Λύκος

Ο γκρίζος λύκος αποτελεί το πλέον εξειδικευμένο μέλος του γένους Canis, όπως αποδεικνύεται από προσαρμογές στην μορφολογία του, το κυνήγι μεγάλων θηραμάτων, την πλήρως κοινωνική φύση του, και την εξαιρετικά προηγμένη εκφραστική συμπεριφορά του. Όπως και ο κόκκινος λύκος (Canis rufus), διακρίνεται από άλλα είδη του γένους, από το μεγάλο μέγεθος και τα λιγότερο αιχμηρά δομικά στοιχεία του κεφαλιού του, ιδιαίτερα τα αυτιά και το ρύγχος. Είναι το μόνο είδος του γένους Canis που έχει εξάπλωση τόσο στον Παλαιό, όσο και τον Νέο Κόσμο. [Πρόκειται για κοινωνικότατο ζώο, με πυρήνα την «οικογένεια», η οποία αποτελείται από ένα κυρίαρχο αναπαραγωγικό ζεύγος, συνοδευόμενο από τους ενήλικους απογόνους του συγκεκριμένου ζευγαριού. Τρέφεται κυρίως με μεγάλα οπληφόρα, μικρότερα ζώα κάθε είδους (λαγούς, πουλιά κ.α.), ζώα κτηνοτροφίας, θνησιμαία και απορρίμματα. Ο τρόπος οργάνωσης και επικοινωνίας των μελών του, με κυρίαρχα ηθολογικά στοιχεία το ουρλιαχτό και τις οσμητικές σημάνσεις, προκαλεί τον θαυμασμό ακόμη και στους διώκτες του.

Ο γκρίζος λύκος είναι από τα ομορφότερα ζώα στην υφήλιο

Ο γκρίζος λύκος είναι, ίσως, το πλέον «πολυσυζητημένο» άγριο ζώο στον κόσμο, με περίοπτη θέση στην μυθολογία και λαογραφία, από αρχαιοτάτων χρόνων, καθώς και συνεχή ιστορική παρουσία στην λογοτεχνία [ και τις καλές τέχνες, όπως και στον κινηματογράφο και τα σύγχρονα media. Έχει μελετηθεί διεξοδικά, είναι «διάσημος» για την ευφυΐα του, τα ιδιαίτερα μορφολογικά και ηθολογικά του χαρακτηριστικά, κυρίως για την διαπεραστική φωνή του και την «μυθική» κοινωνική ιεραρχία που επικρατεί στις αγέλες που σχηματίζει, όπως και για την κορυφαία θέση που κατέχει στην τροφική αλυσίδα των ενδιαιτημάτων του. Ωστόσο, η σχέση του με τον άνθρωπο, είναι εκείνη που χαρακτηρίζει αυτό το -καθ’ όλα αξιοθαύμαστο- ζώο και έχει συντελέσει στην δημιουργία μιας ιδιαίτερα «εύθραυστης» ισορροπίας μεταξύ τους. Ο άνθρωπος «οφείλει» στον λύκο την προέλευση και δημιουργία του σημαντικότερου κατοικιδίου ζώου της υφηλίου, του σκύλου, δεν μπορεί όμως να τού συγχωρήσει την «εισβολή» στον κόσμο του. Ιδιαίτερα στις απόμακρες, αγροτικές περιοχές όπου -αναμφίβολα- προξενεί ζημιές, ο άνθρωπος οδηγείται σε αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις με τον λύκο, προσδίδοντάς του τον ρόλο του «κακού» αγνοώντας ή ξεχνώντας ότι το σκληροτράχηλο και ευφυές αυτό ζώο είναι καταλυτικός κρίκος στην οικολογική ισορροπία των ενδιαιτημάτων όπου απαντά και, η απουσία του από αυτά, δημιουργεί σοβαρές και απρόβλεπτες συνέπειες στην τροφική αλυσίδα του συνολικού βιοτόπου.

