Την Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2017 αποφασίσαμε να πάμε στην περιοχή του Γράμμου. Ο Γράμμος και το Βίτσι ήταν κάποτε στη συνείδησή μου «απαγορευμένα» μέρη. Τόσα πολλά είχα ακούσει κατά την περίοδο της Δικτατορίας για το Γράμμο και το Βίτσι, για σφαγές, για τους «κομμουνιστοσυμμορίτες»… Αυτό που μου είχε μείνει ήταν μια ημερομηνία: 29 Αυγούστου του 1949, το τέλος του Εμφυλίου ή για τη Δικτατορία (κι όχι μόνο) του «συμμοριτοπολέμου». Αργότερα άκουσα και την άλλη πλευρά, αυτή του Δημοκρατικού Στρατού. Μέρη ηρωικών μαχών. Και όλο τον καιρό μου είχε σχηματιστεί στο μυαλό μου ότι το μέρος είναι σπαρμένο με νάρκες. Στη δεκαετία του ΄90 βρέθηκα κάποια στιγμή στην Φλώρινα με ένα φίλο – που τώρα δεν μιλάμε μεταξύ μας – και θέλαμε να πάμε στην Καστοριά με τον παλιό δρόμο. Μας απέτρεψαν κάποιοι, ήταν η εποχή που ερχόταν παράνομα οι Αλβανοί. «Ρίχνουν ξύλα στο δρόμο, σταματούν τα αυτοκίνητα και κλέβουν». Δεν ξέρω πόσο αυτό αλήθευε, πάντως ήταν ένας αποτρεπτικός λόγος για να μη δούμε το Βίτσι.
Τώρα έχουν περάσει όλα αυτά και αποφασίσαμε να επισκεφτούμε την περιοχή. Πληροφορηθήκαμε όσα μπορούσαμε μέσω internet αλλά αυτό που μου έμεινε είναι ότι για να δει κανείς αρκετά από τα χωριά έπρεπε να έχει 4×4. Δεν έχουμε και είπαμε θα πάμε μόνο εκεί που έχει δρόμους ασφαλτοστρωμένους. Αυτές τις δυνατότητες έχουμε, αυτά θα δούμε.
Αποφασίσαμε να αρχίσουμε από τον Γράμμο. Αρχή από το Νεστόριο και βλέπουμε.
Στο Νεστόριο εκείνη την ώρα δεν κυκλοφορούσε κόσμος. Λίγο πριν τις 10. Αποφασίσαμε να συνεχίσουμε στο βουνό. Τυχαία.
Οδηγούσαμε μέσα στο πράσινο. Τέλη Σεπτέμβρη και τα χρώματα του φθινοπώρου δεν άρχιζαν ακόμα να χρωματίζουν τη φύση. Διατηρούσε σχεδόν ακέραια το πράσινο του καλοκαιριού. Αυτό που μας έκανε εντύπωση οι πολλοί κυνηγοί. Στη φαντασία μου οι κυνηγοί περιπατάνε, όταν κυνηγάνε, στο δάσος. Στην ελληνική τουλάχιστον πραγματικότητα βρίσκονται με τα αυτοκίνητά τους στους δρόμους ή έστω δίπλα από αυτούς όχι περισσότερο από 20 μέτρα μακριά. Ευτυχώς φορούν αυτά τα πορτοκαλιά ρούχα. Κι ενστικτωδώς φοβάσαι μην έρθει καμιά αδέσποτη. Θυμάμαι μια φορά στον Όλυμπο, Οκτώβρης 2013 (την ημερομηνία την βρήκα από το Facebook, το γεγονός όμως έχει χαραχτεί στη μνήμη μου) εγώ ο Ραλφ και η Πελαγία. περπατούσαμε σε έναν δασικό δρόμο. Κάποια στιγμή μας σφυρίζει κάποιος. Ήταν κυνηγός και μας είπε ότι προς τα εκεί που πάμε έχει κυνηγούς και καλά είναι αν θα προχωρήσουμε θα πρέπει να μιλάμε δυνατά για να μη μας πυροβολήσουν κατά λάθος. Μετά από λίγο μας σταματάει ένας δεύτερος κυνηγός και μας λέει ότι αν προχωρήσουμε παρά πέρα «η ευθύνη θα είναι δικιά σας. Προχωράτε με δική σας ευθύνη». Τον ρωτήσαμε αν απαγορεύεται να περπατά κανείς στον Όλυμπο και μας απάντησε ότι Τετάρτες, Σάββατα και Κυριακές επιτρέπεται το κυνήγι οπότε κινδυνεύουν όσοι περπατούν να … φάνε καμιά… Τους είπαμε γιατί δεν έβαλαν ένα απαγορευτικό ώστε να πάμε από την άλλη μεριά. Η απάντηση: «μα αν δεν βρούμε εδώ να σκοτώσουμε, θα πάμε από την άλλη μεριά.» Δηλαδή απαγορεύεται το περπάτημα στον Όλυμπο! Μόνο σε ορειβατικά μονοπάτια (εκεί που δεν μπορούν να πάνε με τα αυτοκίνητά τους). Εγώ έχω ψιλοσυνηθίσει στον παραλογισμό της χώρας μας αλλά οι άλλοι δύο όχι και τόσο. Από τότε ομολογώ ότι δεν έχω ιδιαίτερη όρεξη να περπατήσω σε δάσος.
