?Οπως είναι γνωστό, το κατ” εξοχήν ποτό των αρχαίων Ελλήνων ήταν ο «θείος οίνος». Ανδρες, γυναίκες και παιδιά γεύονταν το ένθεο αυτό ποτό και ιδιαίτερα οι πρώτοι, που συνομιλούσαν και φλυαρούσαν ατέλειωτες ώρες κάθε μέρα στους ανδρώνες πίνοντας κρασί. Οι συμμετέχοντες στις κρασοκατανύξεις αυτές συνήθως δεν έχαναν τη διαύγεια του νου τους επειδή το κρασί που κατανάλωναν ήταν νερωμένο. Σπάνια, και για πολύ συγκεκριμένους σκοπούς, οι αρχαίοι Ελληνες έπιναν ανέρωτο κρασί, «άκρατον οίνον». Η ανάμειξη του κρασιού με το νερό γινόταν μέσα σε μεγάλα ευρύστομα αγγεία, γνωστά ως κρατήρες, και η συνήθης αναλογία ήταν τρία μέρη νερού προς ένα οίνου. Αυτή την αναλογία προτείνει και ο Ησίοδος, ο ποιητής της υπαίθρου, δεν λείπουν ωστόσο γραπτές μαρτυρίες που κάνουν λόγο για μείξη με νερό σε μεγαλύτερη αναλογία. Αυτή ακριβώς η κυριαρχία του νερού ήταν που απέτρεπε πολλές δυσάρεστες καταστάσεις για τους πότες. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια που βάζει ο κωμικός ποιητής Αλέξις (4ος-3ος αι. π.Χ.) στο στόμα του Σόλωνα: «Ηδη από τα κάρα τον πουλάνε (τον οίνον) νερωμένο, όχι βέβαια για να κερδίσουν κάτι παραπάνω, αλλά γιατί προνοούν για τους αγοραστές, να έχουν μετά την οινοποσία το κεφάλι ελαφρύ» (μτφρ. Μ. Κοπιδάκη).
Συνέχεια ανάγνωσης Γιατί οι αρχαίοι «έβαζαν νερό» στο κρασί τους