Αλεπού

Εξωτερικά μοιάζει λίγο με τον σκύλο, αλλά η ουρά της είναι πολύ πιο φουντωτή και το τρίχωμά της πιο πυκνό, ενώ και το ρύγχος της πιο μακρόστενο. Το μεγαλύτερο σε διαστάσεις είδος είναι η κόκκινη αλεπού, η οποία φτάνει σε μήκος έως και τα 90 εκατοστά και ζυγίζει 7 – 10 κιλά. Το εντυπωσιακό είναι ότι η ουρά της φτάνει σε μήκος έως και τα 60 εκατοστά, δηλαδή είναι αρκετά μεγάλη συγκριτικά με το σώμα της. Στα περισσότερα είδη, τα πόδια της είναι κοντά και λεπτά και έτσι η ουρά της χρησιμεύει και σαν μέσο ισορροπίας.

Η αλεπού εμφανίστηκε στη Γη πριν από 400.000 χρόνια και πιθανώς να υπήρξε και θήραμα για τους προϊστορικούς κυνηγούς. Σήμερα συναντάται σε όλες σχεδόν τις ηπείρους, εκτός από την Ανταρκτική.

Η Κόκκινη αλεπού ζει στην Ευρώπη, την Ασία, μια στενή λωρίδα της βόρειας Αφρικής, τη Βόρεια Αμερική (εισήχθη από το Ηνωμένο Βασίλειο στις ανατολικές ΗΠΑ στα μέσα του 18ου αιώνα και εξαπλώθηκε δυτικότερα), ενώ το 1855 εισήχθη και στην Αυστραλία. Όχι μόνο δεν είναι σε κανένα μέρος απειλούμενο με αφανισμό είδος, αλλά αντιστρόφως η εκπληκτική της προσαρμοστικότητα έχει οδηγήσει πολλά άλλα λιγότερο ικανά είδη σε κίνδυνο εξαφάνισης ή και εξαφάνιση.

Υπάρχουν όμως και άλλα είδη αλεπούδων, με σχετικά μεγάλη εξάπλωση ανά την υφήλιο, που ζουν στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, στην βόρεια Αφρική, την Μέση Ανατολή, εύκρατα τμήματα της Ασίας και την Βόρεια Αμερική. Επίσης, η Νοτιοαμερικανική γκρίζα αλεπού (Lycalopex griseus) ζει στην Χιλή και την Αργεντινή, ενώ η Αρκτική αλεπού (Alopex Lagopus) ζει στις πολικές περιοχές του βόρειου ημισφαιρίου.


Η λεγόμενη Νησιωτική αλεπού θεωρείται επισήμως απειλούμενο είδος. 


Καφέ αρκούδα

Η καφέ αρκούδα ή φαιά αρκούδα ή κοινή αρκούδα(Άρκτος η άρκτος-Ursus arctos) είναι παμφάγο θηλαστικόζώο και το είδος αρκούδας (ίσως το γνωστότερο) με την μεγαλύτερη γεωγραφική εξάπλωση, που μπορεί να φτάσει σε μάζα από 170 μέχρι 300 κιλά. Υποείδος της είναι η Αρκούδα γκρίζλι, διάσημη στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στην Ελλάδα, η καφέ αρκούδα υπάρχει κυρίως στη δυτική και βορειοδυτική Ελλάδα ωστόσο ο πληθυσμός της είναι περιορισμένος. Γενικότερα, απαντάται στην Ασία, την Ευρώπη, την Βόρεια Αμερική και τα όρη της βόρειας Αφρικής. Έχει μεγάλο κεφάλι, μικρά αυτιά, πατούσες με γερά νύχια και κοντή ουρά. Είναι μοναχικό ζώο. Ο ζωτικός χώρος των αρσενικών προστατεύεται από οποιονδήποτε αντίπαλο και φτάνει τα 1.000 τετρ. χλμ. Τρέφεται με φυτά, ψάρια, μέλι, πτηνά και τρωκτικά. Έχει οξεία όσφρηση και ακοή, και πολύ καλή όραση. Τα μικρά γεννιούνται τον χειμώνα, ζυγίζουν μερικές εκατοντάδες γραμμάρια και μένουν με την μητέρα τους πάνω από δύο χρόνια.

