Το βασίλειο των αρπακτικών πτηνών

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΑΝΔΡΙΝΟΥ

Η ΣXEΣH του ανθρώπου με τα αρπακτικά πουλιά χάνεται στα βάθη των αιώνων και είναι μια σχέση αγάπης – μίσους. Αετοί, γύπες, γεράκια, κόνδορες κ.ά. έγιναν σύμβολα δύναμης βασιλιάδων και αυτοκρατοριών, μυθοποιήθηκαν ή και θεοποιήθηκαν από αρχαίους λαούς. Ταυτόχρονα, όμως, τα πουλιά αυτά υπέστησαν (και υφίστανται ακόμα) απηνή καταδίωξη από τον άνθρωπο, που τα σκοτώνει, τα δηλητηριάζει, τα καταδιώκει, είτε από φόβο και προκατάληψη είτε γιατί, δήθεν, προκαλούν ζημιές στα οικονομικά του συμφέροντα.

Και όμως, όπως όλα τα είδη της πανίδας, έτσι και τα αρπακτικά πουλιά έχουν τη δική τους θέση στα φυσικά οικοσυστήματα, διαδραματίζοντας μάλιστα έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο, αφού βρίσκονται στην κορυφή της τροφικής πυραμίδας τρέφονται από αδύναμα ή και νεκρά ζώα, εξυγιαίνοντας έτσι τους πληθυσμούς εκείνων που αποτελούν τη λεία τους. Η παρουσία τους επομένως, αποτελεί δείκτη υγείας, ισορροπίας και καλής λειτουργίας των οικοσυστημάτων στα οποία ζούν, ενώ, αντίθετα, με την απουσία τους χάνεται ένας θεμελιώδης κρίκος της οικολογικής αλυσίδας, μέρος της οποίας είναι και ο ίδιος ο άνθρωπος.

Από επιστημονική άποψη, τα αρπακτικά πουλιά ανήκουν στην τάξη «Ιερακόμορφα» (Falconiformes) και σύμφωνα με την πρόσφατη ταξινόμηση αριθμούν 306 διαφορετικά είδη που απαντώνται σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη (από τις κορυφές των Ιμαλαΐων μέχρι τις ακτές της Τασμανίας και από τον Αρκτικό Κύκλο μέχρι την αφιλόξενη Σαχάρα). Από αυτά, 51 είδη έχουν καταγραφεί στη Δυτική Παλαιαρκτική, δηλ. τη βιογεωγραφική ζώνη που περιλαμβάνει την Ευρώπη, τη Β. Αφρική και τη Μέση Ανατολή.

Η Ελλάδα, χώρα με μεγάλη βιοποικιλότητα σε χλωρίδα και πανίδα, έχει ιδιαίτερη σημασία για τα αρπακτικά πουλιά. Mέχρι σήμερα έχουν καταγραφεί 38 διαφορετικά είδη, αριθμός ρεκόρ για χώρες της Ευρωπαϊκής Eνωσης, αλλά και για τη Δυτ. Παλαιαρκτική. Από αυτά, τα 25 είδη φωλιάζουν στη χώρα μας, τα 10 διαχειμάζουν ή απλώς περνούν κατά τις μεταναστευτικές περιόδους, ενώ 3 είδη έχουν περιστασιακή παρουσία.

H άγρια ζωή απειλείται

Αρπακτικά πουλιά απαντούν σε όλη την Ελλάδα, είναι όμως αυτονόητο ότι η γεωγραφική τους εξάπλωση εξαρτάται άμεσα από τις οικολογικές απαιτήσεις του κάθε είδους: ορισμένα από αυτά, όπως το βραχοκιρκίνεζο (Falco tinnunculus) ή η γερακίνα (Buteo buteo) ζουν από την Κρήτη μέχρι τον Έβρο, ενώ άλλα πάλι, όπως ο θαλασσαετός (Haliaeetus albicilla) απαντά μόνο στη Β.Α. Ελλάδα. Παράλληλα όμως (και εδώ αρχίζουν τα προβλήματα), τα αρπακτικά στην Ελλάδα, εκτός ίσως από 1-2 είδη, εμφανίζουν σαφή πληθυσμιακή μείωση, που για ορισμένα είδη είναι πλέον δραματική. Ως ανώτεροι θηρευτές, τα πουλιά αυτά είναι μεν από τη φύση τους ολιγάριθμα, αλλά από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, και ιδιαίτερα μετά τη δεκαετία του ’70, οι πληθυσμοί, κυρίως των γυπών και των αετών, συρρικνώνονται συνεχώς, με αποτέλεσμα πολλές περιοχές, π.χ. Πελοπόννησος, Στερεά Ελλάδα, να είναι σήμερα σχεδόν άδειες από αυτά τα εντυπωσιακά πουλιά, παρ’ ότι οι βιότοποι τους μοιάζουν ανέπαφοι. Χαρακτηριστικότερα παραδείγματα της κατάστασης αυτής είναι οι περιπτώσεις του γυπαετού που χάθηκε πλέον από την κυρίως Ελλάδα και περιορίστηκε στην Κρήτη, του βασιλαετού που είναι αμφίβολο εάν εξακολουθεί να φωλιάζει στη χώρα μας ή του θαλασσαετού, που ο εθνικός του πληθυσμός δεν ξεπερνά σήμερα τα 3-4 ζευγάρια, ενώ στα μέσα της δεκαετίας του ’60, μόνο στο Δέλτα Εβρου φώλιαζαν 10-12 ζευγάρια.

Ευτυχώς, κάποιες περιοχές φαίνεται να διατηρούν ακόμα ικανοποιητικούς αριθμούς από αρπακτικά πουλιά, κυρίως λόγω της δομής των φυσικών τους οικοσυστημάτων σε συνδυασμό με τις τοπικές κοινωνικοοικονομικές δομές και συνθήκες (νομαδική κτηνοτροφία κ.ά.). Τυπικό παράδειγμα η Κρήτη, που συγκεντρώνει σήμερα τον μεγαλύτερο πληθυσμό στην Ελλάδα από όρνια, γυπαετούς κ.ά., η ευρύτερη περιοχή των Μετεώρων, ορισμένες περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης, κ.α.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *