Οδηγός Αθήνας
Κεντρική Η Πλοκή Ο γρίφος Βιβλίο κωδίκων Οδηγός Αθήνας Χάρτης Το δικό σας τέλος Λύσεις Ερωτηματολόγιο Σχετικά με... Επικοινωνία

 

 

 

Περπατώντας την πόλη :Οδηγός της Αθήνας*

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1. ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΛΟΥΜΠΑΡΔΙΑΡΗΣ

2. ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ

3. ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ

4. ΜΝΗΜΕΙΟ ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ

5. ΠΑΛΑΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

6. ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ

7. ΣΑΝΑΤΟΡΙΟ ΣΩΤΗΡΙΑ

 

 

1. 'Αγιος Δημήτριος Λουμπαρδιάρης

  

 

 

Βρίσκεται κοντά στην Πνύκα και στο μνημείο του Φιλοπάππου, προς τον αυχένα του λόφου των Νυμφών (Αστεροσκοπείου).

Πρόκειται για θολωτή μονόκλιτη βασιλική των χρόνων της Τουρκοκρατίας (κατ' άλλους του 9ου αι.), που στους μακρούς (βόρειο και νότιο) τοίχους έχει δύο τυφλά τόξα και άλλα δύο εγκάρσια ενισχυτικά (ένα στο Τ. Βήμα και ένα στην έξοδο), τα όποια συγκρατούν την κυλινδρική στέγη, που είναι πλακοσκέπαστη. Μεταγενέστερα έγινε επέκταση της στα δυτικά.

            Το 1955 έγινε αναστήλωση και συντήρηση του ναού άπό τον αρχιτέκτονα Πικιώνη, ο όποιος όμως κόσμησε τους εξωτερικούς τοίχους της εκκλησίας με σχέδια γεωμετρικά, κατασκευασμένα από κεραμικά και κομμάτια μάρμαρο. Τότε, αφού αφαιρέθησαν επιχρίσματα με νεότερες τοιχογραφίες, απεκαλύφθησαν άλλες παλαιότερες μεταβυζαντινές (1735), οι όποιες όμως είναι εφθαρμένες η φέρουν βανδαλισμούς (εξορύξεις οφθαλμών αγίων). Στα 1987-1992 έγινε καθαρισμός και συντήρηση τους με διαλύματα ειδικών υγρών. Στο χτιστό τέμπλο απεκαλύφθη γραμμένο με βυζαντινά γράμματα το κοντάκιο των εγκαινίων «ΟΥΡΑΝΟΣ ΠΟΛΥΦΩΤΟΣ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΑΝΕΔΕΙΧΘΗ ΑΠΑΝΤΑΣ ΦΩΤΑΓΩΓΟΥΣΑ ΤΟΥΣ ΠΙΣΤΟΥΣ, ΕΝ Ω ΕΣΤΩΤΕΣ ΚΡΑΥΓΑΖΟΜΕΝ: ΤΟΥΤΟΝ ΤΟΝ ΟΙΚΟΝ ΣΤΕΡΕΩΣΟΝ, ΚΥΡΙΕ».

Η Αγία Τράπεζα στηρίζεται επάνω σε αρχαίο κιονίσκο, ενώ δύο άλλοι αρχαίοι κιονίσκοι υπάρχουν στο προαύλιο της κυρίας εισόδου: Στον ένα αναγράφεται: ΒΕΡΕΝΙΚΗ-ΙΣΙΔΩΡΟΥ-ΜΗΛΙΣΙΑ-ΜΑΙΝΑΝΔΡΟΥ-ΑΙΘΑΛΙΔΟΥ-ΓΥΝΗ, και στον άλλο: ΠΑ[..]ΑΣ-ΔΗΜΑΡΧΟΥ-ΠΑΛΛΗΝΕΩΣ ΓΥΝΗ. και ΕΨΤΦΝΓΡ-ΦΨΥΗΩΜ

Ο Δημ. Γ. Καμπούρογλου διασώζει το αξιοσημείωτο γεγονός που συνέβη κατά τον εορτασμό της μνήμης του Αγίου στις 25 Οκτωβρίου 1658. Τότε ο χριστιανομάχος αγάς των Αθηνών Γιουσούφ σχεδίασε από τα Προπύλαια -όπου και η κατοικία του- ν΄ ανατινάξει με λουμπάρδα (=μεγάλο πυροβόλο) την εκκλησία, μαζί με όλο το εκκλησίασμα που είχε συρρεύσει στην πανήγυρη. Ελάχιστα λεπτά όμως πριν από το εγχείρημα, ενέσκηψε ξαφνική καταιγίδα και ένας κεραυνός έπεσε στην πυριτιδαποθήκη και στο πυροβολείο των Προπυλαίων και τα ανατίναξε, με αποτέλεσμα να βρουν τον θάνατο ο αγάς, η οικογένεια του και οι πυροβολητές. Έκτοτε η εκκλησία ονομάστηκε Λουμπαρδιάρης=βομβιστής.

Κατά την ευσεβή παράδοση, εφημέριος του ναΐσκου χρημάτισε ο νεοφανής νεο-μάρτυρας Ραφαήλ (+1454), ενώ εκεί τελούσε αγρυπνίες ο άγιος παπα-Νικόλας ο Πλανάς (+1932) και εκκλησιαζόταν μετά την εκδίωξη του από την Αίγυπτο ο άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως.  

Πηγή : Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών, www.iaath.gr

...επιστροφή στην αρχή

 

 

 

 

 

 

2. Αρχαιολογικό Μουσείο

 

Τα θαμμένα αγάλματα του πολέμου

ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΠΑΣΧΑΛΙΔΗ [1]

[  Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό LIFO , τεύχος 333, 28 Μαρτίου 2013, σελ.34- 37]

 

Επί έξι μήνες πριν από την εισβολή των Γερμανών μια ομάδα από εργάτες και αρχαιολόγους έσκαβε τα δάπεδα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου για να θάψει εκεί ό,τι πολυτιμότερο έχει η Αθήνα: τους κούρους και τις ληκύθους της.

 

 

 

 

 

 

 

    Την Κυριακή 27 Απριλίου 1941 τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής κατέλαβαν την Αθήνα. Την επομένη, νωρίς το πρωί, οι Γερμανοί αξιωματικοί που ανέβηκαν με φόρα τα μαρμάρινα σκαλιά του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου διαπίστωσαν με έκπληξη ότι παραλάμβαναν ένα κτίριο άδειο. Δεν βρήκαν πουθενά ούτε ίχνος από τα χιλιάδες πολύτιμα εκθέματα που κοσμούσαν το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας τα προηγούμενα εξήντα χρόνια της λειτουργίας του. Αντί για αγάλματα, στέκονταν μπροστά τους παγωμένοι και ανέκφραστοι οι λιγοστοί αρχαιολόγοι και οι φύλακες που είχαν βάρδια εκείνη την ώρα. Στις επίμονες ερωτήσεις τους, εκείνοι απάντησαν σιβυλλικά, ότι τα αρχαία είναι εκεί όπου όλοι γνωρίζουν, κάτω από τη γη. Και είναι αλήθεια ότι τα αρχαία είχαν μόλις επιστρέψει ξανά στο χώμα, δηλαδή στη μοναδική κιβωτό του κόσμου στην οποία θα μπορούσαν να παραμείνουν ασφαλή.  

