμπλήρωσαν Πλαταιείς, που ανέλαβαν αυτή την υπηρεσία σπρωγμένοι από το θάρρος και τον πατριωτισμό τους, μολονότι είχαν πλήρη άγνοια για τα πλοία. Παραχωρήθηκαν σαράντα από την Κόρινθο, είκοσι από τα Μέγαρα, άλλα είκοσι από την Αθήνα, επανδρωμένα με πληρώματα από τη Χαλκίδα, δεκαοχτώ από την Αίγινα, δώδεκα από τη Σικυώνα, δέκα από τη Σπάρτη οχτώ από την Επίδαυρο, επτά από την Ερέτρια, πέντε από την Τροιζήνα, δύο από τα Στύρα και δύο πλοία μαζί με δύο πεντηκοντόρους (με πενήντα κουπιά) από την Κέα. Τέλος, οι Οπούντιοι λοκροί συνέβαλαν με επτά πεντηκοντόρους.

[8,2] ἦσαν μὲν ὦν οὗτοι οἱ στρατευόμενοι ἐπ᾽ Ἀρτεμίσιον, εἴρηται δέ μοι καὶ ὡς τὸ πλῆθος ἕκαστοι τῶν νεῶν παρείχοντο. ἀριθμὸς δὲ τῶν συλλεχθεισέων νεῶν ἐπ᾽ Ἀρτεμίσιον ἦν, πάρεξ τῶν πεντηκοντέρων, διηκόσιαι καὶ ἑβδομήκοντα καὶ μία. (2) τὸν δὲ στρατηγὸν τὸν τὸ μέγιστον κράτος ἔχοντα παρείχοντο Σπαρτιῆται Εὐρυβιάδην Εὐρυκλείδεω· οἱ γὰρ σύμμαχοι οὐκ ἔφασαν, ἢν μὴ ὁ Λάκων ἡγεμονεύῃ, Ἀθηναίοισι ἕψεσθαι ἡγεομένοισι, ἀλλὰ λύσειν τὸ μέλλον ἔσεσθαι στράτευμα.

[8,2] Αυτοί, λοιπόν, ήταν που αποτελούσαν το στράτευμα στο Αρτεμίσιο, καθώς και ο αριθμός των πλοίων που έδωσε ο καθένας. Η συνολική δύναμη του στόλου, εκτός από πεντηκοντόρους, ήταν διακόσια εβδομήντα ένα πολεμικά πλοία. Στρατηγός ορίστηκε ο Σπαρτιάτης Ευρυβιάδης, γιος του Ευρυκλείδη, γιατί τα άλλα μέλη της συμμαχίας απαίτησαν Λακεδαιμόνιο ναύαρχο, δηλώνοντας ότι διαφορετικά δεν θα ακολουθούσαν τους Αθηναίους και απειλούσαν ότι θα διαλύσουν το στράτευμα.

[8,3] ἐγένετο γὰρ κατ᾽ ἀρχὰς λόγος, πρὶν ἢ καὶ ἐς Σικελίην πέμπειν ἐπὶ συμμαχίην, ὡς τὸ ναυτικὸν Ἀθηναίοισι χρεὸν εἴη ἐπιτρέπειν. ἀντιβάντων δὲ τῶν συμμάχων εἶκον οἱ Ἀθηναῖοι μέγα πεποιημένοι περιεῖναι τὴν Ἑλλάδα καὶ γνόντες, εἰ στασιάσουσι περὶ τῆς ἡγεμονίης, ὡς ἀπολέεται ἡ Ἑλλάς, ὀρθὰ νοεῦντες· στάσις γὰρ ἔμφυλος πολέμου ὁμοφρονέοντος τοσούτῳ κάκιον ἐστὶ ὅσῳ πόλεμος εἰρήνης. (2) ἐπιστάμενοι ὦν αὐτὸ τοῦτο οὐκ ἀντέτεινον ἀλλ᾽ εἶκον, μέχρι ὅσου κάρτα ἐδέοντο αὐτῶν, ὡς διέδεξαν· ὡς γὰρ δὴ ὠσάμενοι τὸν Πέρσην περὶ τῆς ἐκείνου ἤδη τὸν ἀγῶνα ἐποιεῦντο, πρόφασιν τὴν Παυσανίεω ὕβριν προϊσχόμενοι ἀπείλοντο τὴν ἡγεμονίην τοὺς Λακεδαιμονίους. ἀλλὰ ταῦτα μὲν ὕστερον ἐγένετο.

[8,3] Από την αρχή πριν ακόμα ζητηθεί η συμπαράσταση της Σικελίας υπήρχαν πολλές συζητήσεις για το αν ήταν σωστό να παραχωρηθεί στην Αθήνα η διοίκηση του στόλου· στην πρόταση αυτή, όμως, διαφώνησαν οι άλλοι σύμμαχοι και οι Αθηναίοι υποχώρησαν. Φρόντιζαν πολύ για τη σωτηρία της Ελλάδας και κατάλαβαν ότι μια διαμάχη με αντικείμενο την αρχηγία θα οδηγούσε σίγουρα στον όλεθρο της Ελλάδας. Και σωστά σκέφτηκαν. Γιατί ο εσωτερικός σπαραγμός είναι χειρότερος από τον πόλεμο ενωμένων δυνάμεων για τη διαφύλαξη της ειρήνης όσο ακριβώς ο πόλεμος είναι χειρότερος από την ειρήνη. Επειδή το γνώριζαν καλά, δεν πρόβαλαν αντίρρηση αλλά παραιτήθηκαν από την αξίωσή τους, γιατί τους χρειάζονταν, όπως το έδειξαν καθαρά. Όταν έδιωξαν τους Πέρσες από την Ελλάδα και πολεμούσαν για να κυριεύσουν τη χώρα τους οι Αθηναίοι χρησιμοποίησαν ως πρόφαση την αλαζονεία του Παυσανία για να αποσπάσουν την ηγεμονία από τους Λακεδαιμονίους. Αυτά βέβαια έγιναν αργότερα.

[8,4] τότε δὲ οὗτοι οἱ καὶ ἐπ᾽ Ἀρτεμίσιον Ἑλλήνων ἀπικόμενοι ὡς εἶδον νέας τε πολλὰς καταχθείσας ἐς τὰς Ἀφέτας καὶ στρατιῆς ἅπαντα πλέα, ἐπεὶ αὐτοῖσι παρὰ δόξαν τὰ πρήγματα τῶν βαρβάρων ἀπέβαινε ἤ ὡς αὐτοὶ κατεδόκεον, καταρρωδήσαντες δρησμὸν ἐβουλεύοντο ἀπὸ τοῦ Ἀρτεμισίου ἔσω ἐς τὴν Ἑλλάδα. (2) γνόντες δὲ σφέας οἱ Εὐβοέες ταῦτα βουλευομένους ἐδέοντο Εὐρυβιάδεω προσμεῖναι χρόνον ὀλίγον, ἔστ᾽ ἂν αὐτοὶ τέκνα τε καὶ τοὺς οἰκέτας ὑπεκθέωνται. ὡς δ᾽ οὐκ ἔπειθον, μεταβάντες τὸν Ἀθηναίων στρατηγὸν πείθουσι Θεμιστοκλέα ἐπὶ μισθῷ τριήκοντα ταλάντοισι, ἐπ᾽ ᾧ τε καταμείναντες πρὸ τῆς Εὐβοίης ποιήσονται τὴν ναυμαχίην.

[8,4] Όταν οι Έλληνες, φτάνοντας στο Αρτεμίσιο, είδαν τον τεράστιο στόλο αραγμένο στους Αφέτες κι όλη τη γύρω περιοχή να κατακλύζεται από στρατό, κατάλαβαν ότι τα πράγματα ήταν πολύ δυσκολότερα απ’ ό,τι περίμεναν. Τους κυρίεψε πανικός κι άρχισαν να συζητούν αν έπρεπε να φύγουν από το Αρτεμίσιο προς το εσωτερικό της Ελλάδας. Όταν αντιλήφθηκαν οι Ευβοείς τι σχεδίαζαν, ικέτεψαν τον Ευρυβιάδη να περιμένει τουλάχιστον να μεταφέρουν τα παιδιά και τους σκλάβους τους σε ασφαλές έδαφος. Όταν αρνήθηκε αυτός, πήγαν στον Θεμιστοκλή, τον Αθηναίο ναύαρχο και, εξαγοράζοντάς τον με τριάντα τάλαντα, τον έπεισαν να φροντίσει να μείνει ο Ελληνικός στόλος στην ακτή της Εύβοιας και να κάνουν εκεί τη ναυμαχία.

[8,5] ὁ δὲ Θεμιστοκλέης τοὺς Ἕλληνας ἐπισχεῖν ὧδε ποιέει· Εὐρυβιάδῃ τούτων τῶν χρημάτων μεταδιδοῖ πέντε τάλαντα ὡς παρ᾽ ἑωυτοῦ δῆθεν διδούς. ὡς δέ οἱ οὗτος ἀνεπέπειστο, Ἀδείμαντος γὰρ ὁ Ὠκύτου ὁ Κορίνθιος στρατηγὸς τῶν λοιπῶν ἤσπαιρε μοῦνος, φάμενος ἀποπλεύσεσθαί τε ἀπὸ τοῦ Ἀρτεμισίου καὶ οὐ παραμενέειν, πρὸς δὴ τοῦτον εἶπε ὁ Θεμιστοκλέης ἐπομόσας (2) “οὐ σύ γε ἡμέας ἀπολείψεις, ἐπεί τοι ἐγὼ μέζω δῶρα δώσω ἢ βασιλεὺς ἄν τοι ὁ Μήδων πέμψειε ἀπολιπόντι τοὺς συμμάχους”. ταῦτά τε ἅμα ἠγόρευε καὶ πέμπει ἐπὶ τὴν νέα τὴν Ἀδειμάντου τάλαντα ἀργυρίου τρία· (3) οὗτοί τε δὴ πάντες δώροισι ἀναπεπεισμένοι ἦσαν καὶ τοῖσι Εὐβοεῦσι ἐκεχάριστο, αὐτός τε ὁ Θεμιστοκλέης ἐκέρδηνε, ἐλάνθανε δὲ τὰ λοιπὰ ἔχων, ἀλλ᾽ ἠπιστέατο οἱ μεταλαβόντες τούτων τῶν χρημάτων ἐκ τῶν Ἀθηνέων ἐλθεῖν ἐπὶ τῷ λόγῳ τούτῳ τὰ χρήματα.