Μέσα από μια πορεία εξέλιξης και επιβίωσης διάρκειας 35 εκατομμυρίων χρόνων, η καφέ αρκούδα, ζώο ιδιαίτερα προσαρμοστικό, εξαπλώθηκε από την τούνδρα της Αλάσκας και τις στέπες της Ασίας ως τα δρυοδάση των μεσογειακών χωρών. Η καφέ αρκούδα ως το 15ο αιώνα, ζούσε σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η καταστροφή των βιοτόπων της και το κυνήγι της που έχει απαγορευτεί εδώ και δύο δεκαετίες περίπου, είναι οι κύριες αιτίες της σταδιακής εξαφάνισης της από τις περισσότερες χώρες. Σήμερα ζει σε μικρούς αποκομμένους πληθυσμούς και κινδυνεύει να εξαφανιστεί. Στη Γαλλία έχουν απομείνει περίπου δέκα ενώ στην Ισπανία και την Ιταλία περίπου από πενήντα. Στην Ελλάδα έως το 17ο αιώνα, η αρκούδα ζούσε ακόμη και στην Πελοπόννησο, σήμερα έχει περιοριστεί στη βόρεια Πίνδο και την κεντρική Ροδόπη. Ο πληθυσμός της δεν ξεπερνά τα 150 άτομα και αποτελεί το νοτιότερο τμήμα του Βαλκανικού πληθυσμού που δεν ξεπερνά τα 2.500 άτομα. Παρόλα αυτά είναι από τους μεγαλύτερους πληθυσμούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η φυσική σύνδεση των πληθυσμών της καφέ αρκούδας στα Βαλκάνια θα αυξήσει τις πιθανότητες επιβίωσης του είδους και στην Ελλάδα.

Καφέ αρκούδα που μόλις έχει πιάσει έναν σολωμό.

Ο χειμέριος ύπνος είναι ένας ακόμα τρόπος προσαρμογής της αρκούδας στις αντίξοες συνθήκες του περιβάλλοντος όπου ζει. Είναι ουσιαστικά ο μόνος τρόπος επιβίωσης για ένα μεγαλόσωμο παμφάγο θηλαστικό κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Μια ακόμα βασική λειτουργία είναι η προστασία των ευάλωτων νεογνών, εφόσον γεννιούνται μέσα στη φωλιά υπό ιδανικές συνθήκες θερμοκρασίας σαν να είναι ένα είδος θερμοκοιτίδας.

Το βασίλειο των αρπακτικών πτηνών

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΑΝΔΡΙΝΟΥ

Η ΣXEΣH του ανθρώπου με τα αρπακτικά πουλιά χάνεται στα βάθη των αιώνων και είναι μια σχέση αγάπης – μίσους. Αετοί, γύπες, γεράκια, κόνδορες κ.ά. έγιναν σύμβολα δύναμης βασιλιάδων και αυτοκρατοριών, μυθοποιήθηκαν ή και θεοποιήθηκαν από αρχαίους λαούς. Ταυτόχρονα, όμως, τα πουλιά αυτά υπέστησαν (και υφίστανται ακόμα) απηνή καταδίωξη από τον άνθρωπο, που τα σκοτώνει, τα δηλητηριάζει, τα καταδιώκει, είτε από φόβο και προκατάληψη είτε γιατί, δήθεν, προκαλούν ζημιές στα οικονομικά του συμφέροντα.