    Η εύθραυστη ευρωπαϊκή τάξη του Μεσοπολέμου ήταν αισθητή στις ελληνικές κυβερνήσεις πολύ καιρό πριν από την κήρυξη του πολέμου. Από το 1937 η κυβέρνηση Μεταξά είχε ξεκινήσει αλληλογραφία με τη Διεύθυνση Αρχαιοτήτων του υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, προκειμένου να εκπονηθεί από κοινού ένα πλήρες σχέδιο διαφύλαξης των αρχαίων από τις αεροπορικές επιδρομές και από το ενδεχόμενο των οδομαχιών εντός των πόλεων. [...]

    Οι προετοιμασίες για την αντιμετώπιση του κινδύνου των καταστροφών εντείνονταν με την πάροδο του χρόνου. Στις 18 Ιουνίου 1940 ο υφυπουργός Παιδείας Ν. Σπέντζας ανακοίνωσε με εμπιστευτικό του έγγραφο ότι «Από σήμερον απαγορεύομεν την χορήγησιν κανονικών αδειών, κατόπιν αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου». Με την κήρυξη του πολέμου τέσσερις μήνες μετά, η Αρχαιολογική Υπηρεσία αντέδρασε αστραπιαία. Με έγγραφό της στις 11 Νοεμβρίου 1940 που απεστάλη σε όλες τις τοπικές διευθύνσεις, εξέδωσε ειδικές τεχνικές οδηγίες «διά την προστασίαν των αρχαίων των διαφόρων μουσείων από τους εναερίους κινδύνους». Σε αυτές προβλέπονταν δύο τρόποι ασφάλισης των ογκωδών και μη μετακινήσιμων εκθεμάτων. Ο πρώτος ήταν «διά της περικαλύψεως του αγάλματος διά γαιοσάκκων, αφ' ου προηγουμένως τούτο περιβληθή δι' ενός ξυλίνου ικριώματος επενδεδυμένου διά σανίδων ως το υπόδειγμα» και ο δεύτερος, που προκρίθηκε ως αποτελεσματικότερος, με την κατάχωση των αγαλμάτων εντός του δαπέδου της αίθουσας ή στην αυλή του μουσείου ή σε περιφραγμένες αυλές και υπόγεια δημόσιων ιδρυμάτων. Η μέθοδος της κατάχωσης, μάλιστα, δινόταν με κάθε λεπτομέρεια. Τα αγάλματα έπρεπε να αποτεθούν στον πυθμένα του ορύγματος που ήταν επενδεδυμένο με οπλισμένο σκυρόδεμα, σε οριζόντια θέση (σαν νεκρά σώματα σε τάφο), να καλυφθούν με αδρανή υλικά και το όρυγμα να σφραγιστεί με πλάκα τσιμέντου. Για τα χάλκινα και για τα πήλινα προβλεπόταν η φύλαξη εντός κιβωτίων επενδεδυμένων με κερόχαρτο ή πισσόχαρτο για τον φόβο της υγρασίας.            

    Στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο σήμανε συναγερμός. Με υπουργική απόφαση συστάθηκε η Επιτροπή Απόκρυψης και Ασφάλισης των εκθεμάτων του, με επικεφαλής τρεις Αρεοπαγίτες και μέλη τον γραμματέα της Αρχαιολογικής Εταιρείας Γεώργιο Οικονόμο, τον προσωρινό διευθυντή του μουσείου Αναστάσιο Ορλάνδο, τον καθηγητή Σπυρίδωνα Μαρινάτο, τους εφόρους Γιάννη Μηλιάδη και Σέμνη Καρούζου, την επιμελήτρια Ιωάννα Κωνσταντίνου και ορισμένους μηχανικούς και αρχιτέκτονες του υπουργείου. Στην ομάδα προστέθηκαν και εθελοντές, όπως ο διευθυντής του Αυστριακού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Otto Walter, ο Βρετανός αρχαιολόγος Allan Wace και  o ακαδημαϊκός Σπύρος Ιακωβίδης,  που ήταν τότε πρωτοετής φοιτητής Αρχαιολογίας. .

            «Πολύ πρωί, πριν να δύσει η σελήνη, συγκεντρώνονταν στο μουσείο όσοι είχαν αναλάβει την εργασία τούτη. Νύχτα έφευγαν το βράδυ για ναπάνε στα σπίτια τους» γράφει χαρακτηριστικά η Σέμνη Καρούζου. Η φύλαξη των γλυπτών γινόταν ανάλογα με το μέγεθος και τη σημασία του καθενός. Τα μεγαλύτερα από αυτά παρατάσσονταν όρθια σεβαθιά ορύγματα που είχαν ανοιχτεί στα δάπεδα των βόρειων αιθουσών του μουσείου, το οποίο ήταν, άλλωστε, θεμελιωμένο πάνω στον μαλακό βράχο. Για την κάθοδο των αγαλμάτων στα ορύγματα χρησιμοποιήθηκαν αυτοσχέδιοι ξύλινοι γερανοί, τους οποίους χειρίζονταν αδιάκοπα οι τεχνίτες του

 μουσείου. Τα ορύγματα, που έμοιαζαν με πολυάνδρια, δηλαδή με ομαδικούς τάφους, συγκέντρωσαν ένα σαστισμένο πλήθος μορφών, σαν αυτό που εικονίζεται στην πιο πολύτιμη από τις φωτογραφίες του ομώνυμου αρχείου του μουσείου. Ανάμεσα στις μορφές των αγαλμάτων, που στέκονται αμήχανα στον νέο τους τάφο, βρίσκεται κι ένας από τους ανώνυμους πρωταγωνιστές του Έπους της Απόκρυψης. Ένας τεχνίτης του μουσείου που κοιτά αφηρημένα τον φακό. Κι έτσι όπως συμμερίζεται την αβέβαιη μοίρα των ημερών, καταλήγει να μην ξεχωρίζει από το πλήθος τριγύρω. «Αν καμιά ζημιά δεν έγινε στα μάρμαρα, παρόλες αυτές τις μετακινήσεις, οφείλεται τούτο κυριότατα στο ότι προϊστάμενος του συνεργείου των εργατών ήταν τότε, έως και στα πρώτα χρόνια ύστερ' από τον πόλεμο, ο  έμπειρος και αφοσιωμένος γλύπτης των ελληνικών μουσείων Ανδρέας Παναγιωτάκης» αφηγείται η Σέμνη Καρούζου.

           

                               Ένα από τα ορύγματα με τα αμήχανα πλήθη των αγαλμάτων. (ναυχιονκβεπμυωκρδη)

    Ταυτόχρονα με τα αρχαία εγκιβωτίστηκαν και οι πολύτιμοι κατάλογοι του μουσείου, δηλαδή τα βιβλία καταγραφής και τεκμηρίωσης των αρχαιοτήτων του. Τα κιβώτια αυτά παραδοθήκαν στον γενικό ταμία της Τράπεζας της Ελλάδος στις 29 Νοεμβρίου 1940. Στις 17 Απριλίου 1941, στο κεντρικό κατάστημα της ίδιας τράπεζας, υπογράφηκε το πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής των ξύλινων κιβωτίων με τα χρυσά και με τα άλλα πολύτιμα ευρήματα των Μυκηνών. Ήταν η πράξη του τέλους μιας εξάμηνης επιχείρησης που πέτυχε να ασφαλίσει τον αμύθητο πλούτο του μεγαλύτερου μουσείου της χώρας.

