Η βιολογική σπουδαιότητα και οι παράγοντες που επηρεάζουν την αερόβια ικανότητα, που είναι ο γενικός δείκτης της λειτουργικής προσαρμοστικότητας του οργανισμού. 

Μέγιστη πρόσληψη οξυγόνου

Ο ανώτατος όγκος οξυγόνου, που μπορούν να καταναλώσουν οι ιστοί ενός ατόμου κατά την άσκηση στη μονάδα του χρόνου, ονομάζεται μέγιστη πρόσληψη οξυγόνου και εκφράζει την αερόβια ικανότητα ενός ατόμου. Η φυσιολογική σπουδαιότητα της μέγιστης πρόσληψης οξυγόνου (VO2μεγ)βρίσκεται στο γεγονός ότι είναι η συνισταμένη πολλών βιολογικών προσαρμογών, όπως αναπνευστικών, καρδιαγγειακών, μεταβολικών κ.α. η VO2μεγ είναι το γινόμενο της καρδιακής παροχής επί την αρτηριοφλεβική διαφορά οξυγόνου.
¨Όλοι οι οργανισμοί δεν έχουν την ίδια ικανότητα να μεταφέρουν οξυγόνο από την ατμόσφαιρα στους ιστούς και να το καταναλώνουν για την παραγωγή μυικής ενέργειας κατά τη μέγιστη προσπάθεια. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται η διαφορά μεταξύ του γυμνασμένου και του αγύμναστου οργανισμού.
Όσο λιγότερο οξυγόνο μπορεί να μεταφέρει και να καταναλώσει το σώμα μας, τόσο μικρότερη είναι και η αντοχή μας. Αντίθετα, όσο περισσότερο οξυγόνο προσλαμβάνουμε, τόσο μεγαλύτερη είναι η αντοχή μας για σωματικό έργο.
[ΑΡΧΗ]

Αερόβια ικανότητα, ηλικία και φύλο

Η αερόβια ικανότητα του ανθρώπου αυξάνεται προοδευτικά και φτάνει το μέγιστο ύψος της στα τελευταία χρόνια της εφηβικής ηλικίας, οπότε ο οργανισμός βρίσκεται στην πλήρη ωριμότητά του. Ύστερα, ή αερόβια ικανότητα ελαττώνεται βαθμιαία με το πέρασμα του χρόνου και με ρυθμό περίπου 1% το χρόνο.
Η παρακμή της αερόβιας ικανότητας μετά τα 20 με 30 χρόνια οφείλεται στη μείωση διαφόρων φυσιολογικών λειτουργιών, που σχετίζονται με τη μεταφορά του οξυγόνου, όπως είναι η ανταλλαγή των αναπνευστικών αερίων, η ελαστικότητα των αιμοφόρων αγγείων, ή συσταλτικότητα του μυοκαρδίου και η καρδιακή συχνότητα.
Η συμβολή της άσκησης για τη διατήρηση της αερόβιας ικανότητας στην προχωρημένη ηλικία είναι σημαντική. Η ελάττωση της αερόβιας ικανότητας,, που επέρχεται με την ηλικία, δεν οφείλεται μόνο στο βιολογικό εκφυλισμό. Ένα μεγάλο μέρος της αποδίδεται στον περιορισμό των φυσικών δραστηριοτήτων, στην έλλειψη αρκετής άσκησης και γενικά στην καθιστική ζωή. Η άθληση χαρίζει στον άνθρωπο ένα βιολογικό ξανάνιωμα 10 με 15 χρόνια.
Η αερόβια ικανότητα είναι χαμηλότερη  στις γυναίκες από ότι είναι στους άντρες. Πριν από την ήβη όμως δεν υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα. Η μεγαλύτερα διαφορά παρατηρείται στην ηλικία των είκοσι χρόνων και φτάνει τότε στα 30%. Η διαφορά αυτή εξακολουθεί να υπάρχει και μετά την εφηβεία μικραίνοντας βαθμιαία με την πρόοδο της ηλικία. Η χαμηλότερη αερόβια ικανότητα της γυναίκας οφείλεται στην περιορισμένη ικανότητα δέσμευσης και μεταφοράς οξυγόνου, και αυτό γιατί το γυναικείο αίμα, γενικά, είναι πιο φτωχό σε αιμοσφαιρίνη, από το αίμα των αντρών.
[ΑΡΧΗ]

