Σκίτσα του Καλαιτζή

Σκίτσα του σκιτσογράφου Καλαιτζή

Η κατάσταση των γυναικών στον κόσμο.

Στατιστική απεικόνιση της ισότητας των φύλων στον πλανήτη

Μόλις κυκλοφόρησε από την Παγκόσμια Τράπεζα (διεθνές χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, με έδρα την Ουάσιγκτον, το οποίο παρέχει οικονομική και τεχνική βοήθεια σε αναπτυσσόμενες χώρες με δεδηλωμένο στόχο τη μείωση της φτώχειας), η ειδική έκδοση με θέμα τη στατιστική απεικόνιση της ισότητας μεταξύ γυναικών και ανδρών στον πλανήτη.

Ο τίτλος του εύχρηστου εργαλείου σχεδιασμού, υλοποίησης και παρακολούθησης πολιτικής στον τομέα της ισότητας των φύλων είναι ?The Little Data Book on Gender 2016?, με κατατοπιστικούς πίνακες για την κατάσταση των δύο φύλων ανά χώρα στους τομείς της εκπαίδευσης, της υγείας, της οικονομίας, των κέντρων λήψης αποφάσεων, καθώς και της δημογραφίας.

Ακολουθούν ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα για διάφορες γεωγραφικές περιοχές, καθώς και για τη χώρα μας με έτος αναφοράς το 2013:

1) το 13% του παγκόσμιου πληθυσμού ζει με λιγότερο από 1,90 δολάρια ημερησίως

2) το 90% των γυναικών και το 91% των ανδρών έχει συνεχίσει τη φοίτηση στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση

 3) το 89% του γυναικείου πληθυσμού ηλικίας 15-24 ετών και το 93% των ανδρών της ίδιας ηλικιακής ομάδας γνωρίζει γραφή και ανάγνωση

 4) το 82% των εγκύων έλαβε υπηρεσίες προγεννητικού ελέγχου και το 62% των γεννήσεων πραγματοποιήθηκε από εξειδικευμένο επαγγελματία υγείας

 5) οι γυναίκες αντιστοιχούν στο 51% του πληθυσμού ηλικίας άνω των 15 ετών που ζει με τον ιό HIV

 6) στο εργατικό δυναμικό άνω των 15 ετών οι γυναίκες συμμετέχουν σε ποσοστό 50% και οι άνδρες σε ποσοστό 77%, ενώ στην ηλικιακή ομάδα 15-24 ετών το αντίστοιχο ποσοστό είναι 39% για τις γυναίκες και 55% για τους άνδρες

 7) το 23% των Μελών των Εθνικών Κοινοβουλίων και το 18% των Μελών του Υπουργικού Συμβουλίου είναι γένους θηλυκού

 8) στις χώρες της ζώνης του ευρώ τα προσδοκώμενα έτη ζωής είναι τα 84 για τις γυναίκες και τα 79 για τους άνδρες

 9) το 85% των εργαζομένων άνω των 15 ετών στον τομέα των υπηρεσιών στις χώρες της ζώνης του ευρώ είναι γυναίκες και το 60% είναι άνδρες, ενώ το 76% της μερικής απασχόλησης αφορά το γυναικείο πληθυσμό

 10) στις χώρες της ζώνης του ευρώ το 73% των γυναικών και το 79% των ανδρών χρησιμοποιούν το διαδίκτυο

 11) στις χώρες της ζώνης του ευρώ το 94% των γυναικών και το 96% των ανδρών άνω των 15 ετών έχουν τραπεζικό λογαριασμό

 12) όσον αφορά την Ελλάδα, η έκδοση της Παγκόσμιας Τράπεζας περιλαμβάνει άκρως ενδιαφέροντα στοιχεία:

      – το 32% των πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στις φυσικές επιστήμες είναι γυναίκες

      – η κατανομή του εργατικού δυναμικού ανά φύλο άνω των 15 ετών είναι 44% γυναίκες και 63% άνδρες, ενώ στον τομέα των υπηρεσιών οι γυναίκες απασχολούνται σε ποσοστό 80%

      – στην ηλικιακή ομάδα 15-24 ετών το 64% των ανέργων είναι γυναίκες

      – όσον αφορά τις θέσεις ευθύνης, τα ποσοστά για τις γυναίκες στο Κοινοβούλιο και στις επιχειρήσεις είναι 23% και μόλις 10% στο Υπουργικό Συμβούλιο.