Περάσαμε από διάφορα χωριουδάκια, σταματήσαμε σε ένα χώρο που τον ονόμαζαν θεατράκι και δεν είμαι σίγουρος για ποιο λόγο, και προσέχοντας τις πινακίδες οδηγούσαμε προς το Νότο. Κάποια στιγμή είδαμε μια πινακίδα που οδηγούσε στο «Πάρκο Εθνικής Συμφιλίωσης». Κάτι είχα διαβάσει, πήραμε τον δρόμο που όμως δεν ασφαλτοστρωμένος και ευτυχώς δεν είχε βρέξει πρόσφατα διαφορετικά θα αδυνατούσαμε να οδηγήσουμε στον δρόμο αυτόν με το αυτοκίνητό μας. Και πάλι ως που να φτάσουμε αναρωτηθήκαμε αν θα πρέπει να γυρίσουμε πίσω καθώς δεν ξέραμε την κατάσταση του δρόμου παραπέρα.
Στο πάρκο Εθνικής Συμφιλίωσης υπάρχουν δύο κτίρια. Φαίνεται «να έχει πέσει χρήμα» όπως λέει ο λαός μας. Μόνο που δεν καταλαβαίνω γιατί δεν ασφαλτόστρωσαν τον δρόμο, και όπως διάβασα ένα σχόλιο από κάποιον άλλον επισκέπτη σε κάποιο βιβλίο υποδοχής που υπήρχε στο ένα κτίριο «καλά δεν μπορούν να ασφαλτοστρώσουν, μόνο όσοι έχουν 4×4 μπορούν να έρχονται;».
Ρωτήσαμε κάποιους τί κτίρια ήταν αυτά, μας πληροφόρησαν, επισκεφτήκαμε το κτίριο που παίζει μάλλον το ρόλο του συνεδριακού κέντρου, πήρα 2 cd που πρόσφεραν δωρεάν, ένα για μένα και ένα για το σχολείο και φύγαμε αφού θαυμάσαμε για λίγο τη θέα. Δεν περιμέναμε να ανοίξει η έκθεση που υπήρχε εκεί. Υπήρχε κάποιος κόσμος αλλά η διάθεση του δεν νομίζω ότι ήταν η καλύτερη. Μια διάχυτη μελαγχολία. Έφυγα με μια καταθλιπτική διάθεση και προσπάθησα να αστειευτώ με τον Ραλφ πειράζοντάς τον και λέγοντάς τον ότι «για όλα φταίνε οι Γερμανοί».
Συνεχίσαμε προς τον Νότο. Εμπρός για Αετομηλίτσα. Η διαδρομή ήταν ωραία.
Από τον κύριο δρόμο η Αετομηλίτσα απέχει 17 km. Μας φάνηκε ατέλειωτος. Αρκετές φορές σκεφτήκαμε να γυρίσουμε πίσω. Δεν το κάναμε και δεν το μετανιώσαμε γιατί ήταν από τα πιο ομορφότερα μέρη εκείνης της εκδρομής.
Η Αετομηλίτσα βρίσκεται στο μεγαλύτερο υψόμετρο από όλα τα χωριά της Ελλάδας. Κατοικείται από την Άνοιξη μέχρι τον Οκτώβρη και τους υπόλοιπους μήνες υπάρχει μόνο ένας φύλακας. Η θέα είναι καταπληκτική, το χωριό περιποιημένο αλλά αυτό που μας έμεινε περισσότερο (ή μάλλον αυτό που μου έμεινε γιατί οι εντυπώσεις πάντα είναι προσωπικές) είναι η διάθεση που υπήρχε στο καφενείο.
Το καφενείο. Δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο. Είχε μια ωραία θέα, όλα τα μέρη εκεί έχουν ωραία θέα, αλλά αυτό που κάνουν τελικά τα μέρη είναι οι άνθρωποι. Μας καλωσόρισαν μια παρέα ηλικιωμένων με εύθυμη διάθεση καθίσαμε σε ένα τραπέζι. Υπήρχαν 3-4 επιπλέον παρέες.
-Τι θα πάρετε;
-Τσίπουρο
-Με ή χωρίς
-Χωρίς
Δεν μας ενόχλησε που έφερε με γλυκάνισο. Το άσπρο γαλάκτωμα που σχηματίζεται όταν προσθέσει κανείς νερό (κολλοειδές μείγμα για να μη ξεχνάμε και τη Χημεία) ήταν η οπτική απόδειξη πέρα από την γευστική. Λίγο κασέρι πεντανόστιμο, αργότερα που ρωτήσαμε μάθαμε ότι είναι από το Σούλι, ελιές, ντομάτα, λίγο ψωμί και δεν θυμάται τι άλλο. Επαναλαμβάνω ακόμα μια φορά, αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν η διάθεση. Σε αντίθεση με την μελαγχολική διάθεση του «Πάρκου Εθνικής Συμφιλίωσης», είδα το πείραγμα, το γέλιο, τη χαλαρότητα. Πείραζαν φιλικά τον Αλβανό φύλακα και αυτός ανταπέδιδε. Έλεγαν καθημερινές ιστορίες ή αυτοσαρκαζότανε. Δεν ήθελα να φύγω και μετανιώσαμε που είχαμε πριν από λίγο στο δρόμο φάει το σάντουιτς που είχαμε φέρει μαζί μας και δεν παραγγείλαμε ένα πιάτο αυγά ανακατωμένα που πραγματικά τα «λιμπιστήκαμε» .
Φωνάξαμε να πληρώσουμε.
-πόσο κάνουν;
Ο καφετζής βλέποντας ότι είχε φέρει κατά λάθος τσίπουρο με γλυκάνισο
– Σας έφερα με γλυκάνισο έ!
– Δεν πειράζει, ωραίο ήταν κι αυτό
– Θα το πάρω πίσω
– Μα το ήπιαμε
– Καλά θα σας κεράσω ένα χωρίς
– Δεν χρειάζεται! είμαστε ευχαριστημένοι
Πιάσαμε κουβέντα. Ήταν από τη Θεσσαλία, όπως και οι περισσότεροι. Κτηνοτρόφοι. Μιλήσαμε για το χωριό, για το κασέρι και άλλα «μικρά» πράγματα. Τελικά μας έφερε ακόμα ένα και δεν δέχτηκε να πληρωθεί επιπλέον. Σύνολο 3 Ευρώ όλα! Φύγαμε με την υπόσχεση (στον εαυτό μας) να ξαναπάμε κάποια στιγμή αν μπορέσουμε στο χωριό αυτό.
Και φύγαμε με μάλλον βαριά καρδιά (γιατί φύγαμε; Για τους άλλους προορισμός ε… αχ! Δεν έχουμε μάθει ακόμα πολλά στη ζωή μας άσχετα αν ο ένας είναι ένας πρώην κοσμοπολίτης και ο άλλος μέσα από τα βιβλία οδηγήθηκε σε δρόμους που δεν ακολουθεί σίγουρα η πλειοψηφία…) οδηγώντας προς τα Μαστοροχώρια. Σταματήσαμε για λίγο στον Θεοτόκο στο μνημείο του ΔΣΕ, προχωρήσαμε προς την Πυρσόγιαννη, δεν σταματήσαμε, Βούρμπιανη, Γοργοπόταμο, Πληκάτι. Είχε περάσει ήδη η ώρα και ονειρευόμασταν τα Rührei που είχαμε δει την Αετομηλίτσα. Και όταν ο Ραλφ πεινάει … Επιστρέφοντας περάσαμε από τους Χιονάδες με τους φημισμένους κάποτε ζωγράφους. Ερημιά. Πλακώθηκε η ψυχή μου. Στο Ασημοχώρι είδαμε ένα καφενείο. Σταματήσαμε. Έκλειναν. Φαγητό; Ευχαρίστως. Δύο ομελέτες, μια σαλάτα που δεν έκαναν καθόλου οικονομία στο λάδι προφανώς για να μας ευχαριστήσουν, μια φέτα, πατάτες, δύο κόκα-κόλες (έχουμε μακρινή οδήγηση). Συζήτηση, πίκρα, εγκατάλειψη. Κι όχι μόνο από τον εμφύλιο. Κάτι πήγε να γίνει, υπήρχε ένας Δήμαρχος που προσπάθησε να βάλει τάξη, μόνο πέτρινα σπίτια, έγινε ο καλλικρατικός δήμος, η έδρα στην Κόνιτσα, σταμάτησε η προσπάθεια, παραμέληση. 12 ευρώ όλα αυτά. Αφήσαμε 15. Επιστροφή.
Δεν ξέρω τι θα έλεγε ο Ποιητής αν ζούσε τώρα. Κάποτε έγραψε ότι «όπου και να πάει η Ελλάδα τον πληγώνει». Τι θα έγραφε άραγε στην σημερινή εποχή; Ίσως για μια άλλη ακόμα χαμένη πατρίδα μέσα στην ίδια μας τη χώρα – και δεν είναι και η μοναδική χαμένη.