    «Η όψη του μουσείου τον Απρίλη του 1941, γυμνωμένου από όλο το περιεχόμενό του, ήταν μια εικόνα ερήμωσης. Οι τοίχοι γυμνοί, τα δάπεδα πολλών αιθουσών σκαμμένα, οι προθήκες άδειες». Ήταν η εικόνα που αντίκρισαν οι Γερμανοί αξιωματικοί το πρωί της Δευτέρας 28 Απριλίου. Της πρώτης μέρας της αθηναϊκής Κατοχής.

    Στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν το μουσείο δεν παρέμεινε έρημο. Καταλήφθηκε από δημόσιες υπηρεσίες. Στη μεγάλη Μυκηναία Αίθουσα στεγάστηκε η Κρατική Ορχήστρα. Σε ένα μεγάλο μέρος της δυτικής πλευράς, δεξιά από την είσοδο, εγκαταστάθηκε το Κεντρικό Ταχυδρομείο. Στις αίθουσες του πρώτου ορόφου επί της οδού Μπουμπουλίνας λειτούργησαν οι υπηρεσίες του υπουργείου Πρόνοιας, ενώ σε μια αίθουσα του παλαιού κτιρίου προς την οδό Τοσίτσα εγκαταστάθηκε μια ειδική Υγειονομική Υπηρεσία, απ' όπου «περνούσαν υποχρεωτικά δυστυχισμένες νέες γυναίκες, απόκληρες της κοινωνίας» όπως διασώζει η Σέμνη Καρούζου. Σε μια γωνιά του νέου κτιρίου έμεινε λιγοστός χώρος για τα γραφεία των υπαλλήλων του μουσείου, όπου συγκεντρώθηκε η άχρηστη πια σκευή του, το πλήθος των άδειων προθηκών, ορισμένοι πίνακες της Εθνικής Πινακοθήκης και τα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Σε ένα από τα υπόγεια της νέας πτέρυγας παρασκευαζόταν το συσσίτιο των φυλάκων και των αρχαιολογικών υπαλλήλων, με τα πυκνά ίχνη από τους καπνούς του να παραμένουν μέχρι σήμερα σε σημεία της οροφής. Παρά την απώλεια του χαρακτήρα του, το κτίριο παρέμεινε αλώβητο μέχρι το τέλος της Κατοχής. Ως τις «ημέρες του δεκεμβριανού εφιάλτη», όταν οι «πολυβολισμοί των αεροπλάνων» κατέκαψαν μέρος της ξύλινης στέγης του και ένα τμήμα του πρώτου ορόφου διαμορφώθηκε σε φυλακές των κρατουμένων. Ορισμένοι από τους διάτρητους από τις οβίδες τοίχους διατηρούνται ακόμα και σήμερα, μεταξύ των γραφείων όπου εργάζεται το προσωπικό του Μουσείου. Και παρά τη μακρά και επίπονη αποκατάσταση του κτιρίου και των εκθέσεών του τα μεταπολεμικά χρόνια, ήσαν πολλές οι κρυμμένες εκπλήξεις που έρχονταν σποραδικά στο φως. Ακόμα και η δεύτερη, εκ βάθρων ανακαίνισή του, που ολοκληρώθηκε πρόσφατα, ήταν η αφορμή να ανακαλυφθούν και άλλα από τα καλά θαμμένα μυστικά του. Να ήταν, άραγε, τα τελευταία;

 

    Ζώντας και δουλεύοντας κανείς ανάμεσα σε αυτούς τους τοίχους, γνωρίζει πως δεν του επιτρέπεται να διατυπώνει τέτοιες εκφράσεις χρονικής βεβαιότητας.

Πηγή: http://www.lifo.gr/mag/features/3704


 

[1] Ο Κώστας Πασχαλίδης είναι Ιστορικός και Αρχαιολόγος, Επιμελητής Αρχαιοτήτων στην Προϊστορική Συλλογή του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου

...επιστροφή στην αρχή

 

 

 

 

 

 

3.Μεταξουργείο 

 

            Το Μεταξουργείο είναι δυτική συνοικία της Αθήνας που εκτείνεται μεταξύ της λεωφόρου Κωνσταντινουπόλεως, των οδών Θερμοπυλών, Γερμανικού, Λεοννάτου, Κολωνού και Μ. Αλεξάνδρου, της πλατείας Καραϊσκάκη και των οδών Δεληγιάννη και Ανδρομάχης. Περίπου στο κέντρο αυτής υφίσταται η ομώνυμη πλατεία επί της οποίας φέρεται μαρμάρινη κρήνη. Η ονομασία της συνοικίας και της πλατείας της οφείλεται σε εργοστάσιο επεξεργασίας μεταξιού που λειτουργούσε στην περιοχή , επί βασιλείας Όθωνα με την επωνυμία «Σηρική Εταιρεία της Ελλάδος Αθανάσιος Δουρούτης & Σία».

            Το αρχικό οικόπεδο του εκτεταμένου κτιριακού συγκροτήματος που βρίσκεται σήμερα μεταξύ των οδών Μυλλέρου (πρώην Κεραμεικού, πρώην Φειδίου), Μεγάλου Αλεξάνδρου (πρώην Βουλεβαρίου, πρώην Πανεπιστημίου), Γιατράκου και Λεωνίδου, αγοράστηκε το 1833 από τον εύπορο Φαναριώτη αριστοκράτη και επιχειρηματία Γεώργιο Καντακουζηνό (στην τότε περιοχή "Χεσμένο Λιθάρι"), με σκοπό να οικοδομηθεί εκεί η ιδιωτική του οικία του και ένα γωνιακό οικοδόμημα με κατοικίες και καταστήματα, προς εκμετάλλευση. Η επιλογή έγινε με την προοπτική της γειτνίασης με τα μελλοντικά βασιλικά ανάκτορα (που τα πρώτα πολεοδομικά σχέδια τοποθετούσαν μεταξύ Ομόνοιας και Κεραμεικού). Η ανέγερση των αρχικών κτισμάτων (στην οποία χρησιμοποιήθηκε και διάσπαρτο αρχαίο υλικό από την περιοχή της Αρχαίας Αγοράς), βασίστηκε σε σχέδια του αρχιτέκτονα Δανού Hans Christian Hansen (1803-1883). Το εμπορικό κτίριο έμεινε ημιτελές, λόγω της μετάθεσης των ανακτόρων (και συνακόλουθα όλου του κέντρου βάρους της προοπτικής ανάπτυξης της πόλης) στο άλλο άκρο των Αθηνών (στη μελλοντική πλατεία Συντάγματος), ενώ η οικία Καντακουζηνού (επονομαζόμενη "Το Κάστρο"- "Die Burg") κατοικήθηκε με ενοίκιο από ξένους που είχαν εγκατασταθεί στην αναγεννώμενη πόλη (28-22-48-6-18-26).

