ΑΡΧΑΙΟΣ  ΒΟΥΛΩΡΌΣ ή ΒΌΛΟΥΡΟ

 
     
 

Στα αρχαία χρόνια η Γλούστα ήταν χωριό με πολλούς συνοικισμούς (μαχαλάδες). Ένας συνοικισμός απ’ αυτούς ήταν και το χωριό με το σημερινό όνομα Άγιος Γεώργιος, που στα παλιά χρόνια λέγονταν Γαρδίκι. Η ονομασία ξεκινούσε από τη σλάβικη λέξη γραδ που θα πει πόλη και με την παραφθορά ονομάστηκε Γραδίκι/Γαρδίκι δηλ. μικρή πολιτεία. Μικρό χωριό αλλά ιστορικό.

Ανάμεσα από τον παραπόταμο του Καλαμά Λαγκάδισσα (Λαγκάβιτσα) και το χείμαρρο Τορίτσα, βρίσκεται ύψωμα, που εκεί πάνω είναι χτισμένο το χωριό. Δίπλα, όπου είναι οι τάφοι, υπάρχει άλλο ύψωμα που εκεί ήταν χτισμένος ένας πύργος. Κατά την παράδοση τον πύργο αυτό διαφέντευε η Μονοβύζα ή κατ’ άλλους χρειάστηκε η θυσία της γυναίκας του πρωτομάστορα η οποία χτίστηκε ζωντανή στα θεμέλιά του για να στεριωθεί ο πύργος αυτός.

Στο μαχαλά της Γλούστας, το Γαρδίκι, που στα αρχαία χρόνια το λέγανε Βόλουρο ή Βουλωρό (ονομασίες σχετικές με τη βοοτροφία) θρυλείται πως υπήρχε πόλη την οποία έχτισε ο Έλενος, ένα από τα παιδιά του Πριάμου και της Εκάβης, ο οποίος είχε μαντικές ικανότητες και προβλέποντας την καταστροφή της Τροίας προσχώρησε στο στρατόπεδο των Ελλήνων. Ακολούθησε έπειτα τους Έλληνες και μαζί με το στρατό του εγκαταστάθηκε στην περιοχή Κονίσπολης, Μουρσί, Φιλιάτες. Εκεί προσπαθούσε να ιδρύσει καινούριες πολιτείες και να φτιάξει καινούριο τρωϊκό κράτος.

Οι Σλάβοι επίσης έδωσαν και το όνομα της Γλούστας που θα πει μέρος κεντρικό, όταν κατέκτησαν την περιοχή, μιας και δε μπορούσαν να προφέρουν τη λέξη Βουλωρός /Βόλουρο.

Η ιστορικότητα της περιοχής αποδείχτηκε το καλοκαίρι του 1993 όταν μέσα στο χωριό Γλούστα, ενώ ανοίγανε θεμέλια για να φτιάξουν κάποιον τοίχο, βρέθηκε μεγάλος αρχαίος τάφος, με έξι αμφορείς που κάθε αμφορέας είχε τη στάχτη του νεκρού και από ένα χρυσό στεφάνι, από ένα χρυσό φίδι, κύπελλα, πόρπες, το όλον εκατόν είκοσι χρυσά κομμάτια αμύθητης αξίας.Σήμερα βρίσκονται στο αρχαιολογικό μουσείο της Κέρκυρας.

Για περισσότερα στοιχεία και φωτογραφίες από τα ευρήματα επιλέξτε εδώ

Γύρω στο 200 π.Χ. αρχίζουν οι πόλεμοι μεταξύ Ρωμαίων και Μακεδόνων. Λίγο αργότερα ο Αιμίλιος Παύλος στράφηκε εναντίον των Ηπειρωτών και κατέστρεψε εβδομήντα πολιτείες. Ανάμεσα σ’ αυτές ήταν και ο Βουλωρός/Βόλουρο στη Γλούστα.

Ο Βουλωρός ξαναχτίστηκε και συνέχισε τη ζωή του. Αργότερα επικράτησε ο Χριστιανισμός σε όλη την περιοχή, όπως επικράτησε σε ολόκληρη την Ήπειρο.

Καινούριοι οχτροί ήρθαν από το Βορρά το 396 μ.Χ. οι Γότθοι του Αλάριχου. Γκρεμίζουν, καίνε, αρπάζουν. Όμως τα πανωχώρια στέκουν όρθια.

Το 447 μ.Χ. οι βάρβαροι του Αττίλα επαναλαμβάνουν τις καταστροφές. Το ίδιο κάνουν και το 475 μ.Χ. οι Βάνδαλοι, αλλά τα πανωχώρια παραμένουν όρθια.

Το 551 μ.Χ. οι Γότθοι του Τοτίλα, σάρωσαν τις αρχαίες πολιτείες καθώς και την Εύροια (Παραμυθιά). Τότε καταστράφηκε και ο Βουλωρός – Γλούστα.

Ξανασήκωσαν το κεφάλι τους τα πανωχώρια της Μουργκάνας και ξαναστήνουν τα νοικοκυριά τους.

Δυστυχώς ήρθαν καινούριοι εχθροί στα χρόνια του Δεσποτάτου, που κατήλθαν από βορρά ληστεύοντας και ρημάζοντας τα πάντα βοηθούμενοι και από το Δεσπότη Θωμά τον Γ΄ (Πρελούμποβιτς).

Την εποχή εκείνη τα πανωχώρια μαζί με τις γύρω περιοχές τα βρήκε και άλλη δυστυχία, όταν η Άννα Κομνηνή, χήρα του Νικηφόρου του Α΄που επιτρόπευε τον ανήλικο γιό της, παραχωρεί ως προίκα της κόρης της Θαμάρ, στο γαμπρό της Φίλιππο, γιο του βασιλιά της Απουλίας Καρόλου του Β΄, μαζί με άλλες περιοχές και όλες τις δυτικές πλαγιές της Μουργκάνας και τα 16 χωριά της.

Βαριά σκλαβιά. Μα τα πανωχώρια της Μουργκάνας στέκουν όρθια. Ηρωικός λαός ηρωικής πατρίδας.

Μα η καινούρια δυστυχία ήρθε όταν παρουσιάστηκε κι άλλος οχτρός χειρότερος απ’ όλους τους προηγούμενους, που παρέμεινε πεντακόσια περίπου χρόνια. Ήταν το 1431 μ.Χ. όταν η Ήπειρος κατακτήθηκε από τους Τούρκους. Το 1454 παρουσιάζονται στα πανωχώρια της Μουργκάνας και οι Βενετοί ζητώντας κι αυτοί μοιράδι από το ψητό. Και τελικά άρπαξαν παραλιακή λωρίδα φτάνοντας ως τις δυτικές πλαγιές της Μουργκάνας, καταλαμβάνοντας τα 16 πανωχώρια και το φρούριο του Κοκκινολιθαριού που δέσποζε στην περιοχή.

Έτσι υπήρχε συνεχόμενος τουρκοβενετικός πόλεμος που συνεχίστηκε ως το 1480.

Τα πανωχώρια στέναζαν κάτω από τους εχθρικούς στρατούς, αγωνιζόμενα να σταθούν όρθια, διατηρώντας τα έθιμά τους, τη γλώσσα τους, τη θρησκεία τους και την εθνικότητά τους.

[Από το βιβλίο του Γιάννη Θ. Μούτσιου: «ΤΑ ΠΑΝΩΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΜΟΥΡΓΚΑΝΑΣ», Γιάννενα 1998]