Και όμως, όπως όλα τα είδη της πανίδας, έτσι και τα αρπακτικά πουλιά έχουν τη δική τους θέση στα φυσικά οικοσυστήματα, διαδραματίζοντας μάλιστα έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο, αφού βρίσκονται στην κορυφή της τροφικής πυραμίδας τρέφονται από αδύναμα ή και νεκρά ζώα, εξυγιαίνοντας έτσι τους πληθυσμούς εκείνων που αποτελούν τη λεία τους. Η παρουσία τους επομένως, αποτελεί δείκτη υγείας, ισορροπίας και καλής λειτουργίας των οικοσυστημάτων στα οποία ζούν, ενώ, αντίθετα, με την απουσία τους χάνεται ένας θεμελιώδης κρίκος της οικολογικής αλυσίδας, μέρος της οποίας είναι και ο ίδιος ο άνθρωπος.

Από επιστημονική άποψη, τα αρπακτικά πουλιά ανήκουν στην τάξη «Ιερακόμορφα» (Falconiformes) και σύμφωνα με την πρόσφατη ταξινόμηση αριθμούν 306 διαφορετικά είδη που απαντώνται σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη (από τις κορυφές των Ιμαλαΐων μέχρι τις ακτές της Τασμανίας και από τον Αρκτικό Κύκλο μέχρι την αφιλόξενη Σαχάρα). Από αυτά, 51 είδη έχουν καταγραφεί στη Δυτική Παλαιαρκτική, δηλ. τη βιογεωγραφική ζώνη που περιλαμβάνει την Ευρώπη, τη Β. Αφρική και τη Μέση Ανατολή.

Η Ελλάδα, χώρα με μεγάλη βιοποικιλότητα σε χλωρίδα και πανίδα, έχει ιδιαίτερη σημασία για τα αρπακτικά πουλιά. Mέχρι σήμερα έχουν καταγραφεί 38 διαφορετικά είδη, αριθμός ρεκόρ για χώρες της Ευρωπαϊκής Eνωσης, αλλά και για τη Δυτ. Παλαιαρκτική. Από αυτά, τα 25 είδη φωλιάζουν στη χώρα μας, τα 10 διαχειμάζουν ή απλώς περνούν κατά τις μεταναστευτικές περιόδους, ενώ 3 είδη έχουν περιστασιακή παρουσία.

H άγρια ζωή απειλείται

Αρπακτικά πουλιά απαντούν σε όλη την Ελλάδα, είναι όμως αυτονόητο ότι η γεωγραφική τους εξάπλωση εξαρτάται άμεσα από τις οικολογικές απαιτήσεις του κάθε είδους: ορισμένα από αυτά, όπως το βραχοκιρκίνεζο (Falco tinnunculus) ή η γερακίνα (Buteo buteo) ζουν από την Κρήτη μέχρι τον Έβρο, ενώ άλλα πάλι, όπως ο θαλασσαετός (Haliaeetus albicilla) απαντά μόνο στη Β.Α. Ελλάδα. Παράλληλα όμως (και εδώ αρχίζουν τα προβλήματα), τα αρπακτικά στην Ελλάδα, εκτός ίσως από 1-2 είδη, εμφανίζουν σαφή πληθυσμιακή μείωση, που για ορισμένα είδη είναι πλέον δραματική. Ως ανώτεροι θηρευτές, τα πουλιά αυτά είναι μεν από τη φύση τους ολιγάριθμα, αλλά από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, και ιδιαίτερα μετά τη δεκαετία του ’70, οι πληθυσμοί, κυρίως των γυπών και των αετών, συρρικνώνονται συνεχώς, με αποτέλεσμα πολλές περιοχές, π.χ. Πελοπόννησος, Στερεά Ελλάδα, να είναι σήμερα σχεδόν άδειες από αυτά τα εντυπωσιακά πουλιά, παρ’ ότι οι βιότοποι τους μοιάζουν ανέπαφοι. Χαρακτηριστικότερα παραδείγματα της κατάστασης αυτής είναι οι περιπτώσεις του γυπαετού που χάθηκε πλέον από την κυρίως Ελλάδα και περιορίστηκε στην Κρήτη, του βασιλαετού που είναι αμφίβολο εάν εξακολουθεί να φωλιάζει στη χώρα μας ή του θαλασσαετού, που ο εθνικός του πληθυσμός δεν ξεπερνά σήμερα τα 3-4 ζευγάρια, ενώ στα μέσα της δεκαετίας του ’60, μόνο στο Δέλτα Εβρου φώλιαζαν 10-12 ζευγάρια.