             

Το 1852 το συγκρότημα αγοράστηκε από την αγγλική εταιρεία "Wrampe", η οποία (με αφορμή και μια καταστρεπτική πυρκαγιά), προγραμμάτισε μια σειρά εκτεταμένων οικοδομικών μετατροπών και προσθηκών (βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Christian Siegel), με στόχο την εγκατάσταση εκεί μεταξουργείου. Επακολούθησε όμως η πτώχευση της "Wrampe" (το 1853) και τελικώς το συγκρότημα (μετά από μια ολιγόμηνη χρήση του ως "Νοσοκομείο Χολεριώντων", για όσους είχαν προσβληθεί από την επιδημία, τον καιρό της αγγλογαλλικής κατοχής του Πειραιά), λειτούργησε πράγματι το 1855 ως μεταξουργείο, αλλά πλέον υπό την "Σηρική Εταιρεία της Ελλάδος", με κύριο μέτοχο και διευθυντή τον Καλαρρυτινό έμπορο Αθανάσιο Δουρούτη (1816-1901). Επρόκειτο για το πρώτο ατμοκίνητο εργοστάσιο της χώρας, του οποίου η λειτουργία (όχι χωρίς αντιξοότητες) συνεχίστηκε μέχρι το 1875. Επακολούθησε μια τρίτη περίοδος της ζωής του συγκροτήματος, με την μετατροπή του σε κατοικίες και καταστήματα (μεταξύ των ετών 1892-1901), επέμβαση στη διάρκεια της οποίας κατατμήθηκαν και μετασκευάστηκαν ευρέως οι παλαιότερες πτέρυγες, προστέθηκαν τέσσερα διώροφα κτίρια στα αντίστοιχα άκρα του αρχικού τετραγώνου και διανοίχθηκαν οι οδοί Γιατράκου και Γερμανικού, με αποτέλεσμα την κατεδάφιση ορισμένων τμημάτων του εργοστασίου.

            Στη δεκαετία του 1930 η συνοικία θα γίνει το κέντρο της βιομηχανικής παραγωγής στην πρωτεύουσα, όπως σημειώνει η καθηγήτρια νεότερης Ιστορίας του πανεπιστημίου Θεσσαλίας Χριστίνα Αγριαντώνη.

“Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό της συνοικίας Μεταξουργείου είναι ο υψηλός βαθμός συγκέντρωσης παραγωγικών μονάδων και μάλιστα αυτών που σε μια στοιχειώδη ταξινόμηση θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «βαριές»: εργαστήρια μετάλλου, ξύλου, οικοδομικών υλικών και τυπογραφεία, συνολικά 141 μονάδες . Είναι μάλιστα εμφανής η ιδιαίτερη πυκνότητα των μονάδων αυτών στην οδό Μυλλέρου η οποία, 75 χρόνια μετά την ίδρυση του μεταξουργείου, παραμένει ο κατεξοχήν δρόμος των εργαστηρίων και μικρών εργοστασίων, ενώ αντίθετα η γειτονική οδός Θερμοπυλών συγκεντρώνει περισσότερα «ελαφρά» εργαστήρια (ένδυσης-υπόδησης, κυτιοποιεία, κ.λπ.).
Ακόμη πιο αποκαλυπτική για την ανθεκτικότητα των ιστορικών παραμέτρων στη διαμόρφωση του χαρακτήρα της συνοικίας είναι η διαπίστωση ότι η περιοχή διατηρεί την εξειδίκευσή της στην εξυπηρέτηση των μεταφορών, αλλά τα παλαιότερα αμαξοποιεία  του 19ου αι. έχουν δώσει τώρα τη θέση τους στα ποικίλα εργαστήρια που εξυπηρετούν το νέο μεταφορικό μέσο, το αυτοκίνητο: εργαστήρια που κατασκευάζουν αμαξώματα, ταπετσαρίες και σούστες, μηχανουργεία, βαφεία και σταθμοί αυτοκινήτων, κι ακόμη καταστήματα ανταλλακτικών. Αυτά τα εργαστήρια θα δώσουν σιγά-σιγά τη θέση τους στα συνεργεία της μεταπολεμικής εποχής, όταν θα έχει οριστικά εκλείψει κάθε δυνατότητα δημιουργίας ελληνικής αυτοκινητοβιομηχανίας. Ο Οδηγός του 1930 αποτυπώνει μια μεταβατική εποχή κατά την οποία, παρά την εφεύρεση της «αλυσίδας» στα εργοστάσια Φορντ, η παραγωγή του αυτοκινήτου παρέμενε ακόμη σε μεγάλο βαθμό τομέας εντάσεως εργασίας, επιτρέποντας έτσι τη διασπορά της παραγωγής επιμέρους τμημάτων του αυτοκινήτου –και κυρίως των εργασιών συναρμολόγησης– σε μικρότερες μονάδες. Η βιοτεχνία μεταφορικών μέσων της Αθήνας προσαρμόστηκε στις εξελίξεις και έδειξε εντυπωσιακή ευελιξία και αντοχή στον χρόνο.” (24-6-38-30-14-16-20-40)

             Το συγκρότημα (το οποίο υπέστη σοβαρές καταστροφές από μια νέα πυρκαγιά, τη δεκαετία του 1960), έχει περιέλθει ήδη στον Δήμο Αθηναίων, που ξεκίνησε από το 1993 μια μακρόσυρτη διαδικασία αξιοποίησης, στην οποία περιλαμβάνονται η κατεδάφιση ορισμένων προσκτισμάτων (που έγινε σε μεγάλο βαθμό) και η αποκατάσταση των υπολοίπων κτιρίων (που καρκινοβατεί).

 

 

Πηγή : Αρχαιολογία της Πόλης των Αθηνών www.eie.gr/archaeologia

Χριστίνα Αγριαντώνη, Η Αθήνα τον 19ο αιώνα. Συνοικία Μεταξουργείο

Βικιπαιδεία, el.wikipedia.org

 

...επιστροφή στην αρχή

 

 

 

 

4. Μνημείο Αγνώστου Στρατιώτη

 

Ο μεγάλος αριθμός νεκρών που άφησε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος είχε ως αποτέλεσμα την ανέγερση μνημείων στους αφανείς και άταφους στρατιώτες. Αφενός αποτελούσε ηθική δέσμευση των μετέπειτα για την αρμόζουσα τιμή στους νεκρούς αφετέρου βέβαια ήταν ένα είδος συμβολικής απεικόνισης για τους αθάνατους νεκρούς των πολεμικών αγώνων που δεν βρέθηκαν ποτέ..

Στην Ελλάδα η ιδέα για ανέγερση Μνημείου Αγνώστου Στρατιώτη αποφασίστηκε το 1926. Τότε με απόφαση του Υπουργού Στρατιωτικού προκηρύχθηκε καλλιτεχνικός διαγωνισμός «διά την υποβολήν μελέτης ανεγέρσεως τάφου Αγνώστου Στρατιώτου εις την έμπροσθεν των Παλαιών Ανακτόρων Πλατείαν, καταλλήλος προς τούτο διαρρυθμιζομένην». Το βραβείο απονεμήθηκε κατά πλειοψηφία στην μελέτη του αρχιτέκτονα Εμμανουήλ Λαζαρίδη.

Η θέση του Μνημείου είχε αποφασιστεί από τον Θ. Πάγκαλο προκειμένου στο κτίριο των παλαιών ανακτόρων να στεγαστεί το Υπουργείο Στρατιωτικών. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος το 1929 παραμερίζει τις διαφωνίες που είχαν δημιουργηθεί από την πρόταση Πάγκαλου. Προκρίνει την ανέγερση στην Πλατεία Ανακτόρων  θεωρώντας ότι το μνημείο πρέπει να είναι στο κέντρο της πόλης όπως το αντίστοιχο της Γαλλίας. Στην αγόρευσή του στην Βουλή τονίζει ότι η θυσία του αγνώστου στρατιώτη αποτελούσε τη βάση της Δημοκρατίας. Έτσι ο συσχετισμός του μνημείου με το Σύνταγμα και τη Βουλή (είχε ήδη μεταφερθεί τότε στα Παλαιά Ανάκτορα) υποδείκνυε την θυσία του αγνώστου στρατιώτη για τους δημοκρατικούς θεσμούς. Με δεδομένο ότι το Σύνταγμα ορίζει την καθολική στράτευση των ανδρών, δηλαδή το καθήκον υπεράσπισης της πατρίδας.