[8,5] Ο Θεμιστοκλής για να κρατήσει τους Έλληνες μηχανεύτηκε το εξής σχέδιο. Έδωσε στον Ευρυβιάδη, προσωπικό δώρο δήθεν από τον ίδιο, πέντε τάλαντα από τα χρήματα αυτά. Εκείνος πείστηκε. Ένας από τους υπόλοιπους διοικητές αντιδρούσε ακόμα· ο Κορίνθιος Αδείμαντος, γιος του Ωκύτου, που δήλωσε μάλιστα ότι θα απέσυρε τα πλοία του από το Αρτεμίσιο και δε θα παρέμενε άλλο. Σ’ αυτόν, λοιπόν, απευθύνθηκε τώρα ο Θεμιστοκλής με όρκο: «Ποτέ δε θα μας αφήσεις· γιατί εγώ θα σου δώσω μεγαλύτερα δώρα, απ’ όσα θα σου χάριζε ποτέ ο Πέρσης βασιλιάς, για να εγκαταλείψεις τους συμμάχους». Και, χωρίς άλλη καθυστέρηση, έστειλε στο πλοίο του Αδείμαντου τρία ασημένια τάλαντα. Αυτοί λοιπόν θαμπώθηκαν από τα δώρα και πείστηκαν· το αίτημα του λαού της Εύβοιας ικανοποιήθηκε, αλλά κι ο Θεμιστοκλής κέρδισε κάτι, αφού κράτησε τα υπόλοιπα χρήματα. Κανείς δεν ήξερε ότι τα είχε και οι δυο άνδρες που είχαν πάρει μερίδιο πίστευαν ότι προέρχονταν από την Αθήνα, ειδικά γι αυτόν τον σκοπό.

[8,6] οὕτω δὴ κατέμεινάν τε ἐν τῇ Εὐβοίῃ καὶ ἐναυμάχησαν, ἐγένετο δὲ ὧδε. ἐπείτε δὴ ἐς τὰς Ἀφέτας περὶ δείλην πρωίην γινομένην ἀπίκατο οἱ βάρβαροι, πυθόμενοι μὲν ἔτι καὶ πρότερον περὶ τὸ Ἀρτεμίσιον ναυλοχέειν νέας Ἑλληνίδας ὀλίγας, τότε δὲ αὐτοὶ ἰδόντες, πρόθυμοι ἦσαν ἐπιχειρέειν, εἴ κως ἕλοιεν αὐτάς. (2) ἐκ μὲν δὴ τῆς ἀντίης προσπλέειν οὔ κώ σφι ἐδόκεε τῶνδε εἵνεκα, μή κως ἰδόντες οἱ Ἕλληνες προσπλέοντας ἐς φυγὴν ὁρμήσειαν φεύγοντάς τε εὐφρόνη καταλαμβάνῃ· καὶ ἔμελλον δῆθεν ἐκφεύξεσθαι, ἔδει δὲ μηδὲ πυρφόρον τῷ ἐκείνων λόγῳ ἐκφυγόντα περιγενέσθαι.

[8,6] Έτσι λοιπόν έμειναν στην Εύβοια και ναυμάχησαν. Τα γεγονότα έγιναν περίπου έτσι. Οι βάρβαροι έφτασαν στους Αφέτες νωρίς το απόγευμα και βεβαιώθηκαν ότι είχαν σωστές πληροφορίες, ότι δηλαδή μια μικρή ελληνική δύναμη είχε συγκεντρωθεί στο Αρτεμίσιο. Μόλις τα είδαν, τους κατέλαβε η ανυπομονησία να επιτεθούν με την ελπίδα ότι θα κυρίευαν τα εχθρικά πλοία. Δεν έκριναν σωστό να επιτεθούν εναντίον τους από μπροστά γιατί υπήρχε ο κίνδυνος, όταν τους έβλεπαν οι Έλληνες να πλησιάζουν, να δείλιαζαν, με αποτέλεσμα, αφού σύντομα θα έπεφτε το σκοτάδι, να ξεφύγουν. Και έτσι θα σώζονταν με τη φυγή, ενώ ήταν αποφασισμένοι να μην αφήσουν ούτε έναν πυρφόρο ιερέα να ξεφύγει ζωντανός.

[8,7] πρὸς ταῦτα ὦν τάδε ἐμηχανῶντο· τῶν νεῶν ἁπασέων ἀποκρίναντες διηκοσίας περιέπεμπον ἔξωθεν Σκιάθου, ὡς ἂν μὴ ὀφθείησαν ὑπὸ τῶν πολεμίων περιπλέουσαι Εὔβοιαν κατά τε Καφηρέα καὶ περὶ Γεραιστὸν ἐς τὸν Εὔριπον, ἵνα δὴ περιλάβοιεν οἳ μὲν ταύτῃ ἀπικόμενοι καὶ φράξαντες αὐτῶν τὴν ὀπίσω φέρουσαν ὁδόν, σφεῖς δὲ ἐπισπόμενοι ἐξ ἐναντίης. (2) ταῦτα βουλευσάμενοι ἀπέπεμπον τῶν νεῶν τὰς ταχθείσας, αὐτοὶ οὐκ ἐν νόῳ ἔχοντες ταύτης τῆς ἡμέρης τοῖσι Ἕλλησι ἐπιθήσεσθαι, οὐδὲ πρότερον ἢ τὸ σύνθημά σφι ἔμελλε φανήσεσθαι παρὰ τῶν περιπλεόντων ὡς ἡκόντων. ταύτας μὲν δὴ περιέπεμπον, τῶν δὲ λοιπέων νεῶν ἐν τῇσι Ἀφέτῃσι ἐποιεῦντο ἀριθμόν.

[8,7] Κατέστρωναν τα σχέδιά τους μ’ αυτό τον σκοπό. Χώρισαν μια μοίρα διακοσίων πλοίων με τη διαταγή να πλεύσουν έξω από τη Σκιάθο για να μη γίνουν αντιληπτοί από τον εχθρό κι έπειτα να κατευθυνθούν προς την Εύβοια και τα στενά του Ευρίπου, από τον Καφηρέα και τη Γεραιστό. Σχεδίαζαν να παγιδεύσουν τους Έλληνες, αφού τα πλοία έρθουν από το μέρος εκείνο και τους κλείσουν τη διέξοδο από πίσω, ενώ η κύρια δύναμη του στόλου θα τους πίεζε από μπροστά. Μ’ αυτές τις αποφάσεις, λοιπόν, ξεκίνησαν τα διακόσια πλοία, ενώ το κύριο σώμα περίμενε· γιατί είχαν αποφασίσει να μην επιτεθούν την ίδια μέρα ούτε οποιαδήποτε άλλη, πριν πάρουν σήμα ότι η μοίρα που κατευθυνόταν προς τον Εύριπο είχε φτάσει στη θέση της. Αφού λοιπόν έστειλαν αυτά τα πλοία, έγινε μια απαρίθμηση των πλοίων στους Αφέτες.

[8,8] ἐν δὲ τούτῳ τῷ χρόνῳ ἐν ᾧ οὗτοι ἀριθμὸν ἐποιεῦντο τῶν νεῶν, ἦν γὰρ ἐν τῷ στρατοπέδῳ τούτῳ Σκυλλίης Σκιωναῖος δύτης τῶν τότε ἀνθρώπων ἄριστος, ὃς καὶ ἐν τῇ ναυηγίῃ τῇ κατὰ Πήλιον γενομένῃ πολλὰ μὲν ἔσωσε τῶν χρημάτων τοῖσι Πέρσῃσι, πολλὰ δὲ καὶ αὐτὸς περιεβάλετο· οὗτος ὁ Σκυλλίης ἐν νόῳ μὲν εἶχε ἄρα καὶ πρότερον αὐτομολήσειν ἐς τοὺς Ἕλληνας, ἀλλ᾽ οὐ γάρ οἱ παρέσχε ὡς τότε. (2) ὅτεῳ μὲν δὴ τρόπῳ τὸ ἐνθεῦτεν ἔτι ἀπίκετο ἐς τοὺς Ἓλληνας, οὐκ ἔχω εἰπεῖν ἀτρεκέως, θωμάζω δὲ εἰ τὰ λεγόμενα ἐστὶ ἀληθέα· λέγεται γὰρ ὡς ἐξ Ἀφετέων δὺς ἐς τὴν θάλασσαν οὐ πρότερον ἀνέσχε πρὶν ἢ ἀπίκετο ἐπὶ τὸ Ἀρτεμίσιον, σταδίους μάλιστά κῃ τούτους ἐς ὀγδώκοντα διὰ τῆς θαλάσσης διεξελθών. (3) λέγεται μέν νυν καὶ ἄλλα ψευδέσι εἴκελα περὶ τοῦ ἀνδρὸς τούτου, τὰ δὲ μετεξέτερα ἀληθέα· περὶ μέντοι τούτου γνώμη μοι ἀποδεδέχθω πλοίῳ μιν ἀπικέσθαι ἐπὶ τὸ Ἀρτεμίσιον. ὡς δὲ ἀπίκετο, αὐτίκα ἐσήμηνε τοῖσι στρατηγοῖσι τήν τε ναυηγίην ὡς γένοιτο, καὶ τὰς περιπεμφθείσας τῶν νεῶν περὶ Εὔβοιαν.

[8,8] Στη διάρκεια της απαρίθμησης των πλοίων, συνέβη το εξής περιστατικό. Υπηρετούσε στο στρατόπεδο των Περσών ένας άνδρας που λεγόταν Σκυλλίας από τη Σκιώνη, κι ήταν ο πιο επιδέξιος δύτης της εποχής του. Αυτός, μετά το ναυάγιο των περσικών πλοίων στο Πήλιο, έβγαλε από τον βυθό πολλά πολύτιμα αντικείμενα εκτός, φυσικά, από αυτά που κράτησε για τον εαυτό του. Αυτός, λοιπόν, προφανώς σχεδίαζε από καιρό να αυτομολήσει στους Έλληνες, αλλά δεν είχε βρει την κατάλληλη ευκαιρία. Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα πώς κατάφερε να φτάσει στους Έλληνες και η κοινώς αποδεκτή άποψη είναι μάλλον αμφίβολη· σύμφωνα μ’ αυτήν, βούτηξε στη θάλασσα από τους Αφέτες και δε βγήκε μέχρι που έφτασε στο Αρτεμίσιο, σε μια απόσταση δηλαδή σχεδόν ογδόντα στάδια. Κυκλοφορούν κι άλλες απίθανες ιστορίες, εκτός απ’ αυτή, σχετικά με τον Σκυλλία, καθώς και μερικές πιο αληθοφανείς· όσο γι’ αυτή που μόλις ανέφερα, προσωπικά πιστεύω ότι έφτασε στο Αρτεμίσιο με πλοίο. Μόλις έφτασε, ανέφερε αμέσως στους Έλληνες στρατηγούς το πώς έγινε το ναυάγιο καθώς επίσης και την αποστολή της μοίρας που είχε ξεκινήσει να περιπλεύσει την Εύβοια.