 Για την πληρέστερη ενημέρωσή σας, ακολουθεί ο σχετικός σύνδεσμος από τον ιστότοπο της Παγκόσμιας Τράπεζας:

https://openknowledge.worldbank.org/bitstream/handle/10986/23436/9781464805561.pdf .

 

Φυσικές Επιστήμες για όλους

ΦΥΣΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

   Η επιστημονική σκέψη έχει ιστορία μεγαλύτερη των 2000 ετών, με την αρχή της στους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους (Unesco, 1985). Ο Ρήγας Φεραίος (1790), τόνιζε στο έργο του ?Φυσικής Απάνθισμα? πως χρειάζεται να γίνει γνωστή η επιστημονική γνώση, ενάντια στις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες.

    Οι Φυσικές Επιστήμες είναι αυτές που απαντούν στα ερωτήματα των ανθρώπων σε σχέση με την φύση, για το τι και το πως (Unesco, 1985). Αντικείμενό τους είναι η μελέτη του φυσικού κόσμου, μέρος του οποίου αποτελεί και το ανθρώπινο είδος, γι’ αυτό είναι απαραίτητη η διδασκαλία τους (Χαλκιά, 2011). Με την ανάπτυξη των Φυσικών Επιστημών, αυξήθηκαν οι ανθρώπινες δυνατότητες για ορθολογικές απαντήσεις και κατασκευάστηκαν συγκεκριμένα εργαλεία σκέψης , συμβάλλοντας στην εξέλιξη (Κουλαϊδής, 1994). Ο άνθρωπος μπόρεσε να κατακτήσει γνώσεις για τον κόσμο που τον περιβάλλει από τις πολύ μεγάλες διαστάσεις του Σύμπαντος, μέχρι το επίπεδο της δομής των κυττάρων, αλλά και των στοιχειωδών σωματιδίων. Οι γνώσεις αυτές χρησιμοποιήθηκαν σε πολλές τεχνολογικές εφαρμογές, από τις κατασκευές, τον τομέα της υγείας, μέχρι τις συσκευές καθημερινής χρήσης. Μια όμως από τις σημαντικότερες αξίες της επιστήμης σύμφωνα με τον Feynman (2005), είναι η ελευθερία της αμφισβήτησης. H εκπαίδευση στις Φυσικές Επιστήμες, μπορεί να βοηθήσει στην ανάπτυξη της κριτικής σκέψης, αναδεικνύοντας το στοιχείο της αβεβαιότητας και της απροσδιοριστίας στην επιστημονική γνώση, που αλλάζει διαρκώς, προβάλλοντας την γνώση των Φυσικών Επιστημών, ως δυναμική και εξελισσόμενη γνώση. Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια με την αλματώδη πρόοδο των επιστημών και της τεχνολογίας, προβάλλει επιτακτική η ανάγκη, για καλή προετοιμασία των αυριανών πολιτών που θα κληθούν να πάρουν αποφάσεις . Σύμφωνα με τον DeBoer (2000), η εκμάθηση των Φυσικών Επιστημών είναι πολιτιστική δύναμη στον σύγχρονο κόσμο. Οι Φυσικές Επιστήμες αξίζουν μια θέση στο πρόγραμμα σπουδών με βάση την σημασία τους ως μέρος της πνευματικής μας κληρονομιάς και της πολιτιστικής εμπειρίας που πρέπει να περάσει από γενιά σε γενιά. Η επιστημονική παιδεία πρέπει να αποτελεί μέρος της παιδείας του καλλιεργημένου ατόμου.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

   Στα προγράματα σπουδών Φυσικών Επιστημών που έχουν εφαρμοστεί στην Ελλάδα, κυριαρχεί ο ακαδημαϊσμός και η ?καθαρή επιστήμη?. Όμως αν διερευνήσουμε την προέλευση αυτού του ακαδημαϊσμού, θα διαπιστώσουμε ότι ξεκίνησε από το Ηνωμένο Βασίλειο (1860) και τις ΗΠΑ (1890), όταν διαπιστώθηκε ότι η διδασκαλία της Φυσικής που σχετίζεται με καταστάσεις της καθημερινής ζωής ευνοεί παιδιά από μη προνομιούχες τάξεις. Οι Hodson & Prophet (1994) υποστηρίζουν ότι η διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών που αφορά την καθημερινή ζωή των παιδιών απορρίφτηκε από την επίσημη εκπαιδευτική πολιτική στο τέλος του δέκατου ένατου αιώνα, λόγω της επιτυχίας που σημείωσε στα παιδιά της φτωχής εργατικής τάξης.   Το πρόγραμμα σπουδών, μπορεί να προωθεί ή όχι τον κοινωνικό αποκλεισμό (Σιάτρας, 2013).