            Η επιτροπή ανεγέρσεως είχε δώσει όλη την ευθύνη κατασκευής στον αρχιτέκτονα Ε. Λαζαρίδη. Αρχικά είχε συνεργαστεί με τον γλύπτη Θ. Θωμόπουλο που είχε προτείνει ως κεντρικό γλυπτό την παράσταση γιγαντομαχίας όπου μια μορφή αγγέλου, που θα συμβόλιζε την Ελλάδα, θα παραλάμβανε στοργικά τον νεκρό στρατιώτη. Παρά την αρχική συμφωνία με τον Θωμόπουλο, ο Λαζαρίδης τον παραμερίζει από το έργο εξαιτιας χρηματικής τους ασυμφωνίας. Τελικά η επιτροπή ανεγέρσεως το 1930 εγκρίνει νέα πρόταση, αυτή του «οπλίτη εκτάδην κειμένου» και την χαρακτηρίζει ταιριαστή επειδή προσδίδει ηρεμία και απλότητα. Την σύνθεση είχε αναλάβει πλέον ο γλύπτης Φωκίων Ρωκ.

            Το έργο είναι ένα ανάλημμα σχήματος Π από λαξευμένους πωρόλιθους μεγάλων διαστάσεων. Το γλυπτό βρίσκεται στο βάθος και κεντρικά του όλου έργου και χαρακτηρίζεται από απλότητα στην αναπαράστασή του. Σε παραλληλόγραμμο πλαίσιο, αναφορά σε αρχαία σαρκοφάγο, παριστάνεται μια γυμνή ανδρική μορφή ξαπλωμένη σε κάποια έξαρση του εδάφους. Ο νεκρός πολεμιστής στο αριστερό χέρι κρατάει κυκλική αψίδα. Στο κεφάλι φοράει αρχαίο κράνος με το πρόσωπο δοσμένο από τα πλάγια να θυμίζει αρχαίο νόμισμα. Η απόδοση του σώματος του νεκρού από τον καλλιτέχνη δίνει την εντύπωση στο θεατή ότι ο στρατιώτης αναπαύεται ζωντανός, έτοιμος να σηκωθεί. Το θέμα κερδίζει εκφραστικότητα με λιτότητα και δύναμη των μορφών και την πειστικότητα του συνόλου.

            Αριστερά και δεξιά της παράστασης έχουν χαραχτεί επιγράμματα από τον Επιτάφιο του Θουκιδίδη («Μια κλίνη

 κενή φέρεται εστρωμμένη των αφανών» - «Ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος»). Στο μέσο του κενοταφίου χαράχτηκε με μικρότερα γράμματα η φράση «Εις αφανή στρατιώτη». Στους πελεκημένους πωρόλιθους του τοίχου είναι χαραγμένα, δίπλα σε 16 μεταλλικές ασπίδες, τα ονόματα τόπων που έδωσε πολύνεκρες μάχες ο Ελληνικός Στρατός στην νεότερη ιστορία. Στα αριστερά της σύνθεσης περιλαμβάνονται οι μάχες του Α` Βαλκανικού Πολέμου. Στο κέντρο του μνημείου και στους πωρόλιθους που υπάρχουν στις κλίμακες μάχες του Β` Βαλκανικού Πολέμου και της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Ενώ στα δεξιά της σύνθεσεις συγκρούσεις του Α` Παγκοσμίου Πολέμου και επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού στη Ρωσία. Μετά την απελευθέρωση πάνω στο κενοτάφιο προστέθηκαν τα πεδία των μαχών του Β` Παγκοσμίου Πολέμου και αργότερα οι επιχειρήσεις στην Κορέα. Με απόφαση της Βουλής των Ελλήνων το 1994 προστέθηκε και το όνομα «Κύπρος».

           

Τα αποκαλυπτήρια του Μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτη έγιναν την 25η Μαρτίου 1932 από τον πρωθυπουργό Μιχαλακόπουλο με συμμετοχή πολλών ξένων αντιπροσωπειών και μεγάλη παρέλαση. Τότε μεταφέρθηκε και φως από το μοναστήρι της Αγίας Λαύρας για την αφή της ακοίμητης καντήλας που βρίσκεται στο μέσο του κενοταφίου. Αμέσως την τιμητική φύλαξη του μνημείου ανέλαβε ειδικός στρατιωτικός λόχος. Με την επάνοδο του Βασιλεία Γεωργίου ο λόχος ονομάστηκε Βασιλική Φρουρά. Ενώ από το 1974 ονομάστηκε επίσημα Προεδρική Φρουρά. Πλέον έχει την ευθύνη της εικοσιτετράωρης τιμητικής φύλαξης του Μνημείου από στρατεύσιμους που φέρουν εθνικές ενδυμασίες και αποδίδουν της αρμόζουσες τιμές στους νεκρούς.

 

 

 

 

ΟΙ ΜΑΧΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΧΑΡΑΓΜΕΝΕΣ ΣΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ

Α' Βαλκανικός Πόλεμος

ΕΛΑΣΣΩΝ=ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟΝ=ΛΑΖΑΡΑΔΕΣ=ΣΤΕΝΑ:ΠΟΡΤΑΣ=ΚΑΤΕΡΙΝΗ=ΣΟΡΟΒΙΤΣ
ΓΙΑΝΝΙΤΣΑ=ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ=ΟΣΤΡΟΒΟΝ=ΚΟΡΙΤΣΑ
ΠΕΣΤΑ=ΓΡΥΜΠΟΒΟ=ΠΕΝΤΕ:ΠΗΓΑΔΙΑ=ΠΡΕΒΕΖΑ
ΑΕΤΟΡΡΑΧΗ=ΜΑΝΩΛΙΑΣΣΑ=ΜΠΙΖΑΝΙ=ΔΡΙΣΚΟΣ

·       Β' Βαλκανικός Πόλεμος

ΚΙΛΚΙΣ=ΛΑΧΑΝΑ=ΜΠΕΛΕΣ=ΚΡΕΣΝΑ:ΤΣΟΥΜΑΓΙΑ
ΠΕΤΣΟΒΟ=ΝΕΥΡΟΚΟΠΙ=ΜΠΑΝΙΤΣΑ=ΜΑΧΩΜΕΑ

·       Α' Παγκόσμιος Πόλεμος

ΓΚΟΛΟΜΠΙΛΟ=ΣΜΠΟΡΣΚΟ=ΠΡΕΣΛΑΠ=ΕΡΙΓΩΝ
ΡΑΒΙΝΕ=ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ=ΣΚΡΑ=ΣΤΡΥΜΩΝ=ΔΟΪΡΑΝΗ=ΜΠΕΛΕΣ=ΓΚΡΑΝΚΟΡΟΝΕ=ΤΖΕΝΑ- ΓΘΣΗΖΚΗΧΥΘΚΕ

·       Ο Ελληνικός Στρατός στη Μεσημβρινή Ρωσία

ΧΕΡΣΩΝ=ΣΕΡΜΙΚΑΣ=ΟΔΗΣΣΟΣ=ΣΕΒΑΣΤΟΥΠΟΛΙΣ

·       Μικρασιατική εκστρατεία

ΑΡΤΑΚΗ=ΑΙΔΙΝΙΟΝ=ΠΡΟΥΣΣΑ=ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑ
ΤΟΥΜΛΟΥΜΠΟΥΝΑΡ=ΚΙΟΥΤΑΧΕΙΑ=ΔΟΡΙΛΑΙΩΝ
ΑΦΙΟΝ ΚΑΡΑΧΙΣΑΡ=ΣΑΓΓΑΡΙΟΣ=ΚΑΛΕΓΚΡΟΤΟ