[8,9] τοῦτο δὲ ἀκούσαντες οἱ Ἕλληνες λόγον σφίσι αὐτοῖσι ἐδίδοσαν. πολλῶν δὲ λεχθέντων ἐνίκα τὴν ἡμέρην ἐκείνην αὐτοῦ μείναντάς τε καὶ αὐλισθέντας, μετέπειτα νύκτα μέσην παρέντας πορεύεσθαι καὶ ἀπαντᾶν τῇσι περιπλεούσῃσι τῶν νεῶν. μετὰ δὲ τοῦτο, ὡς οὐδείς σφι ἐπέπλεε, δείλην ὀψίην γινομένην τῆς ἡμέρης φυλάξαντες αὐτοὶ ἐπανέπλεον ἐπὶ τοὺς βαρβάρους, ἀπόπειραν αὐτῶν ποιήσασθαι βουλόμενοι τῆς τε μάχης καὶ τοῦ διεκπλόου.

[8,9] Όταν άκουσαν αυτά οι Έλληνες, έκαναν σύσκεψη. Μετά από μακριά συζήτηση, αποφάσισαν να μείνουν στις θέσεις τους μέχρι αργά μετά τα μεσάνυχτα κι έπειτα να σαλπάρουν για να συναντήσουν τα πλοία. Ωστόσο, όταν είδαν ότι οι ώρες περνούσαν χωρίς να συναντούν τον εχθρό, περίμεναν ως το απόγευμα της επόμενης κι επιτέθηκαν στο κύριο σώμα του στόλου, με πρόθεση να κάνουν δοκιμή της μάχης και της δυνατότητας για διάσπαση των γραμμών του εχθρού.

[8,10] ὁρῶντες δὲ σφέας οἵ τε ἄλλοι στρατιῶται οἱ Ξέρξεω καὶ οἱ στρατηγοὶ ἐπιπλέοντας νηυσὶ ὀλίγῃσι, πάγχυ σφι μανίην ἐπενείκαντες ἀνῆγον καὶ αὐτοὶ τὰς νέας, ἐλπίσαντες σφέας εὐπετέως αἱρήσειν, οἰκότα κάρτα ἐλπίσαντες, τὰς μέν γε τῶν Ἑλλήνων ὁρῶντες ὀλίγας νέας, τὰς δὲ ἑωυτῶν πλήθεΐ τε πολλαπλησίας καὶ ἄμεινον πλεούσας. καταφρονήσαντες ταῦτα ἐκυκλοῦντο αὐτοὺς ἐς μέσον. (2) ὅσοι μέν νυν τῶν Ἰώνων ἦσαν εὔνοοι τοῖσι Ἕλλησι, ἀέκοντές τε ἐστρατεύοντο συμφορήν τε ἐποιεῦντο μεγάλην ὁρῶντες περιεχομένους αὐτοὺς καὶ ἐπιστάμενοι ὡς οὐδεὶς αὐτῶν ἀπονοστήσει· οὕτω ἀσθενέα σφι ἐφαίνετο εἶναι τὰ τῶν Ἑλλήνων πρήγματα. (3) ὅσοισι δὲ καὶ ἡδομένοισι ἦν τὸ γινόμενον, ἅμιλλαν ἐποιεῦντο ὅκως αὐτὸς ἕκαστος πρῶτος νέα Ἀττικὴν ἑλὼν παρὰ βασιλέος δῶρα λάμψεται· Ἀθηναίων γὰρ αὐτοῖσι λόγος ἦν πλεῖστος ἀνὰ τὰ στρατόπεδα.

[8,10] Όταν οι στρατηγοί και οι άνδρες του Ξέρξη είδαν τους Έλληνες να επιτίθενται με τόσο λίγα πλοία, τους πέρασαν για τρελούς και κινήθηκαν αμέσως κι οι ίδιοι, βέβαιοι ότι θα νικούσαν χωρίς καμιά δυσκολία· η προσμονή τους δεν ήταν παράλογη, αν σκεφτεί κανείς ότι τα πλοία των Ελλήνων ήταν λίγα, ενώ τα δικά τους ήταν διπλάσια στον αριθμό και ταχύτερα. Με αυτή τη σκέψη, λοιπόν, προχώρησαν για να περικυκλώσουν τον εχθρό. Όσοι από τους Ίωνες έτρεφαν βαθιά συμπάθεια για τους Έλληνες και πήγαν μαζί με τους Πέρσες παρά τη θέλησή τους, απελπίστηκαν βλέποντας τον κλοιό να σχηματίζεται γύρω από τους Έλληνες και, επηρεασμένοι από τη φαινομενική αδυναμία των τελευταίων, φοβήθηκαν ότι ούτε ένας άνδρας δε θα γύριζε πίσω· αυτοί, αντίθετα, που χαίρονταν με την κατάσταση, άρχισαν να συναγωνίζονται μεταξύ τους ποιος θα κέρδιζε δώρα από τον Ξέρξη, αιχμαλωτίζοντας πρώτος ένα αττικό πλοίο, γιατί, είναι αλήθεια ότι οι Αθηναίοι ήταν οι πιο πολυσυζητημένοι στα Περσικά στρατόπεδα.

[8,11] τοῖσι δὲ Ἕλλησι ὡς ἐσήμηνε, πρῶτα μὲν ἀντίπρῳροι τοῖσι βαρβάροισι γενόμενοι ἐς τὸ μέσον τὰς πρύμνας συνήγαγον, δεύτερα δὲ σημήναντος ἔργου εἴχοντο ἐν ὀλίγῳ περ ἀπολαμφθέντες καὶ κατὰ στόμα. (2) ἐνθαῦτα τριήκοντα νέας αἱρέουσι τῶν βαρβάρων καὶ τὸν Γόργου τοῦ Σαλαμινίων βασιλέος ἀδελφεὸν Φιλάονα τὸν Χέρσιος, λόγιμον ἐόντα ἐν τῷ στρατοπέδῳ ἄνδρα. πρῶτος δὲ Ἑλλήνων νέα τῶν πολεμίων εἷλε ἀνὴρ Ἀθηναῖος Λυκομήδης Αἰσχραίου, καὶ τὸ ἀριστήιον ἔλαβε οὗτος. (3) τοὺς δ᾽ ἐν τῇ ναυμαχίῃ ταύτῃ ἑτεραλκέως ἀγωνιζομένους νὺξ ἐπελθοῦσα διέλυσε. οἱ μὲν δὴ Ἕλληνες ἐπὶ τὸ Ἀρτεμίσιον ἀπέπλεον, οἱ δὲ βάρβαροι ἐς τὰς Ἀφέτας, πολλὸν παρὰ δόξαν ἀγωνισάμενοι. ἐν ταύτῃ τῇ ναυμαχίῃ Ἀντίδωρος Λήμνιος μοῦνος τῶν σὺν βασιλέι Ἑλλήνων ἐόντων αὐτομολέει ἐς τοὺς Ἕλληνας, καὶ οἱ Ἀθηναῖοι διὰ τοῦτο τὸ ἔργον ἔδοσαν αὐτῷ χῶρον ἐν Σαλαμῖνι.

[8,11] Με το πρώτο σύνθημα, η ελληνική μοίρα σχημάτισε έναν κλειστό κύκλο, με τις πλώρες προς τους βαρβάρους και τις πρύμνες προς το κέντρο· με το δεύτερο σύνθημα, παρ’ όλο που είχαν ελάχιστο χώρο για να κάνουν ελιγμούς κι οι πλώρες τους ήταν αντιμέτωπες μεταξύ τους, ρίχτηκαν στη μάχη και κατάφεραν να καταλάβουν τριάντα πλοία των βαρβάρων. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν ο Φι λάονας, γιος του Χέρσιος κι αδελφός του βασιλιά της Σαλαμίνας, Γόργου, που είχε μεγάλο κύρος στο στρατόπεδο. Ο πρώτος Έλληνας που κατέλαβε εχθρικό πλοίο ήταν ο Αθηναίος Λυκομήδης, γιος του Αισχραίου, ο οποίος έλαβε και το αριστείο τιμής. Ενώ το σκοτάδι έβαζε τέλος στη ναυμαχία, η νίκη ήταν αμφίβολη. Οι Έλληνες γύρισαν στο Αρτεμίσιο κι οι βάρβαροι στους Αφέτες, ύστερα από σύγκρουση που υπήρξε πολύ διαφορετική απ’ ό,τι περίμεναν. Από τους Έλληνες που ήταν μαζί με τον βασιλιά ο μόνος που λιποτάκτησε και τάχτηκε με το μέρος των Ελλήνων στη διάρκεια της ναυμαχίας ήταν ο Λήμνιος Αντίδωρος. Οι Αθηναίοι του έδειξαν αργότερα την αναγνώρισή τους παραχωρώντας του μια έκταση γης στη Σαλαμίνα.

[8,12] ὡς δὲ εὐφρόνη ἐγεγόνεε, ἦν μὲν τῆς ὥρης μέσον θέρος, ἐγίνετο δὲ ὕδωρ τε ἄπλετον διὰ πάσης τῆς νυκτὸς καὶ σκληραὶ βρονταὶ ἀπὸ τοῦ Πηλίου· οἱ δὲ νεκροὶ καὶ τὰ ναυήγια ἐξεφέποντο ἐς τὰς Ἀφέτας, καὶ περί τε τὰς πρῴρας τῶν νεῶν εἱλέοντο καὶ ἐτάρασσον τοὺς ταρσοὺς τῶν κωπέων. (2) οἱ δὲ στρατιῶται οἱ ταύτῃ ἀκούοντες ταῦτα ἐς φόβον κατιστέατο, ἐλπίζοντες πάγχυ ἀπολέεσθαι ἐς οἷα κακὰ ἧκον. πρὶν γὰρ ἢ καὶ ἀναπνεῦσαι σφέας ἔκ τε τῆς ναυηγίης καὶ τοῦ χειμῶνος τοῦ γενομένου κατὰ Πήλιον, ὑπέλαβε ναυμαχίη καρτερή, ἐκ δὲ τῆς ναυμαχίης ὄμβρος τε λάβρος καὶ ῥεύματα ἰσχυρὰ ἐς θάλασσαν ὁρμημένα βρονταί τε σκληραί.