    O Jeff Kirkham (1989) ασκεί έντονη κριτική στην ακαδημαϊκή και φορμαλιστική προσέγγιση στη διδασκαλία της επιστήμης, χαρακτηρίζοντάς την ψυχρή, απόμακρη και άσχετη με τη ζωή των μαθητών και μαθητριών. Τονίζει ότι αυτή η προσέγγιση είναι κυρίως προσαρμοσμένη στα ενδιαφέροντα αυτών που προετοιμάζονται για σπουδές στην επιστήμη και την τεχνολογία, ενώ δεν παίρνει υπόψη τους μέσους και των χαμηλών επιδόσεων μαθητές και μαθήτριες, ούτε αυτούς και αυτές που ενδιαφέρονται για σπουδές στα γράμματα, στις τέχνες και στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές σπουδές .

  Αξίζει να αναφέρουμε ότι, στην νεοελληνική εκπαίδευση, σημαντικό σταθμό αποτελεί το πρόγραμμα σπουδών που καταρτίστηκε από την Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης το 1944, από τον Κώστα Σωτηρίου, Μιχάλη Παπαμαύρο και Ρόζα Ιμβριώτη, το ?Σχέδιο για μια Λαϊκή Παιδεία?, που ήταν το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του ΕΑΜ. Στο πρόγραμμα αυτό ο στόχος ήταν το παιδί να μελετά τις επιστήμες μέσα από τα καθημερινά του βιώματα (Δημαράς, 2000).

ΠΡΟΣ ΠΟΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

   Σύμφωνα με τον Hodson (2003), η εκπαίδευση στις επιστήμες δεν είναι πλήρης αν δεν προετοιμάζει τους μαθητές ώστε να εμπλακούν και να αναλάβουν δράση για θέματα κοινωνικής και πολιτικής σημασίας. Εκτός από τις επιστημονικές γνώσεις, χρειάζεται, να παρέχονται και γνώσεις σχετικά με την φύση της επιστημονικής έρευνας, με τον τρόπο ανάπτυξης των θεωριών καθώς και να ενισχυθεί η ικανότητα χρήσης της γλώσσας της επιστήμης. Απώτερος σκοπός είναι να καλλιεργηθεί η πνευματική ανεξαρτησία, η απελευθέρωση του μυαλού. Να βοηθηθούν οι άνθρωποι να βγάζουν τα δικά τους συμπεράσματα, να μπορούν να διακρίνουν ανάμεσα στην καλή και κακή επιστήμη, καθώς και στην μη-επιστήμη, να είναι δηλαδή κριτικοί καταναλωτές της επιστημονικής γνώσης. Να κατανοήσουν την φύση της επιστήμης και να μπορούν να κρίνουν τα επιστημονικά επιχειρήματα, αλλά και να μπορούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες της καθημερινής ζωής με τον αυξημένο ρόλο της τεχνολογίας.

   Ο Peter McLaren (Calabrese-Barton 2001) διατύπωσε απόψεις για την εκπαίδευση των φτωχών παιδιών των εργατικών συνοικιών στις Φυσικές Επιστήμες προτείνοντας κατευθύνσεις στη εκπαίδευσή τους που βασίζονται στην προσπάθεια για επιβίωση και αμφισβήτηση.