·       Β' Παγκόσμιος Πόλεμος-Πόλεμος της Κορέας-Τουρκική εισβολή στην Κύπρο

ΠΙΝΔΟΣ=ΜΟΡΟΒΑ=ΚΟΡΥΤΣΑ=ΚΑΛΑΜΑΣ=ΤΟΜΟΡΟΣ=ΤΡΕΜΠΕΣΙΝΑ=ΧΕΙΜΑΡΡΑ=ΑΡΓΥΡΟΚΑΣΤΡΟΝ 743=ΜΠΟΥΜΠΕΣΙ=ΚΑΛΠΑΚΙ
ΚΛΕΙΣΟΥΡΑ=ΠΡΕΜΕΤΗ=ΟΣΤΡΟΒΙΤΣΑ=ΠΟΓΡΑΔΕΤΣ=ΡΟΥΠΕΛ=ΠΕΡΙΘΩΡΙ=ΚΡΗΤΗ=ΕΛ-ΑΛΑΜΕΪΝ=ΡΙΜΙΝΙ=ΡΟΥΒΙΚΩΝ=ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ=ΚΟΡΕΑ=ΚΥΠΡΟΣ

 

Πηγή : athinapisovitrina.blogspot.gr

el.wikipedia.org

Γενικό Επιτελείο Στρατού

Βουλή των Ελλήνων

 

...επιστροφή στην αρχή

 

 

 

 

5. Παλαιό Πανεπιστήμιο

 

Η Οικία Κλεάνθη - Σάουμπερτ, ένα από τα πιο ιστορικά κτίρια της Αθήνας, κτισμένη κάτω από την Ακρόπολη στην καρδιά της Πλάκας, επί της οδού Θόλου, είναι το σπίτι που κατοικήθηκε από τον Μακεδόνα αρχιτέκτονα Σταμάτη Κλεάνθη και τον Βαυαρό συνάδελφο και συνεργάτη του Εδουάρδο Σάουμπερτ.

Το 1828, ο Κλεάνθης μαζί με τον Σάουμπερτ, με παρότρυνση του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, ήρθαν στην Ελλάδα για την ανέγερση νέων κτιρίων. Ο Γερμανός αρχαιολόγος Λούντβιχ Ρος, ερχόμενος να εγκατασταθεί στην Ελλάδα, γράφει στις "Αναμνήσεις" του:

    Ο μελλοντικός καλός μου φίλος Σάουμπερτ από το Μπρεσλάου, ένας μαθητής του Σίνκελ, ήταν στην ίδια Σχολή με τον Έλληνα αρχιτέκτονα Κλεάνθη, που ήρθε από την Ιταλία στην Ελλάδα απ' το 1828 κιόλας. Σε λίγο κατέφθασε και ο αρχιτέκτων Λύντερς απ' τη Λειψία.    

Οι δυο αρχιτέκτονες και πολεοδόμοι Κλεάνθης και Σάουμπερτ, όταν έφθασαν στην Αθήνα το Νοέμβριο του 1831 για τη σύνταξη του πρώτου πολεοδομικού σχεδίου των Αθηνών, αγοράζουν από την Τουρκάλα Σαντέ Χανούμ ένα μεγάλο οικόπεδο ψηλά στο "Ριζόκαστρο" με ερειπωμένη παλιότερη κατοικία. Ήταν ένα παλιό σπίτι, ίσως παλαιότερο κι από τον ΙΗ' αιώνα. Οι δυο αρχιτέκτονες και συνεργάτες, δίχως να γκρεμίσουν το ερειπωμένο σπίτι που υπήρχε, το επισκεύασαν και το επέκτειναν, χρησιμοποιώντας το ως κατοικία και γραφείο τους.           Ο Λούντβιχ Ρος γράφει: "Ο Σάουμπερτ είχε κιόλας αγοράσει στους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης μερικά τούρκικα ερείπια και τα αναστήλωσε. Ζούσε σ' ένα απ' αυτά μαζί με τον Κλεάνθη. Το σπίτι αργότερα, στα 1837, χρησιμοποιήθηκε για τη στέγαση του πρώτου Πανεπιστημίου του Όθωνα".

Η γραφική οικία των Κλεάνθη - Σάουμπερτ, με την ιδιότυπη αρχιτεκτονική της, κτισμένη σε ρυθμό αθηναϊκού σπιτιού της εποχής με ρομαντικά στοιχεία, με τις τζαμαρίες και τις ταράτσες της, τα κολονέτα και την αυλή της, ξεχωρίζει και επιβάλλεται με το μέγεθος και το ύψος της στη βόρεια πλευρά της Ακρόπολης. Το κτίριο αυτό αποτελεί ιστορικά και αρχιτεκτονικά ένα από τα πιο αξιόλογα μνημεία της Αθήνας.

Η Οικία Κλεάνθη - Σάουμπερτ "υπήρξε το ενδιαίτημα των ξένων αρχιτεκτόνων και αρχαιολόγων που παρεπιδημούσαν τότε στην Αθήνα, όπως των αρχιτεκτόνων Λύντερς και Χριστιανού Χάνσεν, του αρχαιολόγου Λουδοβίκου Ρος και άλλων".

 

 

Το 1837, οι δυο αρχιτέκτονες Κλεάνθης και Σάουμπερτ νοίκιασαν τη μεγάλη αυτή κατοικία τους στο Δημόσιο για να στεγασθεί εκεί το "πρώτο Ελληνικό Πανεπιστήμιο". Έγινε το πρώτο Πανεπιστήμιο της μετεπαναστατικής Αθήνας από το 1837 μέχρι το 1842, με την ονομασία "Οθώνειον Πανεπιστήμιον".

Ο Λούντβιχ (Λουδοβίκος) Ρος περιγράφει με περισσή ενάργεια στις "Αναμνήσεις" του τα σχετικά με την ίδρυση, τους εορτασμούς, τους πανηγυρικούς λόγους που εκφωνήθηκαν και το κλίμα που επικρατούσε κατά την ημέρα των εγκαινίων του Πανεπιστημίου:

    Εκείνο που έλειπε τώρα ήταν ένα κατάλληλο κτίριο. Ελλείψει αυτού νοικιάστηκε το σπίτι του φίλου μου Σάουμπερτ. Ήταν ανάμεσα στο ύψωμα του Πάνα και της Αγραύλου. Η μεγαλύτερη του αίθουσα, με ευρεία θέα της πόλης και της πεδιάδας και παραπέρα ως την Πάρνηθα... Αλλά χωρίς μια πανηγυρική θρησκευτική τελετή το πράγμα δεν μπορούσε να γίνει. Ο ιδρυτής του Πανεπιστημίου, που είχε δώσει το βασιλικό του όνομα, καθόρισε την ημέρα των εγκαινίων... Έτσι έγιναν τα εγκαίνια του Πανεπιστημίου του "Όθωνος". Το Πανεπιστήμιο αυτό το εγκαινίασα εγώ από απόψεως μαθημάτων, δίνοντας μια διάλεξη μερικές μέρες αργότερα - 22 Απριλίου/10 Μαΐου 1837...Έκανα μια διάλεξη με θέμα τον Αριστοφάνη, μιλώντας για τα έργα του "Αχαρνής" και "Ιππής", με 30 περίπου ακροατές.     (Αναμνήσεις  43 -41-45-42-35-43, 12-11-25-11-31-35-43)