[8,12] Όταν νύχτωσε —η εποχή που συνέβαιναν όλα αυτά ήταν το μεσοκαλόκαιρο— ξέσπασε δυνατή καταιγίδα, που κράτησε όλη τη νύχτα και συνοδευόταν από τρομερούς κεραυνούς από την κατεύθυνση του Πηλίου. Πτώματα και απομεινάρια από τα ναυάγια παρασύρονταν προς τους Αφέτες, έπεφταν πάνω στις πλώρες των πλοίων και χτυπούσαν τα κουπιά όσων ήταν αγκυροβολημένα· αυτά, μαζί με τον εκκωφαντικό θόρυβο των κεραυνών, έσπειραν τον πανικό στους στρατιώτες, που πίστεψαν ότι είχε έρθει το τέλος τους· και, πράγματι, είχαν πέσει σε τόσα δεινά. Προτού συνέλθουν καλά καλά από το ναυάγιο και την τρικυμία που βούλιαξε τόσα πλοία τους, αντιμετώπισαν μια σκληρή ναυμαχία. Τώρα, επιπλέον, ήταν εκτεθειμένοι σε καταρρακτώδη βροχή, ορμητικούς χειμάρρους που χύνονταν στη θάλασσα και τρομακτικούς κεραυνούς.

[8,13] καὶ τούτοισι μὲν τοιαύτη ἡ νὺξ ἐγίνετο, τοῖσι δὲ ταχθεῖσι αὐτῶν περιπλέειν Εὔβοιαν ἡ αὐτή περ ἐοῦσα νὺξ πολλὸν ἦν ἔτι ἀγριωτέρη, τοσούτω ὅσῳ ἐν πελάγεϊ φερομένοισι ἐπέπιπτε, καὶ τὸ τέλος σφι ἐγίνετο ἄχαρι. ὡς γὰρ δὴ πλέουσι αὐτοῖσι χειμών τε καὶ τὸ ὕδωρ ἐπεγίνετο ἐοῦσι κατὰ τὰ Κοῖλα τῆς Εὐβοίης, φερόμενοι τῷ πνεύματι καὶ οὐκ εἰδότες τῇ ἐφέροντο ἐξέπιπτον πρὸς τὰς πέτρας· ἐποιέετό τε πᾶν ὑπὸ τοῦ θεοῦ ὅκως ἂν ἐξισωθείη τῷ Ἑλληνικῷ τὸ Περσικὸν μηδὲ πολλῷ πλέον εἴη.

[8,13] Αυτοί λοιπόν πέρασαν τέτοια νύχτα. Αλλά για τη μοίρα που είχε διαταχθεί να περιπλεύσει την Εύβοια, ήταν ακόμα χειρότερη, αφού βρισκόταν στα ανοιχτά όταν ξέσπασε η καταιγίδα. Και το τέλος τους ήταν ολέθριο. Η καταιγίδα κι η βροχή τους έπιασε ακριβώς όταν έφταναν στα Κοίλα της Εύβοιας και τα πλοία, σπρωγμένα από τον δυνατό άνεμο και σχεδόν ακυβέρνητα, συντρίφτηκαν πάνω στους βράχους. Προφανώς, οι θεοί έκαναν ό,τι ήταν δυνατό για να μειώσουν την υπεροχή του Περσικού στόλου και να τον εξισώσουν με τον Ελληνικό.

[8,14] οὗτοι μέν νυν περὶ τὰ Κοῖλα τῆς Εὐβοίης διεφθείροντο· οἱ δ᾽ ἐν Ἀφέτῃσι βάρβαροι, ὥς σφι ἀσμένοισι ἡμέρη ἐπέλαμψε, ἀτρέμας τε εἶχον τὰς νέας καί σφι ἀπεχρᾶτο κακῶς πρήσουσι ἡσυχίην ἄγειν ἐν τῷ παρεόντι. τοῖσι δε Ἕλλησι ἐπεβοήθεον νέες τρεῖς καὶ πεντήκοντα Ἀττικαί. (2) αὗταί τε δή σφεας ἐπέρρωσαν ἀπικόμεναι καὶ ἅμα ἀγγελίη ἐλθοῦσα, ὡς τῶν βαρβάρων οἱ περιπλέοντες τὴν Εὔβοιαν πάντες εἴησαν διεφθαρμένοι ὑπὸ τοῦ γενομένου χειμῶνος. φυλάξαντες δὴ τὴν αὐτὴν ὥρην, πλέοντες ἐπέπεσον νηυσὶ Κιλίσσῃσι· ταύτας δὲ διαφθείραντες, ὡς εὐφρόνη ἐγίνετο, ἀπέπλεον ὀπίσω ἐπὶ τὸ Ἀρτεμίσιον.

[8,14] Αυτά για την καταστροφή στα Κοίλα της Εύβοιας. Οι βάρβαροι που ήταν στους Αφέτες ένιωσαν βαθιά ανακούφιση όταν είδαν το επόμενο πρωί το φως της ημέρας· ταραγμένοι όπως ήταν, άφησαν τα πλοία τους εκεί που βρίσκονταν και δεν επιχείρησαν τίποτα για την ώρα. Στο μεταξύ, έφτασαν στους Έλληνες ενισχύσεις πενήντα τριών πλοίων από την Αττική. Η είδηση της καταστροφής όλων των Περσικών πλοίων που περιέπλεαν την Εύβοια στην καταιγίδα της περασμένης νύχτας, ήταν σπουδαία ενθάρρυνση και οι Έλληνες, ανανεωμένοι και από την άφιξη των ενισχύσεων, περίμεναν να φτάσει η ώρα της επίθεσης, που ήταν η ίδια όπως και την προηγούμενη μέρα, σήκωσαν πανιά και χτύπησαν μερικά πλοία από την Κιλικία· τα κατέστρεψαν και, ενώ έπεφτε η νύχτα, επέστρεψαν στο Αρτεμίσιο.

[8,15] τρίτῃ δὲ ἡμέρῃ δεινόν τι ποιησάμενοι οἱ στρατηγοὶ τῶν βαρβάρων νέας οὕτω σφι ὀλίγας λυμαίνεσθαι, καὶ τὸ ἀπὸ Ξέρξεω δειμαίνοντες, οὐκ ἀνέμειναν ἔτι τοὺς Ἕλληνας μάχης ἄρξαι, ἀλλὰ παρακελευσάμενοι κατὰ μέσον ἡμέρης ἀνῆγον τὰς νέας. συνέπιπτε δὲ ὥστε τὰς αὐτὰς ἡμέρας τάς τε ναυμαχίας γίνεσθαι ταύτας καὶ τὰς πεζομαχίας τὰς ἐν Θερμοπύλῃσι. (2) ἦν δὲ πᾶς ὁ ἀγὼν τοῖσι κατὰ θάλασσαν περὶ τοῦ Εὐρίπου, ὥσπερ τοῖσι ἀμφὶ Λεωνίδην τὴν ἐσβολὴν φυλάσσειν. οἳ μὲν δὴ παρεκελεύοντο ὅκως μὴ παρήσουσι ἐς τὴν Ἑλλάδα τοὺς βαρβάρους, οἳ δ᾽ ὅκως τὸ Ἑλληνικὸν στράτευμα διαφθείραντες τοῦ πόρου κρατήσουσι. ὡς δὲ ταξάμενοι οἱ Ξέρξεω ἐπέπλεον, οἱ Ἕλληνες ἀτρέμας εἶχον πρὸς τῷ Ἀρτεμισίῳ. οἱ δὲ βάρβαροι μηνοειδὲς ποιήσαντες τῶν νεῶν ἐκυκλοῦντο, ὡς περιλάβοιεν αὐτούς.

[8,15] Την τρίτη μέρα οι Πέρσες στρατηγοί ένιωθαν ταπεινωμένοι που δέχτηκαν τόσα πλήγματα από τόσο μικρό στόλο· επιπλέον, είχαν αρχίσει να φοβούνται τον Ξέρξη. Έτσι, χωρίς να περιμένουν την κίνηση των Ελλήνων, έκαναν τις απαραίτητες προετοιμασίες και ξεκίνησαν γύρω στο μεσημέρι. Αυτές οι ναυμαχίες γίνονταν τις ίδιες μέρες με τις μάχες στις Θερμοπύλες. Ο στόλος έκανε όλο τον αγώνα για τα στενά του Ευρίπου, όπως ο στρατός με τον Λεωνίδα υπερασπιζόταν το στενό των Θερμοπυλών. Αντικειμενικός σκοπός των Ελλήνων, λοιπόν, ήταν να εμποδίσουν τους βαρβάρους να περάσουν στην Ελλάδα, ενώ οι βάρβαροι προσπαθούσαν να σαρώσουν τον ελληνικό στρατό και να ελευθερώσουν τη δίοδο. Ο στόλος του Ξέρξη κινήθηκε σε παράταξη για επίθεση, ενώ οι Έλληνες στο Αρτεμίσιο περίμεναν ήσυχοι. Τότε οι Πέρσες άλλαξαν τη διάταξή τους και σχημάτισαν μισοφέγγαρο με σκοπό να περικυκλώσουν τον εχθρό,

[8,16] ἐνθεῦτεν οἱ Ἕλληνες ἐπανέπλεόν τε καὶ συνέμισγον. ἐν ταύτῃ τῇ ναυμαχίῃ παραπλήσιοι ἀλλήλοισι ἐγίνοντο. (2) ὁ γὰρ Ξέρξεω στρατὸς ὑπὸ μεγάθεός τε καὶ πλήθεος αὐτὸς ὑπ᾽ ἑωυτοῦ ἔπιπτε, ταρασσομενέων τε τῶν νεῶν καὶ περιπιπτουσέων περὶ ἀλλήλας· ὅμως μέντοι ἀντεῖχε καὶ οὐκ εἶκε· δεινὸν γὰρ χρῆμα ἐποιεῦντο ὑπὸ νεῶν ὀλιγέων ἐς φυγὴν τρέπεσθαι. (3) πολλαὶ μὲν δὴ τῶν Ἑλλήνων νέες διεφθείροντο πολλοὶ δὲ ἄνδρες, πολλῷ δ᾽ ἔτι πλεῦνες νέες τε τῶν βαρβάρων καὶ ἄνδρες, οὕτω δὲ ἀγωνιζόμενοι διέστησαν χωρὶς ἑκάτεροι.