   Από τον Dillon του Kings College του Λονδίνου, το 2009, δημοσιεύτηκε η εργασία με θέμα τον επιστημονικό εγγραμματισμό και την μεταρρύθμιση του αναλυτικού προγράμματος. Η ανάλυση αφορά τις προσπάθειες για την βελτίωση της επιστημονικής εκπαίδευσης σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες και το πώς οι εξελίξεις στην Ευρώπη σχετίζονται με αυτές σε άλλες ηπείρους. Εκφράζεται ανησυχία ότι η εκπαίδευση για τις Φυσικές Επιστήμες ωφελεί την μειονότητα των μαθητών που πρόκειται να γίνουν επιστήμονες, σε βάρος των υπολοίπων. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Dillon, στην αναφορά Rocard (Rocard Report, 2007) Science Now: A Renewed Pedagogy for the Future of Europe, τονίζεται ότι τα τελευταία χρόνια, πολλές μελέτες έχουν δείξει ανησυχητική μείωση του ενδιαφέροντος των νέων για βασικές σπουδές στις ΦΕ και τα μαθηματικά. Παρά τα πολυάριθμα σχέδια και δράσεις, που υλοποιούνται για να αντιστραφεί αυτή η τάση, τα σημάδια βελτίωσης είναι λίγα, ενώ μακροπρόθεσμα υπάρχει κίνδυνος να μειωθεί η ικανότητα της Ευρώπης να καινοτομεί, καθώς και να μειωθεί η ποιότητα της έρευνας.

   Η ανάλυση των αναλυτικών προγραμμάτων της Φινλανδίας και της Ταϊλάνδης από τους Sothayapetch, Lavonen και Juuti (2013) έδειξε ότι, δεν έχει σημασία το περιεχόμενο και μόνο των Φυσικών Επιστημών, αλλά και τα διαφορετικά πλαίσια στα οποία αυτή η γνώση παρουσιάζεται. Σε όσο περισσότερο διαφορετικά πλαίσια παρουσιάζεται μια έννοια, τόσο ευρύτερα κατανοητή γίνεται.

  Η ανάλυση των αναλυτικών προγραμμάτων της Φυσικής του ελληνικού λυκείου, ως προς τις διαστάσεις του επιστημονικού εγγραμματισμού, έδειξε πως τα ελληνικά αναλυτικά προγράμματα εστιάζουν στην ανάκληση και εφαρμογή γνώσεων περιεχομένου, αφήνοντας τους Έλληνες μαθητές μακρυά από σηματικές πτυχές των διαστάσεων της επιστήμης (Κιουρή, 2015).

  Οι Φυσικές Επιστήμες ως αντικείμενο διδασκαλίας μπορούν να εξυπηρετήσουν πολύ διαφορετικές κοινωνικές λειτουργίες, μπορεί να βοηθήσουν στην δημιουργία κριτικά σκεπτόμενων πολοτών, ή να χρησιμεύσουν ως ένα αποστεωμένο εργαλείο παροχής ικανοτήτων και δεξιοτήτων, που απλώς δίνει την ικανότητα προσαρμογής, στις εκάστοτε κοινωνικές απαιτήσεις και στην τεχνολογική ανάπτυξη.

   Εκπαίδευση στις Φυσικές Επιστήμες με στόχο τη δημοκρατία θα μπορούσε να σημαίνει ότι ο μαθητής αποκτά τις απαραίτητες ικανότητες ώστε να καταστεί κριτικός αναγνώστης θεμάτων που αφορούν κοινωνικά ζητήματα: την ίση πρόσβαση στον επιστημονικό και τεχνολογικό πολιτισμό, τα θέματα της ανεργίας, της περιβαλλοντικής ρύπανσης, των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, των συνθηκών διαβίωσης των μειονοτικών ομάδων, των θεμάτων του ρατσισμού, κλπ. Και σε μια εποχή που πολλές αποφάσεις τεκμηριώνονται με βάση την Επιστήμη, αυτό θεωρείται θέμα δημοκρατίας.
Η Εκπαίδευση των Φυσικών Επιστημών με στόχο τη δημοκρατία δεν μπορεί να βασιστεί σε στερεότυπα διδασκαλίας και μάθησης που χαρακτηρίζονται από το πρότυπο της αυθεντίας, της μίας και μοναδικής λύσης, της μη αμφισβήτησης αρχών και νόμων. Είναι σημαντικό να υπάρξει μια αλληλεπίδραση στην τάξη που υποστηρίζει το διάλογο και τη διαπραγμάτευση.

   Είναι σημαντικό να αναδειχθεί η σχέση των Φυσικών Επιστημών με το κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό σύστημα, από το επίπεδο των καθημερινών οικονομικών ανταλλαγών, μέχρι την κριτική ερμηνεία θεμάτων που προβάλλονται από τα μέσα ενημέρωσης.