 

Ο Χρ. Εμ. Αγγελομάτης αποκαλεί το "Παλιό Πανεπιστήμιο", όπως είναι γνωστή μέχρι σήμερα η Οικία Κλεάνθη - Σάουμπερτ, ως "το καταφύγιο της επιστήμης στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Όθωνος" και δίνει μια περιγραφή από την πρώτη ημέρα που άρχισε η λειτουργία του στα 1837:

    Άνθρωποι από κάθε γωνιά του ελληνισμού, φουστανελάδες με ροζιασμένα χέρια, αγωνιστές που στο πέρασμά τους νόμιζες πως σκόρπιζε η μυρουδιά της μπαρούτης, εφτανησιώτες με τις βελάδες και τα ψηλά τους καπέλλα, βρακάδες με ρούχα τριμένα από τη φτώχεια, σκαρφάλωναν στην πλαγιά του Ριζόκαστρου να ιδούν το θαύμα πραγματοποιημένο...'Ανθρωποι που είχαν φθάσει σε ηλικία τέτοια που θα λέγονταν σήμερα "ώριμοι άντρες" με γένεια ολόγυρα στα ηλιοκαμένα τους πρόσωπα, παλληκάρια με λιγδωμένες μπροστέλες, παιδιά ακόμα, παίρνουν με ευλαβική σιγή θέση στις αίθουσες κι ακούνε την παράδοση... Άκουαν το μάθημα με τα μάτια θαμπωμένα.  

  

Το 1856, ο Κλεάνθης πούλησε το σπίτι της οδού Θόλου σε ιδιώτη από την Κρήτη, ενώ στα 1868 χρησιμοποιήθηκε για τη στέγαση προσφύγων από το νησί. Στη συνέχεια, απαλλοτριώνεται από την Αρχαιολογική Υπηρεσία και το 1963 κηρύσσεται διατηρητέο. Τελικά, το Πανεπιστήμιο Αθηνών αποκτά οριστικά την ιδιοκτησία του τον Απρίλιο του 1967. Σήμερα στεγάζει ένα πολιτιστικό κέντρο του Πανεπιστημίου Αθηνών.

 

 

Πηγή : el.wikipedia.org

Αρχαιολογία της Πόλης των Αθηνών www.eie.gr/archaeologia/gr

...επιστροφή στην αρχή

 

 

 

 

6. Προσφυγικός οικισμός Αλεξάνδρας

Περιοχή: λεωφόρος Αλεξάνδρας 165-169
Έτος: 1933-1935

            Η σημερινή περιοχή των προσφυγικών πολυκατοικιών της λεωφόρου Αλεξάνδρας μέχρι την δεκαετία του `20 άνηκε στο Δήμο Αθηναίων και αποτελούσε το λεγόμενο "Κτήμα Αμπελοκήπων".
Το συγκρότημα των πολυκατοικιών  οικοδομήθηκε μεταξύ των ετών 1933-1935, βάσει σχεδίων των αρχιτεκτόνων Κίμωνα Λάσκαρι (1905-1978) και Δημήτριου Κυριακού (1881-1971), υπαλλήλων τότε της Τεχνικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Προνοίας (Τ.Υ.Υ.Π.). Πρόκειται για το αποτέλεσμα της δράσης ενός κρατικού μηχανισμού οργανωμένης δόμησης, που συστάθηκε για πρώτη φορά, στο πλαίσιο ενός ευρυτέρου σχεδίου προκειμένου να στεγαστούν οι μυριάδες προσφύγων από τη Μικρά Ασία, που είχαν κατακλύσει το λεκανοπέδιο της Αθήνας αλλά και όλη την Ελλάδα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση προκρίθηκε η ανέγερση 228 συνολικά διαμερισμάτων, κατανεμημένων σε οκτώ πολυκατοικίες που διατάσσονταν επάλληλα μεταξύ τους και παράλληλα προς τον άξονα της λεωφόρου. Αυστηρά ωφελιμιστικά κτίρια, στη γραμμή του γερμανικού φονξιοναλισμού, απλά παραλληλεπίπεδα κατασκευασμένα με πλάκες οπλισμένου σκυροδέματος και επιχρισμένη λιθοδομή, "χωρίς ίχνος διακόσμησης ή άλλης παραχώρησης σε πλαστικές αναζητήσεις". Η μόνη διακόσμηση που συλλαμβάνει σήμερα ο φακός στα γερασμένα αυτά κτίρια, είναι προϊόν της έκτοτε ιστορικής διαδρομής του τόπου.

          

     Σήμερα ανάμεσα στα τεράστια κρατικά κτίρια και τις πυκνοδομημένες πολυώροφες πολυκατοικίες, τα προσφυγικά αποπνέουν ένα διαφορετικό αέρα, με λιτές εξωτερικά αρχιτεκτονικές όψεις και έμφαση σε γεωμετρικές φόρμες και χρώμα. Οι χωμάτινοι δρόμοι μεταξύ των πολυκατοικιών, είναι από τους ελάχιστους που έχουν απομείνει πια μέσα στην τσιμεντένια πρωτεύουσα. Τα ίχνη στους τοίχους από τις σφαίρες των Δεκεμβριανών του 1944 και του εμφυλίου πολέμου, τα πολύχρωμα υφάσματα απλωμένα στους εξώστες, οι γλάστρες με τα φυτά στα μικρά μπαλκόνια, οι σκουριασμένες κεραίες στις ταράτσες συνθέτουν ένα μωσαϊκό ιστορικής συνέχειας 79 ετών.

    Στις αρχές του 2007, τα 90 από τα 228 διαμερίσματα εξακολουθούσαν να κατοικούνται, ενώ τα υπόλοιπα είχαν περιέλθει στο Δημόσιο με εξαγορά με βάση το νόμο κα' Οφψζ- τβρχαε- Ζξηθψλ, εν όψει ανάπλασης της ευρύτερης περιοχής του γηπέδου του Παναθηναϊκού Α.Ο.

  

Πηγή : Αρχαιολογία της Πόλης των Αθηνών www.eie.gr/archaeologia

...επιστροφή στην αρχή

 

 

 

 

 

7. Σανατόριο Σωτηρία

 

 

«Η εν τη πρωτευούση επικίνδυνος διάδοσις της φθίσεων προεκάλεσε την Ίδρυσιν εταιρείας υπό την επωνυμίαν «Σωτηρία».

Με αυτή τη λιτή φράση περιγράφει το Βασιλικό Διάταγμα του 1902 την ίδρυση του σανατορίου «Σωτηρία». Η πρωτοβουλία για την δημιουργία του άνηκε στη Σοφία Σλήμαν. Η ανέγερσή του έγινε σε έκταση στο Γουδή που παραχωρήθηκε από την Μονή Πετράκη. Ο πρώτος ασθενής εισήχθη στο σανατόριο δυο χρόνια μετά την ίδρυση του σανατορίου. Τότε ιδρύεται και η εκκλησία της Αγίας Σοφίας με το Νεκροτομείο δίπλα της.

Η κατάφυτη περιοχή του Σωτηρία κάνει το περιβάλλον ιδανικό για όσους πάσχουν από πνευμονολογικά προβλήματα. Έτσι με γρήγορους ρυθμούς αρχίζουν να ξεφυτρώνουν μέσα στο δάσος μικρά κτίρια, τα λεγόμενα περίπτερα. Είναι η περίοδος που η φυματίωση εμφανίζεται στην Ελλάδα επεκτατικά.