[8,16] οπότε οι Έλληνες κινήθηκαν καταπάνω τους κι άρχισε η ναυμαχία. Σ’ αυτή τη συμπλοκή σι δύο στόλοι βγήκαν ισόπαλοι, αφού το τεράστιο μέγεθος του στρατού του Ξέρξη και το πλήθος του αποδείχτηκε ο χειρότερος εχθρός του μέσα στη σύγχυση που προκαλούσαν οι διαδοχικές συγκρούσεις των πλοίων μεταξύ τους. Παρ’ όλα αυτά, πολέμησαν γενναία για να αποφύγουν την ατίμωση να ηττηθούν από μια τόσο μικρή εχθρική δύναμη. Οι απώλειες των Ελλήνων σε πλοία και άνδρες ήταν βαριές, ενώ αυτές των Περσών ήταν ακόμα μεγαλύτερες. Η ναυμαχία δια κόπηκε μ’ αυτό τον τρόπο.

8,17] ἐν ταύτῃ τῇ ναυμαχίῃ Αἰγύπτιοι μὲν τῶν Ξέρξεω στρατιωτέων ἠρίστευσαν, οἳ ἄλλα τε μεγάλα ἔργα ἀπεδέξαντο καὶ νέας αὐτοῖσι ἀνδράσι εἷλον Ἑλληνίδας πέντε. τῶν δὲ Ἑλλήνων κατὰ ταύτην τὴν ἡμέρην ἠρίστευσαν Ἀθηναῖοι καὶ Ἀθηναίων Κλεινίης ὁ Ἀλκιβιάδεω, ὃς δαπάνην οἰκηίην παρεχόμενος ἐστρατεύετο ἀνδράσι τε διηκοσίοισι καὶ οἰκηίῃ νηί.

[8,17] Σ’ αυτή τη ναυμαχία ξεχώρισαν σι Αιγύπτιοι, των οποίων το μεγαλύτερο κατόρθωμα ήταν ότι κατέλαβαν πέντε Ελληνικά πλοία μαζί με τα πληρώματά τους· από τους Έλληνες αυτή την ημέρα, ξεχώρισαν οι Αθηναίοι και ιδιαίτερα ο Κλεινίας ο γιος του Αλκιβιάδη, που υπηρετούσε με δικό του πλοίο, επανδρωμένο με διακόσιους άνδρες και με δικά του έξοδα.

[8,18] ὡς δὲ διέστησαν, ἄσμενοι ἑκάτεροι ἐς ὅρμον ἠπείγοντο. οἱ δὲ Ἕλληνες ὡς διακριθέντες ἐκ τῆς ναυμαχίης ἀπηλλάχθησαν, τῶν μὲν νεκρῶν καὶ τῶν ναυηγίων ἐπεκράτεον, τρηχέως δὲ περιεφθέντες, καὶ οὐκ ἥκιστα Ἀθηναῖοι τῶν αἱ ἡμίσεαι τῶν νεῶν τετρωμέναι ἦσαν, δρησμὸν δὴ ἐβούλευον ἔσω ἐς τὴν Ἑλλάδα.

[8,18] Και οι δυο αντίπαλοι χάρηκαν με τη διακοπή της συμπλοκής και βιάστηκαν να γυρίσουν ο καθένας στο λιμάνι του. Οι Έλληνες, όταν σταμάτησαν οι εχθροπραξίες, κατάφεραν να μαζέψουν τους νεκρούς που επέπλεαν και να περισυλλέξουν ό,τι μπορούσαν από τα ναυάγια· ωστόσο, είχαν πληγεί τόσο άσχημα —ιδιαίτερα οι Αθηναίοι, που είχαν ζημιές στα μισά τους πλοία— ώστε αποφάσισαν να φύγουν στο εσωτερικό της Ελλάδας.


Το κείμενο είναι αντιγραμμένο από το Hodoi Du texte à l'hypertexte

Η μετάφραση είναι αντιγραμμένη από τη σειρά «ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ» των εκδόσεων Οδυσσέας Χατζόπουλος.

 

 


Τα γεγονότα σύμφωνα με τον Πλούταρχο

Πλουτάρχου, Βίοι Παράλληλοι, Θεμιστοκλής

 

[7] (1) παραλαβὼν δὲ τὴν ἀρχὴν εὐθὺς μὲν ἐπεχείρει τοὺς πολίτας ἐμβιβάζειν εἰς τὰς τριήρεις, καὶ τὴν πόλιν ἔπειθεν ἐκλιπόντας ὡς προσωτάτω τῆς Ἑλλάδος ἀπαντᾶν τῷ βαρβάρῳ κατὰ θάλατταν. ἐνισταμένων δὲ πολλῶν ἐξήγαγε πολλὴν στρατιὰν εἰς τὰ Τέμπη μετὰ Λακεδαιμονίων, ὡς αὐτόθι προκινδυνευσόντων τῆς Θετταλίας οὔπω τότε μηδίζειν δοκούσης·

[7] (1) Ο Θεμιστοκλής αφού ανέλαβε την αρχηγία, αμέσως προσπάθησε να επιβιβάσει τους πολίτες στα πολεμικά πλοία και προσπαθούσε να τους πείσει, αφού εγκαταλείψουν την πόλη, να αντιταχθούν κατά θάλασσα, εναντίον του βαρβάρου σε μέρος όσο το δυνατόν περισσότερο απομακρυσμένο από την (ηπειρωτική) Ελλάδα. Επειδή όμως πολλοί (από τους Αθηναίους) ήταν αντίθετοι, αναγκάστηκε να οδηγήσει μεγάλη στρατιωτική δύναμη μαζί με Λακεδαιμόνιους στρατιώτες στα Τέμπη, για να διακινδυνεύσουν εκεί, αγωνιζόμενοι υπέρ της Θεσσαλίας, η οποία δε φαινόταν ακόμη τότε ότι διάκειται φιλικά προς τους Μήδους.

(2) ἐπεὶ δ' ἀνεχώρησαν ἐκεῖθεν ἄπρακτοι καὶ Θετταλῶν βασιλεῖ προσγενομένων ἐμήδιζε τὰ μέχρι Βοιωτίας, μᾶλλον ἤδη τῷ Θεμιστοκλεῖ προσεῖχον οἱ Ἀθηναῖοι περὶ τῆς θαλάσσης, καὶ πέμπεται μετὰ νεῶν ἐπ' Ἀρτεμίσιον τὰ στενὰ φυλάξων. ἔνθα δὴ τῶν μὲν Ἑλλήνων Εὐρυβιάδην καὶ Λακεδαιμονιους ἡγεῖσθαι κελευόντων, τῶν δ' Ἀθηναίων, ὅτι πλήθει τῶν νεῶν σύμπαντας ὁμοῦ τι τοὺς ἄλλους ὑπερέβαλλον, οὐκ ἀξιούντων ἑτέροις ἕπεσθαι,

(2) Όταν όμως αναχώρησαν από εκεί, χωρίς να κατορθώσουν τίποτα σπουδαίο, και οι Θεσσαλοί προσχώρησαν στον βασιλιά, και όλες οι Ελληνικές χώρες έκλιναν προς τους Μήδους, τότε πλέον οι Αθηναίοι πολύ περισσότερο άρχιζαν να προσέχουν τη γνώμη του Θεμιστοκλή για την αξία της θάλασσας. Γι' αυτό στάλθηκε ο Θεμιστοκλής επικεφαλής πολεμικού στόλου στο Αρτεμίσιο, για να προστατεύσει τα στενά. Εκεί λοιπόν, ενώ όλοι οι άλλοι Έλληνες πρότειναν να έχουν την αρχηγία του στόλου ο Ευρυβιάδης και οι Λακεδαιμόνιοι, οι Αθηναίοι δε θεωρούσαν ορθό να είναι υπό τις διαταγές άλλων, γιατί το πλήθος των δικών τους πλοίων ήταν μεγαλύτερο από όλων των άλλων μαζί τα πλοία.

(3) συνιδὼν τὸν κίνδυνον ὁ Θεμιστοκλῆς αὐτός τε τὴν ἀρχὴν τῷ Εὐρυβιάδῃ παρῆκε καὶ κατεπράϋνε τοὺς Ἀθηναίους, ὑπισχνούμενος, ἂν ἄνδρες ἀγαθοὶ γένωνται πρὸς τὸν πόλεμον, ἑκόντας αὐτοῖς παρέξειν εἰς τὰ λοιπὰ πειθομένους τοὺς Ἕλληνας. διόπερ δοκεῖ τῆς σωτηρίας αἰτιώτατος γενέσθαι τῇ Ἑλλάδι καὶ μάλιστα τοὺς Ἀθηναίους προαγαγεῖν εἰς δόξαν, ὡς ἀνδρείᾳ μὲν τῶν πολεμίων, εὐγνωμοσύνῃ δὲ τῶν συμμάχων περιγενομένους.

(3) Ο Θεμιστοκλής, επειδή διαισθάνθηκε τον κίνδυνο, αυτός ο ίδιος από δική του πρωτοβουλία παραχώρησε και την αρχηγία στον Ευρυβιάδη και καθησύχασε τους Αθηναίους και τους έδωσε την υπόσχεση ότι, αν αναδειχθούν γενναίοι πολεμιστές στον πόλεμο, θα κάμει στο μέλλον τους Έλληνες να υπακούουν θεληματικά σ' αυτούς. Γι' αυτό θεωρείται (ο Θεμιστοκλής) ότι υπήρξε ο κύριος αίτιος της σωτηρίας της Ελλάδας και ότι κατ' εξοχήν αυτός ανύψωσε τους Αθηναίους σε δόξα, γιατί με την ανδρεία τους νίκησαν τους εχθρούς και με τη μεγαλοψυχία τους τους συμμάχους τους.

(4) ἐπεὶ δὲ ταῖς Ἀφεταῖς τοῦ βαρβαρικοῦ στόλου προσμίξαντος ἐκπλαγεὶς ὁ Εὐρυβιάδης τῶν κατὰ στόμα νεῶν τὸ πλῆθος, ἄλλας δὲ πυνθανόμενος διακοσίας ὑπὲρ Σκιάθου περιπλεῖν, ἐβούλετο τὴν ταχίστην εἴσω τῆς Ἑλλάδος κομισθεὶς ἅψασθαι Πελοποννήσου καὶ τὸν πεζὸν στρατὸν ταῖς ναυσὶ προσπεριβαλέσθαι, παντάπασιν ἀπρόσμαχον ἡγούμενος τὴν κατὰ θάλατταν ἀλκὴν βασιλέως, δείσαντες οἱ Εὐβοεῖς, μὴ σφᾶς οἱ Ἕλληνες πρόωνται, κρύφα τῷ Θεμιστοκλεῖ διελέγοντο, Πελάγοντα μετὰ χρημάτων πολλῶν πέμψαντες.

(4) Όταν όμως ο βαρβαρικός στόλος προσέγγισε στους Αφέτες, ο Ευρυβιάδης, επειδή καταλήφθηκε από φόβο, εξαιτίας του μεγάλου πλήθους των πλοίων που βρίσκονταν απέναντί του, πληροφορούνταν ότι άλλα διακόσια (200) πλοία παρέπλεαν τη Σκιάθο, ήθελαν επιστρέφοντας ταχύτατα στο εσωτερικό της Ελλάδας να αποβιβασθεί στην Πελοπόννησο και να περιζώσει τα πλοία του με τον πεζικό στρατό, γιατί νόμιζε ότι η θαλάσσια δύναμη του βασιλιά ήταν ακαταμάχητη. Αλλά οι Ευβοείς, επειδή φοβήθηκαν μήπως οι άλλοι Έλληνες τους εγκαταλείψουν, ήλθαν κρυφά σε επαφή με τον Θεμιστοκλή μέσω του Πελάγοντα, τον οποίο έστειλαν σ' αυτόν με πολλά χρήματα.

(5) ἃ λαβὼν ἐκεῖνος, ὡς Ἡρόδοτος ἱστόρηκε, τοῖς περὶ τὸν Εὐρυβιάδην ἔδωκεν. ἐναντιουμένου δ' αὐτῷ μάλιστα τῶν πολιτῶν Ἀρχιτέλους, ὃς ἦν μὲν ἐπὶ τῆς ἱερᾶς νεὼς τριήραρχος, οὐκ ἔχων δὲ χρήματα τοῖς ναύταις χορηγεῖν ἔσπευδεν ἀποπλεῦσαι, παρώξυνεν ἔτι μᾶλλον ὁ Θεμιστοκλῆς τοὺς τριηρίτας ἐπ' αὐτόν, ὥστε τὸ δεῖπνον ἁρπάσαι συνδραμόντας.

(5) (Ο Θεμιστοκλής) αφού τα πήρε τα παρέδωσε, όπως έχει διηγηθεί ο Ηρόδοτος στους ανθρώπους του Ευρυβιάδη. Επειδή όμως απ' όλους τους πολίτες ήταν αντίθετός του κυρίως ο Αρχιτέλης, ο οποίος ήταν μεν τριήραρχος του ιερού πλοίου, αλλά βιαζόταν να αποπλεύσει, διότι δεν είχε χρήματα να πληρώσει τους ναύτες, ο Θεμιστοκλής ξεσήκωνε ακόμα περισσότερο εναντίον του τους ναύτες του, ώστε έτρεξαν όλοι μαζί και του άρπαξαν το δείπνο.

(6) τοῦ δ' Ἀρχιτέλους ἀθυμοῦντος ἐπὶ τούτῳ καὶ βαρέως φέροντος, εἰσέπεμψεν ὁ Θεμιστοκλῆς πρὸς αὐτὸν ἐν κίστῃ δεῖπνον ἄρτων καὶ κρεῶν, ὑποθεὶς κάτω τάλαντον ἀργυρίου καὶ κελεύσας αὐτόν τε δειπνεῖν ἐν τῷ παρόντι καὶ μεθ' ἡμέραν ἐπιμεληθῆναι τῶν τριηριτῶν· εἰ δὲ μή, καταβοήσειν αὐτοῦ πρὸς τοὺς παρόντας ὡς ἔχοντος ἀργύριον παρὰ τῶν πολεμίων. ταῦτα μὲν οὖν Φανίας ὁ Λέσβιος εἴρηκεν.

(6) Ο Αρχιτέλης βρισκόταν γι' αυτό σε αθυμία και στενοχωριόταν, ο δε Θεμιστοκλής του έστειλε μέσα σε κιβώτιο τροφές από άρτο και κρέας και έβαλε κάτω από αυτές χρήματα αξίας ενός ταλάντου και του παράγγειλε να δειπνήσει αυτός επί του παρόντος και την άλλη μέρα να φροντίσει για τους ναύτες του. Σε αντίθετη περίπτωση (τον απείλησε) ότι θα τον καταγγείλει στους συμπολίτες, ότι πήρε χρήματα από τους εχθρούς. Αυτά λοιπόν έχει διηγηθεί ο Φανίας ο Λέσβιος.

[8] (1) αἱ δὲ γενόμεναι τότε πρὸς τὰς τῶν βαρβάρων ναῦς περὶ τὰ στενὰ μάχαι κρίσιν μὲν εἰς τὰ ὅλα μεγάλην οὐκ ἐποίησαν, τῇ δὲ πείρᾳ μέγιστα τοὺς Ἕλληνας ὤνησαν, ὑπὸ τῶν ἔργων παρὰ τοὺς κινδύνους διδαχθέντας, ὡς οὔτε πλήθη νεῶν οὔτε κόσμοι καὶ λαμπρότητες ἐπισήμων οὔτε κραυγαὶ κομπώδεις ἢ βάρβαροι παιᾶνες ἔχουσι τι δεινὸν ἀνδράσιν ἐπισταμένοις εἰς χεῖρας ἰέναι καὶ μάχεσθαι τολμῶσιν, ἀλλὰ δεῖ τῶν τοιούτων καταφρονοῦντας ἐπ' αὐτὰ τὰ σώματα φέρεσθαι καὶ πρὸς ἐκεῖνα διαγωνίζεσθαι συμπλακέντας.

[8] (1) Οι ναυμαχίες, οι οποίες διεξήχθησαν τότε εναντίον του βαρβαρικού στόλου στα στενά (του Αρτεμισίου), δεν άσκησαν βεβαίως μεγάλη ροπή στη γενική κατάσταση, αλλά ωφέλησαν του Έλληνες πάρα πολύ κατά την πολεμική εμπειρία· διότι από τους κινδύνους στην πράξη έμαθαν ότι ούτε τα πλήθη των πλοίων ούτε οι πολυτελείς διακοσμήσεις και η λάμψη των παρασήμων ούτε οι αλαζονικές κραυγές ή τα βαρβαρικά πολεμικά άσματα μπορούν να προξενήσουν φόβο σε άνδρες, οι οποίοι ξέρουν να συμπλέκονται και να έχουν την τόλμη να μάχονται, αλλά πρέπει καταφρονώντας όλα αυτά να ορμούν εναντίον αυτών των προσώπων (των εχθρών) και προς εκείνους, όταν συμπλακούν, να αγωνίζονται.

(2) ὃ δὴ καὶ Πίνδαρος οὐ κακῶς ἔοικε συνιδὼν ἐπὶ τῆς ἐν Ἀρτεμισίῳ μάχης εἰπεῖν· ὅθι παῖδες Ἀθαναίων ἐβάλοντο φαεννὰν κρηπῖδ' ἐλευθερίας· ἀρχὴ γὰρ ὄντως τοῦ νικᾶν τὸ θαρρεῖν. ἔστι δὲ τῆς Εὐβοίας τὸ Ἀρτεμίσιον ὑπὲρ τὴν Ἑστίαιαν αἰγιαλὸς εἰς βορέαν ἀναπεπταμένος, ἀντιτείνει δ' αὐτῷ μάλιστα τῆς ὑπὸ Φιλοκτήτῃ γενομένης χώρας Ὀλιζών. ἔχει δὲ ναὸν οὐ μέγαν Ἀρτέμιδος ἐπίκλησιν Προσηῴας, καὶ δένδρα περὶ αὐτῷ πέφυκε καὶ στῆλαι κύκλῳ λίθου λευκοῦ πεπήγασιν· ὁ δὲ λίθος τῇ χειρὶ τριβόμενος καὶ χρόαν καὶ ὀσμὴν κροκίζουσαν ἀναδίδωσιν.

(2) Αυτό φαίνεται βεβαίως, ότι το αντιλήφθηκε ορθά ο Πίνδαρος και είπε για τη ναυμαχία του Αρτεμισίου: "ὅθι παῖδες Ἀθαναίων ἐβάλοντο φαεννάν κρηπίδ' ἐλευθερίας" (Όπου τα παιδιά των Αθηναίων έθεσαν λαμπρό θεμέλιο της ελευθερίας) διότι πράγματι η αρχή της νίκης είναι το θάρρος.

(3) ἐν μιᾷ δὲ τῶν στηλῶν ἐλεγεῖον ἦν τόδε γεγραμμένον·

(3) Επάνω σε μια από αυτές τις στήλες είχε γραφτεί το εξής ελεγειακό ποίημα:

παντοδαπῶν ἀνδρῶν γενεὰς Ἀσίας ἀπὸ χώρας παῖδες Ἀθηναίων τῷδέ ποτ' ἐν πελάγει ναυμαχίῃ δαμάσαντες, ἐπεὶ στρατὸς ὤλετο Μήδων, σήματα ταῦτ' ἔθεσαν παρθένῳ Ἀρτέμιδι.

Πολλές φυλές ανθρώπων από διάφορες χώρες της Ασίας τα παιδιά των Αθηναίων σε μία ναυμαχία συνέτριψαν κάποτε σε αυτό εδώ το πέλαγος και αφού κατέστρεψαν τον στρατό των Μήδων έστησαν αυτά τα μνημεία προς τιμή της παρθένου Αρτέμιδας.

δείκνυται δὲ τῆς ἀκτῆς τόπος ἐν πολλῇ τῇ πέριξ θινὶ κόνιν τεφρώδη καὶ μέλαιναν ἐκ βάθους ἀναδιδούς, ὥσπερ πυρίκαυστον, ἐν ᾧ τὰ ναυάγια καὶ νεκροὺς καῦσαι δοκοῦσι.

Φαίνεται ακόμη και σήμερα κάποιο μέρος της ακτής γύρω σε μια μεγάλη αμμώδη έκταση, από το βάθος του οποίου ανεβαίνει σκόνη με χρώμα στάχτης και μαύρη, σαν να είναι από φωτιά, και σε αυτό το μέρος νομίζουν ότι έκαψαν τα συντρίμμια των πλοίων τους και τους νεκρούς τους.