Ευτυχώς, κάποιες περιοχές φαίνεται να διατηρούν ακόμα ικανοποιητικούς αριθμούς από αρπακτικά πουλιά, κυρίως λόγω της δομής των φυσικών τους οικοσυστημάτων σε συνδυασμό με τις τοπικές κοινωνικοοικονομικές δομές και συνθήκες (νομαδική κτηνοτροφία κ.ά.). Τυπικό παράδειγμα η Κρήτη, που συγκεντρώνει σήμερα τον μεγαλύτερο πληθυσμό στην Ελλάδα από όρνια, γυπαετούς κ.ά., η ευρύτερη περιοχή των Μετεώρων, ορισμένες περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης, κ.α.

Γερακίνα

Γερακίνα

H Γερακίνα είναι ημερόβιο αρπακτικό πτηνό, μία από τις γερακίνες που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Buteo buteo και περιλαμβάνει 11 υποείδη. Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος B. b. buteo (Linnaeus, 1758), αλλά υπάρχει πιθανή ανάμιξη πληθυσμών με τα υποείδη B. b. menetriesi Bogdanov, 1879 και B. b. vulpinus (Gloger, 1833), ιδιαίτερα κατά τις μεταναστευτικές περιόδους.

Η λατινική λέξη buteo υποδήλωνε το σημερινό «γεράκι» ή κάποιο «ιερακοειδές» και αναφέρεται τόσο στο είδος όσο και στο γένος του πτηνού. Η αγγλική ονομασία του είδους Buzzard, αντιστοιχεί στην ελληνική λέξη «γερακίνα».

Η γερακίνα απαντά σε όλο σχεδόν τον Παλαιό Κόσμο και, αποτελεί ένα από τα πιο κοινά αρπακτικά πτηνά. Στην Ευρώπη απουσιάζει μόνον από την Ισλανδία, τη Νορβηγία (εκτός από το νοτιότερο τμήμα της), τα βορειοδυτικά της Σουηδίας και της Φινλανδίας και από μεγάλο μέρος της Ιρλανδίας. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες είναι μόνιμος κάτοικος (επιδημητικός), ενώ στη Ρωσία έρχεται για να αναπαραχθεί μόνο το καλοκαίρι. Στο μεγαλύτερο μέρος της Τουρκίας και σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή και τη Β. Αφρική, δεν υπάρχουν πληθυσμοί αναπαραγωγής, παρά μόνον διαχειμάζοντες. Οι περιοχές εξάπλωσης φθάνουν προς ανατολάς μέχρι την Ιαπωνία και προς τα νοτιοδυτικά μέχρι και τη Μαλαισία, ενώ η διαχείμαση γίνεται μέχρι και τη Νότια Αφρική. Στην Ελλάδα είναι μόνιμος κάτοικος (επιδημητικός) και φωλιάζει σε σχετικά ικανοποιητικούς αριθμούς, αλλά υπάρχουν και πληθυσμοί άλλων υποειδών που, είτε έρχονται να ξεχειμωνιάσουν, είτε περνάνε από τη χώρα κατά τις δύο μεταναστεύσεις.

Η Γερακίνα απαντά πανελλαδικά και με την ονομασία Βαρβακίνα ή Ποντικοβαρβακίνα. Άλλες ονομασίες είναι:

  • Ποντικογερακίνα,
  • Παπατσώνης και Παπατσώνι (Παρνασσός),
  • Κουφογερακίνα,
  • Λαγουδογέρακο