Αερόβια ικανότητα και κληρονομικότητα

Οι ατομικές διαφορές οφείλονται πρωταρχικά σε κληρονομικές διαφορές. Η συμβολή του κληρονομικού παράγοντα στις ατομικές αυτές διαφορές προσδιορίστηκε με τη διερεύνηση των ενδοζευγικών διαφορών σε γνησιοδίδυμους και ψευτοδίδυμους.
Η αερόβια ικανότητα ενός ατόμου κυμαίνεται μέσα σε ορισμένα κληρονομικά όρια που μπορούν να μετατοπισθούν ελάχιστα με την προπόνηση. Η σωματική άσκηση μπορεί δηλαδή, ν’ ανεβάσει την αερόβια ικανότητα από χαμηλή στάθμη σε μέτρια, από μέτρια σε υψηλή και από υψηλή σε πολύ υψηλή, αλλά ποτέ από χαμηλή σε υψηλή ή από μέτρια σε πολύ υψηλή. Με την έννοια αυτή η άσκηση συμβάλλει στην πραγμάτωση των δυνατοτήτων που λανθάνουν σε κάθε άτομο και που το επίπεδό τους είναι προδιαγραμμένο από το γονότυπό τους.
[ΑΡΧΗ]

Περιοριστικοί παράγοντες της αερόβιας ικανότητας

Παρόλο που υπάρχει μια συσχέτιση μεταξύ της μέγιστης πρόσληψης οξυγόνου και του συστήματος κατανάλωσης οξυγόνου (όγκος μιτοχονδρίων, αερόβια ένζυμα κ.α.), φαίνεται πως ο περιοριστικός παράγοντας της μέγιστης πρόσληψης οξυγόνου αφορά το σύστημα μεταφορας του. Το συμπέρασμα αυτό στηρίζεται σε μια σειρά από πειραματικές παρατηρήσεις, που δείχνουν πως η μέγιστη πρόσληψη οξυγόνου μπορεί ν’ αυξομειωθεί, πρώτο με την αυξομείωση εισπνεόμενου οξυγόνου (πράγμα που πετυχαίνουμε μεταβάλλοντας είτε την περιεκτικότητα του εισπνεόμενου αέρα σε οξυγόνο,, είτε την ατμοσφαιρική του πίεση) και δεύτερο, με την αυξομείωση της περιεκτικότητας του Ο2 στο αρτηριακό αίμα (πράγμα που πετυχαίνουμε μεταβάλλοντας είτε την ποσότητα της οξυαιμοσφαιρίνης με εισπνοή μονοξειδίου του άνθρακα είτε με αφαίμαξη και μετάγγιση αίματος).
[ΑΡΧΗ]

Αναερόβιο κατώφλι

Ως αναερόβιο κατώφλι ορίζεται η ανώτατη ποσότητα οξυγόνου που μπορεί να καταναλώνει ο οργανισμός κατά την άσκηση, πριν αρχίσει η συστηματική συγκέντρωση γαλακτικού οξέος στο αίμα. Αντιστοιχεί στη ένταση της προσπάθειας όπου ενεργοποιεί την αναερόβια γαλακτική οδό παραγωγής ενέργειας και με την έννοια αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως στροφή στην μεταβολική οδό. Επειδή όμως η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ αναερόβιου κατωφλιού και μεταβολικής οξέωσης δεν είναι κοινώς αποδεκτή, χρησιμοποιούνται συχνά οι όροι αναερόβιο-γαλακτικό και αναερόβια-αναπνευστικό κατώφλι για να υποδηλώσουν την ένταση της προσπάθειας που αρχίζει αντίστοιχα η αύξηση του γαλακτικού οξέος στο αίμα και η απόκλιση των αναπνευστικών απαντήσεων από την ευθυγραμμία.
Η σημαντικότητα του αναερόβιου κατωφλιού βρίσκεται στην προγνωστική δύναμη στης αντοχής ενός ατόμου, που ξεπερνάει και αυτήν της αερόβιας ικανότητας. Έτσι χρησιμοποιείται σαν δείκτης της αντοχής και των αερόβιων προσαρμογών κατά την προπόνηση.
[ΑΡΧΗ]