Ο Θεμιστοκλής παροτρύνει τους Ίωνες ν' αποσκιρτήσουν.

[9] (1) τῶν μέντοι περὶ Θερμοπύλας εἰς τὸ Ἀρτεμίσιον ἀπαγγελλόντων πυθόμενοι Λεωνίδαν τε κεῖσθαι καὶ κρατεῖν Ξέρξην τῶν κατὰ γῆν παρόδων, εἴσω τῆς Ἑλλάδος ἀνεκομίζοντο, τῶν Ἀθηναίων ἐπὶ πᾶσι τεταγμένων δι' ἀρετὴν καὶ μέγα τοῖς πεπραγμένοις φρονούντων. παραπλέων δὲ τὴν χώραν ὁ Θεμιστοκλῆς, ᾗπερ κατάρσεις ἀναγκαίας καὶ καταφυγὰς ἑώρα τοῖς πολεμίοις, ἐνεχάραττε κατὰ τῶν λίθων ἐπιφανῆ γράμματα, (2) τοὺς μὲν εὑρίσκων ἀπὸ τύχης, τοὺς δ' αὐτὸς ἱστὰς περὶ τὰ ναύλοχα καὶ τὰς ὑδρείας, ἐπισκήπτων Ἴωσι διὰ τῶν γραμμάτων, εἰ μὲν οἷόν τε, μετατάξασθαι πρὸς αὐτοὺς πατέρας ὄντας καὶ προκινδυνεύοντας ὑπὲρ τῆς ἐκείνων ἐλευθερίας, εἰ δὲ μή, κακοῦν τὸ βαρβαρικὸν ἐν ταῖς μάχαις καὶ συνταράττειν. ταῦτα δ' ἤλπιζεν ἢ μεταστήσειν τοὺς Ἴωνας ἢ ταράξειν ὑποπτοτέρους τοῖς βαρβάροις γενομένους.

[9] (1) Όταν όμως οι (Έλληνες) πληροφορήθηκαν από τους αγγελιαφόρους από τις Θερμοπύλες στο Αρτεμίσιο ότι ο Λεωνίδας είχε σκοτωθεί και ο Ξέρξης ήταν κυρίαρχος των διαβάσεων στη στεριά, αποσύρονταν στο εσωτερικό της Ελλάδας, ενώ οι Αθηναίοι είχαν ταχθεί εξαιτίας της ανδρείας τους τελευταίοι (κατά την αποχώρηση) και υπερηφανεύονταν για τα κατορθώματά τους. Ο Θεμιστοκλής παραπλέοντας τις ακτές της χώρας, όπου έβλεπε μέρη, στα οποία αναγκαστικά θα προσορμίζονταν με τα πλοία τους και θα κατέφευγαν οι εχθροί, χάραζε πάνω σε βράχους μεγάλα γράμματα ώστε να φαίνονται· από τους βράχους αυτούς άλλους τους έβρισκε τυχαία (καλά τοποθετημένους), άλλους τους έστηνε ο ίδιος στους όρμους και στις πηγές. Με τα γράμματα αυτά παρότρυνε τους Ίωνες, αν ήταν δυνατό, να αποσκιρτήσουν σ' αυτούς, γιατί ήταν πατέρες τους και πολεμούσαν για την ελευθερία εκείνων, διαφορετικά (αν δεν μπορούσαν να αποσκιρτήσουν) να προσπαθούν να επιφέρουν στις μάχες ζημιές στον βαρβαρικό στρατό και να προξενούν σύγχυση. Μ' αυτά έλπιζε ο Θεμιστοκλής ότι θα παρασύρει τους Ίωνες (με το μέρος των Ελλήνων ή ότι θα επιφέρει σε αυτούς σύγχυση με το να τους υποπτευθούν οι βάρβαροι.


Το κείμενο είναι αντιγραμμένο από το Hodoi Du texte à l'hypertexte

Η μετάφραση είναι αντιγραμμένη από τη σειρά "ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ" των εκδόσεων Οδυσσέας Χατζόπουλος.

 


Τα γεγονότα σύμφωνα με τον Διόδωρο τον Σικελιώτη

Διόδωρου Σικελιώτη, Βιβλιοθήκης Ιστορικής Βίβλος Ενδεκάτη

 

[11,12] [...] Ξέρξης γὰρ τῶν παρόδων τὸν εἰρημένον τρόπον κρατήσας καὶ κατὰ τὴν παροιμίαν τὴν Καδμείαν νίκην νενικηκώς, ὀλίγους μὲν τῶν πολεμίων ἀνεῖλε, πολλαπλασίους δὲ τῶν ἰδίων ἀπώλεσεν. ἐπεὶ δὲ πεζῇ τῶν παρόδων ἐκυρίευσε, τῶν κατὰ τὴν θάλατταν ἀγώνων ἔκρινε λαμβάνειν πεῖραν. εὐθὺς οὖν τὸν ἀφηγούμενον τοῦ στόλου Μεγαβάτην προσκαλεσάμενος διεκελεύσατο πλεῖν ἐπὶ τὸ τῶν Ἑλλήνων ναυτικὸν καὶ πειρᾶσθαι παντὶ τῷ στόλῳ ναυμαχεῖν πρὸς τοὺς Ἕλληνας. ὁ δὲ ταῖς τοῦ βασιλέως παραγγελίαις ἀκολουθῶν ἐκ Πύδνης τῆς Μακεδονικῆς ἀνήχθη παντὶ τῷ στόλῳ, καὶ κατέπλευσε τῆς Μαγνησίας πρὸς ἄκραν τὴν ὀνομαζομένην Σηπιάδα. ἐνταῦθα δὲ μεγάλου πνεύματος ἐπιγενομένου ἀπέβαλε ναῦς μακρὰς {τριήρεις} μὲν ὑπὲρ τὰς τριακοσίας, ἱππαγωγοὺς δὲ καὶ τῶν ἄλλων παμπληθεῖς. λήξαντος δὲ τοῦ πνεύματος ἀναχθεὶς κατέπλευσεν εἰς Ἀφέτας τῆς Μαγνησίας. ἐκεῖθεν δὲ διακοσίας τριήρεις ἐξέπεμψε, προστάξας τοῖς ἡγεμόσι περιπλεῦσαι καὶ τὴν Εὔβοιαν δεξιὰν λαβόντας κυκλώσασθαι τοὺς πολεμίους. οἱ δ´ Ἕλληνες ὥρμουν μὲν ἐπ´ Ἀρτεμισίῳ τῆς Εὐβοίας, εἶχον δὲ τὰς πάσας τριήρεις διακοσίας καὶ ὀγδοήκοντα· καὶ τούτων ἦσαν τῶν μὲν Ἀθηναίων ἑκατὸν καὶ τετταράκοντα, αἱ δὲ λοιπαὶ τῶν ἄλλων Ἑλλήνων. τούτων δὲ ναύαρχος μὲν ἦν Εὐρυβιάδης ὁ Σπαρτιάτης, διῴκει δὲ τὰ περὶ τὸν στόλον Θεμιστοκλῆς ὁ Ἀθηναῖος· οὗτος γὰρ διὰ σύνεσιν καὶ στρατηγίαν μεγάλης ἀποδοχῆς ἐτύγχανεν οὐ μόνον ἐν τοῖς κατὰ τὸ ναυτικὸν Ἕλλησιν, ἀλλὰ καὶ παρ´ αὐτῷ τῷ Εὐρυβιάδῃ, καὶ πάντες τούτῳ προσέχοντες προθύμως ὑπήκουον. προτεθείσης δὲ βουλῆς ἐν τοῖς τῶν νεῶν ἡγεμόσι περὶ τῆς ναυμαχίας, οἱ μὲν ἄλλοι πάντες τὴν ἡσυχίαν ἔκριναν ἔχειν καὶ τὸν ἐπίπλουν τῶν πολεμίων ἀναδέχεσθαι, μόνος δὲ Θεμιστοκλῆς τὴν ἐναντίαν ἀπεφήνατο γνώμην, διδάσκων ὅτι συμφέρει παντὶ τῷ στόλῳ συντεταγμένῳ πλεῖν ἐπὶ τοὺς πολεμίους· οὕτω γὰρ αὐτοὺς πλεονεκτήσειν ἀθρόαις ταῖς ναυσὶν ἐπιπλέοντας τοῖς διὰ τὴν ταραχὴν διεσπασμένην ἔχουσι τὴν τάξιν, ὡς ἂν ἐκ πολλῶν καὶ διεστηκότων λιμένων ἐκπλέουσι. τέλος δὲ κατὰ τὴν Θεμιστοκλέους κρίσιν οἱ Ἕλληνες παντὶ τῷ στόλῳ τοῖς πολεμίοις ἐπέπλευσαν. τῶν δὲ βαρβάρων ἐκ πολλῶν λιμένων ἀναγομένων, τὸ μὲν πρῶτον οἱ περὶ τὸν Θεμιστοκλέα διεσπαρμένοις τοῖς Πέρσαις συμπλεκόμενοι πολλὰς μὲν ναῦς κατέδυσαν, οὐκ ὀλίγας δὲ φυγεῖν ἀναγκάσαντες μέχρι τῆς γῆς κατεδίωξαν· μετὰ δὲ ταῦτα παντὸς τοῦ στόλου συναχθέντος καὶ γενομένης ναυμαχίας ἰσχυρᾶς, μέρει μὲν τῶν νεῶν ἑκάτεροι ἐπροτέρησαν, οὐδέτεροι δὲ ὁλοσχερεῖ νίκῃ πλεονεκτήσαντες νυκτὸς ἐπιλαβούσης διελύθησαν.