Η δημιουργία του «Σωτηρία» έγινε με προσωπική επιμονή της Σλήμαν. Μόνο το όνομά της έστεκε ικανό για να οικοδομηθούν γρήγορα τα κτίρια με χρήματα από προσφορές, αλλά και να παραχωρηθεί επιπλέον έκταση από τη Μονή Πετράκη. Μετά από εράνους κτίζονται το Σπηλιοπούλειο, το Αμπέτειο, το Οικονόμειο, το Λαϊκό (από χρήματα απλών ανθρώπων) και το Τριανταφυλάκειο. Τα δυο τελευταία προορίζονταν για νοσηλεία τρίτης θέσης και κάλυπταν τον μεγαλύτερο όγκο των ασθενών.

Η φυματίωση όμως αντί να εξαλείφεται αυξάνονταν διαρκώς. Οι συνεχόμενες πολεμικές επιχειρήσεις αποτελούσαν ένα φυσικό αίτιο εξάπλωσης της αρρώστιας. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος κάνει το «Σωτηρία» να ασφυκτιά μέσα σε μια δραματική κατάσταση τραυματιών και λιγοστού νοσηλευτικού προσωπικού.

 

Οι κλινικές ήδη φιλοξενούσαν διπλάσιους ασθενείς για το δυναμικό τους. Φυματικοί από όλη την χώρα έφθαναν στην Αθήνα προκειμένου να βρουν θεραπεία. Δίπλα από τα στεγασμένα σανατόρια που πλέον δεν επαρκούν ξεφυτρώνουν αντίσκηνα και παράγκες φυματικών. Ακόμα και στάβλοι των συμμάχων μετατρέπονται σε υπαίθριους θαλάμους ασθενών. Με πρωτοβουλία του Ελευθερίου Βενιζέλου πραγματοποιείται έρανος μέσα στο στράτευμα και έτσι το 1920 κατασκευάζεται το «Στρατιωτικό» με σκοπό την περίθαλψη των στρατιωτών του μετώπου.

Παρ’ όλα αυτά όμως η εξάπλωση της φυματίωσης οδηγεί αναπόφευκτα σε αδυναμία ανταπόκρισης του νοσοκομείου. Όπως ήταν φυσικό η παρεχόμενη περίθαλψη είχε υποβιβαστεί. Κάτι που συνδυάζεται και με τον έλεγχο από το κράτος του νοσοκομείου το 1919, που άργησε να το οργανώσει υποδειγματικά.

Με την ίδρυση του Υπουργείου Περιθάλψεως έρχεται για πρώτη φορά στην σύγχρονη Ελλάδα η ιδέα της κοινωνικής πρόνοιας. Η χρηματοδότηση και η κρατική φροντίδα υπέρ των φυματικών αυξάνονται, χωρίς όμως να εξομαλύνεται η κατάσταση. Τα προβλήματα διογκώνονται με την έλευση των μικρασιατών προσφύγων. Μαζί με τους χιλιάδες άστεγους καταφθάνουν στην Ελλάδα και ένας μεγάλος φυματικών.

Η περίοδος αυτή για το Σωτηρία είναι η χειρότερη στην ιστορία του. Φυματικοί έφταναν εκεί με ελάχιστες ελπίδες λόγω του σταδίου της νόσου. Το νοσοκομείο μετατρέπεται σε έναν χώρο απομόνωσης φυματικών που αδυνατεί να παράσχει ιατρικές φροντίδες. Γνωστή περίπτωση εκείνων των χρόνων είναι αυτή της ποιήτριας Μαρίας Πολυδούρη. Εισέρχεται στο Σωτηρία το 1929 σε προχωρημένο στάδιο της ασθένειας και περνάει εκεί τις τελευταίες μέρες της ζωής της. Κλινήρης δημοσιεύει δυο ποιητικές της συλλογές. Εκεί γνωρίζει και τον Γιάννη Ρίτσο που επισκέπτονταν το Σωτηρία βρισκόμενος σε στάδιο ανάρρωσης.

 

Το 1932 δρομολογείται κτιριακή επέκταση και αναβάθμιση των υπηρεσιών του σανατορίου. Νέοι έλληνες αρχιτέκτονες που είχαν σπουδάσει στη Γερμανία προσπαθούν να εντάξουν στην Ελλάδα τον μοντερνισμό μέσα από την τεχνική Μπαουχάους. Με μια πλήρη απελευθέρωση από τα μορφολογικά και τυπολογικά στοιχεία του παρελθόντος προβάλουν για τα νέα κτίρια του Σωτηρία μια αισθητική που καλύπτει τις ανάγκες και ενσαρκώνει ένα πνεύμα εκσυγχρονισμού που διέπονταν η ελληνική κοινωνία κατά το Μεσοπόλεμο. Το πρώτο κτίριο εγκαινιάζεται το 1932 σε σχέδια του Ιωάννη Δεσποτόπουλου. Το 1937 ανοίγουν τις πόρτες του ο «Οίκος αδελφών» του Ιωαν. Αντωνιάδη, το «300 ανδρών» του Κ. Κιτσίκη, και το «300 γυναίκων» του Π. Μεταξά το οποίο εμφανίζει γραμμική οργάνωση και ημικυκλικές απολήξεις. Το πιο πλούσια επεξεργασμένο κτίριο χαρακτηρίζεται του Π. Γεωργακόπουλου που μέχρι σήμερα στεγάζει τα μαγειρεία, τα πλυντήρια και τις αποθήκες του νοσοκομείου, και παραμένει εμβληματικό λόγω των κυκλικών απολήξεων. Και τελευταίο το κτίριο Σξουπζυψ Βζσωυψ.

Κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής το Σωτηρία συνδέεται με εκτελέσεις αντιστασιακών και αποδράσεις φυματικών κρατουμένων. Μετά το 1945 ιδρύεται στο νοσοκομείο η 1η Φυματιολογική Πανεπιστημιακή Κλινική.

Βαθμιαία από το 1950 μετατρέπεται σε διαγνωστικό και θεραπευτικό κέντρο. Σήμερα το Περιφερειακό Γενικό Νοσοκομείο Νοσημάτων Θώρακος Αθηνών «Η Σωτηρία» αποτελεί το μεγαλύτερο πνευμονολογικό κέντρο στην Ελλάδα.

 

 

Λεπτομέρειες για την ιστορία του Σωτηρία και για τους ασθενείς της βρίσκονται

στο βιβλίο “H Σωτηρία Τόπος μαρτυρίων φθισικών – Ένα ρεπορτάζ” του Κώστα Στουρνά, Επανέκδοση 2005

 

 Πηγή http://astyries.wordpress.com

 

...επιστροφή στην αρχή

 

 

 

 

* Υπενθυμίζουμε ότι η συγκεκριμένη ιστοσελίδα έχει εκπαιδευτικό σκοπό. Στις πηγές έχουν προστεθεί μόνο προς εξυπηρέτηση του παιχνιδιού οι γρίφοι - τα κρυπτογραφημένα ονόματα, χωρίς να υπάρχει πρόθεση αλλοίωσης της ιστορικής αλήθειας. Για το λόγο αυτό στο τέλος κάθε πηγής παρατίθεται με μορφή υπερσυνδέσμου η ακριβής προέλευσή της, ώστε ο αναγνώστης να έχει πρόσβαση στην αρχική μορφή της.

© 2013| Αναστασία Δασκαλοπούλου   ©2013Εικονογράφηση Σοφία Λιβανού