   Να επισημανθεί η αντίληψη των Φυσικών Επιστημών ως κεντρικό στοιχείο της ανθρώπινης κουλτούρας μέσα από τη μελέτη και ανάλυση της ιστορικής εξέλιξης των Φυσικών Επιστημών και της επίδρασης του κοινωνικού πλαισίου σε αυτή την εξέλιξη.

   Να καταδειχθεί ο χαρακτήρας της επιστημονικής πρακτικής. Πως δηλαδή η επιστήμη εξαρτάται από κοινωνικούς και πολιτικούς παράγοντες εξωτερικούς προς αυτή και πως αντιτίθεται ή προσαρμόζεται σ? αυτήν την εξάρτηση, αλλά και οι πρακτικές της επιστημονικής κοινότητας και πως επηρεάζουν το είδος των ερευνητικών ερωτήσεων που τίθενται σε συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους.

   Αν λοιπόν λάβουμε υπ’όψη τα παραπάνω κατά τον σχεδιασμό των αναλυτικών προγραμμάτων Φυσικών Επιστημών, μπορούμε να ελπίζουμε πως η διδασκαλία τους θα αφορά το σύνολο των μαθητών και όχι μια μικρή προνομιούχα μειονότητα. Με τον τρόπο αυτό η διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών μπορεί να συμβάλλει στην πρόοδο και την ανάπτυξη, στην κοινωνική συνοχή και την δημιουργία κριτικά σκεπτόμενων πολιτών.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Calabrese-Barton, A (2001) Capitalism, Critical Pedagogy and Urban Science Education: An interview with Peter McLaren, Journal of Research in Science Teaching 38(8), 847-859.

Δημαράς, Α. (2000). Εκπαίδευση:πόλεμος,κατοχή, εμφύλιος (1940-1949). Ιστορία του Ελληνικού ΄Εθνους.Τόμος ΙΣΤ΄. Εκδοτική Αθηνών.

DeBoer, G. (2000).Scientific Literacy: Another Look at Its Historical and Contemporary Meanings and Its Relationship to Science Education Reform. Journal of research in science teaching, vol.37, No. 6, pp. 582-601

Feynman, R. (2005). Η χαρά της ανακάλυψης. Αθήνα . Εκδόσεις Κάτοπτρο.

Hodson, D. (2003).Towards Scientific Literacy. A Teachers’ Guide to the History, Philosophy and Sociology of Science. Univerity of Torondo. Canada. Sense Publishers. Rotterdam.

Hodson, D., & Prophet, R. B. (1994). Why the science curriculum changes: Evaluation or social control? In R. Levinson (Ed.), Teaching Science (pp. 22-39). New York:Routledge.

Κιουρή,Χ. (2015). Οι διαστάσεις του επιστημονικού εγγραμματισμού στα αναλυτικά προγράμματα φυσικής λυκείου. Διπλωματική εργασία. ΕΑΠ.

Κουλαϊδής, Β.,(1994). Η ?φωνή? των Φυσικών Επιστημών, στο: Β. Κουλαϊδής (επιμ), Αναπαραστάσεις του Φυσικού Κόσμου: Γνωστική, Επιστημολογική και Διδακτική προσέγγιση. Αθήνα. Gutenberg.

Kirkham,J (1989) Balanced Science: Equilibrium between context, process and content. In J. Wellington (Eds). Skills and Processes in Science Education: A Critical Analysis (New York & London: Routledge).

Σιάτρας,Α.,(2013). Πρόγραμμα Σπουδών Φυσικών Επιστημών και κοινωνικός αποκλεισμός: μιά παιδαγωγική προσέγγιση. Διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη 2013.

Sothayapetch, P., Lavonen, J., Juuti, K. (2013).A comparative analysis of PISA scientific literacy framework in Finnish and Thai science curricula. Science Education International Vol. 24, Issue 1, 78-97. http://files.eric.ed.gov/fulltext/EJ1015827.pdf

Unesco,( 1985).Οδηγός του εκπαιδευτικού για την διδασκαλία των φυσικών επιστημών στο δημοτικό και το γυμνάσιο. Επιμέλεια:Αντωνίου, Γ., Κολιόπουλος, Δ., Μαυροπούλου, Μ., Μπαγάκης, Γ. Εκπαιδευτικά Θέματα. Αθήνα.

Χαλκιά,Κ. (2011). Διδακτική των Φυσικών Επιστημών. Α΄ Τόμος. Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Αθήνα.