[11,12] [...] Ο Ξέρξης λοιπόν, αφού κέρδισε τα περάσματα με τον τρόπο που είπαμε και νίκησε την παροιμιώδη «Καδμεία νίκη», σκότωσε βέβαια λίγους από τους εχθρούς, αλλά έχασε πολύ περισσότερους από τους δικούς του. Αφού κυρίευσε τα περάσματα με το πεζικό, αποφάσισε να δοκιμάσει και τους αγώνες στη θάλασσα. Κάλεσε λοιπόν αμέσως τον διοικητή του στόλου, τον Μεγαβάτη, και τον διέταξε να πλεύσει εναντίον του ναυτικού των Ελλήνων και να επιχειρήσει να ναυμαχήσει με ολόκληρο τον στόλο κατά των Ελλήνων. Εκείνος, ακολουθώντας τις εντολές του βασιλιά, ξεκίνησε από την Πύδνα της Μακεδονίας και κατέπλευσε στο ακρωτήριο της Μαγνησίας, το ονομαζόμενο Σηπιάδα. Εκεί, από έναν ισχυρό άνεμο που σηκώθηκε, έχασε πάνω από τριακόσιες πολεμικές τριήρεις και μεγάλο πλήθος από τα πλοία που μετέφεραν άλογα και από τα υπόλοιπα. Όταν ο άνεμος σταμάτησε, σήκωσε άγκυρα και κατέπλευσε στο ακρωτήριο Αφέτες της Μαγνησίας. Από εκεί έστειλε διακόσιες τριήρεις, προστάζοντας τους κυβερνήτες τους να κάνουν από τα δεξιά τον περίπλου της Εύβοιας και να κυκλώσουν τους εχθρούς. Οι Έλληνες ήταν αγκυροβολημένοι στο ακρωτήριο Αρτεμίσιο της Εύβοιας και είχαν συνολικά διακόσιες ογδόντα τριήρεις. Από αυτά τα πλοία, αθηναϊκά ήταν εκατόν σαράντα και τα υπόλοιπα όλων των άλλων Ελλήνων. Ναύαρχος αυτών των πλοίων ήταν ο Ευρυβιάδης ο Σπαρτιάτης, ενώ ο Θεμιστοκλής ο Αθηναίος είχε τη γενική διοίκηση του στόλου. Διότι αυτό, λόγω της σύνεσης και της στρατηγικής του ικανότητας, ετύγχανε μεγάλης αποδοχής, όχι μόνο από τους Έλληνες ναυτικούς αλλά και από τον ίδιο τον Ευρυβιάδη, και όλοι σε τούτον στρέφονταν και τον υπάκουαν πρόθυμα. Στο συμβούλιο των κυβερνητών που έγινε για τη ναυμαχία, όλοι οι άλλοι ήταν υπέρ του να μείνουν ακίνητοι και να περιμένουν την έφοδο του εχθρού, και μόνο ο Θεμιστοκλής εξέφρασε την αντίθετη γνώμη, εξηγώντας τους ότι τους συνέφερε να πλεύσουν εναντίον των εχθρών με όλο τον στόλο συντεταγμένο. Γιατί με αυτόν τον τρόπο θα πλεονεκτούσαν, καθώς θα έπλεαν με όλα μαζί τα πλοία εναντίον ενός εχθρού του οποίου ο σχηματισμός θα ήταν διασπασμένος λόγω της σύγχυσης η οποία θα υπήρχε, εφόσον θα απέπλεαν από πολλά και σε απόσταση μεταξύ τους λιμάνια. Τελικά, οι Έλληνες έπλευσαν εναντίον των εχθρών, σύμφωνα με τη γνώμη του Θεμιστοκλή, με ολόκληρο τον στόλο. Επειδή οι βάρβαροι ξεκίνησαν από πολλά λιμάνια, στην αρχή οι άνδρες του Θεμιστοκλή συγκρούστηκαν με τους σκορπισμένους Πέρσες, βούλιαξαν πολλά πλοία και αφού ανάγκασαν ουκ ολίγα να τραπούν σε φυγή, τα καταδίωξαν μέχρι την ξηρά. Στη συνέχεια όμως, όταν συγκεντρώθηκε ολόκληρος ο στόλος και έγινε ισχυρή ναυμαχία, η κάθε πλευρά υπερτερούσε της άλλης εν μέρει και κανείς δεν πλεονέκτησε με ολοσχερή νίκη, έτσι, όταν τους έπιασε η νύχτα, σταμάτησαν τις εχθροπραξίες.

[11,13] Μετὰ δὲ τὴν ναυμαχίαν χειμὼν ἐπιγενόμενος μέγας πολλὰς ἐκτὸς τοῦ λιμένος ὁρμούσας τῶν νεῶν διέφθειρεν, ὥστε δοκεῖν τὸ θεῖον ἀντιλαμβάνεσθαι τῶν Ἑλλήνων, ἵνα τοῦ πλήθους τῶν βαρβαρικῶν νεῶν ταπεινωθέντος ἀντίπαλος ἡ τῶν Ἑλλήνων δύναμις γένηται καὶ πρὸς τὰς ναυμαχίας ἀξιόχρεως διόπερ οἱ μὲν Ἕλληνες ἀεὶ μᾶλλον ἐθάρρουν, οἱ δὲ βάρβαροι ἀεὶ πρὸς τοὺς κινδύνους ἐγίνοντο δειλότεροι. οὐ μὴν ἀλλ´ ἀναλαβόντες ἑαυτοὺς ἐκ τῆς ναυαγίας ἁπάσαις ταῖς ναυσὶν ἀνήχθησαν ἐπὶ τοὺς πολεμίους. οἱ δ´ Ἕλληνες, προσγενομένων αὐτοῖς τριήρων πεντήκοντα Ἀττικῶν, ἀντιπαρετάχθησαν τοῖς βαρβάροις. ἦν δ´ αὐτῶν ἡ ναυμαχία παραπλήσιος ταῖς περὶ τὰς Θερμοπύλας μάχαις· οἱ μὲν γὰρ Πέρσαι διεγνώκεσαν βιάσασθαι τοὺς Ἕλληνας καὶ τὸν Εὔριπον διεκπλεῦσαι, οἱ δ´ Ἕλληνες ἐμφράξαντες τὰ στενὰ προεμάχοντο τῶν ἐντὸς τῆς Εὐβοίας συμμαχούντων. γενομένης δὲ ναυμαχίας ἰσχυρᾶς πολλαὶ νῆες παρ´ ἀμφοτέρων διεφθάρησαν, καὶ νυκτὸς ἐπιγενομένης ἠναγκάσθησαν ἀνακάμπτειν ἐπὶ τοὺς οἰκείους λιμένας. ἀριστεῦσαι δὲ ἐν ἀμφοτέραις ταῖς ναυμαχίαις φασὶ παρὰ μὲν τοῖς Ἕλλησιν Ἀθηναίους, παρὰ δὲ τοῖς βαρβάροις Σιδωνίους. μετὰ δὲ ταῦτα οἱ Ἕλληνες ἀκούσαντες τὰ περὶ Θερμοπύλας γενόμενα, πυθόμενοι δὲ καὶ τοὺς Πέρσας πεζῇ προάγειν ἐπὶ τὰς Ἀθήνας, ἠθύμησαν· διόπερ ἀποπλεύσαντες εἰς Σαλαμῖνα διέτριβον ἐνταῦθα. οἱ δ´ Ἀθηναῖοι θεωροῦντες πανδημεὶ κινδυνεύοντας τοὺς ἐν ταῖς Ἀθήναις, τέκνα {μὲν} καὶ γυναῖκας καὶ τῶν ἄλλων χρησίμων ὅσα δυνατὸν ἦν εἰς τὰς ναῦς ἐνθέντες διεκόμισαν εἰς Σαλαμῖνα. ὁ δὲ τῶν Περσῶν ναύαρχος πυθόμενος τὸν τῶν πολεμίων ἀπόπλουν, κατῆρεν εἰς τὴν Εὔβοιαν μετὰ παντὸς τοῦ στόλου, καὶ τὴν τῶν Ἱστιαιέων πόλιν βίᾳ χειρωσάμενος καὶ διαρπάσας τὴν χώραν αὐτῶν ἐδῄωσεν.

[11,13] Μετά τη ναυμαχία, ξέσπασε ισχυρή καταιγίδα και κατέστρεψε πολλά πλοία που ήταν αγκυροβολημένα έξω από το λιμάνι, έτσι ώστε φάνηκε ωσάν το θείο να έπαιρνε το μέρος των Ελλήνων, προκειμένου να μειωθεί το πλήθος των βαρβαρικών πλοίων και να γίνει ισόπαλη η δύναμη των Ελλήνων και ισάξια για τη ναυμαχία. Σαν αποτέλεσμα, οι Έλληνες έπαιρναν όλο και περισσότερο θάρρος, ενώ οι βάρβαροι γίνονταν όλο και δειλότεροι έναντι των κινδύνων. Ωστόσο, όταν συνήλθαν από το ναυάγιο, ανοίχτηκαν με όλα τους τα πλοία εναντίον των εχθρών. Όσο για τους Έλληνες, αφού στη δύναμή τους προστέθηκαν πενήντα αττικές τριήρεις, αντιπαρατάχθηκαν στους βαρβάρους. Η ναυμαχία τους έμοιαζε με τις μάχες που δόθηκαν στις Θερμοπύλες, γιατί οι Πέρσες ήταν αποφασισμένοι να πιέσουν τους Έλληνες και να περάσουν δια της βίας μέσα από τον Εύριπο, ενώ οι Έλληνες, αφού έφραξαν τα στενά, μάχονταν υπέρ των συμμάχων που ήταν στην Εύβοια. Μετά από ισχυρή ναυμαχία, καταστράφηκαν πολλά πλοία και των δύο πλευρών και, όταν έπεσε η νύχτα, αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στα λιμάνια τους ο καθένας. Λένε πως και στις δύο ναυμαχίες, από τους Έλληνες αρίστευσαν οι Αθηναίοι ενώ από τους βαρβάρους οι Σιδώνιοι. Στη συνέχεια, οι Έλληνες, έχοντας μάθει τα όσα έγιναν στις Θερμοπύλες και πληροφορούμενοι ότι οι Πέρσες προχωρούσαν πεζή εναντίον των Αθηνών, λιγοψύχησαν. Έτσι, απέπλευσαν για τη Σαλαμίνα και παρέμεναν εκεί. Οι Αθηναίοι, βλέποντας ότι κινδύνευαν όλοι όσοι κατοικούσαν στην Αθήνα, αφού έβαλαν μέσα στα πλοία τα παιδιά και τις γυναίκες τους και ό,τι άλλο χρήσιμο μπορούσαν, τους μετέφεραν στη Σαλαμίνα. Ο ναύαρχος των Περσών, μαθαίνοντας τον απόπλου των εχθρών, κατέπλευσε στην Εύβοια με όλο τον στόλο και, αφού υπέταξε δια της βίας την πόλη των Ιστιαίων, λεηλάτησε και ερήμωσε την περιοχή τους.


Το κείμενο από το: HODOI, Du texte à l'hypertexte

Η μετάφραση είναι αντιγραμμένη από τη σειρά «ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ» των εκδόσεων Οδυσσέας Χατζόπουλος.

 

 


Χάρτης με κίνηση